Πηγή: Χρήστος Κεφαλής - "Η Εποχή"
Από το Φεβρουάριο, με αφορμή δηλώσεις της Λιάνας Κανέλλη για ουδετερότητα του ΚΚΕ σε μια αναμέτρηση Σακελλαρίδη - Κασιδιάρη στο Β΄ γύρο στην Αθήνα, είχαμε κριτικάρει την προδιαγραφόμενη τότε στάση του ΚΚΕ στο θέμα, με ένα σημείωμα στην Αυγή [1].
Εκεί σημειώναμε ότι σε ανάλογες περιπτώσεις στην τσαρική Ρωσία, όταν εκπρόσωποι άλλων αριστερών κομμάτων ή και φιλελεύθεροι αστοί αντιμετώπιζαν στο Β΄ γύρο ακροδεξιούς και τσαρικούς, ο Λένιν σύστηνε την υποστήριξή τους. Ο Λένιν υποδείκνυε ότι ανάμεσα στους ακραίους αντιδραστικούς και τους φιλελεύθερους υπήρχαν ουσιαστικές διαφορές, παρότι και οι μεν και οι δε ήταν οπαδοί του καπιταλισμού.
Στο «Κάλεσμα της ΚΚΕ του ΚΚΕ» της 19/5 το ΚΚΕ υιοθετεί και επίσημα τη θέση της ουδετερότητας και της αποχής στο Β΄ γύρο που κατά καιρούς έχουν εκφράσει η Κανέλλη, ο ΓΓ του Δ. Κουτσούμπας και άλλα ηγετικά στελέχη. Τα επιχειρήματα που προσφέρονται σε υποστήριξή της είναι λίγο-πολύ γνωστά και επαναλαμβάνονται καθημερινά μονότονα στο Ριζοσπάστη: ο ΣΥΡΙΖΑ είναι δύναμη του συστήματος και η υποστήριξή του θα σήμαινε έναν απαράδεκτο οπορτουνισμό για τους κομμουνιστές, μια συνθηκολόγηση με το «μικρότερο κακό». Στο «Κάλεσμα» τα συνοψίζουν ως εξής:
«Η καταδίκη της αντιλαϊκής συγκυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ δεν κρίνεται μόνο με τη μη ψήφιση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, αλλά και με την απόρριψη της λογικής του “μικρότερου κακού” στον β΄ γύρο και στις ευρωεκλογές… Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμευτεί από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς… Αποτελούν δημαγωγία τα περί ανατροπής που λέει» [2].
Ως «απόδειξη» παραθέτουν την πρόσφατη τοποθέτηση του Α. Τσίπρα για παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.
Σε αυτό θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι ο ρόλος ενός κόμματος κρίνεται από τη συνολική πρακτική του και όχι από μια, πιθανά άστοχη, δήλωση. Ωστόσο, για λόγους επιχειρηματολογίας, θα δεχτούμε ότι η θέση του ΚΚΕ για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι 100% σωστή. Θα δείξουμε ότι ακόμη και έτσι να ήταν τα πράγματα –όπως δεν είναι– το «Κάλεσμα» της ΚΕ του ΚΚΕ είναι μια θλιβερή, καιροσκοπική απόφαση, που ατιμάζει και διασύρει τους απλούς αγωνιστές του ΚΚΕ.
Είναι πάντα λάθος η επιλογή του μικρότερου κακού;
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα, θα παραθέσουμε άλλη μια τοποθέτηση του Λένιν, σε γράμμα στον Λουνατσάρσκι. Στο γράμμα αυτό, τον Οκτώβρη του 1905, πάνω στο κορύφωμα της πρώτης ρωσικής επανάστασης, ο Λένιν υπογράμμιζε ότι οι καντέτοι, οι Ρώσοι φιλελεύθεροι αστοί, είχαν στραφεί ενάντια στην επανάσταση. Έσπευδε όμως να προσθέσει:
«Αν είχαμε ήδη κοινοβούλιο, θα υποστηρίζαμε οπωσδήποτε τους καντέτους, τον Μιλιουκόφ και Σία, contra στη “Μοσκόβσκιγε Βέντομοστι” [όργανο των Μαύρων Εκατονταρχιών, των ακροδεξιών της Ρωσίας, Χ.Κ.]. Λογουχάρη στις επαναληπτικές εκλογές, etc. Εκεί αυτό δεν θα παραβιάζει καθόλου την αυτοτέλεια του ταξικού κόμματος της σοσιαλδημοκρατίας» [3].
Όπως βλέπουμε, ο Λένιν ήταν πρόθυμος να υποστηρίξει οπωσδήποτε όχι μόνο τον Σακελλαρίδη, αλλά και τον Σπηλιωτόπουλο ακόμη απέναντι στον Κασιδιάρη, αν προέκυπτε μια τέτοια αναμέτρηση. Ήταν άραγε ο Λένιν ένας οπορτουνιστής οπαδός του «μικρότερου κακού» ή ένας αδαής που δεν καταλάβαινε τα ζητήματα της πολιτικής πάλης, επειδή ίσως δεν είχε την τύχη να φωτιστεί από το τελευταίο «Κάλεσμα» της ΚΕ του ΚΚΕ;
Προφανώς όχι. Αυτό που κατανοούσε ο Λένιν παίρνοντας τη συγκεκριμένη θέση –και που δεν κατανοεί η ΚΕ του ΚΚΕ– είναι ότι ενώ γενικά η λογική του «μικρότερου κακού» είναι λάθος, υπάρχουν στιγμές, ιδιαίτερα όταν ο αντίπαλος έχει μεγάλη υπεροχή, όταν η επαναστατική προοπτική είναι μακρινή, κ.λπ., που πρέπει κανείς να λειτουργεί και με αυτή τη λογική όταν χρειάζεται, ελισσόμενος για να κερδίσει χρόνο, ώστε να ωριμάσουν οι όροι για την επαναστατική διέξοδο.
Σύμφωνα με την ίδια την ηγεσία του ΚΚΕ, σήμερα όλοι οι άλλοι, όχι μόνο η ΝΔ, η Ελιά, η Χρυσή Αυγή, το Ποτάμι κοκ., αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και οι άλλες πλην ΚΚΕ αριστερές δυνάμεις είναι δεκανίκια του συστήματος. Αν δεχτούμε προς στιγμή ότι ισχύει αυτό, τότε αυτό δεν σημαίνει πως στη δοσμένη στιγμή ο πολιτικός συσχετισμός είναι εξαιρετικά αρνητικός; Δεν σημαίνει ότι ακριβώς σε μια τέτοια εντελώς δυσμενή κατάσταση θα έπρεπε να ελιχθεί κανείς, υποστηρίζοντας όπου πρέπει και τους λιγότερο αντιδραστικούς;
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι σήμερα οι ελιγμοί είναι πράγματι αναγκαίοι όχι γιατί η θέση του ΚΚΕ για τον ΣΥΡΙΖΑ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι σωστή. Είναι αναγκαίοι γιατί, παρότι αυτή η θέση είναι λαθεμένη, ο συσχετισμός δυνάμεων, όχι τόσο σε εθνικό όσο κυρίως σε διεθνές επίπεδο, παραμένει ακόμη αρνητικός.
Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον Μπέο, τον Καμίνη και τους υποψηφίους του ΣΥΡΙΖΑ;
Ένα από τα αρνητικά φαινόμενα των δημοτικών εκλογών είναι η εισβολή στην πολιτική ανθρώπων των media και επιχειρηματιών, που κέρδισαν δήμους (Ψινάκης, Γκλέτσος) ή μπήκαν στο Β΄ γύρο (Μπέος, Μώραλης). Ο Μπέος, για να αρκεστούμε στην πιο ξεκάθαρη περίπτωση, χρησιμοποίησε προεκλογικά την πιο ακροδεξιά λαϊκιστική ρητορική. Δήλωσε, π.χ., ότι αντιπροσωπεύει το «νέο» και «άφθαρτο», χαρακτηρίζοντας «αναγούλα» κάθε κουβέντα για πολιτική κουλτούρα. Υποσχέθηκε να κτυπήσει το «μαχαίρι του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος» με τη γροθιά του [4].
Πέρα από το κωμικό του πράγματος, να εμφανίζεται ένας υπόδικος για στημένα ματς ως ενσαρκωτής του «νέου» και του «άφθαρτου», η φρασεολογία του Μπέου –άσχετα πού μπορεί να τοποθετεί ο ίδιος τον εαυτό του– συμπίπτει με τη δήθεν αντισυστημική ρητορική των ναζί. Οι ναζί ήταν άλλωστε οι εμπνευστές του ρητού: «Όταν ακούω τη λέξη κουλτούρα, τραβάω το πιστόλι μου».
Το ερώτημα είναι: Υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον Μπέο και τον Πατσιαντά, τον υποστηριζόμενο από τον ΣΥΡΙΖΑ αντίπαλό του στο Β΄ γύρο; Είναι βέβαια ντροπή ακόμη και να το θέτουμε, αλλά το «Κάλεσμα» του ΚΚΕ δυστυχώς μας υποχρεώνει.
Το λάθος της ηγεσίας του ΚΚΕ είναι ότι εξετάζει το ζήτημα από την άποψη της πολιτικής λογικής του ΣΥΡΙΖΑ και των υποψηφίων του, την οποία μάλιστα διαστρεβλώνει, ενώ θα έπρεπε πρώτα και κύρια να το εξετάσει από την άποψη της διαφοράς στην κοινωνική και πολιτική κατάσταση που θα προκύψει αν εκλεγούν οι υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ από εκείνη που θα προκύψει αν εκλεγούν ο Μπέος και ο Καμίνης, ή αν εκλέγονταν ο Κασιδιάρης.
Για να το κάνουμε λιανό, ας υποθέσουμε ότι, χάρη και στη στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ, ο Μπέος εκλέγεται πανηγυρικά στο Βόλο. Ας υποθέσουμε ακόμη –που δεν ήθελε και πολύ– ότι ο Κασιδιάρης είχε περάσει στο Β΄ γύρο και ότι, χάρη πάλι στην αποχή του ΚΚΕ, συγκέντρωνε ένα 40%. Ποιες θα ήταν οι συνέπειες;
Σήμερα η Χρυσή Αυγή, παρά την επιτυχία της στις εκλογές, παραμένει στριμωγμένη. Τα περισσότερα στελέχη της βρίσκονται στη φυλακή, υπόδικα για τις εγκληματικές ενέργειές τους, ενώ ένα μέρος του κεφαλαίου διστάζει να τους υποστηρίξει. Αν, ωστόσο, χάρη και στη γραμμή του ΚΚΕ, οι ακροδεξιοί και οι νεοναζί σημείωναν τέτοιες επιτυχίες, η κατάσταση θα άλλαζε. Η διαδικασία εναντίον τους θα ήταν απίθανο να συνεχιστεί και η διστακτική μερίδα του κεφαλαίου θα άρχιζε να τους βοηθά. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Πολύ πιο σημαντική θα ήταν η νομιμοποίησή τους σε ένα κομμάτι του λαού, η πλειοψηφία του οποίου παραμένει σήμερα αντιφασιστική. Ειδικά μια μερίδα των κατεστραμμένων από την κρίση μικροαστών, που πηγαίνει με τον ισχυρό της ημέρας, θα στρεφόταν προς το μέρος τους. Ταυτόχρονα, δεν θα ήταν διόλου ασήμαντα τα στηρίγματα που θα αποκτούσαν στους δήμους, για να προωθούν τις θέσεις τους στις γειτονιές, τα «συσσίτια για Έλληνες», το κυνήγι των μεταναστών κοκ.
Στην πράξη, με τη στάση της στο Β΄ γύρο, η ηγεσία του ΚΚΕ αναγνωρίζει σαν «μικρότερο κακό» τον Κασιδιάρη, γιατί η μη εκλογή των υποψήφιων του ΣΥΡΙΖΑ στην Αθήνα και την Αττική θα ενισχύσει άμεσα αυτές ακριβώς τις δυνάμεις.
Το χρέος των κομμουνιστών και των αριστερών στο Β΄ γύρο
Αν πιστέψουμε τις φωνασκίες της Κανέλλη στα τηλεοπτικά παράθυρα, το ΚΚΕ θριάμβευσε στις δημοτικές εκλογές λόγω της έξοχης πολιτικής του. Οι αριθμοί όμως λένε ότι ο Κασιδιάρης έφτασε το 16,12%, ενώ ο Σοφιανός του ΚΚΕ πήρε μόλις 7,41%, όταν είχε πάρει 13,74% το 2010. Η διασπαστική γραμμή του ΚΚΕ είναι, λοιπόν, λαθεμένη, γιατί η ζωή αποδεικνύει ότι από την εφαρμογή της ενισχύεται όχι το ΚΚΕ αλλά η αντίδραση, και όχι μόνο σε εκλογικά ποσοστά, αλλά επίσης στο κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο.
Αλλά για τον ίδιο ακριβώς λόγο –και για πολλούς άλλους ακόμη– δεν μπορεί να μπαίνει κανένα δίλημμα για τους κομμουνιστές και τους αριστερούς εκεί που στο Β΄ γύρο βρίσκονται αντιμέτωποι υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ με ακροδεξιούς ή και μετριοπαθείς εκπροσώπους του κατεστημένου. Το χρέος των κομμουνιστών και των αριστερών είναι να υπερψηφίσουν αποφασιστικά τους υποψηφίους του ΣΥΡΙΖΑ (όπως και εκείνους του ΚΚΕ φυσικά, όπου συμμετέχουν). Ιδιαίτερα η εκλογή του Σακελλαρίδη στην Αθήνα και της Δούρου στην Αττική θα αποτελέσει ένα σοβαρό βήμα εμπρός. Θα βοηθήσει όχι μόνο να βελτιωθούν τα δημοτικά πράγματα, αλλά και να αναθαρρήσει ο κόσμος, να πειστεί ότι η πολιτική των μνημονίων δεν είναι ανίκητη και μπορεί να διαμορφωθούν οι όροι ανατροπής της.
Με την επανεκλογή αντίθετα των Σγουρού και Καμίνη, θα διαιωνιστεί μόνο απαράλλακτα η τωρινή κατάσταση. Και η κατάσταση αυτή είναι που έφερε τον Κασιδιάρη στο 16% και τους υποψηφίους του ΚΚΕ στο 7,4%. Βέβαια, για το τελευταίο ειδικά φταίει και η ανεδαφική, σεκταριστική γραμμή της ηγεσίας του, μια γραμμή που στα λόγια αρνείται να στηρίξει τον Σακελλαρίδη για να μην πέσει στο «μικρότερο κακό», αλλά στην πράξη αναγνωρίζει σαν μικρότερο κακό τον Καμίνη και ακόμη και τον Κασιδιάρη.
Η πολιτική γραμμή που υιοθετεί το ΚΚΕ στο Β΄ γύρο των δημοτικών εκλογών, όντας μέρος της γενικότερης άρνησής του της ενότητας της Αριστεράς, δεν έχει τίποτα κοινό με τη μαρξιστική κομμουνιστική παράδοση. Ούτε, βέβαια, συνδέεται με μια σοβαρή κριτική πιθανών λαθών του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι απλά μια αναπαραγωγή της διαβόητης, καταστροφικής σταλινικής πολιτικής του σοσιαλφασισμού, που εξίσωνε αδιάκριτα όλες τις άλλες πολιτικές δυνάμεις ως δίδυμα αδέλφια του φασισμού, για χάρη της γραφειοκρατικής αυτομεγάλυνσης. Αυτή η γραμμή μετατρέπει αντικειμενικά τα μέλη και τους οπαδούς του ΚΚΕ σε ουραγούς του κατεστημένου, ακόμη και της ακροδεξιάς εκεί όπου υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζουν αντιπάλους όπως ο Μπέος. Γι’ αυτό οι έντιμοι αγωνιστές του ΚΚΕ θα την αγνοήσουν.
Χρήστος Κεφαλής
(μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης)
[1] Βλ. Χρήστου Κεφαλή, «Οι κομμουνιστές και τα εκλογικά διλήμματα», Αυγή, 27/02/2014.
[2] Ριζοσπάστης, 20.5.2014.
[3] Λένιν, Άπαντα, εκδ. ΣΕ, τόμ. 47, σελ. 86.
Από το Φεβρουάριο, με αφορμή δηλώσεις της Λιάνας Κανέλλη για ουδετερότητα του ΚΚΕ σε μια αναμέτρηση Σακελλαρίδη - Κασιδιάρη στο Β΄ γύρο στην Αθήνα, είχαμε κριτικάρει την προδιαγραφόμενη τότε στάση του ΚΚΕ στο θέμα, με ένα σημείωμα στην Αυγή [1].
Εκεί σημειώναμε ότι σε ανάλογες περιπτώσεις στην τσαρική Ρωσία, όταν εκπρόσωποι άλλων αριστερών κομμάτων ή και φιλελεύθεροι αστοί αντιμετώπιζαν στο Β΄ γύρο ακροδεξιούς και τσαρικούς, ο Λένιν σύστηνε την υποστήριξή τους. Ο Λένιν υποδείκνυε ότι ανάμεσα στους ακραίους αντιδραστικούς και τους φιλελεύθερους υπήρχαν ουσιαστικές διαφορές, παρότι και οι μεν και οι δε ήταν οπαδοί του καπιταλισμού.
Στο «Κάλεσμα της ΚΚΕ του ΚΚΕ» της 19/5 το ΚΚΕ υιοθετεί και επίσημα τη θέση της ουδετερότητας και της αποχής στο Β΄ γύρο που κατά καιρούς έχουν εκφράσει η Κανέλλη, ο ΓΓ του Δ. Κουτσούμπας και άλλα ηγετικά στελέχη. Τα επιχειρήματα που προσφέρονται σε υποστήριξή της είναι λίγο-πολύ γνωστά και επαναλαμβάνονται καθημερινά μονότονα στο Ριζοσπάστη: ο ΣΥΡΙΖΑ είναι δύναμη του συστήματος και η υποστήριξή του θα σήμαινε έναν απαράδεκτο οπορτουνισμό για τους κομμουνιστές, μια συνθηκολόγηση με το «μικρότερο κακό». Στο «Κάλεσμα» τα συνοψίζουν ως εξής:
«Η καταδίκη της αντιλαϊκής συγκυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ δεν κρίνεται μόνο με τη μη ψήφιση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, αλλά και με την απόρριψη της λογικής του “μικρότερου κακού” στον β΄ γύρο και στις ευρωεκλογές… Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμευτεί από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς… Αποτελούν δημαγωγία τα περί ανατροπής που λέει» [2].
Ως «απόδειξη» παραθέτουν την πρόσφατη τοποθέτηση του Α. Τσίπρα για παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.
Σε αυτό θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι ο ρόλος ενός κόμματος κρίνεται από τη συνολική πρακτική του και όχι από μια, πιθανά άστοχη, δήλωση. Ωστόσο, για λόγους επιχειρηματολογίας, θα δεχτούμε ότι η θέση του ΚΚΕ για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι 100% σωστή. Θα δείξουμε ότι ακόμη και έτσι να ήταν τα πράγματα –όπως δεν είναι– το «Κάλεσμα» της ΚΕ του ΚΚΕ είναι μια θλιβερή, καιροσκοπική απόφαση, που ατιμάζει και διασύρει τους απλούς αγωνιστές του ΚΚΕ.
Είναι πάντα λάθος η επιλογή του μικρότερου κακού;
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα, θα παραθέσουμε άλλη μια τοποθέτηση του Λένιν, σε γράμμα στον Λουνατσάρσκι. Στο γράμμα αυτό, τον Οκτώβρη του 1905, πάνω στο κορύφωμα της πρώτης ρωσικής επανάστασης, ο Λένιν υπογράμμιζε ότι οι καντέτοι, οι Ρώσοι φιλελεύθεροι αστοί, είχαν στραφεί ενάντια στην επανάσταση. Έσπευδε όμως να προσθέσει:
«Αν είχαμε ήδη κοινοβούλιο, θα υποστηρίζαμε οπωσδήποτε τους καντέτους, τον Μιλιουκόφ και Σία, contra στη “Μοσκόβσκιγε Βέντομοστι” [όργανο των Μαύρων Εκατονταρχιών, των ακροδεξιών της Ρωσίας, Χ.Κ.]. Λογουχάρη στις επαναληπτικές εκλογές, etc. Εκεί αυτό δεν θα παραβιάζει καθόλου την αυτοτέλεια του ταξικού κόμματος της σοσιαλδημοκρατίας» [3].
Όπως βλέπουμε, ο Λένιν ήταν πρόθυμος να υποστηρίξει οπωσδήποτε όχι μόνο τον Σακελλαρίδη, αλλά και τον Σπηλιωτόπουλο ακόμη απέναντι στον Κασιδιάρη, αν προέκυπτε μια τέτοια αναμέτρηση. Ήταν άραγε ο Λένιν ένας οπορτουνιστής οπαδός του «μικρότερου κακού» ή ένας αδαής που δεν καταλάβαινε τα ζητήματα της πολιτικής πάλης, επειδή ίσως δεν είχε την τύχη να φωτιστεί από το τελευταίο «Κάλεσμα» της ΚΕ του ΚΚΕ;
Προφανώς όχι. Αυτό που κατανοούσε ο Λένιν παίρνοντας τη συγκεκριμένη θέση –και που δεν κατανοεί η ΚΕ του ΚΚΕ– είναι ότι ενώ γενικά η λογική του «μικρότερου κακού» είναι λάθος, υπάρχουν στιγμές, ιδιαίτερα όταν ο αντίπαλος έχει μεγάλη υπεροχή, όταν η επαναστατική προοπτική είναι μακρινή, κ.λπ., που πρέπει κανείς να λειτουργεί και με αυτή τη λογική όταν χρειάζεται, ελισσόμενος για να κερδίσει χρόνο, ώστε να ωριμάσουν οι όροι για την επαναστατική διέξοδο.
Σύμφωνα με την ίδια την ηγεσία του ΚΚΕ, σήμερα όλοι οι άλλοι, όχι μόνο η ΝΔ, η Ελιά, η Χρυσή Αυγή, το Ποτάμι κοκ., αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και οι άλλες πλην ΚΚΕ αριστερές δυνάμεις είναι δεκανίκια του συστήματος. Αν δεχτούμε προς στιγμή ότι ισχύει αυτό, τότε αυτό δεν σημαίνει πως στη δοσμένη στιγμή ο πολιτικός συσχετισμός είναι εξαιρετικά αρνητικός; Δεν σημαίνει ότι ακριβώς σε μια τέτοια εντελώς δυσμενή κατάσταση θα έπρεπε να ελιχθεί κανείς, υποστηρίζοντας όπου πρέπει και τους λιγότερο αντιδραστικούς;
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι σήμερα οι ελιγμοί είναι πράγματι αναγκαίοι όχι γιατί η θέση του ΚΚΕ για τον ΣΥΡΙΖΑ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι σωστή. Είναι αναγκαίοι γιατί, παρότι αυτή η θέση είναι λαθεμένη, ο συσχετισμός δυνάμεων, όχι τόσο σε εθνικό όσο κυρίως σε διεθνές επίπεδο, παραμένει ακόμη αρνητικός.
Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον Μπέο, τον Καμίνη και τους υποψηφίους του ΣΥΡΙΖΑ;
Ένα από τα αρνητικά φαινόμενα των δημοτικών εκλογών είναι η εισβολή στην πολιτική ανθρώπων των media και επιχειρηματιών, που κέρδισαν δήμους (Ψινάκης, Γκλέτσος) ή μπήκαν στο Β΄ γύρο (Μπέος, Μώραλης). Ο Μπέος, για να αρκεστούμε στην πιο ξεκάθαρη περίπτωση, χρησιμοποίησε προεκλογικά την πιο ακροδεξιά λαϊκιστική ρητορική. Δήλωσε, π.χ., ότι αντιπροσωπεύει το «νέο» και «άφθαρτο», χαρακτηρίζοντας «αναγούλα» κάθε κουβέντα για πολιτική κουλτούρα. Υποσχέθηκε να κτυπήσει το «μαχαίρι του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος» με τη γροθιά του [4].
Πέρα από το κωμικό του πράγματος, να εμφανίζεται ένας υπόδικος για στημένα ματς ως ενσαρκωτής του «νέου» και του «άφθαρτου», η φρασεολογία του Μπέου –άσχετα πού μπορεί να τοποθετεί ο ίδιος τον εαυτό του– συμπίπτει με τη δήθεν αντισυστημική ρητορική των ναζί. Οι ναζί ήταν άλλωστε οι εμπνευστές του ρητού: «Όταν ακούω τη λέξη κουλτούρα, τραβάω το πιστόλι μου».
Το ερώτημα είναι: Υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον Μπέο και τον Πατσιαντά, τον υποστηριζόμενο από τον ΣΥΡΙΖΑ αντίπαλό του στο Β΄ γύρο; Είναι βέβαια ντροπή ακόμη και να το θέτουμε, αλλά το «Κάλεσμα» του ΚΚΕ δυστυχώς μας υποχρεώνει.
Το λάθος της ηγεσίας του ΚΚΕ είναι ότι εξετάζει το ζήτημα από την άποψη της πολιτικής λογικής του ΣΥΡΙΖΑ και των υποψηφίων του, την οποία μάλιστα διαστρεβλώνει, ενώ θα έπρεπε πρώτα και κύρια να το εξετάσει από την άποψη της διαφοράς στην κοινωνική και πολιτική κατάσταση που θα προκύψει αν εκλεγούν οι υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ από εκείνη που θα προκύψει αν εκλεγούν ο Μπέος και ο Καμίνης, ή αν εκλέγονταν ο Κασιδιάρης.
Για να το κάνουμε λιανό, ας υποθέσουμε ότι, χάρη και στη στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ, ο Μπέος εκλέγεται πανηγυρικά στο Βόλο. Ας υποθέσουμε ακόμη –που δεν ήθελε και πολύ– ότι ο Κασιδιάρης είχε περάσει στο Β΄ γύρο και ότι, χάρη πάλι στην αποχή του ΚΚΕ, συγκέντρωνε ένα 40%. Ποιες θα ήταν οι συνέπειες;
Σήμερα η Χρυσή Αυγή, παρά την επιτυχία της στις εκλογές, παραμένει στριμωγμένη. Τα περισσότερα στελέχη της βρίσκονται στη φυλακή, υπόδικα για τις εγκληματικές ενέργειές τους, ενώ ένα μέρος του κεφαλαίου διστάζει να τους υποστηρίξει. Αν, ωστόσο, χάρη και στη γραμμή του ΚΚΕ, οι ακροδεξιοί και οι νεοναζί σημείωναν τέτοιες επιτυχίες, η κατάσταση θα άλλαζε. Η διαδικασία εναντίον τους θα ήταν απίθανο να συνεχιστεί και η διστακτική μερίδα του κεφαλαίου θα άρχιζε να τους βοηθά. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Πολύ πιο σημαντική θα ήταν η νομιμοποίησή τους σε ένα κομμάτι του λαού, η πλειοψηφία του οποίου παραμένει σήμερα αντιφασιστική. Ειδικά μια μερίδα των κατεστραμμένων από την κρίση μικροαστών, που πηγαίνει με τον ισχυρό της ημέρας, θα στρεφόταν προς το μέρος τους. Ταυτόχρονα, δεν θα ήταν διόλου ασήμαντα τα στηρίγματα που θα αποκτούσαν στους δήμους, για να προωθούν τις θέσεις τους στις γειτονιές, τα «συσσίτια για Έλληνες», το κυνήγι των μεταναστών κοκ.
Στην πράξη, με τη στάση της στο Β΄ γύρο, η ηγεσία του ΚΚΕ αναγνωρίζει σαν «μικρότερο κακό» τον Κασιδιάρη, γιατί η μη εκλογή των υποψήφιων του ΣΥΡΙΖΑ στην Αθήνα και την Αττική θα ενισχύσει άμεσα αυτές ακριβώς τις δυνάμεις.
Το χρέος των κομμουνιστών και των αριστερών στο Β΄ γύρο
Αν πιστέψουμε τις φωνασκίες της Κανέλλη στα τηλεοπτικά παράθυρα, το ΚΚΕ θριάμβευσε στις δημοτικές εκλογές λόγω της έξοχης πολιτικής του. Οι αριθμοί όμως λένε ότι ο Κασιδιάρης έφτασε το 16,12%, ενώ ο Σοφιανός του ΚΚΕ πήρε μόλις 7,41%, όταν είχε πάρει 13,74% το 2010. Η διασπαστική γραμμή του ΚΚΕ είναι, λοιπόν, λαθεμένη, γιατί η ζωή αποδεικνύει ότι από την εφαρμογή της ενισχύεται όχι το ΚΚΕ αλλά η αντίδραση, και όχι μόνο σε εκλογικά ποσοστά, αλλά επίσης στο κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο.
Αλλά για τον ίδιο ακριβώς λόγο –και για πολλούς άλλους ακόμη– δεν μπορεί να μπαίνει κανένα δίλημμα για τους κομμουνιστές και τους αριστερούς εκεί που στο Β΄ γύρο βρίσκονται αντιμέτωποι υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ με ακροδεξιούς ή και μετριοπαθείς εκπροσώπους του κατεστημένου. Το χρέος των κομμουνιστών και των αριστερών είναι να υπερψηφίσουν αποφασιστικά τους υποψηφίους του ΣΥΡΙΖΑ (όπως και εκείνους του ΚΚΕ φυσικά, όπου συμμετέχουν). Ιδιαίτερα η εκλογή του Σακελλαρίδη στην Αθήνα και της Δούρου στην Αττική θα αποτελέσει ένα σοβαρό βήμα εμπρός. Θα βοηθήσει όχι μόνο να βελτιωθούν τα δημοτικά πράγματα, αλλά και να αναθαρρήσει ο κόσμος, να πειστεί ότι η πολιτική των μνημονίων δεν είναι ανίκητη και μπορεί να διαμορφωθούν οι όροι ανατροπής της.
Με την επανεκλογή αντίθετα των Σγουρού και Καμίνη, θα διαιωνιστεί μόνο απαράλλακτα η τωρινή κατάσταση. Και η κατάσταση αυτή είναι που έφερε τον Κασιδιάρη στο 16% και τους υποψηφίους του ΚΚΕ στο 7,4%. Βέβαια, για το τελευταίο ειδικά φταίει και η ανεδαφική, σεκταριστική γραμμή της ηγεσίας του, μια γραμμή που στα λόγια αρνείται να στηρίξει τον Σακελλαρίδη για να μην πέσει στο «μικρότερο κακό», αλλά στην πράξη αναγνωρίζει σαν μικρότερο κακό τον Καμίνη και ακόμη και τον Κασιδιάρη.
Η πολιτική γραμμή που υιοθετεί το ΚΚΕ στο Β΄ γύρο των δημοτικών εκλογών, όντας μέρος της γενικότερης άρνησής του της ενότητας της Αριστεράς, δεν έχει τίποτα κοινό με τη μαρξιστική κομμουνιστική παράδοση. Ούτε, βέβαια, συνδέεται με μια σοβαρή κριτική πιθανών λαθών του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι απλά μια αναπαραγωγή της διαβόητης, καταστροφικής σταλινικής πολιτικής του σοσιαλφασισμού, που εξίσωνε αδιάκριτα όλες τις άλλες πολιτικές δυνάμεις ως δίδυμα αδέλφια του φασισμού, για χάρη της γραφειοκρατικής αυτομεγάλυνσης. Αυτή η γραμμή μετατρέπει αντικειμενικά τα μέλη και τους οπαδούς του ΚΚΕ σε ουραγούς του κατεστημένου, ακόμη και της ακροδεξιάς εκεί όπου υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζουν αντιπάλους όπως ο Μπέος. Γι’ αυτό οι έντιμοι αγωνιστές του ΚΚΕ θα την αγνοήσουν.
Χρήστος Κεφαλής
(μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης)
[1] Βλ. Χρήστου Κεφαλή, «Οι κομμουνιστές και τα εκλογικά διλήμματα», Αυγή, 27/02/2014.
[2] Ριζοσπάστης, 20.5.2014.
[3] Λένιν, Άπαντα, εκδ. ΣΕ, τόμ. 47, σελ. 86.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου