(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Στάχτες, στη στήλη Ιστορίες της Πέμπτης, στις 25 Απριλίου 2014)
Θυμάμαι τα μυωπικά κορίτσια των φέρι μπωτ
του ’80. Μακριά μαλλιά και τζην ή φούστες-καθρεφτάκια.Με τη σοφία της
Περσινής αρραβωνιαστικιάς ή της Ωραίας Ρεμέδιος στο ένα χέρι και στο
άλλο ένα τοστ ζαμπόν-τυρί από το κυλικείο του Άγιος Μελέτιος.
Το νοστιμότερο τοστ του κόσμου.
Απόγευμα, Ρίο-Αντίριο, άνθρωποι χωμένοι στην παντόφλα.
Το λεωφορείο του ΚΤΕΛ μπρος πίσω, πίσω μπρος, κάποιο Γιώτα Χι έγερνε πάνω σε μια μοτοσυκλέτα.
Κάθε εποχή ένα μεγάλο μπλε φθινόπωρο με
κυματάκι ελαφρώς ανησυχητικό (ειδικά για όσους ανησυχούν με το τίποτα)
και χαμηλό βαρομετρικό όρεξης για πάρα κάτω.
Και τα αγόρια – φοιτητές, φαντάροι,
εργαζόμενοι σε λογιστικά γραφεία ή γραφεία κηδειών – που άπλωναν τα
άρβυλα στους πλαστικούς καναπέδες κι έπιαναν θέση για τρεις.
Περήφανοι για τον αντρισμό τους.
Στα χέρια τους τίποτα. Στα μάτια η ανάγκη της καλοπέρασης με τρόπο σχεδόν εκφοβιστικό.
Κάποτε είχα δει και μια παρέα αστυνομικών, με μπλε στολές και χρυσά κουμπιά, και σειρήτια.
Έπιναν τούρκικο καφέ στο πλαστικό κυπελάκι, που όλο έλιωνε κι όλο τη γλίτωνε τελικά με λίγη παραμόρφωση στις ρίγες, πάνω πάνω.
Κάποιοι κάπνιζαν Καρέλια, οι προχωρημένοι Κάμελ ή Λάκι Στράικ.
Άλλοι με χειροποίητο πουλόβερ σε χρώμα
σταχτί, σιωπηλό ιδρώτα στις μασχάλες τους και έναν έρωτα που δεν
ευωδόθηκε στην άκρη των ματιών τους.
Στα μεγάφωνα, λαϊκά της Βίκυς Μοσχολιού και της Πόλυς Πάνου. Σε χαμηλή ένταση, βέβαια, να μην ενοχλείται η νύστα.
Τα θαύμαζα όλα αυτά τα παιδιά, παρότι βρισκόμασταν πάνω κάτω στην ίδια ηλικία.
Ακόμα και όσα χαρακτηριστικά διέθετα, ανέκαθεν τα αντίκρυζα με βλέμμα έκθαμβης ξένης.
Τα κορίτσια και τα αγόρια των φέρι μπωτ αποτελούσαν για μένα ξεχωριστή κοινωνική ομάδα.
Παρότι αταίριαστα με όσα είχα κατά νου, είχαν πάνω μου μια επίδραση πολύ συγκεκριμένη και σαφή.
Με έκαναν να πιστεύω στην εξομάλυνση των
δακτύλων τους, έτσι όπως τα κοίταζα να καπνίζουν, να τρώνε, να
διαβάζουν, να μην κάνουν τίποτα,
και διέλυαν τις υποψίες μου περί ανεπάρκειας πιανιστών στη χώρα.
Τους θαύμαζα μεμψίμοιρα και μαλθακά, και
τους άφηνα να χτενίζουν μέσα μου αυτή την χωρίς ιδιαίτερη σημασία
έμπνευση που όμως με ευχαριστούσε.
Πού και πού, ο βόμβος της τουρμπίνας του
φέρι μπωτ, που κατά τόπους τρανταζόταν ποιος ξέρει πάνω σε ποιο υπόγειο
ψυχρό ή θερμό ρεύμα (εγώ οραματιζόμουν θαλάσσια τέρατα και κοσμογονίες
με θρήνους και τρόμο γερμανικού εξπρεσιονισμού στα πρώιμά του) έσπαγε
στα δύο την ονειροπόληση και με επανέφερε με σχεδόν άσεμνο τρόπο στην
πραγματικότητα.
Οι πιανίστριες μετρούσαν τα νωπά
δευτερόλεπτα της διαδρομής που υπολείπονταν μέχρι τη στεριά ρίχνοντας
βαριεστημένες ματιές στο μικρό τους ρολόι.
Οι πρίγκιπες των πλήκτρων κατέβαιναν οκτάβα και μιλούσαν μεταξύ τους με κάπως άκομψες φωνές.
Οι αστυνομικοί μου φαίνονταν τραχείς,
απέλπιδες και καταδικασμένοι και ο καφετζής που φώναζε “τελευταία
παραγγελία” μέσα από το κουβούκλιο με τη νέον λάμπα και μάζευε τα
Τσακίρης που του είχαν πέσει στον πάγκο, θλιβερός.
Σε λίγο, ο Άγιος Μελέτιος, προστάτης των
ραγιάδων και των ανομοιοκατάληκτων ταξιδευτών, αγκομαχούσε να δέσει στην
προβλήτα μιας ψεύτικης άνοιξης, εξαφανίζοντας πλέον μέσα μου κάθε
ελπίδα και κάθε χρονικό περιθώριο να πιστέψω πραγματικά πως η λύτρωση
αυτού του κόσμου κρύβεται στις κλειδώσεις των δακτύλων κάποιων άγνωστων
παιδιών και πως από τη μεριά τους θα επέλθει.
© Μαρία Πετρίτση
φωτο©Στράτος Φουντούλης, Ερμούπολη, Σύρος 2007
φωτο©Στράτος Φουντούλης, Ερμούπολη, Σύρος 2007
http://thethreewishes.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου