του Γιάννη Στουραΐτη
Δεν πρωτοτυπεί ασφαλώς κανείς, μιλώντας για τη ραγδαία αύξηση του ευρωσκεπτικισμού λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά και της έκρηξης του προσφυγικού. Η αύξηση αυτή είναι κάτι αδιαμφισβήτητο, όσο και οι διαφορετικές προσεγγίσεις επ’ αυτού – και εδώ είναι που αξίζει να σταθούμε. Στον ευρωσκεπτισμό ενός σημαντικού μέρους της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που προηγήθηκε κατά πολύ της κρίσης και αφορά μια συνολική δομική κριτική στην Ε.Ε., ένας ευρύς και πολιτικά πολυσυλλεκτικός χώρος, που αυτοπροσδιορίζεται ως φιλευρωπαϊκός, απαντά αποδομητικά επιχειρώντας –πονηρά– να τον εξισώσει με την ακροδεξιά αντιευρωπαϊκή ρητορική. Ένα βασικό επιχείρημα καθολικής καταδίκης του ευρωσκεπτικισμού, απ’ όπου κι αν προέρχεται, είναι ότι καμία προοδευτική πολιτική δύναμη δεν μπορεί να επιδιώκει την αποδόμηση της Ε.Ε., εφόσον η τελευταία εγγυάται την περιθωριοποίηση των εθνικισμών και, ως εκ τούτου, τη διατήρηση της ειρήνης στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Βασικό πρόβλημα του εν λόγω επιχειρήματος, καταρχάς, είναι ότι εργαλειοποιεί το βεβαρημένο ιστορικό παρελθόν της Ευρώπης, ως «σκοτεινής ηπείρου» του φασισμού και των δύο παγκοσμίων πολέμων, για να αποσπάσει την προσοχή από το γεγονός ότι το ευρωενωσιακό σύστημα εμφανίζει όλο και περισσότερο χαρακτηριστικά και λειτουργίες ενός κλασικού τύπου αυτοκρατορικού συστήματος: μια ευρύτερη περιφέρεια καθίσταται οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά υποτελής σε ένα κυρίαρχο δυτικοευρωπαϊκό κέντρο. Μια εξέλιξη που αντανακλάται και στον κυρίαρχο λόγο περί ανώτερης (δυτικο)ευρωπαϊκής ταυτότητας, ο οποίος έχει μια σαφή οριενταλιστική διάσταση στην αντιμετώπιση λαών και ευρύτερων πολιτισμικών ζωνών, τόσο εντός όσο και εκτός Ε.Ε.
Ο πολιτικός λόγος που επικαλείται τον μεταεθνικιστικό χαρακτήρα της Ε.Ε. βασίζεται, έτσι, σε μια επιφανειακή προσέγγιση. Η διάβρωση της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας των εθνικών κρατών από έναν ιεραρχικό υπερκρατικό μηχανισμό σαφώς και συνέβαλε στην περιθωριοποίηση του πολέμου ως εν δυνάμει μέσου επίλυσης των διαφορών ισχύος μεταξύ τους και, ως εκ τούτου, υποβάθμισε τον ρόλο του εθνικισμού ως ιδεολογικού εργαλείου προώθησης και δικαιολόγησης πολεμικών συγκρούσεων. Παρά τη διακηρυγμένη ανησυχία των απανταχού επαγγελματιών πατριωτών, όμως, ελάχιστα αποδόμησε τις εθνικές ιδεολογίες και τις πραγμοποιημένες εθνοπολιτισμικές ταυτότητες που συνδέονται με αυτές. Αντιθέτως, αποδεδειγμένα τις ενίσχυσε, [1] με αποτέλεσμα, έπειτα από πλείστες συνθήκες «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» ο εθνικισμός να παραμένει η κατεξοχήν κυρίαρχη λειτουργική ιδεολογία των σύγχρονων ευρωπαϊκών κοινωνιών,[2] γεγονός με το οποίο συνδέεται η ολική επαναφορά του ρατσισμού, που αντικατοπτρίζεται στην άνοδο της ακροδεξιάς στα περισσότερα κράτη-μέλη.
Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει, εδώ, η συμβολή του νεοφιλελεύθερου ευρωσυστήματος στην εντεινόμενη οικονομική καταπίεση και κοινωνική εξαθλίωση μεγάλου μέρους των εργαζόμενων μαζών, ειδικά εντός Ευρωζώνης, και κατά κύριο λόγο στη νοτιοευρωπαϊκή περιφέρεια. Είναι κοινός τόπος ότι αυτή τροφοδοτεί τον ευρωσκεπτικισμό, ανεξαρτήτως ιδεολογικού προσήμου, αλλά και ειδικότερα τρέφει την αναβίωση του χυδαίου εθνικισμού στα κράτη-μέλη. Τον τελευταίο τον υποδαυλίζει επιμελώς και στο εσωτερικό των εθνών-κρατών του οικονομικά κυρίαρχου δυτικοευρωπαϊκού πυρήνα η επικοινωνιακή προπαγάνδα που μετέρχεται ρατσιστικών εθνοπολιτισμικών στερεοτύπων για να δικαιολογήσει την πολιτική διαδικασία οικονομικής καθυπόταξης της περιφέρειας στο κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο του κέντρου.
Η αντιεικόνα του ευρωοικοδομήματος ως βασικού παράγοντα συντήρησης και επιλεκτικής αναζωπύρωσης των εθνικισμών στην Ευρώπη, τους οποίους οι άκριτοι θαυμαστές της Ε.Ε. χρησιμοποιούν ως σκιάχτρο για να δικαιολογήσουν την ύπαρξη μιας εγγενώς αντιδημοκρατικής οικονομικο-πολιτικής ένωσης, επιβεβαιώνεται πλήρως στην περίπτωση του προσφυγικού. Η προσπάθεια να ανταποκριθεί η Ε.Ε. στο προφίλ ενός υπερεθνικού φορέα ανθρωπιστικής ευρωπαϊκής κληρονομιάς, που υπαγορεύει την καθολική υποδοχή και περίθαλψη των θυμάτων πολέμου, ήρθε πολύ γρήγορα σε σύγκρουση και τείνει να ακυρωθεί από τους ανατροφοδοτούμενους εθνικισμούς στο εσωτερικό των κρατών-μελών της, οι οποίοι επικαθορίζουν την πρόσληψη των προσφύγων από σημαντικό τμήμα των ευρωπαϊκών κοινωνιών ως απειλή τόσο σε εθνοπολιτισμικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Η εθνικιστική/ρατσιστική στάση, που απαιτεί κλείσιμο των εθνικών συνόρων ακόμη και στις οικονομικά ισχυρές χώρες του δυτικοευρωπαϊκού πυρήνα, τροφοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από τον φόβο ότι οι πρόσφυγες θα διεκδικήσουν κομμάτι των προνομίων ενός διαρκώς συμπιεζόμενου κοινωνικού κράτους, στο πλαίσιο ενός υποβόσκοντος κινδύνου επανάκαμψης μιας οικονομικής κρίσης που για σημαντικό τμήμα των ευρωπαϊκών λαών δεν ξεπεράστηκε πότε.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι διατυπωμένες απόψεις περί ανάδυσης μιας, εθνικού τύπου, κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας, που επανήλθαν με αφορμή την πρόσληψη από μερίδα των ευρωπαίων πολιτών των πρόσφατων τρομοκρατικών χτυπημάτων του Παρισιού ως επίθεσης σε έναν κοινό ευρωπαϊκό πολιτισμό, είναι αναλυτικά προβληματικές. Η τάση μερικής ταύτισης με κοινές υπερεθνικές αξίες, εκπορευόμενες από ένα δυτικοευρωπαϊκό κέντρο, δύσκολα μπορεί να ερμηνευθεί ως διαδικασία νέου διαφωτισμού, δηλαδή διαμόρφωσης ενός πανευρωπαϊκού έθνους, καθώς εκ των πραγμάτων συγκρούεται με τη δεδομένη ανακύκλωση των εθνικών στερεοτύπων και την αναβίωση των χυδαίων εθνικισμών στα κράτη-μέλη. Η συνύπαρξη των αντίθετων αυτών φαινομένων εξηγείται καλύτερα, αν αντιληφθούμε το πρώτο ως επιστροφή –τηρουμένων των αναλογιών– σε έναν προνεωτερικό τρόπο συλλογικής ταύτισης με μια ανώτερη υπερεθνοτική κουλτούρα, βάσει της οποίας ο κόσμος διαιρείται σε δύο βασικές κατηγορίες: τους «πολιτισμένους» και τους «βάρβαρους».
Εδώ, οι αναλογίες με την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία –ως κομμάτι της δυτικοευρωπαϊκής πολιτισμικής γενεαλογίας– είναι εμφανείς. Η πολιτισμική ανωτερότητα της Ρώμης ταυτιζόταν με την εικόνα της αυτοκρατορικής πολιτείας ως ανώτερης μορφής κοινωνικής οργάνωσης που εξασφάλιζε την ειρήνευση των λαών διά της καθυπόταξης και συνένωσής τους υπό την κυρίαρχη πόλη-κράτος. Αυτή η ταυτότητα συγκροτούνταν μέσα από μια διαρκή αντιπαραβολή με το αρνητικό της, τους έξωθεν «βαρβάρους», και χαρακτήριζε πρωτίστως εκρωμαϊσμένες κοινωνικές ελίτ με επενδεδυμένα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα στο αυτοκρατορικό σύστημα· ταυτόχρονα, είχε ελάχιστη απήχηση στο μεγαλύτερο μέρος των πολιτικά και οικονομικά περιθωριοποιημένων υποτελών παραγωγικών μαζών της επαρχιακής περιφέρειας.[3]
Ο εξελισσόμενος διαχωρισμός των πολιτών της Ε.Ε. σε ευρωσκεπτικιστές και φιλευρωπαϊστές, δηλαδή η βασική διαφοροποίησή τους στην πρόσληψη του ευρωοικοδομήματος και στην τάση ταύτισης με κοινές, ανώτερες ευρωπαϊκές αξίες (τη μονοπωλιακή εκπροσώπηση των οποίων διεκδικεί ο πυρήνας της Ε.Ε. κατ’ αντιπαράθεση με έναν σύγχρονο «βάρβαρο», το Ισλάμ) δείχνει, παρομοίως, να εκκινεί από διαφορετικές εμπειρίες για το ποια κοινωνικά συμφέροντα εξυπηρετεί ή, αντίστοιχα, θίγει το ευρωοικοδόμημα. Αφορά, δηλαδή, μια ιδεολογική διαφοροποίηση με διακριτό υλικό υπόβαθρο. Ως προς αυτό, η συντήρηση και αναζωπύρωση του εθνικισμού, δηλαδή του παραδοσιακού ιδεολογικού μέσου του κοινωνικού διαίρει και βασίλευε, εντός της Ε.Ε. παραπέμπει στη διάσημη ρήση του Τανκρέντι στον θείο του, πρίγκηπα Σαλίνα, στον Γατόπαρδο του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα: «Αν θέλουμε να μείνουν όλα ως έχουν, είναι ανάγκη να τα αλλάξουμε όλα».
Στη «μεταεθνικιστική» Ευρώπη των λαών το εθνικό συμφέρον συνεχίζει να λειτουργεί ως χρήσιμος διαστρεβλωτικός καθρέφτης, τόσο στο εσωτερικό των κρατών-μελών όσο και και σε διακρατικό επίπεδο, εγκλωβίζοντας σημαντικό κομμάτι της χειραφετητικής κοινωνικής αντίθεσης στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και στο αντιδημοκρατικό ευρωοικοδόμημα που τις διακονεί σε μια αποπροσανατολιστική αντίληψη αντιπαράθεσης μεταξύ εθνών. Στο πλαίσιο της τελευταίας συνθλίβονται και τα δικαιώματα των προσφύγων για ένα ασφαλές ευρωπαϊκό καταφύγιο.
Ο Γιάννης Στουραΐτης είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής βυζαντινής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης
[1] Πβλ. τα ευρήματα του ευρωβαρόμετρου στη μελέτη του M. Antonsich, «National Identities in the age of globalization: The case of western Europe», National Identities 11/3 (2009) σ. 285.
[2] Siniša Malešević, Nation-States and Nationalisms: Organization, Ideology and Solidarity, Καίμπριτζ 2013, σ. 74-78.
[3] Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στο απόγειό της είχε περίπου 60.000.000 κατοίκους, εκ των οποίων τουλάχιστον το 80% ήταν αγροτικός πληθυσμός εκτός των αστικών κέντρων. Για τα δημογραφικά στοιχεία βλ. K. Hopkins, «The Political Economy of the Roman Empire», στο I. Morris & W. Scheidel (επιμ.), The Dynamics of Ancient Empires. State and Power from Assyria to Byzantium, Οξφόρδη 2009, σ. 186, 204.
https://enthemata.wordpress.com
Δεν πρωτοτυπεί ασφαλώς κανείς, μιλώντας για τη ραγδαία αύξηση του ευρωσκεπτικισμού λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά και της έκρηξης του προσφυγικού. Η αύξηση αυτή είναι κάτι αδιαμφισβήτητο, όσο και οι διαφορετικές προσεγγίσεις επ’ αυτού – και εδώ είναι που αξίζει να σταθούμε. Στον ευρωσκεπτισμό ενός σημαντικού μέρους της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που προηγήθηκε κατά πολύ της κρίσης και αφορά μια συνολική δομική κριτική στην Ε.Ε., ένας ευρύς και πολιτικά πολυσυλλεκτικός χώρος, που αυτοπροσδιορίζεται ως φιλευρωπαϊκός, απαντά αποδομητικά επιχειρώντας –πονηρά– να τον εξισώσει με την ακροδεξιά αντιευρωπαϊκή ρητορική. Ένα βασικό επιχείρημα καθολικής καταδίκης του ευρωσκεπτικισμού, απ’ όπου κι αν προέρχεται, είναι ότι καμία προοδευτική πολιτική δύναμη δεν μπορεί να επιδιώκει την αποδόμηση της Ε.Ε., εφόσον η τελευταία εγγυάται την περιθωριοποίηση των εθνικισμών και, ως εκ τούτου, τη διατήρηση της ειρήνης στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Βασικό πρόβλημα του εν λόγω επιχειρήματος, καταρχάς, είναι ότι εργαλειοποιεί το βεβαρημένο ιστορικό παρελθόν της Ευρώπης, ως «σκοτεινής ηπείρου» του φασισμού και των δύο παγκοσμίων πολέμων, για να αποσπάσει την προσοχή από το γεγονός ότι το ευρωενωσιακό σύστημα εμφανίζει όλο και περισσότερο χαρακτηριστικά και λειτουργίες ενός κλασικού τύπου αυτοκρατορικού συστήματος: μια ευρύτερη περιφέρεια καθίσταται οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά υποτελής σε ένα κυρίαρχο δυτικοευρωπαϊκό κέντρο. Μια εξέλιξη που αντανακλάται και στον κυρίαρχο λόγο περί ανώτερης (δυτικο)ευρωπαϊκής ταυτότητας, ο οποίος έχει μια σαφή οριενταλιστική διάσταση στην αντιμετώπιση λαών και ευρύτερων πολιτισμικών ζωνών, τόσο εντός όσο και εκτός Ε.Ε.
Ο πολιτικός λόγος που επικαλείται τον μεταεθνικιστικό χαρακτήρα της Ε.Ε. βασίζεται, έτσι, σε μια επιφανειακή προσέγγιση. Η διάβρωση της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας των εθνικών κρατών από έναν ιεραρχικό υπερκρατικό μηχανισμό σαφώς και συνέβαλε στην περιθωριοποίηση του πολέμου ως εν δυνάμει μέσου επίλυσης των διαφορών ισχύος μεταξύ τους και, ως εκ τούτου, υποβάθμισε τον ρόλο του εθνικισμού ως ιδεολογικού εργαλείου προώθησης και δικαιολόγησης πολεμικών συγκρούσεων. Παρά τη διακηρυγμένη ανησυχία των απανταχού επαγγελματιών πατριωτών, όμως, ελάχιστα αποδόμησε τις εθνικές ιδεολογίες και τις πραγμοποιημένες εθνοπολιτισμικές ταυτότητες που συνδέονται με αυτές. Αντιθέτως, αποδεδειγμένα τις ενίσχυσε, [1] με αποτέλεσμα, έπειτα από πλείστες συνθήκες «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» ο εθνικισμός να παραμένει η κατεξοχήν κυρίαρχη λειτουργική ιδεολογία των σύγχρονων ευρωπαϊκών κοινωνιών,[2] γεγονός με το οποίο συνδέεται η ολική επαναφορά του ρατσισμού, που αντικατοπτρίζεται στην άνοδο της ακροδεξιάς στα περισσότερα κράτη-μέλη.
Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει, εδώ, η συμβολή του νεοφιλελεύθερου ευρωσυστήματος στην εντεινόμενη οικονομική καταπίεση και κοινωνική εξαθλίωση μεγάλου μέρους των εργαζόμενων μαζών, ειδικά εντός Ευρωζώνης, και κατά κύριο λόγο στη νοτιοευρωπαϊκή περιφέρεια. Είναι κοινός τόπος ότι αυτή τροφοδοτεί τον ευρωσκεπτικισμό, ανεξαρτήτως ιδεολογικού προσήμου, αλλά και ειδικότερα τρέφει την αναβίωση του χυδαίου εθνικισμού στα κράτη-μέλη. Τον τελευταίο τον υποδαυλίζει επιμελώς και στο εσωτερικό των εθνών-κρατών του οικονομικά κυρίαρχου δυτικοευρωπαϊκού πυρήνα η επικοινωνιακή προπαγάνδα που μετέρχεται ρατσιστικών εθνοπολιτισμικών στερεοτύπων για να δικαιολογήσει την πολιτική διαδικασία οικονομικής καθυπόταξης της περιφέρειας στο κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο του κέντρου.
Η αντιεικόνα του ευρωοικοδομήματος ως βασικού παράγοντα συντήρησης και επιλεκτικής αναζωπύρωσης των εθνικισμών στην Ευρώπη, τους οποίους οι άκριτοι θαυμαστές της Ε.Ε. χρησιμοποιούν ως σκιάχτρο για να δικαιολογήσουν την ύπαρξη μιας εγγενώς αντιδημοκρατικής οικονομικο-πολιτικής ένωσης, επιβεβαιώνεται πλήρως στην περίπτωση του προσφυγικού. Η προσπάθεια να ανταποκριθεί η Ε.Ε. στο προφίλ ενός υπερεθνικού φορέα ανθρωπιστικής ευρωπαϊκής κληρονομιάς, που υπαγορεύει την καθολική υποδοχή και περίθαλψη των θυμάτων πολέμου, ήρθε πολύ γρήγορα σε σύγκρουση και τείνει να ακυρωθεί από τους ανατροφοδοτούμενους εθνικισμούς στο εσωτερικό των κρατών-μελών της, οι οποίοι επικαθορίζουν την πρόσληψη των προσφύγων από σημαντικό τμήμα των ευρωπαϊκών κοινωνιών ως απειλή τόσο σε εθνοπολιτισμικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Η εθνικιστική/ρατσιστική στάση, που απαιτεί κλείσιμο των εθνικών συνόρων ακόμη και στις οικονομικά ισχυρές χώρες του δυτικοευρωπαϊκού πυρήνα, τροφοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από τον φόβο ότι οι πρόσφυγες θα διεκδικήσουν κομμάτι των προνομίων ενός διαρκώς συμπιεζόμενου κοινωνικού κράτους, στο πλαίσιο ενός υποβόσκοντος κινδύνου επανάκαμψης μιας οικονομικής κρίσης που για σημαντικό τμήμα των ευρωπαϊκών λαών δεν ξεπεράστηκε πότε.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι διατυπωμένες απόψεις περί ανάδυσης μιας, εθνικού τύπου, κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας, που επανήλθαν με αφορμή την πρόσληψη από μερίδα των ευρωπαίων πολιτών των πρόσφατων τρομοκρατικών χτυπημάτων του Παρισιού ως επίθεσης σε έναν κοινό ευρωπαϊκό πολιτισμό, είναι αναλυτικά προβληματικές. Η τάση μερικής ταύτισης με κοινές υπερεθνικές αξίες, εκπορευόμενες από ένα δυτικοευρωπαϊκό κέντρο, δύσκολα μπορεί να ερμηνευθεί ως διαδικασία νέου διαφωτισμού, δηλαδή διαμόρφωσης ενός πανευρωπαϊκού έθνους, καθώς εκ των πραγμάτων συγκρούεται με τη δεδομένη ανακύκλωση των εθνικών στερεοτύπων και την αναβίωση των χυδαίων εθνικισμών στα κράτη-μέλη. Η συνύπαρξη των αντίθετων αυτών φαινομένων εξηγείται καλύτερα, αν αντιληφθούμε το πρώτο ως επιστροφή –τηρουμένων των αναλογιών– σε έναν προνεωτερικό τρόπο συλλογικής ταύτισης με μια ανώτερη υπερεθνοτική κουλτούρα, βάσει της οποίας ο κόσμος διαιρείται σε δύο βασικές κατηγορίες: τους «πολιτισμένους» και τους «βάρβαρους».
Εδώ, οι αναλογίες με την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία –ως κομμάτι της δυτικοευρωπαϊκής πολιτισμικής γενεαλογίας– είναι εμφανείς. Η πολιτισμική ανωτερότητα της Ρώμης ταυτιζόταν με την εικόνα της αυτοκρατορικής πολιτείας ως ανώτερης μορφής κοινωνικής οργάνωσης που εξασφάλιζε την ειρήνευση των λαών διά της καθυπόταξης και συνένωσής τους υπό την κυρίαρχη πόλη-κράτος. Αυτή η ταυτότητα συγκροτούνταν μέσα από μια διαρκή αντιπαραβολή με το αρνητικό της, τους έξωθεν «βαρβάρους», και χαρακτήριζε πρωτίστως εκρωμαϊσμένες κοινωνικές ελίτ με επενδεδυμένα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα στο αυτοκρατορικό σύστημα· ταυτόχρονα, είχε ελάχιστη απήχηση στο μεγαλύτερο μέρος των πολιτικά και οικονομικά περιθωριοποιημένων υποτελών παραγωγικών μαζών της επαρχιακής περιφέρειας.[3]
Ο εξελισσόμενος διαχωρισμός των πολιτών της Ε.Ε. σε ευρωσκεπτικιστές και φιλευρωπαϊστές, δηλαδή η βασική διαφοροποίησή τους στην πρόσληψη του ευρωοικοδομήματος και στην τάση ταύτισης με κοινές, ανώτερες ευρωπαϊκές αξίες (τη μονοπωλιακή εκπροσώπηση των οποίων διεκδικεί ο πυρήνας της Ε.Ε. κατ’ αντιπαράθεση με έναν σύγχρονο «βάρβαρο», το Ισλάμ) δείχνει, παρομοίως, να εκκινεί από διαφορετικές εμπειρίες για το ποια κοινωνικά συμφέροντα εξυπηρετεί ή, αντίστοιχα, θίγει το ευρωοικοδόμημα. Αφορά, δηλαδή, μια ιδεολογική διαφοροποίηση με διακριτό υλικό υπόβαθρο. Ως προς αυτό, η συντήρηση και αναζωπύρωση του εθνικισμού, δηλαδή του παραδοσιακού ιδεολογικού μέσου του κοινωνικού διαίρει και βασίλευε, εντός της Ε.Ε. παραπέμπει στη διάσημη ρήση του Τανκρέντι στον θείο του, πρίγκηπα Σαλίνα, στον Γατόπαρδο του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα: «Αν θέλουμε να μείνουν όλα ως έχουν, είναι ανάγκη να τα αλλάξουμε όλα».
Στη «μεταεθνικιστική» Ευρώπη των λαών το εθνικό συμφέρον συνεχίζει να λειτουργεί ως χρήσιμος διαστρεβλωτικός καθρέφτης, τόσο στο εσωτερικό των κρατών-μελών όσο και και σε διακρατικό επίπεδο, εγκλωβίζοντας σημαντικό κομμάτι της χειραφετητικής κοινωνικής αντίθεσης στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και στο αντιδημοκρατικό ευρωοικοδόμημα που τις διακονεί σε μια αποπροσανατολιστική αντίληψη αντιπαράθεσης μεταξύ εθνών. Στο πλαίσιο της τελευταίας συνθλίβονται και τα δικαιώματα των προσφύγων για ένα ασφαλές ευρωπαϊκό καταφύγιο.
Ο Γιάννης Στουραΐτης είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής βυζαντινής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης
[1] Πβλ. τα ευρήματα του ευρωβαρόμετρου στη μελέτη του M. Antonsich, «National Identities in the age of globalization: The case of western Europe», National Identities 11/3 (2009) σ. 285.
[2] Siniša Malešević, Nation-States and Nationalisms: Organization, Ideology and Solidarity, Καίμπριτζ 2013, σ. 74-78.
[3] Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στο απόγειό της είχε περίπου 60.000.000 κατοίκους, εκ των οποίων τουλάχιστον το 80% ήταν αγροτικός πληθυσμός εκτός των αστικών κέντρων. Για τα δημογραφικά στοιχεία βλ. K. Hopkins, «The Political Economy of the Roman Empire», στο I. Morris & W. Scheidel (επιμ.), The Dynamics of Ancient Empires. State and Power from Assyria to Byzantium, Οξφόρδη 2009, σ. 186, 204.
https://enthemata.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου