ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

H τέχνη τού να μην κυβερνάσαι

του James C. Scot

Μόνο το νεωτερικό κράτος, τόσο στην αποικιακή όσο και στην ανεξάρτητη εκδοχή του, είχε τις δυνατότητες να πραγματοποιήσει ένα σχέδιο κυριαρχίας που ήταν μακρινό όνειρο για τον προ- αποικιακό πρόγονό του: να καθυποτάξει τους μη κρατικούς χώρους και λαούς. Το σχέδιο αυτό, στην ευρύτερή του έννοια, συνιστά την τελευταία μεγάλη κίνηση περίφραξης στη νοτιοανατολική Ασία. Επιδιώχθηκε σταθερά –έστω αδέξια και με πισωγυρίσματα- σε όλο τον προηγούμενο αιώνα τουλάχιστον. Οι κυβερνήσεις, αποικιακές ή ανεξάρτητες, κομμουνιστικές ή νεοφιλελεύθερες, λαϊκιστικές ή αυταρχικές, το ασπάστηκαν πλήρως. Η ξεροκέφαλη επιδίωξη του σκοπού αυτού από καθεστώτα κατά τα λοιπά τόσο διαφορετικά δείχνει ότι τέτοια σχέδια διοικητικής, οικονομικής και πολιτισμικής τυποποίησης είναι ενσωματωμένα στην ίδια την αρχιτεκτονική τού νεωτερικού κράτους.

Από την οπτική του κρατικού κέντρου, αυτή η κίνηση περίφραξης είναι, εν μέρει, μια προσπάθεια να εντάξει και να νομισματοποιήσει τους λαούς, τις γαίες και τους πόρους της περιφέρειας ούτως ώστε να τους κάνει, για να χρησιμοποιήσουμε τον γαλλικό όρο, rentable[1] –μετρήσιμους συντελεστές στο ακαθάριστο εθνικό προϊόν και στο εξωτερικό ισοζύγιο. Στην πραγματικότητα, οι λαοί της περιφέρειας ήταν ανέκαθεν οικονομικά συνδεδεμένοι με τα πεδινά και με το παγκόσμιο εμπόριο. Παρόλα αυτά, η προσπάθεια πλήρους ενσωμάτωσής τους παρουσιάστηκε υπό τον πολιτιστικό μανδύα της ανάπτυξης, της οικονομικής προόδου, του αλφαβητισμού και της κοινωνικής ένταξης. Στην πράξη, σήμανε κάτι άλλο. Ο στόχος του κράτους δεν ήταν τόσο να τους κάνει παραγωγικούς, όσο να καταστήσει την οικονομική τους δραστηριότητα ευανάγνωστη, φορολογήσιμη, αξιολογήσιμη, και δημεύσιμη, ή, αν όχι, να την αντικαταστήσει με μορφές παραγωγής που να είναι. Όπου μπορούσαν, τα κράτη εγκατέστησαν υποχρεωτικά σε μόνιμους οικισμούς τούς μετακινούμενους γεωργούς που ως τότε εκχέρσωναν και καλλιεργούσαν άλλα εδάφη κάθε χρόνο[2]. Προσπάθησαν να αντικαταστήσουν την ανοιχτή, από κοινού νομή με το κλειστό σύστημα ατομικής γαιοκτησίας των φιλελεύθερων οικονομιών. Δήμευσαν την ξυλεία και τον ορυκτό πλούτο και τα μετέτρεψαν σε εθνική περιουσία. Ενθάρρυναν την εμπορευματική γεωργία και τις μονοκαλλιέργειες σε φυτείες, αντί των πιο βιοποικίλων μορφών καλλιέργειας που ακολουθούνταν παλιότερα. Ο όρος περίφραξη φαίνεται πολύ ταιριαστός για τη διαδικασία αυτή, καθώς παραπέμπει στις αγγλικές περιφράξεις οι οποίες, από το 1761 και μετά, μέσα σε έναν αιώνα κατάπιαν τις μισές κοινόχρηστες αρόσιμες γαίες της Αγγλίας προς όφελος της ιδιωτικής, εμπορευματικής παραγωγής μεγάλης κλίμακας.

Η καινοτόμος και επαναστατική όψη αυτής της μεγάλης κίνησης περίφραξης φαίνεται καθαρότερα εάν χρησιμοποιήσουμε έναν πιο ευρυγώνιο ιστορικό φακό. Τα πρώιμα κράτη στην Κίνα και την Αίγυπτο –και, αργότερα, στην Ινδία επί Τσάντρα-Γκούπτα, στην κλασική Ελλάδα και στη ρεπουμπλικανική Ρώμη- ήταν, με δημογραφικούς όρους, ασήμαντα. Καταλάμβαναν ένα μικροσκοπικό μερίδιο στο παγκόσμιο τοπίο, και οι υπήκοοί τους δεν υπερέβαιναν ένα ποσοστό στατιστικού λάθους στις παγκόσμιες πληθυσμιακές στατιστικές. Στην ενδοχώρα της νοτιοανατολικής Ασίας, όπου τα πρώτα κράτη εμφανίζονται μόλις περί τα μέσα της πρώτης χιλιετίας της κοινής χρονολογίας, το σημάδι που αφήνουν πάνω στο τοπίο και τους ανθρώπους του είναι σχετικά ασήμαντο σε σχέση με την υπερτονισμένη θέση τους στα ιστορικά βιβλία. Οι μικροί αυτοί κόμβοι ιεραρχίας ήταν απλώς μικρά κέντρα περιτριγυρισμένα από τείχη και τάφρους, μαζί με τα υποτελή σε αυτά χωριά –ασταθή και γεωγραφικά περιορισμένα. Για ένα μάτι που δεν θα ήταν ακόμα υπνωτισμένο από αρχαιολογικά κατάλοιπα και κρατοκεντρικές ιστορίες, το τοπίο πραγματικά θα εμφάνιζε μόνο περιφέρειες και καθόλου κέντρα. Σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού και του εδάφους κείτονταν έξω από την τροχιά τους.

Όσο μικροσκοπικά κι αν ήταν αυτά τα κέντρα, κατείχαν ένα μοναδικό στρατηγικό και στρατιωτικό πλεονέκτημα: την ικανότητα να συγκεντρώνουν ανθρώπους και τρόφιμα σε ένα μέρος. Το κλειδί γι’ αυτό ήταν η καλλιέργεια ρυζιού σε μόνιμους ορυζώνες μέσω άρδευσης. Ως νέα πολιτική μορφή, το κράτος των ορυζώνων[3] υπήρξε μία συνάθροιση λαών που προηγουμένως δεν είχαν κράτος. Μερικοί υπήκοοι αναμφίβολα ελκύστηκαν από τις δυνατότητες για εμπόριο, πλούτο και κοινωνική θέση τις οποίες πρόσφεραν οι ανακτορικές αυλές των κέντρων, ενώ άλλοι, σίγουρα η πλειονότητα, ήταν αιχμάλωτοι πολέμου ή αγορασμένοι δούλοι. Η τεράστια «βάρβαρη» περιφέρεια αυτών των μικρών κρατών αποτελούσε ζωτικό πόρο από δύο τουλάχιστον απόψεις. Πρώτα, ήταν πηγή εκατοντάδων εμπορευμάτων και δασικών προϊόντων αναγκαίων για την ευημερία του κράτους των ορυζώνων. Δεύτερον, ήταν η πηγή του πιο σημαντικού εμπορεύματος που κυκλοφορούσε: των αιχμαλώτων, που συνιστούσαν το εργαζόμενο κεφάλαιο κάθε επιτυχημένου κράτους. Όσα γνωρίζουμε για τα κλασικά κράτη όπως η Αίγυπτος, η Ελλάδα και η Ρώμη, καθώς και για τα πρώιμα κράτη των Χμερ, της Ταϊλάνδης και της Βιρμανίας, δείχνουν ότι οι περισσότεροι υπήκοοί τους ήταν και επίσημα σκλάβοι.

Η τεράστια ακυβέρνητη περιφέρεια που περιέβαλλε αυτά τα κρατίδια εκπροσωπούσε επίσης μία πρόκληση και μία απειλή. Φιλοξενούσε φευγαλέους, ευκίνητους πληθυσμούς οι οποίοι εξασφάλιζαν τα προς το ζην με τρόπους πολύμορφους, ρευστούς και κινητικούς –τροφοσυλλογή, κυνήγι, εναλλασσόμενες καλλιέργειες, ψάρεμα και βοσκή- οι οποίοι ήταν ουσιωδώς ασύμβατοι προς την κρατική ιδιοποίηση και δημοσιονομικά στείροι. Εάν δεν ήθελαν οι ίδιοι να ανταλλάξουν, η παραγωγή τους ήταν απρόσιτη και για έναν πρόσθετο λόγο: ενώ τα πρώιμα κράτη ήταν σχεδόν παντού δημιούργημα αρόσιμων πεδιάδων και οροπεδίων, οι ακυβέρνητοι αυτοί πληθυσμοί ζούσαν σε δύσβατα για το κράτος εδάφη: όρη, έλη, βάλτους, άγονες στέππες και ερήμους. Οι δύο ζώνες ήταν οικολογικά συμπληρωματικές και γι’ αυτό φυσικοί εμπορικοί εταίροι, αλλά το εμπόριο αυτό ήταν πάντοτε εθελοντικό· ήταν αδύνατο επιβληθεί, λόγω διασποράς και δυσκολιών στη μεταφορά.

Για τις ελίτ των πρώιμων κρατών, η περιφέρεια –που συχνά αντιμετωπιζόταν ως το βασίλειο «βάρβαρων φυλών»- ήταν επίσης μία δυνάμει απειλή. Σε περιπτώσεις σπάνιες –αλλά αξιομνημόνευτες, όπως οι Μογγόλοι, οι Ούννοι και ο Οσμάν με την κατακτητική του συμμορία- ένας στρατιωτικοποιημένος λαός κτηνοτρόφων συνέβαινε να διασχίσει το κράτος και να το καταστρέψει, ή να διοικήσει στη θέση του. Συνηθέστερα, οι λαοί χωρίς κράτος έβρισκαν πιο βολικές τις επιδρομές στους οικισμούς των εδραίων γεωργικών κοινοτήτων που υπάγονταν στο κράτος, ενίοτε αποσπώντας απ’ αυτές συστηματικά φόρο υποτέλειας, κατά τον τρόπο των κρατών.

Η κύρια, μακροπρόθεσμη απειλή της ακυβέρνητης περιφέρειας, ωστόσο, ήταν ότι εκπροσωπούσε έναν διαρκή πειρασμό, μία διαρκή εναλλακτική λύση προς τη ζωή εντός του κράτους. Οι ιδρυτές ενός νέου κράτους συχνά άρπαζαν αρόσιμη γη από τους προηγούμενους ενοίκους της, οι οποίοι τότε είτε ενσωματώνονταν είτε επέλεγαν να απομακρυνθούν. Όσοι έφευγαν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι γίνονταν οι πρώτοι πρόσφυγες από την κρατική εξουσία, και ενώνονταν με άλλους εκτός του ελέγχου της.

Σε μια εποχή που το κράτος φαίνεται πανταχού παρόν και αναπόδραστο, εύκολα ξεχνάμε ότι, στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, είχε κανείς την επιλογή εάν θα ζει εντός ή εκτός του κράτους –ή σε μια ενδιάμεση ζώνη· μια επιλογή την οποία μπορούσε να αναθεωρήσει εάν το επέβαλλαν οι περιστάσεις. Ένα εύπορο και ειρηνικό κρατικό κέντρο ίσως προσείλκυε περισσότερο πληθυσμό που έβρισκε συμφέροντα τα πλεονεκτήματά του. Αυτό, φυσικά, ταιριάζει με την τυποποιημένη εκπολιτιστική αφήγηση περί άξεστων βαρβάρων οι οποίοι γοητεύονται από την ευημερία που δημιουργεί η ειρήνη και η δικαιοσύνη του βασιλιά –μια αφήγηση την οποία συμμερίζονται οι περισσότερες από τις σωτηριολογικές θρησκείες στον κόσμο, για να μην αναφέρουμε και τον Τόμας Χομπς.

Η αφήγηση αυτή αγνοεί δύο κεφαλαιώδη γεγονότα. Πρώτον, όπως είπαμε, ο πληθυσμός των πρώιμων κρατών ήταν ως επί το πλείστον ανελεύθερος· ζούσε υπό καταναγκασμό. Το δεύτερο γεγονός, ιδιαίτερα άβολο για την εκπολιτιστική αφήγηση, είναι ότι οι υπήκοοι των κρατών πολύ συχνά δραπέτευαν. Το να ζεις εντός του κράτους εξ ορισμού σήμαινε: φόρους, στρατολόγηση, αγγαρείες, και, για τους περισσότερους, μια συνθήκη υποδούλωσης. Όταν τα βάρη αυτά γίνονταν αβάσταχτα, οι υπήκοοι μετακινούνταν χωρίς πρόβλημα προς την περιφέρεια ή προς ένα άλλο κράτος. Σε προ-νεωτερικές συνθήκες, ο συνωστισμός του πληθυσμού, τα οικόσιτα ζώα και η εξάρτηση από μία μόνο καλλιέργεια καθιστούσαν πιο πιθανούς τους λιμούς και τις επιδημίες. Τέλος, τα πρώιμα κράτη ήταν και αυτά μηχανές πολέμου, ο οποίος προκαλούσε αιμορραγία υπηκόων που δραπέτευαν από τη στρατολόγηση, τις εισβολές και τις λεηλασίες. Τα κράτη κατ’ ουδένα τρόπο δεν δημιουργούνταν άπαξ και διά παντός. Αναρίθμητα αρχαιολογικά ευρήματα κρατικών κέντρων που άνθησαν σύντομα και μετά εξέλιπαν λόγω πολεμικών συγκρούσεων, επιδημιών, πείνας ή οικολογικής κατάρρευσης απεικονίζουν μία μακρά ιστορία κρατικής δημιουργίας και κατάρρευσης, παρά μονιμότητας. Για μεγάλες περιόδους οι άνθρωποι μπαινόβγαιναν στα κράτη, και η «κρατικότητα» συχνά ήταν ίδια κυκλική και αντιστρέψιμη.

Αυτό, με τον καιρό, παρήγαγε μία περιφέρεια που αποτελούνταν τόσο από πρόσφυγες όσο και από ανθρώπους οι οποίοι δεν είχαν ποτέ υπάρξει υπήκοοι κάποιου κράτους. Η περιφέρεια αυτή έγινε καταφύγιο ή «ζώνη κονιορτού», όπου τα ανθρώπινα θραύσματα από το σχηματισμό και τις αντιπαλότητες των κρατών συσσωρεύονταν θέλοντας και μη, δημιουργώντας περιοχές απίστευτης εθνοτικής και γλωσσικής πολυπλοκότητας. Συχνά, η επέκταση και η κατάρρευση κρατών είχε και αλυσιδωτά αποτελέσματα, διότι οι υπήκοοί τους, καθώς μετακινούνταν, ανάγκαζαν άλλους λαούς που βρίσκονταν μπροστά απ’ αυτούς να αναζητούν επίσης ασφάλεια σε νέα εδάφη. Οι οροσειρές της νοτιοανατολικής Ασίας είναι ακριβώς μία τέτοια «ζώνη ανθρώπινου κονιορτού». Η φήμη της κινεζικής επαρχίας Γιουννάν ως ενός «μουσείου ανθρώπινων φυλών» αντανακλά αυτή την ιστορία μεταναστεύσεων. Τέτοιες ζώνες βρίσκουμε παντού όπου η επέκταση κρατών, αυτοκρατοριών, δουλεμπορίου και πολέμων, καθώς και φυσικές καταστροφές, οδήγησαν μεγάλους αριθμούς ανθρώπων να αναζητήσουν καταφύγιο σε απόμερους τόπους: στην Αμαζονία, στην ορεινή Λατινική Αμερική, στο διάδρομο της ορεινής Αφρικής που προστατεύει από τις επιδρομές των δουλοκτητών, στα Βαλκάνια και στον Καύκασο. Τα διαγνωστικά χαρακτηριστικά αυτών των ζωνών είναι η σχετική γεωγραφική τους δυσβατότητα και η τεράστια πολυμορφία γλωσσών και πολιτισμών.

Σημειωτέον ότι αυτή η εκδοχή για την περιφέρεια βρίσκεται σε οξεία αντίθεση με την επίσημη ιστορία που αφηγούνται για τον εαυτό τους οι περισσότεροι πολιτισμοί. Σύμφωνα με αυτή τη διήγηση, ένας οπισθοδρομικός, αφελής και ίσως βάρβαρος λαός ενσωματώνεται βαθμιαία σε μια προωθημένη, ανώτερη και πιο ευκατάστατη κοινωνία και κουλτούρα. Αν όμως αυτοί οι ακυβέρνητοι βάρβαροι είχαν, τη μία ή την άλλη στιγμή, προτιμήσει, ως πολιτική επιλογή, να πάρουν τις αποστάσεις τους από το κράτος, ένα νέο στοιχείο πολιτικής αυτενέργειας εισέρχεται στην εικόνα. Πολλοί, ίσως οι περισσότεροι, κάτοικοι των ακυβέρνητων περιθωρίων δεν είναι υπολείμματα ενός παλαιότερου κοινωνικού σχηματισμού, ή, όπως τους περιγράφουν κάποιες λαογραφικές καταγραφές στη νοτιοανατολική Ασία, «οι ζωντανοί μας πρόγονοι». Οι τρόποι διαβίωσης αυτών των πληθυσμών που σκοπίμως έθεσαν τους εαυτούς τους στην περιφέρεια των κρατών, η κοινωνική τους οργάνωση, η γεωγραφική τους διασπορά, και πολλά στοιχεία από την κουλτούρα τους, μακράν του να αποτελούν αρχαϊκά χαρακτηριστικά ενός λαού που έχει μείνει πίσω, έχουν σκοπίμως διαμορφωθεί τόσο για να παρεμποδίσουν την ενσωμάτωση στα κοντινά κράτη, όσο και για να ελαχιστοποιήσουν την πιθανότητα να αναδυθούν κρατικού τύπου συγκεντρώσεις δύναμης στο εσωτερικό τους. Η αποφυγή του κράτους, και η αποτροπή του κράτους, διαπερνούν τις πρακτικές τους και, συχνά, και την ιδεολογία τους. Με άλλα λόγια, οι λαοί αυτοί είναι «βάρβαροι από επιλογή». Συνεχίζουν να διεξάγουν ζωηρές και αμοιβαία επωφελείς ανταλλαγές με τα πεδινά κέντρα, αποφεύγοντας με προσοχή να αιχμαλωτιστούν πολιτικά.

Εάν λάβουμε υπόψη την πιθανότητα οι «βάρβαροι» να μη βρίσκονται απλώς «εκεί» ως ένα υπόλειμμα του παρελθόντος, αλλά να έχουν επιλέξει τον τόπο και τον τρόπο διαμονής τους, τις πρακτικές και την κοινωνική τους δομή με σκοπό να διατηρήσουν την αυτονομία τους, η συνήθης αφήγηση περί του εκπολιτισμού ως κοινωνικής εξέλιξης καταρρέει τελείως. Οι χρονικές, εκπολιτιστικές σειρές –από την τροφοσυλλογή στην εναλλασσόμενη καλλιέργεια (ή τη νομαδική κτηνοτροφία), στην εδραία καλλιέργεια σιτηρών, την άρδευση και τους ορυζώνες, και το δίδυμο αδέρφι της, η σειρά από τις μικρές δασικές ομάδες στα μικρά ξέφωτα, στις καλύβες, στα χωριά, στις πόλεις και τις ανακτορικές αυλές- όλα αυτά στηρίζουν την αίσθηση υπεροχής των κρατών της πεδιάδας. Αν όμως αυτά τα υποτιθέμενα «στάδια» ήταν, στην ουσία, μία γκάμα κοινωνικών επιλογών, που κάθε μια τους εκπροσωπούσε μία διακριτή τοποθέτηση έναντι του κράτους; Και αν, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, πολλές ομάδες μετακινήθηκαν στρατηγικά μεταξύ αυτών των επιλογών προς μορφές θεωρούμενες πιο «πρωτόγονες» ώστε να κρατήσουν σε απόσταση το κράτος; Τότε, η εκπολιτιστική αφήγηση των κρατών της πεδιάδας –και πολλών θεωρητικών της κοινωνικής εξέλιξης- θα αποδεικνυόταν απλώς ένας αυτο-κολακευτικός τρόπος να ταυτίζουμε την κατάσταση του κρατικού υπηκόου με τον πολιτισμό, και εκείνη των αυτοδιοικούμενων λαών με τον πρωτογονισμό.

Το βιβλίο αυτό έχει γραφτεί ακριβώς για να αντιστρέψει τη λογική αυτού του ισχυρισμού. Τα περισσότερα, αν όχι όλα τα χαρακτηριστικά που χρησιμοποιούνται για να στιγματίσουν τους λαούς των λόφων –η εγκατάστασή τους στα περιθώρια, η χωρική τους κινητικότητα, η εναλλασσόμενη γεωργία τους, η ευλύγιστη κοινωνική τους δομή, η θρησκευτική ετεροδοξία τους, ο εξισωτισμός τους, ακόμα και οι αναλφάβητες, προφορικές κουλτούρες τους-, μακράν του να αποτελούν ένδειξη πρωτογονισμού που ξεπεράστηκε από τον πολιτισμό, είναι ορθότερο να ερμηνευθούν μακροπρόθεσμα ως προσαρμογές σχεδιασμένες με σκοπό τη διαφυγή από την κρατική αιχμαλώτιση και από το σχηματισμό κράτους. Με άλλα λόγια, την προσαρμογή μη κρατικών λαών σε έναν κόσμο κρατών τα οποία είναι, την ίδια στιγμή, ελκυστικά και απειλητικά.

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόδοση της ενότητας με τίτλο «The Last Enclosure» [Η τελευταία περίφραξη] από την Εισαγωγή του βιβλίου The Art of Not Being Governed. An Anarchist History of Upland Southeast Asia [H τέχνη τού να μην κυβερνάσαι. Μια αναρχική ιστορία της ορεινής νοτιοανατολικής Ασίας], Yale University Press, New Haven & London 2009. Μετάφραση-σημειώσεις: Α.Γ.

[1] Επικερδείς, αποδοτικοί.

[2] Στο πρωτότυπο: swidden cultivators.

[3] Στο πρωτότυπο: padi state. To padi είναι μαλαισιανή λέξη που δηλώνει το φυτό του ρυζιού, και την οποία χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να καθιερώσει έναν δικό του νεολογισμό με κρίσιμη λειτουργία για την ανάλυσή του.

σκοττ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου