«Η γενιά μου χάθηκε.
Χωρίς δουλειά, χωρίς όνειρα. Αντιστάθηκα όσο μπορούσα. Σας λέω αντίο». Η κρίση και η αδιαφορία δολοφόνησαν τον 30χρονο Μικέλε στο Ούντινε της Ιταλίας ωθώντας τον στην αυτοκτονία. Ο Μικέλε αντιστάθηκε, αλλά δεν άντεξε τον καθημερινό πόλεμο για ένα καλύτερο αύριο σε έναν κόσμο που του έκλεισε τις πόρτες.
Ο Μικέλε έγραψε το γράμμα πήγε στο σπίτι τις γιαγιάς στις 31 Ιανουαρίου και με ένα σχοινί έβαλε τέλος στην αγωνία του. «Δεν μπορώ να περάσω τη ζωή μου να αγωνίζομαι μόνο για να επιβιώσω», έγραψε στο τελευταίο γράμμα του.
Οι γονείς του Μικέλε αποφάσισαν να δώσουν στη δημοσιότητα το γράμμα του γιου τους γιατί αποτελεί ένα πραγματικό «κατηγορώ»
εναντίον του πρεκαριάτου*, της ανασφάλειας, της ισοπέδωσης των ονείρων
μιας ή περισσοτέρων χαμένων γενιών της κρίσης. «Ήταν γραφίστας.
Παρακολουθούσε όμως μόνο τμήματα επιμόρφωσης ανέργων και έκανε
συνεντεύξεις για εργασία έχοντας πάντα αρνητικές απαντήσεις», εξηγεί ο
πατέρας του εκδηλώνοντας την αμηχανία και το θυμό του: «ούτε εμείς δεν
καταφέραμε να καταλάβουμε το βάθος της δυσκολίας του. Οι λέξεις του
αποτελούν μια πνιγμένη κραυγή, μια σκληρή ανάλυση ενός συστήματος που
καταβροχθίζει τα καλύτερα παιδιά του».
Για τον πατέρα του Μικέλε το γράμμα αποτελεί «την κραυγή μιας χαμένης γενιάς.
Την αποκαλούν γενιά του NEET, νέους που δεν διαβάζουν και δεν
εργάζονται και που σταμάτησαν επίσης να ψάχνουν για μια δουλειά, να
πιστεύουν, να θέλουν. Ένας λαός απελπισμένων και απογοητευμένων».
Οι γονείς του Μικέλε
ζήτησαν από την τοπική εφημερίδα Messaggero Veneto να δημοσιεύσει το
γράμμα του γιου τους γιατί «αποτελεί ένα καμπανάκι κινδύνου, ένα σοβαρό
κοινωνικό φαινόμενο, που ήθελε να καταγγείλει».
Ο Μικέλε έζησε στην πλούσια προ κρίσης περιοχή της Βορειοδυτικής Ιταλίας, όπου η οικονομική άνθιση συμβάδιζε με την κοινωνική καταξίωση. Σήμερα οι περιοχές αυτές, από την Τεργέστη και το Ούντινε, που ζούσε ο Μικέλε, έως τη Βενετία και την Πάδοβα έχουν γεμίσει με τα κουφάρια εργοστασίων που έχουν κλείσει και την ανεργία να έχει τριπλασιαστεί σε λιγότερο από μια δεκαετία.
«Μια καταστροφή που δεν θέλω να της
ανήκω», έγραψε αναγνωρίζοντας την αδυναμία να αναμετρηθεί με το τέρας
του νεοφιλελευθερισμού που κατέστρεψε τουλάχιστον το εν τέταρτο της
παραγωγικής δυναμικής της Ιταλίας αφήνοντας πίσω του εκατομμύρια άνεργους, κοινωνική περιθωριοποίηση, φτωχοποίηση και πολλές αυτοκτονίες.
«Αυτή η γενιά θα εκδικηθεί την κλοπή της ευτυχίας», σημείωσε ο Μικέλε, αφιερώνοντας τις τελευταίες λέξεις του γράμματός του ως υστερόγραφο στον υπουργό Πολέτι
του Δημοκρατικού Κόμματος που πριν από λίγες εβδομάδες είχε αποκαλέσει
μαλάκες όσους νέους παραπονιούνται γιατί δεν βρίσκουν δουλειά στην Ιταλία καλώντας τους να μεταναστεύσουν σε τρίτες χώρες.
Το γράμμα του Μικέλε
αποτελεί μα δραματική αντιφατική καταγγελία. Πως θα μπορέσουν αυτοί οι
νέοι να εκδικηθούν για την ευτυχία που τους κλέβουν και να φανταστούν
ένα καλύτερο αύριο εάν παραιτηθούν ακόμη και από τη ζωή;
Το αποχαιρετιστήριο γράμμα του Μικέλε
«Έζησα (άσχημα) για τριάντα χρόνια,
κάποιος θα πει ότι είναι πολύ λίγο. Αυτός ο κάποιος δεν είναι σε θέση
να καθορίσει ποια είναι τα όρια της αντοχής, επειδή είναι υποκειμενικά
και δεν είναι αντικειμενικά.
Προσπάθησα να είμαι καλός άνθρωπος,
έκανα πολλά λάθη, έχω κάνει πολλές προσπάθειες, προσπάθησα να δώσω ένα
νόημα και έναν σκοπό στη ζωή μου, χρησιμοποιώντας τους πόρους μου, για
να μετατρέψω τις δυσκολίες σε τέχνη.
Αλλά οι ερωτήσεις δεν τελειώνουν
ποτέ και εγώ αισθάνομαι μια βαριεμάρα και κούραση. Βαρέθηκα να καταβάλλω
κάθε προσπάθεια και να μην έχω αποτελέσματα, βαρέθηκα να πηγαίνω σε
άχρηστες συνεντεύξεις για να εργαστώ ως γραφίστας, βαρέθηκα να εκφράζω
τα αισθήματά και τις επιθυμίες μου για το άλλο φύλο, που προφανώς δεν
έχει την ανάγκη μου, κουράστηκα να ζηλεύω, κουράστηκα να προσπαθώ να
καταλάβω τι αισθάνεται κάποιος όταν κερδίζει, να δικαιολογώ την ύπαρξή
μου όταν δεν μπορώ να την καθορίζω, κουράστηκα να πρέπει να απαντώ στις
προσδοκίες όλων χωρίς να έχω ικανοποιήσει ποτές τις δικές μου, βαρέθηκα
να χαμογελώ μπροστά στις δυσκολίες, να προσποιούμαι ενδιαφέρον, να τρέφω
όνειρα και αυταπάτες, να με κοροϊδεύουν, να με περιθωριοποιούν και να
τους ακούω να μου λένε ότι η ευαισθησία αποτελεί μεγάλη ποιότητα.
Όλα είναι ψέματα…
Από αυτήν την πραγματικότητα δεν
μπορείς να περιμένεις τίποτα. Δεν μπορείς να περιμένεις μια δουλειά, δεν
μπορείς να περιμένεις να σε αγαπήσουν, δεν μπορείς να περιμένεις την
αναγνώριση, δεν μπορείς να περιμένεις να απαιτούν την ασφάλειά σου, δεν
μπορείς να περιμένεις ένα σταθερό περιβάλλον…
Αυτός σίγουρα δεν είναι ο κόσμος
που έπρεπε να πάρω μέρος και κανείς δεν μπορεί να με εξαναγκάσει να
συνεχίζων να παραμένω. Είναι ένας εφιάλτης με προβλήματα, χωρίς
ταυτότητα, χωρίς εγγυήσεις, χωρίς σημεία αναφοράς και χωρίς καμία
προοπτική.
Υπάρχουν οι συνθήκες για να
συνεχίσω, και εγώ δεν έχω τις εξουσίες ή τα μέσα για να τις δημιουργήσω.
Δεν εκπροσωπούμαι από τίποτε από αυτά που βλέπω και ο ίδιος δεν αποδίδω
σε τίποτα κανένα νόημα: εγώ δεν έχω τίποτα κοινό με όλα αυτά. Δεν μπορώ
να περάσω τη ζωή μου για να αγωνίζομαι απλώς για να επιβιώσω, για να
έχω τον χώρο που θα έπρεπε να έχω, ή αυτόν που μου ανήκει δικαιωματικά,
προσπαθώντας να βγάλω το καλύτερο από το χειρότερο για να έχω το
ελάχιστο δυνατόν.
Εγώ δεν ενδιαφέρομαι για το ελάχιστο, ήθελα το καλύτερο και το μέγιστο, αλλά αυτό δεν είναι στη διάθεσή μου.
Δεν μπορεί κανείς να ζει για να
λέει «όχι» σαν απάντηση, με το «όχι» πεθαίνεις, και δεν υπήρχε εδώ θέση
για τίποτα από αυτά που ήθελα, έτσι στην πραγματικότητα, δεν υπήρξα
ποτέ. Εγώ δεν πρόδωσα, αισθάνομαι ότι με πρόδωσαν, από μια εποχή που με
βάζει στην άκρη αντί να με καλωσορίσει καθώς θα ήταν καθήκον της να
κάνει.
[…]
Ήρθα σε αυτόν τον κόσμο ως
ελεύθερος άνθρωπος και ως ελεύθερο άτομο βγήκα, γιατί δεν μου άρεσε έστω
και λίγο. Αρκετά με την υποκρισία.
Δεν εκβιάζομαι από το γεγονός ότι
είναι ο μόνος εφικτός, για μένα το μοναδικό μοντέλο δεν λειτουργεί.
Εσείς είσαστε που κάνετε τους λογαριασμούς μαζί μου και όχι εγώ με εσάς.
Είμαι ένας αντικομφορμιστής, από πάντα, και έχω το δικαίωμα να πω τι
σκέφτομαι, να κάνω την επιλογή μου, με οποιοδήποτε κόστος. Δεν υπάρχει
τίποτα που δεν μπορεί να διαχωριστεί, ο θάνατος είναι μόνο το εργαλείο.
Η ελεύθερη βούληση υπακούει στο άτομο, όχι στη βόλεψη των άλλων.
Ξέρω ότι αυτό το πράγμα σας
φαίνεται τρελό, αλλά δεν είναι. Είναι απλά απογοητευτικό. Μου πέρασε η
επιθυμία και η θέληση: όχι εδώ και όχι τώρα. Δεν μπορώ να επιβάλω την
παρουσία μου, αλλά την απουσία μου ναι, και το απόλυτο τίποτα είναι
πάντα καλύτερα από μια ύπαρξη που δεν μπορείς να είσαι ευτυχισμένος
φτιάχνοντας το πεπρωμένο σου.
Συγχωρέστε με, μαμά και μπαμπά, αν μπορείτε, αλλά τώρα είμαι ξανά πίσω στο σπίτι. Είμαι μια χαρά.
Μέσα μου δεν υπάρχει χάος. Μέσα μου
υπήρχε τάξη. Αυτή η γενιά παίρνει εκδίκηση για μια κλοπή, της κλέψανε
την ευτυχία. Ζητώ συγγνώμη από όλους τους φίλους μου. Μην με μισήσετε.
Ευχαριστώ για τις καλές στιγμές που περάσαμε μαζί, είστε όλοι καλύτεροι
από εμένα. Αυτό δεν αποτελεί προσβολή για τις ρίζες μου, αλλά μια
κατηγορία εσχάτης προδοσίας.
Υ.Γ. Συγχαρητήρια στον υπουργό Πολέτι. Αυτός μάλιστα αξιολόγησε εμάς τους μαλάκες.
Αντιστάθηκα όσο μπορούσα.»
*Το ευρωπαϊκό “πρεκαριάτο” (ή η επισφαλής νέα γενιά)
είναι μία νέα κοινωνική τάξη μη προνομιούχων πολιτών που αναδύεται στον
ευρωπαϊκό χώρο. Σε αντίθεση με τις παραδοσιακές ταξικές διαιρέσεις
(προλεταριάτο), τα κεντρικά προσδιοριστικά στοιχεία του “πρεκαριάτου” είναι η ηλικία και η εργασιακή επισφάλεια.
Επιγραμματικά, το “πρεκαριάτο” συγκροτείται από νέους και νέες ηλικίας 19 έως 34 ετών, συχνά με επαρκή τυπικά προσόντα, οι οποίοι στα πρώτα βήματα του εργασιακού/κοινωνικού τους βίου βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα αντινεανικό εργασιακό status quo. Όταν αποφεύγουν την ανεργία, είναι -κατά κανόνα- αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν μία εχθρική αγορά εργασίας, όπου κυριαρχούν οι χαμηλές αμοιβές, η υπερεργασία, η πολυαπασχόληση, η προσωρινότητα, η ανομία και η άναρχη ευελιξία.
Επιγραμματικά, το “πρεκαριάτο” συγκροτείται από νέους και νέες ηλικίας 19 έως 34 ετών, συχνά με επαρκή τυπικά προσόντα, οι οποίοι στα πρώτα βήματα του εργασιακού/κοινωνικού τους βίου βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα αντινεανικό εργασιακό status quo. Όταν αποφεύγουν την ανεργία, είναι -κατά κανόνα- αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν μία εχθρική αγορά εργασίας, όπου κυριαρχούν οι χαμηλές αμοιβές, η υπερεργασία, η πολυαπασχόληση, η προσωρινότητα, η ανομία και η άναρχη ευελιξία.
Επιπρόσθετα, επιβαρύνονται με
πολιτικές και θεσμικές αστοχίες (διαρθρωτικά προβλήματα), όπως οι
αναποτελεσματικοί μηχανισμοί κοινωνικής κινητικότητας, τα τεράστια
φορολογικά και ασφαλιστικά βάρη, τα υποβαθμισμένα συλλογικά αγαθά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου