Πολλές φορές, στη διάρκεια της
ζωής μου που την καταπιέζουν οι περιστάσεις, μου συμβαίνει,όταν θέλω να
ελευθερωθώ από κάποιες απ’ αυτές, να δω ξαφνικά να με περικυκλώνουν
άλλες της ίδιας κατηγορίας, θαρρείς τελικά και υπάρχει μια εχθρότητα
εναντίον μου στον αβέβαιο ιστό των πραγμάτων.
Τραβάω από το στήθος μου ένα χέρι που με πνίγει. Βλέπω ότι το χέρι μου που μόλις τράβηξε το άλλο έκανε με την κίνηση της απελευθέρωσης να γλιστρήσει γύρω από το λαιμό μου μια θηλιά.
Τραβάω από το στήθος μου ένα χέρι που με πνίγει. Βλέπω ότι το χέρι μου που μόλις τράβηξε το άλλο έκανε με την κίνηση της απελευθέρωσης να γλιστρήσει γύρω από το λαιμό μου μια θηλιά.
Απομακρύνω προσεκτικά τη θηλιά, και με πνίγω σχεδόν με τα ίδια μου τα χέρια.
[…]
Όλοι τους έχουν, όπως εγώ, μια καρδιά ενθουσιώδη και λυπημένη. Τους γνωρίζω καλά.
Κάποιοι είναι παιδιά για θελήματα, άλλοι υπάλληλοι γραφείου, άλλοι μικρέμποροι, άλλοι πάλι οι νικητές των καφενείων και των μαγέρικων, ένδοξοι χωρίς να το γνωρίζουν μέσα στην έκσταση του εγωτικού τους λόγου, ικανοποιημένοι μέσα στη σιωπή του φιλάργυρου εγωτισμού τους χωρίς τίποτα το πολύτιμο για να φυλάξουν.
Αλλά όλοι τους είναι ποιητές, οι καημένοι, και σέρνουν, στα μάτια μου, όπως και εγώ στα δικά τους, την ίδια αθλιότητα της κοινής μας απρέπειας.
Όλοι τους, όπως κι εγώ, έχουν το μέλλον πίσω τους. Ποτέ δεν αγαπάμε κάποιον. Αγαπάμε απλώς την ιδέα που σχηματίζουμε για κάποιον. Τελικά αυτό που αγαπάμε είναι μια δική μας έννοια και ο εαυτός μας. Αυτό είναι αλήθεια σε όλη την κλίμακα του έρωτα.
[…]Η ζωή δεν αξίζει τίποτα παραπάνω: το παραπάνω είναι άντρες και γυναίκες, υποθετικοί έρωτες και ματαιοδοξίες ψεύτικες, προφάσεις της πέψης και της λήθης, άνθρωποι που κινούνται πάνω κάτω, σαν ζώα όταν ανασηκώνουμε μια πέτρα, κάτω από τον μεγάλο αφηρημένο βράχο του γαλάζιου χωρίς νόημα ουρανού.
Η λογοτεχνία που είναι η τέχνη παντρεμένη με τη σκέψη και η πραγματοποίηση χωρίς το ελάττωμα της πραγματικότητας, μου φαίνεται πως είναι ο σκοπός προς τον οποίο έπρεπε να τείνει κάθε ανθρώπινη προσπάθεια, αν ήταν πραγματικά ανθρώπινη και όχι μια επιπολαιότητα του ζωώδους.
[…]Ανασυνθέτοντας διαρκώς τον εαυτό μου, τον κατέστρεψα. Από την πολλή σκέψη του εαυτού
μου είμαι πια οι σκέψεις μου και όχι εγώ. Με βυθομέτρησα και άφησα να πέσει ο βυθομετρητής.
Ζω για να σκέφτομαι αν έχω βάθος ή όχι, χωρίς πια άλλο βυθομετρητή πέρα από το βλέμμα μου, που μου δείχνει, φωτεινό πάνω στο σκούρο φόντο του καθρέφτη του τεράστιου πηγαδιού, το πρόσωπό μου να με κοιτάζει ενώ το κοιτάζω.
[…]Είναι ανθρώπινο να θέλουμε αυτό που μας είναι απαραίτητο, και είναι ανθρώπινο να επιθυμούμε αυτό που δεν μας είναι απαραίτητο, αλλά που μας είναι επιθυμητό. Αυτό που είναι αρρωστημένο είναι να επιθυμούμε με την ίδια ένταση αυτό που είναι απαραίτητο και αυτό που είναι επιθυμητό, και να υποφέρουμε από την έλλειψη τελειότητας σαν να υποφέραμε από την έλλειψη ψωμιού.
Μακάριος αυτός που δεν απαιτεί από τη ζωή περισσότερα απ’ όσα αυτή του δίνει αυθόρμητα, καθοδηγούμενος από το ένστικτο της γάτας, που αναζητεί τον ήλιο όταν υπάρχει ήλιος, και, όταν δεν υπάρχει, τη ζέστη, όπου κι αν αυτή βρίσκεται.
Η ίδια η φιλοδοξία, αν γίνει υπερηφάνεια και πάθος, είναι ένα φορτίο, και δεν θα νιώθαμε υπερήφανοι αν κατανοούσαμε ότι είναι ένα σχοινί από το οποίο μας τραβάνε. Όχι, ούτε καν δεσμούς με τον εαυτό μας!
Ελεύθεροι από τον εαυτό μας και από τους άλλους, στοχαστικοί χωρίς έκσταση, σκεπτόμενοι χωρίς συμπέρασμα, θα ζήσουμε, απελευθερωμένοι από τον Θεό, το μικρό διάλλειμα που η διάσπαση της προσοχής των δημίων παραχωρεί στην έκσταση μας στη διάρκεια της παρέλασης.
[…] Κουβαλάω μαζί μου τη συνείδηση της πανωλεθρίας σαν λάβαρο νίκης. […] Να είσαι και να παραμένεις ελεύθερος.
[…]
Όλοι τους έχουν, όπως εγώ, μια καρδιά ενθουσιώδη και λυπημένη. Τους γνωρίζω καλά.
Κάποιοι είναι παιδιά για θελήματα, άλλοι υπάλληλοι γραφείου, άλλοι μικρέμποροι, άλλοι πάλι οι νικητές των καφενείων και των μαγέρικων, ένδοξοι χωρίς να το γνωρίζουν μέσα στην έκσταση του εγωτικού τους λόγου, ικανοποιημένοι μέσα στη σιωπή του φιλάργυρου εγωτισμού τους χωρίς τίποτα το πολύτιμο για να φυλάξουν.
Αλλά όλοι τους είναι ποιητές, οι καημένοι, και σέρνουν, στα μάτια μου, όπως και εγώ στα δικά τους, την ίδια αθλιότητα της κοινής μας απρέπειας.
Όλοι τους, όπως κι εγώ, έχουν το μέλλον πίσω τους. Ποτέ δεν αγαπάμε κάποιον. Αγαπάμε απλώς την ιδέα που σχηματίζουμε για κάποιον. Τελικά αυτό που αγαπάμε είναι μια δική μας έννοια και ο εαυτός μας. Αυτό είναι αλήθεια σε όλη την κλίμακα του έρωτα.
[…]Η ζωή δεν αξίζει τίποτα παραπάνω: το παραπάνω είναι άντρες και γυναίκες, υποθετικοί έρωτες και ματαιοδοξίες ψεύτικες, προφάσεις της πέψης και της λήθης, άνθρωποι που κινούνται πάνω κάτω, σαν ζώα όταν ανασηκώνουμε μια πέτρα, κάτω από τον μεγάλο αφηρημένο βράχο του γαλάζιου χωρίς νόημα ουρανού.
Η λογοτεχνία που είναι η τέχνη παντρεμένη με τη σκέψη και η πραγματοποίηση χωρίς το ελάττωμα της πραγματικότητας, μου φαίνεται πως είναι ο σκοπός προς τον οποίο έπρεπε να τείνει κάθε ανθρώπινη προσπάθεια, αν ήταν πραγματικά ανθρώπινη και όχι μια επιπολαιότητα του ζωώδους.
[…]Ανασυνθέτοντας διαρκώς τον εαυτό μου, τον κατέστρεψα. Από την πολλή σκέψη του εαυτού
μου είμαι πια οι σκέψεις μου και όχι εγώ. Με βυθομέτρησα και άφησα να πέσει ο βυθομετρητής.
Ζω για να σκέφτομαι αν έχω βάθος ή όχι, χωρίς πια άλλο βυθομετρητή πέρα από το βλέμμα μου, που μου δείχνει, φωτεινό πάνω στο σκούρο φόντο του καθρέφτη του τεράστιου πηγαδιού, το πρόσωπό μου να με κοιτάζει ενώ το κοιτάζω.
[…]Είναι ανθρώπινο να θέλουμε αυτό που μας είναι απαραίτητο, και είναι ανθρώπινο να επιθυμούμε αυτό που δεν μας είναι απαραίτητο, αλλά που μας είναι επιθυμητό. Αυτό που είναι αρρωστημένο είναι να επιθυμούμε με την ίδια ένταση αυτό που είναι απαραίτητο και αυτό που είναι επιθυμητό, και να υποφέρουμε από την έλλειψη τελειότητας σαν να υποφέραμε από την έλλειψη ψωμιού.
Μακάριος αυτός που δεν απαιτεί από τη ζωή περισσότερα απ’ όσα αυτή του δίνει αυθόρμητα, καθοδηγούμενος από το ένστικτο της γάτας, που αναζητεί τον ήλιο όταν υπάρχει ήλιος, και, όταν δεν υπάρχει, τη ζέστη, όπου κι αν αυτή βρίσκεται.
Η ίδια η φιλοδοξία, αν γίνει υπερηφάνεια και πάθος, είναι ένα φορτίο, και δεν θα νιώθαμε υπερήφανοι αν κατανοούσαμε ότι είναι ένα σχοινί από το οποίο μας τραβάνε. Όχι, ούτε καν δεσμούς με τον εαυτό μας!
Ελεύθεροι από τον εαυτό μας και από τους άλλους, στοχαστικοί χωρίς έκσταση, σκεπτόμενοι χωρίς συμπέρασμα, θα ζήσουμε, απελευθερωμένοι από τον Θεό, το μικρό διάλλειμα που η διάσπαση της προσοχής των δημίων παραχωρεί στην έκσταση μας στη διάρκεια της παρέλασης.
[…] Κουβαλάω μαζί μου τη συνείδηση της πανωλεθρίας σαν λάβαρο νίκης. […] Να είσαι και να παραμένεις ελεύθερος.
inred.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου