“Mερικές φορές, όσο πιο απίθανο μοιάζει αυτό στο οποίο ελπίζουμε, τόσο πιο έντονα ελπίζουμε.”
Γράφει: Κωστής Μαλούτας – ΕΥ/ΔΑΙΜΟΝΙΑ, Λογοτεχνία + Ποίηση – 31/07/2015
Στη Θεογονία, αλλά και στην αρχή του διδακτικού
έπους Έργα και Ημέραι, ο Ησίοδος μας παρέχει, όπως όλα δείχνουν, την
παλαιότερη σωζόμενη καταγραφή του μύθου της Πανδώρας.
Ο Δίας είχε εξοργιστεί με τον Προμηθέα για την κλοπή της
φωτιάς και σχεδίαζε μεγάλη εκδίκηση για το γένος των ανθρώπων, οι
οποίοι δέχτηκαν το δώρο του Τιτάνα. «Κι αμέσως αντάλλαγμα στη
φωτιά έφτιαξε κακό για τους ανθρώπους˙ γιατί από γη έπλασε ο ξακουσμένος
Κουτσός ομοίωμα σεβαστικής παρθένας κατά τη βουλή του γιου του Κρόνου»
(Θεογονία, στ. 570-572). Ο Ήφαιστος δεν ήταν μόνος του σε αυτή τη
διαδικασία. Τον βοήθησαν η Αθηνά, η Αφροδίτη, οι Χάριτες, η Πειθώ, ο
Ερμής. Και αφού την προίκισαν με ομορφιά, στολίδια, λουλούδια, κοσμήματα
και ψέματα, ο Δίας την ονόμασε Πανδώρα, «γιατί όσοι έχουν στον Όλυμπο
δώματα δώρο της έδωσαν, κακό για τους ψωμοφάγους ανθρώπους» (Έργα και
Ημέραι, στ. 80-82). Ο Ερμής ανέλαβε να μεταφέρει το δώρο στον Επιμηθέα,
αδελφό του Προμηθέα. Όμως εκείνος αγνόησε τη συμβουλή του αδελφού του,
δηλαδή να μη δεχθεί ποτέ δώρο από τους θεούς, αλλά να το στείλει αμέσως
πίσω, και όταν κατάλαβε το σφάλμα του ήταν πλέον αργά. Η Πανδώρα άνοιξε
το πιθάρι, και όλα τα δεινά που γνωρίζουμε όρμησαν έξω. Και μόνο η
Ελπίδα έμεινε μέσα στο πιθάρι, όπως το θέλησε ο νεφεληγερέτης Δίας.
Ο μύθος φαίνεται ελλιπής ή ασαφής. Διακρίνονται
δύο ενδεχόμενα: με κάποιο τρόπο η ελπίδα κατάφερε τελικά να βγει από το
πιθάρι ή οι άνθρωποι κατάφεραν να την επινοήσουν μόνοι τους, για την
ακρίβεια, να την αισθανθούν. Εν πάση περιπτώσει, ο υπότιτλος που συνήθως
τη συνοδεύει, τη χαρακτηρίζει ως το χείριστο μεταξύ όλων των δεινών.
Μαζί με αυτά αποτελεί το τίμημα της γνώσης. Είναι περιπαικτική,
βασανιστική, ύπουλη. Η ξεροκέφαλη αδελφή της προσμονής και της
επιθυμίας. Ένα νοερό ναρκωτικό που δε ρωτάει ποτέ το χρήστη: το όπιο του ανθρώπου. Αν
εξαιρέσουμε κάποιους κολπίσκους της μνήμης, είναι ο ορισμός του
γλυκόπικρου συναισθήματος. Και μερικές φορές, όσο πιο απίθανο μοιάζει
αυτό στο οποίο ελπίζουμε, τόσο πιο έντονα ελπίζουμε. Γιατί η ελπίδα
θέλγεται από το ανέφικτο, από τις μηδαμινές πιθανότητες, από τα
αουτσάιντερ. Όταν αφορά τέτοιες περιπτώσεις, είναι μία ψυχική κατάσταση
παρανοϊκή, ευγενής, ανόητη. Πιθανότατα μάταιη, σίγουρα αναγκαία.
Γκίλι-γκίλι σε μουδιασμένη πατούσα.
Πόσες φορές, ξαπλωμένοι και μισοκοιμισμένοι στο κρεβάτι μας,
τινάξαμε το χέρι και ελπίσαμε ότι ανάβοντας το φως και ανοίγοντας την
παλάμη, θα βρίσκαμε μέσα της το λιωμένο απομεινάρι του κουνουπιού που μας βασάνιζε όλο το βράδυ. Πόσες φορές ελπίσαμε ότι κάτι θα συμβεί στον γελοίο καλλιτεχνίσκο που
τραγουδάει playback, ότι θα κολλήσει το CD ή θα του πέσει το μικρόφωνο
από τα χέρια, ή ότι θα πέσει ο ίδιος από τη σκηνή, και κάποιες φορές δεν
πέσαμε έξω. Πόσες φορές αισθανθήκαμε περήφανοι για το σπουργίτι που
ήρθε, πήρε τη μπουκιά μέσα από το στόμα των περιστεριών
και πέταξε μακριά. Πόσες φορές δεν τέθηκε κανένα δίλημμα ως προς το
ποιον να υποστηρίξουμε μεταξύ Δαβίδ και Γολιάθ, ιθαγενούς και αποικιοκράτη,ξεβράκωτου και πάνοπλου. Πόσες φορές ελπίσαμε ότι οι εξωγήινοι θα
επισκεφτούν τον πλανήτη μας πριν πεθάνουμε, για να προλάβουμε να τους
δούμε, να βρούμε την επιθυμητή απάντηση στην απορία μας. Πόσες φορές
ελπίσαμε, μέσα στη μεταμεσονύκτια μοναξιά μας, ότι θα χτυπήσει το
τηλέφωνο, ότι θα είναι ένας φίλοςπου θα μας προτείνει να πάμε για μια μπύρα. Πόσες φορές όταν ήμασταν παιδιά, φτάνοντας στο τέλος ενός τεύχους, ελπίσαμε ότι οι Ντάλτον, αυτοί οι ντεσπεράντο, θα τη φέρουν έστω και για μια φορά στο Λούκυ Λουκ. Και διαβάζοντας το βίο και την πολιτεία του, πόσο πολύ ελπίσαμε, παρόλο που γνωρίζαμε εκ των προτέρων την τελική έκβαση, ότι το νεαρό παπί από τη Γλασκώβη θα
καταφέρει να πιάσει την καλή, και πόσο συγκινηθήκαμε όταν επιτέλους
βρήκε το σβόλο χρυσού, «μεγάλο σαν αυγό χήνας», στο Κλοντάικ. Πόσες
φορές ελπίσαμε ότι το τελευταίο δευτερόλεπτο θα χωρέσει
μέσα του μια ολική ανατροπή, πόσες φορές απαρνηθήκαμε τις αρετές ενός
φαβορί για χάρη ενός ανέλπιδου, πόσες φορές μια ολόκληρη αναμέτρηση
συμπυκνώθηκε σε ένα «βάλ’ το αγόρι μου». (Γιατί ποια η πλάκα να επιτυγχάνεις, αν όλοι αυτό περίμεναν;)
Όταν διαβάζαμε ιστορία στο σχολείο, πόσο περισσότερο θαυμάσαμε την αποτυχία του Λεωνίδα και των τριακοσίων του σε σύγκριση με την επιτυχία του Αλέξανδρου,
απλώς και μόνο επειδή εκείνοι είχαν πιθανότητες που η στατιστική θα
ντρεπόταν να ανακοινώσει, και δεν τους ένοιαζε καθόλου. Πόσες φορές
ελπίσαμε ότι η θρησκεία, η οποία κατά τα άλλα μας κάνει
να γελάμε και να αηδιάζουμε, μπορεί να περιέχει έστω και λίγη αλήθεια
σε σχέση με κάποια πολύ συγκεκριμένα θέματα, μόνο και μόνο για να
παρηγορηθούμε στη σκέψη ότι μετά θάνατον θα αποδοθεί δικαιοσύνη, ώστε να
τιμωρηθούν όπως τους αξίζει όλοι αυτοί που έχουν μετατρέψει την
ανθρώπινη πραγματικότητα σε μια φάρσα αδικίας, πόνου και δυστυχίας.
Πόσες φορές, εδώ και τόσα χρόνια, ελπίσαμε ότι η Ελλάδα του αιώνιου σήμερα θα
καταφέρει, απέναντι σε ό,τι μπορεί να θεωρηθεί αντίπαλος, αντίθετα με
όλα τα προγνωστικά, τις εκθέσεις και τα δημοσιεύματα, να ξημερωθεί
επιτέλους σε ένα αύριο. Πόσες φορές ελπίσαμε ότι το αγαπημένο πρόσωπο που μας απέρριψε με
όλη τη βεβαιότητα του σύμπαντος θα μπορέσει να ξαναδεί την αλήθεια, ότι
θα ακούσουμε ένα χτύπημα στην πόρτα ενώ δεν περιμένουμε κανέναν, ότι θα
ακουστεί το τηλέφωνο και θα δούμε ένα χαϊδευτικό που είχαμε σχεδόν
ξεχάσει, ότι θα ξυπνήσουμε και θα το δούμε εκεί, δίπλα στο κρεβάτι μας,
γιατί έχει ακόμη τα κλειδιά, να μας παρακολουθεί ενώ κοιμόμαστε, πόσες
φορές ελπίσαμε πως αν κάποτε φτάσει αυτή η στιγμή δε θα αποδειχθεί
όνειρο, και ότι τελικά θα γεράσουμε μαζί με αυτό το πρόσωπο. Πόσες φορές
(όλες) μετά από ένα θάνατο ελπίσαμε
ότι κάποια στιγμή θα χτυπήσει το τηλέφωνο, και ένας συγγενής, φίλος ή
γνωστός θα μας πει ότι όλα ήταν ένα ιατρικό λάθος, ένα κακόγουστο
αστείο, ότι συνέβη ένα θαύμα χωρίς προηγούμενο, ότι είναι εδώ δίπλα μου,
θέλει να σου μιλήσει. Πόσες φορές ελπίσαμε με όλη μας τη δύναμη στο
ανέφικτο, και πόσες φορές απογοητευτήκαμε. Ωστόσο, μία παρανοϊκή ελπίδα
που γίνεται πραγματικότητα, σβήνει χίλιες που πέθαναν όπως τους άξιζε.
Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Αυτό λέει το ρητό. Όμως
αφήνει ένα υπονοούμενο που μου προκαλεί δυσφορία, και το οποίο δεν
μπορούν να παραβλέψουν ακόμα και οι πιο αισιόδοξοι: στο τέλος πεθαίνει.
Πολύ θα ήθελα να είμαι σε θέση να ισχυριστώ ότι η ελπίδα δεν πεθαίνει
ποτέ, αλλά δεν είμαι. Απλώς ελπίζω ότι δεν πεθαίνει ποτέ πρώτη, πριν από
το αντικείμενό της. Τον κόσμο μας δεν τον πηγαίνουν μπροστά (μόνο) οι
ρεαλιστές, οι τεχνοκράτες και οι ορθολογιστές, αλλά (κυρίως) αυτοί που
ελπίζουν στο ανέφικτο και προσπαθούν να το επιτύχουν. Μέσα από την
ελπίδα του για το ανέφικτο, ο άνθρωπος δε βρίσκει μόνο παρηγοριά, δύναμη
για να συνεχίσει να ζει, έναν φιλόξενο, ή έστω λιγότερο ακανθώδη,
φαντασιακό τόπο πριν καταφέρει να αποκοιμηθεί, ή για να μην τρελαθεί. Ο
άνθρωπος που ελπίζει, δεν ελπίζει μόνο στο αντικείμενο της ελπίδας του.
Κάθε φορά που ελπίζω στο ανέφικτο, η ελπίδα μου δεν είναι μόνο η
επιθυμία σχετικά με ένα διακύβευμα, μία τροπή, ένα αποτέλεσμα: είναι και
η έμφυτη ανάγκη μου να βρω ενδείξεις ή αποδείξεις για το ότι στον κόσμο
αυτό υπάρχει – ακόμα – μαγεία. Γιατί η ιδέα ενός κόσμου χωρίς μαγεία με κάνει να τρελαίνομαι.
πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου