ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Λούθηρος και Καλβίνος (Χ. Μαρκούζε, Εξουσία και Οικογένεια)

Στο έργο του Λούθηρου για την “Ελευθερία ενός Χριστιανού” συναντάμε για πρώτη φορά μαζί όλα τα στοιχεία, που θ’ αποτελέσουν την ειδικά αστική αντίληψη για την ελευθερία και θα γίνουν το ιδεολογικό υπόβαθρο της ειδικά αστικής διαμόρφωσης των εξουσιών: μετάθεση της ελευθερίας στην “εσωτερική” σφαίρα του ατόμου, στον “εσωτερικό άνθρωπο”, με ταυτόχρονη υποταγή του “εξωτερικού ανθρώπου” στο σύστημα των εγκόσμιων εξουσιών· “υπερβατοποίηση” αυτού του συστήματος των εγκόσμιων εξουσιών μέσω της ιδιωτικής αυτονομίας και της λογικής· διαχωρισμός προσώπου και έργου (προσώπου και αξιώματος) μέσω της “διπλής ηθικής”· δικαιολόγηση της πραγματικής ανελευθερίας και ανισότητας σαν συνέπειας της “εσωτερικής” ελευθερίας και ισότητας. Αναφερόμενος στον Παύλο ο Λούθηρος διατυπώνει απ’ την αρχή αρχή του έργου – τονίζοντας συνειδητά την παράδοξη αντινομία – τις δυο ακόλουθες προτάσεις, που εκφράζουν την εσωτερική αντιφατικότητα της χριστιανικής αντίληψης για την ελευθερία: “Ένας χριστιανός είναι ελεύθερος κύριος πάνω σ’ όλα και δεν είναι υπόδουλος κανενός. Ένας χριστιανός είναι υπάκουος υπηρέτης όλων και υπόδουλος του καθενός”. Και η λύση της αντίφασης: η πρώτη πρόταση αναφέρεται στον “εσωτερικό άνθρωπο, στην ελευθερία του και στο δικαίωμα αυτοδιάθεσής του”, η δεύτερη πρόταση αφορά τον “εξωτερικό άνθρωπο”: “εκεί όπου είναι ελεύθερος, δεν πρέπει να κάνει τίποτα, εκεί όπου είναι δούλος πρέπει να κάνει τα πάντα”. Αυτή είναι, σ’ όλη της τη σαφήνεια, η δυϊστική διδασκαλία για τους δύο τομείς, που στον ένα έχει αποδοθεί απόλυτη ελευθερία, στον άλλο απόλυτη ανελευθερία.
Οι λεπτομέρεις της εσωτερικής ελευθερίας ορίζονται όλες κατ’ αντιδιαστολή προς την εξωτερική ελευθερία, σαν αρνήσεις μιας απλώς εξωτερικής ελευθερίας: τον ελεύθερο χριστιανό “κανένα εξωτερικό πράγμα (…) δεν μπορεί να τον κάνει ελεύθερο ούτε ενάρετο”, γιατί η ελευθερία του και η “φυλακή” του “δεν είναι σαρκικές ούτε εξωτερικές”· κανένα εξωτερικό πράγμα “δεν φτάνει ως την ψυχή, να την ελευθερώσει ή να την φυλακίσει”. Με τίποτα απ’ όσα υπάρχουν στον κόσμο κι όσα προέρχονται από τον κόσμο δεν μπορεί να προσβληθεί η “ψυχή” και η ελευθερία της: η φοβερή αυτή πρόταση που από μόνη της επιτρέπει κάθε υποτίμηση της “εξωτερικής” δυστυχίας και την “υπερβατική” δικαιολόγησή της, αποτελεί και την βασική αρχή της καντιανής αντίληψης για την ελευθερία· ο Καντ είναι εκείνος που συμπεριλαμβάνει την πραγματική ανελευθερία στην έννοια της ελευθερίας. Σ’ αυτό το σημείο υπεισέρχεται στην αντίληψη αυτήν για την ελευθερία μια ιδιότυπη (θετική και αρνητική) διπλή έννοια: ο εγκλωβισμένος στην εσωτερική του ελευθερία άνθρωπος είναι σε τέτοιο βαθμός ελεύθερος απέναντι σ’ όλα τα εξωτερικά πράγματα, ώστε γίνεται ελεύθερος από  αυτά – ώστε δεν τα “έχει” πια καθόλου, δεν είναι πια κυρίαρχός τους. Ο άνθρωπος δεν “χρειάζεται” πια τα πράγματα και τα “έργα” – όχι επειδή τα έχει ήδη ή επειδή τα εξουσιάζει, αλλά επειδή δεν τα έχει καθόλου ανάγκη μέσα στην αυτάρκη εσωτερική του ελευθερία…. Η ελευθερία είναι μια ολοκληρωτική αποδέσμευση και ανεξαρτησία, αλλά μια αποδέσμευση και ανεξαρτησία, από την οποία δεν μπορεί να προέλθει καμία πράξη και κανένα έργο σαν η ελεύθερη εκπλήρωση και πραγμάτωσή της. Γιατί η ελευθερία αυτή είναι σε τέτοιο βαθμό δεδομένη, πριν από κάθε πράξη και πριν από κάθε έργο, ώστε πάντα είναι ήδη πραγματωμένη, όταν ο άνθρωπος ξεκινάει να πράξει κάτι. Η ελευθερία του δεν μπορεί ποτέ να είναι το αποτέλεσμα μιας πράξης· η πράξη δεν μπορεί ούτε να προσθέσει ούτε ν’ αφαιρέσει τίποτα απ’ την ελευθερία του. Τα εγκόσμια “έργα” δεν γίνονται για να εκπληρώσουν τις ανάγκες του ενδεούς ανθρώπου, αλλά αντίθετα η “εκπλήρωση” πρέπει “να έχει επέλθει πριν από κάθε έργο, δια της Πίστεως (…) και τα έργα ν’ ακολουθούν μετά την εκπλήρωση”.
Όμως τί νόημα έχουν τα επίγεια έργα του ανθρώπου, όταν η εκπλήρωση προπορεύεται απ’ αυτά; Για τον “εσωτερικό” άνθρωπο πράγματι κανένα! Ο Λούθηρος το λέει ξεκάθαρα: “Τα έργα όμως είναι νεκρά πράγματα, δεν μπορούν να τιμήσουν ούτε να δοξάσουν τον Θεό (…)”. Πρόκειται για μια φράση με μεγάλη βαρύτητα: είναι η αρχή μιας εξέλιξης, που στο τέρμα της βρίσκονται η ολοκληρωτική “εμπορευματοποίηση” και “αλλοτρίωση” του καπιταλιστικού κόσμου. Με μεγάλη βεβαιότητα ο Λούθηρος πέτυχε τον κεντρικό άξονα της καινούργιας αστικής κοσμοθεωρίας: είναι μια από τις απαρχές της σύγχρονης αντίληψης για το υποκείμενο σαν πρόσωπο. Αμέσως μόλις ανακηρύξει τα έργα “νεκρά πράγματα”, ο Λούθηρος συνεχίζει: “Αλλά εδώ αναζητούμε αυτόν που δεν ‘φτιάχνεται’, όπως τα έργα, αλλά τον αυτενεργούντα και αρχιτέκτονα”. Αναζητείται ο άνθρωπος (ή το τμήμα εκείνο του ανθρώπου), που δεν φτιάχνεται (από κάποιον άλλο), αλλά είναι πραγματικά και παραμένει υποκείμενο της πράξης, ο πραγματικός κύριος των έργων του: το πρόσωπο που ενεργεί αυτόνομα. Και ταυτόχρονα αναζητείται – αυτό είναι το σημαντικότερο – κατ’ αντιδιαστολή προς τα (“νεκρά”) έργα του: σαν η άρνηση και αρνητικότητα των έργων. Πράξη και πράττων, πρόσωπο και έργο διαχωρίζονται μεταξύ τους: το πρόσωπο, κατ’ ουσία, δεν υπεισέρχεται ποτέ στο έργο, δεν μπορεί να πραγματωθεί μέσω του έργου, προπορεύεται αιώνια από κάθε έργο. Το αληθινό ανθρώπινο υποκείμενο δεν είναι ποτέ το υποκείμενο της πράξης. Μ’ αυτό τον τρόπο το άτομο απαλλάσσεται, σ’ έναν ως τώρα πρωτόγνωρο βαθμό, από την ευθύνη για τις πράξεις του, ταυτόχρονα όμως γίνεται ελεύθερο για κάθε είδους πράξη: καθώς το άτομο στηρίζεται στην εσωτερική του ελευθερία και αυτάρκεια, μπορεί τώρα ν’ αφοσιωθεί στην εξωτερική πράξη, αφού ξέρει πως εκεί δεν μπορεί κατά βάθος να του συμβεί τίποτα. Με το διαχωρισμό μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου της πράξης καθορίζεται πια και η “διπλή ηθική”, που σαν διαχωρισμός μεταξύ “αξιώματος” και “προσώπου” αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της λουθηρανικής ηθικής· θα επανέλθουμε αργότερα στη σημασία αυτού του σχίσματος.

Το κύρος του αξιώματος και η εντιμότητα του προσώπου που το κατέχει δεν συμπίπτουν πια καταρχήν. Το αξίωμα διατηρεί το απεριόριστο κύρος του, ακόμα κι αν το πρόσωπο που το επενδύει δεν είναι αντάξιο αυτού του κύρους. Από την άλλη πλευρά, από την σκοπιά των αντικειμένων της εξουσίας: σαν άτομο, κάθε “υφιστάμενος” είναι καταρχήν ίσος προς κάθε “προϊστάμενο”· από την άποψη μάλιστα της “εσωτερικής” αξίας μπορεί να είναι πολύ ανώτερος απ’ τον φορέα της εξουσίας. Ωστόσο οφείλει να υπακούει απόλυτα τον τελευταίο. Για τούτο υπάρχει μια θετική και μια αρνητική αιτιολογία. Αρνητικά: επειδή η δύναμη της εγκόσμιας εξουσίας απλώνεται μόνο “στο σώμα και τα υλικά αγαθά, και σ’ ό,τι άλλο είναι εξωτερικό πάνω στη γη”, επομένως δεν μπορεί ποτέ να θίξει το Είναι του ατόμου, που μόνο αυτό έχει σημασία. Θετικά: επειδή χωρίς την άνευ όρων αποδοχή των εξουσιών που ισχύουν, ολόκληρο το σύστημα της επίγειας τάξης θα κατέρρεε, δηλαδή “ο καθένας θα γινόταν κριτής του καθενός, και καμιά εξουσία, καμιά τάξη και κανένα δίκαιο δεν θα παρέμεναν στον κόσμο, παρά μόνο ασύδοτοι φόνοι και αιματοχυσία”. Γιατί σ’ αυτή την τάξη πραγμάτων δεν υπάρχει κανένα μέτρο, με το οποίο ο ένας να μπορεί να μετράει γενικά το δίκαιο και το άδικο. Το σύστημα εξουσιών, που εξαγγέλεται εδώ, είναι βιώσιμο μόνον αν η εγκόσμια δικαιοσύνη αφαιρεθεί από τη δύναμη των ανθρώπων, ή αν η υφιστάμενη αδικία συμπεριληφθεί κι αυτή στην έννοια της εγκόσμιας δικαιοσύνης. Κριτής για την εγκόσμια αδικία είναι μόνον ο Θεός, και “τί άλλο είναι η εγκόσμια δικαιοσύνη, παρά το να κάνει ο καθένας το χρέος του εκεί όπου ετάχθει; Τί άλλο είναι το δίκαιο στον τομέα όπου ο καθένας ετάχθει, παρά δίκαιο του άντρα και της γυναίκας, δίκαιο του παιδιού, του δούλου και της δούλας στο σπίτι, δίκαιο του πολίτη ή δίκαιο της πόλης στη χώρα (…)”. Δεν υπάρχει κανένα δικαστήριο για να κρίνει την ισχύουσα εγκόσμια τάξη – εκτός από το ίδιο, το δικό της δικαστήριο: “Το να είναι η Εξουσία μοχθηρή και άδικη, δεν συγχωρεί καμία ανταρσία και καμία εξέγερση. Διότι δεν εναπόκειται στον καθένα να τιμωρήσει τη μοχθηρία, παρά στην εγκόσμια Εξουσία, που κρατάει το σπαθί…”. Και όπως το σύστημα των εγκόσμιων εξουσιών είναι κριτής του εαυτού του σε θέματα δικαιοσύνης, έτσι και σε θέματα ευσπλαχνίας: ο άνθρωπος που, μπροστά στο αίμα και την τρομοκρατία αυτού του συστήματος, επικαλείται τον Θεό, αποπέμπεται. “Ας αφήσουμε κατά μέρος τη φιλευσπλαχνία· μιλάμε τώρα για τον λόγο του Θεού, αυτός θέλει να τιμάται ο βασιλιάς και να καταβαραθρώνονται οι εξεγερμένοι, κι ωστόσο δεν είναι δα λιγότερο σπλαχνικός από εμάς”. “Αν ζητάς ευσπλαχνία, μην ανακατεύεσαι με τους αντάρτες, παρά φοβού την Εξουσία και πράττε το καλό”.
Θα εξετάσουμε εδώ μονάχα τις συνέπειες που απορρέουν από την αντίληψη αυτή για τη νέα κοινωνική διάρθρωση των εξουσιών. Με την απόλυτη υπερβατοποίηση της “πραγματικής” δικαιοσύνης απέναντι στην εγκόσμια τάξη, από την μια μεριά, με τον διαχωρισμό μεταξύ αξιώματος και προσώπου και τη διακήρυξη πως η εγκόσμια δικαιοσύνη εμπεριέχει την αδικία, από την άλλη μεριά, είναι πια αδύνατο να δοθεί μια ορθολογική αιτιολόγηση του υφιστάμενου συστήματος των εγκόσμιων εξουσιών. Στο Μεσαίωνα, η εξουσία ήταν στενά συνυφασμένη με τον συγκεκριμένο φορέα της εξουσίας: ήταν η “ιδιότητα εκείνου που κοινοποιεί μια θεία απόφαση” και, σαν “ιδιότητα”, αναπόσπαστα συνδεδεμένη μ’ αυτόν· εκείνος την “είχε” για ορισμένους λόγους (που πάλι μπορούσαν να είναι ορθολογικοί ή ανορθολογικοί). Τώρα όμως έχει επέλθει μια διάσπαση: η εξουσία που έχει ένας ορισμένος εγκόσμιος φορέας δεν μπορεί να αιτολογηθεί παρά μονο αν αναφερθούμε στην εξουσία γενικά. Η Εξουσία χρειάζεται, γιατί αλλιώς η εγκόσμια τάξη θα κατέρρεε. Ο διαχωρισμός μεταξύ αξιώματος και προσώπου δεν είναι παρά μια μόνο έκφραση για την αυτονόμηση και τον εξαντικειμενισμό της διαχωρισμένης από τον φορέα της εξουσίας. Το σύστημα εξουσιών της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων παίρνει τη μορφή μιας σχέσης απρόσωπης και ανεξάρτητης από τις συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις (των οποίων αποτελεί συνάρτηση), παρουσιάζεται σαν αιώνιο, σαν απόρροια της θείας βούλησης, σαν δεύτερη “φύση”, που κανένας δεν μπορεί να την αλλάξει. “Όταν τώρα γεννιόμαστε, ο Θεός σε ντύνει και σε κάνει άλλο πρόσωπο, σε κάνει εσένα παιδί, εμένα πατέρα, τον ένα αφέντη, τον άλλο δούλο, ετούτον άρχοντα, εκείνον πολίτη και πάει λέγοντας”. Και τους χωρικούς που εξεγείρονται ενάντια στη δουλοπαροικία, ο Λούθηρος τους κατηγορεί πως έκαναν την χριστιανική ελευθερία “ολότερα σαρκική”. Μήπως ο Αβραάμ και οι άλλοι πατριάρχες και προφήτες δεν είχαν δουλοπάροικους;
Δεν είναι τυχαίο που στους ξεσηκωμένους χωρικούς υπενθυμίζεται η ουσία της “χριστιανικής ελευθερίας”, που δεν τους κάνει ελεύθερους, αλλά αντίθετα επικυρώνει τη δουλεία τους. Η αποδοχή της πραγματικής ανελευθερίας (προπάντων της ανελευθερίας που προήλθε από τις σχέσεις ιδιοκτησίας) ανήκει, πράγματι, στην έννοια της αντίληψης αυτής για την ελευθερία. Γιατί αν η “εξωτερική” ανελευθερία μπορεί να προσβάλει το πραγματικό Είναι του ανθρώπου, τότε αυτό σημαίνει πως η ελευθερία και η ανελευθερία του ανθρώπου κρίνονται στην ίδια τη γη, στην κοινωνική πράξη, και πως ο άνθρωπος, με την πιο επικίνδυνη σημασία της λέξης, είναι ελεύθερος από τον Θεό και μπορεί να γίνει ελεύθερος για τον εαυτό του. Το “εσωτερικό” απριόρι, ενώ φαινομενικά εξυψώνει τον άνθρωπο στον ύψιστο βαθμό της αξιοπρέπειάς του, στην πραγματικότητα τον κάνει πέρα για πέρα ανίσχυρο: ό,τι προϋπάρχει πάντα πριν από κάθε πράξη και κάθε σκέψη του, ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να το φτάσει και να το εξουσιάσει.
Αυτή την ανελευθερία, αποτέλεσμα της εσωτερίκευσης της ελευθερίας, αυτή τη διαλεκτική μεταξύ της άρσης των παλιών και της εγκαθίδρυσης καινούργιων εξουσιών, ο νεαρός Μαρξ τη χαρακτήρισε σαν ένα βασικό γνώρισμα του προτεσταντισμού: “Ο Λούθηρος κατέλυσε τη δουλεία – από – αφοσίωση, γιατί έβαλε στη θέση της τη δουλεία – από – πεποίθηση. Συνέτριψε την πίστη στην εξουσία, γιατί παλινόρθωσε την εξουσίας της Πίστης (…) Ελευθέρωσε τον άνθρωπο από την εξωτερική θρησκευτικότητα, γιατί έκανε τη θρησκευτικότητα εσωτερικό άνθρωπο”.

Με την αυτονόμηση και τον εξαντικειμενισμό της εγκόσμιας εξουσίας, η καταπάτηση της Εξουσίας, η ανταρσία και η ανυπακοή, γίνονται κοινωνικό αμάρτημα, “αμάρτημα μεγαλύτερο απ’ τον φόνο, τη λαγνεία, την κλοπή, την απάτη και ό,τι άλλο σχετικό”. “Καμιά κακή πράξη πάνω στη γη” δε φτάνει την ανταρσία· η ανταρσία είναι ένας “κατακλυσμός απ’ όλα τα αμαρτήματα”. Η αιτιολογία που δίνει ο Λούθηρος γι’ αυτή τη λυσσαλέα καταδίκη της ανταρσίας αποκαλύπτει ένα από τα κεντρικά σημεία του κοινωνικού μηχανισμού,. Ενώ όλες οι άλλες κακές πράξεις δεν προσβάλλουν παρά μόνο τμήματα του συνόλου, η ανταρσία “προσβάλλει την ίδια την κεφαλή”. Ο ληστής και ο δολοφόνος αφήνουν άθικτη την κεφαλή, που μπορεί να τους τιμωρήσει, κι έτσι αφήνουν στην ποινή μια ευκαιρία· όμως η ανταρσία “προσβάλλει την ίδια την ποινή” και επομένως όχι απλά ετούτο ή εκείνο το στοιχείο της υφιστάμενης τάξης, αλλά την ίδια την τάξη, που βασίζεται κυρίως στη δυνατότητά της να επιβάλλει ποινές, στην αναγνώριση του κύρους της. “Ο γάιδαρος θέλει βουρδουλιές κι όχλος θέλει βία για να κυβερνηθεί· αυτό το ήξερε καλά ο Θεός. Γι’ αυτό δεν έβαλε στο χέρι της Εξουσίας ουρά αλεπούς, αλλά σπαθί”. Η απόλυτη απομόνωση, μέσα στην οποία ρίχτηκε το άτομο μετά την διάλυση του μεσαιωνικού κόσμου, εμφανίζεται εδώ, στις απαρχές της καινούργιας αστικής κατάστασης πραγμάτων και σε μια εικόνα φοβερής αλήθειας, σαν η απομόνωση του φυλακισμένου μέσα στο κελλί του: “Γιατί ο Θεός όρισε σε κάθε υποτελές πρόσωπο να είναι μόνο του απέναντι στον εαυτό του, του πήρε το σπαθί και το έκλεισε στη φυλακή. Αν αυτός ξεσηκώνεται και ξεσηκώνει κι άλλους και βγει απ’ τη φυλακή και πάρει στα χέρια του το σπαθί, είναι ένοχος θανάτου ενώπιον του Θεού”.

Σε συνδυασμό με την αστική – προτεσταντική διδασκαλία της Μεταρρύθμισης έγινε, όπως είναι γνωστό, και μια προγραμματισμένη αναδιάρθρωση της οικογένειας και μια μεγάλη ενίσχυση του κύρους του Pater Familias. Η ενίσχυση αυτή είναι πρώτα απ’ όλα μια αναγκαία συνέπεια της κατάρρευσης της καθολικής ιεραρχίας: με την κατάργηση των (προσωπικών και θεσμικών) μεσολαβητών που αυτή είχε ορίσει ανάμεσα στο άτομο και τον Θεό, η ευθύνη για τη σωτηρία της ψυχής των όχι ακόμα υπεύθυνων ανθρώπων και την προετοιμασία τους για τη χριστιανική ζωή περιήλθε ξανά στην οικογένεια και στον επικεφαλής της, στον οποίο απονεμήθηκε ένας σχεδόν ιερατικός ρόλος. Από την άλλη μεριά, με την άμεση σύνδεση του κύρους των εγκόσμιων εξουσιών με το κύρος του Pater Familias (όλες οι εγκόσμιες εξουσίες, όλοι οι “κυρίαρχοι”, γίνονται “πατέρες”), το κύρος τους ενισχύεται προς μια ορισμένη κατεύθυνση. Η υποταγή του ατόμου στην εγκόσμια εξουσία εμφανίζεται “φυσική”, αυτονόητη, “αιώνια”, στον βαθμό ακριβώς που έχει όλες αυτές τις ιδιότητες η υποταγή στην εξουσία του πατέρα, που προέρχεται κι αυτή, όπως κι εκείνη, από την ίδια θεϊκή πηγή. Ο Μαξ Βέμπερ υπογραμμίζει σαν βασικό στοιχείο της μεταβολής της οικογένειας από τη διείσδυση του “πνεύματος του καπιταλισμού” τη διείσδυση της “υπολογιστικότητας στο εσωτερικό των παραδοσιακών θεσμών”: οι παλιές πιετιστικές σχέσεις αποσυντίθενται από τη στιγμή που μέσα στην οικογένεια δεν γίνεται πια κομμουνιστική κατανομή, αλλά “λογαριασμός”, όπως στις επιχειρήσεις. Ωστόσο η άλλη πλευρά αυτής της εξέλιξης είναι πως το “απλοϊκό” γόητρο του Pater Familias γίνεται όλο και περισσότερο μια προγραμματισμένη και τεχνητά δημιουργημένη και διατηρούμενη εξουσία.
Οι βασικές θέσεις της διδασκαλίας για την εξουσία του Pater Familias και την “παραγωγή” των εγκόσμιων εξουσιών από αυτή είναι η εξηγήσεις του Λούθηρου για την τέταρτη εντολή στο “Κήρυγμα περί των Καλών Έργων”, και στον “Μεγάλο Κατηχισμό”, και στην ερμηνεία που δίνει ο Καλβίνος στην Institutio 2, 8. Ο Λούθηρος συμπεριλαμβάνει στην τέταρτη εντολή την “υπακοή προς τους ανωτέρους στους οποίους εναπόκειται να διατάζουν και να κυβερνούν”, παρόλο που στην τέταρτη εντολή δεν γίνεται σαφώς λόγος γι’ αυτό. Ιδού το χαρακρητιστικό του αιτιολογικό: “Διότι από την εξουσία των γονέων εκπηδούν και εξαπλώνονται όλα τ’ άλλα. Διότι όταν ένας πατέρας δεν κατορθώνει να διαπαιδαγωγήσει μόνος του το παιδί του, παίρνει ένα δάσκαλο για να το διδάξει· αν αυτός είναι ακατάλληλος, παίρνει τους φίλους του ή τους γειτονές του· όταν φεύγει σε ταξίδι, διατάζει και παραδίνει τη διοίκηση και το πρόσταγμα σε άλλους που τους δίνει κατάλληλες οδηγίες· κι έτσι πρέπει να διοικεί το προσωπικό του, τους δούλους και τις δούλες, ώστε όλοι όσοι λέγονται κύριοι να παίζουν το ρόλο των γονέων και πρέπει να παίρνουν απ’ αυτούς δύναμη για να κυβερνούν. Γι αυτό και κατά τις Γραφές λέγονται όλοι πατέρες…”. Ο Λούθηρος κατάλαβε καλά πως το σύστημα αυτό των εγκόσμιων εξουσιών βασίζεται στη λειτουργία των σχέσεων εξουσίας μέσα στην οικογένεια. Όπου η υπακοή προς τον πατέρα και την μητέρα δεν “λειτουργεί καλά”, εκεί δεν υπάρχουν ούτε χρηστά ήθη ούτε χρηστή διοίκηση. Γιατί “όταν μέσα στα σπίτια δεν υπάρχει υπακοή, ποτέ δεν είναι δυνατόν να κυβερνιέται καλά μια ολόκληρη πόλη, χώρα, πριγκηπάτο ή βασίλειο”. Ο Λούθηρος αντιλήφθηκε πως το κοινωνικό σύστημα που είχε μπρος στα μάτια του, για να υπάρξει σαν τέτοιο, ήταν εξαρτημένο από τη λειτουργία του κύρους των γονέων· “αν η εξουσία των γονέων καταρρεύσει, το ίδιο θα πάθει κι ολόκληρος ο κόσμος, γιατί χωρίς εξουσία δεν μπορεί να υπάρξει”. Για την ύπαρξη αυτού του κόσμου “δεν υπάρχει πάνω στη γη πιο σημαντική κυριαρχία απ’ την κυριαρχία των γονέων”, “αφού τίποτα δεν είναι πιο απαραίτητο απ’ το ν’ ανατραφούν άνθρωποι που θα μας διαδεχθούν και θα διοικήσουν”, Η εγκόσμια τάξη πραγμάτων αντιμετωπίζεται διαρκώς σαν ένα σύστημα κυβερνώντων και κυβερνωμένων, που χωρίς συζήτηση πρέπει να διατηρηθεί.
Από την άλλη μεριά όμως και η εξουσία των γονέων (που στον Λούθηρο είναι πάντα εξουσία του πατέρα) εξαρτιέται από την εγκόσμια εξουσία: ο Pater Familias δεν είναι σε θέση να διεκπεραιώσει από μόνος του την ανατροφή και διαπαιδαγώγηση του παιδιού. Δίπλα στους γονείς ενισχύεται το καθήκον του σχολείου να εκπαιδεύσει τους μελλοντικούς κυβερνήτες σ’ όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Σαν σκοπό για την καθαγιασμένη απ’ τον Θεό εξουσία των γονέων, ο Λούθηρος βλέπει προπαντός το λύγισμα και την καθυπόταξη της παιδικής θέλησης: “Ο Νόμος όμως ορίζει να τιμώνται οι γονείς για να λυγίζεται ο εγωϊσμός του παιδιού και να γίνονται (τα παιδιά) ταπεινά και πράα”· “διότι καθένας πρέπει να κυβερνιέται και να υπακούει σ’ άλλους ανθρώπους”. Πάλι ο Λούθηρος έχει μπρος τα μάτια του την εικόνα της εγκόσμιας τάξης πραγμάτων σαν μιας παγκόσμιας υποταγής και υποδούλωσης, μιας υποδούλωσης που η αναγκαιότητά της δεν συζητιέται καθόλου πια. Η ελευθερία του χριστιανού σκιάζεται από τις σκιές της επερχόμενης αστικής κοινωνίας· η εξάρτηση και εκμετάλλευση της πλειοψηφίας των ανθρώπων παρουσιάζεται εμφυτευμένη στο “φυσικό” και “θεϊκό” έδαφος της οικογένειας· η πραγματικότητα των ταξικών αντιθέσεων μεταβάλλεται σε επίφαση φυσικής, θεϊκής ιεραρχίας· η εκμετάλλευση γίνεται μια γεμάτη ευγνωμοσύνη ανταπόδοση ορισμένων ευεργεσιών. Γιατί να ο δεύτερος λόγος της απεριόριστης υπακοής: “Ο Θεός μας παρέχει και μας συντηρεί μέσω αυτής (της εξουσίας), με την μορφή των γονέων, της τροφής, του σπιτιού και των υπαρχόντων, της προστασίας και ασφάλειας”· έχουμε “χρέος ενώπιον όλου του κόσμου να είμαστε ευγνώμονες για την ευεργεσία κι όλα τα καλά, όπως αυτά που έχουμε απ’ τους γονείς”. Και οι δούλοι και οι δούλες θάπρεπε μάλιστα να πληρώνουν φόρο, από ευγνωμοσύνη και χαρά, που με τη δουλεία τους εκπληρώνουν το νόμο του Θεού.

http://www.sarajevomag.gr/entipa/teuhos_62/i62_p16_mark.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου