«Όλοι μας γεννιόμαστε τρελοί. Μερικοί παραμένουμε έτσι».
Σάμουελ Μπέκετ, «Περιμένοντας τον Γκοντό»
Πολύς λόγος γίνεται στις μέρες μας για την «κρίση» που διέρχεται ο καπιταλισμός. Η γενικευμένη χρήση του όρου μαρτυρά πως αυτοί που τον επικαλούνται ομονοούν στην διαπίστωση ότι α) πρόκειται για ένα φαινόμενο παροδικό, μια μη-μόνιμη κατάσταση και β) ότι πρόκειται για μια συνθήκη έκτακτης ανάγκης κατά την οποία οι «ομαλές» και φυσιολογικές ισορροπίες του συστήματος έχουν διαταραχτεί.
Έτσι, κατά τρόπο αιφνιδιαστικό και ανεξήγητο, η πλούσια Γερμανία στρέφεται κατά της φτωχής Ελλάδας, ο πανίσχυρος καπιταλιστής εφορμά ενάντια στον ανυπεράσπιστο εργάτη, ο εργοδότης καταπατά χωρίς έλεος τα δικαιώματα του εργαζόμενου και οι έχοντες παρασιτούν σε βάρος των φτωχών. Σε όλα τα επίπεδα, μια ανεξήγητη μανία φαίνεται να έχει καταλάβει τους ισχυρούς και τους κατέχοντες που σαν μοναδικό στόχο έχουν να υπονομεύσουν όλο και πιο δραματικά τις υλικές συνθήκες της ζωής εκείνων των υποτελών κοινωνικών στρωμάτων που ζούσαν πάντοτε κι εξακολουθούν να ζούνε με λιγότερα. Παντού, το προϋπάρχον καθεστώς «αρμονικής συνεργασίας» ανάμεσα στα διαφορετικά μέρη της κοινωνικής ιεραρχίας φαίνεται να έχει πληγεί ανεπανόρθωτα. Κάποιοι αφελείς, αγανακτούν με την δυσάρεστη τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα. Για παράδειγμα, στον καταγγελτικό προεκλογικό λόγο του, ο ΣΥΡΙΖΑ κατακεραύνωνε την απληστία που επιδεικνύουν οι ελίτ. Μιλούσε για «αλληλεγγύη» ανάμεσα στην τάξη των πλουσίων και σε αυτή των αναξιοπαθούντων και καλούσε τους κεφαλαιοκράτες να αναλάβουν το μερίδιο που τους αναλογεί σε μια πολιτική αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης που μαστίζει την ελλαδική κοινωνία και συνακόλουθα στην προσπάθεια για την διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.[i]
Το σιωπηρό συμπέρασμα πίσω από αυτή την λογική της κοινωνικής συμφιλίωσης είναι ότι εφόσον εκλείψει η αδηφαγία των κερδοσκόπων και μια παρά φύση νοοτροπία κοινωνικού κανιβαλισμού μερικών επιθετικών τμημάτων του κεφαλαίου, ο καπιταλισμός είναι στην ουσία του ένα σύστημα που εμπεριέχει όλες τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να εξασφαλίσει ευτυχία και ευημερία για το σύνολο της κοινωνίας. Είναι σε θέση να εγγυηθεί την ευημερία τόσο της Ελλάδας, όσο και της Γερμανίας. Του καπιταλιστή, όσο και του εργάτη. Του εργοδότη, όσο και του υπαλλήλου. Του πλούσιου, όσο και του φτωχού. Από αυτή την άποψη, όλοι αυτοί έχουν ένα κοινό επενδυμένο συμφέρον στην αναπαραγωγή των κυρίαρχων δομών του καπιταλιστικού συστήματος, ή αλλιώς, αυτά που τους ενώνουν είναι περισσότερα και πιο σημαντικά από όσα τους χωρίζουν. Ωστόσο, τι άλλο είναι ο καπιταλισμός από ένα οικονομικό σύστημα που βασίζει την λειτουργία του στην συγκέντρωση του κοινωνικού πλούτου στα χέρια μιας ολοένα και πιο ολιγάριθμης μειονότητας; Εκ των πραγμάτων δηλαδή, στην δομική παραγωγή μιας ολοένα και μεγαλύτερης μάζας φτωχών και αποκλεισμένων. Ο ανελέητος ανταγωνισμός, η εξάλειψη των οικονομικά μη-βιώσιμων μονάδων (άτομα ή επιχειρήσεις) και η επιβίωση του ισχυρότερου μέσω της «φυσικής» οικονομικής επιλογής, είναι άλλωστε η δαρβινιστική αρχή σύμφωνα με την οποία δομείται οργανωτικά και λειτουργεί το σύστημα της οικονομίας της αγοράς.
Άλλοι, υιοθετούν αυτή την συγκαλυμμένη θεολογία με κοσμικούς όρους (ότι υπάρχει δηλαδή εκεί ψηλά, στα ανώτερα κλιμάκια της κοινωνικής ολότητας κάποιος «επικεφαλής», ο ιθύνων νους που θα φροντίσει γι’ αυτούς) από μια φαινομενικά ριζοσπαστική σκοπιά. Στο ύστερο έργο του, ο Καστοριάδης εφηύρε τον όρο «καζινοκαπιταλισμός», που υποδηλώνει την μετεξέλιξη ενός οικονομικού συστήματος που αψηφά κάθε λογική. Όχι τόσο εξαιτίας της άνισης κατανομής του κοινωνικού πλούτου και της τερατώδους αδικίας και ανισότητας που εκτρέφει, αλλά διότι φαίνεται η άναρχη και χαοτική λειτουργία του να υπονομεύει τις ίδιες τις αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις της αναπαραγωγής του ως κοινωνικού συστήματος.[ii] Ως άλλος Μαρξ που προφήτευε την νομοτελειακή κατάρρευση του καπιταλισμού εξαιτίας των εγγενών οικονομικών αντιθέσεων που είχε συσσωρεύσει, ο Καστοριάδης υιοθετεί παρόμοια στάση, επικαλούμενος ωστόσο τις λογικές αντιφάσεις της νεοφιλελεύθερης μετάλλαξης του.
Οι υπερασπιστές αυτής της άποψης, τείνουν να αναφέρονται στην οικολογική κρίση που στις μέρες μας εξαπλώνεται σε οικουμενική κλίμακα και φαίνεται να μας επηρεάζει όλους στον ίδιο βαθμό. Να λοιπόν ένα ζήτημα που τέμνει εγκάρσια τις διαχωριστικές γραμμές της ετερόνομης ιεραρχικής κοινωνίας. Για να το πούμε διαφορετικά, ιδού ένα ζήτημα διαταξικό, που αφορά την φαντασιακή οντότητα που αποκαλούμε κοινωνικό «σύνολο». Μήπως όμως δεν ισχύει το ίδιο και για το ζήτημα των καπιταλιστικών εμπορευμάτων; Ο εργαζόμενος κατέχει παράλληλα και την ιδιότητα του καταναλωτή. Επιδιώκοντας συνειδητά την συνεχή συρρίκνωση των εισοδημάτων των εργαζόμενων τάξεων, οι ελίτ δεν φαίνεται να συνειδητοποιούν ότι υποσκάπτουν το ίδιο το περιθώριο της κερδοφορίας τους, αφού δεν θα υπάρχουν αγοραστές για να απορροφήσουν τα προϊόντα που διατίθενται στην κυκλοφορία. Έτσι, πολλοί αναλυτές σπεύδουν να αναφερθούν στο πρόβλημα της υποκατανάλωσης των εμπορευμάτων, που τελικά θα εξαναγκάσει τους καπιταλιστές να αντιληφθούν τους αντικειμενικούς περιορισμούς που ενέχει η αντεργατική πολιτική τους, να ενστερνιστούν την «κοινή λογική» και να ενεργήσουν όχι με γνώμονα την υπέρμετρη αλλά βραχυπρόθεσμη αύξηση της κερδοφορίας, αλλά έχοντας κατά νου το μακροπρόθεσμο συμφέρον τους που τελικώς ταυτίζεται με το «κοινό καλό».[iii] Τέλος, άλλοι καταφεύγουν σε επικλήσεις στην «ηρωική» φύση της καπιταλιστικής επιχείρησης σαν φορέα οικονομικής ανάπτυξης και δημιουργίας θέσεων εργασίας για τα οικονομικά εξαρτημένα κοινωνικά στρώματα, προκειμένου να εξορκίσουν τις υπερβολές και τον «παραλογισμό» του αχαλίνωτου νεοφιλελευθερισμού.[iv] Μήπως πρώτοι οι εργαζόμενοι δεν είναι εκείνοι που έχουν επενδυμένο συμφέρον στην ανάπτυξη και την ευημερία της επιχείρησης «τους»;[v] Και μήπως δεν είναι προς το συμφέρον των ίδιων των εταιρειών να έχουν στη δούλεψη τους ένα ικανοποιημένο και εφησυχασμένο εργατικό δυναμικό; Ιδού λοιπόν η σχέση της τέλειας αρμονίας που έχει διασαλευτεί εξαιτίας των συνθηκών έκτακτης ανάγκης που επέβαλλε η οικονομική κρίση. Αυτό που έχουμε ανάγκη ως «κοινωνία» είναι η επιστροφή στην «κοινή λογική». Και τότε όλα θα επανέλθουν σε μια πρότερη, «ειδυλλιακή» κατάσταση.
Το πρόβλημα με όλες αυτές τις καθησυχαστικές αφηγήσεις περί άμυαλων καπιταλιστών που δεν φαίνεται να γνωρίζουν το ίδιο το συμφέρον τους, είναι ότι στην ουσία αποκρύπτουν τη βαθύτατα ταξική φύση των ζητημάτων στα οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω. Με αυτό εννοούμε ότι τόσο αναφορικά με τα γενεσιουργά αίτια τους, όσο και ως προς τις δυσμενείς επιπτώσεις τους, κανένα από αυτά τα κοινωνικά προβλήματα δεν προκαλούνται από τα ετεροκαθοριζόμενα στρώματα που βρίσκονται στον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας, ενώ τα καταστροφικά αποτελέσματα τους πλήττουν σε δυσανάλογο βαθμό αυτές ακριβώς τις αδύναμες κοινωνικές ομάδες. Από την άλλη, οι ελίτ που έχουν πρόσβαση στις θεσμοποιημένες πηγές της εξουσίας και λαμβάνουν μονομερώς τις βασικές αποφάσεις που αφορούν την κοινωνία στο σύνολο της, μένουν στο απυρόβλητο και όχι μόνο δεν υφίστανται το εκτεταμένο κοινωνικό κόστος των επιλογών τους, αλλά, αντίθετα, ωφελούνται τα μέγιστα από αυτές, από την άποψη της αύξησης της πολιτικής και οικονομικής δύναμης τους.[vi]
Αν πάρουμε ως παράδειγμα την οικολογική κρίση, η οποία επιδεινώνεται ραγδαία και στις μέρες μας απειλεί να υπονομεύσει ανεπανόρθωτα ακόμη και αυτές τις θεμελιακές οικολογικές ισορροπίες που επιτρέπουν την διατήρηση και την αναπαραγωγή της ζωής στον πλανήτη, αποκλειστικά υπεύθυνες για την εκδήλωση της είναι οι ελίτ και τα προνομιούχα στρώματα που κατοικούν στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες του παγκόσμιου Βορρά και μέσω τις αγοραστικής δύναμης τους τροφοδοτούν το σπάταλο και μη-βιώσιμο οικολογικά καταναλωτικό πρότυπο που έχει επικρατήσει στην οικονομία της αγοράς. Όπως αναφέρει ο Τ. Φωτόπουλος, «το φτωχότερο 37% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι υπεύθυνο για μόνο το 7% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, ενώ το 15% του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει στις πλούσιες χώρες είναι υπεύθυνο για περίπου τις μισές από αυτές τις εκπομπές – γεγονός βέβαια κάθε άλλο παρά εκπληκτικό εάν πάρουμε υπόψη ότι η κατά κεφαλή χρήση ενέργειας στις χώρες υψηλού εισοδήματος είναι σήμερα υπερδεκαπλάσια από αυτήν των χωρών χαμηλού εισοδήματος».[vii]
Εξάλλου, σύμφωνα με τους όρους που περιλαμβάνονται στην Συνθήκη του Κιότο για την κλιματική αλλαγή, οι πλούσιες χώρες κατόρθωσαν να κατοχυρώσουν το δικαίωμα τους να εξαγοράζουν το ποσοστό «νόμιμων» ρύπων που αναλογεί στα μικρότερα, μη-βιομηχανοποιημένα κράτη προκειμένου να συνεχίσουν να ρυπαίνουν ανενόχλητες το περιβάλλον, παρακάμπτοντας τα όρια στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που επισήμως έχει επιβάλλει η συνθήκη. Για να μην αναφερθούμε στο γεγονός ότι οι πλούσιες χώρες έχουν την δύναμη να προστατεύσουν κατά το δυνατό τα δικά τους οικοσυστήματα, μεταθέτοντας τις τοξικότερες και πιο επιβλαβείς δραστηριότητες τους, αλλά και το σύνολο της βιομηχανικής υποδομής τους, στις υπανάπτυκτες χώρες της περιφέρειας όπου οι διεθνείς κανόνες και οι προδιαγραφές για την προστασία του περιβάλλοντος πολύ απλά δεν εφαρμόζονται.[viii]
Η προδιάθεση αυτή των εξαρτημένων χωρών της περιφέρειας να λειτουργούν ως ο σκουπιδότοπος των καπιταλιστικών μητροπόλεων, δεν οφείλεται φυσικά στο γεγονός ότι οι αυτόχθονες πληθυσμοί πάσχουν από έλλειψη οικολογικής συνείδησης. Αντίθετα, επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι οι οικονομίες που είναι ενσωματωμένες στο σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς δεν έχουν άλλη επιλογή από την άμεση εξάλειψη των πάσης φύσεως εμποδίων από το πεδίο της ελεύθερης επιχειρηματικής δραστηριότητας, με την έννοια της κατάργησης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στη λειτουργία της αγοράς, αν θέλουν να έχουν ελπίδες ότι μπορεί να προσελκύσουν άμεσες ή έμμεσες παραγωγικές επενδύσεις από τις πολυεθνικές εταιρείες του ανεπτυγμένου Κέντρου.[ix] Στην υπανάπτυκτη Νιγηρία, οι φυλές των αυτοχθόνων που κατοικούν σε πετρελαιοπαραγωγές περιοχές ξεσηκώθηκαν και πήραν τα όπλα ενάντια στις πολυεθνικές που λεηλατούν την σπουδαιότερη πλουτοπαραγωγική πηγή της χώρας, προξενώντας παράλληλα ανυπολόγιστες καταστροφές στα τοπικά οικοσυστήματα, στον βαθμό που οι γύρω περιοχές έχουν καταστεί μη-βιώσιμες για τους τοπικούς πληθυσμούς που κάποτε ζούσαν από το περιβάλλον.[x] Από την άλλη, η «ανεπτυγμένη» με καπιταλιστικά κριτήρια Κίνα, ήδη έχει πληρώσει βαρύ οικολογικό τίμημα για την ραγδαία μεγέθυνση της οικονομίας της. Πράγματι, οι κινεζικές μεγαλουπόλεις μοιάζουν με ανοικτούς θαλάμους αερίων, όπου η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να οριοθετήσει γεωγραφικές «ζώνες καθαρού αέρα» στις οποίες οι κάτοικοι έχουν την δυνατότητα να μεταβούν προκειμένου να μπορέσουν να ανασάνουν χωρίς προστατευτικές μάσκες.[xi] Δεν είναι τυχαίο, ότι από αυτή την άποψη, το κινεζικό μοντέλο οικονομικής «ανάπτυξης» θεωρείται μη-βιώσιμο, με την έννοια ότι προσκρούει στους αντικειμενικούς περιορισμούς ενός φυσικού περιβάλλοντος που δεν μπορεί να το υποστηρίξει. Έτσι, βλέπουμε ότι οι ανεπτυγμένες οικονομίες του παγκόσμιου Βορρά, τόσο μέσα από την παγκόσμια αγορά που έχει δημιουργηθεί για το εμπόριο των ποσοστών ρύπων, όσο και μέσα από τη σταδιακή αποβιομηχάνιση τους και την μεταφορά των ρυπογόνων βιομηχανιών σε χώρες της περιφέρειας, είναι σε θέση να προστατευτούν αποτελεσματικά και να μεταθέσουν το συνολικό οικολογικό κόστος για την λειτουργία του συστήματος της οικονομίας της αγοράς στους αδύναμους λαούς του παγκόσμιου Νότου.
Όμως τι γίνεται με την κυκλοφορία των εμπορευμάτων; Αν οι ελίτ έχουν βρει έναν τρόπο να προστατευτούν από τις επιπτώσεις της οικολογικής κρίσης, σίγουρα δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο με τις αρνητικές συνέπειες της πτώσης της ενεργούς ζήτησης που επιφέρει η ενορχηστρωμένη από-τα-πάνω, εκστρατεία συμπίεσης των λαϊκών εισοδημάτων. Με άλλα λόγια, λιγότερα διαθέσιμα χρήματα συνεπάγονται μείωση της κατανάλωσης. Αυτή χωρίς αμφιβολία είναι μια εξέλιξη που ουδόλως συμφέρει τις οικονομικές ελίτ, οι οποίες αργά ή γρήγορα θα εξαναγκαστούν από τις περιστάσεις να αντιστρέψουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας που τείνουν να λάβουν κανονιστικό χαρακτήρα. Ή μήπως όχι; Το σημαντικό στοιχείο που φαίνεται ότι διαφεύγει από εκείνους τους αναλυτές οι οποίοι παραμένουν προσκολλημένοι στην παρωχημένη μαρξιστική θεωρία της υποκατανάλωσης, είναι ο παγκόσμιος επιχειρηματικός σχεδιασμός των πολυεθνικών εταιρειών μέσα στο θεσμικό πλαίσιο του συστήματος της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Για να το πούμε διαφορετικά, οι πολυεθνικοί όμιλοι ασκούν την οικονομική δραστηριότητα τους σε πλανητικό επίπεδο, ενώ ο κύκλος εργασιών τους εκτείνεται σε περισσότερους από έναν τομέα της παραγωγής, ενσωματώνοντας τις τοπικές οικονομίες με την μορφή συμπληρωματικών υποενοτήτων σε μια παγκοσμιοποιημένη παραγωγική και καταναλωτική δομή την οποία οι ίδιες δημιουργούν και αναπαράγουν.
Μια πολυλειτουργική και πολυσχιδής οικονομική μονάδα όπως είναι η πολυεθνική εταιρεία, έχει την ιδιότητα να μεταλλάσσει την δραστηριότητα της και να ασχολείται παράλληλα τόσο με τον τομέα της παραγωγής, όσο και με αυτούς της διανομής και της κατανάλωσης, να επιδίδεται σε εξαγωγές τυποποιημένων καταναλωτικών προϊόντων, αλλά και στην εισαγωγή βασικών πρώτων υλών, να κατέχει εμπορικά μερίδια σε ανεπτυγμένες αγορές, αλλά και σε αυτές των χωρών της περιφέρειας του συστήματος. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι στον βαθμό που οι πολυεθνικές είναι η βασική οικονομική μονάδα ανάπτυξης στο σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, τα εργαζόμενα στρώματα στις κατά τόπους κοινωνικές ολότητες, δεν αποτελούν παρά τμήματα ενός παγκόσμιου εργατικού δυναμικού που διαρθρώνεται, ταξινομείται και οργανώνεται σύμφωνα με τον καταμερισμό της εργασίας που επιβάλλουν σε πλανητική κλίμακα ο διεθνοποιημένος καπιταλισμός και οι δυνάμεις της αγοράς. Αυτό σημαίνει ότι σε κάποια μέρη του κόσμου οι εργαζόμενοι προορίζονται από τις πολυεθνικές να παίξουν τον ρόλο των απολύτως αναλώσιμων και συντριπτικά υποτιμημένων προλεταριακών στρωμάτων, που θα παράξουν προϊόντα τα οποία έπειτα θα μεταφερθούν και θα διατεθούν στις αγορές των πλούσιων καπιταλιστικών μητροπόλεων.[xii] Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η υποτίμηση της εργατικής δύναμης και η δραματική πτώση του βιοτικού επιπέδου στις νεόπτωχες χώρες της περιφέρειας της ΕΕ, δεν συνεπάγεται απαραίτητα μια πτωτική τάση της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων εξαιτίας του περιορισμού της ενεργούς ζήτησης.
Ενδεικτικά αναφέρουμε πως αν υποθέσουμε ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης του ευρωπαϊκού καπιταλιστικού μπλοκ που βρίσκεται σε εξέλιξη μέσα στην επικράτεια της ΕΕ, προϋποθέτει την φτωχοποίηση μιας μεγάλης μερίδας της μεσαίας τάξης και συνακόλουθα την απώλεια τριάντα με σαράντα εκατομμυρίων (30-40) καταναλωτών από τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, το διεθνοποιημένο κεφάλαιο μπορεί κάλλιστα να υπολογίζει στα τριακόσια σαράντα (340) εκατομμύρια των καταναλωτών που απαρτίζουν την εύρωστη και εξαιρετικά σπάταλη νέα μεσαία τάξη της κινεζικής οικονομίας για να αναπληρώσουν τις απώλειες τους.[xiii] Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και τα τριάντα εκατομμύρια των νεόπλουτων Ινδών νεομπουρζουάδων, για τους οποίους η κατανάλωση έχε μετατραπεί σε ένα είδος κοσμικής θρησκείας,[xiv] καταλαβαίνουμε ότι η παγκόσμια επέκταση του κινεζικού μοντέλου ανάπτυξης, που συνοπτικά μπορεί να περιγραφεί ως το μοντέλο της κοινωνίας του ενός τρίτου (1/3), όχι μόνο δεν επιφέρει το πρόβλημα της υποκατανάλωσης για την υπερεθνική οικονομική ελίτ, αλλά, αντίθετα, συνιστά προϋπόθεση για την αποτελεσματική αναπαραγωγή του συστήματος. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει τίποτα το «παράλογο» ή το «ανορθολογικό» στην στρατηγική επιλογή του ευρωπαϊκού τμήματος της υπερεθνικής ελίτ να καταστρέψει ένα μεγάλο μέρος από τις παραγωγικές δυνάμεις στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, προκειμένου να προσδώσουν νέο δυναμισμό στο ευρωπαϊκό αναπτυξιακό μοντέλο μέσω του μετασχηματισμού του σε νεοφιλελεύθερα πρότυπα.
Ας μην ξεχνάμε ότι εκτός από οικονομικό σύστημα, ο καπιταλισμός είναι κατά βάση μια δομή κυριαρχίας και ένα σύστημα ιεραρχικών κοινωνικών σχέσεων και θεσμών. Όταν κατέρρευσε το Ανατολικό μπλοκ, οι οικονομίες των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης υποβλήθηκαν από τα θεσμικά όργανα του διεθνοποιημένου καπιταλισμού σε μια βίαιη και εξαιρετικά επώδυνη διαδικασία συστηματικής κατεδάφισης του συνόλου σχεδόν των τεχνολογικών και βιομηχανικών υποδομών που με πολύ κόπο είχαν δημιουργήσει, καθώς και στην ουσιαστική διάλυση των εμπορικών δεσμών που είχαν αναπτύξει μεταξύ τους μέσα στο πλαίσιο των διακρατικών θεσμών της Κομεκόν.[xv] Οικονομικοί δείκτες όπως το ΑΕΠ, ή ο συνολικός όγκος της συνολικής βιομηχανικής και ενεργειακής παραγωγής (και μαζί οι δείκτες του βιοτικού επιπέδου και της δημόσιας υγείας) κατέρρευσαν υπό την «στοργική» αιγίδα των διαρθρωτικών προγραμμάτων αγοραιοποίησης της οικονομίας που επέβαλλαν το ΔΝΤ, οι ΗΠΑ και η ΕΕ. Με άλλα λόγια, η ενορχηστρωμένη από τις δυτικές ελίτ, μετάβαση από το κρατικιστικό μοντέλο της οικονομίας, στο μοντέλο της οικονομίας της αγοράς προκάλεσε μια ασύλληπτη οικονομική και ανθρωπιστική καταστροφή στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Το ζητούμενο για τους εξουσιαστικούς θεσμούς δεν ήταν η δημιουργική αξιοποίηση των υφιστάμενων παραγωγικών υποδομών σαν εχέγγυο και αφετηρία για την επίτευξη περαιτέρω ανάπτυξης και ευημερίας, αλλά η δραματική οπισθοδρόμηση, η κονιορτοποίηση και η λαφυραγώγηση των κρατικιστικών οικονομιών του «υπαρκτού», με απώτερο σκοπό την ενσωμάτωση τους στο διεθνές σύστημα με την ιδιότητα του «φτωχού συγγενή», δηλαδή σαν τμήματα μιας υποτελούς κι εξαρτημένης περιφέρειας που ποτέ ξανά δεν θα τολμούσε να σηκώσει κεφάλι ενάντια στην κυριαρχία της υπερεθνικής ελίτ. Έτσι, μπορεί κάποιος βάσιμα να ισχυριστεί ότι η τραγική κατάσταση στην οποία βρέθηκαν οι λαοί της Ανατολικής Ευρώπης έπειτα από την αποσύνθεση του σοσιαλιστικού μπλοκ, δεν ήταν μόνο η «αντικειμενική» αντανάκλαση της δεινής θέσης στην οποία είχαν περιέλθει έναντι των καπιταλιστικών χωρών, αλλά το προμελετημένο αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο δρομολογήθηκε η ενσωμάτωση τους στο διεθνές σύστημα.
Τέλος, ας αναφερθούμε στην «συμβιωτική» σχέση που οι ρεφορμιστές υποθέτουν ότι υπάρχει ανάμεσα στον καπιταλιστή και τον εργάτη, την επιχείρηση (κρατική ή ιδιωτική) και τον εργαζόμενο. Σε γενικές γραμμές, η παραδοσιακή μαρξιστική θεωρία της αξίας περιστρέφεται γύρω από την έννοια της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, ως αναγκαίας προϋπόθεσης για την παραγωγή υπεραξίας. Μολαταύτα, όπως σωστά παρατηρεί ο Καστοριάδης, το καθοριστικό στοιχείο που διαφοροποιεί τον καπιταλισμό από τα προηγούμενα συστήματα παραγωγής δεν είναι τόσο ο αποχωρισμός του παραγωγού από τα υλικά μέσα της παραγωγής, αλλά η «λελογισμένη εφαρμογή της επιστήμης στη διαδικασία της παραγωγής. Το αποφασιστικό μάλιστα στοιχείο δεν είναι η συσσώρευση καθ’ ευατήν, αλλά ο συνεχής μετασχηματισμός της παραγωγικής διαδικασίας ενόψει της αύξησης του προϊόντος, σε συνδυασμό με τον περιορισμό του κόστους».[xvi] Στην νεοφιλελεύθερη φάση της εξέλιξης του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, οι δύο αυτές τάσεις διαπλέκονται για να καταλήξουν στην λογική απόληξη τους, δηλαδή τον καθολικό εξοβελισμό του απρόβλεπτου και ασταθούς παράγοντα της ανθρώπινης εργασίας από την παραγωγική διαδικασία και την πλήρη αντικατάσταση της από τεχνικές αυτοματοποίησης και ψηφιοποίησης της παραγωγής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η βασική παράμετρος της τρέχουσας καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης είναι η μείωση του κόστους μέσω του «εξορθολογισμού» της διαχείρισης των ανθρώπινων πόρων, της αναπροσαρμογής των εσωτερικών διαδικασιών προκειμένου να αναδειχτούν τα μη-παραγωγικά τμήματα της επιχείρησης και να καταργηθούν, με την συνακόλουθη αποβολή του προσωπικού που μπορεί να θεωρηθεί ως πλεονασματικό. Ο Ζ. Μπάουμαν παρατηρεί με ανησυχία τον τρόπο με τον οποίο το αμερικάνικο χρηματιστήριο, «αυτός ο αθέλητα ειλικρινής εκπρόσωπος των εταιρικών συμφερόντων», αντέδρασε στο δελτίο τύπου που εξέδωσε η κολοσσιαία πολυεθνική τηλεπικοινωνιών ΑΤ & Τ, ανακοινώνοντας ότι προτίθεται να περικόψει άμεσα 40.000 θέσεις εργασίας από τις θυγατρικές εταιρείες που έχει εγκαταστήσει ανά την υφήλιο.[xvii] Η αξία της μετοχής της αυξήθηκε δραματικά, ενώ στην είδηση ότι για το έτος…, οι συνολικές θέσεις εργασίας μειώθηκαν στις ΗΠΑ, ο δείκτης Dow Jones κέρδισε εβδομήντα μονάδες σε μία ημέρα.[xviii]
Το ίδιο μοντέλο «ρωμαλέας» επιχειρηματικότητας, με την εξαπόλυση τεχνοκρατικών πογκρόμ εναντίον του προσωπικού στο όνομα της «αποτελεσματικότητας», έχουν υιοθετήσει και οι ευρωπαϊκές καπιταλιστικές επιχειρήσεις κάτω από την άγρυπνη επίβλεψη των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, σε μια προσπάθεια να ανταπεξέλθουν στην δυναμική του αδυσώπητου ανταγωνισμού μέσα στο θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω, ότι το να μιλάει κανείς για ταύτιση συμφερόντων ανάμεσα στην επιχείρηση και τον εργαζόμενο, ή ακόμη και να επιστρατεύσουμε τις παραδοχές της μαρξιστικής θεωρίας της αξίας για να ασκήσουμε κριτική στο υπάρχον οικονομικό σύστημα από την άποψη μόνο της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, λιγότερο μας διαφωτίζει και περισσότερο συσκοτίζει την αντίληψη που έχουμε για τα πράγματα. Χειρότερα ακόμη, συγκαλύπτει την κεντρική αντίφαση που διαπερνά από άκρη σε άκρη το σύστημα της οικονομίας της αγοράς στην νεοφιλελεύθερη φάση της εξέλιξης του. Την τάση που είναι εγγενής στο σύστημα για την καθολική εξάλειψη της ανθρώπινης εργασίας από την διαδικασία της παραγωγής μέσω προηγμένων τεχνολογικών μεθόδων και της ταυτόχρονης συνάρτησης του προσπορισμού των αναγκαίων μέσων για την επιβίωση των ανθρώπων από την πώληση της εργασίας τους.
Φυσικά, η διέξοδος από αυτόν τον παραλογισμό δεν έγκειται στο να μιμηθούμε τους Λουδδίτες εργάτες στα αγγλικά υφαντουργία του 19ου αιώνα, που κατέφυγαν στο συστηματικό σαμποτάζ των μηχανών σαν μια πράξη απελπισμένης αντίστασης στην επερχόμενη βιομηχανική επανάσταση, για να μην χάσουν τις δουλειές τους εξαιτίας της εκμηχάνισης της παραγωγής.[xix] Ούτε είναι βέβαια η λύση «να χτυπάμε με τα κεφάλια μας την πόρτα της φάμπρικας» διεκδικώντας το περιβόητο «δικαίωμα στην εργασία», όπως έγραφε χρόνια πριν ο Λαφάργκ, την στιγμή που η αναγκαιότητα για ανθρώπινη εργασία έχει μειωθεί στο ελάχιστο από την εξέλιξη της τεχνολογίας και υφίσταται πλέον το τεχνολογικό δυναμικό για να εξέλθει επιτέλους το ανθρώπινο γένος από το βασίλειο της ανάγκης και του μόχθου.[xx] Εκείνο που πραγματικά έχουμε ανάγκη είναι η κοινωνική θέσμιση της κοινοκτημοσύνης, δηλαδή η θέσμιση μιας αυτόνομης μορφής κοινωνικής οργάνωσης, όπου τα μέσα παραγωγής και ο κοινωνικός πλούτος θα βρίσκονται στην κατοχή της κοινότητας και τα παραγόμενα αγαθά θα διατίθενται ελεύθερα με μια παράλληλη δραστική μείωση των κοινωνικά αναγκαίων ωρών της εργασίας. Ειδάλλως, η υπόσχεση που εμπεριέχεται στην εξέλιξη των τεχνολογικών μέσων, δύναται να εξελιχθεί σε μάστιγα για την ανθρωπότητα και να μας οδηγήσει σε μια εποχή πρωτόγνωρης βαρβαρότητας που δύσκολα μπορούμε σήμερα ακόμη και να την φανταστούμε.
[i] 6,3 Εκατομμύρια Έλληνες στο Όριο της Φτώχειας, http://www.alfavita.gr/arthron/63-%CE%B5%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%BC%CF%8D%CF%81%CE%B9%CE%B1-%CE%AD%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B5%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%8C%CF%81%CE%B9%CE%BF-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%86%CF%84%CF%8E%CF%87%CE%B5%CE%B9%CE%B1%CF%82.
[ii] Κ. Καστοριάδης, Η «Ορθολογικότητα» του Καπιταλισμού (Ύψιλον), σελ. 11.
[iii] Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της νοοτροπίας, ο γάλλος αριστερός πολιτικός αναλυτής Εμ. Τοντ, ο οποίος γράφει, «Ακόμη κι αν παραδεχθεί κανείς (όπως εγώ) ότι ο καπιταλισμός είναι η μόνη λογική οικονομική οργάνωση, θα πρέπει να ομολογήσει ότι αυτό το σύστημα, αν αφεθεί από μόνο του, καταστρέφεται γρήγορα από ορισμένες θεμελιώδεις δυσλειτουργίες, ακόμη και για τους πλούσιους. Ας προσπαθήσουμε εδώ να πετύχουμε την πραγματική αμεροληψία. Ας ξεχάσουμε τις εργαζόμενες μάζες και τη συμπίεση των μισθών τους, ας ξεχάσουμε επίσης το γενικό συμφέρον, το οποίο καταπατείται από την τάση προς τον περιορισμό της παγκόσμιας ζήτησης». Στο Em. Todd, Μετά την Αυτοκρατορία (Εκδόσεις Κριτική), σελ. 134.
[iv] Είναι ακριβώς ο ιστορικός ρόλος που ουδέποτε μπόρεσε ή θέλησε να εκπληρώσει η παρασιτική ελλαδική αστική τάξη, με συνέπεια την υποκατάσταση της από το Κράτος στον ρόλο της ατμομηχανής της καπιταλιστικής «ανάπτυξης» στον ελλαδικό χώρο.
[v] Για μια ανάλυση του συνδικαλισμού ως θεσμού και δραστηριότητας που επιβεβαιώνει την εργατική ταυτότητα μέσα στα όρια του καπιταλιστικού συστήματος, βλ. Η μεταβατική περίοδος της κρίσης: Η εποχή των ταραχών, Blaumachen 5, Καλοκαίρι 2011.
[vi] Ένα καλό παράδειγμα, είναι η απόφαση του αμερικάνικου τμήματος της υπερεθνικής ελίτ να επιτεθεί στο Ιράκ το 2003. Ο πόλεμος ήταν εξαιρετικά αντιδημοφιλής και κινητοποίησε ένα τεράστιο (αλλά όχι ριζοσπαστικό) αντιπολεμικό κίνημα τόσο στις ΗΠΑ όσο και αλλού. Τελικά, ήταν οι φτωχοί των ΗΠΑ που στάλθηκαν στο Ιράκ για να σκοτώσουν και να σκοτωθούν και όχι τα μέλη της ελίτ και των προνομιούχων στρωμάτων της κοινωνίας που παρακολούθησαν από την τηλεόραση τις φρικτές συνέπειες της απόφασης τους.
[vii] Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία -10 Χρόνια Μετά (Ελεύθερος Τύπος), σελ. 231.
[viii] Για παράδειγμα, το μεγαλύτερο νεκροταφείο πλοίων στον κόσμο που βρίσκεται στο Μπαγκλαντές και λειτουργεί μέσα σε άθλιες συνθήκες για τους εργάτες που δουλεύουν εκεί, αλλά και για το περιβάλλον. Στο World’s biggest ship graveyard, http://www.dailymail.co.uk/news/article-2324339/Worlds-biggest-ship-graveyard–huge-tankers-cruise-liners-scrapped-shorefront-workers-toil-2-day.html.
[ix] Για την έννοια των κοινωνικών ελέγχων βλ. K. Polanyi, Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός (Νησίδες), σελ. 213-249.
[x] T. Malina, Militancy in the Niger Delta, https://www.ridgway.pitt.edu/Research/Issues/InternationalPeaceSecurity/Backgrounders%28IPS%29/tabid/552/ArticleId/646/Militancy-in-the-Niger-Delta.aspx.
[xi] Clean Air a “Luxury” in Beijing’s Pollution Zone, http://www.npr.org/2011/12/07/143214875/clean-air-a-luxury-in-beijings-pollution-zone.
[xii] Το 2007 ο πολυεθνικός γίγαντας Chiquita παραδέχτηκε δημόσια ότι διοχέτευε χρήματα προς τις παραστρατιωτικές ομάδες και τα τάγματα θανάτου που δρουν στην Κολομβία ενάντια στους μαρξιστές αντάρτες της FARC και χρησιμοποίησε αυτές τις ομάδες σαν μέσο πίεσης προκειμένου να εξαναγκάσει τις φυλες των αυτοχθόνων σε καταναγκαστική εργασία στις φυτείες της. Στο Chiquita Lawsuits (re Colobia), http://business-humanrights.org/en/chiquita-lawsuits-re-colombia?page=4.
[xiii] K. Song & A. Cui, Understanding China’s Middle Class, http://www.chinabusinessreview.com/understanding-chinas-middle-class/.
[xiv] K. Sinha, China’s middle class 10 times larger than that in India, http://timesofindia.indiatimes.com/world/china/Chinas-middle-class-10-times-larger-than-that-in-India/articleshow/44816063.cms.
[xv] T. Fotopoulos, The Catastrophe of Marketization, http://democracynature.org/vol5/fotopoulos_marketisation.htm.
[xvi] Κ. Καστοριάδης, σελ. 25-6.
[xvii] Ζ. Μπάουμαν, Η Εργασία, ο Καταναλωτισμός και οι Νεόπτωχοι (Μεταίχμιο), σελ. 177.
[xviii] Ζ. Μπάουμαν, σελ. 175.
[xix] The Luddites’ War on Industry, http://www.eco-action.org/dod/no6/luddites.htm.
[xx] «Αντί να επωφεληθούν απ’ αυτές τις στιγμές της κρίσης και να επιτύχουν γενική διανομή των προϊόντων μέσα σε μια παγκόσμια γιορτή, οι εργάτες πεθαίνοντας απ’ την πείνα, πάνε να χτυπήσουν με τα κεφάλια τους την πόρτα της φάμπρικας. Με πρόσωπα πελιδνά, σώματα σκελετωμένα και αξιοθρήνητες παρακλήσεις, πολιορκούν τους εργοστασιάρχες: ‘Καλέ μας κύριε Σαγκό, γλυκύτατε κύριε Σνάιντερ, δώστε μας δουλειά. Δεν μας βασανίζει η πείνα, αλλά το πάθος μας για τη δουλειά!’». Στο Paul Lafargue, Το Δικαίωμα στην Τεμπελιά (Εκδόσεις «Το Ποντίκι», 1998), σελ. 32-33.
antisystemic
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου