Στο πλαίσιο των προβληματισμών μας γύρω από τη φύση της οικονομικής σκέψης,
παρουσιάζουμε εδώ δική μας περίληψη μιας σειράς συλλογισμών του Jacques Sapir,
από το άρθρο του L’économie est-elle une anti-politique?
Πρόσφατα, οι οικονομολόγοι, και ιδίως όσοι ασχολούνται με την «ανάπτυξη», ανακάλυψαν την έννοια της δημοκρατίας και μάλιστα η προβληματική για τις σχέσεις μεταξύ οικονομίας και δημοκρατίας απασχολεί την αρθρογραφία ακόμα και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι αμφισβητούν σε βάθος την αποπολιτικοποίηση της οικονομικής απόφασης, η οποία συνοδεύει την ανάδυση της οικονομικής θεωρίας από τα πρώτα κιόλας βήματά της και στοιχειώνει μέχρι και σήμερα τη σκέψη των οικονομολόγων σε όποια «σχολή» κι αν ανήκουν.
Μάλιστα το πράγμα γίνεται ακόμα χειρότερο όταν οι οικονομολόγοι ανακατεύουν τις θεωρίες τους με έννοιες από τη φιλοσοφία του Δικαίου μπλέκοντας στη ρητορική τους όρους όπως «κανόνες», «νόμοι» και «θεσμοί» −κάτι που συμβαίνει ολοένα και περισσότερο την τελευταία εικοσαετία. Διότι κατ’ αυτό τον τρόπο, δίνεται η εντύπωση ότι το Δίκαιο είναι κάτι που «ενυπάρχει» στην οικονομική σκέψη, όπως λ.χ. υπάρχει η εξίσου λαθεμένη εντύπωση ότι η φιλοσοφία «ενυπάρχει» στη σκέψη των επιστημών. Η αλήθεια είναι, πως αν εξετάσουμε από κοντά τις περί Δικαίου «αυθόρμητες» αντιλήψεις των οικονομολόγων, θα διαπιστώσουμε πως δεν έχουν καμιά σχέση με τη δημοκρατία και είναι είτε ανοικτά αντιδημοκρατικές, είτε δεν αναγνωρίζουν το έδαφος μέσα στο οποίο συγκροτείται η δημοκρατία.
Η αποπολιτικοποίηση βρίσκεται στην καρδιά της συγκρότησης της Οικονομίας σε αυτόνομη επιστήμη.
Η αποπολιτικοποίηση της οικονομικής απόφασης, δηλαδή η ιδέα ότι οι οικονομικές αποφάσεις δεν είναι και δεν πρέπει να είναι πολιτικής υφής, αποτελεί μια παμπάλαια τάση της ίδιας της οικονομικής σκέψης. Τα πρώτα ίχνη της διακρίνονται ήδη στις εργασίες του Ντέιβιντ Χιούμ (1711-1776) για τη «ροή των τιμών των προϊόντων». Η πρόθεση του Χιούμ ήταν καταρχάς ευγενής: ήθελε να βρει μια καλή επιχειρηματολογία ώστε να βοηθήσει στην κατάπαυση των εμπορικών-οικονομικών πολέμων που σημάδεψαν τον 17ο και τις αρχές του 18ουαιώνα. Θεώρησε λοιπόν πως το θα το πετύχαινε αποδεικνύοντας ότι το διεθνές εμπόδιο δεν έχει να κάνει με την πολιτική δράση, αλλά με τους οικονομικούς αυτοματισμούς και ιδιαίτερα με την «αυτόματη» ρύθμιση της ισορριπίας των ισοζυγίων πληρωμών.
Βλέπουμε λοιπόν πως ο Μίλτον Φρίντμαν και οι Μονεταριστές δεν πρωτοτύπησαν καθόλου. Στην πραγματικότητα, αυτό που διακυβεύεται από το ξεκίνημα κιόλας της κλασικής πολιτικής οικονομίας είναι η ίδια η έννοια της ισορροπίας και η χρήση της σαν μια έννοια που στόχος της είναι να συγκροτήσει τον οικονομικό λόγο σε μια επιστήμη, που δεν θα είναι εμπειρική, δηλαδή δεν θα θεμελιώνεται σε στατιστικά στοιχεία αλλά στην κατανόηση των γενικών και αφηρημένων αρχών.
Στην αξιοσημείωτη μελέτη του για τα διανοητικά θεμέλια της πολιτικής οικονομίας (1992), ο Ζαν-Κλοντ Περό δείχνει καθαρά τη σταδιακή ανάδυση αυτής της οπτικής πάνω στα πράγματα. Υπόδειγμα αυτής της οπτικής υπήρξε ο Ζαν-Μπατίστ Σαι (1767-1832), ο οποίος αρνήθηκε συνειδητά να χρησιμοποιήσει στατιστικά στοιχεία, όχι επειδή δεν ήξερε στατιστική αλλά διότι είχε μια συγκεκριμένη μεθοδολογική αντίληψης της επιστήμης. Το ίδιο και Άνταμ Σμιθ. Όπως σημειώνει ο Περό:
Το 18ο αιώνα οι κανόνες, οι νόμοι και οι αρχές αναφέρονται σε σχέσεις άλλοτε φυσικές, άλλοτε θεσμικές και άλλοτε ηθικές. Η ίδια η φιλοσοφία του Διαφωτισμού γλυστράει διαρκώς είτε προς τη μια, είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Και πρέπει να υπογραμμίσουμε πως η Φυσιοκρατική οικονομία στηρίζει τις αναλύσεις της στη συγχώνευση αυτών των τριών εννοιών. (…) Αυτό ακριβώς το αμάλγαμα έρχεται να αποδομήσει ο Άνταμ Σμιθ ήδη από το 1776, θεμελιώνοντας την οικονομία σε ένα νέο παράδειγμα, όπου κυριαρχεί ο επιστημονικοφανής ντετερμινισμός των αποφάσεων.
Την ίδια θέληση αποπολιτικοποίησης της οικονομικής απόφασης συναντάμε ασφαλώς και στους Νεοκλασικούς, ιδιαίτερα με την κατασκευή του «πλαισίου υποθέσεων» που θεωρούν αναγκαίο για να αποδείξουν πως η ισορροπία του ανταγωνισμού αντιστοιχεί στο optimum του Παρέτο, δηλαδή σε μια στιγμή στην οποία υποτίθεται ότι δεν είναι δυνατόν να βελτιωθεί η κατάσταση ενός ατόμου χωρίς να χειροτερέψει η κατάσταση ενός άλλου.
Από τον κανόνα δεν ξεφεύγουν οι Αυστριακοί, παρά τις αξιοπρόσεκτες διαφοροποιήσεις τους. Γιατί μπορεί ο Χάγιεκ να μην έλεγε τα ίδια ακριβώς πράγματα σ’ ολόκληρη τη ζωή του και μπορεί να υπάρχει σαφής διαφοροποίηση ανάμεσα στο βιβλίο The Constitution of Liberty που έγραψε το 1960, και τα έργα που έγραψε προς το τέλος της ζωής του, όμως όλα τα διατρέχει η ίδια αυτή τάση αποπολιτικοποίησης της οικονομικής απόφασης.
Τέλος πρέπει να σημειώσουμε, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, πως η τάση αυτή υπάρχει και στους Μαρξιστές, και μάλιστα σε ορισμένους επαναστάτες μαρξιστές. Τη συναντάμε πίσω από την ιδέα τους ότι, μετά την επανάσταση, οι επιλογές θα είναι τεχνικής και όχι πλέον πολιτικής υφής −μια ιδέα που βρίσκουμε ιδιαίτερα στον Τρότσκι.
Οντολογική και εργαλειακή αποπολιτικοποίηση
Εξετάζοντας από πιο κοντά αυτό το πρόταγμα αποπολιτικοποίησης της οικονομικής απόφασης, διαπιστώνουμε ότι παίρνει διαφορετικές μορφές ανάλογα με τις σχολές. Στους Νεοκλασικούς είναι οντολογικής υφής, ενώ στους Αυστριακούς εργαλειακής.
Για να στήσει την οικονομία σαν επιστήμη, η Νεοκλασική σχολή στηρίχτηκε στο μοντέλο της Φυσικής. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, πρέπει να βρούμε οπωσδήποτε ένα σταθερό σημείο, το οποίο θα μας επιτρέψει να παρομοιάσουμε με τους φυσικούς νόμους τις όποιες κανονικότητες εντοπίζουμε στην οικονομία. Το ρόλο αυτό αναλαμβάνει εδώ η θεωρία περί ορθολογικής συμπεριφοράς του ανθρώπου. Αν ο άνθρωπος συμπεριφέρεται ορθολογικά από τη φύση του, τότε οι οικονομικοί νόμοι δεν διαφέρουν από τους φυσικούς νόμους και επομένως δεν υπάρχει θέμα πολιτικής διαμάχης και απόφασης στα οικονομικά ζητήματα. Θα ήταν σαν να έμπαινε σε ψηφοφορία η αξία της σταθεράς του Νεύτωνα. Καταλαβαίνουμε λοιπόν, ότι έχουμε εδώ να κάνουμε με ένα οντολογικής τάξης πρόταγμα αποπολιτικοποίησης της οικονομίας.
Στους Αυστριακούς πάλι, το ζήτημα εμφανίζεται πολύ πιο σύνθετο, ιδιαίτερα στους Χάγιεκ και Φον Μίζες, αλλά και στον Λάχμαν. Κατ’ αυτούς, ο κόσμος είναι ένας κόσμος χωρίς βεβαιότητες. Αναγνωρίζουν λοιπόν την ανάγκη να υπάρχει πολιτική συζήτηση και θεωρούν τη νεοκλασική λογική σαν μια εντελώς χυδαία μορφή επιστημονισμού. Ωστόσο, στο τέλος εξαιρούν την οικονομική απόφαση από το πεδίο άσκησης της δημοκρατίας.
Πράγματι, αυτό που απασχολεί έντονα τον Χάγιεκ είναι το πώς η δημοκρατία δεν θα ξεπέσει σε μια δικτατορία της πλειοψηφίας και ποιοι είναι οι κανόνες χάρη στους οποίους αυτό δεν θα συμβεί. Πάνω σε αυτό, δεν μπορεί να σκεφτεί παρά ένα και μοναδικό κανόνα: την ιδιωτική ιδιοκτησία. Έτσι οδηγείται σταδιακά στον ακόλουθο συνειρμό: Προκειμένου ένα πολιτικό σύστημα να επιτρέπει θεσμικά στην αγορά να λειτουργεί ελεύθερα, θα πρέπει να μη θίγει σε καμία περίπτωση το θεμέλιό της∙ και για να γίνει αυτό, θα πρέπει οι κανόνες της αγοράς να αποτελούν άβατο για την πολιτική συζήτηση και διαπάλη. Έτσι καταλήγει σε μια θέση, όπως αυτή που διατυπώνει ιδιαίτερα στο βιβλίο του The Political Order of a Free People(1979), η οποία είναι ασύμβατη με τη δημοκρατία. Γι’ αυτό κι ενώ το 1944 ασκεί δριμεία κριτική στον Καρλ Σμιτ, τον υπερσυντηρητικό φιλοναζιστή νομικό της δεκαετίας του 1930, στα βιβλία που έγραψε κατά τη δεκαετία του 1970 τον βρίσκει εξαιρετικά ενδιαφέροντα και ιδιαίτερα τις θέσεις περί πλειοψηφίας με τις οποίες ο Καρλ Σμιτ επιτέθηκε ιδεολογικά εναντίον της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Έχουμε λοιπόν εδώ να κάνουμε με μια διαφορετικού τύπου αποπολιτικοποίηση της οικονομικής απόφασης. Δεν είναι οντολογική, όπως στους Νεοκλασικούς που συνταυτίζουν τους οικονομικούς «νόμους» με τους φυσικούς νόμους, αλλάεργαλειακή. Οι Αυστριακοί αποπολιτικοποιούν την «περιοχή» εκείνη, που θεωρούν ότι θεμελιώνει την αγορά.
Με δυο λόγια: η οικονομική σκέψη είναι ριζικά αντι-πολιτική και ξένη προς τη δημοκρατία.
πηγή:
http://dangerfew.blogspot.ca/
παρουσιάζουμε εδώ δική μας περίληψη μιας σειράς συλλογισμών του Jacques Sapir,
από το άρθρο του L’économie est-elle une anti-politique?
Πρόσφατα, οι οικονομολόγοι, και ιδίως όσοι ασχολούνται με την «ανάπτυξη», ανακάλυψαν την έννοια της δημοκρατίας και μάλιστα η προβληματική για τις σχέσεις μεταξύ οικονομίας και δημοκρατίας απασχολεί την αρθρογραφία ακόμα και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι αμφισβητούν σε βάθος την αποπολιτικοποίηση της οικονομικής απόφασης, η οποία συνοδεύει την ανάδυση της οικονομικής θεωρίας από τα πρώτα κιόλας βήματά της και στοιχειώνει μέχρι και σήμερα τη σκέψη των οικονομολόγων σε όποια «σχολή» κι αν ανήκουν.
Μάλιστα το πράγμα γίνεται ακόμα χειρότερο όταν οι οικονομολόγοι ανακατεύουν τις θεωρίες τους με έννοιες από τη φιλοσοφία του Δικαίου μπλέκοντας στη ρητορική τους όρους όπως «κανόνες», «νόμοι» και «θεσμοί» −κάτι που συμβαίνει ολοένα και περισσότερο την τελευταία εικοσαετία. Διότι κατ’ αυτό τον τρόπο, δίνεται η εντύπωση ότι το Δίκαιο είναι κάτι που «ενυπάρχει» στην οικονομική σκέψη, όπως λ.χ. υπάρχει η εξίσου λαθεμένη εντύπωση ότι η φιλοσοφία «ενυπάρχει» στη σκέψη των επιστημών. Η αλήθεια είναι, πως αν εξετάσουμε από κοντά τις περί Δικαίου «αυθόρμητες» αντιλήψεις των οικονομολόγων, θα διαπιστώσουμε πως δεν έχουν καμιά σχέση με τη δημοκρατία και είναι είτε ανοικτά αντιδημοκρατικές, είτε δεν αναγνωρίζουν το έδαφος μέσα στο οποίο συγκροτείται η δημοκρατία.
Η αποπολιτικοποίηση βρίσκεται στην καρδιά της συγκρότησης της Οικονομίας σε αυτόνομη επιστήμη.
Η αποπολιτικοποίηση της οικονομικής απόφασης, δηλαδή η ιδέα ότι οι οικονομικές αποφάσεις δεν είναι και δεν πρέπει να είναι πολιτικής υφής, αποτελεί μια παμπάλαια τάση της ίδιας της οικονομικής σκέψης. Τα πρώτα ίχνη της διακρίνονται ήδη στις εργασίες του Ντέιβιντ Χιούμ (1711-1776) για τη «ροή των τιμών των προϊόντων». Η πρόθεση του Χιούμ ήταν καταρχάς ευγενής: ήθελε να βρει μια καλή επιχειρηματολογία ώστε να βοηθήσει στην κατάπαυση των εμπορικών-οικονομικών πολέμων που σημάδεψαν τον 17ο και τις αρχές του 18ουαιώνα. Θεώρησε λοιπόν πως το θα το πετύχαινε αποδεικνύοντας ότι το διεθνές εμπόδιο δεν έχει να κάνει με την πολιτική δράση, αλλά με τους οικονομικούς αυτοματισμούς και ιδιαίτερα με την «αυτόματη» ρύθμιση της ισορριπίας των ισοζυγίων πληρωμών.
Βλέπουμε λοιπόν πως ο Μίλτον Φρίντμαν και οι Μονεταριστές δεν πρωτοτύπησαν καθόλου. Στην πραγματικότητα, αυτό που διακυβεύεται από το ξεκίνημα κιόλας της κλασικής πολιτικής οικονομίας είναι η ίδια η έννοια της ισορροπίας και η χρήση της σαν μια έννοια που στόχος της είναι να συγκροτήσει τον οικονομικό λόγο σε μια επιστήμη, που δεν θα είναι εμπειρική, δηλαδή δεν θα θεμελιώνεται σε στατιστικά στοιχεία αλλά στην κατανόηση των γενικών και αφηρημένων αρχών.
Στην αξιοσημείωτη μελέτη του για τα διανοητικά θεμέλια της πολιτικής οικονομίας (1992), ο Ζαν-Κλοντ Περό δείχνει καθαρά τη σταδιακή ανάδυση αυτής της οπτικής πάνω στα πράγματα. Υπόδειγμα αυτής της οπτικής υπήρξε ο Ζαν-Μπατίστ Σαι (1767-1832), ο οποίος αρνήθηκε συνειδητά να χρησιμοποιήσει στατιστικά στοιχεία, όχι επειδή δεν ήξερε στατιστική αλλά διότι είχε μια συγκεκριμένη μεθοδολογική αντίληψης της επιστήμης. Το ίδιο και Άνταμ Σμιθ. Όπως σημειώνει ο Περό:
Το 18ο αιώνα οι κανόνες, οι νόμοι και οι αρχές αναφέρονται σε σχέσεις άλλοτε φυσικές, άλλοτε θεσμικές και άλλοτε ηθικές. Η ίδια η φιλοσοφία του Διαφωτισμού γλυστράει διαρκώς είτε προς τη μια, είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Και πρέπει να υπογραμμίσουμε πως η Φυσιοκρατική οικονομία στηρίζει τις αναλύσεις της στη συγχώνευση αυτών των τριών εννοιών. (…) Αυτό ακριβώς το αμάλγαμα έρχεται να αποδομήσει ο Άνταμ Σμιθ ήδη από το 1776, θεμελιώνοντας την οικονομία σε ένα νέο παράδειγμα, όπου κυριαρχεί ο επιστημονικοφανής ντετερμινισμός των αποφάσεων.
Την ίδια θέληση αποπολιτικοποίησης της οικονομικής απόφασης συναντάμε ασφαλώς και στους Νεοκλασικούς, ιδιαίτερα με την κατασκευή του «πλαισίου υποθέσεων» που θεωρούν αναγκαίο για να αποδείξουν πως η ισορροπία του ανταγωνισμού αντιστοιχεί στο optimum του Παρέτο, δηλαδή σε μια στιγμή στην οποία υποτίθεται ότι δεν είναι δυνατόν να βελτιωθεί η κατάσταση ενός ατόμου χωρίς να χειροτερέψει η κατάσταση ενός άλλου.
Από τον κανόνα δεν ξεφεύγουν οι Αυστριακοί, παρά τις αξιοπρόσεκτες διαφοροποιήσεις τους. Γιατί μπορεί ο Χάγιεκ να μην έλεγε τα ίδια ακριβώς πράγματα σ’ ολόκληρη τη ζωή του και μπορεί να υπάρχει σαφής διαφοροποίηση ανάμεσα στο βιβλίο The Constitution of Liberty που έγραψε το 1960, και τα έργα που έγραψε προς το τέλος της ζωής του, όμως όλα τα διατρέχει η ίδια αυτή τάση αποπολιτικοποίησης της οικονομικής απόφασης.
Τέλος πρέπει να σημειώσουμε, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, πως η τάση αυτή υπάρχει και στους Μαρξιστές, και μάλιστα σε ορισμένους επαναστάτες μαρξιστές. Τη συναντάμε πίσω από την ιδέα τους ότι, μετά την επανάσταση, οι επιλογές θα είναι τεχνικής και όχι πλέον πολιτικής υφής −μια ιδέα που βρίσκουμε ιδιαίτερα στον Τρότσκι.
Οντολογική και εργαλειακή αποπολιτικοποίηση
Εξετάζοντας από πιο κοντά αυτό το πρόταγμα αποπολιτικοποίησης της οικονομικής απόφασης, διαπιστώνουμε ότι παίρνει διαφορετικές μορφές ανάλογα με τις σχολές. Στους Νεοκλασικούς είναι οντολογικής υφής, ενώ στους Αυστριακούς εργαλειακής.
Για να στήσει την οικονομία σαν επιστήμη, η Νεοκλασική σχολή στηρίχτηκε στο μοντέλο της Φυσικής. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, πρέπει να βρούμε οπωσδήποτε ένα σταθερό σημείο, το οποίο θα μας επιτρέψει να παρομοιάσουμε με τους φυσικούς νόμους τις όποιες κανονικότητες εντοπίζουμε στην οικονομία. Το ρόλο αυτό αναλαμβάνει εδώ η θεωρία περί ορθολογικής συμπεριφοράς του ανθρώπου. Αν ο άνθρωπος συμπεριφέρεται ορθολογικά από τη φύση του, τότε οι οικονομικοί νόμοι δεν διαφέρουν από τους φυσικούς νόμους και επομένως δεν υπάρχει θέμα πολιτικής διαμάχης και απόφασης στα οικονομικά ζητήματα. Θα ήταν σαν να έμπαινε σε ψηφοφορία η αξία της σταθεράς του Νεύτωνα. Καταλαβαίνουμε λοιπόν, ότι έχουμε εδώ να κάνουμε με ένα οντολογικής τάξης πρόταγμα αποπολιτικοποίησης της οικονομίας.
Στους Αυστριακούς πάλι, το ζήτημα εμφανίζεται πολύ πιο σύνθετο, ιδιαίτερα στους Χάγιεκ και Φον Μίζες, αλλά και στον Λάχμαν. Κατ’ αυτούς, ο κόσμος είναι ένας κόσμος χωρίς βεβαιότητες. Αναγνωρίζουν λοιπόν την ανάγκη να υπάρχει πολιτική συζήτηση και θεωρούν τη νεοκλασική λογική σαν μια εντελώς χυδαία μορφή επιστημονισμού. Ωστόσο, στο τέλος εξαιρούν την οικονομική απόφαση από το πεδίο άσκησης της δημοκρατίας.
Πράγματι, αυτό που απασχολεί έντονα τον Χάγιεκ είναι το πώς η δημοκρατία δεν θα ξεπέσει σε μια δικτατορία της πλειοψηφίας και ποιοι είναι οι κανόνες χάρη στους οποίους αυτό δεν θα συμβεί. Πάνω σε αυτό, δεν μπορεί να σκεφτεί παρά ένα και μοναδικό κανόνα: την ιδιωτική ιδιοκτησία. Έτσι οδηγείται σταδιακά στον ακόλουθο συνειρμό: Προκειμένου ένα πολιτικό σύστημα να επιτρέπει θεσμικά στην αγορά να λειτουργεί ελεύθερα, θα πρέπει να μη θίγει σε καμία περίπτωση το θεμέλιό της∙ και για να γίνει αυτό, θα πρέπει οι κανόνες της αγοράς να αποτελούν άβατο για την πολιτική συζήτηση και διαπάλη. Έτσι καταλήγει σε μια θέση, όπως αυτή που διατυπώνει ιδιαίτερα στο βιβλίο του The Political Order of a Free People(1979), η οποία είναι ασύμβατη με τη δημοκρατία. Γι’ αυτό κι ενώ το 1944 ασκεί δριμεία κριτική στον Καρλ Σμιτ, τον υπερσυντηρητικό φιλοναζιστή νομικό της δεκαετίας του 1930, στα βιβλία που έγραψε κατά τη δεκαετία του 1970 τον βρίσκει εξαιρετικά ενδιαφέροντα και ιδιαίτερα τις θέσεις περί πλειοψηφίας με τις οποίες ο Καρλ Σμιτ επιτέθηκε ιδεολογικά εναντίον της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Έχουμε λοιπόν εδώ να κάνουμε με μια διαφορετικού τύπου αποπολιτικοποίηση της οικονομικής απόφασης. Δεν είναι οντολογική, όπως στους Νεοκλασικούς που συνταυτίζουν τους οικονομικούς «νόμους» με τους φυσικούς νόμους, αλλάεργαλειακή. Οι Αυστριακοί αποπολιτικοποιούν την «περιοχή» εκείνη, που θεωρούν ότι θεμελιώνει την αγορά.
Με δυο λόγια: η οικονομική σκέψη είναι ριζικά αντι-πολιτική και ξένη προς τη δημοκρατία.
πηγή:
http://dangerfew.blogspot.ca/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου