Συμβαίνει σ’ όλους τους ανθρώπους, την περίοδο της γαλήνης, να μην σκέφτονται την τρικυμία.
Νικολό Μακιαβέλι (1469 – 1527)
Γράφει ο Ερανιστής
Ο Νικολό Μακιαβέλι ήταν Ιταλός διπλωμάτης, πολιτικός στοχαστής και συγγραφέας. Γεννημένος στη Φλωρεντία, ήταν γιος του φτωχού Μπερνάρντο Μακιαβέλι και της Μπαρτολομέα Νέλι.
Παρά τις οικονομικές δυσκολίες, ο πατέρας του φρόντισε ώστε ο νεαρός
Νικολό να λάβει ουμανιστική εκπαίδευση, σύμφωνη με τα κλασικά πρότυπα
της εποχής. Τα προσόντα αυτά και οι σχέσεις του με Φλωρεντίνους
ουμανιστές είχαν ως αποτέλεσμα να λάβει το 1498 το αξίωμα δεύτερου
καγκελαρίου της Φλωρεντιανής Δημοκρατίας. Από τη θέση αυτή ο Μακιαβέλι
ασχολήθηκε με τη διοίκηση των περιοχών υπό τον έλεγχο της Φλωρεντίας,
ενώ ήταν και ένας από τους έξι γραμματείς του πρώτου καγκελάριου και
διετέλεσε μέλος του συμβουλίου των “Δέκα του Πολέμου” –
συμμετείχε επομένως σε επίσημες διπλωματικές αποστολές και συναντήσεις.
Ήρθε έτσι σε επαφή με αρκετές από τις ισχυρότερες πολιτικές
προσωπικότητες της Ευρώπης, όπως ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος, ο Πάπας Ιούλιος Β΄ και ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Μαξιμιλιανός Α΄. Εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από τον διαβόητοΚαίσαρα Βοργία,
ο οποίος είχε διοριστεί Δούκας της Ρωμανίας από τον πατέρα του,
τον Πάπα Αλέξανδρο ΣΤ΄. Ο εν λόγω Πάπας τον βοήθησε να σχηματίσει
βασίλειο στην Κεντρική και Βόρεια Ιταλία και στη συνέχεια ο Καίσαρας
έγινε δούκας του κράτους της Ρωμανίας κοντά στη Ρώμη. Κατέκτησε ακόμη
το Ρίμινι, το Πεζάρο, το Ουρμπίνοκαι
άλλες πόλεις της Κεντρικής Ιταλίας. Πολλοί τον θεωρούσαν αδίστακτο και
δεν απέφευγε ούτε το έγκλημα για να επιτύχει τα σχέδιά του. Ο Μακιαβέλι
τον αναφέρει ως υπόδειγμα του ηγεμόνα που καταλαμβάνει την εξουσία μέσω
της τύχης και ξένων όπλων και εκτιμά ότι, παρ’ όλη τη σκληρότητα που
πράγματι τον διέκρινε, ο Βοργίας αποδείχτηκε πιο φιλάνθρωπος από πολλούς, οι οποίοι για ανθρωπιστικούς λόγους άφησαν να υποκύψει σχεδόν ολόκληρη η Ιταλία στις ξένες λόγχες.
Ferrara, Leiden, Abraham Elsevir, 1627
Το 1512, με τη βοήθεια των ισπανικών στρατευμάτων του βασιλιά Φερδινάνδου, οι Μέδικοι επιστρέφουν στηνΦλωρεντία και
καταλύουν την δημοκρατία (repubblica). Ο Μακιαβέλι αποπέμπεται από τη
θέση του, ενώ λίγους μήνες αργότερα υφίσταται βασανιστήρια και
φυλακίζεται για μικρό διάστημα, ως ύποπτος συμμετοχής σε συνωμοσία
εναντίον των Μεδίκων. Αποσύρεται τελικά στο πατρικό κτήμα που είχε στην
περιοχή Σαντ’ Αντρέα και εκεί γράφει τον Ηγεμόνα (Il principe, 1513). Το
συνολικό έργο του αποτελείται από πολιτειολογικά κείμενα, διπλωματικές
εκθέσεις κι αναφορές, δραματική και λυρική ποίηση, και μια αρκετά ογκώδη
επιστολογραφία. Έγραψε ακόμη τις Διατριβές πάνω στα δέκα πρώτα βιβλία
της Ιστορίας του Τίτου Λίβιου και την θεατρική κωμωδίαΜανδραγόρας, όπου εκφράζεται σαφώς η αντικληρικαλιστική του διάθεση.
H δομή του Ηγεμόνα φαίνεται να είναι αριστουργηματικά στημένη ώστε
να προσελκύσει από την αρχή το ενδιαφέρον του αναγνώστη· ποιος φτωχός δεν
θα δεχόταν ένα δώρο, το καλύτερο, προορισμένο για έναν
άρχοντα; «Επιθυμώντας κι εγώ να λάβω την ευχαρίστηση να σας παρουσιάσω
ένα ελάχιστο δείγμα της εκτίμησής μου, σκέφτηκα να σας προσφέρω κάτι. Όμως
ανάμεσα στα υπάρχοντά μου δε βρήκα κάτι πολυτιμότερο, αλλά και
ικανότερο να εκφράσει την αγάπη μου σε σας, από την εμπειρία μου για το
πώς κινούνται και λειτουργούν οι ηγέτες, εμπειρία που απέκτησα όχι μόνο
ζώντας για πολλά χρόνια δίπλα τους, αλλά και μελετώντας προσεχτικά
ιστορία και αρχαία κείμενα. Την όποια εμπειρία μου την συγκέντρωσα σε ένα μικρό κειμενάκι το οποίο και στέλνω στην Εκλαμπρότητά Σας». (1)
Η γνώση και η πείρα που αποκτήθηκαν μετά από μακροχρόνιες μελέτες,
προσωπικές εμπειρίες και πολλούς κινδύνους προσφέρονται με σύντομο και
κατανοητό τρόπο, αφού οι αναγνώστες αναζητούν περισσότερο σαφείς
πρακτικές συμβουλές, παρά αρέσκονται να διαβάζουν σχοινοτενείς και
ακατανόητες θεωρητικές αναλύσεις. Με την προβολή της λαϊκής καταγωγής
του, ο Μακιαβέλι αρχίζει ήδη να υφαίνει το μεταφυσικό ιστό της
οικειότητας. Στην ουσία, κινούμενος στα όρια του μύθου και της ιστορίας,
κατασκευάζει έναν λαό ιδανικό, τον οποίο θα καλέσει στο τέλος να πράξει
το ιερότερο καθήκον του. Ο τρόπος που τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς του
μαρτυρεί βαθιά ιστορική παιδεία και πολύχρονη ενασχόληση με πολιτικά
ζητήματα. Παρά το θλιβερό γεγονός ότι εξαφανίστηκε κυριολεκτικά η
διδασκαλία των αρχαίων Σοφιστών για την ισχύ, ο μεγάλος πολίτης της
Φλωρεντίας γνώριζε πιθανότατα την θεωρία του Καρνεάδη για το δίκιο του ισχυρότερου και οπωσδήποτε είχε διαβάσει την Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου, ένα ανυπέρβλητο έργο που έγραψε ο Έλλην Θουκυδίδης (460
-398 π.Χ), ο μεγαλύτερος ίσως ιστορικός που έζησε ποτέ στη γη. Αξίζει
να παραθέσουμε δύο αποσπάσματα από τις αντίστοιχες εισαγωγές των έργων:
«Ο αποκλεισμός του μυθώδους από την ιστορίαν μου ίσως την
καταστήση ολιγώτερον τερπνήν ως ακρόαμα, θα μου είναι όμως αρκετόν, εάν
το έργον μου κρίνουν ωφέλιμον όσοι θελήσουν να έχουν ακριβή αντίληψιν
των γεγονότων, όσα έχουν ήδη λάβει χώραν, και εκείνων τα οποία κατά την
ανθρωπίνην φύσιν μέλλουν να συμβούν περίπου όμοια. Διότι την
ιστορίαν μου έγραψα ως θησαυρόν παντοτεινόν και όχι ως έργον
προωρισμένον να υποβληθή εις διαγωνισμόν και ν’ αναγνωσθή εις επήκοον
των πολλών, διά να λησμονηθή μετ’ ολίγον.» (1)
Στον Μακιαβέλι διαβάζουμε:
«Το κείμενό μου δεν το παραγέμισα με ρητορείες, ωραιολογίες,
συναισθηματισμούς και όλα αυτά τα στολίδια που οι περισσότεροι
συνηθίζουν να βάζουν στα γραπτά τους. Ήθελα, αν υπάρξει κάτι που
θα μπορούσε να το κάνει ευχάριστο και χρήσιμο, να είναι η αλήθεια και η
πρωτοτυπία των όσων υποστηρίζει. Καθόλου δε θα ήθελα να
θεωρηθώ αλαζόνας εγώ που, άνθρωπος της κατώτερης κοινωνικής τάξεως,
τολμώ να μελετήσω και να κωδικοποιήσω κανόνες που θα χρησιμοποιήσουν
επιφανείς Ηγέτες, προκειμένου να κυβερνήσουν». (2) Αν και ο ίδιος είναι
ταπεινής καταγωγής, μπορεί να κατανοήσει τη φύση του Ηγέτη: «Όμως, όπως
εκείνοι που σχεδιάζουν τη ρυμοτομία μιας πόλης κατεβαίνουν στις πεδιάδες
για να δουν τη διάταξη των βουνοκορφών και ανεβαίνουν στα βουνά για να
δουν τη διάταξη των κάμπων, έτσι ακριβώς, για να καταλάβεις απόλυτα τη
φύση ενός λαού, πρέπει να είσαι Ηγέτης του, αλλά και για να καταλάβεις
τη φύση του Ηγέτη πρέπει να είσαι άνθρωπος του λαού». (1)
Ο Νικολό Μακιαβέλι (Niccolò di Bernardo dei Machiavelli) (3 Μαΐου
1469 – 21 Ιουνίου 1527), ήταν Ιταλός διπλωμάτης, πολιτικός στοχαστής και
συγγραφέας.Πορτραίτο από τον Antonio Maria Crespi
Φιλοδοξία του Μακιαβέλι, την οποία νομίζω πετυχαίνει σε μεγάλο
βαθμό, είναι να προσφέρει στον αναγνώστη του μια αποτελεσματική
διδασκαλία περί αρετών και καθηκόντων και να του δώσει χρήσιμες
συμβουλές για τη ζωή του.Αν τώρα θεωρήσουμε ως πεδίο σύγκρουσης
ολόκληρο το περίπλοκο φάσμα των κοινωνικών σχέσεων, καταλαβαίνουμε γιατί
ο Μακιαβέλι μπορεί να ενδιαφέρει οποιονδήποτε βρίσκεται στην
αναπότρεπτη ανθρώπινη ανάγκη να ρυθμίζει ζωτικές υποθέσεις του βίου του
με βάση τη διάκριση εχθρού – φίλου και να υπολογίζει κάθε φορά τους
συσχετισμούς δύναμης που λειτουργούν στη σφαίρα της δραστηριότητάς του.Αν
και διαπραγματεύεται δύσκολα θέματα, η απλότητα και η σαφήνεια της
γλώσσας του Μακιαβέλι θυμίζουν λαϊκές εμπειρικές διηγήσεις ή
παροιμίες. Σε πολλά κεφάλαια του Ηγεμόνα, ο Νικολό είναι απλώς
περιγραφικός, προσπαθεί δηλαδή να ερμηνεύσει γιατί οι άνθρωποι φέρονται
έτσι ή αλλιώς και όχι να πει πως πρέπει να φέρονται. Όταν λχ. σημειώνει ότι ο ηγεμόνας πρέπει να αντιμετωπίζει τους πολίτες του ως φύσει κακούς και πως να παίρνει δυσάρεστες αποφάσεις για τον λαό, δεν έχει σκοπό να επικροτήσει τον κυνισμό της εξουσίας, αλλά να αποκαλύψει τους κρυφούς δεσποτικούς μηχανισμούς της.
Τρεις τρόποι
Οι αναλύσεις του λοιπόν είναι ρεαλιστικές και ακούγονται σκληρές,
διότι ανταποκρίνονται αληθινά στα πράγματα, όπως μας παραδίδονται από
την ιστορική έρευνα. Στο βιβλίο υποδεικνύονται ένας ή περισσότεροι
τρόποι για να διατηρήσει κάποιος την εξουσία σε μια χώρα ή απλώς να
σώσει το κεφάλι του, αν οι εξελίξεις είναι απρόβλεπτες. Δεν πρότεινε
βεβαίως ο ίδιος την ατέλειωτη κραιπάλη της ισχύος που μαίνεται από την
αυγή του πολιτισμού – ο ανταγωνισμός για την εξουσία σε όλες τις μορφές
της είναι το παλαιότερο παιχνίδι υπό τον ήλιο. Ο Μακιαβέλι προσπαθεί
πάντοτε να είναι συγκεκριμένος και προσεχτικός στις γενικεύσεις του και
συχνά, όταν μαρτυρούνται ιστορικές ή εμπειρικές αποδείξεις για θέσεις
αντίθετες, ασχολείται διεξοδικά με το ζήτημα. Στο τέλος όλων σχεδόν των
συλλογισμών, του απαριθμεί με σαφήνεια τις δυνατές επιλογές που μπορεί
να έχει κάποιος. Για τις νέες κτήσεις του ηγεμόνα λ.χ., σε περίπτωση που
το προηγούμενο καθεστώς ήταν σχετικά αυτόνομο και δημοκρατικό,
διαβάζουμε: «Όταν τα κράτη που αποκτούνται είναι συνηθισμένα να
πολιτεύονται αυτόνομα και ελεύθερα, όπως έχει λεχθεί ήδη, αυτός που
θέλει να τα εξουσιάσει οφείλει να ακολουθήσει έναν από τους επόμενους
τρεις τρόπους: ο πρώτος είναι να τα καταστρέψει, ο δεύτερος να
μεταβεί ο ίδιος και να κατοικήσει στην επικράτεια τους και ο τρίτος να
επιτρέψει σε αυτά να διοικούνται με δικούς τους νόμους, λαμβάνοντας έναν
φόρο, και να διαμορφώσει μια ολιγαρχική κυβέρνηση στο εσωτερικό τους, η
οποία θα καταβάλει κάθε προσπάθεια να διατηρεί τη φιλία των κατοίκων
προς αυτόν. Μια τέτοια κυβέρνηση, δημιούργημα του ηγεμόνα,
πρέπει να γνωρίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την εύνοια και τη
δύναμή του, και ότι αυτός θα καταβάλλει κάθε προσπάθεια για τη διατήρησή
της. Από την άλλη, οι πόλεις που είναι συνηθισμένες να κυβερνώνται
ελεύθερα κατέχονται ευκολότερα, αν διοικούνται από πολίτες του τόπου,
όταν δεν προτιμάς την καταστροφή τους. »(3)
Τρεις βαθμοί διάνοιας
Η οικογένεια των Μεδίκων σε πίνακα του Benozzo Gozzoli,1459.
Στις μέρες μας δεν υπάρχουν βέβαια οι φατρίες των Ορσινίωνκαι των Κολοννησίων,
ισχύουν όμως σε σημαντικό βαθμό τα ανθρωπολογικά δεδομένα που
επικαλείται ο Μακιαβέλι και συνεχίζεται με την ίδια ένταση το αμείλικτο
παιχνίδι της ισχύος σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Αυτό που
ονομάστηκεπνεύμα ή διάνοια τίθεται
αναγκαστικά στην υπηρεσία της πολιτικής και υπηρετεί τις επιδιώξεις της.
Για τις διανοητικές ικανότητες των ανθρώπων γράφει: «Τρεις
βαθμούς διάνοιας διακρίνουμε στους ανθρώπους. Όσοι έχουν τον πρώτο βαθμό
αντιλαμβάνονται τα πράγματα στηριζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις. Οι
έχοντες τον δεύτερο βαθμό μπορούν να καταλάβουν ότι τους διδάσκουν οι
άλλοι, ενώ αυτοί που βρίσκονται στον τρίτο βαθμό ούτε μόνοι τους, ούτε
με τη βοήθεια άλλων κατανοούν τίποτα. Οι πρώτοι έχουν διάνοια υψηλότατη, οι δεύτεροι υψηλή και οι τρίτοι κακή.»(3)
Ο Ηγεμόνας είναι ένα πρακτικό εγχειρίδιο πολιτικής,
γραμμένο με την μορφή επιστολής προς έναν έφηβο αριστοκρατικό γόνο.
Ποιος όμως χρειαζόταν περισσότερο ένα τέτοιο βιβλίο; είναι μαρτυρημένο
ότι όσοι προορίζονταν για ηγεμόνες, βασιλιάδες ή πρίγκιπες ήταν από τα
γεννοφάσκια τους αρκετά εξοικειωμένοι με τις ανάλογες τεχνικές. Η
πρακτική εκπαίδευση στο ανάλογο περιβάλλον των αριστοκρατικών κύκλων
συμπληρωνόταν άλλωστε συχνά και από κατ’ οίκον θεωρητική διδασκαλία και
πάντοτε υπήρχαν διαθέσιμες πλούσιες βιβλιοθήκες. Άλλες φορές, οι νεαροί
βλαστοί στέλνονταν δίπλα σε ικανούς αξιωματούχους και επαγγελματίες του
κράτους ή φοιτούσαν σε σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα της εποχής. Το
επόμενο απόσπασμα μπορούμε να το δούμε ως συμβουλή σε υποψήφιους
αποικιοκράτες ή ως εγκώμιο της δημοκρατίας – ας έχουμε υπόψιν μας ότι ο
Μακιαβέλι γράφει κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της σχεδόν παντοδύναμης
παπικής εκκλησίας, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να προσαρμόσει το ύφος και το
περιεχόμενο του βιβλίου στο γαλαζοαίματο αναγνωστικό κοινό της ισχυρής
οικογένειας των Μεδίκων:
«Στ’ αλήθεια, ο μόνος ασφαλής τρόπος για να έχει κάποιος στην κατοχή του τις πόλεις αυτές είναι η καταστροφή τους. Όποιος
γίνεται κύριος μιας πόλης που έχει συνηθίσει να κυβερνάται ελεύθερα και
δεν την καταστρέφει, πρέπει να περιμένει την καταστροφή του από αυτήν,
διότι όταν αποστατεί, πάντοτε θα επικαλείται το όνομα της ελευθερίας
και την διατήρηση των παλαιών θεσμών της, οι οποίοι δεν λησμονούνται
ούτε μετά από μακρά παρέλευση του χρόνου, ούτε εξαιτίας ευεργετημάτων
προς αυτήν· οτιδήποτε άλλο αν πράξει ή προνοήσει κάποιος, αν δεν
διαιρέσει, δεν σκορπίσει τους κατοίκους, το όνομα της ελευθερίας και οι
παλαιοί θεσμοί είναι αδύνατον να παραδοθούν στη λήθη, και πάντοτε θα
χρησιμεύουν ως ελατήρια, όπως συνέβη στην Πίσα, μετά από εκατόχρονη
δουλεία στους Φλωρεντιανούς.»(3)
Και παρακάτω: «Αλλά στις δημοκρατίες, η ζωηρότητα των
πνευμάτων είναι μεγαλύτερη, τα πάθη σφοδρότερα και η εκδίκηση είναι πιο
ποθητή, ενώ η ανάμνηση της παλαιάς ελευθερίας διατηρεί πάντοτε σε
ανήσυχη κατάσταση τους κατοίκους.»(3) Αφού η ελευθερία και η
αυτονομία μιας πόλης, ακόμα και ως ανάμνηση μετά από αιώνες υποταγής,
είναι ικανές να διεγείρουν τα ζωηρότερα πνεύματα, ασφαλώς η δημοκρατία
είναι ένα καθεστώς για το οποίο αξίζει να αγωνίζονται οι άνθρωποι.
Ο Αλέξανδρος ΣΤ΄ 1431 – 1503), ήταν ο 214ος Πάπας της Ρωμαιοκαθολικής
εκκλησίας από το 1492 ως το θάνατό του. Είχε πολλά παιδιά, όλα νόθα.
Οι διευθύνοντες λοιπόν, φρόντιζαν για την αναπαραγωγή της τάξης τους, ενώ οι διευθυνόμενοι αναπαράγονταν
ακόμα και σε συνθήκες κοινωνικής εξαθλίωσης και οπωσδήποτε χωρίς ποτέ
να μάθουν τον τρόπο να εξουσιάζεις τον λαό ή πως κερδίζεις έναν πόλεμο.
Οι κυρίαρχοι και οιολίγοι λοιπόν ήξεραν. Αυτοί που δεν γνώριζαν ήταν οι κυριαρχούμενοι,
τα πλήθη των καταπιεσμένων, τα μεσαία και κατώτερα στρώματα του
ιταλικού λαού. Σε αυτούς πρωτίστως και ευφυέστατα απευθύνεται ο
Μακιαβέλι. Το βιβλίο είναι ένα επαναστατικό μανιφέστο του ιταλικού
έθνους. Για να το πούμε απλούστερα, ο Ιταλός στοχαστής έδωσε το ίδιο
ισχυρό όπλο σε δύο αντιπάλους, ο ένας από τους οποίους κατείχε την
υπεροπλία για εκατοντάδες χρόνια. Γιατί σε συνθήκες ανθρώπινου
πολιτισμού, η γνώση θα είναι πάντοτε όπλο στον αμείωτο ανταγωνισμό της
ισχύος, ανεξαρτήτως από τις προθέσεις όσων ρυθμίζουν με οποιοδήποτε
τρόπο την κυκλοφορία της ή ευαγγελίζονται μια διαρκή κατάσταση ειρήνης
και αιώνιας ευδαιμονίας. Τέτοιες πανάρχαιες ανθρώπινες ανησυχίες και
όνειρα δεν απασχολούν τον Ιταλό στοχαστή. Για τον Μακιαβέλι, ο πόλεμος
δεν είναι από μόνος του ούτε ηθικός ούτε ανήθικος, είναι απλώς ιστορικά
και ανθρωπολογικά αναπόφευκτος – ως εκδήλωση ισχύος για την
αυτοσυντήρηση – και όποιος τον αποφεύγει για φιλειρηνικούς ή
ανθρωπιστικούς λόγους, αργά ή γρήγορα θα καταστραφεί.
Ο παράγοντας της τύχης είναι απροσδιόριστος. Με έναν απλό συλλογισμό
ο Μακιαβέλι αφήνει μισάνοιχτες τις πόρτες της ιστορίας, για να εισέλθει
ασυγκράτητη η βούληση του ανθρώπου και οι θεοί τίθενται σε
διαθεσιμότητα, τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Αν η τύχη, η οποία ταυτίζεται
κάποτε με τη θεία βούληση, είναι ο καθοριστικός παράγοντας που επηρεάζει
την εξέλιξη των ανθρώπινων πραγμάτων, τότε οποιαδήποτε ενέργεια είναι
μάταιη, αν δεν είναι και ύβρις προς την κανονικότητα και την τάξη του
κόσμου, η οποία πηγάζει από τον ίδιο το Θεό. Δεν μπορεί ωστόσο να
αρνηθεί την εμπειρικά διαπιστωμένη ύπαρξη του τυχαίου και μοιράζει το
πράγμα στα δύο: κατά πενήντα τοις εκατό οι υποθέσεις των ανθρώπων επηρεάζονται – θετικά ή αρνητικά – από την τύχη και κατά το υπόλοιπο μισό, ίσως και λιγότερο, η μοίρα των ανθρώπων εξαρτάται από παράγοντες ανθρώπινους, δηλαδή στοιχειωδώς ελεγχόμενους. Τι
είναι η περιβόητη τύχη; ένα ποτάμι που μπορεί να σαρώσει τα πάντα στο
διάβα του. Ο σώφρων ηγεμόνας οφείλει να μεριμνήσει, ώστε να υπάρξουν αναχώματα και
οι ζημιές να είναι όσο το δυνατόν λιγότερες: ο ορμητικός ποταμός της
τύχης παρασύρει τους ανίσχυρους και όσους βρίσκει απροετοίμαστους.
Περί ουδετερότητας στον πόλεμο. Φίλος ή εχθρός;
Ο Ηγεμόνας θα είναι επίκαιρος όσο υπάρχει ανθρώπινος πολιτισμός και η θρυλούμενη φύση του ανθρώπου θα εκδηλώνεται όπως περίπου την περιέγραψε ο ταπεινός γραμματέας της
Φλωρεντιανής Δημοκρατίας. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Παπική
εκκλησία απαγόρευσε την κυκλοφορία του έργου. Η διακριτικότητα βέβαια
του Μακιαβέλι απέναντί της ήταν απλώς τυπική, μπορούμε μάλιστα να πούμε
ότι ειρωνεύεται την ισχύ του Πάπα της Ρώμης, όταν λ.χ. αποδέχεται ότι η
εξουσία ηγεμόνων όπως ο Μωυσής πηγάζει από την
επουράνια θεία βούληση, επομένως και η επίγεια πολιτική του καθοδηγήθηκε
λίγο πολύ από την ίδια ανώτατη δύναμη. Θα ήταν τουλάχιστον ανάρμοστο να
ασκήσει κάποιος κριτική σε μια τέτοια διάνοια. Αμέσως μετά κάνει
ακριβώς αυτό, αναλύει δηλαδή τις πράξεις των θρησκευτικών ηγετών ως
πράξεις ανθρώπων που επιδιώκουν την επικράτηση στο ευρύ πεδίο του
κοινωνικού ανταγωνισμού, με όλα τα διαθέσιμα μέσα. Η ιεροσυλία φυσικά
δεν πέρασε απαρατήρητη.
Ο συνετός ηγεμόνας πρέπει να παίρνει ανοιχτή και ξεκάθαρη θέση, να
κηρύσσεται δηλαδή ενεργητικά φίλος ή εχθρός, σε περίπτωση που
συγκρούονται άλλοι: «Περισσότερο εκτιμάται ο ηγεμόνας όταν είναι
αληθινός φίλος ή εχθρός, δηλαδή όταν χωρίς δισταγμό κηρύσσεται υπέρ του
ενός και εναντίον του άλλου· πράττοντας έτσι ωφελείται
περισσότερο, παρά αν μείνει ουδέτερος, διότι αν δύο ισχυροί γείτονες
έρθουν σε εχθροπραξίες, ή είναι τέτοιας φύσεως, ώστε ο νικητής να γίνει
επίφοβος για σένα, ή δεν είναι. Και στις δύο περιστάσεις, ωφελιμότερο θα
είναι να κηρυχθείς υπέρ του ενός και να λάβεις ενεργητικά μέρος στον
πόλεμο, γιατί στην πρώτη περίσταση, αν δηλαδή δεν εκδηλωθείς ανοιχτά
υπέρ κάποιου, θα γίνεις το λάφυρο του νικητή, ενώ ο ηττημένος θα βλέπει
με μέγιστη ευχαρίστηση την τύχη σου αυτή, και τότε κανέναν λόγο δεν θα
έχεις υπέρ σου, ούτε θα μπορέσεις να βρεις καταφύγιο κανένα. Ο
νικητής δεν θέλει φίλους ύποπτους, οι οποίοι μάλιστα δεν τον βοηθούν
στις δυστυχίες του, ενώ ο νικημένος σε αποστρέφεται, διότι δεν δέχτηκες
να ταυτίσεις στον πόλεμο την τύχη σου με τη δική του.» (3)
Προσωπογραφία που πιθανόν απεικονίζει τον Καίσαρα Βοργία, από τον Altobello Meloni
Αυτός που λαμβάνει ενεργά μέρος στη διαμάχη, θα βγει ωφελημένος σε
κάθε περίπτωση ή τουλάχιστον θα μειώσει τις πιθανότητες να βρεθεί σε
δυσάρεστη θέση. Οι φίλοι είναι φυσικό να ζητούν από τον ηγεμόνα να
ταχθεί αποφασιστικά εναντίον των εχθρών τους και οι αντίπαλοι είναι
επόμενο να επιδιώκουν την ουδετερότητα. Παρά την κακήανθρώπινη φύση του, ο ενδεχόμενος νικητής πάντα είναι υποχρεωμένος σε σένα με το δεσμό της ευγνωμοσύνης και
οι άνθρωποι δεν υπήρξαν ποτέ στην ιστορία τόσο πολύ άτιμοι και
αγνώμονες: «Φυσικότατο είναι αυτός που δεν είναι φίλος σου να ζητά από
σένα την ουδετερότητα και ο φίλος απεναντίας ν απαιτεί να πάρεις θέση
κατά του εχθρού του. Αλλά οι αναποφάσιστοι ηγεμόνες, θέλοντας να
αποφύγουν επικείμενους κινδύνους, κηρύσσονται ως επί το πλείστον υπέρ
της ουδετερότητας και γι’ αυτό τις πιο πολλές φορές καταστρέφονται· όταν
όμως διακηρυχτείς θαρραλέα υπέρ του ενός από αυτούς που βρίσκονται σε
διαμάχη, εάν εκείνος με τον οποίο συμμάχησες αναδειχθεί νικητής –
ακόμα και στην περίσταση που γίνει τόσο πολύ ισχυρός, ώστε να εξαρτάσαι
από τη θέληση του – πάντα είναι υποχρεωμένος σε σένα με το δεσμό της
ευγνωμοσύνης και οι άνθρωποι δεν υπήρξαν ποτέ τόσο πολύ άτιμοι, ούτε
έχουμε παράδειγμα τέτοιας μεγάλης αχαριστίας. Από την άλλη, οι
νίκες δεν είναι πάντοτε ολοκληρωτικές, ώστε ο νικητής να μη λογαριάζει
τίποτα και μάλιστα τη δικαιοσύνη. Αν όμως ο σύμμαχός σου ηττηθεί,
βρίσκεις σ’ αυτόν καταφύγιο και βοήθεια, όσο μπορεί να σου την
προσφέρει, και ταυτίζεις την τύχη σου με την τύχη εκείνου, ο οποίος
ενδέχεται να αναλάβει δυνάμεις. Στη δεύτερη περίσταση, όταν δηλαδή οι
αντιμαχόμενοι είναι τέτοιας φύσης, ώστε να μην έχεις φόβο από τον
νικητή, κατά μείζονα λόγο η φρόνηση απαιτεί να συμμαχήσεις με έναν από
αυτούς, γιατί έτσι συμβάλλεις στην καταστροφή του άλλου, βοηθούμενος από
εκείνον, ο οποίος αν ήταν φρόνιμος, θα είχε φροντίσει για τη σωτηρία
του. Σε παρόμοια περίσταση, ο νικητής, μετά την νίκη, παραδίδεται στη
δική σου διάκριση και είναι αδύνατον να μην καταβάλει τον εχθρό του
έχοντας τη βοήθεια σου». Φρόνιμο θεωρείται οι επιθετικές συμμαχίες να
γίνονται με πιο αδύναμους από σένα: «Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε ότι
κάθε ηγεμόνας που θέλει να επιτεθεί σε κάποιον άλλο δεν πρέπει να συμμαχεί με κάποιον που είναι ισχυρότερος του,
εκτός αν η ανάγκη το απαιτεί, όπως είπαμε προηγουμένως, διότι η νίκη σε
καθιστά υποχείριο του δυνατότερου συμμάχου, ενώ οι ηγεμόνες οφείλουν να
αποφεύγουν την υπεροχή των άλλων, με όλες τους τις δυνάμεις.» (3)
«Δεν πρέπει να αφήνεις να χρονίζει ένα πρόβλημα προκειμένου να
αποφύγεις έναν πόλεμο, γιατί, έτσι, ούτε τον πόλεμο τελικά θα αποφύγεις
και το πρόβλημα θα σε έχει αποδυναμώσει, μέχρι να φτάσει η ώρα που θα
ξεκινήσει η σύγκρουση.» (Μακιαβέλι)
Η περιγραφική ουδετερότητα υποχωρεί θεαματικά στις τελευταίες
σελίδες του Ηγεμόνα, όπου ο συγγραφέας μετατρέπεται σε έναν φλογισμένο
Ιταλό πατριώτη και διακηρύσσει τον πολιτικό του στόχο του: να σωθεί η
ιταλική πατρίδα και να αλλάξει ριζικά το καθεστώς της ιταλικής
δημοκρατίας. Ο Πρίγκιπας είναι ένα έξυπνο βιβλίο για όποιον
θέλει να αποκτήσει και να διατηρήσει την (πολιτική) εξουσία. Η καλή ή
κακή φύση αυτής της εξουσίας δεν μπορεί να οριστεί εξάλλου δεσμευτικά
από κανέναν και μάλιστα εκ των προτέρων. Ο Μακιαβέλι δεν ασχολείται
καθόλου με ουτοπικές ή φανταστικές κοινωνίες και θεωρεί ότι η
μαρτυρημένη ιστορική πραγματικότητα, η συστηματική ανθρωπογνωσία και η
προσεκτική ανάλυση των εμπράγματων δεδομένων μπορούν να καθοδηγήσουν με
την μέγιστη δυνατή ασφάλεια τις πράξεις του Ηγεμόνα – ο οποίος στη
συνέχεια ταυτίζεται με συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο και εν τέλει με τον
υποταγμένο και ταπεινωμένο λαό της Ιταλίας. Αν οι υπαίτιοι για τις
συμφορές του λαού είναι κυριολεκτικά ωμοί και αδίστακτοι, αυτό δεν
προκύπτει απαραίτητα από την διεστραμμένη ήδεσποτική φύση
τους. Ο δόλος, η απάτη και η πονηριά υπήρξαν πάντοτε συστατικά στοιχεία
μιας αποτελεσματικής πολιτικής στρατηγικής με διακηρυγμένο στόχο την
πολλαπλή επιβίωση ατομικών ή συλλογικών υποκειμένων, όπως ο ηγέτης, μια
κοινωνική ομάδα ή ένα ολόκληρο έθνος. Δεν δικαιούται άραγε ο ιταλικός
λαός να χρησιμοποιήσει τα ίδια βίαια μέσα με τους αντιπάλους του; Ποιος
θα μπορούσε να κατηγορήσει για σκληρότητα και ανεντιμότητα τον άντρα ή
την δύναμη που θα απελευθέρωνε την Ιταλία από τα δεσμά της;
Τα όπλα και η άσκηση βίας δεν καθαγιάζονται καθαυτά, αλλά μόνον
όταν τα χρησιμοποιούν ο λαός ή ο ηγεμόνας στην έσχατη ανάγκη τους και
πάντοτε ως τελευταία σωτήρια πρακτική επιλογή – οι ανθρωπιστικές ή
φιλειρηνικές αναστολές θεωρούνται από τον Μακιαβέλι ολέθριες, όταν η
σύγκρουση πρόκειται να ξεσπάσει έτσι κι αλλιώς, λόγω της εξέλιξης των
πραγμάτων. Η δημοκρατική ριζοσπαστική αντίληψη που εμπνέει τον Ηγεμόνα –
έμμεση αλλά διακριτή – φαίνεται σε όλες τις αναφορές για την αγάπη του
λαού. Το συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγει μετά από εξαντλητική παράθεση
επιχειρημάτων και σκέψεων, μοιάζει με αόρατη πολιτική απειλή: όποιος δεν απολαμβάνει την αληθινή αγάπη του λαού είναι ευάλωτος και η καταστροφή του είναι αναπόφευκτη.
Ο Ηγεμόνας έχει κάθε λόγο να επιδιώκει την αγάπη των υπηκόων της χώρας
του, οι οποίοι στο κάτω κάτω απαιτούν τα λιγότερα από όλους: «Ο λαός δεν
θέλει να προστάζεται και να καταθλίβεται από τους άρχοντες ενώ οι
άρχοντες επιθυμούν να προστάζουν και να καταθλίβουν το λαό. Από αυτές
τις δύο θεμελιώδεις διαφορετικές ροπές μπορεί να προκύψει ένα από τα
τρία επόμενα αποτελέσματα, δηλαδή τυραννία, ελευθερία ή ακολασία.» (3) Εξάλλου, «οι σκοποί του λαού είναι πάντοτε εντιμότεροι από τους σκοπούς των αρχόντων.»
Ενδεικτική βιβλιογραφία
(1) «Καὶ εἰς μὲν ἀκρόασιν ἴσως τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν [τῶν ἔργων]
ἀτερπέστερον φανεῖται, ὅσοι δὲ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τὸ σαφὲς
σκοπεῖν καὶ τῶν μελλόντων ποτὲ αὖθις κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοιούτων καὶ
παραπλησίων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτὰ ἀρκούντως ἕξει. Κτῆμά τε ἐς
αἰεῖ μᾶλλον ἢ ἀγώνισμα εἰς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται. Βιβλίο Α, Θουκυδίδης, μεταφρ., http://el.wikisource.org/wiki
(2) Ο Ηγεμόνας, εκδ. Περίπλους, μετάφραση Διονύσης Βίτσος
(3) Ο Ηγεμών, Αθήνα, 1909, εκδ. τυπογραφείου Α. Π. Πετράκου,
μετάφραση Π.Χ. Τα αποσπάσματα από το βιβλίο του Μακιαβέλι αποδίδονται
εδώ στη νέα ελληνική γλώσσα, με βάση αυτή την έκδοση. (Εραν.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου