Η αστική δημοκρατία
χτυπάει το φασισμό! Καλόοοο. Το άλλο με τον Τοτό το ξέρετε; Η εικόνα
των Κασιδιάρη, Παναγιώταρου, Μίχου να βγαίνουν θριαμβευτές από τα
δικαστήρια της Ευελπίδων, βρίζοντας, φτύνοντας, κλωτσώντας και
καρπαζώνοντας δημοσιογράφους και φωτορεπόρτερ, συμβόλισε με τον καλύτερο
τρόπο τη γελοιότητα της προπαγάνδας περί τσακίσματος του νεοναζισμού
από την αστική δημοκρατία και την κυβέρνηση που τη διαχειρίζεται σήμερα.
Ομως, ανεξάρτητα από το φτιασίδωμα που ακόμη προσπαθούν να κάνουν, με μια εκκωφαντική προπαγάνδα που δεν αφήνει ούτε χρόνο ούτε περιθώριο για σκέψη, η μη προφυλάκιση τριών από τους «κάπο» της νεοναζιστικής συμμορίας δημιουργεί ένα έδαφος για βαθύτερη σκέψη, μέσα από τα ερωτηματικά που παράγει. Μας επιτρέπει να προβάλουμε με αξιώσεις μια ανάλυση που δεν μένει στα επιφαινόμενα και τη χειραγώγηση που τα συνοδεύει, αλλά πάει στην ουσία των πραγμάτων. Μια ανάλυση που συνοψίζεται στο ότι αυτό που επιχειρείται τις τελευταίες μέρες, μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, δεν είναι μια αποφασιστική προσπάθεια ξεπαστρέματος του νεοναζιστικού μορφώματος, αλλά μια προσπάθεια ελέγχου του, έτσι που να υπηρετεί το σύστημα χωρίς να του δημιουργεί προβλήματα σταθερότητας.
Μια «σοβαρή» Χρυσή Αυγή
Η «σοβαρότερη» ΧΑ, βέβαια, δεν μπορεί να προκύψει χωρίς κόπο. Πιθανόν να χρειαστεί ακόμη και πόνος, όπως συνέβη με τα Τάγματα Εφόδου του Ρεμς, που εξοντώθηκαν ανελέητα στη «νύχτα των μεγάλων μαχαιριών», με εντολή του ίδιου του Χίτλερ, που δεν ήθελε το παλιό λουμπεναριό, αυτό που τον στήριξε και τον οδήγησε στην εξουσία, να του βάζει εμπόδια με τη δράση του. Το ναζιστικό κόμμα ήταν πλέον κόμμα εξουσίας, με τη στήριξη σύμπασας της γερμανικής αστικής τάξης.
Η ιστορία, βέβαια, δεν επαναλαμβάνεται, αναλογίες όμως πάντοτε μπορεί να βρει κάποιος. Αυτά που γίνονται τις τελευταίες μέρες και έχουν πάρει την ονομασία «εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής» αποκαλύπτουν μια προσπάθεια χειραγώγησης της νεοναζιστικής συμμορίας, έτσι που να επιστρέψει στις παλιότερες μορφές δράσης της (νύχτα και κρυφά και όχι φόνους Ελλήνων), προσαρμοζόμενη παράλληλα σε ένα μίνιμουμ κοινοβουλευτικής συμπεριφοράς.
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα λειτούργησε σαν καταλύτης, επιταχύνοντας την εκδήλωση αυτού του σχεδίου. Γι’ αυτό και κάποιες λεπτομέρειές του δεν κατορθώθηκε να κρυφτούν. Ολοι οι εμπλεκόμενοι φορείς ενήργησαν σαν έτοιμοι από καιρό. Ο Δένδιας έβγαλε από το συρτάρι παλιότερη έκθεση της ΚΥΠ, που την κρατούσε επτασφράγιστο μυστικό, όπως και ο προκάτοχός του Χρυσοχοΐδης, και αφορούσε τον Λαγό και τα «κατορθώματά» του. Η Αντιτρομοκρατική, κατά την προσφιλή τακτική της, έβαλε έναν από τους ρουφιάνους της να στείλει επιστολή στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στην οποία έδινε ονόματα και κινητά χρυσαυγιτών. Ταυτόχρονα, έστειλε έγγραφο στην ανακρίτρια του Πειραιά που χειρίζεται την υπόθεση της δολοφονίας Φύσσα, για να την ενημερώσει ότι τηλεφώνησε στην Ασφάλεια άτομο και ανέφερε πέντε πρόσωπα που ήταν μαζί με τον Ρουπακιά στο φονικό της Αμφιάλης. (Τα δήθεν ανώνυμα τηλεφωνήματα είναι ένα κλασικό κόλπο της Αντιτρομοκρατικής, που εφαρμόστηκε κατά κόρον στις υποθέσεις της ΣΠΦ. Πίσω από τα δήθεν ανώνυμα τηλεφωνήματα κρύβουν το δικό τους δίκτυο παρακολουθήσεων). Το Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛΑΣ άρχισε να πιάνει μπάτσους που είχαν στενές σχέσεις με τη ΧΑ, στέλνοντας μήνυμα στους υπόλοιπους να «μαζευτούν».
Ολα ήταν έτοιμα για να υλοποιηθεί το «σχέδιο Δένδια», που με εντολή Σαμαρά έστειλε το γνωστό πακέτο των 32 (παμπάλαιων) δικογραφιών στην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με αίτημα να συσχετιστούν και να διερευνηθεί η ύπαρξη «εγκληματικής οργάνωσης».
Παράλληλα, εκτυλίχτηκε η προπαγάνδα πάνω σ’ έναν ενιαίο καμβά, στον οποίο «κεντούσαν» όλα τα μεγάλα ΜΜΕ, όλα τα παπαγαλάκια. Ο καμβάς αυτός υποστήριζε ότι δεν ερευνάται ποιοι εμφορούνται από τη ναζιστική ιδεολογία, αλλά ποιοι έχουν διαπράξει εγκλήματα. Οτι δεν διώκεται η ΧΑ ως κοινοβουλευτικό κόμμα με νεοναζιστική ιδεολογία, αλλά εκείνα τα μέλη της ΧΑ που έχουν συστήσει «εγκληματική οργάνωση».
Η ελληνική αστική δημοκρατία όχι μόνο ομολογούσε ότι δε διαθέτει αντιναζιστική νομοθεσία, αλλά και δικαιολογούσε απόλυτα την απουσία μιας τέτοιας νομοθεσίας, στο όνομα της δημοκρατίας. Λες και δεν αιματοκυλίστηκε η Ευρώπη από τους ναζί, ώστε να δικαιολογείται νομοθεσία που θα απαγορεύει τη δράση τους. Οταν, όμως, το ελληνικό κράτος έχει χρησιμοποιήσει τους δωσίλογους της Κατοχής και τους επιγόνους τους ως δύναμη κρούσης ενάντια στον ελληνικό λαό και τις επαναστατικές του οργανώσεις, όταν ακόμη και η ολιγομελής στην αρχή συμμορία της νεοναζιστικής ΧΑ χρησιμοποιούνταν σε αστυνομικές επιχειρήσεις και έχαιρε πλήρους ασυλίας, πώς μπορεί να έχουμε την απαίτηση να υπάρχει αντιναζιστική νομοθεσία στην ελληνική αστική δημοκρατία;
«Καλή» και «κακή» ΧΑ
Κι όμως, αυτός ο διαχωρισμός, που αποτελεί τον πυρήνα του πορίσματος Βουρλιώτη, με το οποίο ξεκίνησε η ποινική διαδικασία κατά ηγετικών στελεχών της ΧΑ και μελών των ταγμάτων εφόδου, όχι μόνο δε συζητήθηκε, αλλά ούτε καν σχολιάστηκε. Μεγεθύνθηκαν και συζητήθηκαν κατά κόρον οι γενικές αναφορές περί ναζισμού και «Fuhrerprinzip», λες και υπήρχε περίπτωση να βγει οποιοσδήποτε από δαύτους και να δηλώσει ναζιστής. Εδώ ο Μιχαλολιάκος, ο Κασιδιάρης, ο Παππάς και ο υπόλοιπος συρφετός, με τις σβάστικες στα μπράτσα και τα πορτρέτα του Χίτλερ ευλαβικά κορνιζωμένα εν είδει εικονισμάτων στα σπίτια τους, δηλώνουν πως δεν έχουν σχέση με το ναζισμό.
Ιδού η πεμπτουσία του πορίσματος Βουρλιώτη: «Η Χρυσή Αυγή πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας 1980-1990, με τη μορφή κλειστής ολιγάριθμης ομάδας ιδεολογικής επιμόρφωσης ναζιστών, με επικεφαλής τον Νικόλαο Μιχαλολιάκο, εξέδιδαν δε το περιοδικό “ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ”. Στη συνέχεια, η ομάδα αυτή μετεξελίχθηκε σε πολιτικό σχηματισμό με την ονομασία “ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ”. Από τον χρόνο αυτό διαχωρίστηκε το επιχειρησιακό από το πολιτικό τμήμα της οργάνωσης, με το πρώτο να αναλαμβάνει την εκτός Γραφείων δράση, δηλαδή τις βίαιες επιθέσεις εναντίον όσων η οργάνωση αυτή θεωρούσε εχθρούς (…) ηγετική ομάδα και των δύο τμημάτων ήταν η ίδια, με την εξουσία, όμως, του αρχηγού να είναι απόλυτη».
Ιδού, λοιπόν, οι «δύο ΧΑ», η «καλή» και η «κακή», η «νόμιμη» και η «παράνομη», το πολιτικό τμήμα και το επιχειρησιακό τμήμα, που αποτελείται από τα τάγματα εφόδου και την ιεραρχία τους, που φτάνει μέχρι τον αρχηγό, τον fuhrer. Οποιος χρυσαυγίτης δεν συμμετέχει στο «κακό» σκέλος δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Κι όσοι συμμετέχουν στα τάγματα εφόδου, καλά θα κάνουν να τα εγκαταλείψουν, για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο. Στο κάτω-κάτω, υπήρξαν περίοδοι που τα τάγματα εφόδου δρούσαν αφανώς, στο σκοτάδι, χωρίς ομοιόμορφες στολές και δημόσιες παρελάσεις εν είδει παραστρατιωτικού σώματος. Οποιος δεν πιανόταν σε κάποια εξόφθαλμα εγκληματική πράξη (όπως ένας φόνος) δεν άφηνε πίσω του ίχνη, ενώ με τις παρελάσεις που κάνουν τώρα, όλοι μπορούν να καταγραφούν και ν’ αντιμετωπίσουν την κατηγορία της συμμετοχής σε «εγκληματική οργάνωση».
Τα παπαγαλάκια, που όλες τις προηγούμενες μέρες τιτίβιζαν ότι εκτός νόμου δεν είναι η ΧΑ, αλλά τα τάγματα εφόδου που δρουν ως «εγκληματική οργάνωση», απεκάλυψαν εκ των προτέρων τη σκοπιμότητα του πορίσματος Βουρλιώτη (σαν να διάβαζαν βουλωμένο γράμμα).
Αυτό δείχνει πως όλα ήταν οργανωμένα πάνω σ’ αυτή τη βάση και πως είχε γίνει –όπως συνηθίζεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις–το σχετικό «μπρίφινγκ» στα διευθυντικά στελέχη των ΜΜΕ, που στη συνέχεια πέρασαν τη γραμμή στα παπαγαλάκια. Η αστική δημοκρατία δε θέλει να συντρίψει και να εξαφανίσει το νεοναζιστικό μόρφωμα, αλλά να το «σουλουπώσει», να το ελέγξει και να το θέσει στην υπηρεσία της, ψαλιδίζοντας τις φιλοδοξίες των ηγετών του, που πήραν αέρα και θεωρούν ότι μπορούν να κυβερνήσουν, με αποτέλεσμα να γίνονται ασυγκράτητοι και να απειλούν όχι μόνο τους μετανάστες και τους αριστερούς και αναρχικούς, αλλά την ίδια τη σταθερότητα του συστήματος.
Η υλοποίηση του σχεδίου
Υλοποιώντας αυτή την κατεύθυνση, ο αντεισαγγελέας Βουρλιώτης έκανε και την επιλογή των «διευθυντών» της «εγκληματικής οργάνωσης». Ο αρχηγός Μιχαλολιάκος, ο Παππάς ως υπαρχηγός και τέσσερις ακόμη βουλευτές: Κασιδιάρης, Παναγιώταρος, Λαγός και Μίχος. Οι υπόλοιποι ανήκουν προφανώς στο πολιτικό σκέλος, το οποίο δεν έχει χαρακτηριστικά «εγκληματικής οργάνωσης»! Το εξοργιστικό είναι ότι ανάμεσα σ’ εκείνους που δεν κατηγορήθηκαν είναι βουλευτές που έχουν άμεση, προσωπική εμπλοκή σε ενέργειες που περιγράφονται στις 32 δικογραφίες που απετέλεσαν το υλικό για να συγκροτηθεί η κατηγορία της «εγκληματικής οργάνωσης» (Ηλιόπουλος, Καιάδας, Γρέγος, Μπούκουρας, Μπαρμπαρούσης κ.ά.).
Αναφερόμαστε μόνο στα γκεσέμια της ναζιστικής συμμορίας και όχι στο λουμπεναριό των παρακάτω κλιμακίων, που θεωρείται αναλώσιμο από την ίδια την ηγετική ομάδα, που συντηρούνταν με «χαρτζιλίκι», με δουλειές σε νταβατζιλίκια και λοιπές υποκοσμιακές ασχολίες, ενώ ένα μέρος του (τα μεσαία στελέχη, τύπου Πατέλη) ζούσε μόνο με το όνειρο να πάρει μια βουλευτική θεσούλα, προεξοφλώντας την αύξηση του εκλογικού ποσοστού. Αυτοί που είναι σήμερα βουλευτές δεν είναι τυχαίοι, είναι διαλεγμένοι ένας κι ένας και έχουν διακριθεί από την εποχή ακόμη που η νεοναζιστική συμμορία ούτε που ονειρευόταν ότι μπορεί να βρεθεί στα βουλευτικά έδρανα. Αυτόν τον ηγετικό πυρήνα, λοιπόν, ο αντεισαγγελέας Βουρλιώτης τον διαχώρισε σε «νόμιμο» και «παράνομο», σε «εγκληματικό» και «κοινοβουλευτικό». Ενδεχομένως ο διαχωρισμός ως προς τα πρόσωπα να μην ήταν κατευθυνόμενος «από πάνω», ενδεχομένως να προέκυψε από αναφορές στη δικογραφία σε σχέση με το ρόλο των διάφορων πρωτοπαλίκαρων. Τα πρόσωπα, όμως, δεν έχουν σημασία, σημασία έχει αυτός καθαυτός ο διαχωρισμός σε δυο κομμάτια, ένα «νόμιμο» και ένα «παράνομο».
Ο δεύτερος διαχωρισμός
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η απόφαση ήταν ένα ισχυρό χαστούκι για τον Σαμαρά. Εδειξε ότι δεν ελέγχει τα πάντα, ότι υπάρχουν και άλλα κέντρα που μπορούν να ασκούν εξουσία και σ’ αυτό ακόμη το επίπεδο, όταν ο ίδιος έχει πάρει προσωπικά πάνω του την υπόθεση και βρίσκεται στην Αμερική καμαρώνοντας για το ότι έκλεισε την ηγεσία της ΧΑ στη φυλακή.
Ακόμη και μετά την προφυλάκιση των Μιχαλολιάκου και Παππά, η προπαγάνδα των ΜΜΕ συνέχισε να σφυροκοπά την απόφαση για μη προφυλάκιση των τριών νεοναζί βουλευτών. Με σωστά επιχειρήματα, μάλιστα. Περισσότερο πολιτικά και λιγότερο νομικά. Με επίκληση της κοινής λογικής, η οποία κάθε άλλο παρά αδιάφορο αφήνει το ποινικό δίκαιο. Σχολιαστές σαν τον Πρετεντέρη δε δίστασαν να πουν (και να γράψουν) ανοιχτά, ότι λειτουργούν «πλυντήρια» που θέλουν να «ξεπλύνουν» τους νεοναζί (χωρίς όμως και να υπαινιχτεί τη «μάρκα» αυτών των «πλυντηρίων»).
Τι πρυτάνευσε στη σκέψη του κέντρου που δεν προφυλάκισε τους τρεις; Οτι χρειαζόταν μια ισχυρή επιχειρησιακή ομάδα «έξω», για να συμμαζέψει το συρφετό και να τον οδηγήσει ομαλά στη «μετάλλαξή» του; Κατηγορηματική απάντηση δεν μπορούμε να δώσουμε, σίγουρα όμως δεν είναι τυχαίο ότι τη μια μέρα ο Κασιδιάρης μοίραζε κλοτσιές και σφαλιάρες και την επομένη εμφανίστηκε ήρεμος και κυριλέ μπροστά στις κάμερες και τα μικρόφωνα, χωρίς κανείς να του αρνηθεί το κοινοβουλευτικό σόου ή να του θέσει έστω μια ερώτηση.
Το θέμα είναι ανοιχτό. Ο Σαμαράς, μετά το χουνέρι που έπαθε, έχει κάθε λόγο να θέλει να εξαφανίσει τη ΧΑ. Κάποιοι άλλοι μπορεί να θέλουν να μείνει η ταμπέλα. Ολοι τους, όμως, θέλουν ένα φασιστικό μόρφωμα ελεγχόμενο απόλυτα από το αστικό κράτος.
Πρόκληση η μη προφυλάκιση των νεοναζί
Ολοι τους είναι βουλευτές και έχουν συλληφθεί χωρίς άρση της ασυλίας τους, μόνο για το αδίκημα της συμμετοχής (και διεύθυνσης) «εγκληματικής οργάνωσης», που είναι κακούργημα αυτόφωρο, διότι η οργάνωση θεωρείται ότι έχει διαρκή δράση. Απ’ αυτή την άποψη, λοιπόν, δεν υπάρχει καμιά διαφορά μεταξύ τους. Ολοι κατηγορούνται για το ίδιο αδίκημα. Οσα λέγονται για τον Λαγό και τον Μιχαλολιάκο, ότι αυτοί είναι «δεμένοι» στην υπόθεση της δολοφονίας Φύσσα, είναι ανυπόστατα, διότι απλούστατα η ανάκριση δεν μπορεί να διερευνήσει την εμπλοκή τους σ’ αυτό το αδίκημα, αφού το αυτόφωρο πέρασε και δεν έχει αρθεί η βουλευτική τους ασυλία γι’ αυτό το αδίκημα.
Το άλλο επιχείρημα που διοχετεύεται από την Ευελπίδων είναι πως οι τρεις που δεν προφυλακίστηκαν δεν κρίθηκαν ύποπτοι φυγής, ούτε ύποπτοι διάπραξης νέων αδικημάτων, καθώς είναι πλέον γνωστά πρόσωπα, όπως και οι μεταξύ τους διασυνδέσεις. Και γιατί αυτό δεν ισχύει για τον Λαγό και τον Μιχαλολιάκο;
Ομως και αυτό καθαυτό το επιχείρημα συνιστά πρόκληση, αν το δει κανείς από τη σκοπιά του ισχύοντος ποινικού δικαίου. Εχεις μια «εγκληματική οργάνωση», έχεις συλλάβεις κάποιους ως διευθυντικά στελέχη της, θεωρείς ότι η οργάνωση ακόμη υφίσταται, εξακολουθείς να συλλαμβάνεις μέλη της σε διάφορες πόλεις της χώρας, εξακολουθείς να ψάχνεις για να βρεις στοιχεία για άλλους, και αφήνεις ελεύθερους τους μισούς από τη διευθυντική ομάδα, προσφέροντάς τους (μιλώντας πάντα με βάση την ποινική λογική) τη δυνατότητα να οργανώσουν την απόκρυψη στοιχείων (π.χ. του οπλοστάσιου που υπάρχει, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, και δεν έχει βρεθεί), να οργανώσουν την ποινική άμυνα των μελών των ταγμάτων εφόδου, δυσχεραίνοντας έτσι το έργο της ανάκρισης. Πόσο μάλλον που η βουλευτική ασυλία, την οποία εξακολουθούν να έχουν, τους προσφέρει τεράστια ευχέρεια κινήσεων.
Ας μην κοροϊδευόμαστε. Οι ελληνικές δικαστικές αρχές είναι πρώτες στην Ευρώπη σε αριθμό προφυλακίσεων. Στέλνουν ανθρώπους στη φυλακή για ψύλλου πήδημα. Ακόμα και απλούς διαδηλωτές, με βάση τον κουκουλονόμο. Δε θα μιλήσουμε για όσους έχουν κατηγορηθεί ως μέλη ένοπλων επαναστατικών οργανώσεων (είτε αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη είτε αρνούνται τη συμμετοχή τους), που δεν διανοείται κανείς ότι μπορεί να μην προφυλακιστούν, ακόμη κι αν πρόκειται για οργανώσεις που έχουν σταματήσει τη δράση τους πριν από χρόνια (όπως έγινε π.χ. με τους κατηγορηθέντες για συμμετοχή στον ΕΛΑ). Εδώ στους κατηγορούμενους για συμμετοχή της ΣΠΦ έχουν φτάσει στο σημείο να κουρελιάζουν ποινικό νόμο και Σύνταγμα, παρατείνοντας τις προφυλακίσεις μέχρι και τους 36 μήνες! Αρκεί ν’ αναφέρουμε το παράδειγμα τεσσάρων κατοίκων της Ιερισσού, τεσσάρων μεροκαματιάρηδων, με οικογένειες που εξαρτώνται από τη δική τους δουλειά, που προφυλακίστηκαν για τα επεισόδια στις Σκουριές και οι αιτήσεις τους για αποφυλάκιση υπό όρους απορρίπτονται.
Είναι προφανές, ότι η μη προφυλάκιση των τριών νεοναζί βουλευτών είναι πέρα από το πνεύμα και το γράμμα του ισχύοντος ποινικού δικαίου και πέρα από την παράδοση που έχουν δημιουργήσει οι ελληνικές δικαστικές αρχές. Το γεγονός ότι τη σχετική απόφαση διαχωρισμού των κατηγορούμενων σε προφυλακιστέους και μη, σε «επικίνδυνους» και «ακίνδυνους», σε «καλούς» και «κακούς» πήραν δυο ανακριτές και δυο εισαγγελείς ομόφωνα, δείχνει ότι δούλεψε άλλο κέντρο. Κέντρο ισχυρό, που μπορούσε να καλύψει τα νώτα τους. Γιατί αποκλείεται να μην ήξεραν τι αποτελέσματα θα προκαλούσε αυτή τους η απόφαση. Και δεν είναι καθόλου εύκολο να ομοφωνήσουν τέσσερις δικαστικοί σ’ ένα τόσο σοβαρό πολιτικό ζήτημα, εν γνώσει τους ότι ποινικά η απόφασή τους ήταν εντελώς μετέωρη. Μόνο η ύπαρξη κάποιου ισχυρού κέντρου μπορεί να εξηγήσει αυτή τη μπετονένια ομοφωνία (ένας να διαφωνούσε, οι τρεις θα προφυλακίζονταν μέχρι να αποφανθεί το συμβούλιο).
Ποιο ήταν αυτό το κέντρο; Δεν είμαστε σε θέση να το γνωρίζουμε, ούτε θα κάνουμε σενάρια. Θα παραθέσουμε μόνο ένα δεδομένο και μια σκέψη. Το δεδομένο είναι η διαρροή του Δένδια, ότι η δική του πρόταση ήταν να ασκηθούν διώξεις μόνο κατά Λαγού και Μιχαλολιάκου, για την υπόθεση της δολοφονίας Φύσσα και δίωξη κατά παντός υπευθύνου (in rem) για όλα τα υπόλοιπα (δηλαδή, καρφώνει τον Αθανασίου για ερασιτεχνισμό). Η σκέψη είναι πως αποκλείεται ισχυροί κύκλοι της αστικής τάξης, που ποντάρουν στους νεοναζί και το ρόλο που μπορούν να παίξουν μελλοντικά, να μην έχουν παρέμβει σ’ αυτή την υπόθεση.
Ναζιστικά θρασίμια
Πέρα απ’ αυτά που γνωρίζουμε από το παρελθόν για την αρθρογραφία τους στη φυλλάδα τους, στα ίδια τους τα σπίτια βρέθηκαν ναζιστικά σύμβολα, σημαίες, αναμνηστικά. Κάποιοι έχουν τη σβάστικα χτυπημένη τατουάζ στο μπράτσο τους. Κι όμως, όλοι δήλωσαν ότι δεν είναι ναζιστές!
Αυτοί που απειλούσαν θεούς και δαίμονες, αυτοί που κλωτσούσαν πάγκους μεροκαματιάρηδων μεταναστών, αυτοί που απειλούσαν ότι θα υπάρξουν νεκροί, αυτοί που απειλούσαν ότι θ’ αρπάξουν τις ξιφολόγχες και θα βγουν στο δρόμο (αναφερόμαστε μόνο σε δημόσιες δηλώσεις και ενέργειές τους, που έχουν καταγραφεί σε κάμερες), εμφανίστηκαν στις δικαστικές αρχές σαν φιλήσυχοι πολίτες και νομοταγείς πολιτικοί, που ασκούν νόμιμη κοινοβουλευτική δράση.
Αυτοί που οργάνωναν και εκπαίδευαν τα τάγματα εφόδου, στρατολογώντας λούμπεν στοιχεία και ανεγκέφαλους κομπλεξικούς, πλημμυρισμένους με μίσος κατά του λαού, είναι έτοιμοι να ρίξουν στο λάκο των λεόντων καθένα απ’ αυτά τα ασπόνδυλα που στρατολόγησαν και ξαμόλυσαν κατά μεταναστών και Ελλήνων. Δεν γνωρίζω αν μέλη της ΧΑ ενέχονται σε παράνομες συμπεριφορές, εγώ είμαι νόμιμος, δήλωσε ο Μιχαλολιάκος!
Αυτοί που «χτυπιόνταν» από τα μικρόφωνα, παριστάνοντας τους μεγάλους στρατηλάτες, για να εντυπωσιάσουν τα ασπόνδυλα που τους χειροκροτούσαν, αντί να κάνουν πολιτικές απολογίες (αφού υποτίθεται ότι διώκονται για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας), εμφανίστηκαν στην ανάκριση σαν κλεφτοκοτάδες που προσπαθούν να δημιουργήσουν άλλοθι. Εγώ ήμουν μόνο υπεύθυνος Τύπου, είπε ο Κασιδιάρης. Ο ίδιος που απειλούσε τον αστυνομικό διευθυντή στην Κρήτη ότι θα έχει νεκρό αν δεν χτυπήσει με τα ΜΑΤ τους αντιφασίστες. Εγώ δεν ξέρω τίποτα, ζούσα στα Γιάννινα, είπε ο Παππάς. Εγώ κοιμόμουν από νωρίς μέχρι το άλλο μεσημέρι, δήλωσε ο Μιχαλολιάκος.
Τέτοιοι ήταν πάντοτε οι φασίστες. Ελάχιστοι είχαν το σθένος να υπερασπιστούν την ιδεολογία τους (ελάχιστοι από τους χουντικούς, για παράδειγμα). Όλοι οι υπόλοιποι έγλειφαν τις αστικές εξουσίες και δήλωναν έτοιμοι να τις υπηρετήσουν, φτάνει να γλιτώσουν την ποινική τιμωρία.
Πηγή:Κόντρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου