Γλυκιές αναμνήσεις ήρθαν απόψε, ίσως το τζάκι, το malt στο ποτήρι, η γυναίκα που αγαπώ, οι βιωματικές εικόνες που περιγράφονται στη συνέχεια - ευτυχώς τα ζήσαμε:
Το Νοέμβριο οι παμπ στα Χάιλαντς μυρίζουν Γκίνες και καμένο λίπος. Σε
άλλα μέρη η νύχτα μυρίζει τζάκι, βρεγμένο χώμα και σιωπή. Εκεί μύριζε
Γκίνες και λίπος. Στα περίχωρα της λίμνης, λίγο μετά τον κέλτικο
οικισμό, υπήρχαν ακόμη ένα δυο μαγαζιά σαν αυτό. Τόσα όλα κι όλα.
Προτιμούσε το James Joyce επειδή η ξανθιά μπαργούμαν με τα υπερφυσικά
βυζιά και το κιτρινισμένο χαμόγελο, που όταν μεθούσε γελούσε δυνατά σαν
άντρας, του είχε πει ένα βράδυ πως οι μοναχικές νύχτες την καταπλάκωναν,
και πως της έκανε καλό να τον βλέπει. Κάθισε στη γνωστή θέση, κάτω από
τον καθρέφτη με τα παλιά χαρτονομίσματα και ρούφηξε λίγο ουίσκι. Στον
πάγκο του μπαρ τρεις μεσόκοποι Κέλτες έτρωγαν αρνίσια εντόσθια με
κρεμμύδι κι έπιναν μαύρη μπίρα. Κοίταξε έξω και προσπάθησε να υπολογίσει
την ώρα. Ποτέ δεν τα κατάφερνε αρκετά καλά , ήταν όμως ένα παιχνίδι που
του άρεσε να παίζει με τον εαυτό του. Μελετούσε τον ουρανό, υπολόγιζε
τι ώρα είναι και μετά κοιτούσε το ρολόι του. Αν είχε πέσει μέσα
αντάμειβε τον εαυτό του με ένα φρέσκο ποτήρι. Αν ήταν τελείως λάθος
έπρεπε να γυρίσει σπίτι χωρίς να έχει πιεί αρκετά. Και αυτό ήταν
τιμωρία. Όταν άνοιξε την πόρτα και μπήκε όλοι στράφηκαν προς το μέρος
της. Ξωπίσω της περπατούσε ένας μελαχρινός με μαύρο παλτό και μπότες. Το
πρόσωπό του δεν φαινόταν καλά. Μούσια πολλών ημερών έκρυβαν τα μάγουλα
και το σαγόνι του ως το λαιμό. Πήραν ποτά και προχώρησαν. Κάθισαν στο
διπλανό τραπέζι, κάτω από τον καθρέφτη με τα παλιά χαρτονομίσματα,
εκείνη έβγαλε το παλτό της, εκείνος όχι, και άρχισαν να πίνουν. Με την
άκρη του ματιού του πρόσεξε πως κάθε τόσο η γυναίκα έστριβε το κεφάλι
προς το μέρος του. «Μπορώ να σε φωνάζω Άιλιν;». «Μπορείς να με φωνάζεις
όπως θέλεις». Δεν την ευχαρίστησε. «Ποιος είναι αυτός, Άιλιν;». «Ένας
φίλος». Όλα ήταν φυσικά. «Δεν είμαι βέβαιος». «Η πραγματικότητα είναι
αυτό που κάνει την αβεβαιότητα πιο σίγουρη από ποτέ». «Παράξενο τρόπο
έχεις να λες αλήθεια, Άιλιν». «Θέλεις να πάμε μια βόλτα;». Πλήρωσε,
χαιρέτησε την ξανθιά μπαργούμαν και της άνοιξε την πόρτα. Ο συνοδός της
ακολούθησε. «Θέλεις να περπατήσουμε προς τη λίμνη;». «Έχουμε τσακωθεί με
τη Νέσση, πάμε καλύτερα κάπου πιο ζεστά». Δεν γέλασε με το αστείο της –
εξάλλου ούτε κείνη το είχε πει για να τον κάνει να γελάσει. Οι δρόμοι
ήταν άδειοι. Όταν έφτασαν στο κατώφλι έβγαλε από την τσέπη της το κλειδί
και προχώρησε χωρίς να τον κοιτάξει. Την ακολούθησε σκυφτός. Ο συνοδός
της έκλεισε και παρέμεινε δυο τρία σκαλιά πιο πίσω. Το διαμέρισμα ήταν
ζεστό και ημιφωτισμένο. Τα ρούχα της μαύρα. Στο πάτωμα ένα γιαπωνέζικο
κιμονό. Κάτω από το πάπλωμα διαπίστωσε πως τα πόδια της ήταν παγωμένα
και ένιωσε πως ήταν καθήκον του να της τα ζεστάνει. Τον αγκάλιασε και
τον έσφιξε δυνατά. Η υφή της του φάνηκε σαν ψεύτικη. Κατάλαβε πως
περίμενε από κείνον να είναι τρυφερός και κάπως άγριος μαζί, και
αποφάσισε να φερθεί αναλόγως. Δίπλα στο παράθυρο, από μια παλιά
πολυθρόνα, ο συνοδός της τους κοιτούσε καπνίζοντας. «Ποιος είναι αυτός,
Άιλιν;». «Ένας φίλος». Βγήκε από το σπίτι λίγο πριν τα χαράματα. Έριχνε
μια ψιλή βροχή από βελόνες. Άναψε τσιγάρο και έκοψε δρόμο προς το σπίτι.
Ένιωσε θρυμματισμένος σε εκατό μεταλλικές σταγόνες βροχής. Η Άιλιν, όχι
της νύχτας, η παλιά, χειροκροτούσε μέσα στο μυαλό του. «Πάμε σπίτι και
θα σου φτιάξω πόριτζ με κονιάκ. Θα είμαι υπάκουη και στοργική. Και όσο
πρόστυχη θέλεις. Θα φοράω το κιμονό που σ’ αρέσει, ή κανένα κιμονό, και
θα δεν θα σου χαλάσω χατίρι. Μέχρι να σβήσει η φωτεινή ένδειξη προς τα
θραύσματα, θα έρχομαι κάθε πρωί να σε ξανακολλάω. Το βράδυ θα βγαίνουμε
μαζί. Θα λέω απλώς, ένας φίλος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου