Στο τέλος οι ήρωες των ιστοριών
μου πεθαίνουν απ’ το κρύο. Κάπως σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα, μόνο που
στη μνημονιακή Ελλάδα αντί για χριστουγεννιάτικες γιρλάντες οι ιστορίες
έχουν μέσα κουτάκια μπύρας από το Lidl και αντί για στολισμένα δωμάτια υπόγειες τουαλέτες σε πάρκα. Πριν από ακριβώς εφτά μήνες έγραφα για κάποιον άντρα
από την Πολωνία που γνώρισα στο πάρκο που βγάζω βόλτα το σκύλο και τα
λέγαμε που και που. Δεν ήξερα πολλά γι’ αυτόν, μόνο ότι τα βράδια έμενε
στις υπόγειες τουαλέτες και τα απογεύματα που μύριζαν τα λουλούδια του
πάρκου έβγαινε στην επιφάνεια της γης για τσιγάρο. Συνήθως καθόταν σε
ένα παγκάκι στην άκρη του πάρκου και έπινε μπύρα σιωπηλός. Γύρω στα
σαρανταπέντε με οικογένεια και παιδιά στην πατρίδα, δεν ρώτησα ποτέ τι
τον έφερε εδώ, μου άρεσε όμως η παρέα του και καθόμασταν τα βράδια και
μιλάγαμε όσο ο σκύλος έπαιζε με τα φιλαράκια του. Μερικές φορές τον
κερνούσα και μπύρα απ’ το περίπτερο κι αυτός μου εξιστορούσε για το δικό
του σκύλο, τον Σταν, που έμενε στην Πολωνία και του έλειπε, μεγάλος
σκύλος αυτός και τόσο σκανταλιάρης που χοροπηδούσε πάνω στα έπιπλα και
όταν έρχονταν οι φίλοι του τον έκλεινε στο δίπλα δωμάτιο για να τους
αφήσει λίγο στην ησυχία τους.
Αυτά περίπου έγραφα πριν μερικούς
μήνες. Και μετά ήρθε εκείνο το απόκομμα της τοπικής εφημερίδας,
παραχωμένο στις τελευταίες σελίδες, δίπλα στα αθλητικά, σαν να ντρεπόταν
για την ύπαρξη του ή σαν κάποιος να προσπαθούσε να κρύψει την είδηση
επιμελώς: «Νεκρός βρέθηκε χθες το πρωί ένας άστεγος, υπήκοος Πολωνίας,
σε κεντρικό παγκάκι της πόλης. Πρόκειται για τον δεύτερο άστεγο που
χάνει τη ζωή του τα τελευταία δύο χρόνια. Η σορός του Πολωνού
μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο του νοσοκομείου, ενώ αναμένεται να υπάρξει
επικοινωνία με την Πολωνική Πρεσβεία για να γίνει αναγνώριση των
στοιχείων του νεκρού». Το βιαστικό σημείωμα της εφημερίδας, εφτά γραμμές
και μισή, κατέληγε ότι ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι που μέχρι χθες
είχαν μία κανονική ζωή, βρίσκονται, λόγω της οικονομικής κρίσης, στον
δρόμο, χωρίς δουλειά και χωρίς σπίτι, έχοντας να αντιμετωπίσουν
συγχρόνως την έλλειψη οποιασδήποτε μέριμνας από την Πολιτεία. Έτσι απλά,
ξύλινα και ανώδυνα, όπως αρμόζει στην εποχή του ορθολογισμού, των
οικονομικών δεικτών και της απροκάλυπτης βίας.
Τις μέρες που ακολούθησαν τριγύρναγα στην
πόλη με την ελπίδα ότι κάπου θα ακούσω να μιλούν γι’ αυτόν τον άνθρωπο,
ότι κάπου θα κλέψω την ευκαιρία να τους πω ότι δεν ήταν μόνος του στον
κόσμο, ότι μπορεί να μην γνώριζα το όνομα του, ήξερα όμως ότι στην
πατρίδα του είχε ένα σκύλο που τον έλεγαν Σταν. Όμως στο μανάβικο της
γειτονιάς οι πελάτες εξακολουθούσαν να αγοράζουν χαμογελαστοί τρυφερά
κολοκυθάκια και ολάνθιστα μπρόκολα, οι μαθητές ανεβοκατέβαιναν
ασθμαίνοντας τα σκαλοπάτια του πάρκου κουβαλώντας στους μικρούς τους
ώμους τεράστιες σάκες και οι φοιτητές αγκάλιαζαν τρυφερά τα κορίτσια
τους στις καφετέριες δίπλα στη θάλασσα. Οι τελευταίοι τουρίστες
της σεζόν έπαιρναν ανυποψίαστες πόζες κάτω από το φάρο του νησιού, οι
Γερμανοί συνταξιούχοι έτρωγαν αμίλητοι τα σνίτσελ τους στις ταβέρνες του
παλιού λιμανιού και οι φιλήσυχοι οικογενειάρχες έψαχναν στα σούπερ
μάρκετ για τις πιο συμφέρουσες προσφορές σε συσκευασίες απορρυπαντικών. Μόνο ο καλόκαρδος
δήμαρχος έκανε σύντομη έκκληση από την τηλεόραση στους ευαίσθητους
κατοίκους της μικρής μας πόλης να παραχωρήσουν τα ξενοίκιαστα σπίτια
τους για τη φιλοξενία αστέγων, όμως κι αυτός σύντομα ξεχάστηκε, όσο τα
μέσα μαζικής ενημέρωσης εξακολουθούσαν να ανησυχούν για τις αγορές
στο Τόκιο και για τους γύφτους που κλέβουν ανυπεράσπιστα παιδάκια απ’ το
δρόμο. Κατά διαβολική σύμπτωση, το πρωινό που ο άστεγος άντρας πέθανε
από το κρύο και τις κακουχίες, ο Νίκος Μπίστης υπέγραφε την κίνηση των
’58 για τη σωτηρία της χώρας, η αποφασιστικότητα του όμως δεν πρόλαβε να
σώσει και τον ίδιο.
Υπάρχουν μικροί θάνατοι και
μεγάλοι θάνατοι. Όταν πεθαίνει ένας φτωχός αλλόθρησκος, είναι μικρός
θάνατος. Στη χώρα του ΠΑΤΡΙΣ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ-ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ δεν υπάρχει χώρος για
μικρούς θανάτους, οι επενδύσεις δεν θα κάνουν πίσω για μια άτυχη στιγμή,
το τραίνο της ανάπτυξης δεν θα σφυρίξει ούτε μία φορά για εκείνους που
έτσι κι αλλιώς δεν δικαιούνται κανένα κομμάτι από την πίτα της. Στη χώρα
της κτηνώδους απανθρωπιάς οι γύφτοι υπάρχουν νομοτελειακά για να
κλέβουν παιδάκια, οι μετανάστες για να κλέβουν δουλειές, οι άστεγοι
Πολωνοί για να κλέβουν παγκάκια. Και οι ήρωες των ιστοριών μας για να
πεθαίνουν τελικά απ’ το κρύο. Αυτό είναι βία, παραλογισμός και κτηνωδία
που κανείς δεν καταδικάζει.
(Μπορεί βέβαια όλη αυτή η ιστορία με τον σκύλο που τον έλεγαν Σταν και χοροπηδάει πάνω στα έπιπλα να
ήταν μόνο μια επινόηση της φαντασίας του φίλου μου. Μπορεί να μου έλεγε
ψέματα γιατί απλά ένιωθε μόνος και ήθελε να μιλάει σε κάποιον, όμως
αυτό δυστυχώς δεν θα το μάθω ποτέ).
.
Μετά τα πρώτα φθινοπωρινά
κρύα, ο καιρός άρχισε πάλι να ζεσταίνει και ο ήλιος να λάμπει αδιάκοπα
στον ουρανό, νωθρός, βαριεστημένος, σπλαχνικός. Η βία είναι όντως
μονοπώλιο του κράτους. Την καταδικάζω.silentcrossing
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου