Τα οικογενειακά τραπέζια στις μεγάλες γιορτές, εκτός από πηγή
καβγάδων και λοιπών δεινών [αν μη τί άλλο επειδή το αλκοόλ μας κάνει
όλους λίγο πιο ευέξαπτους, ή ευαίσθητους ή ακόμα και περισσότερο
ομιλητικούς], είναι και αστείρευτη πηγή κουτσομπολιού.
Και δεν αναφέρομαι μόνο στη θεία που θα έρθει να σε φιλήσει λέγοντας “ακόμα να βρεις δουλειά;” ενώ παλεύεις για να βγεις από τη ζώνη ασφαλείας του αρώματός της – προμήθεια με το κιλό. Διότι, δεν είμασταν όλες προικοθήρες από κούνια, αλλά μετράς ανάποδα από το 10 και παίρνεις βαθιές εισπνοές διότι εάν ξεκινήσεις τέτοιο οκογενειακό καυγά, θα έχεις δράματα.
Σε μια τέτοιου είδους φάση και με αφορμή την κρίση στους μισθούς και την ανεργία, έμαθα ότι η κόρη της κας Λίτσας – γειτόνισσας επί μισόν αιώνα – έπιασε δουλειά. Έχει βγάλει ένα ΤΕΙ λογιστικής απ’ όσο θυμάμαι, αλλά δεν ρώτησα κιόλας, διότι μου είναι αδιάφορο.
Αμέσως μετά, μου περιγράψανε το είδος της δουλειάς, το οποίο δεν απέχει πολύ από τις ικανότητές της. Δηλαδή, ήταν αρκετά τυχερή [καθώς και ο εργοδότης της] ως προς το ταίριασμα του ατόμου με τη θέση εργασίας.
Στο καπάκι, μου είπανε και τον μισθό: της τάξανε 300 ευρώ το μήνα, αλλά τελικά παίρνει 200 ευρώ, καθαρά. Το μήνα.
Πριν πω οτιδήποτε άλλο ρώτησα πόσες ώρες εργάζεται. Η απάντηση ήταν αυτό που περίμενα να ακούσω: “Όσες ώρες χρειαστεί, ακόμα και 6-7 ώρες τη μέρα”.
Περιττό να σας πω ότι μένει με τους γονείς της. Και να ήθελε να κάνει οικογένεια, πώς να το διαπράξει;
Μου κάνει εντύπωση ότι δέχεται να δουλέψει για ένα χαρτζηλίκι επειδή τη θυμάμαι ως εξαιρετικά τσαμπουκαλεμένο και ατίθασο νιάτο. Είναι προφανές ότι η κρίση την έχει γονατίσει ηθικά. Της έχει σπάσει τον τσαμπουκά.
Η επόμενη ατάκα μου εξόργισε τη μάνα μου:
“Μπράβο. Πες στους γονείς της να συνεχίσουν να ψηφίζουν ΝΔ.”
Δεν θα το πει. Δεν θέλει να μαλώσει με τους γείτονες. Και πάντα φοβόταν μην το κάνω εγώ και πλακωθούν “για τα πολιτικά”. Λες και είναι εντελώς ασήμαντο κομμάτι της ζωής τους.
Ωστόσο δεν μπορώ να λυπηθώ μια οικογένεια που ψηφίζει ΝΔ με φανατισμό άνευ προηγουμένου, επί πολλές δεκαετίες. Σαν θρησκεία, σαν ομάδα, σαν πίστη σε μια [μεταθανάτια;] ζωή αφθονίας.
Η αλήθεια είναι ότι την εποχή των παχιών αγελάδων δεν περνούσαν άσχημα. Χτίσανε σπιτάκι, είχαν όλα τα απαραίτητα, ενίοτε ξοδεύοντας μέχρι υπερβολής. Αλλά ποιος δεν το έκανε αυτό;
Δεν θα θεωρήσουν ποτέ εαυτούς υπευθύνους για την υπονόμευση του μέλλοντος των παιδιών τους. Όχι, πάντα κάποιος άλλος θα φταίει. Δεν είμαι σίγουρη εάν είναι ακόμα το επάρατο ΠΑΣΟΚ ή εάν αλλάξανε τροπάριο και τους φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ, οι μασώνοι, οι ξένοι, οι μαύροι κλπ. Ελπίζω να μην μάθω. Δεν με νοιάζει κιόλας.
Τιμωρούνται ήδη για τη βλακεία τους. Και στην ηλικία που είναι, θα τιμωρηθούν πολύ ακόμα: είτε ψάχνοντας γιατρό του πρώην ΙΚΑ, είτε ψάχνοντας πώς θα πληρώσουν φάρμακα, είτε βλαστημώντας που τους έμεινε η κόρη “στο ράφι”.
[Διότι εάν ψηφίζεις ΝΔ από καταβολής κόσμου, έτσι είναι: ο προορισμός της γυναίκας είναι να παντρευτεί, όχι να μείνει "στο ράφι".]
Πρέπει να τους λυπηθώ επειδή είναι σε ηλικία σύνταξης και παίρνουν τ’αρχίδια του ΣΣαμαρά; Πρέπει να στεναχωρηθώ εάν δεν έχουν γιατρό ή περίθαλψη; Αφού οι ίδιοι δεν λυπούνται τον εαυτό τους και συνεχίζουν το ίδιο μαζοχιστικό μονοπάτι. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να αυτοκαταστραφεί όπως γουστάρει.
Η λύπησή μου δεν αρκεί για όλους. Λυπάμαι για εκείνους που αγωνίζονται, που υποφέρουν τις συνέπειες ξένων επιλογών, όπως εκείνοι που σήμερα βρίσκονται κλεισμένοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης επειδή ΕΜΕΙΣ συμμετείχαμε στο βομβαρδισμό ή την εξαθλίωση της χώρας τους. Λυπάμαι για 200.000 παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα αλλά θεωρούνται “ξένα” και παρείσακτα, παρόλο που δε γνώρισαν ποτέ άλλη πατρίδα. Λυπάμαι τους γονείς του Σεχζάντ Λουκμάν. Λυπάμαι που δεν ζει ο Λάμπρος Φούντας και ο Παύλος Φύσσας. Λυπάμαι για την κατάντια των θεσμών στην Ελλάδα. Λυπάμαι για την Αριστερά που δεν μπορεί να συμφωνήσει ούτε τί μέρα είναι σήμερα.
Οι γείτονες μου είναι απλά αδιάφοροι. Ένα στατιστικό δείγμα που τυγχάνει να γνωρίζω λίγο καλύτερα από παιδί, συγκριτικά με άλλα, παρόμοια. Δυστυχώς, πολλά.
oξυ
Και δεν αναφέρομαι μόνο στη θεία που θα έρθει να σε φιλήσει λέγοντας “ακόμα να βρεις δουλειά;” ενώ παλεύεις για να βγεις από τη ζώνη ασφαλείας του αρώματός της – προμήθεια με το κιλό. Διότι, δεν είμασταν όλες προικοθήρες από κούνια, αλλά μετράς ανάποδα από το 10 και παίρνεις βαθιές εισπνοές διότι εάν ξεκινήσεις τέτοιο οκογενειακό καυγά, θα έχεις δράματα.
Σε μια τέτοιου είδους φάση και με αφορμή την κρίση στους μισθούς και την ανεργία, έμαθα ότι η κόρη της κας Λίτσας – γειτόνισσας επί μισόν αιώνα – έπιασε δουλειά. Έχει βγάλει ένα ΤΕΙ λογιστικής απ’ όσο θυμάμαι, αλλά δεν ρώτησα κιόλας, διότι μου είναι αδιάφορο.
Αμέσως μετά, μου περιγράψανε το είδος της δουλειάς, το οποίο δεν απέχει πολύ από τις ικανότητές της. Δηλαδή, ήταν αρκετά τυχερή [καθώς και ο εργοδότης της] ως προς το ταίριασμα του ατόμου με τη θέση εργασίας.
Στο καπάκι, μου είπανε και τον μισθό: της τάξανε 300 ευρώ το μήνα, αλλά τελικά παίρνει 200 ευρώ, καθαρά. Το μήνα.
Πριν πω οτιδήποτε άλλο ρώτησα πόσες ώρες εργάζεται. Η απάντηση ήταν αυτό που περίμενα να ακούσω: “Όσες ώρες χρειαστεί, ακόμα και 6-7 ώρες τη μέρα”.
Περιττό να σας πω ότι μένει με τους γονείς της. Και να ήθελε να κάνει οικογένεια, πώς να το διαπράξει;
Μου κάνει εντύπωση ότι δέχεται να δουλέψει για ένα χαρτζηλίκι επειδή τη θυμάμαι ως εξαιρετικά τσαμπουκαλεμένο και ατίθασο νιάτο. Είναι προφανές ότι η κρίση την έχει γονατίσει ηθικά. Της έχει σπάσει τον τσαμπουκά.
Η επόμενη ατάκα μου εξόργισε τη μάνα μου:
“Μπράβο. Πες στους γονείς της να συνεχίσουν να ψηφίζουν ΝΔ.”
Δεν θα το πει. Δεν θέλει να μαλώσει με τους γείτονες. Και πάντα φοβόταν μην το κάνω εγώ και πλακωθούν “για τα πολιτικά”. Λες και είναι εντελώς ασήμαντο κομμάτι της ζωής τους.
Ωστόσο δεν μπορώ να λυπηθώ μια οικογένεια που ψηφίζει ΝΔ με φανατισμό άνευ προηγουμένου, επί πολλές δεκαετίες. Σαν θρησκεία, σαν ομάδα, σαν πίστη σε μια [μεταθανάτια;] ζωή αφθονίας.
Η αλήθεια είναι ότι την εποχή των παχιών αγελάδων δεν περνούσαν άσχημα. Χτίσανε σπιτάκι, είχαν όλα τα απαραίτητα, ενίοτε ξοδεύοντας μέχρι υπερβολής. Αλλά ποιος δεν το έκανε αυτό;
Δεν θα θεωρήσουν ποτέ εαυτούς υπευθύνους για την υπονόμευση του μέλλοντος των παιδιών τους. Όχι, πάντα κάποιος άλλος θα φταίει. Δεν είμαι σίγουρη εάν είναι ακόμα το επάρατο ΠΑΣΟΚ ή εάν αλλάξανε τροπάριο και τους φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ, οι μασώνοι, οι ξένοι, οι μαύροι κλπ. Ελπίζω να μην μάθω. Δεν με νοιάζει κιόλας.
Τιμωρούνται ήδη για τη βλακεία τους. Και στην ηλικία που είναι, θα τιμωρηθούν πολύ ακόμα: είτε ψάχνοντας γιατρό του πρώην ΙΚΑ, είτε ψάχνοντας πώς θα πληρώσουν φάρμακα, είτε βλαστημώντας που τους έμεινε η κόρη “στο ράφι”.
[Διότι εάν ψηφίζεις ΝΔ από καταβολής κόσμου, έτσι είναι: ο προορισμός της γυναίκας είναι να παντρευτεί, όχι να μείνει "στο ράφι".]
Πρέπει να τους λυπηθώ επειδή είναι σε ηλικία σύνταξης και παίρνουν τ’αρχίδια του ΣΣαμαρά; Πρέπει να στεναχωρηθώ εάν δεν έχουν γιατρό ή περίθαλψη; Αφού οι ίδιοι δεν λυπούνται τον εαυτό τους και συνεχίζουν το ίδιο μαζοχιστικό μονοπάτι. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να αυτοκαταστραφεί όπως γουστάρει.
Η λύπησή μου δεν αρκεί για όλους. Λυπάμαι για εκείνους που αγωνίζονται, που υποφέρουν τις συνέπειες ξένων επιλογών, όπως εκείνοι που σήμερα βρίσκονται κλεισμένοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης επειδή ΕΜΕΙΣ συμμετείχαμε στο βομβαρδισμό ή την εξαθλίωση της χώρας τους. Λυπάμαι για 200.000 παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα αλλά θεωρούνται “ξένα” και παρείσακτα, παρόλο που δε γνώρισαν ποτέ άλλη πατρίδα. Λυπάμαι τους γονείς του Σεχζάντ Λουκμάν. Λυπάμαι που δεν ζει ο Λάμπρος Φούντας και ο Παύλος Φύσσας. Λυπάμαι για την κατάντια των θεσμών στην Ελλάδα. Λυπάμαι για την Αριστερά που δεν μπορεί να συμφωνήσει ούτε τί μέρα είναι σήμερα.
Οι γείτονες μου είναι απλά αδιάφοροι. Ένα στατιστικό δείγμα που τυγχάνει να γνωρίζω λίγο καλύτερα από παιδί, συγκριτικά με άλλα, παρόμοια. Δυστυχώς, πολλά.
oξυ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου