Αυγουστίνος Ζενάκος & Χρήστος Νάτσης
Στο τελευταίο κείμενο του Ν. Μαραντζίδη με αφορμή την επίθεση εναντίον του θα συναντήσει κανείς έναν θησαυρό συλλογιστικών και πραγματολογικών σφαλμάτων, τα οποία επιτρέπουν να αναρωτηθούμε πώς είναι δυνατόν να υποπίπτουν σε αυτά άνθρωποι που υποτίθεται ότι είναι ειδικοί στην πολιτική επιστήμη ή στην κοινωνιολογία. Ακόμη περισσότερο, όμως, μας επιτρέπουν να διατυπώσουμε καταληκτικά, ως τροφή για περαιτέρω σκέψη, την υπόθεση ότι οι λαθροχειρίες, τα λογικά άλματα και τα λάθη συνδέονται με τον ιδεολογικό μηχανισμό τέτοιου είδους κειμένων.
«Στους ξυλοδαρμούς ο αντίπαλος είναι πριν απ΄ όλα ένας παλιός γνώριμος»
γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης. Κι αυτό ισχύει και προς τις δύο
κατευθύνσεις: τόσο από την πλευρά αυτού που ξυλοφορτώνει όσο και από την
πλευρά του θύματος. Ενώ, όμως, η πρώτη κατεύθυνση είναι πάντα δεδομένη,
καθώς ο θύτης αναγνωρίζει στο θύμα έναν κακό συγγενή, το θύμα θα
επιβεβαιώσει ή όχι αυτήν τη συγγένεια με τον τρόπο της αντίδρασής του.
Με το τελευταίο κείμενό του για την υπόθεση του ξυλοδαρμού του, με τον
χαρακτηριστικό τίτλο «Η Κοινοτοπία του Κακού και το πνεύμα του Ολοκληρωτισμού», ο Νίκος Μαραντζίδης δείχνει ότι αποδέχεται την συγγένειά του με τους θύτες του.
Θα δούμε αναλυτικά το πώς προκύπτει αυτή η συγγένεια. Πέραν αυτού, όμως,
ένας κριτικός σχολιασμός του τελευταίου πονήματος του κ. Μαραντζίδη
είναι χρήσιμος και για άλλους λόγους. Στο προηγούμενο κείμενό μας, «Ο Ν. Μαραντζίδης, η Αριστερά και η απόλαυση ενός ξυλοδαρμού»,
περιγράψαμε συνοπτικά τον τρόπο με τον οποίο συγκροτείται ο λόγος περί
βίας του ακραίου Κέντρου και της Δεξιάς γύρω από την περίφημη πλέον
διαρκή «προτροπή για καταδίκη», καθώς και το πώς συνομιλεί με την
απώθηση της Αριστεράς προς καθετί που αποτελεί ρήγμα στη δική της
ιδανική αυτοαντίληψη. Αυτό που δεν κάναμε ήταν να σχολιάσουμε τις
απίθανες λαθροχειρίες, τα λογικά άλματα και τα πραγματολογικά λάθη που
συναντούμε συχνά σε τέτοια «κεντρώα» κείμενα περί βίας.
Έχουμε, βέβαια, επισημάνει τέτοιου είδους σφάλματα στο παρελθόν με διάφορες αφορμές.
Ωστόσο, το τελευταίο κείμενο του Ν. Μαραντζίδη προσφέρεται εξαιρετικά,
όχι μόνο επειδή θα συναντήσει κανείς έναν θησαυρό τέτοιων συλλογιστικών
και πραγματολογικών σφαλμάτων, αλλά και διότι επιτρέπει να αναρωτηθούμε
πώς είναι δυνατόν να υποπίπτουν σε αυτά άνθρωποι που υποτίθεται ότι
είναι ειδικοί στην πολιτική επιστήμη ή στην κοινωνιολογία – και μάλιστα
που αμείβονται για να μεταδίδουν αυτές τους τις γνώσεις. Ακόμη
περισσότερο, μας επιτρέπει να διατυπώσουμε καταληκτικά, ως τροφή για
περαιτέρω σκέψη, την υπόθεση ότι οι λαθροχειρίες, τα άλματα και τα λάθη
συνδέονται με τον ιδεολογικό μηχανισμό τέτοιου είδους κειμένων.
Αφού λοιπόν ο Ν. Μαραντζίδης απορρίψει εκ του προχείρου την πιθανότητα
αυτοί που του επιτέθηκαν να είναι απλώς φανατικοί (διότι παρά το γεγονός
ότι ξέρει «αρκετούς ανθρώπους που θα τους χαρακτήριζε φανατικούς σε
διάφορους τομείς, στην πολιτική, στη θρησκεία ακόμη και στο ποδόσφαιρο»,
πιστεύει πως «κανένας τους όμως δεν θα χτυπούσε ένα συνάνθρωπό του στα
καλά καθούμενα») ή απλώς βλάκες (καθότι, και πάλι, « δεν θα έφταναν ποτέ
στο σημείο να χτυπήσουν απρόκλητα κάποιον άλλον»), ξεκινά το κύριο σώμα
του κειμένου του ως εξής:
«Κατά τη γνώμη μου, το πιο βασικό χαρακτηριστικό των ανθρώπων που μπορούν να κάνουν τέτοιες πράξεις ή να τις υποστηρίξουν δημόσια, είναι η ανικανότητά τους να διακρίνουν τη διαφορά ανάμεσα στο καλό και το κακό».
Ο Ν. Μαραντζίδης υπονοεί προφανώς έναν κάποιον ορισμό της ηθικής – το να
κάνεις μια επιλογή με βάση μια ιδέα για το καλό και το κακό. Και
ακολούθως ισχυρίζεται ότι συνεπώς οι άνθρωποι που ξυλοφορτώνουν άλλους
στον δρόμο το κάνουν επειδή είναι ανίκανοι να λειτουργήσουν ως ηθικά
υποκείμενα. Γιατί, όμως; Έστω και αν δεχτούμε –δίχως να είμαστε καθόλου
υποχρεωμένοι– ότι ρυθμιστής μιας τέτοιου είδους επιλογής είναι μια ιδέα
για το καλό και το κακό, από πού προκύπτει συνακόλουθα ο ισχυρισμός της
ανικανότητας; Αυτή, εξάλλου, η αντίληψη, που ο Μαραντζίδης θεωρεί
αυταπόδεικτη, πως δηλαδή η διάκριση καλού-κακού συνεπάγεται και την
αντίστοιχη συμπεριφορά, είναι βαθιά αντινεωτερική, με την τεχνική έννοια
του όρου. Αν κάτι προσέφεραν εννοιακά οι Νέοι Χρόνοι με εμφατικό τρόπο
είναι μια έννοια του υποκειμένου που διαχωρίζει ακριβώς την γνώση από
την πράξη. «Ξέρω ποιο είναι το καλό» γράφει ο Ιερός Αυγουστίνος «αλλά
πράττω το κακό». Σε κάθε περίπτωση, ο Ν. Μαραντζίδης δεν εξηγεί αμέσως
τον ισχυρισμό του αλλά παρέχει εν είδει ανάπτυξης το εξής ασύλληπτο:
«Πρόκειται γι’ αυτό, που η φιλόσοφος Χάνα Αρεντ περιέγραψε ως κοινοτοπία του κακού».
Εδώ, ο αναγνώστης βρίσκεται καταρχάς αντιμέτωπος με τη ρητορική ενός
υβριστικού μαξιμαλισμού: Οι επιτιθέμενοι στον Ν. Μαραντζίδη ως Άντολφ
Άιχμαν· ο Ν. Μαραντζίδης ως εκατομμύρια δολοφονημένοι Εβραίοι· ο
τσαμπουκάς σε καφετέρια ως Τελική Λύση.
Το –αμυδρά– διασκεδαστικό είναι ότι η επίκληση της ρήσης της Χάνα Άρεντ,
αποπλαισωμένης από την ιστορική της αναφορά, θυμίζει ένα άλλο παράθεμα
της φιλοσόφου, από την Κρίση της κουλτούρας: «Το πρόβλημα με τον
μορφωμένο φιλισταίο δεν ήταν ότι διάβαζε τους κλασικούς αλλά ότι το
έκανε ωθούμενος από το απώτερο κίνητρο της αυτοτελείωσης, αγνοώντας
κατ΄ουσίαν το γεγονός ότι ο Σαίξπηρ ή ο Πλάτων θα είχαν να του πουν πιο
σημαντικά πράγματα από το πώς να μορφωθεί· το πρόβλημα ήταν ότι κατέφυγε
σε μια σφαίρα “καθαρής ποίησης” προκειμένου να κρατήσει την
πραγματικότητα μακριά από τη ζωή του -για παράδειγμα τέτοια “πεζά”
πράγματα όπως ο λιμός της πατάτας- ή για να την αντιμετωπίσει μέσα από
ένα πέπλο “ευχαρίστησης κι ελαφρότητας’».[1]
Ο «μορφωμένος φιλισταίος» Μαραντζίδης δεν σεμνύνεται να χρησιμοποιησει
την Άρεντ για να προβάλει την περίπτωση του ξυλοδαρμού του ως ομόρριζη
και συγκρίσιμη με το Ολοκαύτωμα. Την ίδια στιγμή, βέβαια, θα γινόταν
έξαλλος αν διάβαζε ένα άρθρο για τις φυλακές τύπου Γ΄, όπου θα γινόταν ο
οποιοσδήποτε παραλληλισμός με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πρόκειται
πιθανώς για μια κεντρώα μεταρρυθμιστική παραλλαγή της γνωστής σταλινικής
φράσης: «Ένας ξυλοδαρμός είναι τραγωδία, χιλιάδες παράνομες φυλακίσεις
είναι στατιστική».
Πέραν της απίθανης, βέβαια, επίκλησης του Ολοκαυτώματος, υπάρχει κι άλλο
πρόβλημα με την επιστράτευση της ρήσης της Άρεντ – πιο βασικό, ίσως: Ο
τρόπος με τον οποίον η Άρεντ εννοεί την «κοινοτοπία του κακού» σε σχέση
με τον Άιχμαν είναι περίπου ο αντίθετος από αυτόν που της αποδίδει ο Ν.
Μαραντζίδης. Ο «άνθρωπος της διπλανής πόρτας», που δεν είναι «τέρας»
αλλά που μπορεί να κάνει «τα μεγαλύτερα εγκλήματα», μπορεί να τα κάνει
επειδή κινείται με ελατήρια όπως η προσωπική επαγγελματική του εξέλιξη ή
επειδή οδηγείται εκεί μέσω της ένταξής του σε ένα σύστημα
γραφειοκρατίας και όχι επειδή είναι ιδεολόγος. Και φυσικά επουδενί
επειδή «δεν μπορεί να διακρίνει ανάμεσα στο καλό και στο κακό». Θα
μπορούσε κανείς να συζητήσει, βέβαια, το γιατί αυτές οι «μπαναλιτέ»
αποκλείουν την υπαγωγή στην ιδεολογία και η συζήτηση θα εξαρτιόταν
ακριβώς από το πώς θα όριζε κανείς την έννοια της ιδεολογίας. Για τους
σκοπούς μας εδώ, ωστόσο, αρκεί το εξής: η Άρεντ δεν λέει αυτό που λέει ο
Μαραντζίδης.
Το να ορίσει το πώς εννοεί την έννοια της ιδεολογίας, άλλωστε, ο Ν.
Μαραντζίδης το αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι – γεγονός παράξενο
τόσο για έναν καθηγητή πολιτικής επιστήμης γενικώς όσο και ειδικά για
ένα κείμενο που έχει θέμα του την ιδεολογία. Γράφει:
«Η ιδεολογία αποτελεί τον παράγοντα εκείνο, που πέρα από την ατομική ιδιοσυγκρασία, ευθύνεται περισσότερο για την ανικανότητα κάποιου ατόμου να διαχωρίσει το καλό από το κακό».
Εδώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την εξήγηση που λείπει από πιο πάνω,
προτού σφηνωθεί ενδιάμεσα η άτυχη Άρεντ, από το σημείο δηλαδή που αφορά
την υποτιθέμενη ανικανότητα των επιτιθέμενων. Γιατί είναι ανίκανοι,
λοιπόν, να διακρίνουν ανάμεσα στο καλό και στο κακό; Επειδή, απαντά ο Ν.
Μαραντζίδης, είναι ιδεολόγοι. Πρόκειται για την απόλυτη
ηθικολογικοποίηση της πολιτικής: η ιδεολογία ως παραγωγός ανηθικότητας ή
αμοραλισμού (δεν μας λέει ποιο από τα δύο). Κι έπειτα είναι και το
εξής: Από ποια θέση λέει κάποιος ότι ένας άλλος είναι ανίκανος να
διακρίνει ανάμεσα στο καλό και στο κακό εξαιτίας της ιδεολογίας του, αν
όχι από τη θέση κάποιου που αισθάνεται ότι μπορεί να κάνει αυτή τη
διάκριση εξαιτίας της δικής του ιδεολογίας; Αν ψάχναμε ορισμό για την
«ιδεολογική τύφλωση» μάλλον τον βρήκαμε.
Στη συνέχεια, όμως, τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα. Γράφει:
«Μερικές ιδεολογίες έχουν, συγκριτικά με άλλες, το διαβολικό χάρισμα μαγεύοντας τους ανθρώπους, όπως η Κίρκη τους ναύτες του Οδυσσέα, να μπορούν υπό κατάλληλες συνθήκες να μετατρέψουν ανθρώπους σε γουρούνια. Στη σύγχρονη εποχή, τίποτε δεν μπόρεσε να ανταγωνιστεί σε γοητεία τις μεγάλες μεσσιανικές ιδεολογίες: κομμουνισμός, αναρχισμός, φασισμός, φονταμενταλισμός. Ολες οι παραπάνω εγκαθίδρυσαν ολοκληρωτικά καθεστώτα όπου κατέλαβαν την εξουσία».
Εντάξει, τόσο η αναφορά του «φονταμενταλισμού» ως κάτι που μπορεί να
παραταχθεί δίπλα στον φασισμό και στον κομμουνισμό δίχως άλλον
προσδιορισμό όσο και η υπέροχη επινόηση των «αναρχικών ολοκληρωτικών
καθεστώτων» αποτελούν πρώτης τάξης μαργαριτάρια. Αλλά ας μην
παρασυρθούμε κι ας επικεντρωθούμε στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας του
εξέχοντος αυτού πανεπιστημιακού: το φοβερό είναι ότι ο Ν. Μαραντζίδης
–σκοπίμως, υποψιάζεται κανείς– ποτέ δεν αποφασίζει, όπως είπαμε και πιο
πάνω, πώς εννοεί την ιδεολογία. Μοιάζει να παλινδρομεί ανάμεσα σε μια
αντίληψη της έννοιας ως συστήματος που συσκοτίζει μια πραγματικότητα –
ένα βασικά μαρξιστικό σχήμα· και σε μια πιο «κοινή» αντίληψη, ενός
οποιουδήποτε σώματος ιδεών ή πεποιθήσεων. Στην πρώτη περίπτωση, βέβαια,
τόσο η λειτουργία του συστήματος όσο και η πραγματικότητα που υποτίθεται
πως συσκοτίζεται μένουν στο περιθώριο της ανάλυσης του Ν. Μαραντζίδη –
κι ας είναι ακριβώς τα σημεία όπου θα περίμενε κανείς να εστιάσει μια
κριτική της ιδεολογίας. Στη δεύτερη περίπτωση, καθίσταται δύσκολο να
διαγνωστεί ο μηχανισμός υπαγωγής των εν λόγω ανθρώπων στον έλεγχο των
«ιδεολογιών» τους.
Αυτή η παλινδρόμηση, όμως, είναι που επιτρέπει στον Ν. Μαραντζίδη να
λέει ότι η ιδεολογία «ευθύνεται για την ανικανότητα κάποιου ατόμου να
διαχωρίσει το καλό από το κακό» αλλά όχι η ιδεολογία γενικώς, παρά μόνο
«μερικές» ιδεολογίες. Υπάρχουν, άρα, ιδεολογίες που δεν μαγεύουν τους
ανθρώπους, που δεν είναι μεσσιανικές, που δεν εγκαθιδρύουν ολοκληρωτικά
καθεστώτα, που δεν «ευθύνονται για την ανικανότητα κάποιου ατόμου να
διαχωρίσει το καλό από το κακό».
Ποιά όμως είναι η καλύτερη λειτουργία μιας ιδεολογίας; Μα ακριβώς το να
μη γίνεται εμφανής. Ο Ν. Μαραντζίδης, φορέας μιας «αντίπαλης στις
ολοκληρωτικές» ιδεολογίας, αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα συσκότισης.
Κι όταν καλείται να ονοματίσει αυτήν την ιδεολογία το αποδεικνύει
περίτρανα. Γράφει:
«Μακροπρόθεσμα η απάντηση είναι μόνο μία: η ανθρωπιστική παιδεία και η επίμονη καλλιέργεια των αξιών του σεβασμού του άλλου και της ανεκτικότητας. Ο μεσσιανισμός αντιμετωπίζεται μόνο με παιδεία και Κράτος Δικαίου».
Απορία ψάλτου, ανθρωπισμός. Ανθρωπισμός που αξιοποιεί το ηθικό βάρος του
όρου για να αποκρύψει την απουσία των υλικών προϋποθέσεων του.
Ας δούμε αναλυτικότερα πώς λειτουργεί συσκοτιστικά το ιδεολογικό σχήμα
του Ν. Μαραντζίδη: Η περίπτωση του ξυλοδαρμού συνιστά ένα περιορισμένης
σημασίας συμβάν που αναδεικνύει μερικές δομικές στρεβλώσεις της
ελληνικής δημοσιότητας την περίοδο της κρίσης. Ο Ν. Μαραντζίδης,
επικαλούμενος την θεσμική του θέση, που κατοχυρώνεται με την υπογραφή
στο τέλος του άρθρου («Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής
καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο
Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της
Βαρσοβίας»), θα χρησιμοποιήσει την προσωπική εμπλοκή του στο γεγονός για
να το ανυψώσει στην σφαίρα μιας αφηρημένης καθολικότητας. Σε αυτήν την
μετάβαση θα χαθούν όλες οι διαμεσολαβήσεις του γεγονότος.
Γιατί, προφανώς, αν ο Ν. Μαραντζίδης έγινε θύμα μιας επίθεσης, δεν έγινε
επειδή αποτελεί έναν τυχαίο, εναλλάξιμο πολίτη -και αυτό διαφοροποιεί
ριζικά τον ξυλοδαρμό του από τις καθημερινές πράξεις συστημικής βίας,
όπου τα θύματα είναι ο καθένας- αλλά επειδή κατέχει στον υλικό,
παραγωγικό ιδεολογικό μηχανισμό που λέγεται Πανεπιστήμιο μια
συγκεκριμένη θέση. Ασχέτως του αν κανείς διαφωνεί με την επίθεση στον
καθηγητή Μαραντζίδη, δεν προσφέρει αναλυτικά τίποτα στην κατανόηση του
φαινομένου αν δεν αναστοχαστεί πάνω στον ειδικό ρόλο που επιτελούν
συγκεκριμένοι οργανικοί διανοούμενοι στην αναπαραγωγή ενός λόγου
συναίνεσης μέσα σε μια συγκυρία κατάλυσης των προϋποθέσων αυτής της
συναίνεσης.
Επικαλούμενος έναν τερατώδη ολοκληρωτισμό ως εχθρό, ο Ν. Μαραντζίδης δεν
βλέπει τον ελέφαντα στο δωμάτιο: το υπαρκτό σύστημα που υπονομεύει το
κράτος δικαίου και την ιδιότητα του πολίτη. Με τον τρόπο αυτό θα
αποκαλύψει και την συγγένειά του με τους θύτες του: αυτοί λύνουν τις
αντιφάσεις τους προσφεύγοντας στο καθέκαστο του ξυλοδαρμού· αυτός στο
αφηρημένο μιας καθολικότητας. Και οι δύο χάνουν το έδαφος της
συγκεριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης που περνάει πάντα από
την περιοχή της διαμεσολάβησης. Όπως η προσφυγή στην ατομική βία δεν
μπορεί να προσφέρει τίποτα στην συγκρότηση ενός Υποκειμένου ικανού να
επιφέρει ουσιαστικές τομές σε μια ημαρτημένη κοινωνική πραγματικότητα,
έτσι και η επίκληση ανώτερων αξιών δεν μπορεί παρά μόνο να θεμελιώσει
μια ηθική ανωτερότητα του θύματος, αποτυγχάνοντας να εξηγήσει τα
πραγματικά, υλικά, κίνητρα του θύτη. Μένοντας σε αυτό το πήγαιν’ έλα
ατομικής βίας και από καθέδρας άρνησής της καθηλωνόμαστε σε έναν φαύλο
κύκλο δογματικής βεβαιότητας. Τόσο ο Ν. Μαραντζίδης όσο και οι θύτες του
δεν πρόκειται ποτέ να συνδιαλλαγούν με την έκπληξη του κοινωνικού. Στα
προκατασκευασμένα σχήματά τους δεν χωράει τίποτα παρά μια ταυτολογία: σε
δέρνω επειδή διαφωνώ μαζί σου, από τη μία, σε απαξιώνω ολοκληρωτικά
επειδή με δέρνεις, από την άλλη.
Τελικά, όμως, το πιο ενδιαφέρον ερώτημα είναι το εξής: Πώς είναι δυνατόν
ένας «ειδικός» να γράφει ένα τέτοιο κείμενο (κι εδώ μπορεί να
αναλογιστεί κανείς όλα τα κείμενα του είδους του, από λιγότερο ή
περισσότερο «ειδικούς» αλλά σε κάθε περίπτωση «καταρτισμένους»
αρθρογράφους του ακραίου Κέντρου) με τόσο προφανή προβλήματα; Ή,
καλύτερα: Με ποιον τρόπο συνδέονται οι λαθροχειρίες (όπως με την
επίκληση της Άρεντ), τα λογικά άλματα (όπως με την αδυναμία διάκρισης
καλού και κακού) και τα πραγματολογικά λάθη (όπως με τα αναρχικά
ολοκληρωτικά καθεστώτα) με τον ιδεολογικό μηχανισμό ενός τέτοιου
κειμένου; Ή, ακόμη καλύτερα: Ποια είναι η συνθήκη βάσει της οποίας μια
ιδεολογική λειτουργία όπως αυτή που περιγράφουμε είναι οργανικά
συναρτημένη με έναν συγκεκριμένο «επιστημονικό» λόγο, ο οποίος
συγκροτείται μέσω της άρνησης της αξίας να μην υποπίπτει ένας
επιστήμονας σε λαθροχειρίες, λογικά άλματα και πραγματολογικά λάθη;
Η απάντηση ότι ο Ν. Μαραντζίδης δεν ξέρει από Χάνα Άρεντ ή από
ιδεολογίες είναι προφανώς ανόητη. Επισημαίνουμε τα σφάλματα διότι πρέπει
να τα επισημάνουμε, διόλου όμως δεν θέλουμε να καταφύγουμε στην
ελκυστική πλην όμως απολύτως μη ικανοποιητική λύση να πούμε ότι ο
καθηγητής πολιτικής επιστήμης δεν έχει ιδέα από πολιτική επιστήμη.
Κάτι άλλο συμβαίνει εδώ. Αυτό όμως είναι ίσως θέμα για ένα επόμενο κείμενο.
------------------------------------------
1] μτφρ. Γ. Ν. Μερτίκας, εκδ. Στάσει Εκπίπτοντες, Αθήνα 2012, σ.19
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου