Η
έννοια του ατομικισμού έχει διαφορετικές έννοιες στις αμερικάνικες και
ρώσικες αντιλήψεις. Ένας ατομικιστής μπορεί να θεωρηθεί κάποιος ο
οποίος δεν κατανοεί την ανάγκη να υπακούσει στην συλλογική βούληση, ή
ένας ακλόνητος ηδονιστής, ή απλά ένας ασυμβίβαστος. Η πιο κοινή αντίληψη
για τον ατομικισμό φαίνεται πως είναι αυτή μίας φιλοσοφίας απεριόριστης
προσωπικής ελευθερίας, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα. Αυτή η
φιλοσοφία, αν και πραγματική, δε θα ‘πρεπε να συγχέεται με τον αναρχικό
ατομικισμό: οποιαδήποτε τέτοια κατανόηση είναι στην πραγματικότητα μια
διαστρέβλωση της φιλοσοφίας του, η οποία κρατάει σαν ιεροφύλακας τη
θεμελιώδη αντίληψη για την αξία κάθε ατόμου.
Αυτή η παρανόηση των εννοιών του αναρχισμού και του ατομικισμού οργιάζει και είναι εμφανής για παράδειγμα στην κατηγοριοποίηση του Μαξ Στίρνερ, ίσως του μεγαλύτερου αναρχοατομικιστή στοχαστή, ως πνευματικού πατέρα της άκρας δεξιάς˙ το κλασικό του βιβλίο «Ο μοναδικός και το δικό του» εκδόθηκε στην Αμερική και στο εξωτερικό στο πλαίσιο εκδόσεων της άκρας δεξιάς, συμπεριλαμβανομένου και του φασισμού. Ωστόσο, απέχοντας από την έκθεση μιας φιλοσοφίας με κάθε κόστος, ο Στίρνερ επεσήμανε ότι οι πράξεις ενός ατομικιστή δε θα ‘πρεπε να καταπατούν τους άλλους˙ τέτοιες πράξεις θα καταπατούσαν τα ατομικά δικαιώματα των άλλων.
Με το προαναφερθέν ως φιλοσοφική μας αρχή μπορούμε να ξεκινήσουμε μία έρευνα σχετικά με τη φύση του τι είναι και τι δεν είναι η ατομικιστική συμπεριφορά.
Πρώτα απ’ όλα, ένα σύστημα οικονομικών προνομίων είναι αντί-ατομικιστικό. Το οικονομικό προνόμιο στηρίζεται σε διάφορες σχέσεις εξουσίας. Αυτό μπορεί να σημαίνει υποτίμηση της πρόσβασης στο κεφάλαιο ή μπορεί να είναι μονοπώληση και προστατευτισμός. Σχεδόν σε κάθε περίπτωση, το οικονομικό προνόμιο βασίζεται στην εκμετάλλευση των άλλων. Ισχυρές κεντρικές δομές εξουσίας λειτουργούν για να διασφαλίσουν το προνόμιο μιας ελίτ. Το οικονομικό προνόμιο είναι αντί-ατομικιστικό, όχι μόνο υπό την έννοια ότι το προνόμιο πρέπει να είναι (κατά την σημασιολογική του έννοια) αποκλειστικό (μη καθολικό), αλλά επίσης λόγω του ότι δεν δίνεται σε άλλους μέσω των μηχανισμών προστατευτισμού (συνήθως με νόμο) και λόγω του ότι σχεδόν πάντα στηρίζεται στην απρόθυμη εκμετάλλευση των άλλων.
Έτσι, στην ακροδεξιά καπιταλιστική ιδεολογία, η σχέση μεταξύ ιδιοκτήτη και εργάτη εξορθολογίζεται. Ο κάθε ιδιοκτήτης πιστεύει ότι έχει δημιουργήσει μία θέση εργασίας για τον εργάτη και εάν νιώθει εκμετάλλευση είναι ελεύθερος να βρει άλλη δουλειά ή να δημιουργήσει τη δική του. Ο καπιταλιστής δουλεύει από πλεονεκτική θέση όσο το σύστημα της μισθωτής εργασίας βρίσκεται σε τάξη και λίγοι αμφισβητούν ακόμη τη σχέση τους με τη δημιουργία του πλούτου. Το σύστημα δεν επιτρέπει ελεύθερα στους ανθρώπους να λειτουργούν έξω από αυτό, ή ακόμα και να δουλεύουν ελεύθερα και ανεξάρτητα μέσα σ’ αυτό καθώς χρησιμοποιεί τον έλεγχο των μέσων συναλλαγής (χρήμα) και τον προστατευτισμό του κεφαλαίου για να αποτρέψει τους ανθρώπους από τη δημιουργία μιας οικονομίας η οποία θα μπορούσε να κόψει τα περιθώρια κέρδους. Ο εργαζόμενος δεν είναι ελεύθερος – ελεύθερος ή ελεύθερη να πάρει το μερίδιο των κερδών του (όπως λένε οι Αμερικάνοι, τα 9/10 του νόμου αφορούν την ιδιοκτησία), ούτε είναι ελεύθεροι να κρατήσουν την εργασιακή τους δύναμη αφού θα τους απαγορευόταν η πρόσβαση στα μέσα συναλλαγής. Οι περισσότερες επικλήσεις στα ατομικά δικαιώματα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αντίποινα. Δεν μπορούν να υπάρξουν δίκαιες σχέσεις σ’ ένα τέτοιο στημένο πλαίσιο˙ στην ατομικιστική φιλοσοφία, το άτομο πρέπει να είναι σε θέση να απαιτήσει ένα τέλος στην καταπάτηση χωρίς τον φόβο αντιποίνων.
Το ίδιο συμβαίνει σε κάθε περίπτωση όπου η ιδιοκτησία ελέγχεται κεντρικά, γραφειοκρατικά και προστατεύεται από ένα πολιτικό σύστημα με τη δύναμη της διεξαγωγής αντιποίνων, πιο συχνά μέσω του νόμου και της φυλάκισης, αλλά επίσης μέσω και άλλων μέσων άρνησης. Κάπως έτσι, μία δομή προνομίων γίνεται πολύ βολική ώστε να κρατά τους ανθρώπους σε τάξη.
Μπορεί επίσης να υποστηριχθεί ότι ένα σύστημα αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, και συνεπώς, ένα σύστημα αντιπροσωπευτικού δικαίου είναι επίσης αντί-ατομικιστικό. Ενώ κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν θέλουν όλοι να συμμετέχουν στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και ότι ως εκ τούτου, η αντιπροσώπευση είναι απαραίτητη, κάποιος μπορεί επίσης να δει ξεκάθαρα παραδείγματα των «αντιπροσώπων» των ανθρώπων που λαμβάνουν αποφάσεις οι οποίες δεν εκπροσωπούν τις επιθυμίες τους και στην πραγματικότητα καταπατούν τις πολιτικές τους ελευθερίες. Δεν υπάρχει σύστημα όπου το άτομο μπορεί νόμιμα να αρνηθεί μία απόφαση η οποία δεν εκπροσωπεί την επιθυμία του από τη στιγμή που θα κωδικοποιηθεί σε νόμο. Έτσι, ένας νεαρός Ρώσος μπορεί να είναι αρκετά τυχερός ώστε να βρει τρόπους αποφυγής των στρατιωτικών του καθηκόντων˙ αλλά ίσως και όχι. Οι ηθικοί παράγοντες του ατόμου είναι ασήμαντοι. Οι αντιπρόσωποι είναι επίσης γνωστό ότι φτιάχνουν νόμους οι οποίοι είναι απλούστατα προεκτάσεις των ηθικών τους φετίχ: όπως είναι οι αμερικάνικοι νόμοι κατά του σοδομισμού και της μοιχείας, οι οποίοι αν και σπάνια εφαρμόζονται, υπάρχουν στα βιβλία. Αφήνοντας στην άκρη τέτοιες καταχρήσεις, η αντιπροσωπευτική κυβέρνηση μπορεί να γίνει όχημα που οδηγεί στην ακραία καταστολή του ατόμου. Νόμοι που προστατεύουν το άτομο (δηλαδή κατά των φόνων) είναι σχετικά λίγοι. Οι περισσότεροι νόμοι προστατεύουν μία μη-ανθρώπινη οντότητα: κυβέρνηση, κόμματα, δομές, εκκλησία, ιδιοκτησία.
Η αντιπροσωπευτική κυβέρνηση δεν μπορεί να αλλάξει επειδή κάποιο άτομο μπαίνει σ’ αυτή˙ οι δομές της παραμένουν ίδιες. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων πρέπει να είναι ανοιχτή σε εκείνους οι οποίοι επηρεάζονται από τις αποφάσεις εάν εκείνοι το επιθυμούν.
Στην κοινωνική ζωή η υπερβολικά ατομικιστική φιλοσοφία δε μπορεί να θεωρηθεί απλός ηδονισμός εις βάρους του οποιουδήποτε. Η ιδέα (δυστυχώς πολύ συχνά οι άνθρωποι παρανοούν την αναρχία) ότι ένας μπορεί αδιακρίτως να αρχίσει να σκοτώνει, να βιάζει και να κάνει ότι θέλει δεν απορρέει από την αναρχο-ατομικιστική φιλοσοφία. « Το δικαίωμά σου να κουνάς το τηγάνι σταματά όπου αρχίζει το πρόσωπό μου», είναι στο περίπου η αντίληψη που έχουμε. Εάν περιμένεις οι άλλοι να σέβονται τα δικαιώματά σου πρέπει φυσικά, λογικά να επεκτείνεις αυτό το σεβασμό στους άλλους. Κάνοντας αυτό που θέλεις, όταν πληγώνεις τους άλλους, δεν σηματοδοτεί τη γιορτή των δικαιωμάτων του ατόμου, αλλά των δικών σου απεριόριστων δικαιωμάτων, τα οποία, εάν θίγουν σοβαρά τους άλλους, πρέπει να στηρίζονται σε κάποια σχέση εξουσίας.
Τα κοινωνικά συστήματα αντεκδίκησης δρουν με βάση την καταπίεση του ατόμου. Τα περισσότερα από αυτά τα συστήματα βασίζονται στην ηθικολογία της μισαλλοδοξίας (για παράδειγμα ) και όχι από την ηθική του σεβασμού της διαφορετικότητας. Τα κοινωνικά δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, για παράδειγμα, καταπατούνται συχνά εξαιτίας μιας αόριστης δομής ηθικής καταπίεσης λαμβάνοντας υπόψη ότι οι σχέσεις τους, όντας συναινετικές, δεν έχουν κανένα στοιχείο εξαναγκασμού και συνεπώς στοιχεία παράβασης. Η ατομικιτιστική ηθική πρέπει να είναι ανεκτική στην διαφορετικότητα, είτε αυτή είναι φυσική είτε επιλεγμένη. Εάν κάποιος επιθυμεί να κάνει τατουάζ στο πρόσωπο, να κυκλοφορεί γυμνός, κλπ, πρέπει να είναι σεβαστό από τη στιγμή που δεν έχει καμία σχέση με τις δικές σου επιλογές, για παράδειγμα, με το να κυκλοφορείς ντυμένος. Η προκατάληψη κάθε είδους όπως ο ρατσισμός, σεξισμός, ομοφοβία, εθνικός σοβινισμός , δεν έχει θέση στην αναρχο-ατομικιστική φιλοσοφία καθώς βλέπει τους ανθρώπους ως μέλη μιας ομάδας, και όχι σαν άτομα.
Η ατομικιστική φιλοσοφία, λοιπόν, είναι τέτοια που τρέφει μεγάλο σεβασμό για το άτομο και όχι μια παιδική διαταραχή του Εγώ, ούτε ένας ανώτερος εξορθολογισμός για την υλοποίηση πράξεων οι οποίες, το πιθανότερο δεν είναι προϊόντα πραγματικών επιθυμιών αλλά δυνάμεων εκτός του ατόμου. Η φιλοσοφία αυτή δεν αποκλείει σχήματα ανθρώπινων κοινοτήτων και συνεργασίας. Αντιθέτως, μια ατομικιστική ηθική μπορεί να περιλαμβάνει τις υψηλότερες μορφές (εκούσιων) κοινοτήτων και συνεργασίας (η αναρχική ιδέα των ελεύθερων σχέσεων). Είναι ένα ιδεώδες σεβασμού και όχι ασέβειας της επιθυμίας του κάθε ατόμου για την αυτοπραγμάτωση της φυσικής του επιθυμίας, με ότι αυτό μπορεί να περιλαμβάνει, ανεμπόδιστα, χωρίς δομές εξουσίας και στοιχεία κοινωνικής παρέμβασης.
Γράφτηκε για το περιοδικό “Osvobohkdyeneyi Leechonostee” (Η Απελευθέρωση του Ατόμου) το 1992.
Δημοσιεύθηκε στο blog rapid proletarians
Αρχική πηγή: flag blackened
Πηγή αναδημοσίευσης: Indymedia
http://theparabellum.squat.gr/
αναρτήθηκε από selana
Αυτή η παρανόηση των εννοιών του αναρχισμού και του ατομικισμού οργιάζει και είναι εμφανής για παράδειγμα στην κατηγοριοποίηση του Μαξ Στίρνερ, ίσως του μεγαλύτερου αναρχοατομικιστή στοχαστή, ως πνευματικού πατέρα της άκρας δεξιάς˙ το κλασικό του βιβλίο «Ο μοναδικός και το δικό του» εκδόθηκε στην Αμερική και στο εξωτερικό στο πλαίσιο εκδόσεων της άκρας δεξιάς, συμπεριλαμβανομένου και του φασισμού. Ωστόσο, απέχοντας από την έκθεση μιας φιλοσοφίας με κάθε κόστος, ο Στίρνερ επεσήμανε ότι οι πράξεις ενός ατομικιστή δε θα ‘πρεπε να καταπατούν τους άλλους˙ τέτοιες πράξεις θα καταπατούσαν τα ατομικά δικαιώματα των άλλων.
Με το προαναφερθέν ως φιλοσοφική μας αρχή μπορούμε να ξεκινήσουμε μία έρευνα σχετικά με τη φύση του τι είναι και τι δεν είναι η ατομικιστική συμπεριφορά.
Πρώτα απ’ όλα, ένα σύστημα οικονομικών προνομίων είναι αντί-ατομικιστικό. Το οικονομικό προνόμιο στηρίζεται σε διάφορες σχέσεις εξουσίας. Αυτό μπορεί να σημαίνει υποτίμηση της πρόσβασης στο κεφάλαιο ή μπορεί να είναι μονοπώληση και προστατευτισμός. Σχεδόν σε κάθε περίπτωση, το οικονομικό προνόμιο βασίζεται στην εκμετάλλευση των άλλων. Ισχυρές κεντρικές δομές εξουσίας λειτουργούν για να διασφαλίσουν το προνόμιο μιας ελίτ. Το οικονομικό προνόμιο είναι αντί-ατομικιστικό, όχι μόνο υπό την έννοια ότι το προνόμιο πρέπει να είναι (κατά την σημασιολογική του έννοια) αποκλειστικό (μη καθολικό), αλλά επίσης λόγω του ότι δεν δίνεται σε άλλους μέσω των μηχανισμών προστατευτισμού (συνήθως με νόμο) και λόγω του ότι σχεδόν πάντα στηρίζεται στην απρόθυμη εκμετάλλευση των άλλων.
Έτσι, στην ακροδεξιά καπιταλιστική ιδεολογία, η σχέση μεταξύ ιδιοκτήτη και εργάτη εξορθολογίζεται. Ο κάθε ιδιοκτήτης πιστεύει ότι έχει δημιουργήσει μία θέση εργασίας για τον εργάτη και εάν νιώθει εκμετάλλευση είναι ελεύθερος να βρει άλλη δουλειά ή να δημιουργήσει τη δική του. Ο καπιταλιστής δουλεύει από πλεονεκτική θέση όσο το σύστημα της μισθωτής εργασίας βρίσκεται σε τάξη και λίγοι αμφισβητούν ακόμη τη σχέση τους με τη δημιουργία του πλούτου. Το σύστημα δεν επιτρέπει ελεύθερα στους ανθρώπους να λειτουργούν έξω από αυτό, ή ακόμα και να δουλεύουν ελεύθερα και ανεξάρτητα μέσα σ’ αυτό καθώς χρησιμοποιεί τον έλεγχο των μέσων συναλλαγής (χρήμα) και τον προστατευτισμό του κεφαλαίου για να αποτρέψει τους ανθρώπους από τη δημιουργία μιας οικονομίας η οποία θα μπορούσε να κόψει τα περιθώρια κέρδους. Ο εργαζόμενος δεν είναι ελεύθερος – ελεύθερος ή ελεύθερη να πάρει το μερίδιο των κερδών του (όπως λένε οι Αμερικάνοι, τα 9/10 του νόμου αφορούν την ιδιοκτησία), ούτε είναι ελεύθεροι να κρατήσουν την εργασιακή τους δύναμη αφού θα τους απαγορευόταν η πρόσβαση στα μέσα συναλλαγής. Οι περισσότερες επικλήσεις στα ατομικά δικαιώματα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αντίποινα. Δεν μπορούν να υπάρξουν δίκαιες σχέσεις σ’ ένα τέτοιο στημένο πλαίσιο˙ στην ατομικιστική φιλοσοφία, το άτομο πρέπει να είναι σε θέση να απαιτήσει ένα τέλος στην καταπάτηση χωρίς τον φόβο αντιποίνων.
Το ίδιο συμβαίνει σε κάθε περίπτωση όπου η ιδιοκτησία ελέγχεται κεντρικά, γραφειοκρατικά και προστατεύεται από ένα πολιτικό σύστημα με τη δύναμη της διεξαγωγής αντιποίνων, πιο συχνά μέσω του νόμου και της φυλάκισης, αλλά επίσης μέσω και άλλων μέσων άρνησης. Κάπως έτσι, μία δομή προνομίων γίνεται πολύ βολική ώστε να κρατά τους ανθρώπους σε τάξη.
Μπορεί επίσης να υποστηριχθεί ότι ένα σύστημα αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, και συνεπώς, ένα σύστημα αντιπροσωπευτικού δικαίου είναι επίσης αντί-ατομικιστικό. Ενώ κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν θέλουν όλοι να συμμετέχουν στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και ότι ως εκ τούτου, η αντιπροσώπευση είναι απαραίτητη, κάποιος μπορεί επίσης να δει ξεκάθαρα παραδείγματα των «αντιπροσώπων» των ανθρώπων που λαμβάνουν αποφάσεις οι οποίες δεν εκπροσωπούν τις επιθυμίες τους και στην πραγματικότητα καταπατούν τις πολιτικές τους ελευθερίες. Δεν υπάρχει σύστημα όπου το άτομο μπορεί νόμιμα να αρνηθεί μία απόφαση η οποία δεν εκπροσωπεί την επιθυμία του από τη στιγμή που θα κωδικοποιηθεί σε νόμο. Έτσι, ένας νεαρός Ρώσος μπορεί να είναι αρκετά τυχερός ώστε να βρει τρόπους αποφυγής των στρατιωτικών του καθηκόντων˙ αλλά ίσως και όχι. Οι ηθικοί παράγοντες του ατόμου είναι ασήμαντοι. Οι αντιπρόσωποι είναι επίσης γνωστό ότι φτιάχνουν νόμους οι οποίοι είναι απλούστατα προεκτάσεις των ηθικών τους φετίχ: όπως είναι οι αμερικάνικοι νόμοι κατά του σοδομισμού και της μοιχείας, οι οποίοι αν και σπάνια εφαρμόζονται, υπάρχουν στα βιβλία. Αφήνοντας στην άκρη τέτοιες καταχρήσεις, η αντιπροσωπευτική κυβέρνηση μπορεί να γίνει όχημα που οδηγεί στην ακραία καταστολή του ατόμου. Νόμοι που προστατεύουν το άτομο (δηλαδή κατά των φόνων) είναι σχετικά λίγοι. Οι περισσότεροι νόμοι προστατεύουν μία μη-ανθρώπινη οντότητα: κυβέρνηση, κόμματα, δομές, εκκλησία, ιδιοκτησία.
Η αντιπροσωπευτική κυβέρνηση δεν μπορεί να αλλάξει επειδή κάποιο άτομο μπαίνει σ’ αυτή˙ οι δομές της παραμένουν ίδιες. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων πρέπει να είναι ανοιχτή σε εκείνους οι οποίοι επηρεάζονται από τις αποφάσεις εάν εκείνοι το επιθυμούν.
Στην κοινωνική ζωή η υπερβολικά ατομικιστική φιλοσοφία δε μπορεί να θεωρηθεί απλός ηδονισμός εις βάρους του οποιουδήποτε. Η ιδέα (δυστυχώς πολύ συχνά οι άνθρωποι παρανοούν την αναρχία) ότι ένας μπορεί αδιακρίτως να αρχίσει να σκοτώνει, να βιάζει και να κάνει ότι θέλει δεν απορρέει από την αναρχο-ατομικιστική φιλοσοφία. « Το δικαίωμά σου να κουνάς το τηγάνι σταματά όπου αρχίζει το πρόσωπό μου», είναι στο περίπου η αντίληψη που έχουμε. Εάν περιμένεις οι άλλοι να σέβονται τα δικαιώματά σου πρέπει φυσικά, λογικά να επεκτείνεις αυτό το σεβασμό στους άλλους. Κάνοντας αυτό που θέλεις, όταν πληγώνεις τους άλλους, δεν σηματοδοτεί τη γιορτή των δικαιωμάτων του ατόμου, αλλά των δικών σου απεριόριστων δικαιωμάτων, τα οποία, εάν θίγουν σοβαρά τους άλλους, πρέπει να στηρίζονται σε κάποια σχέση εξουσίας.
Τα κοινωνικά συστήματα αντεκδίκησης δρουν με βάση την καταπίεση του ατόμου. Τα περισσότερα από αυτά τα συστήματα βασίζονται στην ηθικολογία της μισαλλοδοξίας (για παράδειγμα ) και όχι από την ηθική του σεβασμού της διαφορετικότητας. Τα κοινωνικά δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, για παράδειγμα, καταπατούνται συχνά εξαιτίας μιας αόριστης δομής ηθικής καταπίεσης λαμβάνοντας υπόψη ότι οι σχέσεις τους, όντας συναινετικές, δεν έχουν κανένα στοιχείο εξαναγκασμού και συνεπώς στοιχεία παράβασης. Η ατομικιτιστική ηθική πρέπει να είναι ανεκτική στην διαφορετικότητα, είτε αυτή είναι φυσική είτε επιλεγμένη. Εάν κάποιος επιθυμεί να κάνει τατουάζ στο πρόσωπο, να κυκλοφορεί γυμνός, κλπ, πρέπει να είναι σεβαστό από τη στιγμή που δεν έχει καμία σχέση με τις δικές σου επιλογές, για παράδειγμα, με το να κυκλοφορείς ντυμένος. Η προκατάληψη κάθε είδους όπως ο ρατσισμός, σεξισμός, ομοφοβία, εθνικός σοβινισμός , δεν έχει θέση στην αναρχο-ατομικιστική φιλοσοφία καθώς βλέπει τους ανθρώπους ως μέλη μιας ομάδας, και όχι σαν άτομα.
Η ατομικιστική φιλοσοφία, λοιπόν, είναι τέτοια που τρέφει μεγάλο σεβασμό για το άτομο και όχι μια παιδική διαταραχή του Εγώ, ούτε ένας ανώτερος εξορθολογισμός για την υλοποίηση πράξεων οι οποίες, το πιθανότερο δεν είναι προϊόντα πραγματικών επιθυμιών αλλά δυνάμεων εκτός του ατόμου. Η φιλοσοφία αυτή δεν αποκλείει σχήματα ανθρώπινων κοινοτήτων και συνεργασίας. Αντιθέτως, μια ατομικιστική ηθική μπορεί να περιλαμβάνει τις υψηλότερες μορφές (εκούσιων) κοινοτήτων και συνεργασίας (η αναρχική ιδέα των ελεύθερων σχέσεων). Είναι ένα ιδεώδες σεβασμού και όχι ασέβειας της επιθυμίας του κάθε ατόμου για την αυτοπραγμάτωση της φυσικής του επιθυμίας, με ότι αυτό μπορεί να περιλαμβάνει, ανεμπόδιστα, χωρίς δομές εξουσίας και στοιχεία κοινωνικής παρέμβασης.
Γράφτηκε για το περιοδικό “Osvobohkdyeneyi Leechonostee” (Η Απελευθέρωση του Ατόμου) το 1992.
Δημοσιεύθηκε στο blog rapid proletarians
Αρχική πηγή: flag blackened
Πηγή αναδημοσίευσης: Indymedia
http://theparabellum.squat.gr/
αναρτήθηκε από selana
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου