«Όταν
η βία γενικεύεται, όλα αυτά θα γίνονται… Γι’ αυτό την ευθύνη έχουν όλες
οι πλευρές. Γιατί κι αυτοί που χτυπάνε με τη Χρυσή Αυγή τώρα, θα πουν
ότι είχαν υποστεί πιο πριν τη βία του Σύριζα. Και θα οδηγηθούμε σε
εμφύλιο». Κάπως έτσι δικαιολόγησε στο ραδιόφωνο, τις πρώτες, δύσκολες
(και για τα συστημικά κανάλια) ώρες μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα,
το περιστατικό γνωστός μεγαλοδημοσιογράφος. Η βία, ήταν το σκεπτικό του,
φέρνει βία. Και, όπως επέμενε να υπονοεί και να θέλει να εκμαιεύσει και
από τους συνομιλητές του, σε τοπικό επίπεδο μπορεί η βία της Χρυσής
Αυγής να προκαλείται τελικά από την άλλη βία, τη βία του «άλλου άκρου».
Όλη
αυτή η θεωρία των δύο άκρων, που συχνά μας λέει ότι φοβάται για το ότι
στην Ελλάδα σήμερα η «βία μεταδίδεται σε όλη την κοινωνία, γίνεται
ενδημική, και από κάπου θα ξεχειλίσει», έχει τα προφανή προβλήματα που
επισημαίνονται κάθε φορά που ξαναβγαίνει στην επιφάνεια. Πάει να μιλήσει
για συγκοινωνούντα δοχεία της βίας χωρίς να αναλύει το πώς
συγκοινωνούν, συγκρίνει πράξεις που δεν είναι συγκρίσιμες, υπερβάλλει,
τσουβαλιάζει, συνωμοσιολογεί, υποκαθιστά και εναλλάσσει έτσι όπως τη
συμφέρει. Με κύριο αποτέλεσμα, βεβαίως, να αποπροσανατολίζει από την
εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής και την εργαλειακή από αυτήν χρήση
της βίας, μιας βίας που είναι ακραία, οργανωμένη, συστηματική, αυτοτελής
και αυτοτελική, βία με στόχο τον εκφοβισμό, τον εξανδραποδισμό και το
θάνατο.
Αν
το ανασύρω λοιπόν εδώ αυτό το σκεπτικό, δεν είναι για να το αποδομήσω.
Την έχουν κάνει αυτήν τη δουλειά καλά άλλοι. Ο λόγος που μου έκανε τόση
εντύπωση με το που το άκουσα, δεν ήταν το μέγεθος της ρητορικής και
αναλυτικής ανοησίας, ούτε το ξεκατίνιασμα του πολιτικάντικου
καιροσκοπισμού, αλλά το ότι ξαφνικά συνειδητοποίησα πως αυτό ακριβώς το
σκεπτικό, σ’ αυτήν ακριβώς την εκδοχή του, κάπου αλλού το είχα
ξανακούσει.
Διότι,
όσο κι αν το έχουμε ξεχάσει, πριν τον εμφύλιο που κάποιοι μας
παρουσιάζουν ότι προ των πυλών του βρισκόμαστε, πολύ πριν τα δύο άκρα,
την περί άκρων ρητορεία και το φόβο ότι έρχεται πόλεμος μεταξύ μας,
εμείς είχαμε αρχίσει να ξανασυζητάμε για τον Εμφύλιο. Και τα
επιχειρήματα που τότε είχαν αναπτυχθεί, έχουν προετοιμάσει (και μάλλον
γαλουχήσει) αυτά που ακούμε για τα δύο άκρα σήμερα.
Για
όσους δεν το θυμούνται: τα πρώτα χρόνια του εικοστού πρώτου αιώνα, στον
κόσμο της μελέτης της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, έχουν μείνει ως τα
χρόνια που αναθερμάνθηκε η διαμάχη των ιστορικών και των πολιτικών
επιστημόνων για τον Εμφύλιο πόλεμο και την Ελλάδα της δεκαετίας του ’40.
Βγήκαν βιβλία, έγιναν συνέδρια, εξελίχθηκαν αψιμαχίες ειδικών και
λιγότερο ειδικών. Οι περισσότεροι θα έχουν σίγουρα δει κάποιες από τις
πλευρές αυτής της ακαδημαϊκής αρχικά συζήτησης, ακριβώς γιατί πήρε πολύ
ευρύτερες διαστάσεις και δημιούργησε αντιπαραθέσεις που καλύφθηκαν πολύ
από τα ΜΜΕ. Στο κέντρο ήταν μια δέσμη νέων θεωριών, που υποστήριξαν ο
καθηγητής Στάθης Καλύβας του πανεπιστημίου του Yale, και στην πορεία και
ο Νίκος Μαραντζίδης του πανεπιστημίου Μακεδονίας. Έμεινε γνωστή, μετά
και την επιμονή των βασικών της εισηγητών, ως «η νέα τάση στη μελέτη του
Εμφυλίου». Τα βασικά της επιχειρήματα ήταν ότι ο ελληνικός Εμφύλιος
ξεκινάει μέσα στην Κατοχή, ότι σε τοπικό επίπεδο η εμφύλια διαμάχη
στηρίζεται συχνά σε προϋπάρχουσες διαφορές, παλαιότερες εχθρότητες και
τοπικές (εθνοτικές, γεωγραφικές, κοινωνικοοικονομικές) ιδιαιτερότητες,
ότι η λευκή τρομοκρατία του 45-46 είναι αντίδραση στην κόκκινη βία που
είχε ασκηθεί νωρίτερα από τον ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ. Κι ότι μια μεγάλη γενιά
ιστορικών, κυρίως μεταπολιτευτικών, ηρωοποίησαν την Αριστερά, με
προβληματικά αποτελέσματα για την ιστορική καταγραφή και τα τεκμήρια.
Γενικεύω,
όμως δεν αδικώ τις βασικές γραμμές της περίφημης «Νέας Τάσης». Και δεν
θέλω να υποτιμήσω την καινούρια συζήτηση για τον ελληνικό Εμφύλιο που
έγινε από το 2000 και μετά. Και νέα στοιχεία ήρθαν στο φως, και ένα νέο
αναλυτικό πλαίσιο δοκιμάστηκε για εκείνη την περίοδο, και κάποιες
εμμονές της παλιότερης γενιάς μελετητών κρίθηκαν, και καινούρια
επιστημονικά εργαλεία χρησιμοποιήθηκαν. Όμως το πρόβλημα δεν ήταν τόσο η
λεπτομέρεια των επιχειρημάτων της «Νέας Τάσης» (που άλλα είχαν μια
βάση, άλλα υποτιμούσαν παλαιότερη ιστορική εργασία, κάποια στηρίζονταν
υπερβολικά σε στενά τοπικά δεδομένα, ενώ κάποια άλλα έμοιαζαν σαν να
βγαίνουν από φυλλάδια ψυχροπολεμικού κράτους της δεκαετίας του ’50).
Αλλά η χρήση στην οποία γύρευαν να τα βάλουν οι βασικοί τους
υποστηρικτές. Το θέμα δηλαδή δεν ήταν πόσο ίσχυαν αυτά τα επιχειρήματα,
αλλά ο χειρισμός που τους έγινε στην Ελλάδα της τελευταίας δεκαετίας.
Στη
βάση εκείνης της συζήτησης, με τους μοχλούς της «νέας τάσης στη μελέτη
του Εμφυλίου», άρχισε να δαιμονοποιείται εκ νέου η αριστερή διανόηση. Να
θεωρείται ύποπτη η διαδικασία της Μεταπολίτευσης. Να επαναλαμβάνονται
επιχειρήματα για τον κακομαθημένο ελληνικό λαό, να υποτιμάται ο
μεταπολιτευτικός συνδικαλισμός, η ταξική κινητικότητα και η κουλτούρα
της διεκδίκησης. Να εφαρμόζονται αρχαϊκά σχήματα περί «ολοκληρωτισμού
της αριστεράς». Να καταδικάζεται ο φοιτητικός συνδικαλισμός (και κάθε
συνδικαλισμός), τα ελληνικά φοιτητικά κινήματα, το ελληνικό
πανεπιστήμιο, η ελληνική πανεπιστημιακή έρευνα. Να στηλιτεύεται η
ατολμία των «πολιτικών του κέντρου» να συνεργαστούν, σε πολιτικά τόξα
που «θα απέκλειαν τα άκρα». Να χρησιμοποιείται, τόσο πολύ, η έννοια του
συνταγματικού τόξου. Όχι ως αρχή συζήτησης για την ουσιαστική παραβίαση
του Συντάγματος (από συνεχείς νομοθετικές πράξεις – αλλά σίγουρα και από
τη ναζιστική Χρυσή Αυγή), αλλά ως φόβητρο και ως μοχλός πίεσης σε
κόμματα για να συνεργαστούν μεταξύ τους (και να συναινέσουν στη
βιοκυβερνητική καταπάτηση του Συντάγματος), και ως συναισθηματικό
σλόγκαν καταδίκης της Αριστεράς και νομιμοποιήσης (ουσιαστικά) της
ακροδεξιάς.
Μπορεί
όλα αυτά να φαίνονται ασύνδετα μεταξύ τους – αν όμως κανείς παρατηρήσει
ποιοι άνθρωποι, ποια έντυπα, με ποια λογική, και με ποια συχνότητα, τα
συνέδεαν τα τελευταία χρόνια, θα δει και την έντεχνη συνδιαμόρφωση μιας
ευρείας ρητορικής. Εργαλειακά, η ίδια η ιδέα των δύο άκρων, του
συνταγματικού τόξου (και οι συνακόλουθες: του «εκσυγχρονιστικού
κέντρου», του «Τολμήστε», και των διαφόρων «Letter to the troika»)
στηρίχθηκε, αναπτύχθηκε, και κάποτε δημιουργήθηκε, από τα ίδια έντυπα,
τους ίδιους ανθρώπους, τις ίδιες ομάδες, που επίσης στήριξαν όσο τίποτε
και τη «Νέα Τάση» της μελέτης του Εμφυλίου.
Και
στις λεπτομέρειες: Μια δαιμονοποιητική παρουσίαση του ρόλου της
Αριστεράς στον Εμφύλιο στήριξε την υπονόμευση της Αριστεράς σήμερα. Μια
υποτίμηση των πολιτικών και ιδεολογικών διεργασιών της ελληνικής
κοινωνίας του παρελθόντος, βοήθησε την παρουσίασή της σήμερα ως πολιτικά
ανώριμης. Μια μανική επιμονή στο επιχείρημα ότι η Αριστερά «εξάσκησε
πολιτιστική ηγεμονία μετά το ’60» και «έγραψε την επίσημη ιστορία και
κουλτούρα μεταπολιτευτικά» θέλησε να παρουσιάσει το ρόλο της κουλτούρας
ως οιονεί μικροκομματικό, και υποβοήθησε την απαξίωση του ελληνικού
πανεπιστημίου ως χώρου διανοητικής ελευθερίας, συμμετοχής και
προοδευτικού αναστοχασμού. Μια ανάλυση της τοπικότητας και του
προσωπικού υποστρώματος των πολιτικών παθών προετοίμασε ουσιαστικά την
αντιμετώπιση κάθε συλλογικής διεκδίκησης ως διαδικασίας πάντα ψεύτικης
και με θέληση να υπηρετήσει μικροσυμφέροντα. Τέλος, μια
«εκσυγχρονιστική» ρητορική, που υιοθέτησε μια δήθεν εξ αποστάσεως
«ανάλυση των πολιτικών παθών», χρησιμοποιήθηκε για να στηλιτευθούν ως
αντίπαλοι του εκσυγχρονισμού (και ως, γενικώς, αθεράπευτα ντόπιοι) όσοι
θεωρούν ότι ούτε η πολιτική αλλά ούτε και η ιστορία γίνονται εξ
αποστάσεως κι όσοι προσπαθούν να σκεφτούν την έννοια της συμμετοχής με
γενεαλογικούς όρους.
Κι
εδώ περνάμε και στην περίφημη εκδοχή των «συγκοινωνούντων δοχείων της
βίας». Στο βασικό βιβλίο του Στάθη Καλύβα, το
συγκριτικόThe Logic of Violence in Civil War (2006), η κοινωνία
περιγράφεται περίπου σαν μια χύτρα όπου σωρεύεται βία. Αν σωρευτεί πολύ,
αν η χύτρα πολύ πιεστεί, από κάπου θα ξεφύγει η βία. Μπορεί από τη μια,
μπορεί από την άλλη. Όταν όμως ανοίξει το καπάκι από τη μια, τότε θα
ξεφύγει και από την άλλη. Έτσι ερμηνεύονται μια σειρά από εμφύλιους
πολέμους (Ρουάντα, Κογκό), μεταξύ άλλων και ο ελληνικός. Το rational
choice theory έρχεται εδώ να γίνει αναλυτικός μοχλός για μια αλλαγή
παραδείγματος στον τρόπο που βλέπαμε τη σκληρή δεκαετία του ’40. Η
Ελλάδα ως άλλη, ως τόπος πάντα προνεωτερικός· ο αναλυτής ως εκφραστής
ενός δυτικού εκσυγχρονισμού που θέλει να λέει ότι κάνει «conflict
resolution». Κι απέναντί του, όχι πια ιστορική συνθήκη, πολιτική
διαδικασία, άνθρωποι που παίρνουν ευθύνη ως ιστορικά υποκείμενα για τις
πράξεις τους, όχι πια ιδεολογία· μόνο βία. Βία μικρογράμματη,
μικροσυνείδητη, μικροπολιτική, βασισμένη στην επιλογή της επιβίωσης και
του προσωπικού συμφέροντος.
Θυμίζουν
τίποτα όλα αυτά; Θυμίζουν. Τις ατάκες του τύπου «μπορεί και ο
χρυσαυγίτης της Νίκαιας να είχε νωρίτερα υποστεί τη βία του Σύριζα». Τις
ατάκες, δηλαδή, που φαίνεται σαν να μην αναλύουν αλλά να οργανώνουν
πολιτική διαχείριση. Κι έτσι, κάποτε κάποτε, φαίνεται σαν να μη θέλουν
να καταγγείλουν τη δράση της Χ.Α., αλλά να την εκπαιδεύσουν στο τι θα
λέει όταν κάτι πάει στραβά.
Γιατί,
για να το κάνω κι εγώ λίγο ακραίο, βεβαίως και υπάρχει σύστημα βίας.
Είναι αυτό ακριβώς που σήμερα επιβάλλεται με μοχλό τη Χρυσή Αυγή. Και
επιβάλλεται σε έναν πληθυσμό όχι γιατί κάποιοι αντιδρούν, αλλά γιατί
κάποιοι θέλουν να κυριαρχήσουν ολοκληρωτικά. Κι εδώ, για να μην
παρεξηγηθούμε, δεν εννοώ κυριαρχία από τη Χ.Α. Η οποία μπορεί να
ξεκίνησε να κάνει επάγγελμα, όμως τώρα πια κάνει λειτούργημα. Καθώς
γίνεται ο αναγκαίος λειτουργός (και μάλιστα αυτός που ’χει να κάνει τη
βρωμοδουλειά) ενός πολύ μεγαλύτερου καθεστώτος κυριαρχίας που
επιβάλλεται σιγά σιγά στη χώρα.
dithen2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου