Δωρεάν Άμεσο Μάθημα Οικονομίας Από Τον Dr Piketty Προς Τον Τσίπρα.
Σελίδες 24-26
Όμοια με τον Ρικάρντο, ο Μαρξ προσπαθούσε να εδραιώσει την εργασία του στις εσωτερικές λογικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος. Ήθελε έτσι να διαχωρίσει τη θέση του από τους αστούς οικονομολόγους (που θεωρούσαν την αγορά ένα σύστημα αυτορρυθμιζόμενο, ικανό δηλαδή να ισορροπεί από μόνο του, κατά την εικόνα του «αόρατου χεριού» του Σμιθ και του «νόμου της παραγωγής που δημιουργεί ζήτηση» του Σαι), όσο και από τους ουτοπικούς σοσιαλιστές ή προυντονικούς, οι οποίοι κατά τη γνώμη του αρκούνταν να καταγγέλλουν την εργατική εξαθλίωση χωρίς να προτείνουν μια πραγματικά επιστημονική μελέτη των οικονομικών διαδικασιών που συντελούνται.
Για να συνοψίσουμε, ο Μαρξ ξεκινούσε από το Ρικαρδιανό υπόδειγμα της τιμής του κεφαλαίου και της αρχής της σπανιότητας και ώθησε πιο μακριά την ανάλυση της δυναμικής του κεφαλαίου, εξετάζοντας έναν κόσμο όπου το κεφάλαιο ήταν προπάντων βιομηχανικό (μηχανές, εξοπλισμοί, κ.λπ.) και όχι έγγειο, δυνητικά επομένως μπορούσε να συσσωρεύεται χωρίς όριο. Πράγματι, το κύριο συμπέρασμα του ήταν αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε την «αρχή της ατέρμονης συσσώρευσης», την αναπότρεπτη δηλαδή τάση του κεφαλαίου να συσσωρεύεται και να συγκεντρώνεται σε άπειρο βαθμό, χωρίς φυσικό όριο – εξ ού και η έκβαση της Αποκάλυψης που προέβλεψε ο Μαρξ: είτε θα βλέπαμε μια πτωτική τάση του ποσοστού απόδοσης του κεφαλαίου (πράγμα που σκοτώνει τον κινητήρα της συσσώρευσης και μπορεί να οδηγήσει του καπιταλιστές να αλληλοσπαραχθούν), είτε το μερίδιο του κεφαλαίου στο εθνικό εισόδημα θα αυξανόταν διαρκώς (πράγμα που αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε τους εργάτες να ενωθούν και να επαναστατήσουν). Σε κάθε περίπτωση, καμία κοινωνικο-οικονομική ή πολιτική ισορροπία δεν ήταν δυνατή.
Αυτή η μαύρη μοίρα δεν έγινε πραγματικότητα περισσότερο από εκείνην που είχε προβλέψει ο Ρικάρντο. Από το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα οι μισθοί άρχισαν επιτέλους να αυξάνονται: η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης γενικεύθηκε, πράγμα που μετέβαλε ριζικά την κατάσταση, όσο και αν οι ανισότητες παρέμεναν εξαιρετικά μεγάλες και από ορισμένες απόψεις εξακολουθούσαν μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η κομμουνιστική επανάσταση πράγματι έγινε, αλλά στην πιο καθυστερημένη χώρα της Ευρώπης, εκεί όπου η βιομηχανική επανάσταση μόλις είχε ξεκινήσει (στη Ρωσία), ενώ οι πιο προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες, ευτυχώς για τους πληθυσμούς τους, εξερευνούσαν άλλους δρόμους, σοσιαλδημοκρατικούς.
Όπως και οι προγενέστεροι συγγραφείς, ο Μαρξ παρέβλεψε εντελώς τη δυνατότητα μιας τεχνολογικής προόδου με διάρκεια και μιας συνεχούς αύξησης της παραγωγικότητας, δύναμης που όπως θα δούμε μπορεί να ισορροπήσει –ως ένα βαθμό- τη διαδικασία συσσώρευσης και αυξανόμενης συγκέντρωσης του ιδιωτικού κεφαλαίου. Αναμφίβολα δεν διέθετε στατιστικά στοιχεία για να τελειοποιήσει τις προβλέψεις του. Αναμφίβολα επίσης είναι θύμα του γεγονότος ότι είχε καταλήξει στα συμπεράσματα του από το 1848, προτού καν ξεκινήσει τις έρευνες που θα μπορούσαν να τα θεμελιώσουν.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ο Μαρξ έγραφε σε μιαν ατμόσφαιρα μεγάλης πολιτικής έξαρσης, και οδηγούνταν έτσι μερικές φορές σε βιαστικά συμπεράσματα που ήταν δύσκολο να αποφύγει. Γι’ αυτό είναι απόλυτη ανάγκη ο θεωρητικός λόγος να συνδέεται με τις πληρέστερες δυνατές ιστορικές πηγές, κάτι που ο Μαρξ δεν επεδίωξε αληθινά στο βαθμό που θα μπορούσε. Χωρίς να λογαριάσουμε ότι ο Μαρξ δεν ασχολήθηκε σχεδόν καθόλου με το ζήτημα της πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης μιας κοινωνίας όπου θα είχε καταργηθεί εντελώς η ιδιωτική ιδιοκτησία του κεφαλαίου – πρόβλημα από τα πιο σύνθετα που υπάρχουν, όπως δείχνουν οι τραγικοί ολοκληρωτικοί αυτοσχεδιασμοί των καθεστώτων που το επιχείρησαν.
Θα δούμε ωστόσο ότι παρ’ όλους τους περιορισμούς της, η μαρξιστική ανάλυση διατηρεί σε πολλά σημεία κάποια ορθότητα. Κατ’ αρχάς ο Μαρξ εκκινούσε από ένα πραγματικό ερώτημα (μιαν απίθανη συγκέντρωση του πλούτου κατά τη βιομηχανική επανάσταση) και επιχειρούσε να απαντήσει με τα μέσα που διέθετε: ιδού ένα διάβημα που καλό θα ήταν να γίνει πηγή έμπνευσης για τους σημερινούς οικονομολόγους. Κατόπιν, και προπάντων, η αρχή της ατέρμονης συσσώρευσης που υποστηρίζει ο Μαρξ εμπεριέχει μια θυελλώδη σύλληψη για την ανάλυση του 21ου αιώνα όπως και του 19ου, και μάλιστα πιο ανησυχητική κατά κάποιον τρόπο από την αρχή της σπανιότητας του Ρικάρντο. Εφόσον ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού και της παραγωγικότητας είναι σχετικά χαμηλός, οι περιουσίες που σωρεύθηκαν κατά το παρελθόν αποκτούν φυσιολογικά μεγάλη σημασία, δυνητικά δυσανάλογη και αποσταθεροποιητική για τις εμπλεκόμενες κοινωνίες.
Για να το πούμε διαφορετικά, μια χαμηλή μεγέθυνση αφήνει λίγα περιθώρια για να ισορροπήσει η μαρξιστική αρχή της ατέρμονης συσσώρευσης: προκύπτει μια ισορροπία που ακόμη και αν δεν είναι τόσο καταστροφική όσο είχε προβλέψει ο Μαρξ, προκαλεί πάντως αρκετές αναταράξεις. Η συσσώρευση σε κάποιο σημείο θα σταματήσει, αλλά το σημείο αυτό μπορεί να είναι τόσο υψηλό ώστε να είναι και αποσταθεροποιητικό. Θα δούμε ότι η πολύ μεγάλη αύξηση της συνολικής αξίας των ιδιωτικών περιουσιών, μετρούμενη σε έτη εθνικού εισοδήματος, όπως τη διαπιστώνουμε από τις δεκαετίες 1970 και 1980 στο σύνολο των πλουσίων χωρών –και ιδίως στην Ευρώπη και την Ιαπωνία- εντάσσεται άμεσα στη λογική αυτή.
Σελίδες 129-130
Αυτές οι πολύ διαφορετικές συλλογικές εμπειρίες της μεγέθυνσης τον 20ό αιώνα εξηγούν εν πολλοίς γιατί η κοινή γνώμη των διαφορετικών χωρών αντιμετωπίζει σήμερα τόσο διαφορετικά την εμπορική και χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση, ή και τον καπιταλισμό γενικότερα. Στη δυτική Ευρώπη, και ειδικότερα στη Γαλλία, οι άνθρωποι εξακολουθούν πολύ φυσικά να βλέπουν τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, οι οποίες σφραγίστηκαν από εντονότατο κρατικό παρεμβατισμό, σαν μιαν ευλογημένη περίοδο μεγέθυνσης. Και την ευθύνη για τη μείωση της την καταλογίζουν συχνά στην οικονομική απελευθέρωση που ξεκίνησε γύρω στο 1980.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ η ανάγνωση της ιστορίας της μεταπολεμικής περιόδου είναι εντελώς διαφορετική. Από τη δεκαετία του 1950 ως τη δεκαετία του 1970 η απόσταση που χώριζε τις αγγλοσαξονικές χώρες από τις ηττημένες του πολέμου κλείνει γοργά από τις ηττημένες του πολέμου κλείνει γοργά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 πλήθος εξώφυλλα περιοδικών κατήγγελλαν την αμερικάνικη παρακμή και τις επόμενες επιτυχίες της γερμανικής και της ιαπωνικής βιομηχανίας. Στο Ηνωμένο Βασίλειο το κατά κεφαλήν ΑΕΠ έπεφτε κάτω από το επίπεδο της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιαπωνίας, ή και της Ιταλίας.
Δεν είναι εκτός πραγματικότητας να σκεφτούμε ότι αυτή η αίσθηση ότι «μας έφτασαν» -ή ακόμα και ότι «μας ξεπέρασαν» στη βρετανική περίπτωση- έπαιξε μείζονα ρόλο στην «συντηρητική επανάσταση». Η Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο κατόπιν ο Ρέιγκαν στις ΗΠΑ, υποσχέθηκαν να συμπιέσουν το Κράτος Πρόνοιας το οποίο έκανε μαλθακούς, υποτίθεται, τους Αγγλοσάξονες επιχειρηματίες, και να επιστρέψουν σε ένα γνήσιο καπιταλισμό του 19ου αιώνα, ώστε οι δύο χώρες να ανακτήσουν την ηγεμονία. Ακόμα και σήμερα πολλοί άνθρωποι εκεί θεωρούν ότι οι συντηρητικές επαναστάσεις πέτυχαν απολύτως, εφόσον οι δύο χώρες έπαψαν να αναπτύσσονται βραδύτερα από την ηπειρωτική Ευρώπη και την Ιαπωνία.
Όμως ούτε η οικονομική απελευθέρωση που ξεκίνησε γύρω στο 1980, ούτε ο κρατικός παρεμβατισμός μετά το 1945, αξίζουν τόσο έπαινο, ή τόση καταδίκη. Είναι πιθανό ότι η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιαπωνία θα είχαν καλύψει την υστέρηση τους στη μεγέθυνση μετά την κατάρρευση του 1914-1945, όποιες πολιτικές και αν ακολουθούσαν, ή σχεδόν. Το περισσότερο που μπορεί κανείς να πει ότι ο κρατικισμός δεν τις έβλαψε. Από τη ώρα όμως που έφτασαν ξανά στην παγκόσμια πρωτοπορία, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ότι έπαψαν να αναπτύσσονται ταχύτερα από τις αγγλοσαξονικές χώρες και ότι όλοι οι ρυθμοί μεγέθυνσης ευθυγραμμίστηκαν, όπως δείχνει το γράφημα 2.3 (Θα έχουμε την ευκαιρία να επανέλθουμε). Σε μια πρώτη προσέγγιση, οι πολιτικές της απελευθέρωσης δεν φαίνεται να επηρέασαν αυτήν την απλή πραγματικότητα, ούτε προς τα πάνω, ούτε προς τα κάτω.
Σελίδες 172-174
Εμβληματική είναι η περίπτωση της Γαλλίας. Για να την κατανοήσουμε ας πάμε λίγο προς τα πίσω. Στη Γαλλία, όπως σε όλες τις χώρες, η πίστη στον ιδιωτικό καπιταλισμό κλονίστηκε ισχυρά από την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930 και τους καπιταλισμούς που επακολούθησαν. Η «μεγάλη ύφεση» που ξέσπασε τον Οκτώβριο του 1929 με το χρηματιστηριακό κραχ της Ουόλ Στριτ, έπληξε τις πλούσιες χώρες με μια βιαιότητα που δεν έχουμε ξαναδεί έως σήμερα: από το 1932 η ανεργία έθιγε το ένα τέταρτο του ενεργού πληθυσμού στις ΗΠΑ όπως και στη Γερμανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο όπως και στη Γαλλία.
Το παραδοσιακό δόγμα του “laissez faire” και της μη επέμβασης της δημόσιας εξουσίας στην οικονομική ζωή, το οποίο επικρατούσε σε όλες τις χώρες τον 19ο αιώνα, σε μεγάλο βαθμό μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1930, απαξιώθηκε μόνιμα. Παντού σχεδόν σημειώθηκε μια μετακίνηση προς το μεγαλύτερο παρεμβατισμό. Αρκετά φυσιολογικά οι κυβερνήσεις και η κοινή γνώμη καταλόγιζαν την ευθύνη στις χρηματοπιστωτικές και οικονομικές ελίτ οι οποίες πλούτιζαν οδηγώντας τον κόσμο στο χείλος της αβύσσου. Άρχισαν να αναπτύσσονται ιδέες για μορφές «μεικτής» οικονομίας, ώστε να υπάρχει σε ποικίλλους βαθμούς δημόσια ιδιοκτησία επιχειρήσεων δίπλα στις παραδοσιακές μορφές της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, ή τουλάχιστον ισχυρή ρύθμιση και δημόσιος έλεγχος του χρηματοοικονομικού συστήματος, και του ιδιωτικού καπιταλισμού συνολικά.
Η νίκη της Σοβιετικής Ένωσης στο πλευρό των Συμμάχων το 1945 ενίσχυσε εξάλλου το κύρος του κρατιστικού οικονομικού συστήματος που είχαν εγκαθιδρύσει οι μπολσεβίκοι. Αυτό το σύστημα δεν κατέστησε δυνατή τη γρήγορη εκβιομηχάνιση σε μια χώρα διαβόητα καθυστερημένη, που μόλις το 1917 έβγαινε από τη δουλοπαροικία; Το 1942 ο Τζόζεφ Σούμπετερ θεωρούσε αναπότρεπτο το θρίαμβο του σοσιαλισμού επί του καπιταλισμού. Και το 1970, στην όγδοη έκδοση του διάσημου εγχειριδίου του, ο Πολ Σάμουελσον εξακολουθούσε να προβλέπει ότι το αμερικάνικο ΑΕΠ μεταξύ 1990 και 2000.
Στη Γαλλία το γενικό αυτό κλίμα αμφισβήτησης του ιδιωτικού καπιταλισμού ενισχύθηκε εξάλλου έντονα το 1945 από το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των οικονομικών ελίτ της χώρας κρίνοταν ύποπτο για συνεργασία με τις γερμανικές αρχές κατοχής και για ανάρμοστο πλουτισμό τα χρόνια 1940 έως 1944. Σε μια τέτοια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα ξέσπασαν τα μεγάλα κύματα εθνικοποιήσεων της Απελευθέρωσης, ιδίως στον τραπεζικό τομέα, τα ανθρακωρυχεία και την αυτοκινητοβιομηχανία, και ειδικότερα με την περίφημη τιμωρητική εθνικοποίηση των εργοστασίων Ρενώ: ο ιδιοκτήτης Λουί Ρενώ συνελήφθη το Σεπτέμβριο του 1944 ως συνεργάτης των Γερμανών, τα εργοστάσια του κατασχέθηκαν από την προσωρινή κυβέρνηση και εθνικοποιήθηκαν τον Ιανουάριο του 1945.
Το 1950, σύμφωνα με τις διαθέσιμες εκτιμήσεις, η συνολική αξία των δημοσίων στοιχείων του ενεργητικού υπερέβαινε ένα έτος εθνικού εισοδήματος στη Γαλλία. Καθώς η αξία του δημοσίου χρέους είχε μειωθεί έντονα από τον πληθωρισμό, η καθαρή δημόσια περιουσία δεν απείχε πολύ από ένα έτος εθνικού εισοδήματος (βλ. γράφημα 3.6). Εδώ και πάλι δεν πρέπει να θεωρήσουμε ακριβείς τις εκτιμήσεις: η αξία του κεφαλαίου είναι δύσκολο να υπολογιστεί την περίοδο αυτή όπου οι τιμές των στοιχείων ενεργητικού είναι ιστορικά χαμηλές, και ενδέχεται τα δημόσια στοιχεία του ενεργητικού να έχουν ελαφρά υποεκτιμηθεί σε σύγκριση με τα ιδιωτικά. Αλλά οι τάξεις μεγέθους μπορούν να θεωρηθούν ενδεικτικές: το 1950 η δημόσια εξουσία κατέχει στη Γαλλία μεταξύ 25% και 30% της εθνικής περιουσίας, ίσως λίγο παραπάνω.
Πρόκειται για αξιόλογο μερίδιο, προπάντων αν λάβουμε υπόψη ότι η δημόσια ιδιοκτησία δεν άγγιξε καθόλου σχεδόν τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ή τη γεωργία, ενώ ήταν πάντοτε σαφώς μειοψηφική (λιγότερο από 20%) στα στεγαστικά ακίνητα. Στους βιομηχανικούς και χρηματοπιστωτικούς τομείς τους οποίους αφορούσαν πιο άμεσα οι εθνικοποιήσεις το μερίδιο του κράτους στην εθνική περιουσία υπερέβαινε το 50% τις δεκαετίες του 1950 έως 1970.
Η ιστορική αυτή εμπειρία, αν και σύντομη σχετικά, είναι σημαντική για να κατανοήσουμε την πολύπλοκη σχέση που διατηρεί ακόμα σήμερα η γαλλική κοινή γνώμη με τον ιδιωτικό καπιταλισμό. Σε όλη τη διάρκεια της Ένδοξης Τριακονταετίας, κατά την οποία η χώρα, σε βρασμό ανοικοδόμησης, γνώρισε μια πολύ ισχυρή οικονομική μεγέθυνση (την ισχυρότερη της εθνικής της ιστορίας), η Γαλλία ζούσε σε ένα σύστημα μεικτής οικονομίας, σε έναν καπιταλισμό χωρίς καπιταλιστές κατά κάποιον τρόπο, ή τουλάχιστον σε έναν κρατικό καπιταλισμό όπου οι ιδιώτες ιδιοκτήτες είχαν πάψει να ελέγχουν τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις.
Σελίδες 410-411
Δεν είναι προσβλητικό να υποθέτουμε ότι όσοι είναι σε θέση να ορίζουν οι ίδιοι το μισθό τους έχουν τη φυσική τάση να χαρίζονται στον εαυτό τους, ή τουλάχιστον να είναι πιο αισιόδοξοι από τον μέσο όρο στην αξιολόγηση της οριακής παραγωγικότητας. Είναι πολύ ανθρώπινο, προπάντων σε συνθήκες όπου η πληροφόρηση είναι αντικειμενικά πολύ ατελής. Χωρίς να φτάσουμε στο σημείο να πούμε ότι «βάζουν χέρι στο ταμείο», πρέπει να παραδεχτούμε ότι η εικόνα αυτή ταιριάζει καλύτερα από εκείνην του «αοράτου χεριού», της μεταφοράς του Άνταμ Σμιθ για την αγορά. Στην πράξη αόρατο χέρι δεν υφίσταται, όπως ούτε «καθαρός και τέλειος» ανταγωνισμός’ η αγορά πάντοτε ενσαρκώνεται σε συγκεκριμένους θεσμούς, σαν τους ιεραρχικά ανώτερους ή τις επιτροπές αμοιβών.
Εκ του διαχειριστή: είναι προφανές από τον γνωστό οικονομολόγο το εξής αυτονόητο, ότι στην σημερινή μας εποχή πρέπει να σταματήσουμε να ασχολούμαστε με την οικονομία με όρους που θυμίζουν κάποιο θρησκευτικό δόγμα. Δεν μπορούμε να μιλάμε για "αόρατα χέρια" ή άλλα μέλη του σώματος του θεού της οικονομίας που αυτορρυθμίζει τις στρεβλώσεις και τις όποιες παθογένειες που θα προκύψουν από τις ανθρώπινες παρεμβάσεις της εξουσίας. Δεν ζούμε στον Μεσαίωνα όπου η Ιερά Εξέταση (αντίστοιχα η πολιτική μας εξουσία, σήμερα) να αποδίδει τις στρεβλώσεις της σε εξωγενείς παράγοντες (βλέπε μάγισσες ή θεϊκή οργή κ.ο.κ.).
Όπως είναι λάθος που οι σημερινοί οικονομολόγοι αρνούνται να δουν τις παθογένειες του σημερινού οικονομικού συστήματος ώστε να μιλάνε για θεϊκές παρεμβάσεις και πρέπει να σταματήσουν να αποδίδουν τα αποτυχημένα τους αποτελέσματα στο γνωστό ρητό "too low, to slow" (πολύ λίγα και πολύ αργά) που έγιναν τα αναγκαία τους βήματα, αρνούμενοι να αποδεχτούν ότι ο μηχανισμός τους πάσχει και δεν έχει σχέση με τα προαπαιτούμενα την ταχύτητα τους(βλέπε πρώην κεντρικούς τραπεζίτες της FED Bernanke, Greenspan και Τρόικα (κυρίως τον Τόμσεν)).
Ο Τσίπρας και ο κάθε Τσίπρας προέρχεται από τον κομματικό σωλήνα της Κομματοκρατίας και φυσικά δεν μπορεί να αντιληφθεί (στην περίπτωση που θέλει, φυσικά) την οικονομία, την εργασία και τις όποιες συνθήκες διαβίωσης αντιμετωπίζει στη καθημερινότητα του ο μέσος Έλληνας υπήκοος, η όποια οπτική προσέγγιση του δεν διαφέρει από την υπόλοιπη πολιτική του κάστα και είναι απόλυτα φυσιολογικό, καθώς είμαστε δύο κόσμοι χωρισμένοι σε αυτόν τον τόπο ο ελληνικός λαός και η ελίτ (εξάλλου η πρακτική της ελίτ αυτής δεν έχει αλλάξει στο ελάχιστο από τότε μέχρι και σήμερα, από την ομολογία της μαρτυρίας του Πόρτερ στο Μνημόνιο του).
*Συγγραφέας: Thomas Piketty
Τίτλος: Διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών
Βιβλίο : Το Κεφάλαιο τον 21ο Αιώνα
Εκδόσεις: Πόλις
protagorasnews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου