του Τζωρτζ Μπονμπιό
μετάφραση: Δημήτρης Ιωάννου
Θυμάστε εκείνο το δημοψήφισμα στη Βρετανία, για το εάν θα έπρεπε να δημιουργήσουμε μια ενιαία αγορά με τις Ηνωμένες Πολιτείες; Ξέρετε, εκείνο που ρωτούσε για το εάν οι επιχειρήσεις πρέπει να έχουν το δικαίωμα να καταργούν τους νόμους μας… Όχι; Ούτε κι εγώ. Βέβαια, τις προάλλες έψαχνα κάνα δεκάλεπτο το ρολόι μου, πριν καταλάβω ότι το φορούσα. Το ότι ξέχασα το δημοψήφισμα είναι μάλλον άλλο ένα σημάδι ότι γερνάω. Γιατί σίγουρα πρέπει να έγινε δημοψήφισμα, έτσι δεν είναι; Μετά από όλη εκείνη την αγωνία για το εάν πρέπει να μείνουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή όχι, η κυβέρνηση δεν θα παρέδιδε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα σε κάποιον σκιώδη, αντιδημοκρατικό οργανισμό χωρίς να μας ρωτήσει. Έτσι δεν είναι;
Ο σκοπός της Διατλαντικής Εμπορικής και Επενδυτικής Συνεργασίας (TΤIP) είναι να παρακάμψει τις διαφορές μεταξύ του κανονιστικού πλαισίου των ΗΠΑ και αυτού των ευρωπαϊκών κρατών. Έχω ξαναγράψει γι’ αυτό το θέμα, αλλά δεν είχα θίξει το πλέον σημαντικό ζήτημα: την αξιοσημείωτη δυνατότητα που χαρίζει στις μεγάλες επιχειρήσεις να ταράξουν στις αγωγές όσες κυβερνήσεις θα προσπαθούσαν να υπερασπίσουν τους πολίτες τους. Θα επέτρεπε σε μυστικοπαθείς επιτροπές επιχειρηματικών νομικών συμβούλων να παρακάμπτουν κοινοβουλευτικές αποφάσεις και να καταργούν προστατευτικές νομοθεσίες.
Ο μηχανισμός μέσω οποίου επιτυγχάνονται τα παραπάνω είναι γνωστός ως μηχανισμός επίλυσης διαφορών επενδυτή και κράτους. Χρησιμοποιείται ήδη σε πολλά μέρη του κόσμου για να απενεργοποιήσει κανονισμούς που προστατεύουν τους ανθρώπους και το περιβάλλον.
Μετά από εκτεταμένο δημόσιο διάλογο, τόσο μέσα όσο κι έξω από το Κοινοβούλιο, η αυστραλιανή κυβέρνηση αποφάσισε ότι όλα τα τσιγάρα θα πωλούνται σε ίδια πακέτα, ανεξαρτήτως μάρκας, που θα φέρουν μονάχα προειδοποιητικές για την υγεία ετικέτες με αποτρόπαιες φωτογραφίες. Η απόφαση αυτή κυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας. Ωστόσο η Philip Morris, χρησιμοποιώντας μια εμπορική συμφωνία μεταξύ της Αυστραλίας και του Χονγκ Κονγκ προσέφυγε σε εξωχώριο δικαστήριο, απαιτώντας ένα τεράστιο ποσό ως αποζημίωση για την απώλεια της «πνευματικής ιδιοκτησίας» της.[1]
Άλλο παράδειγμα, η Αργεντινή: κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης που πέρασε και προκειμένου να μετριάσει τη λαϊκή οργή, η κυβέρνηση της χώρας «πάγωσε» τις αυξήσεις στους λογαριασμούς του ηλεκτρικούκαι του νερού. Οι πολυεθνικοί πάροχοι, των οποίων οι υπέρογκες τιμές είχαν προκαλέσει την αντίδραση της κυβέρνησης, άρχισαν τις αγωγές. Γι’ αυτό και για άλλα «εγκλήματα», η Αργεντινή αναγκάστηκε να πληρώσει πάνω από ένα δισεκατομμύριο δολάρια σε αποζημιώσεις. Στο Ελ Σαλβαδόρ, κάποιες τοπικές κοινότητες κατάφεραν, με μεγάλο κόστος (τρία μέλη τους δολοφονήθηκαν), να πείσουν την κυβέρνηση να μην επιτρέψει την εγκατάσταση στην περιοχή τους ενός μεγάλου ορυχείου χρυσού που επαπειλούσε με καταστροφική μόλυνση τα υδάτινα αποθέματά τους. Μια νίκη της δημοκρατίας, θα σκεφτείτε. Όχι για πολύ, φοβάμαι. Η καναδική εταιρεία που ήθελε να ανοίξει το ορυχείο ενάγει το Ελ Σαλβαδόρ για 315 εκατομμύρια δολάρια — για απώλεια των αναμενόμενων μελλοντικών κερδών.
Στον Καναδά, τα δικαστήρια ανακάλεσαν τις πατέντες δύο προϊόντων της αμερικανικής φαρμακευτικής Eli Lilly, με το σκεπτικό ότι η εταιρεία δεν είχε στοιχειοθετήσει επαρκώς τα ευεργετικά αποτελέσματα που ισχυριζόταν ότι είχαν τα προϊόντα αυτά. Η Eli Lilly ενάγει τώρα το καναδικό κράτος για 500 εκατομμύρια δολάρια, απαιτώντας ταυτόχρονα την αλλαγή τηςσχετικής νομοθεσίας.
Αυτές οι εταιρίες (και εκατοντάδες άλλες) χρησιμοποιούν τους κανόνες για την επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτή και κράτους, όπως αυτοί έχουν ενσωματωθεί σε εμπορικές συμφωνίες που οι εναγόμενες χώρες έχουν υπογράψει. Οι κανόνες αυτοί επιβάλλονται από επιτροπές που δεν διαθέτουν καμία από τις δικλείδες ασφαλείας που έχουμε συνηθίσει από τα δικαστήρια. Οι ακροαματικές διαδικασίες γίνονται εν κρυπτώ. Οι δικαστές είναι νομικοί σύμβουλοι επιχειρήσεων, πολλοί από τους οποίους εργάζονται για εταιρείες όπως εκείνες των οποίων τις υποθέσεις αναλαμβάνουν στο δικαστήριο. Οι πολίτες και οι συλλογικότητες που επηρεάζονται από τις αποφάσεις αυτές δεν έχουν δικαίωμα παράστασης στις δίκες. Δεν υπάρχει δικαίωμα έφεσης σε ό,τι αφορά τις αποζημιώσεις που τυχόν θα επιδικαστούν. Από την άλλη, οι επιτροπές αυτές μπορούν να υπερισχύσουν της κυριαρχίας εθνικών κοινοβουλίων και των αποφάσεων ανώτατων δικαστηρίων.
Δεν το πιστεύετε; Ιδού τι λέει ένας από αυτούς τους δικαστές για τη δουλειά του: «Όταν ξυπνάω τη νύχτα και σκέφτομαι για τον θεσμό της επενδυτικής διαιτησίας, δεν παύει να με εκπλήσσει τοότι κυρίαρχα κράτη συναινούν να τον υφίστανται… Τρία άτομα, ιδιώτες χωρίς θεσμικό ρόλο, έχουν την εξουσία να ελέγχουν, χωρίς κανένα περιορισμό και δυνατότητα έφεσης, όλες τις πράξεις της κυβέρνησης, όλες τις αποφάσεις των δικαστηρίων, όλους τους νόμους και τους κανονισμούς που ψηφίστηκαν απόκοινοβούλια».
Δεν προβλέπονται αντίστοιχα δικαιώματα για τους πολίτες. Εμείς δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα δικαστήρια για να απαιτήσουμε ισχυρότερη προστασία από την επιχειρηματική αρπακτικότητα. Όπως λέει το Democracy Centre,[2] πρόκειται για «ένα ιδιωτικοποιημένο σύστημα απονομής δικαιοσύνης για πολυεθνικές επιχειρήσεις».
Ακόμα και όταν αγωγές τέτοιου τύπου δεν επιτυγχάνουν τους άμεσους στόχους τους, ασκούν ισχυρή παραλυτική επίδραση στα νομοθετικά σώματα. Ένας καναδός κυβερνητικός αξιωματούχος, σχολιάζοντας τους κανόνες που επέβαλε η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής (η περίφημη NAFTA), σημείωνε: «Έχω δει τις επιστολές που έστελναν μεγάλα δικηγορικά γραφεία της Νέας Υόρκης και της Ουάσινγκτον στην καναδική κυβέρνηση, κάθε φορά που επίκειτο συζήτηση για κάποια νέα περιβαλλοντική διάταξη, τα τελευταία πέντε χρόνια. Αφορούσαν τα χημικά στεγνού καθαρισμού, τα φαρμακευτικά σκευάσματα, τα εντομοκτόνα, το νόμο κατοχύρωσης ευρεσιτεχνιών. Ουσιαστικά, όλες οι νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες στοχοποιούνταν και οι περισσότερες από αυτές δεν είδαν ποτέ το φως της ημέρας». Η ουσιαστική δημοκρατία είναι αδύνατη κάτω από αυτές τις συνθήκες.
Αυτό είναι το σύστημα που θα υφιστάμεθα εάν προχωρήσει η διατλαντική συμφωνία. Οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αιχμάλωτες και οι δύο των επιχειρήσεων που θα έπρεπε να ελέγχουν, πιέζουν ώστε ο μηχανισμός επίλυσης διαφορών επενδυτή-κράτους να περιληφθεί στη συμφωνία.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιδιώκει να αντικαταστήσει τα υπάρχοντα υπόλογα, κυρίαρχα δικαστήρια (που γενικώς δεν είναι προκατειλημμένα και δεν στερούνται την απαραίτητη ανεξαρτησία)με ένα κλειστό, διεφθαρμένο σύστημα, ευάλωτο σε συγκρούσεις συμφερόντων και σε αυθαίρετα κέντρα εξουσίας.
Οι κανόνες επίλυσης διαφορών επενδυτή-κράτους θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να συντρίψουν κάθε προσπάθεια διάσωσης του Βρετανικού Εθνικού Συστήματος Υγείας από τον επιχειρηματικό έλεγχο, μεταρρύθμισης του τραπεζικού συστήματος, ανάσχεσης της απληστίας των εταιρειών ηλεκτρικής ενέργειας, επανεθνικοποίησης των σιδηροδρόμων, προστασίας του ορυκτού πλούτου. Αυτοί οι κανόνες αποκλείουν τις εναλλακτικές που προσφέρει η δημοκρατία, θέτουν εκτός νόμου την αριστερή πολιτική.
O Georges Monbiot είναι δοκιμιογράφος. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στον «Guardian», 4.11.2013.
[1] H Philip Morris Asia, μητρική της αυστραλιανής, έχει έδρα το Χονγκ Κονγκ. Η συμφωνία που αναφέρεται αφορούσε, μεταξύ άλλων, την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, που περιλαμβάνει και τον ειδικό σχεδιασμό των πακέτων (λογότυπα, χαρακτηριστικά σχήματα και χρώματα κ.λπ.). Η προτεινόμενη νομοθεσία καταργούσε όλα τα διακριτικά στοιχεία, εκτός από την εμπορική ονομασία των τσιγάρων, που αναγράφεται πλέον με απλή γραμματοσειρά μικρού μεγέθους, στο κάτω μέρος του πακέτου. Εκπρόσωπος της εταιρίας εξηγούσε τη λογική της αγωγής ως εξής: «Οι μάρκες μας είναι τα πολυτιμότερα περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας. Είναι αυτό που διαφοροποιεί τα προϊόντα μας από τον ανταγωνισμό. Αυτή η απόφαση ισοδυναμεί με κατάσχεση των προϊόντων μας στην Αυστραλία» (goo.gl/akzZsV). (Σ.τ.Μ.)» (goo.gl/akzZsV). (Σ.τ.Μ.)
[2] Αμερικανική
ΜΚΟ (1992-) που δραστηριοποιείται παγκοσμίων με στόχο τη δημοκρατική
ευαισθητοποίηση και συμμετοχή σε θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου