Στις 18 Ιουνίου 1943, η κατοχική κυβέρνηση Ράλλη ιδρύει τα Τάγματα Ασφαλείας για την καταπολέμηση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Ο Ιός της Ελευθεροτυπίας παρουσίασε πριν από μερικά χρόνια μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση για την επιχείρηση «αναθεώρησης» της ιστορίας και την προσπάθεια να ξεχαστούν τα εγκλήματα που διέπραξαν.
Όσο απομακρυνόμαστε από τη σκοτεινή περίοδο της Κατοχής, τόσο η μνήμη των επιζώντων αδυνατίζει, οι αξιόπιστες μαρτυρίες σπανίζουν και τα ιστορικά ντοκουμέντα εξαντλούνται. Τόσο το καλύτερο για την επιχείρηση «αναθεώρησης» της ιστορίας και την «επιστημονική εξαφάνιση» του ενοχλητικού παρελθόντος του εγχώριου δωσιλογισμού.
Φαίνεται πως η μνήμη της δεκαετίας του ’40 θα συνεχίσει για καιρό να στοιχειώνει την πολιτική ζωή αυτού του τόπου. Το διαπιστώσαμε για μια ακόμη φορά φέτος το καλοκαίρι, με τις αντιδράσεις που προκάλεσε η συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στη Μακρόνησο.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του κ. Καραμανλή να αποποιηθεί τη σκοτεινή κληρονομιά της μεταπολεμικής εθνικοφροσύνης, επισκεπτόμενος μέχρι και τον Αη Στράτη, οι περισσότεροι από τους opinion leaders του κόμματός του προτίμησαν να ακολουθήσουν την πεπατημένη. Εφημερίδες της παράταξης έκαναν ξανά λόγο για «ξενοκίνητους κομμουνιστοσυμμορίτες» κι «επίορκους εισβολείς», ενώ δεν έλειψαν αυτοί που αναρωτήθηκαν δημόσια, γιατί οι πανεπιστημιακοί κ.λπ. διανοούμενοι της Ν.Δ. αποφεύγουν ν’ αντιπαραθέσουν στις «προκλήσεις» της άλλης πλευράς τη «σωστή» εκδοχή των γεγονότων της εποχής.
Πολύ φοβούμαστε ότι, όσοι εκδήλωσαν μ’ αυτό τον τρόπο την αγανάκτησή τους, δεν έχουν πάρει καθόλου χαμπάρι τις εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας στο πεδίο της εγχώριας ιστοριογραφίας. Το γεγονός, δηλαδή, ότι οι οργανικοί διανοούμενοι της Δεξιάς, όχι μόνο δεν «σιωπούν» όσον αφορά τη δεκαετία του ’40, αλλά κι έχουν από καιρό δρομολογήσει την αντεπίθεσή τους. Μόνο που αυτή η τελευταία δύσκολα μπορεί -προς το παρόν- να εκλαϊκευτεί πανηγυρικά, καθώς είναι μάλλον υπερβολικά προχωρημένη για τα γούστα του «μεσαίου χώρου».
Ο λόγος είναι απλός: αντί ν’ αντιπαρατάξει στο ΕΑΜ τις (μάλλον περιθωριακές, αριθμητικά) δεξιές αντιστασιακές οργανώσεις της εποχής, όπως έκανε παλιότερα η επίσημη ιστοριογραφία, το νέο συντηρητικό ιστοριογραφικό ρεύμα προτιμά να συμφιλιωθεί με το σκληρό πυρήνα της κατοχικής εθνικοφροσύνης, παρακάμπτοντας την αντίθεση «αντίσταση-δωσιλογισμός» κι αποκαθιστώντας πολιτικά την πιο «καθαρή» (και μαζική) αντικομμουνιστική δύναμη της εποχής: τα Τάγματα Ασφαλείας του 1943-44!
Δεν πρόκειται άλλωστε για ελληνική πρωτοτυπία, αλλά για το εγχώριο ισοδύναμο μιας σχολής με πανευρωπαϊκή εμβέλεια. Η τελευταία εμφανίστηκε μετά το 1989 ξαναγράφοντας την αντιφασιστική αντίσταση του 1940-45, με κύριο ερμηνευτικό εργαλείο όχι πλέον τα πολιτικά χαρακτηριστικά της σύγκρουσης, αλλά την «εμφύλια βία». Ακραία εκδοχή του όλου ρεύματος συνιστά η περιβόητη «Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού», με την οποία έχουμε ήδη ασχοληθεί («Ιός» 11.11.01).
Τα ελληνικά Ες Ες
Ας επανέλθουμε, όμως, στα δικά μας.
Με την ονομασία «Τάγματα Ασφαλείας» έμειναν γνωστές οι μονάδες που συγκροτήθηκαν το 1943-44 από τις κατοχικές αρχές για την καταπολέμηση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Σκοπός της δημιουργίας τους, εκτός από την «εξοικονόμηση γερμανικού αίματος», ήταν -σύμφωνα με τον τότε στρατιωτικό διοικητή της Ελλάδας, Αλεξάντερ Λέερ- «να χρησιμοποιηθεί πλήρως η αντικομμουνιστική μερίδα του ελληνικού λαού, για να εκδηλωθεί φανερά και να εξαναγκαστεί σε απροκάλυπτη εχθρότητα κατά της κομμουνιστικής μερίδας». Η διεύρυνση, με άλλα λόγια, των κατά τόπους συμμαχιών του κατοχικού μηχανισμού και η μετατροπή του πολέμου κατά της Αντίστασης σε εμφύλιο.
Το εγχείρημα υλοποιήθηκε με δύο μορφές: (α) 9 «ευζωνικά τάγματα», οργανωμένα από την ίδια τη δωσιλογική κυβέρνηση, συνολικής δύναμης 5.725 ανδρών, και (β) 22 «εθελοντικά τάγματα», ως επί το πλείστον αυτοτελώς συγκροτημένα, συνολικής δύναμης 16.625 ανδρών. Γενικός προϊστάμενος, και των μεν και των δε, ήταν ο αντιστράτηγος των Waffen SS, Βάλτερ Σιμάνα.
Στον ίδιο το Σιμάνα οφείλουμε και τον τελικό απολογισμό της δράσης των Ταγμάτων Ασφαλείας, λίγο μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα. Σε αναφορά του προς το Γενικό Επιτελείο των SS (2.11.44), εκτιμά ότι τα μεν εθελοντικά τάγματα «ήταν πολύτιμες βοηθητικές μονάδες στην ενεργή καταπολέμηση των συμμοριών» από τη Βέρμαχτ, τα δε ευζωνικά τμήματα «πολέμησαν τον Κομμουνισμό και τις συμμορίες του ΕΛΑΣ με αξιοσημείωτη επιτυχία». Την εκτίμησή του θα συμμεριστεί, στην υπηρεσιακή του απάντηση (10.11.44), και ο αρχηγός των SS, Χάινριχ Χίμλερ: «Σας εκφράζω τα συγχαρητήριά μου, επειδή κατορθώσατε να οργανώσετε τα υγιή και νομοταγή στοιχεία του Ελληνικού λαού στα τμήματα των Ελλήνων εθελοντών καθώς και των Ευζώνων, και να τα οδηγήσετε -σε αγαστή συνεργασία με τα δικά μας γερμανικά τμήματα- στον αγώνα κατά των μπολσεβίκων συνωμοτών μέχρι την τελευταία μέρα».
Οπως ήταν αναμενόμενο, οι ταγματασφαλίτες ταυτίστηκαν με την πιο σκοτεινή πλευρά της δράσης των κατοχικών στρατευμάτων: μπλόκα, κάψιμο χωριών, μαζικές εκτελέσεις αμάχων. Συχνά, μάλιστα, αποδείχθηκαν βασιλικότεροι του βασιλέως – κατηγορώντας λ.χ. τους εκπροσώπους του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού σαν «τροφοδότες των συμμοριτών» ή διαμαρτυρόμενοι για την «επιείκεια» των Γερμανών απέναντι στους αιχμάλωτους «κομμουνιστές».
Η εικόνα που αποτυπώθηκε ως εκ τούτου στη συλλογική μνήμη για τα Τάγματα ήταν τέτοια, ώστε η Πολιτεία ουδέποτε τόλμησε να προχωρήσει στην επίσημη πολιτική αποκατάστασή τους. Μολονότι τα επιζήσαντα στελέχη τους τιμήθηκαν ποικιλότροπα από το μεταπολεμικό κράτος των εθνικοφρόνων, αυτό έγινε με κάθε δυνατή διακριτικότητα. Ωσπου, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, το γενικότερο κλίμα φάνηκε να ευνοεί μια διαφορετική εξέλιξη.
Το πρώτο βήμα έκανε, το 1994, ο Θανάσης Βαλτινός. Λογοτεχνική αναπαραγωγή των παραπόνων του ανώνυμου ταγματασφαλίτη, ότι ο ελασίτης συγχωριανός του που «έσφαξε κόσμο, τώρα παίρνει σύνταξη για αντίσταση», η «Ορθοκωστά» ανήκει βέβαια στη σφαίρα της μυθοπλασίας. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τις παράλληλες δηλώσεις του συγγραφέα, που είχαν καθαρά πολιτικό χαρακτήρα: «Ο μισός πληθυσμός της Πελοποννήσου ήταν στα Τάγματα. Ολοι αυτοί ήταν προδότες, που υπηρέτησαν συνειδητά τον Χίτλερ; Είναι αφέλεια και χοντράδα να το πιστεύουμε» («Ε» 24.8.94). Το ίδιο το βιβλίο θ’ αντιμετωπιστεί, άλλωστε, από τους οπαδούς της αναθεωρητικής σχολής σαν ένα καθαρά ιστοριογραφικό «ντοκουμέντο».
Από κει και πέρα, τη σκυτάλη πήραν οι οργανικοί διανοούμενοι της εκσυγχρονισμένης δεξιάς. Η καταγραφή που ακολουθεί είναι απλώς δειγματοληπτική.
Η Συνομοσπονδία
Η Πανελλήνια Συνομοσπονδία Εθνικών Αντιστασιακών Οργανώσεων (ΠΣΕΑΟ) εκπροσωπεί «εθνικόφρονες» σχηματισμούς της Κατοχής, από αναγνωρισμένες αντιστασιακές οργανώσεις (όπως ο ΕΔΕΣ ή η ΕΚΚΑ) μέχρι ομάδες που έγιναν συνώνυμες του δωσιλογισμού (όπως η ΠΑΟ ή η «Χ»). Συνδετικό ιστό της κίνησης αποτελούν ο αντικομμουνισμός και η αναπόληση του παλιού καλού καιρού, πριν από τη νομοθετική αναγνώριση -«για προφανείς ψηφοθηρικούς λόγους»- της εαμικής Αντίστασης.
Το 2001, η Συνομοσπονδία προχώρησε στην έκδοση της δικής της εκδοχής για την περίοδο 1941-45, με σκοπό την απόκρουση της αριστερής «αλλόφρονος επιδρομής κατά της αλήθειας» και την αποκατάσταση της εικόνας των φορέων της στη συλλογική συνείδηση. Το βιβλίο προλογίζει ο επικεφαλής του Γραφείου Τύπου του Κ. Μητσοτάκη Γιάννης Βούλτεψης, ενώ ο πρόεδρός της, αντιστράτηγος ε.α. Γεώργιος Καρούσος (γνωστότερος ως αρχηγός της ΕΟΚΑ Β΄ μετά το θάνατο του Γρίβα) δημοσιοποίησε πρόσφατα από τις στήλες του «Ελεύθερου Τύπου» (5.10.03) τη συστράτευσή του στον προεκλογικό αγώνα της ΝΔ.
Μέχρι εδώ, όλα μοιάζουν περίπου αυτονόητα.
Ομως η αποκατάσταση του «εθνικόφρονος» χώρου από την ΠΣΕΑΟ καταλήγει να συμπεριλάβει, ρητά και καθαρά, τα Τάγματα Ασφαλείας. Οι ένοπλοι υφιστάμενοι των SS χαρακτηρίζονται «Ελληνες που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εύκολα ο πατριωτισμός τους» (σ.261), ενώ υιοθετείται η εκτίμηση πως «το φαινόμενο των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν περισσότερο ζήτημα αυτοπροστασίας και όχι αντισυμμαχικού αγώνος» (σ.263). Η ευθύνη για το σχηματισμό των τελευταίων επιρρίπτεται αποκλειστικά και μόνο στο ΕΑΜ, με το επιχείρημα ότι, σε περιοχές όπως η Πελοπόννησος, «οι εκτελέσεις των αντιφρονούντων στον ΕΛΑΣ υπερέβαιναν κατά πολύ των εκτελέσεων των Γερμανών και στις πιο βάρβαρες και αποτρόπαιες εκδηλώσεις τους» (σ.261). Ως απόδειξη, επιστρατεύεται ο παράλογος αναχρονισμός, σύμφωνα με τον οποίο η σφαγή των ταγματασφαλιτών από τον ΕΛΑΣ το φθινόπωρο του 1944 «ερμηνεύει» και «δικαιολογεί» τον εξοπλισμό τους από τους Γερμανούς, ένα χρόνο νωρίτερα!
Ο απόγονος
Ο ελληνοαμερικανός γιατρός Κώστας Σαραντόπουλος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Βαλτέτσι της Αρκαδίας, χωριό που οπλίστηκε το Μάιο του 1944 από το Τάγμα Ασφαλείας της Τρίπολης και καταστράφηκε διά πυρός και σιδήρου από τον ΕΛΑΣ τον επόμενο μήνα. Ο μεγάλος αδερφός κι ο πατέρας του ήταν ταγματασφαλίτες και σκοτώθηκαν από τους αντάρτες, ο πρώτος στη διάρκεια της μάχης κι ο δεύτερος με απόφαση ανταρτοδικείου.
Μοιραία, λοιπόν, όταν αποφάσισε να γράψει την ιστορία της καταστροφής του χωριού του, μόνο για αντικειμενικότητα δεν μπορούσε να κατηγορηθεί. Στόχος του βιβλίου του «Βαλτέτσι 1944», που κυκλοφόρησε φέτος το καλοκαίρι, είναι η απερίφραστη καταδίκη της εαμικής αντίστασης, η οποία καταγγέλλεται σαν «πρωτοφανής και αδικαιολόγητη ανταρσία» (σ.16), στηριγμένη στη «διαστροφή του ψυχισμού, που υπέστη από τα κηρύγματα του μίσους μια μερίδα του ελληνικού λαού» (σ.17). Και, φυσικά, η δικαίωση όσων -όπως οι δικοί του- πήραν όπλα από τους κατακτητές για να πολεμήσουν το αντάρτικο.
Στηριγμένο στις αναμνήσεις του συγγραφέα και σε προφορικές κυρίως αφηγήσεις, το βιβλίο περιέχει κάποιες ενδιαφέρουσες (αν και καταφανώς μεροληπτικές) πληροφορίες, όσον αφορά τις ζυμώσεις που κατέληξαν στον εξοπλισμό του χωριού. Αυτό που κυριαρχεί, ωστόσο, είναι η θερμή συνηγορία υπέρ των Ταγμάτων Ασφαλείας: «μοναδικοί εγγυητές της ασφάλειας των πολιτών», «σχηματίστηκαν από την αδήριτη ανάγκη προστασίας των πολιτών από την εγκληματική δραστηριότητα του ΕΑΜ» (σ.53), η δε συνεργασία τους με τους Γερμανούς διαψεύδεται σαν προϊόν «πολιτικής σκοπιμότητας κι εμπάθειας» (σ.159) -κι αυτό, παρά την παραδοχή ότι, «σε ορισμένες περιπτώσεις», συμμετείχαν σε μπλόκα κι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Βέρμαχτ (σ.161).
Ακόμη χαρακτηριστικότερη είναι η αντιμετώπιση της ηγεσίας τους. Οι επικεφαλής τους χαρακτηρίζονται «λαμπροί αξιωματικοί του ελληνικού στρατού» (σ.160), που «δεν είχαν καμία διάθεση να γίνουν όργανα του εχθρού» (σ.162), ενώ ιδιαίτερη μεταχείριση επιφυλάσσεται στο διοικητή τους, τον «γενναίο συνταγματάρχη» και «ήρωα» Διονύσιο Παπαδόγγονα (σ.168-71). Και, φυσικά, εξυμνείται ο δημιουργός τους: «Παραμερίζοντας όσο μπορούμε το διαχρονικό ελάττωμα της φυλής μας, να ανταμείβουμε με αχαριστία τολμηρούς πολιτικούς άνδρες που σε κρίσιμες περιστάσεις ανέλαβαν τον κίνδυνο να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον πάσχοντα λαό, θα αποτολμήσουμε να πούμε ότι οι κατοχικές κυβερνήσεις προσέφεραν μεγάλη ανακούφιση στον χειμαζόμενο ελληνικό λαό», με αποκορύφωμα την «απόφαση του Ιωάννη Ράλλη να συγκροτήσει τα Τ.Α., προκειμένου να αποτρέψει τον κίνδυνο να περιέλθει η Ελλάδα στο ‘Σιδηρούν Παραπέτασμα'» (σ.165). Για προφανείς λόγους, η αντίστοιχη προσφορά του Βάλτερ Σιμάνα κρίθηκε προτιμότερο ν’ αποσιωπηθεί.
Ο πανεπιστημιακός (εσωτερικού)
Ολα αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν φυσιολογικά για έναν ερασιτέχνη ιστοριογράφο, έντονα σημαδεμένο απ’ την προσωπική του τραγωδία. Την ίδια όμως ανάλυση συναντάμε και σε κείμενα πανεπιστημιακών, ταυτισμένων με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ο Ιωάννης Κολιόπουλος είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσ/νίκης, αντιπρόεδρος του ΙΜΧΑ και, ταυτόχρονα, μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου και του εκδοτικού τμήματος του «Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κων/νος Καραμανλής» (ΙΔΚΚ). Το ΙΔΚΚ είναι το επίσημο θινκ τανκ της ΝΔ, επιφορτισμένο με την επεξεργασία του πολιτικού λόγου και της στρατηγικής του κόμματος: τον περασμένο Αύγουστο λ.χ., οι υπηρεσίες του παρέδωσαν στη Ρηγίλλης 17 τόμους με «μελέτες εκλογικής γεωγραφίας», για «τον καλύτερο δυνατό σχεδιασμό του επερχόμενου προεκλογικού αγώνα» («Εθνος» 10.8.03). Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του Ιδρύματος, την περασμένη Τετάρτη ο Κολιόπουλος ήταν (μαζί με τους Γιάννη Βαρβιτσιώτη, Παναγιώτη Ψωμιάδη, Βασίλη Παπαγεωργόπουλο κ.ά.) κεντρικός ομιλητής σε εκδήλωσή του στη Θεσ/νίκη, με θέμα «Το νόημα της 28ης Οκτωβρίου για τους νέους ανθρώπους».
Την τελευταία δεκαετία, ο ίδιος καθηγητής έχει επιδοθεί σε μια προσπάθεια αποκατάστασης των δωσιλογικών κυβερνήσεων, ως της κατεξοχήν «νόμιμης εξουσίας» των ημερών. «Με κριτήριο τον έλεγχο της εδαφικής επικράτειας μιας χώρας και την παροχή υπηρεσιών στο λαό της», γράφει χαρακτηριστικά, «τα ισχυρότερα επιχειρήματα μπορούσε να προβάλει -και επρόβαλλε- η κατοχική Κυβέρνηση. Αυτή την πραγματικότητα αντιμετώπιζαν οι Ελληνες της κατεχόμενης Ελλάδος και αυτά τα στοιχεία επηρέαζαν την πολιτική στάση τους. Αυτή η πραγματικότητα, ύστερα από μισόν και πλέον αιώνα, δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί στη συλλογική μνήμη του έθνους για το λόγο κυρίως, ότι δεν στάθηκε δυνατό, εξ αιτίας των παθών που προκάλεσε και κληροδότησε η εποχή, να συμβιβασθούν οι Ελληνες με το ιστορικό αυτό παρελθόν και να το αποδεχθούν όπως ήταν. Το ζήτημα της εξουσίας στην κατεχόμενη Ελλάδα, όπως έχει ενσωματωθεί στη συλλογική μνήμη, είναι αποτέλεσμα ιδεολογικών ‘επιδρομών’ στο ιστορικό παρελθόν και πολιτικής επεξεργασίας, όχι ψύχραιμης αποδοχής όλων των όψεών του» («Κατοχή, Εξουσία, Νομιμότητα», Η Καθημερινή 14.11.1999).
Τα Τάγματα Ασφαλείας, καθεαυτά, δεν απασχολούν τον Κολιόπουλο. Το διαπιστώνουμε, μεταξύ άλλων, και από το βιβλίο που έγραψε πρόσφατα μαζί με τον Θάνο Βερέμη του ΕΛΙΑΜΕΠ («Greece. The Modern Sequel», Λονδίνο 2003), βιβλίο που υμνήθηκε από την «Καθημερινή» σαν υποχρεωτικό βοήθημα πριν «γράψουμε ή διατυπώσουμε, από δω και πέρα, οποιαδήποτε επιστημονική άποψη για τη σύγχρονη Ελλάδα» (12.10.03): στις 30 σελίδες που καταλαμβάνει η εξιστόρηση της περιόδου 1943-49, οι ταγματασφαλίτες αναφέρονται μόνο μια φορά -κι αυτήν παρεμπιπτόντως, σαν θύματα των «ατέλειωτων κολαστήριων επιθέσεων του ΚΚΕ εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων» (σ.80).
Διαφορετικά είναι τα πράγματα με τα «εθελοντικά τάγματα» των τουρκόφωνων Ποντίων της Δυτικής Μακεδονίας, που είχαν επικεφαλής τους Μιχάλαγα και Κιτσά Μπατζάκ. Στο βιβλίο του «Λεηλασία φρονημάτων» (Θεσ/νίκη 1994), ο καθηγητής του ΑΠΘ δεν μετρά τα λόγια του: «Στη συντριπτική τους πλειοψηφία», διαβεβαιώνει, «οι Πρόσφυγες που συνεργάσθηκαν με τους Γερμανούς, οπλιζόμενοι κατά των Ανταρτών, δεν υστερούσαν σε πατριωτισμό έναντι εκείνων που ακολούθησαν τους Αντάρτες». Απλώς, «στα μάτια τους το ΕΑΜ και οι Βούλγαροι ταυτίζονταν» (σ.91-2). Απέναντι στην «κομμουνιστική-ολοκληρωτική εξουσία» του ΕΛΑΣ (σ.192), που επέβαλε στους χωρικούς την «προσφυγή στα όπλα εναντίον των κατακτητών» χάρη στο «βρετανικό χρυσό» (σ.116), οι ηγετικές φυσιογνωμίες του ένοπλου δωσιλογισμού αποκτούν έτσι ένα ιδιότυπο φωτοστέφανο. Ο Μιχάλαγας λ.χ. περιγράφεται σαν «αδιαφιλονίκητος ηγέτης, ευαίσθητος στα πολιτικά μηνύματα της εποχής». Οπως άλλωστε μας διαβεβαιώνει ο συγγραφέας, παραποιώντας κατάφωρα τις πηγές του, ακόμη κι «οι Ελασίτες που τον συνέλαβαν μετά την απελευθέρωση, δεν έκρυβαν το θαυμασμό τους για τον άνδρα και τις ηγετικές του ικανότητες» (σ.101-3).
Ο πανεπιστημιακός (εξωτερικού)
Ο Στάθης Καλύβας είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου και μέλος, επίσης, του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΙΔΚΚ. Ασχολούμενος μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 με την ευρωπαϊκή χριστιανοδημοκρατία, στράφηκε στη συνέχεια στη μελέτη των εμφυλίων πολέμων. Την ίδια ακριβώς περίοδο διαπιστώνει, σε κείμενό του για την πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ, ότι η αντοχή των διαχωριστικών γραμμών εις βάρος της ΝΔ στηρίζεται, σε πολύ μεγάλο βαθμό, «στις μνήμες των συγκρούσεων του παρελθόντος» (Journal of the Hellenic Diaspora, 23/1 [1997], σ.98-101).
Η ειδίκευσή του στην «εμφύλια βία», του έχει προσδώσει ένα αδιαφιλονίκητο κύρος στους υπερατλαντικούς κύκλους. Αμέσως μετά την 11η Σεπτέμβρη, λ.χ., το έγκυρο περιοδικό New Yorker κατέφυγε σ’ αυτόν για να αναλύσει «το μηχανισμό της βίαιης ανταρσίας» και τις προτεραιότητες μιας σύγχρονης αντιτρομοκρατικής στρατηγικής σε παγκόσμια κλίμακα. Από το ίδιο δημοσίευμα πληροφορούμαστε πως η δουλειά του στην Ελλάδα, μαζί μ’ εκείνη του συμφοιτητή του Ρότζερ Πέτερσεν στη Λιθουανία, αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου ερευνητικού προγράμματος με επικεφαλής δύο καθηγητές του Στάνφορντ. Ανάλογα προγράμματα, συνδεδεμένα με το σχεδιασμό της «προληπτικής αντιτρομοκρατίας», διεξάγονται επίσης από την RAND Corporation, τη Διεθνή Τράπεζα και το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ (Nicholas Lemann «What terrorists want», The New Yorker 29.10.01).
Οσον αφορά την Ελλάδα, το βασικό έργο του κ. Καλύβα είναι μια εισήγηση σε συνέδριο με τον εύγλωττο τίτλο «Κόκκινος τρόμος: η αριστερή βία στη διάρκεια της Κατοχής». Σ’ αυτό, καταγγέλλει όλη συλλήβδην τη σοβαρή μεταπολεμική ιστοριογραφία (Κ. Τσουκαλά, Ν. Σβορώνο, Ι. Χόνδρο, Χ. Φλάϊσερ, Ο. Σμιθ, Α. Ελεφάντη, κ.ά.) ότι «έτεινε να παραβλέπει, να ελαχιστοποιεί ή να συγκαλύπτει την αριστερή τρομοκρατία» των κατοχικών χρόνων (σ.142). Ο ίδιος καμαρώνει ότι έχει πραγματοποιήσει «την πρώτη (και μέχρι στιγμής μοναδική) συστηματική και μεγάλης κλίμακας εμπειρική έρευνα της βίας στη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου» (σ.143), καλύπτοντας 57 χωριά της Αργολίδας. Αν και η επεξεργασία των αποτελεσμάτων της έρευνάς του «συνεχίζεται» (σ.178), δεν διστάζει ωστόσο να καταλήξει σε κατηγορηματικά συμπεράσματα -και, μάλιστα, όσον αφορά το σύνολο της χώρας (σ.143, 155 & 163).
Εκτός από την πρωταρχική ευθύνη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ για τη «βία» της δεκαετίας του ’40 (η οποία «αποδεικνύεται» με μεθόδους που δεν προλαβαίνουμε ν’ αναλύσουμε εδώ), η προσπάθεια του Καλύβα εστιάζεται στην κατάδειξη του «αμυντικού» (και, κυρίως, λαοφιλούς) χαρακτήρα των Ταγμάτων Ασφαλείας. Σχολιάζοντας λ.χ. τη σύλληψη και παράδοση στους Γερμανούς των τοπικών στελεχών του ΕΑΜ από «τους χωρικούς» της δυτικής Αργολίδας την άνοιξη του 1944, δεν παραλείπει να προσθέσει: «Το ειρωνικό σ’ αυτές τις εξελίξεις είναι ότι, στη διάρκεια των συνεντεύξεών μου, η λέξη επανάσταση χρησιμοποιήθηκε κυρίως απ’ τους ανθρώπους αυτών των χωριών για να περιγράψει τον ξεσηκωμό τους εναντίον του ΕΑΜ. ‘Τα χωριά μας εξεγέρθηκαν’, μου είπαν, ή ‘τότε ήρθε ο καιρός της επανάστασης'» (σ.154).
Υποθέτουμε ότι οι ερωτήσεις του κ. Καλύβα προς τους εν λόγω «πληροφορητές» του δεν επεκτάθηκαν και στα μεταπολεμικά χρόνια. Γιατί τότε, με αφορμή την 21η Απριλίου, κατά πάσα πιθανότητα θα ξανάκουγε να μιλούν για «την Επανάσταση»….
Η αδύνατη αποκατάσταση
Παρά τη ρητή αποκήρυξή τους από την εξόριστη κυβέρνηση, τις συμμαχικές στρατιωτικές αποστολές και τις αντιστασιακές οργανώσεις, οι Ταγματασφαλίτες τελικά ουδέποτε τιμωρήθηκαν για την ένοπλη συνεργασία τους με τον κατακτητή. Αντίθετα, επανεξοπλίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ήδη από τις μέρες των Δεκεμβριανών. Το Μάιο του 1945 το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων απήλλαξε τους δημιουργούς τους από κάθε σχετική κατηγορία, ενώ το Μάρτιο του 1947 αθωώθηκαν και οι επικεφαλής τους στο μεγάλο μπλόκο της Κοκκινιάς. Οι καιροί, άλλωστε, ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκοί γι’ αυτή την αποκατάσταση: όπως παρατηρούσε το Φεβρουάριο του 1948 στη Βουλή ο Θ. Τουρκοβασίλης, «ένα μεγάλο μέρος των διαπρεψάντων αξιωματικών εις τον αγώνα κατά των συμμοριτών, προέρχεται εκ των Ταγμάτων Ασφαλείας».
Πολύ πιο δύσκολη υπήρξε, ωστόσο, ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, η δημόσια υπεράσπιση των Ταγμάτων. Η αιματηρή δράση τους κάτω από τις διαταγές των SS ερχόταν σε άμεση αντίθεση προς την επίσημη εκδοχή για τη δεκαετία του ’40, σύμφωνα με την οποία η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη αντλούσε τη νομιμοποίησή της από την εξόριστη βασιλική κυβέρνηση -κι όχι από τους συνεργάτες του Αξονα (οι οποίοι μπορεί μεν να αμνηστεύτηκαν, εξαναγκάστηκαν όμως σε μια ιδιότυπη αυτολογοκρισία όσον αφορά τη δραστηριότητά τους στα χρόνια της Κατοχής). Η όποια προσπάθεια αποκατάστασης των ταγματασφαλιτών, εστιάστηκε έτσι στην έμμεση «δικαίωσή» τους, ως ανθρώπων που συνέβαλαν -έστω και κάπως ανορθόδοξα- στην καταστολή του «απόλυτου κακού», δηλαδή των «εαμοβουλγάρων».
Την ίδια έμμεση οδό ακολούθησε και το επίσημο κράτος, όταν επί χούντας έσπευσε να αναγνωρίσει τη θητεία στα Τάγματα Ασφαλείας ως συμμετοχή στην …Εθνική Αντίσταση. Σύμφωνα με το Ν.Δ. 179 του 1969 (που ίσχυσε μέχρι το 1982), αντιστασιακοί θεωρήθηκαν (και) όσοι πολέμησαν επί Κατοχής εναντίον οργανώσεων «αντεθνικώς δρασάντων και αποσκοπούντων εις την επιβολήν εν τη χώρα καθεστώτος διαφόρου του νομίμου τοιούτου» (δηλ. του ΕΑΜ). Βάσει αυτής της διάταξης, πολλοί πρώην ταγματασφαλίτες είτε συνταξιοδοτήθηκαν είτε απήλαυσαν προνόμια όπως η κατ’ επιλογήν υπηρεσιακή εξέλιξή τους ή η προνομιακή εισαγωγή των γόνων τους στα ΑΕΙ και το δημόσιο.
Ακόμη κι αυτή η (υλικότατη) αποκατάσταση των γερμανοτσολιάδων συντελέστηκε, ωστόσο, στα μουλωχτά, αποφεύγοντας οποιονδήποτε πανηγυρικό χαρακτήρα. Με αποτέλεσμα, τη δυσφορία όσων από τους ενδιαφερόμενους δεν μπορούσαν να χωνέψουν αυτή την αυτοσυγκράτηση, σε μια εποχή που ο πρώην ταγματασφαλίτης Παπαδόπουλος είχε σκαρφαλώσει στην κορυφή της κρατικής ιεραρχίας.
Τυπικός εκφραστής αυτού του παράπονου υπήρξε ο πρώην αξιωματικός του Τάγματος Ασφαλείας Ναυπάκτου, υποστράτηγος Βασίλειος Σταυρογιαννόπουλος. «Οσοι υπηρέτησαν εις τα Τάγματα Ασφαλείας, ας είναι βέβαιοι ότι η πατρίς τους ευγνωμονεί», διαβάζουμε στον επίλογο των απομνημονευμάτων του, που εκδόθηκαν λίγο πριν τη Μεταπολίτευση. «Δόξα και τιμή θα στέφη τα μέτωπα όλων εκείνων οι οποίοι επέζησαν, πλην εξακολουθούν να δοκιμάζουν, και σήμερον ακόμη, πικρίαν εκ της μη άρσεως του εις αυτούς αποδοθέντος χαρακτηρισμού του ‘προδότου’, διότι θέλομεν να πιστεύομεν, θα έλθη η ημέρα κατά την οποίαν τούτο θα πραγματοποιηθή.
Δεν είναι νοητόν, πρόσωπα υπηρετήσαντα εις τα Τάγματα Ασφαλείας να έχουν προωθηθή και να έχουν καταλάβη ανώτερα και ανώτατα της πολιτείας αξιώματα, εν τούτοις να εξακολουθούν να βαρύνονται με τον βαρύτατον χαρακτηρισμόν του ‘προδότου της πατρίδος’. Τούτο, κατά την αντίληψίν μας, είναι ακατανόητον, ούτε η σιωπηρά αναγνώρισις των εθνικών των υπηρεσιών αποτελεί ικανοποιητικόν στοιχείον. Τούτο μετά τινα έτη θα λησμονηθή και μόνον τα γραπτά κείμενα θα αποτελούν τους μάρτυρας. Ας ελπίσωμεν, ή μάλλον ας πιστεύσωμεν, ότι θα ευρεθούν οι άνθρωποι εκείνοι οι οποίοι, ως αρμόδιοι θα θελήσουν να εξετάσουν το όλον θέμα και να δώσουν την πρέπουσαν λύσιν» («Πικρές αναμνήσεις», Αθήναι 1974, σ.330). Ποιος ξέρει; Τριάντα χρόνια μετά, ίσως αυτή η «πρέπουσα λύσις» να έρθει από εκεί που κανείς δεν το περίμενε…
tvxs.gr
Ο Ιός της Ελευθεροτυπίας παρουσίασε πριν από μερικά χρόνια μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση για την επιχείρηση «αναθεώρησης» της ιστορίας και την προσπάθεια να ξεχαστούν τα εγκλήματα που διέπραξαν.
Όσο απομακρυνόμαστε από τη σκοτεινή περίοδο της Κατοχής, τόσο η μνήμη των επιζώντων αδυνατίζει, οι αξιόπιστες μαρτυρίες σπανίζουν και τα ιστορικά ντοκουμέντα εξαντλούνται. Τόσο το καλύτερο για την επιχείρηση «αναθεώρησης» της ιστορίας και την «επιστημονική εξαφάνιση» του ενοχλητικού παρελθόντος του εγχώριου δωσιλογισμού.
Φαίνεται πως η μνήμη της δεκαετίας του ’40 θα συνεχίσει για καιρό να στοιχειώνει την πολιτική ζωή αυτού του τόπου. Το διαπιστώσαμε για μια ακόμη φορά φέτος το καλοκαίρι, με τις αντιδράσεις που προκάλεσε η συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στη Μακρόνησο.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του κ. Καραμανλή να αποποιηθεί τη σκοτεινή κληρονομιά της μεταπολεμικής εθνικοφροσύνης, επισκεπτόμενος μέχρι και τον Αη Στράτη, οι περισσότεροι από τους opinion leaders του κόμματός του προτίμησαν να ακολουθήσουν την πεπατημένη. Εφημερίδες της παράταξης έκαναν ξανά λόγο για «ξενοκίνητους κομμουνιστοσυμμορίτες» κι «επίορκους εισβολείς», ενώ δεν έλειψαν αυτοί που αναρωτήθηκαν δημόσια, γιατί οι πανεπιστημιακοί κ.λπ. διανοούμενοι της Ν.Δ. αποφεύγουν ν’ αντιπαραθέσουν στις «προκλήσεις» της άλλης πλευράς τη «σωστή» εκδοχή των γεγονότων της εποχής.
Πολύ φοβούμαστε ότι, όσοι εκδήλωσαν μ’ αυτό τον τρόπο την αγανάκτησή τους, δεν έχουν πάρει καθόλου χαμπάρι τις εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας στο πεδίο της εγχώριας ιστοριογραφίας. Το γεγονός, δηλαδή, ότι οι οργανικοί διανοούμενοι της Δεξιάς, όχι μόνο δεν «σιωπούν» όσον αφορά τη δεκαετία του ’40, αλλά κι έχουν από καιρό δρομολογήσει την αντεπίθεσή τους. Μόνο που αυτή η τελευταία δύσκολα μπορεί -προς το παρόν- να εκλαϊκευτεί πανηγυρικά, καθώς είναι μάλλον υπερβολικά προχωρημένη για τα γούστα του «μεσαίου χώρου».
Ο λόγος είναι απλός: αντί ν’ αντιπαρατάξει στο ΕΑΜ τις (μάλλον περιθωριακές, αριθμητικά) δεξιές αντιστασιακές οργανώσεις της εποχής, όπως έκανε παλιότερα η επίσημη ιστοριογραφία, το νέο συντηρητικό ιστοριογραφικό ρεύμα προτιμά να συμφιλιωθεί με το σκληρό πυρήνα της κατοχικής εθνικοφροσύνης, παρακάμπτοντας την αντίθεση «αντίσταση-δωσιλογισμός» κι αποκαθιστώντας πολιτικά την πιο «καθαρή» (και μαζική) αντικομμουνιστική δύναμη της εποχής: τα Τάγματα Ασφαλείας του 1943-44!
Δεν πρόκειται άλλωστε για ελληνική πρωτοτυπία, αλλά για το εγχώριο ισοδύναμο μιας σχολής με πανευρωπαϊκή εμβέλεια. Η τελευταία εμφανίστηκε μετά το 1989 ξαναγράφοντας την αντιφασιστική αντίσταση του 1940-45, με κύριο ερμηνευτικό εργαλείο όχι πλέον τα πολιτικά χαρακτηριστικά της σύγκρουσης, αλλά την «εμφύλια βία». Ακραία εκδοχή του όλου ρεύματος συνιστά η περιβόητη «Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού», με την οποία έχουμε ήδη ασχοληθεί («Ιός» 11.11.01).
Τα ελληνικά Ες Ες
Ας επανέλθουμε, όμως, στα δικά μας.
Με την ονομασία «Τάγματα Ασφαλείας» έμειναν γνωστές οι μονάδες που συγκροτήθηκαν το 1943-44 από τις κατοχικές αρχές για την καταπολέμηση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Σκοπός της δημιουργίας τους, εκτός από την «εξοικονόμηση γερμανικού αίματος», ήταν -σύμφωνα με τον τότε στρατιωτικό διοικητή της Ελλάδας, Αλεξάντερ Λέερ- «να χρησιμοποιηθεί πλήρως η αντικομμουνιστική μερίδα του ελληνικού λαού, για να εκδηλωθεί φανερά και να εξαναγκαστεί σε απροκάλυπτη εχθρότητα κατά της κομμουνιστικής μερίδας». Η διεύρυνση, με άλλα λόγια, των κατά τόπους συμμαχιών του κατοχικού μηχανισμού και η μετατροπή του πολέμου κατά της Αντίστασης σε εμφύλιο.
Το εγχείρημα υλοποιήθηκε με δύο μορφές: (α) 9 «ευζωνικά τάγματα», οργανωμένα από την ίδια τη δωσιλογική κυβέρνηση, συνολικής δύναμης 5.725 ανδρών, και (β) 22 «εθελοντικά τάγματα», ως επί το πλείστον αυτοτελώς συγκροτημένα, συνολικής δύναμης 16.625 ανδρών. Γενικός προϊστάμενος, και των μεν και των δε, ήταν ο αντιστράτηγος των Waffen SS, Βάλτερ Σιμάνα.
Στον ίδιο το Σιμάνα οφείλουμε και τον τελικό απολογισμό της δράσης των Ταγμάτων Ασφαλείας, λίγο μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα. Σε αναφορά του προς το Γενικό Επιτελείο των SS (2.11.44), εκτιμά ότι τα μεν εθελοντικά τάγματα «ήταν πολύτιμες βοηθητικές μονάδες στην ενεργή καταπολέμηση των συμμοριών» από τη Βέρμαχτ, τα δε ευζωνικά τμήματα «πολέμησαν τον Κομμουνισμό και τις συμμορίες του ΕΛΑΣ με αξιοσημείωτη επιτυχία». Την εκτίμησή του θα συμμεριστεί, στην υπηρεσιακή του απάντηση (10.11.44), και ο αρχηγός των SS, Χάινριχ Χίμλερ: «Σας εκφράζω τα συγχαρητήριά μου, επειδή κατορθώσατε να οργανώσετε τα υγιή και νομοταγή στοιχεία του Ελληνικού λαού στα τμήματα των Ελλήνων εθελοντών καθώς και των Ευζώνων, και να τα οδηγήσετε -σε αγαστή συνεργασία με τα δικά μας γερμανικά τμήματα- στον αγώνα κατά των μπολσεβίκων συνωμοτών μέχρι την τελευταία μέρα».
Οπως ήταν αναμενόμενο, οι ταγματασφαλίτες ταυτίστηκαν με την πιο σκοτεινή πλευρά της δράσης των κατοχικών στρατευμάτων: μπλόκα, κάψιμο χωριών, μαζικές εκτελέσεις αμάχων. Συχνά, μάλιστα, αποδείχθηκαν βασιλικότεροι του βασιλέως – κατηγορώντας λ.χ. τους εκπροσώπους του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού σαν «τροφοδότες των συμμοριτών» ή διαμαρτυρόμενοι για την «επιείκεια» των Γερμανών απέναντι στους αιχμάλωτους «κομμουνιστές».
Η εικόνα που αποτυπώθηκε ως εκ τούτου στη συλλογική μνήμη για τα Τάγματα ήταν τέτοια, ώστε η Πολιτεία ουδέποτε τόλμησε να προχωρήσει στην επίσημη πολιτική αποκατάστασή τους. Μολονότι τα επιζήσαντα στελέχη τους τιμήθηκαν ποικιλότροπα από το μεταπολεμικό κράτος των εθνικοφρόνων, αυτό έγινε με κάθε δυνατή διακριτικότητα. Ωσπου, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, το γενικότερο κλίμα φάνηκε να ευνοεί μια διαφορετική εξέλιξη.
Το πρώτο βήμα έκανε, το 1994, ο Θανάσης Βαλτινός. Λογοτεχνική αναπαραγωγή των παραπόνων του ανώνυμου ταγματασφαλίτη, ότι ο ελασίτης συγχωριανός του που «έσφαξε κόσμο, τώρα παίρνει σύνταξη για αντίσταση», η «Ορθοκωστά» ανήκει βέβαια στη σφαίρα της μυθοπλασίας. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τις παράλληλες δηλώσεις του συγγραφέα, που είχαν καθαρά πολιτικό χαρακτήρα: «Ο μισός πληθυσμός της Πελοποννήσου ήταν στα Τάγματα. Ολοι αυτοί ήταν προδότες, που υπηρέτησαν συνειδητά τον Χίτλερ; Είναι αφέλεια και χοντράδα να το πιστεύουμε» («Ε» 24.8.94). Το ίδιο το βιβλίο θ’ αντιμετωπιστεί, άλλωστε, από τους οπαδούς της αναθεωρητικής σχολής σαν ένα καθαρά ιστοριογραφικό «ντοκουμέντο».
Από κει και πέρα, τη σκυτάλη πήραν οι οργανικοί διανοούμενοι της εκσυγχρονισμένης δεξιάς. Η καταγραφή που ακολουθεί είναι απλώς δειγματοληπτική.
Η Συνομοσπονδία
Η Πανελλήνια Συνομοσπονδία Εθνικών Αντιστασιακών Οργανώσεων (ΠΣΕΑΟ) εκπροσωπεί «εθνικόφρονες» σχηματισμούς της Κατοχής, από αναγνωρισμένες αντιστασιακές οργανώσεις (όπως ο ΕΔΕΣ ή η ΕΚΚΑ) μέχρι ομάδες που έγιναν συνώνυμες του δωσιλογισμού (όπως η ΠΑΟ ή η «Χ»). Συνδετικό ιστό της κίνησης αποτελούν ο αντικομμουνισμός και η αναπόληση του παλιού καλού καιρού, πριν από τη νομοθετική αναγνώριση -«για προφανείς ψηφοθηρικούς λόγους»- της εαμικής Αντίστασης.
Το 2001, η Συνομοσπονδία προχώρησε στην έκδοση της δικής της εκδοχής για την περίοδο 1941-45, με σκοπό την απόκρουση της αριστερής «αλλόφρονος επιδρομής κατά της αλήθειας» και την αποκατάσταση της εικόνας των φορέων της στη συλλογική συνείδηση. Το βιβλίο προλογίζει ο επικεφαλής του Γραφείου Τύπου του Κ. Μητσοτάκη Γιάννης Βούλτεψης, ενώ ο πρόεδρός της, αντιστράτηγος ε.α. Γεώργιος Καρούσος (γνωστότερος ως αρχηγός της ΕΟΚΑ Β΄ μετά το θάνατο του Γρίβα) δημοσιοποίησε πρόσφατα από τις στήλες του «Ελεύθερου Τύπου» (5.10.03) τη συστράτευσή του στον προεκλογικό αγώνα της ΝΔ.
Μέχρι εδώ, όλα μοιάζουν περίπου αυτονόητα.
Ομως η αποκατάσταση του «εθνικόφρονος» χώρου από την ΠΣΕΑΟ καταλήγει να συμπεριλάβει, ρητά και καθαρά, τα Τάγματα Ασφαλείας. Οι ένοπλοι υφιστάμενοι των SS χαρακτηρίζονται «Ελληνες που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εύκολα ο πατριωτισμός τους» (σ.261), ενώ υιοθετείται η εκτίμηση πως «το φαινόμενο των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν περισσότερο ζήτημα αυτοπροστασίας και όχι αντισυμμαχικού αγώνος» (σ.263). Η ευθύνη για το σχηματισμό των τελευταίων επιρρίπτεται αποκλειστικά και μόνο στο ΕΑΜ, με το επιχείρημα ότι, σε περιοχές όπως η Πελοπόννησος, «οι εκτελέσεις των αντιφρονούντων στον ΕΛΑΣ υπερέβαιναν κατά πολύ των εκτελέσεων των Γερμανών και στις πιο βάρβαρες και αποτρόπαιες εκδηλώσεις τους» (σ.261). Ως απόδειξη, επιστρατεύεται ο παράλογος αναχρονισμός, σύμφωνα με τον οποίο η σφαγή των ταγματασφαλιτών από τον ΕΛΑΣ το φθινόπωρο του 1944 «ερμηνεύει» και «δικαιολογεί» τον εξοπλισμό τους από τους Γερμανούς, ένα χρόνο νωρίτερα!
Ο απόγονος
Ο ελληνοαμερικανός γιατρός Κώστας Σαραντόπουλος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Βαλτέτσι της Αρκαδίας, χωριό που οπλίστηκε το Μάιο του 1944 από το Τάγμα Ασφαλείας της Τρίπολης και καταστράφηκε διά πυρός και σιδήρου από τον ΕΛΑΣ τον επόμενο μήνα. Ο μεγάλος αδερφός κι ο πατέρας του ήταν ταγματασφαλίτες και σκοτώθηκαν από τους αντάρτες, ο πρώτος στη διάρκεια της μάχης κι ο δεύτερος με απόφαση ανταρτοδικείου.
Μοιραία, λοιπόν, όταν αποφάσισε να γράψει την ιστορία της καταστροφής του χωριού του, μόνο για αντικειμενικότητα δεν μπορούσε να κατηγορηθεί. Στόχος του βιβλίου του «Βαλτέτσι 1944», που κυκλοφόρησε φέτος το καλοκαίρι, είναι η απερίφραστη καταδίκη της εαμικής αντίστασης, η οποία καταγγέλλεται σαν «πρωτοφανής και αδικαιολόγητη ανταρσία» (σ.16), στηριγμένη στη «διαστροφή του ψυχισμού, που υπέστη από τα κηρύγματα του μίσους μια μερίδα του ελληνικού λαού» (σ.17). Και, φυσικά, η δικαίωση όσων -όπως οι δικοί του- πήραν όπλα από τους κατακτητές για να πολεμήσουν το αντάρτικο.
Στηριγμένο στις αναμνήσεις του συγγραφέα και σε προφορικές κυρίως αφηγήσεις, το βιβλίο περιέχει κάποιες ενδιαφέρουσες (αν και καταφανώς μεροληπτικές) πληροφορίες, όσον αφορά τις ζυμώσεις που κατέληξαν στον εξοπλισμό του χωριού. Αυτό που κυριαρχεί, ωστόσο, είναι η θερμή συνηγορία υπέρ των Ταγμάτων Ασφαλείας: «μοναδικοί εγγυητές της ασφάλειας των πολιτών», «σχηματίστηκαν από την αδήριτη ανάγκη προστασίας των πολιτών από την εγκληματική δραστηριότητα του ΕΑΜ» (σ.53), η δε συνεργασία τους με τους Γερμανούς διαψεύδεται σαν προϊόν «πολιτικής σκοπιμότητας κι εμπάθειας» (σ.159) -κι αυτό, παρά την παραδοχή ότι, «σε ορισμένες περιπτώσεις», συμμετείχαν σε μπλόκα κι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Βέρμαχτ (σ.161).
Ακόμη χαρακτηριστικότερη είναι η αντιμετώπιση της ηγεσίας τους. Οι επικεφαλής τους χαρακτηρίζονται «λαμπροί αξιωματικοί του ελληνικού στρατού» (σ.160), που «δεν είχαν καμία διάθεση να γίνουν όργανα του εχθρού» (σ.162), ενώ ιδιαίτερη μεταχείριση επιφυλάσσεται στο διοικητή τους, τον «γενναίο συνταγματάρχη» και «ήρωα» Διονύσιο Παπαδόγγονα (σ.168-71). Και, φυσικά, εξυμνείται ο δημιουργός τους: «Παραμερίζοντας όσο μπορούμε το διαχρονικό ελάττωμα της φυλής μας, να ανταμείβουμε με αχαριστία τολμηρούς πολιτικούς άνδρες που σε κρίσιμες περιστάσεις ανέλαβαν τον κίνδυνο να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον πάσχοντα λαό, θα αποτολμήσουμε να πούμε ότι οι κατοχικές κυβερνήσεις προσέφεραν μεγάλη ανακούφιση στον χειμαζόμενο ελληνικό λαό», με αποκορύφωμα την «απόφαση του Ιωάννη Ράλλη να συγκροτήσει τα Τ.Α., προκειμένου να αποτρέψει τον κίνδυνο να περιέλθει η Ελλάδα στο ‘Σιδηρούν Παραπέτασμα'» (σ.165). Για προφανείς λόγους, η αντίστοιχη προσφορά του Βάλτερ Σιμάνα κρίθηκε προτιμότερο ν’ αποσιωπηθεί.
Ο πανεπιστημιακός (εσωτερικού)
Ολα αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν φυσιολογικά για έναν ερασιτέχνη ιστοριογράφο, έντονα σημαδεμένο απ’ την προσωπική του τραγωδία. Την ίδια όμως ανάλυση συναντάμε και σε κείμενα πανεπιστημιακών, ταυτισμένων με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ο Ιωάννης Κολιόπουλος είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσ/νίκης, αντιπρόεδρος του ΙΜΧΑ και, ταυτόχρονα, μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου και του εκδοτικού τμήματος του «Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κων/νος Καραμανλής» (ΙΔΚΚ). Το ΙΔΚΚ είναι το επίσημο θινκ τανκ της ΝΔ, επιφορτισμένο με την επεξεργασία του πολιτικού λόγου και της στρατηγικής του κόμματος: τον περασμένο Αύγουστο λ.χ., οι υπηρεσίες του παρέδωσαν στη Ρηγίλλης 17 τόμους με «μελέτες εκλογικής γεωγραφίας», για «τον καλύτερο δυνατό σχεδιασμό του επερχόμενου προεκλογικού αγώνα» («Εθνος» 10.8.03). Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του Ιδρύματος, την περασμένη Τετάρτη ο Κολιόπουλος ήταν (μαζί με τους Γιάννη Βαρβιτσιώτη, Παναγιώτη Ψωμιάδη, Βασίλη Παπαγεωργόπουλο κ.ά.) κεντρικός ομιλητής σε εκδήλωσή του στη Θεσ/νίκη, με θέμα «Το νόημα της 28ης Οκτωβρίου για τους νέους ανθρώπους».
Την τελευταία δεκαετία, ο ίδιος καθηγητής έχει επιδοθεί σε μια προσπάθεια αποκατάστασης των δωσιλογικών κυβερνήσεων, ως της κατεξοχήν «νόμιμης εξουσίας» των ημερών. «Με κριτήριο τον έλεγχο της εδαφικής επικράτειας μιας χώρας και την παροχή υπηρεσιών στο λαό της», γράφει χαρακτηριστικά, «τα ισχυρότερα επιχειρήματα μπορούσε να προβάλει -και επρόβαλλε- η κατοχική Κυβέρνηση. Αυτή την πραγματικότητα αντιμετώπιζαν οι Ελληνες της κατεχόμενης Ελλάδος και αυτά τα στοιχεία επηρέαζαν την πολιτική στάση τους. Αυτή η πραγματικότητα, ύστερα από μισόν και πλέον αιώνα, δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί στη συλλογική μνήμη του έθνους για το λόγο κυρίως, ότι δεν στάθηκε δυνατό, εξ αιτίας των παθών που προκάλεσε και κληροδότησε η εποχή, να συμβιβασθούν οι Ελληνες με το ιστορικό αυτό παρελθόν και να το αποδεχθούν όπως ήταν. Το ζήτημα της εξουσίας στην κατεχόμενη Ελλάδα, όπως έχει ενσωματωθεί στη συλλογική μνήμη, είναι αποτέλεσμα ιδεολογικών ‘επιδρομών’ στο ιστορικό παρελθόν και πολιτικής επεξεργασίας, όχι ψύχραιμης αποδοχής όλων των όψεών του» («Κατοχή, Εξουσία, Νομιμότητα», Η Καθημερινή 14.11.1999).
Τα Τάγματα Ασφαλείας, καθεαυτά, δεν απασχολούν τον Κολιόπουλο. Το διαπιστώνουμε, μεταξύ άλλων, και από το βιβλίο που έγραψε πρόσφατα μαζί με τον Θάνο Βερέμη του ΕΛΙΑΜΕΠ («Greece. The Modern Sequel», Λονδίνο 2003), βιβλίο που υμνήθηκε από την «Καθημερινή» σαν υποχρεωτικό βοήθημα πριν «γράψουμε ή διατυπώσουμε, από δω και πέρα, οποιαδήποτε επιστημονική άποψη για τη σύγχρονη Ελλάδα» (12.10.03): στις 30 σελίδες που καταλαμβάνει η εξιστόρηση της περιόδου 1943-49, οι ταγματασφαλίτες αναφέρονται μόνο μια φορά -κι αυτήν παρεμπιπτόντως, σαν θύματα των «ατέλειωτων κολαστήριων επιθέσεων του ΚΚΕ εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων» (σ.80).
Διαφορετικά είναι τα πράγματα με τα «εθελοντικά τάγματα» των τουρκόφωνων Ποντίων της Δυτικής Μακεδονίας, που είχαν επικεφαλής τους Μιχάλαγα και Κιτσά Μπατζάκ. Στο βιβλίο του «Λεηλασία φρονημάτων» (Θεσ/νίκη 1994), ο καθηγητής του ΑΠΘ δεν μετρά τα λόγια του: «Στη συντριπτική τους πλειοψηφία», διαβεβαιώνει, «οι Πρόσφυγες που συνεργάσθηκαν με τους Γερμανούς, οπλιζόμενοι κατά των Ανταρτών, δεν υστερούσαν σε πατριωτισμό έναντι εκείνων που ακολούθησαν τους Αντάρτες». Απλώς, «στα μάτια τους το ΕΑΜ και οι Βούλγαροι ταυτίζονταν» (σ.91-2). Απέναντι στην «κομμουνιστική-ολοκληρωτική εξουσία» του ΕΛΑΣ (σ.192), που επέβαλε στους χωρικούς την «προσφυγή στα όπλα εναντίον των κατακτητών» χάρη στο «βρετανικό χρυσό» (σ.116), οι ηγετικές φυσιογνωμίες του ένοπλου δωσιλογισμού αποκτούν έτσι ένα ιδιότυπο φωτοστέφανο. Ο Μιχάλαγας λ.χ. περιγράφεται σαν «αδιαφιλονίκητος ηγέτης, ευαίσθητος στα πολιτικά μηνύματα της εποχής». Οπως άλλωστε μας διαβεβαιώνει ο συγγραφέας, παραποιώντας κατάφωρα τις πηγές του, ακόμη κι «οι Ελασίτες που τον συνέλαβαν μετά την απελευθέρωση, δεν έκρυβαν το θαυμασμό τους για τον άνδρα και τις ηγετικές του ικανότητες» (σ.101-3).
Ο πανεπιστημιακός (εξωτερικού)
Ο Στάθης Καλύβας είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου και μέλος, επίσης, του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΙΔΚΚ. Ασχολούμενος μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 με την ευρωπαϊκή χριστιανοδημοκρατία, στράφηκε στη συνέχεια στη μελέτη των εμφυλίων πολέμων. Την ίδια ακριβώς περίοδο διαπιστώνει, σε κείμενό του για την πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ, ότι η αντοχή των διαχωριστικών γραμμών εις βάρος της ΝΔ στηρίζεται, σε πολύ μεγάλο βαθμό, «στις μνήμες των συγκρούσεων του παρελθόντος» (Journal of the Hellenic Diaspora, 23/1 [1997], σ.98-101).
Η ειδίκευσή του στην «εμφύλια βία», του έχει προσδώσει ένα αδιαφιλονίκητο κύρος στους υπερατλαντικούς κύκλους. Αμέσως μετά την 11η Σεπτέμβρη, λ.χ., το έγκυρο περιοδικό New Yorker κατέφυγε σ’ αυτόν για να αναλύσει «το μηχανισμό της βίαιης ανταρσίας» και τις προτεραιότητες μιας σύγχρονης αντιτρομοκρατικής στρατηγικής σε παγκόσμια κλίμακα. Από το ίδιο δημοσίευμα πληροφορούμαστε πως η δουλειά του στην Ελλάδα, μαζί μ’ εκείνη του συμφοιτητή του Ρότζερ Πέτερσεν στη Λιθουανία, αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου ερευνητικού προγράμματος με επικεφαλής δύο καθηγητές του Στάνφορντ. Ανάλογα προγράμματα, συνδεδεμένα με το σχεδιασμό της «προληπτικής αντιτρομοκρατίας», διεξάγονται επίσης από την RAND Corporation, τη Διεθνή Τράπεζα και το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ (Nicholas Lemann «What terrorists want», The New Yorker 29.10.01).
Οσον αφορά την Ελλάδα, το βασικό έργο του κ. Καλύβα είναι μια εισήγηση σε συνέδριο με τον εύγλωττο τίτλο «Κόκκινος τρόμος: η αριστερή βία στη διάρκεια της Κατοχής». Σ’ αυτό, καταγγέλλει όλη συλλήβδην τη σοβαρή μεταπολεμική ιστοριογραφία (Κ. Τσουκαλά, Ν. Σβορώνο, Ι. Χόνδρο, Χ. Φλάϊσερ, Ο. Σμιθ, Α. Ελεφάντη, κ.ά.) ότι «έτεινε να παραβλέπει, να ελαχιστοποιεί ή να συγκαλύπτει την αριστερή τρομοκρατία» των κατοχικών χρόνων (σ.142). Ο ίδιος καμαρώνει ότι έχει πραγματοποιήσει «την πρώτη (και μέχρι στιγμής μοναδική) συστηματική και μεγάλης κλίμακας εμπειρική έρευνα της βίας στη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου» (σ.143), καλύπτοντας 57 χωριά της Αργολίδας. Αν και η επεξεργασία των αποτελεσμάτων της έρευνάς του «συνεχίζεται» (σ.178), δεν διστάζει ωστόσο να καταλήξει σε κατηγορηματικά συμπεράσματα -και, μάλιστα, όσον αφορά το σύνολο της χώρας (σ.143, 155 & 163).
Εκτός από την πρωταρχική ευθύνη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ για τη «βία» της δεκαετίας του ’40 (η οποία «αποδεικνύεται» με μεθόδους που δεν προλαβαίνουμε ν’ αναλύσουμε εδώ), η προσπάθεια του Καλύβα εστιάζεται στην κατάδειξη του «αμυντικού» (και, κυρίως, λαοφιλούς) χαρακτήρα των Ταγμάτων Ασφαλείας. Σχολιάζοντας λ.χ. τη σύλληψη και παράδοση στους Γερμανούς των τοπικών στελεχών του ΕΑΜ από «τους χωρικούς» της δυτικής Αργολίδας την άνοιξη του 1944, δεν παραλείπει να προσθέσει: «Το ειρωνικό σ’ αυτές τις εξελίξεις είναι ότι, στη διάρκεια των συνεντεύξεών μου, η λέξη επανάσταση χρησιμοποιήθηκε κυρίως απ’ τους ανθρώπους αυτών των χωριών για να περιγράψει τον ξεσηκωμό τους εναντίον του ΕΑΜ. ‘Τα χωριά μας εξεγέρθηκαν’, μου είπαν, ή ‘τότε ήρθε ο καιρός της επανάστασης'» (σ.154).
Υποθέτουμε ότι οι ερωτήσεις του κ. Καλύβα προς τους εν λόγω «πληροφορητές» του δεν επεκτάθηκαν και στα μεταπολεμικά χρόνια. Γιατί τότε, με αφορμή την 21η Απριλίου, κατά πάσα πιθανότητα θα ξανάκουγε να μιλούν για «την Επανάσταση»….
Η αδύνατη αποκατάσταση
Παρά τη ρητή αποκήρυξή τους από την εξόριστη κυβέρνηση, τις συμμαχικές στρατιωτικές αποστολές και τις αντιστασιακές οργανώσεις, οι Ταγματασφαλίτες τελικά ουδέποτε τιμωρήθηκαν για την ένοπλη συνεργασία τους με τον κατακτητή. Αντίθετα, επανεξοπλίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ήδη από τις μέρες των Δεκεμβριανών. Το Μάιο του 1945 το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων απήλλαξε τους δημιουργούς τους από κάθε σχετική κατηγορία, ενώ το Μάρτιο του 1947 αθωώθηκαν και οι επικεφαλής τους στο μεγάλο μπλόκο της Κοκκινιάς. Οι καιροί, άλλωστε, ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκοί γι’ αυτή την αποκατάσταση: όπως παρατηρούσε το Φεβρουάριο του 1948 στη Βουλή ο Θ. Τουρκοβασίλης, «ένα μεγάλο μέρος των διαπρεψάντων αξιωματικών εις τον αγώνα κατά των συμμοριτών, προέρχεται εκ των Ταγμάτων Ασφαλείας».
Πολύ πιο δύσκολη υπήρξε, ωστόσο, ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, η δημόσια υπεράσπιση των Ταγμάτων. Η αιματηρή δράση τους κάτω από τις διαταγές των SS ερχόταν σε άμεση αντίθεση προς την επίσημη εκδοχή για τη δεκαετία του ’40, σύμφωνα με την οποία η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη αντλούσε τη νομιμοποίησή της από την εξόριστη βασιλική κυβέρνηση -κι όχι από τους συνεργάτες του Αξονα (οι οποίοι μπορεί μεν να αμνηστεύτηκαν, εξαναγκάστηκαν όμως σε μια ιδιότυπη αυτολογοκρισία όσον αφορά τη δραστηριότητά τους στα χρόνια της Κατοχής). Η όποια προσπάθεια αποκατάστασης των ταγματασφαλιτών, εστιάστηκε έτσι στην έμμεση «δικαίωσή» τους, ως ανθρώπων που συνέβαλαν -έστω και κάπως ανορθόδοξα- στην καταστολή του «απόλυτου κακού», δηλαδή των «εαμοβουλγάρων».
Την ίδια έμμεση οδό ακολούθησε και το επίσημο κράτος, όταν επί χούντας έσπευσε να αναγνωρίσει τη θητεία στα Τάγματα Ασφαλείας ως συμμετοχή στην …Εθνική Αντίσταση. Σύμφωνα με το Ν.Δ. 179 του 1969 (που ίσχυσε μέχρι το 1982), αντιστασιακοί θεωρήθηκαν (και) όσοι πολέμησαν επί Κατοχής εναντίον οργανώσεων «αντεθνικώς δρασάντων και αποσκοπούντων εις την επιβολήν εν τη χώρα καθεστώτος διαφόρου του νομίμου τοιούτου» (δηλ. του ΕΑΜ). Βάσει αυτής της διάταξης, πολλοί πρώην ταγματασφαλίτες είτε συνταξιοδοτήθηκαν είτε απήλαυσαν προνόμια όπως η κατ’ επιλογήν υπηρεσιακή εξέλιξή τους ή η προνομιακή εισαγωγή των γόνων τους στα ΑΕΙ και το δημόσιο.
Ακόμη κι αυτή η (υλικότατη) αποκατάσταση των γερμανοτσολιάδων συντελέστηκε, ωστόσο, στα μουλωχτά, αποφεύγοντας οποιονδήποτε πανηγυρικό χαρακτήρα. Με αποτέλεσμα, τη δυσφορία όσων από τους ενδιαφερόμενους δεν μπορούσαν να χωνέψουν αυτή την αυτοσυγκράτηση, σε μια εποχή που ο πρώην ταγματασφαλίτης Παπαδόπουλος είχε σκαρφαλώσει στην κορυφή της κρατικής ιεραρχίας.
Τυπικός εκφραστής αυτού του παράπονου υπήρξε ο πρώην αξιωματικός του Τάγματος Ασφαλείας Ναυπάκτου, υποστράτηγος Βασίλειος Σταυρογιαννόπουλος. «Οσοι υπηρέτησαν εις τα Τάγματα Ασφαλείας, ας είναι βέβαιοι ότι η πατρίς τους ευγνωμονεί», διαβάζουμε στον επίλογο των απομνημονευμάτων του, που εκδόθηκαν λίγο πριν τη Μεταπολίτευση. «Δόξα και τιμή θα στέφη τα μέτωπα όλων εκείνων οι οποίοι επέζησαν, πλην εξακολουθούν να δοκιμάζουν, και σήμερον ακόμη, πικρίαν εκ της μη άρσεως του εις αυτούς αποδοθέντος χαρακτηρισμού του ‘προδότου’, διότι θέλομεν να πιστεύομεν, θα έλθη η ημέρα κατά την οποίαν τούτο θα πραγματοποιηθή.
Δεν είναι νοητόν, πρόσωπα υπηρετήσαντα εις τα Τάγματα Ασφαλείας να έχουν προωθηθή και να έχουν καταλάβη ανώτερα και ανώτατα της πολιτείας αξιώματα, εν τούτοις να εξακολουθούν να βαρύνονται με τον βαρύτατον χαρακτηρισμόν του ‘προδότου της πατρίδος’. Τούτο, κατά την αντίληψίν μας, είναι ακατανόητον, ούτε η σιωπηρά αναγνώρισις των εθνικών των υπηρεσιών αποτελεί ικανοποιητικόν στοιχείον. Τούτο μετά τινα έτη θα λησμονηθή και μόνον τα γραπτά κείμενα θα αποτελούν τους μάρτυρας. Ας ελπίσωμεν, ή μάλλον ας πιστεύσωμεν, ότι θα ευρεθούν οι άνθρωποι εκείνοι οι οποίοι, ως αρμόδιοι θα θελήσουν να εξετάσουν το όλον θέμα και να δώσουν την πρέπουσαν λύσιν» («Πικρές αναμνήσεις», Αθήναι 1974, σ.330). Ποιος ξέρει; Τριάντα χρόνια μετά, ίσως αυτή η «πρέπουσα λύσις» να έρθει από εκεί που κανείς δεν το περίμενε…
tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου