Γράφει ο mitsos175.
Γιάννης Πανούσης κλαίγεται, να δείξει πως υπάρχει και την κουτάλα τη χρυσή που υπουργείο λένε, να πιάσει στη χερούκλα του ν’ αρχίσει φαγοπότι. Γιάννη μου, μην οδύρεσαι, μην είσαι κλαψομούνης, τι τοκογλύφοι θέλουνε και όλοι οι μαφιόζοι εσύ να είσαι υπουργός, που κάνεις τα χατίρια στους δανειστές τους άπονους και που τσίπα δεν έχεις.
Των καναλιών ξετσίπωτοι, γελοίοι παπαγάλοι αρχίζουνε τη σπέκουλα, την άθλια προπαγάνδα, για να μπορούν να κόψουνε το ρεύμα, τις συντάξεις, και πλήθος κόσμου άδικα να πεταχτεί στο δρόμο. Μπογδάνο το κεφάλι σου άχυρα μέσα έχει, μα άλλο δε θ’ ασχοληθώ με σένανε τον ψεύτη, όπου περιγελάς νεκρούς, στηρίζεις δολοφόνους, βρίζοντας τους αγωνιστές και λέγοντας βλακείες. Γιατί σαν το σαλίγκαρο σε πήρανε στο Σκαί, το άθλιο το φερέφωνο των γερμανών ναζίδων. Με γλείψιμο και σούρσιμο και με τα κέρατά του πάει ο σάλιαγκας μπροστά και απ το πολύ το σάλιο αφήνει πίσω ίχνη του για να τα βλέπουν όλοι.
Όλα αυτά τα κάνουνε να κλέψουν τα λεφτά μας, να πάρουν το μετοχικό, να αδειάσουν τα ταμεία, για να τα φάνε και αυτά, μαζί με τόσα άλλα. Κλαίει η κυρά Δέσποινα, η έρμη η δασκάλα, που στο σχολειό τα γράμματα αυτή μου είχε μάθει.
«Ανάθεμα σε ΣΥΡΙΖΑ και συ Αλέξη Τσίπρα, όπου μας κοροϊδέψατε, μας πήρατε την ψήφο, μα τώρα θα μας δώσετε για να μας φαν οι λύκοι. “Ψηφίστε με”, μας είχες πει, “κι εγώ θε να το σκίσω ετούτο το μνημόνιο που αδικίες κάνει”. Αλλά εσύ δεν το ‘σκισες μας έφερες και άλλο, ακόμα πιο χειρότερο, να μας πεθάνεις όλους. Κι εγώ με άνεργα παιδιά και με πολλές αρρώστιες, χήρα και αβοήθητη, σε βλέπω να μου κόβεις σιγά - σιγά τα φάρμακα κι έπειτα το φαί μου. Με εκδικείσαι κάθαρμα, γιατί σ’ έχω ψηφίσει».
«Μα τρις χειρότερο απ αυτά, είναι αυτό που κάνεις μ’ όλους αυτούς τους κόλακες που τώρα εσένα γλύφουν, μέχρι να πας στο διάολο και χάσεις την καρέκλα, σαν γκρεμιστείς με πάταγο και πας μες τα τσακίδια. Όσοι έφυγαν με πρόωρη γιατί τους διαπομπεύεις; Με νόμο φύγαμε εμείς, έντιμα, ήταν μέρα, όλα στο φως γινήκανε, καμία αδικία. Πιο λίγα παίρνουμε άλλωστε από τους υπολοίπους, που φύγανε αργότερα - έντιμα και εκείνοι. Εξέτασες, παλιάνθρωπε, το λόγο του καθένα; Τρία παιδιά ανήλικα είχα να μεγαλώσω. Τα δυο τα χω άνεργα, το τρίτο σα δουλεύει, το χρήμα φεύγει αστραπή, για τίποτα δε φτάνει. Ούτε στα εγγονάκια μου δεν έχω για να δώσω, έναντι δίνω για το φως κι εσύ ζητάς χαράτσια».
«Να μας χωρίσεις προσπαθείς, να διχαστεί ο κόσμος. Μα φίδι εσύ ναζιστικό, τέλος καλό δε θα χεις. Με το κεφάλι σου σκυφτό, νύχτα - κρυφά θα φύγεις, να μάθεις κόλπα Σαμαρά να κάνεις κι ατιμίες. Όλοι όσοι σε βγάλανε γρήγορα θα σε φτύσουν. Όσο για τους βρικόλακες, των καναλιών το βόθρο, ελεεινά παράσιτα, ορνέων υπηρέτες, ξέχασες πως σου φέρθηκαν πριν την κουτάλα πιάσεις; Έτσι ταχιά θα σου φερθούν και πάλι να το ξέρεις, σαν απ’ το θρόνο το χρυσό που σ’ έβαλε ο κόσμος, θα πέσεις και θα τσακιστείς...»
Σώπαινε κυρά Δέσποινα και μην πολύδακρύζεις, μα μόνο μ’ Επανάσταση το δίκιο σου θα το βρεις...
Γιάννης Πανούσης κλαίγεται, να δείξει πως υπάρχει και την κουτάλα τη χρυσή που υπουργείο λένε, να πιάσει στη χερούκλα του ν’ αρχίσει φαγοπότι. Γιάννη μου, μην οδύρεσαι, μην είσαι κλαψομούνης, τι τοκογλύφοι θέλουνε και όλοι οι μαφιόζοι εσύ να είσαι υπουργός, που κάνεις τα χατίρια στους δανειστές τους άπονους και που τσίπα δεν έχεις.
Των καναλιών ξετσίπωτοι, γελοίοι παπαγάλοι αρχίζουνε τη σπέκουλα, την άθλια προπαγάνδα, για να μπορούν να κόψουνε το ρεύμα, τις συντάξεις, και πλήθος κόσμου άδικα να πεταχτεί στο δρόμο. Μπογδάνο το κεφάλι σου άχυρα μέσα έχει, μα άλλο δε θ’ ασχοληθώ με σένανε τον ψεύτη, όπου περιγελάς νεκρούς, στηρίζεις δολοφόνους, βρίζοντας τους αγωνιστές και λέγοντας βλακείες. Γιατί σαν το σαλίγκαρο σε πήρανε στο Σκαί, το άθλιο το φερέφωνο των γερμανών ναζίδων. Με γλείψιμο και σούρσιμο και με τα κέρατά του πάει ο σάλιαγκας μπροστά και απ το πολύ το σάλιο αφήνει πίσω ίχνη του για να τα βλέπουν όλοι.
Όλα αυτά τα κάνουνε να κλέψουν τα λεφτά μας, να πάρουν το μετοχικό, να αδειάσουν τα ταμεία, για να τα φάνε και αυτά, μαζί με τόσα άλλα. Κλαίει η κυρά Δέσποινα, η έρμη η δασκάλα, που στο σχολειό τα γράμματα αυτή μου είχε μάθει.
«Ανάθεμα σε ΣΥΡΙΖΑ και συ Αλέξη Τσίπρα, όπου μας κοροϊδέψατε, μας πήρατε την ψήφο, μα τώρα θα μας δώσετε για να μας φαν οι λύκοι. “Ψηφίστε με”, μας είχες πει, “κι εγώ θε να το σκίσω ετούτο το μνημόνιο που αδικίες κάνει”. Αλλά εσύ δεν το ‘σκισες μας έφερες και άλλο, ακόμα πιο χειρότερο, να μας πεθάνεις όλους. Κι εγώ με άνεργα παιδιά και με πολλές αρρώστιες, χήρα και αβοήθητη, σε βλέπω να μου κόβεις σιγά - σιγά τα φάρμακα κι έπειτα το φαί μου. Με εκδικείσαι κάθαρμα, γιατί σ’ έχω ψηφίσει».
«Μα τρις χειρότερο απ αυτά, είναι αυτό που κάνεις μ’ όλους αυτούς τους κόλακες που τώρα εσένα γλύφουν, μέχρι να πας στο διάολο και χάσεις την καρέκλα, σαν γκρεμιστείς με πάταγο και πας μες τα τσακίδια. Όσοι έφυγαν με πρόωρη γιατί τους διαπομπεύεις; Με νόμο φύγαμε εμείς, έντιμα, ήταν μέρα, όλα στο φως γινήκανε, καμία αδικία. Πιο λίγα παίρνουμε άλλωστε από τους υπολοίπους, που φύγανε αργότερα - έντιμα και εκείνοι. Εξέτασες, παλιάνθρωπε, το λόγο του καθένα; Τρία παιδιά ανήλικα είχα να μεγαλώσω. Τα δυο τα χω άνεργα, το τρίτο σα δουλεύει, το χρήμα φεύγει αστραπή, για τίποτα δε φτάνει. Ούτε στα εγγονάκια μου δεν έχω για να δώσω, έναντι δίνω για το φως κι εσύ ζητάς χαράτσια».
«Να μας χωρίσεις προσπαθείς, να διχαστεί ο κόσμος. Μα φίδι εσύ ναζιστικό, τέλος καλό δε θα χεις. Με το κεφάλι σου σκυφτό, νύχτα - κρυφά θα φύγεις, να μάθεις κόλπα Σαμαρά να κάνεις κι ατιμίες. Όλοι όσοι σε βγάλανε γρήγορα θα σε φτύσουν. Όσο για τους βρικόλακες, των καναλιών το βόθρο, ελεεινά παράσιτα, ορνέων υπηρέτες, ξέχασες πως σου φέρθηκαν πριν την κουτάλα πιάσεις; Έτσι ταχιά θα σου φερθούν και πάλι να το ξέρεις, σαν απ’ το θρόνο το χρυσό που σ’ έβαλε ο κόσμος, θα πέσεις και θα τσακιστείς...»
Σώπαινε κυρά Δέσποινα και μην πολύδακρύζεις, μα μόνο μ’ Επανάσταση το δίκιο σου θα το βρεις...
Από
ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου