Γιώργος X. Παπασωτηρίου
Δεν θυμάμαι αν μασκαρεύτηκα ποτέ, αν έπαιξα ποτέ το παιγνίδι της αντιστροφής, εκεί όπου οι «κάτω» γίνονται ίσοι με τους «πάνω», έστω για μια στιγμή. Τώρα που θυμάμαι, συνήθως έπαιζα αυτό το παιγνίδι στα έσχατα όρια της «πολιτικής ουτοπίας» και μιας άνευ προηγουμένου εγκεφαλικότητας. Όλα στο κεφάλι. Ένα «γαϊτανάκι» από αλήθειες, ζωτικά ψεύδη, αυταπάτες, παραπλανήσεις σ’ έναν ελάχιστο, σκοτεινό χώρο. Ένα ατέλειωτο κυνήγι διανοητικών λύσεων, ένα παντοτινό «κυνήγι του θησαυρού», χωρίς να πάω, ακίνητος, χωρίς πραγματικό ταξίδι, χωρίς άγγιγμα, έτσι που κάποτε η φανταστική ζωή να συγχέεται με την πραγματική, στα όρια της τρέλας και του χαμού. Όλα στο κόκκινο και τα εγκεφαλικά κύτταρα να κοχλάζουν, προσπαθώντας να μεταβολίσουν το Εγώ, όχι με καταλύτη τη vita activa, την κοινωνική ζωή, αλλά με καταλύτη τη vita contemplativa, τη φανταστική ζωή.
Εκεί, σ’ αυτόν τον σκοτεινό εγκεφαλικό κόσμο, ο Εαυτός χάνει κάθε αίσθηση χιούμορ και αυτοσαρκασμού, χάνει κάθε δυνατότητα σχετίκευσης, κινδυνεύοντας να εκραγεί από υπερβολική διόγκωση, ή να τσαλαπατηθεί από τα άλογα της άμαξας του Νίτσε. Ναι, πεθαίνουμε από υπερβολικό Εαυτό, εκτός κι αν έχουμε τη δυνατότητα να νομιμοποιήσουμε την εκδήλωση της βίας πάνω στα κεφάλια των άλλων, μισώντας και σκοτώνοντας, όπως οι υπεράνθρωποι και τα μεγα-Εγώ. Είναι τότε που είμαστε έτοιμοι να γίνουμε ρατσιστές και φασίστες.
Κι όμως, απ’ αυτή την υπαρξιακή τραγωδία μας σώζει η «κάθ-αρση» και η αντιστροφή. Γι’ αυτό η γιορτή της αποκριάς δεν είναι μόνο θετική γιατί σώζει, τροφοδοτώντας την ελπίδα μέσα από την αρχαία ελληνική «άρση», είναι ευεργετική γιατί σώζει και από τη βία, καθώς μας ξαλαφρώνει από την πλησμονή του εαυτού, από το πολύ Εγώ, απ’ ό,τι κάνει την καρδιά βασάλτινη και το ναρκισσισμό μας αβάσταχτο. Για να συμβεί αυτό, τα συνήθη όρια πρέπει να πέσουν σε μια τελετουργική στιγμή, τη στιγμή της «κάθαρσης», που κυρώνεται από έναν θρησκευτικό –ειδωλολατρικό και χριστιανικό εν ταυτώ- καθαγιασμό. Έτσι, το διαχρονικό religious θα σημάνει την αναδέσμευση στην ισότητα, μα πιο πολύ στην εξισορρόπηση -έστω για μια στιγμή- των κοινωνικών αντιθέσεων και των διαχωρισμών.
Έτσι, σ’ αυτή την κορυφαία γιορτή της αντιστροφής οι «κάτω» τολμούν να διακωμωδήσουν τους «πάνω», αναζωογονώντας την ευνουχισμένη στην κανονικότητα επιθυμία τους, ενώ το Εγώ των «πάνω» για μια χαρούμενη εκατέρωθεν στιγμή κενώνεται αναίμακτα. Είναι η στιγμή που ο κουλάκος χουφτώνει την αρχόντισσα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αναθερμαίνεται η κοινωνική συνοχή αλλά και η ελπίδα ότι ο ελληνικός σωρείτης δεν ψεύδεται, ότι κάποια στιγμή «Θα γυρίσει ο τροχός…»!
Τι γίνεται όμως σήμερα; Στην εποχή του Homo festivus, της τεχνητής διαφάνειας, της ομοιογενοποίησης και της εικονικής άρσης των διαχωριστικών γραμμών, η αποκριά όπως κάθε «κάθ-αρση»(Καθαρή Δευτέρα) και αυτοκάθαρση, έχει απολέσει το νόημά της. Η γιορτή, που σώζει από τη βία της συσσώρευσης με τη θυσία του περίσσιου, στη σημερινή εποχή της νεοφιλελεύθερης υπερσυγκέντρωσης δεν υφίσταται. Η αντιστροφή δεν επισυμβαίνει κι έτσι δεν υπάρχει η βασική προϋπόθεση του χιούμορ και του λυτρωτικού αυτοσαρκασμού.
Ακόμα και οι μάσκες δεν σημαίνουν πλέον τίποτ’ άλλο ειμή μόνο την υποκρισία, δηλαδή κάτι πέρα και πάνω από το δημιουργικό ψέμα, που υποδηλώνει την αλήθεια. Σε ποια, όμως, αλήθεια, ή, ακόμα, σε ποιο ψέμα να πιστέψει ένας άνεργος, που δεν έχει να πάει γάλα στα παιδιά του; Μπορεί να πιστέψει στην αντιστροφή και να γεμίσει με ελπίδα μέσα στη γιορτή;
Μπορεί. Το ταξίδι στη συλλογική χαρά, αναθερμαίνει την προτίμηση στη μοιρασμένη χαρά του Εμείς σε βάρος της μαραγκιασμένης «χαράς» του εγωτικού τσιγκούνη. Γι’ αυτό λέω σήμερα να πάω εκεί όπου ο χρόνος, αυτός ο απαθής φονιάς, εξακολουθεί να καταργείται μέσα και μέσω της γιορτής, εκεί όπου ακόμα αυτή διατηρεί το στοιχείο της πραγματικής άρσης των αισθημάτων και του ηθικού των ανθρώπων, που δοκιμάζονται σκληρά…
Πηγή: artinews.gr
Δεν θυμάμαι αν μασκαρεύτηκα ποτέ, αν έπαιξα ποτέ το παιγνίδι της αντιστροφής, εκεί όπου οι «κάτω» γίνονται ίσοι με τους «πάνω», έστω για μια στιγμή. Τώρα που θυμάμαι, συνήθως έπαιζα αυτό το παιγνίδι στα έσχατα όρια της «πολιτικής ουτοπίας» και μιας άνευ προηγουμένου εγκεφαλικότητας. Όλα στο κεφάλι. Ένα «γαϊτανάκι» από αλήθειες, ζωτικά ψεύδη, αυταπάτες, παραπλανήσεις σ’ έναν ελάχιστο, σκοτεινό χώρο. Ένα ατέλειωτο κυνήγι διανοητικών λύσεων, ένα παντοτινό «κυνήγι του θησαυρού», χωρίς να πάω, ακίνητος, χωρίς πραγματικό ταξίδι, χωρίς άγγιγμα, έτσι που κάποτε η φανταστική ζωή να συγχέεται με την πραγματική, στα όρια της τρέλας και του χαμού. Όλα στο κόκκινο και τα εγκεφαλικά κύτταρα να κοχλάζουν, προσπαθώντας να μεταβολίσουν το Εγώ, όχι με καταλύτη τη vita activa, την κοινωνική ζωή, αλλά με καταλύτη τη vita contemplativa, τη φανταστική ζωή.
Εκεί, σ’ αυτόν τον σκοτεινό εγκεφαλικό κόσμο, ο Εαυτός χάνει κάθε αίσθηση χιούμορ και αυτοσαρκασμού, χάνει κάθε δυνατότητα σχετίκευσης, κινδυνεύοντας να εκραγεί από υπερβολική διόγκωση, ή να τσαλαπατηθεί από τα άλογα της άμαξας του Νίτσε. Ναι, πεθαίνουμε από υπερβολικό Εαυτό, εκτός κι αν έχουμε τη δυνατότητα να νομιμοποιήσουμε την εκδήλωση της βίας πάνω στα κεφάλια των άλλων, μισώντας και σκοτώνοντας, όπως οι υπεράνθρωποι και τα μεγα-Εγώ. Είναι τότε που είμαστε έτοιμοι να γίνουμε ρατσιστές και φασίστες.
Κι όμως, απ’ αυτή την υπαρξιακή τραγωδία μας σώζει η «κάθ-αρση» και η αντιστροφή. Γι’ αυτό η γιορτή της αποκριάς δεν είναι μόνο θετική γιατί σώζει, τροφοδοτώντας την ελπίδα μέσα από την αρχαία ελληνική «άρση», είναι ευεργετική γιατί σώζει και από τη βία, καθώς μας ξαλαφρώνει από την πλησμονή του εαυτού, από το πολύ Εγώ, απ’ ό,τι κάνει την καρδιά βασάλτινη και το ναρκισσισμό μας αβάσταχτο. Για να συμβεί αυτό, τα συνήθη όρια πρέπει να πέσουν σε μια τελετουργική στιγμή, τη στιγμή της «κάθαρσης», που κυρώνεται από έναν θρησκευτικό –ειδωλολατρικό και χριστιανικό εν ταυτώ- καθαγιασμό. Έτσι, το διαχρονικό religious θα σημάνει την αναδέσμευση στην ισότητα, μα πιο πολύ στην εξισορρόπηση -έστω για μια στιγμή- των κοινωνικών αντιθέσεων και των διαχωρισμών.
Έτσι, σ’ αυτή την κορυφαία γιορτή της αντιστροφής οι «κάτω» τολμούν να διακωμωδήσουν τους «πάνω», αναζωογονώντας την ευνουχισμένη στην κανονικότητα επιθυμία τους, ενώ το Εγώ των «πάνω» για μια χαρούμενη εκατέρωθεν στιγμή κενώνεται αναίμακτα. Είναι η στιγμή που ο κουλάκος χουφτώνει την αρχόντισσα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αναθερμαίνεται η κοινωνική συνοχή αλλά και η ελπίδα ότι ο ελληνικός σωρείτης δεν ψεύδεται, ότι κάποια στιγμή «Θα γυρίσει ο τροχός…»!
Τι γίνεται όμως σήμερα; Στην εποχή του Homo festivus, της τεχνητής διαφάνειας, της ομοιογενοποίησης και της εικονικής άρσης των διαχωριστικών γραμμών, η αποκριά όπως κάθε «κάθ-αρση»(Καθαρή Δευτέρα) και αυτοκάθαρση, έχει απολέσει το νόημά της. Η γιορτή, που σώζει από τη βία της συσσώρευσης με τη θυσία του περίσσιου, στη σημερινή εποχή της νεοφιλελεύθερης υπερσυγκέντρωσης δεν υφίσταται. Η αντιστροφή δεν επισυμβαίνει κι έτσι δεν υπάρχει η βασική προϋπόθεση του χιούμορ και του λυτρωτικού αυτοσαρκασμού.
Ακόμα και οι μάσκες δεν σημαίνουν πλέον τίποτ’ άλλο ειμή μόνο την υποκρισία, δηλαδή κάτι πέρα και πάνω από το δημιουργικό ψέμα, που υποδηλώνει την αλήθεια. Σε ποια, όμως, αλήθεια, ή, ακόμα, σε ποιο ψέμα να πιστέψει ένας άνεργος, που δεν έχει να πάει γάλα στα παιδιά του; Μπορεί να πιστέψει στην αντιστροφή και να γεμίσει με ελπίδα μέσα στη γιορτή;
Μπορεί. Το ταξίδι στη συλλογική χαρά, αναθερμαίνει την προτίμηση στη μοιρασμένη χαρά του Εμείς σε βάρος της μαραγκιασμένης «χαράς» του εγωτικού τσιγκούνη. Γι’ αυτό λέω σήμερα να πάω εκεί όπου ο χρόνος, αυτός ο απαθής φονιάς, εξακολουθεί να καταργείται μέσα και μέσω της γιορτής, εκεί όπου ακόμα αυτή διατηρεί το στοιχείο της πραγματικής άρσης των αισθημάτων και του ηθικού των ανθρώπων, που δοκιμάζονται σκληρά…
Πηγή: artinews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου