ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Βοσνία: η πολιτική γραμματική του υποθετικού λόγου

του Έντιν Χαϊνταρπάσιτς
μετάφραση: Μάνος Αυγερίδης

“Κυβέρνηση εγκληματιών”: Διαδήλωση στο Σαράγεβο, 10.2.2014. Φωτογραφία του Stefano Giantini, από το flickr
Πριν από δύο εβδομάδες, χιλιάδες διαδηλωτές εισέβαλαν σε κυβερνητικά κτίρια σε ολόκληρη τη Βοσνία. To μαζικό ξέσπασμα του θυμού στο Σαράγεβο και άλλες πόλεις της Βοσνίας,  και αμέσως μετά η δημιουργία ανοιχτών συνελεύσεων των πολιτών (plenums), πολύ γρήγορα συγκέντρωσε την παγκόσμια προσοχή. Οι μεγάλες εφημερίδες προσπαθούσαν να βρουν εσπευσμένα επιτόπιους ρεπόρτερ, ενώ άρθρα του Σλαβόι Ζίζεκ και ανοιχτές επιστολές στοχαστών όπως ο Ταρίκ Αλί εξέφραζαν με ενθουσιασμό την υποστήριξή τους στις διαδηλώσεις.
 Στον δημόσιο λόγο που αναπτύσσεται για τις διαμαρτυρίες που ξεσπούν σε χώρες σε αναβρασμό  (είτε πρόκειται για τη Βοσνία, την Ουκρανία, την Ελλάδα ή την Τυνησία), διαμορφώνεται διεθνώς -ειδικά στα ΜΜΕ και τις κυβερνήσεις, σε Ευρώπη και Αμερική- μια γενική συναίνεση: στήριξη των βασικών δημοκρατικών δικαιωμάτων των πολιτών, συνδυασμένη με την καταδίκη του διεφθαρμένου τοπικού πολιτικού προσωπικού.
Μια τέτοια στήριξη συνοδεύεται σχεδόν πάντα από μια σειρά υποθετικών προτάσεων. Το άρθρο του Tim Judah στον Economist σχετικά με τις διαδηλώσεις στη Βοσνία αποτελεί καλό παράδειγμα. Εκτιμά ότι τα κίνητρα των διαδηλώσεων είναι «αντι-εθνικιστικά» και φιλελεύθερα, γι’ αυτό και τις στηρίζει, στο τέλος του κειμένου όμως η στήριξη δίνει τη θέση της σε μια σειρά υποθετικές προτάσεις: «Αν οι συνελεύσεις αυτές αποκτήσουν ρίζες, αν αναδειχθούν νέοι ηγέτες και αν εστιάσουν σε ρεαλιστικά αιτήματα, τότε κάτι ίσως μπορεί να αλλάξει».
Οι πολίτες της Βοσνίας έχουν συνηθίσει στον υποθετικό λόγο, όταν πρόκειται για την πολιτική κατάσταση της χώρας τους. «Αν η κατάσταση κλιμακωθεί, θα πρέπει πιθανώς να σκεφτούμε την περίπτωση στρατιωτικής παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά όχι ακόμα», δήλωσε ο Βαλεντίν Ίνζκο, Ύπατος Εκπρόσωπος του ΟΗΕ στη Βοσνία, αμέσως μετά τις διαδηλώσεις της 7ης Φεβρουαρίου.
Τέτοια «Αν» επικαλούνται φόβους και απειλές βίας· άλλα «Αν» διατυπώνονται ως παροχή ελπίδας και ώθησης στους πολλούς Βόσνιους «ηγέτες»: «Οι ηγέτες της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης πρέπει να κάνουν γενναία και αποφασιστικά βήματα, αν θέλουν η χώρα τους να προφθάσει», δήλωσε ο Στέφαν Φίλε, ο Ευρωπαίος Επίτροπος αρμόδιος για τη Διεύρυνση, κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων του Ιουνίου στο Σαράγεβο.
Οι ίδιες οι διαδηλώσεις, εξάλλου, φορτώνονται με ακόμη περισσότερα «Αν» στα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ. Ο κεντρικός τίτλος του US News and World Report συνόψισε την κατάσταση με μια οικεία υποθετική πρόταση: «Οι Βόσνιοι μαζεύουν τα συντρίμμια τους μετά τις βίαιες διαδηλώσεις, αλλά παραμένει αμφίβολο αν κάτι θα αλλάξει».
Όλες αυτές αντιδράσεις αντανακλούν από κοινού εκείνο που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «ασκήσεις υποθετικού λόγου για τη δημοκρατία»: μια γενικόλογη υποστήριξη των διαδηλώσεων, μαζί με ένα μικρό μάθημα κάθε φορά ως προς το τι θεωρείται σωστή «ανάπτυξη της δημοκρατίας».
Τι αποκαλύπτει αυτή η ιδιόμορφη πολιτική γραμματική; Λίγη δομική ανάλυση ίσως βοηθήσει να αποσαφηνίσουμε τις παραδοχές και προτροπές αυτής της γραμματικής. Πρώτον, ο πολιτικός σχολιασμός όταν εκφράζεται με υποθετικό λόγο συνήθως προσλαμβάνεται ως μια παθητική, φυσικοποιημένη φωνή της λογικής, εμφανιζόμενος περισσότερο ως ένα σύνολο αυταπόδεικτων υποτίθεται συλλογισμών («Αν οι διαδηλώσεις αναδείξουν νέους ηγέτες, τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν») παρά ως οδηγίες που ορίζουν επιθυμητές και ανεπιθύμητες συμπεριφορές («Οι διαδηλωτές πρέπει να αναδείξουν νέους ηγέτες για να αλλάξει η κατάσταση»).
Κανοναρχώντας τη φωνή του ορθολογισμού, ο υποθετικός λόγος στη συνέχεια μας θωρακίζει από τους κινδύνους της υπερβολής· όχι μόνο της υπερβολής της βίας («οι διαδηλώσεις είναι καλές, εκτός αν είναι βίαιες), αλλά και της υπερβολής της πολιτικής φαντασίας («οι διαδηλώσεις είναι καλές, εκτός αν έχουν υπερβολικά ιδεαλιστικά αιτήματα»).
Τελικά, ο υποθετικός αυτός λόγος στην υποστήριξη της δημοκρατίας συνήθως επικαλείται εξωτερικούς παρατηρητές και τοπικούς ηγέτες, ορίζοντάς τους ως τους πραγματικούς πολιτικούς παράγοντες που είναι ικανοί να διοχετεύσουν την οργή των διαδηλωτών προς πιο εποικοδομητικές χρήσεις («Αν οι πολιτικοί ηγέτες δεν ακούσουν τους διαδηλωτές, καμιά πραγματική αλλαγή δεν θα συμβεί»).
Εκείνο που τελικά υποστηρίζει αυτός ο δημόσιος λόγος δεν είναι η δημοκρατία ως ένας δύσκολος και ευρύς αγώνας για την κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά μάλλον -για να χρησιμοποιήσω τη διατύπωση της επίσημης επιστολής του Ύπατου Εκπροσώπου μετά τις διαδηλώσεις- «Μια Λογική και Εποικοδομητική Απάντηση στη Δυσαρέσκεια των Πολιτών».
Αυτή η πολιτική γραμματική διαποτίζει όχι μόνο τις σημερινές αναφορές στην βοσνιακή εξέγερση, αλλά και ένα μεγάλο μέρος των δημοσιευμάτων με θέμα τους αγώνες για την κοινωνική δικαιοσύνη, από τα κινήματα Occupy ως τις διαδηλώσεις στην Τουρκία, την Αίγυπτο και την Ουκρανία. Παρέχει στους σχολιαστές έναν τρόπο να επιδείξουν τα δημοκρατικά τους διαπιστευτήρια υποστηρίζοντας εν γένει την ιδέα της διαμαρτυρίας, αποκρύπτοντας ταυτόχρονα την αποστροφή τους απέναντι σε αντιηγετικές δομές, ουτοπικά αιτήματα κ.ο.κ., πίσω από «λογικές» νουθεσίες που απευθύνουν στα κινήματα διαμαρτυρίας. Με αυτό τον τρόπο, πετυχαίνει κανείς να επιδοκιμάζει βεβαίως τις διαδηλώσεις εκτιμώντας ταυτόχρονα ότι η αποτυχία τους είναι αναπόφευκτη.
Είναι πραγματικά ζωογόνο για το κίνημα διαμαρτυρίας στη Βοσνία ότι λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό αγνοώντας τον υποθετικό λόγο για τη δημοκρατία. Οι διαδηλώσεις γέννησαν πολλές αμεσοδημοκρατικές συνελέυσεις, με πρωτοβουλία των πολιτών.
Είναι πολύ σημαντικό. Καθημερινά, χιλιάδες πολίτες στην Τούζλα, το Μόσταρ, το Σαράγεβο, το Τράβνικ, τη Ζένικα και άλλες πόλεις συναντιούνται σε δημόσιους χώρους, όπου ο ένας μετά τον άλλο απευθύνονται στους συγκεντρωμένους. Στο τέλος κάθε συνάντησης, διαμορφώνεται μια λίστα με συγκεκριμένα αιτήματα και τίθεται σε ψηφοφορία. Ο καθένας έχει μία ψήφο· δεν υπάρχει η επιλογή της αποχής. Μέχρι τώρα, κυβερνητικοί αξιωματούχοι έχουν παραιτηθεί σε τέσσερις περιφέρειες, ενώ νέες δομές, με επίκεντρο τους πολίτες, αναπτύσσονται στις συνελεύσεις.
Αυτές οι αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες αντιστρέφουν ανοιχτά τον γνώριμο υποθετικό λόγο περί πολιτικής. Όπως υπενθύμισε η συνέλευση της Τούζλα στο διεθνές κοινό: «Η βαρώνη Άστον και ο επίτροπος Φίλε είναι ελεύθεροι να συμμετάσχουν στη συνέλευση των πολιτών, αν ακολουθήσουν τους ίδιους κανόνες που ισχύουν για όλους: Σηκώνεις το χέρι και ζητάς το λόγο. Έχεις δύο λεπτά».
Σε όλα αυτά, υπάρχει ένα ταμπού: Το ταμπού της επανάστασης. Να περιγράψεις την σημερινή κατάσταση στη Βοσνία ως επανάσταση μοιάζει ανόητο, ασφαλώς· τα πράγματα είναι σχετικά ήρεμα και το υπάρχον καθεστώς δεν έχει ανατραπεί και αντικατασταθεί από κάτι καινούργιο. Γιατί λοιπόν η επανάσταση είναι μια λέξη-ταμπού;
Ένας λόγος είναι ότι οι εν εξελίξει συνελεύσεις πολιτών, αν και έχουν μια βαθιά ανατρεπτική ποιότητα, κάτι που περικλείει σοβαρό επαναστατικό δυναμικό, δεν ταιριάζουν με τη συμβατική εικόνα μιας βίαιης επανάστασης. Καθημερινά, άνθρωποι σε όλη τη Βοσνία συγκεντρώνονται για να μιλήσουν μεταξύ τους, να διαμορφώσουν καινούργιες ατζέντες, να διεκδικήσουν αλλαγές, ακόμα και αν οι πολιτικές δομές παραμένουν αμετάβλητες, τουλάχιστον στα χαρτιά. Να γράφει κανείς για τέτοια γεγονότα είναι πάντα προκλητικό και επίφοβο, ειδικά εν μέσω των μεταβαλλόμενων συνθηκών στη Βοσνία.
Ο Ρολάντ Μπάρτ έγραφε: «Τα επαναστατικά γραπτά κείμενα αναπαράσταιναν πάντοτε ελάχιστα, και όχι σωστά, το τι σκοπεύει η Επανάσταση για την καθημερινότητα, τον τρόπο που αυτή εννοεί ότι θα ζήσουμε αύριο, είτε η αναπαράσταση τείνει να απαλύνει ή να μηδενίσει τον διεξαγόμενο αγώνα είτε, ακριβέστερα, η πολιτική θεωρία αποβλέπει μόνο στην εγκαθίδρυση της πραγματικής ελευθερίας του ανθρώπινου προβλήματος, χωρίς να προεικάζει καμία από τις απαντήσεις του» [Ο Ρολάν Μπαρτ από τον Ρολάν Μπαρτ, μετ. Φλοράνς Πουανιάν, εκδ. Ράππας].
Τα γεγονότα στη Βοσνία είναι σημαντικά ακριβώς επειδή θέτουν τα δύσκολα ερωτήματα της ελευθερίας και της δημοκρατίας χωρίς όρους ή προεικαζόμενες απαντήσεις. Οι συνελεύσεις μπορεί να μην ταιριάζουν στη συμβατική εικόνα της επανάστασης, αλλά είναι αναμφισβήτητα ανατρεπτικές διακηρύσσοντας ότι «η συνέλευση των πολιτών δεν είναι απλώς μια διαμαρτυρία· είναι μια διαδικασία παραγωγής πιθανοτήτων».
Ο Edin Hajdarpasic διδάσκει ιστορία στο Loyola University Chicago.  Yπό έκδοση είναι το βιβλίο του “Whose Bosnia? Political Imagination and Nation-Formation in the Modern Balkans”. Το άρθρο, που μεταφράζεται εδώ με μικρές περικοπές, δημοσιεύτηκε στο www.aljazeera.com, 19.2.2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου