4η Αυγούστου 2013
Στην δεκαετία του 1980 δύο σηµαντικές µεταβλητές που, έως τότε,
αυξοµειώνονταν µαζί παγκοσµίως πήραν ξαφνικά διαζύγιο. Η µία µεταβλητή ήταν
τα κέρδη των επιχειρήσεων. Η άλλη ήταν οι ιδιωτικές επενδύσεις στις οποίες
επιδίδονταν οι επιχειρήσεις αυτές. Πράγµατι, έως τα µέσα της δεκαετίας του
1980, οι δύο αυτές µεταβλητές κυµαίνονταν, σε διεθνές επίπεδο, περίπου στο
9% του συνολικού εισοδήµατος του πλανήτη. Ανέβαιναν οι επενδύσεις, µεγάλωνε
το συνολικό εισόδηµα και µεγεθύνονταν παράλληλα τα κέρδη. Μεγάλωναν τα
κέρδη, αυξάνονταν οι επενδύσεις, ανέβαινε το συνολικό εισόδηµα. Έπεφτε το
συνολικό εισόδηµα (όπως π.χ. κατά την διάρκεια της διεθνούς κρίσης του 1980-
3), συρρικνώνονταν οι επενδύσεις και συµπιέζονταν τα κέρδη. Κ.ο.κ. Έως ότου
περίτο 1985 αυτή η σχέση διερρήχθη.
Από το 1985 έως το Κραχ του 2008, ενώ τα κέρδη αυξάνονται συστηµατικά, σε
πλανητικό επίπεδο (τόσο σε απόλυτες τιµές όσο και ως ποσοστό του συνολικού
εισοδήµατος), οι επενδύσεις έµεναν πίσω (και µάλιστα µειώνονταν ως ποσοστό
του συνολικού εισοδήµατος). Μάλιστα µετά το Κραχ του 2008, οι δύο µεταβλητές
ακολούθησαν εντελώς αντίθετους δρόµους – καθιστώντας οριστικό το µεταξύ
τους διαζύγιο. Τα κέρδη σήµερα αντιπροσωπεύουν το 12% του συνολικού
πλανητικού εισοδήµατος ενώ οι επενδύσεις ένα µόνο ισχνό 4%.
Η κατεστηµενική, κυρίαρχη οικονοµική θεωρία δεν µπορεί να εξηγήσει αυτό το
φαινόµενο. Καθώς διδάσκει στους φοιτητές πως οι επενδυτικές αποφάσεις
λαµβάνονται µε γνώµονα την µεγιστοποίηση της κερδοφορίας, η υψηλή
κερδοφορία θα έπρεπε να κινητοποιείτις επιχειρήσεις να επενδύουν
περισσότερα ώστε να εξάγουν ακόµα περισσότερα κέρδη, σε µια περίοδο που τα
κέρδη σχεδόν φύονται στα δέντρα και, µην ξεχνάµε, τα επιτόκια δανεισµού
(δηλαδή το κόστος µιας επένδυσης) βρίσκεται σε ιστορικά χαµηλά επίπεδα.
Το πρόβληµα µε τους κατεστηµενικούς οικονοµολόγους (τους οποίους ο Μαρξ
ονόµαζε, µε την γνωστή του «ευγένεια», χυδαίους οικονοµολόγους) είναι ότι
επισταµένως αγνούν δύο σοβαρούς λόγους που η υψηλή κερδοφορία δεν οδηγεί
στην αύξηση των επενδύσεων.
Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει µε τον φθίνοντα ανταγωνισµό ή, για πω το ίδιο
πράγµα µε άλλα λόγια, µε την όλο και αυξανόµενη µονοπωλιακή (ή
ολιγοπωλιακή) ισχύ των επιχειρήσεων. Όσο πιο δεσπόζουσα, π.χ., η θέση της
Microsoft, της Exxon, της Apple ή της Samsung στην αγορά, τόσο µεγαλύτερο
είναιτο ποσοστό των κερδών τους που οφείλεται στην ολιγοπωλιακή τους θέση
και µικρότερο το ποσοστό που αποτελεί ανταµοιβή για τις επενδύσεις που
έκαναν. Υπό αυτό το πρίσµα, η υπερ-συγκέντρωση ολιγοπωλιακής ισχύος των
µεγάλων επιχειρήσεων, µετά το 1985, στις διεθνείς αγορές, εξηγεί σε µεγάλο
βαθµό τον λόγο που, από τότε και έπειτα, η αύξηση της κερδοφορίας δενσυνεπάγεται αύξηση καιτων επενδύσεων. Δεν είναιτυχαίο ότι, µετά το 1985, οι
µεγάλες επιχειρήσεις αντί να επενδύουν τα κέρδη τους σε παραγωγικές
διαδικασίες τα χρησιµοποίησαν, σε µεγάλο ποσοστό, για να επιδίδονται σε
εξαγορές (η µία την άλλη), συγχωνεύσεις και χρηµατιστηριακά παίγνια σαν εκείνα
που µας οδήγησαν στο Κραχ του 2008.
Ο δεύτερος λόγος είναι, στις µέρες µας, µετά το 2008, η ίδια η Ύφεση (ή, το ίδιο
είναι, ο φόβος της Ύφεσης). Καθώς τα εργοστάσια υπολειτουργούν, λόγω
χαµηλής ζήτησης, η υψηλή κερδοφορία δεν τους δίνει κανένα κίνητρο να
επενδύσουν σε νέες παραγωγικές µονάδες, εφόσον δεν εκµεταλλεύονται καν τις
υπάρχουσες. Μόνο µια γενναία αύξηση της ζήτησης θα κάνειτους επιχειρηµατίες
να πάρουν από τα κέρδη και να τα επενδύσουν. Όµως, όταν οι άλλοι
επιχειρηµατίες δεν το κάνουν και, παράλληλα, το κράτος (ή τα κράτη συλλήβδην)
µειώνουν δαπάνες και επενδύσεις, η ζήτηση αντί να αυξάνει µειώνεται – καιτα
συσσωρεύοµενα κέρδη συσσωρεύονται χωρίς να επενδύονται.
Εν κατακλείδι, το Μέγα Διαζύγιο κερδών-επενδύσεων αποτελεί έναν από τους
βασικούς λόγους που η ανάκαµψη δεν έρχεται και η λιτότητα αποδεικνύεται όλο
και πιο τοξική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου