ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Τρίτη 3 Μαΐου 2016

Νεοταξικές αφηγήσεις



painting
«Φυλάξου.
Από την πείνα μου φυλάξου
κι απ’ την οργή μου».
Μαχμούντ Νταρουίς, «Ταυτότητα»

Στην μυθολογία σύμπασας της μεταμοντέρνας συστημικής αριστεράς, οι μετανάστες κατείχαν πάντοτε περίοπτη θέση στα αφηγήματα όχι περί κοινωνικής απελευθέρωσης, αλλά περί ενός «προοδευτικού» μετασχηματισμού των συλλογικών ταυτοτήτων που διαμορφώνουν την υποκειμενικότητα μας μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Όχι τυχαία, ο μέχρι πρότινος ακούραστος υπερασπιστής των «δικαιωμάτων του λαού» και νυν περήφανής πρωθυπουργός του υποτελούς ελλαδικού προτεκτοράτου, είχε επιλέξει σαν συνοδό του για μια δεξίωση στο προεδρικό μέγαρο, μια νεαρή μετανάστρια δεύτερης γενιάς, σε μια αξιοθρήνητη προσπάθεια επίδειξης ενός ανέξοδου κι εκ του ασφαλούς πολιτικού ριζοσπαστισμού. Αλλά ακόμη και το σοσιαλφασιστικό ΠΑΣΟΚ, την εποχή των αλήστου μνήμης «αντιεξουσιαστών στην εξουσία», είχε καταθέσει σχέδιο νόμου για την απόδοση πολιτικών δικαιωμάτων σε μεμονωμένους οικονομικούς μετανάστες που πληρούσαν κάποιες προδιαγραφές. Διαβλέποντας τον επικείμενο θρυμματισμό της εκλογικής βάσης τους εξαιτίας των πολιτικών λιτότητας που συνεπάγονται τα μνημόνια, οι ψηφοθήρες του Γιωργάκη επεξεργάστηκαν ένα προκαταρκτικό σχέδιο επέκτασης των δικτύων της κομματικής πελατείας τους, έξω από τα όρια που επέβαλε η παραδοσιακή σύνθεση του εκλογικού σώματος στον ελλαδικό χώρο. Δεν ήταν τότε λίγοι οι αναρχικοί που είχαν δει με καλό μάτι αυτή την πρωτοβουλία «από-τα-πάνω» της πολιτικής ελίτ. Για εκείνους, η συμπερίληψη ενός τμήματος του μεταναστευτικού πληθυσμού στις λίστες των ψηφοφόρων, ήταν ικανή να υπονομεύσει τις εθνοφυλετικές αντιλήψεις που ενυπάρχουν στον πυρήνα του φαντασιακού κάθε ετερόνομης κοινωνικής ολότητας. Από την άλλη, ίσως θα μπορούσε να επιφέρει χειροπιαστές βελτιώσεις στις συνθήκες ζωής του πολυεθνικού προλεταριάτου. Όπως και στα ζητήματα που αφορούν το δικαίωμα στον αυτοκαθορισμό των σεξουαλικών μειονοτήτων, ένα μέρος του «χώρου» δεν δίστασε να υιοθετήσει στην πράξη τον νεοταξικό ιδεολογικό λόγο γύρω από τα πολιτικά ή κοινωνικά δικαιώματα, χωρίς απαραίτητα να συνειδητοποιεί ότι ουσιαστικά συνέπραττε στην ενσωμάτωση της μίας ή της άλλης κοινωνικής ομάδας στις θεσμισμένες ιεραρχίες της ετερόνομης κοινωνίας. Στον βαθμό που η απόδοση πολιτικών δικαιωμάτων στους μετανάστες δεν επιβλήθηκε εξαιτίας της δύναμης που εκείνοι είχαν συγκεντρώσει, αλλά, αντίθετα, ισοδυναμούσε με τέχνασμα των ελίτ για την αφομοίωση μιας αδύναμης κοινωνικής ομάδας από μειονεκτική θέση στις δομές συγκέντρωσης δύναμης του συστήματος, η σχέση των μεταναστευτικών κοινοτήτων με τα κέντρα εξουσίας δεν μπορούσε παρά να πάρει τα χαρακτηριστικά μιας σχέσης απόλυτης υποταγής κι εξάρτησης που ελάχιστα μπορούσε να ωφελήσει τους μετανάστες συνολικά σαν συλλογικό υποκείμενο. Πόσο μάλλον να τους οδηγήσει πιο κοντά στο αντισυστημικό ελευθεριακό κίνημα.

Αυτά συνέβησαν την περίοδο της επίπλαστης καπιταλιστικής ευμάρειας, όταν το σύστημα της οικονομίας της αγοράς μπορούσε να υπολογίζει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης που οφείλονταν στην κατανάλωση με δανεικά στην οποία επιδίδονταν μαζικά τα ετεροκαθοριζόμενα κοινωνικά στρώματα, αλλά και την άγρια εκμετάλλευση της μαύρης εργασίας του έκνομου μεταναστευτικού προλεταριάτου. Τώρα που οι μεταναστευτικές ροές προσλαμβάνουν τις ιστορικές διαστάσεις μιας μετακίνησης πληθυσμών, ανάλογης προς τις μαζικές μεταναστεύσεις των βάρβαρων φυλών της ύστερης αρχαιότητας που άλλαξαν την πολιτική κι εθνογραφική ιδιοσυστασία της Ευρώπης, τα υπερεθνικά κέντρα εξουσίας του διεθνοποιημένου καπιταλισμού αντιδρούν αμυντικά και οχυρώνονται απέναντι στην πλημμυρίδα των εκτοπισμένων που οι ίδιοι δημιούργησαν. Αργά αλλά σταθερά, γινόμαστε μάρτυρες της μετατροπής του μεταναστευτικού σε φλέγον ζήτημα εσωτερικής πολιτικής. Δηλαδή, σε ζήτημα που άπτεται της κατανομής των διαθέσιμων κοινωνικών πόρων. Φυσικό επακόλουθο είναι ότι στις μυλόπετρες της Κοινωνικής Πάλης, μέρος της οποίας γίνονται τώρα οι μετανάστες διαμέσου της μαζικής φυσικής παρουσίας τους στις χώρες του καπιταλιστικού Κέντρου, πολλές εσωτερικές ιδεολογικές ψευδαισθήσεις θα συντριβούν και πολλές επίπλαστες ιδεολογικές ταυτότητες θα πεταχτούν στα σκουπίδια, μην μπορώντας να συμβαδίσουν με τον ρόλο που επιτελούν οι φορείς τους στην κοινωνική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Η βολεμένη συστημική αριστερά που μίλαγε για το «πλήθος» και υπερθεμάτιζε αναφορικά με τις απελευθερωτικές προοπτικές που κυοφορεί η ανεξέλεγκτη μετατόπιση των λαών πέρα από κράτη και σύνορα, συνειδητοποιεί τώρα ότι ο χειραφετικός ορίζοντας που χάραξε είναι βουτηγμένος στο αίμα και στα δεινά του ίδιου του απελευθερωτικού υποκειμένου της, των εκατοντάδων χιλιάδων απόκληρων που εξαναγκάζονται να επιχειρήσουν την επικίνδυνη μετάβαση στον καπιταλιστικό «παράδεισο» των χωρών της ΕΕ. Βαρύ τίμημα πράγματι προκειμένου να βιώσει κάποιος την ηδονή της ιδεολογικής ονείρωξης του.

Από την άλλη, μιας και τα μεταναστευτικά ρεύματα δημιουργούν εξορισμού μια κατάσταση όπου τα κονδύλια για την περίθαλψη τους θα προέλθουν υποχρεωτικά από τις ήδη πετσοκομμένες δημόσιες δαπάνες, κάποιες από τις κοινωνικές ομάδες των μη-προνομιούχων που εξαιτίας της θέσης που κατέχουν στην κοινωνική ιεραρχία, επαφίονται στην κρατική πρόνοια (ή έστω σε ότι έχει μείνει από αυτήν) για να διασφαλίσουν τις βασικές ανάγκες τους, αντιμετωπίζουν με προβληματισμό κι επιφυλακτικότητα την άφιξη των προσφύγων. Σε συνθήκες τερατώδους ανισοκατανομής της οικονομικής δύναμης και του διαθέσιμου κοινωνικού πλούτου, η ανεξέλεγκτη μετανάστευση φοβόμαστε ότι ενδέχεται να προκαλέσει συγκρούσεις και ανταγωνισμούς με τα υποτελή λαϊκά στρώματα. Από την σκοπιά της αξιακής δέσμευσης, είναι σίγουρα παραδειγματική η άμεση δράση που ανέλαβαν από κοινού Σλοβένοι και Κροάτες αναρχικοί για να ανοίξουν τρύπες στον συρμάτινο φράχτη που χωρίζει τα σύνορα των δύο κρατών, ούτως ώστε να διευκολύνουν τη διέλευση των μεταναστών που βρίσκονταν καθηλωμένοι ανάμεσα στις δύο χώρες.[i] Μολαταύτα, κι έχοντας επίγνωση ότι η ανάληψη άμεσης δράσης οφείλει πάντοτε να είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή άμεσων πρακτικών αποτελεσμάτων, η δράση των συντρόφων είχε μάλλον συμβολικό χαρακτήρα. Κατά την ταπεινή μας γνώμη, μια συνεπής αναρχική στάση στο ζήτημα των προσφύγων δεν μπορεί να εξαντλείται στην μονοδιάστατη προπαγάνδιση της αναγκαιότητας για ανοικτά σύνορα. Θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει τη δημιουργία αυτοοργανωμένων υποδομών αλληλεγγύης ικανών να συγκροτήσουν την υλική βάση για τη δημιουργία κλίματος αλληλοβοήθειας και αμοιβαίας κατανόησης ανάμεσα στους νεοφερμένους και τους εγχώριους προλετάριους. Όπως επίσης και μια αδιαπραγμάτευτη πολιτική δέσμευση του ευρύτερου αναρχικού «χώρου» στις αρχές του αντιμιλιταρισμού και της έμπρακτης εναντίωσης στην στρατιωτική επέκταση του διεθνοποιημένου συστήματος της οικονομίας της αγοράς στις χώρες της περιφέρειας, με τους καταστροφικούς πολέμους και τη διασπορά του χάους που αυτή συνεπάγεται.

Ειδικά το τελευταίο σημείο, προϋποθέτει τον οριστικό αποχωρισμό ανάμεσα στις βασικές έννοιες της σύγχρονης αναρχικής θεωρίας και στις νεοταξικές ιδεολογικές αφηγήσεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έχουμε προσπαθήσει να δείξουμε και παλαιότερα, το πόσο στενά συνυφασμένη είναι μια αποδοχή του πολιτικού φιλελευθερισμού σαν μια εν δυνάμει χειραφετική ιδεολογία που δημιουργεί μια σφαίρα προστασίας ενάντια στην απολυταρχία, με μια λογική έμμεσης υποστήριξης προς τις στρατιωτικές επεμβάσεις της υπερεθνικής ελίτ ανά την υφήλιο, επειδή τάχα οι επεμβάσεις αυτές στρέφονται ενάντια σε δεσποτικά ή σκοταδιστικά θεοκρατικά καθεστώτα. Το ζητούμενο εδώ είναι να κατανοήσουμε πως τα δικαιώματα απλώς θεσμοποιούν μιαν άλλου τύπου εξουσιαστική σχέση και δεν «απελευθερώνουν» κατά οποιονδήποτε τρόπο, ούτε δημιουργούν το αναγκαίο υπόβαθρο για την μετάβαση σε πιο ριζικές μορφές ατομικού και συλλογικού αυτοκαθορισμού. Τα δικαιώματα δεν συνιστούν κάποιο τελειοποιημένο πολιτικό καθεστώς που αντιστοιχεί στα «φυσικά» γνωρίσματα και την «φυσική» κατάσταση του ατόμου. Αντίθετα, αποτελούν δομικά εξαρτήματα με τα οποία παίρνει σάρκα και οστά η κυριαρχία της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας». Με άλλα λόγια, τα δικαιώματα δεν έχουν την πηγή τους σε κάποια αναλλοίωτη και υπεριστορική υπόσταση του ατόμου, αλλά κατά βάση εκπορεύονται και απορρέουν από την πολιτειακή συγκρότηση της ετερόνομης κοινωνικής ολότητας. Και μπορεί κάποτε να λειτούργησαν σαν εργαλεία για την χειραφέτηση της τάξης των μπουρζουάδων από την ηγεμονία της αριστοκρατίας και του κλήρου, αλλά στις μέρες μας έχουν μετατραπεί σε υποστυλώματα μιας άλλου τύπου ταξικής κυριαρχίας, εξίσου βάναυσης με την προηγούμενη. Δεν αναφερόμαστε εδώ απλά στον τυπικό χαρακτήρα αυτών των δικαιωμάτων, αλλά και στην θετική διάσταση τους, που καθιστά τα μεμονωμένα άτομα συμμέτοχα στην φαντασιακή θέσμιση και την αναπαραγωγή των πολιτισμικών και υλικών συνθηκών της ετερόνομης κοινωνίας. Για να το πούμε διαφορετικά, δεν επικεντρώνουμε την κριτική μας μόνο στην «χιμαιρική» διάσταση αυτών των δικαιωμάτων, αλλά στο γεγονός ότι παρέχουν ιδεολογική νομιμοποίηση σε μια εξουσία από την οποία υποτίθεται ότι μας προστατεύουν. Ως αναρχικοί όμως, δεν αποζητάμε την ειρηνική συνύπαρξη μας με την εξουσία, αλλά την ολοκληρωτική καταστροφή της και την δημιουργία των κοινωνικών συνθηκών για την ατομική και συλλογική αυτονομία μας με μια πολύ πιο ευρεία και καθολική έννοια.

Από την άλλη, στο εσωτερικό των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών (ΑΚΧ), η δημόσια συζήτηση περί σεβασμού των δικαιωμάτων των διαφόρων κοινωνικών ομάδων απηχεί κατά κύριο λόγο τον αγώνα τους για να αποκτήσουν πρόσβαση στις θεσμοποιημένες πηγές της εξουσίας. Με άλλα λόγια, όταν οι καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες διεξάγουν έναν αγώνα με όρους κατοχύρωσης θεσμικών «ελευθεριών» δεν διεκδικούν την απελευθέρωση, αλλά την «ενδυνάμωση» τους, δηλαδή την ικανότητα τους να επιβάλλουν την συλλογική βούληση τους και να κυριαρχήσουν πάνω στις υπόλοιπες ομάδες που απαρτίζουν την ετερόνομη κοινωνική ολότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο αγγλοσαξονικός όρος που χρησιμοποιείται εκτενώς ως προς με το αποτέλεσμα που έχει η κατοχύρωση θεσμικών ελευθεριών αναφορικά με το στάτους μιας πρώην καταπιεσμένης κοινωνικής ομάδας, δεν είναι το «emancipation», δηλαδή, απελευθέρωση, που παραπέμπει στην σχέση της κοινωνικής ομάδας με την κατεστημένη εξουσία, αλλά το «empowerment», που κατά λέξη σημαίνει ενίσχυση / ενδυνάμωση και παραπέμπει στη σχέση με τις άλλες κοινωνικές ομάδες, στο πλαίσιο του κοινωνικού ανταγωνισμού που αποτελεί δομικό στοιχείο της ετερόνομης κοινωνίας. Παρομοίως, όταν η λογική του σεβασμού των δικαιωμάτων προεκτείνεται στις κοινωνίες του παγκόσμιου Νότου, συνήθως καταλήγει να δικαιολογεί τις αιματοβαμμένες πολεμικές εκστρατείες για την επιβολή σε οικουμενική κλίμακα του νεοφιλελεύθερου κοινωνικού παραδείγματος ως μια αντικειμενική αναγκαιότητα που μόνο επωφελείς συνέπειες μπορεί να έχει για τους υποτελείς πληθυσμούς της περιφέρειας. Ο Β. Μπένγιαμιν έχει δείξει τον τρόπο με τον οποίο τα βασικά πολιτικά δικαιώματα, όπως αυτό της απεργίας, προέκυψαν σαν νομική έκφραση μιας αμφισημίας που ενυπάρχει στην βάση της ταξικής σύνθεσης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ή, επιπλέον, σαν έννομη αναγνώριση του ειδεχθούς γεγονότος της εκμετάλλευσης και της νομιμότητας της αντίστασης του προλεταριάτου σε αυτή. Γράφει χαρακτηριστικά, «Κατ’ αρχάς τέτοια είναι η περίπτωση της ταξικής πάλης, με τη μορφή του κατοχυρωμένου δικαιώματος απεργίας των εργαζομένων. Η οργανωμένη εργατική τάξη είναι σήμερα, πλην του κράτους, το μοναδικό υποκείμενο δικαίου που έχει το δικαίωμα άσκησης βίας. Προβάλλεται βέβαια η ένσταση κατά της θεώρησης αυτής, ότι η παράλειψη πράξης, το μη πράττειν, κάτι που είναι σε τελική ανάλυση η απεργία, δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να ονομαστεί βία. Μια τέτοια συλλογιστική διευκολύνει την κρατική εξουσία, όταν ήταν αναπόφευκτο πλέον, για να παραχωρήσει το δικαίωμα της απεργίας. Όμως αυτό δεν ισχύει άνευ όρων, γιατί δεν είναι απόλυτο. Αληθεύει ωστόσο ότι η παράλειψη πράξης, ή υπηρεσίας, όταν ισοδυναμεί απλώς με μια “διακοπή των σχέσεων”, μπορεί να είναι εντελώς μη βίαιο, καθαρό μέσο. Και όπως δεν παραχωρείται σύμφωνα με τη θεώρηση του κράτους (ή του δικαίου), μαζί με το δικαίωμα παεργίας των εργαζομένων, κανένα δικαίωμα άσκησης βίας, αλλά δικαίωμα αποφυγής της βίας που θα ασκούσε ο εργοδότης έμμεσα, έτσι μπορεί απεργίες τέτοιου τύπου να συμβίανουν κάπου κάπου και να σημαίνουν απλώς την “απομάκρυνση” ή την “αποξένωση” από τον εργοδότη». [ii]  Παρόλα αυτά, τα δικαιώματα των εργαζόμενων δεν είναι παρά η προβολή της παρελθούσης δύναμης στο πεδίο της ταξικής πάλης, εννοούμενης με την παραδοσιακή έννοια του ορθόδοξου μαρξισμού.[iii]Δεν θα πρέπει άλλωστε να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι όποτε το Κράτος βρέθηκε αντιμέτωπο με το πολύ πραγματικό ενδεχόμενο της υποκατάστασης της ισχύος του από μια αναδυόμενη κοινωνική αντιεξουσία, έσπευσε όχι να καταστείλει, αλλά να προσεταιριστεί αυτούς τους δυνητικά ανατρεπτικούς αγώνες και να τους ενσωματώσει μέσα από τους θεσμικούς μηχανισμούς διαμεσολάβησης που έχει καθιερώσει.

Εξορισμού, τα εργασιακά δικαιώματα εγγράφονται στο πεδίο της πρωταρχικής αντίθεσης της Κοινωνικής Πάλης, της αντίφασης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Η αντίφαση αυτή διατηρεί την κεντρική σημασία της ακόμα και μέσα σε ένα θεωρητικό ερμηνευτικό πλαίσιο όπως το δικό μας, όπου όλα τα στοιχεία του ετερόνομου συστήματος κοινωνικής οργάνωσης (πολιτικό, οικονομικό, πολιτισμικό) νοούνται ως αλληλοεξαρτώμενες, αλλά αυτόνομες, σφαίρες δημιουργίας και κοινωνικής δραστηριότητας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η οικονομική αντίθεση αφορά πρωτίστως την δυνατότητα φυσικής αναπαραγωγής της προλεταριακής υποτάξης μέσα στο θεσμικό πλαίσιο τους συστήματος της οικονομίας της αγοράς, από την οποία απορρέουν όλες οι δευτερεύουσες ελευθερίες και δικαιώματα. Από την άλλη μεριά, η ανισοκατανομή του πλούτου και της οικονομικής δύναμης είναι η αναγκαία συνθήκη για την διατήρηση και αναπαραγωγή του συστήματος των ταξικών διαχωρισμών εν γένει. Δηλαδή, είναι ο πρωταρχικός όρος της υποδούλωσης των καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων, αφού μέσα από την συρρίκνωση της οικονομικής δύναμης τους, συντελείται ο καθολικός ετεροκαθορισμός τους από τις κυρίαρχες ελίτ του συστήματος, τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό / ταξικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς μια υποτελή κοινωνική μονάδα, για παράδειγμα, η υποτάξη των μαύρων στις ΗΠΑ, που θα συγκεντρώνει στα χέρια της υπολογίσιμο κοινωνικό πλούτο ή δύναμη. Αντίθετα, η ρατσιστική καταπίεση συγκροτείται σαν κοινωνική πρακτική και προσλαμβάνει υλικές διαστάσεις μέσα από θεσμοποιημένες δομές άνισης κατανομής του πλούτου και της δύναμης, που, από την μία, αναπαράγουν την υποτελή θέση ενός κοινωνικού στρώματος στη συστημική ιεραρχία και, από την άλλη, λειτουργούν ως ιδεολογικό άλλοθι και a posteriori τεκμηρίωση μιας έμφυτης κατωτερότητας των καταπιεσμένων που εκφράζεται με πολιτισμικούς όρους. Προς επίρρωση του παραπάνω ισχυρισμού, δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τις στερεοτυπικές αντιλήψεις περί «τεμπέληδων νέγρων» που εξαιτίας της εκφυλισμένης νοοτροπίας τους, αδυνατούν να ενσωματωθούν επιτυχώς στην αμερικάνικη καταναλωτική κοινωνία και κουλτούρα, παρά το γεγονός ότι οι φυλετικές διακρίσεις έχουν καταργηθεί επίσημα από την δεκαετία του 1960.[iv] Ή την όψιμη δικαιολόγηση της επιβολής των μνημονιακών μέτρων λιτότητας από την υπερεθνική ελίτ εναντίον των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, μέσω της επίκλησης παρόμοιων στερεοτύπων για τους λαούς της Μεσογείου που κατά κανόνα εμφανίζονται να είναι διεφθαρμένοι, φυγόπονοι και ότι αρέσκονται να καταναλώνουν περισσότερα από όσα παράγουν. Τέλος, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στον ηθικό αποτροπιασμό που κατέλαβε την γαλλική «κοινή γνώμη», μπροστά στο θέαμα των εξεγερμένων των γαλλικών προαστίων, οι οποίοι φάνηκε να επιδεικνύουν παντελή έλλειψη ενός κατά φαντασία κοινωνικού ενστίκτου, πυρπολώντας τα σχολεία και τα κέντρα νεότητας που υπήρχαν στις γειτονιές τους.[v] Για τους Γάλλους νεομπουρζουάδες, οι επιθέσεις αυτές ενάντια στις ίδιες τις κοινότητες τους, φανέρωσαν το «τυφλό μίσος» που διακατείχε τους Άραβες προλετάριους, καθώς και την απουσία από την ψυχοσύνθεση της τάξης τους, των πιο ζωτικών ατομικών και κοινωνικών αρετών που καθιστούν εφικτή την συμβίωση στις «πολιτισμένες» κοινωνίες των ΑΚΧ του Κέντρου. Αδυνατούσαν οι βολεμένοι αυτοί προνομιούχοι να αντιληφθούν ότι για τους εξεγερμένους νεολαίους από το Μαγκρέμπ, οι υποβαθμισμένες κοινότητες που έχει χτίσει γι’ αυτούς η Πέμπτη Δημοκρατία, δεν αποτελούν το καταφύγιο ή το σπίτι τους, αλλά την φυλακή από την οποία επιθυμούν διακαώς να απελευθερωθούν. Και αυτό θέλουν να το επιτύχουν, όχι με όρους ατομικής διαφυγής, κόντρα στο ιδανικό του ατομικισμού που διακρίνει το αξιακό σύστημα του νεοφιλελεύθερου κοινωνικού παραδείγματος. Τέτοιες προοπτικές ατομικής σωτηρίας είναι άλλωστε ανύπαρκτες όταν προέρχεσαι από τα γκέτο των γαλλικών μητροπόλεων. Η διαφυγή τους θα είναι μαζική, διαμορφωμένη με όρους ταξικούς, ή δεν θα είναι καθόλου.

Από αυτή την άποψη, αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον να δούμε τον τρόπο με τον οποίο αυτές οι παραδοσιακές ρατσιστικές / οριενταλιστικές έννοιες που υπάρχουν αυτούσιες στο ηγεμονικό ετερόνομο φαντασιακό, θα επιστρατευτούν εκ νέου από τις θεσμισμένες εξουσίες προκειμένου να συνθέσουν τον κυρίαρχο λόγο για την αντιμετώπιση και την κυβερνητική διαχείριση των διάχυτων μεταναστευτικών ρευμάτων. Ήδη τα συστημικά ΜΜΕ βρίθουν από αναφορές για υποχθόνιους «μαχητές του εχθρού» (ISIS) που διασχίζουν τα ευρωπαϊκά σύνορα καλά κρυμμένοι μέσα στις ορδές των απελπισμένων που κατακλύζουν την ευρωπαϊκή ήπειρο. Μιλούν ακόμα για τις σεξουαλικές επιθέσεις και την απρεπή συμπεριφορά εναντίον των γυναικών «μας», στις οποίες επιδίδονται συμμορίες νεαρών μεταναστών που προέρχονται από τις κοινωνίες του μουσουλμανικού κόσμου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μεθοδικά καλλιεργούμενης πολιτισμικής υστερίας είναι τα μαζικά κρούσματα σεξουαλικής παρενόχλησης γυναικών που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του δημόσιου εορτασμού της φετινής πρωτοχρονιάς στην Κολωνία και τα οποία οι γερμανικές αρχές δεν έχασαν ευκαιρία να τα αποδώσουν συλλήβδην στους άρτι αφιχθέντες μετανάστες από την Ανατολή.  Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι συντελούνται στο επίπεδο του επίσημου λόγου της κυριαρχίας οι αναγκαίες εκείνες διεργασίες που χρειάζονται προκειμένου να συγκροτηθεί το ιδεολογικό υπόστρωμα για τη θεσμοποίηση του νέου αντισημιτισμού σαν συστατικού στοιχείου του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων, όπως αυτός διαμορφώνεται στο πλαίσιο της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης του συστήματος. Για να το πούμε διαφορετικά, ο εξουσιαστικός ιδεολογικός λόγος του νέου αντισημιτισμού καλείται από τις ελίτ ούτως ώστε να παράξει κάποιες από τις φαντασιακές σημασίες με τις οποίες οι τάξεις που ανήκουν στην ετερόνομη κοινωνική ολότητα θα αυτοπροσδιορίζονται και θα ερμηνεύουν τις σχέσεις που επικρατούν ανάμεσα τους. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει στην συμβολική κάθοδο των μεταμφιεσμένων μαχητών του Ισλαμικού Κράτους στις χώρες της Ευρώπης, ή η αποκρουστική συμπεριφορά των Αράβων μεταναστών προς τις γυναίκες που δείχνει μια αδυναμία από την πλευρά τους να συμπεριφερθούν σύμφωνα με τις συμβάσεις και τους κανόνες των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών, συντελούν στην ανάδυση του φαντασιακού ενός εσωτερικού εχθρού, ενός σώματος ολότελα ξένου και δυνητικά επικίνδυνου που οφείλουμε να καταστείλουμε και, τελικά, να εξαλείψουμε οριστικά. Ή αλλιώς, παράγεται σταδιακά εκείνη η εκτός δικαίου περιοχή, σε αντίστιξη με την οποία η περιοχή του αστικού δικαίου με τα υποκείμενα της που λειτουργούν σαν φορείς θεσμοποιημένων δικαιωμάτων αναγνωρίζει το αντίθετο της, εκείνο που δεν μπορεί να ενσωματώσει και που σύμφωνα με αυτό ετεροπροσδιορίζεται.

Τούτη η μεταφύτευση των οριενταλιστικών αντιλήψεων στην καρδιά του ηγεμονικού φαντασιακού, δεν είναι παρά η φυσική εξέλιξη και το λογικό επακόλουθο της μαζικής μετακίνησης των καταπιεσμένων από τις ρημαγμένες περιοχές της περιφέρειας του διεθνούς συστήματος, στις ΑΚΧ του παγκόσμιου Βορρά. Στο πρόσωπο των ρακένδυτων προσφύγων αποκρυσταλλώνεται η σύζευξη δύο κατηγοριών αποκλεισμού, των φτωχών και των «ξένων». Και πρέπει να πούμε ότι η εν λόγω διεργασία δεν μοιάζει σε τίποτα με την ιστορική διαδικασία στην οποία έκανε αναφορά ο Ε. Τραβέρσο, για να περιγράψει την άνοδο και διαμόρφωση των εννοιών του κλασσικού αντισημιτισμού, που κορυφώθηκε σαν πολιτισμικό ρεύμα και πολιτική ιδεολογία στην ρατσιστική κοσμοθεωρία του χιτλερικού εθνικοσοσιαλισμού.[vi] Στην περίπτωση του ναζιστικού αντισημιτισμού, δεν έχουμε να κάνουμε τόσο με ένα θεώρημα της κυριαρχίας που στρέφεται ενάντια στα αδύναμα στρώματα της καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά για ένα εξουσιαστικό ιδεολόγημα που χρησίμεψε σαν όπλο στα χέρια μιας μερίδας της πολιτικής και οικονομικής ελίτ της Γερμανίας, για να εκδιώξουν, να προγράψουν και να θυματοποιήσουν μιαν άλλη μερίδα της γερμανικής ελίτ του μεσοπολέμου και να την εξοντώσουν πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και, τελικά, ακόμη και βιολογικά. Από την άλλη, ο νέος αντισημιτισμός στρέφεται ευθέως ενάντια στους φτωχούς που ξερνάει κατά εκατομμύρια η διεθνοποίηση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Μια βόλτα στις ακριβότερες συνοικίες και τα εμπορικά κέντρα των καπιταλιστικών μητροπόλεων, θα ήταν αρκετή για να πείσει και τον πιο δύσπιστο ότι το μένος της υπερεθνικής ελίτ δεν έχει σαν στόχο τους πλούσιους μουσουλμάνους που είναι παντελώς ελεύθεροι να σκορπούν αφειδώς τα πετροδολάρια τους για να τονώσουν την ζήτηση στις ασθμαίνουσες οικονομίες του Κέντρου. Αντίθετα, το εξιλαστήριο θύμα του ρατσιστικού μίσους που εκπορεύεται από τα κέντρα της υπερεθνικής εξουσίας είναι οι φτωχοί μουσουλμάνοι και μόνο εκείνοι. Η ξαφνική εμφάνιση τους κατά εκατοντάδες χιλιάδες στα κέντρα των μητροπόλεων του καπιταλισμού σίγουρα θα έχει σαν αποτέλεσμα την τόνωση ενός ταξικού ρατσισμού που θα επενεργήσει αμφίδρομα και στους ήδη υπάρχοντες πλεονάζοντες πληθυσμούς των ανεπτυγμένων οικονομιών της αγοράς. Με άλλα λόγια, ο ταξικός ρατσισμός που θα νομιμοποιήσει τον θεσμικό αποκλεισμό ενάντια στους προσφυγικούς πληθυσμούς, δεν θα επηρεάσει μόνο το καθεστώς των προσφύγων, αλλά και αυτό των γηγενών προλεταριακών στρωμάτων που, ούτως ή άλλως, μοιράζονται κοινά στοιχεία με τους μετανάστες, ως προς την μεταχείριση που επιφυλάσσουν σε αυτούς οι ελίτ του συστήματος. Ο μόνιμος χαρακτήρας και το θεσμικό περιεχόμενο που θα λάβει αυτή η τάση για μια «φυσικοποίηση» ή βιολογικοποίηση της κοινωνικής ανισότητας κι αν αυτή η τάση θα εξελιχτεί σε ένα νέο ταξικό απαρτχάιντ θα φανεί στο μέλλον και δεν γίνεται να προβλεφτεί με μαθηματική ακρίβεια. Και αυτό γιατί πολλά θα εξαρτηθούν από την αντίδραση των ετεροκαθοριζόμενων στρωμάτων και την συλλογική αντίσταση που θα είναι σε θέση να προβάλλουν οι καταπιεσμένοι και οι εκμεταλλευόμενοι σε αυτό το σχέδιο σαλαμοποίησης που δρομολογείται από την υπερεθνική ελίτ σε οικουμενική κλίμακα.

[i] J. Baker, Croatian & Slovenian activists met to cut border fence,https://revolution-news.com/croatian-slovenian-activists-met-to-cut-border-fence/.

[ii] W. Benjamin, Για μια κριτική της βίας (Ελευθεριακή Κουλτούρα), σελ. 9.

[iii] «Μιλώντας αυστηρά, για να μπορούμε να μιλάμε για την ύπαρξη ταξικής πάλης, τρείς όροι πρέπει να εκπληρώνονται. Πρώτον, να υπάρχει ένα αναγνωρίσιμο μοτίβο συλλογικής ή γενικευμένη διαμαρτυρίας. Δεύτερον, οι στόχοι και οι μορφές της διαμαρτυρίας είναι τέτοιες που ο αγώνας μπορεί να αναχθεί στην ταξική συνθήκη (δηλαδή, μια δεδομένη σχέση προς τα μέσα παραγωγής) αυτών που συμμετέχουν στη διαμαρτυρία. Τρίτο, ο αγώνας απορρέει από, ή δημιουργεί μια αντίθεση, ανάμεσα σε ομάδες που σχετίζονται διαφορετικά με τα παραγωγικά μέσα». Στο G. Arrighi, T.K. Hopkins & I. Wallerstein, Anti-Systemic Movements (Verso), σελ. 63-64.

[iv] https://en.wikipedia.org/wiki/Stereotypes_of_African_Americans.

[v] Α. Πανταζόπουλος, Η Γαλλία φλέγεται; (Πόλις).

[vi] E. Traverso, Οι Ρίζες της Ναζιστικής Βίας (Εκδόσεις του 21ου).

https://antisystemic.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου