Του Άνσελμ Γιάππε
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Krisis τεύχος 24, 2001]
η απρόβλεπτη µεταφορά γονιδίων σε άλλα έµβια όντα (έτσι ώστε π.χ. ορισµένοι ιοί να καθίστανται ανθεκτικοί στα αντιβιοτικά ή τα ζιζάνια στις εισροές, δηλ. στα ζιζανιοκτόνα και τα εντοµοκτόνα),
η γένεση νέων ασθενειών από ιούς (κατά τη µεταφορά, για παράδειγµα, µοσχευµάτων από χοίρους σε ανθρώπους), οι οποίοι δεν µπορούν να αντιµετωπιστούν,
η δηµιουργία ιδιαιτέρως επικίνδυνων και εύκολα προσβάσιµων βιολογικών όπλων, µε ενδεχοµένως εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ιδιότητες, όπως, για παράδειγµα, τη δυνατότητα να πλήττουν µόνο τα µέλη συγκεκριµένων ανθρώπινων οµάδων (ας πούµε µε συγκεκριµένο χρώµα δέρµατος),
η περαιτέρω διάρρηξη της ιδιωτικής σφαίρας µέσω της καθιέρωσης γενετικών εξετάσεων από τις ασφαλιστικές εταιρείες, τους εργοδότες, ή τα δικαστήρια, εξετάσεων οι οποίες θα µπορούσαν να οδηγήσουν σε διακρίσεις ή, µε τον καιρό, σε µια τάξη “γενετικά προσδιορισµένων ανέργων”, σε “γονιδιακές κάστες”, σε βιοπειρατεία εις βάρος του Tρίτου Kόσµου, όπου βρίσκεται ένα µεγάλο µέρος του βιοτεχνολογικού υλικού,
η εξασφάλιση ευρεσιτεχνίας εµβίων όντων, ή ακόµη και µελών του ανθρώπινου σώµατος,
η αλλοίωση της γενετικής κληρονοµιάς,
ο περαιτέρω κλονισµός των φυσικών ισορροπιών,
η πλήρης εξάρτηση των αγροτών του Tρίτου Kόσµου από τις βιο-πολυεθνικές και η επιτάχυνση της καταστροφής των υπαρξιακών τους συνθηκών,
η εξάπλωση ενός γκροτέσκου γενετικού αναγωγισµού στην επιστηµονική κοινότητα, ο οποίος αρνείται κάθε κοινωνική παράµετρο και προωθεί έναν ευγονικό κοινωνικό δαρβινισµό και γενικότερα
η αδυνατότητα να εκτιµηθούν οι µακροπρόθεσµες συνέπειες τόσο µακρόπνοων επεµβάσεων στο γενετικό υλικό.
Aς θεωρήσουµε λοιπόν ότι τα παραπάνω είναι γνωστά. Aυτό όµως δεν σηµαίνει ότι έχει αναγνωριστεί και η σηµασία τους. Όλοι σχεδόν οι κριτικοί της βιοτεχνολογίας αµφισβητούν µόνον το πώς της βιοτεχνολογίας, παραπονιούνται ότι µόνον οι πλούσιοι θα µπορούν να απολαύσουν τα υποτιθέµενα πλεονεκτήµατά της και διακηρύττουν ότι και οι χώρες απ’ όπου προέρχονται οι περισσότερες πρώτες ύλες της βιοτεχνολογικής βιοµηχανίας θα έπρεπε να έχουν πρόσβαση στα λάφυρα. Kάνουν υπολογισµούς κερδών και απωλειών, θέλουν δηλαδή να ξέρουν αν η δηµοκρατική εµπορευµατική κοινωνία και οι πολίτες της στο τέλος θα χάσουν ή θα κερδίσουν από τη συναλλαγή. Bέβαια, και τότε ακόµη, συνήθως οδηγούνται στο συµπέρασµα ότι και στο καθαρά οικονοµικό επίπεδο, µόνο καναδυό µεγάλοι όµιλοι εταιρειών θα ωφεληθούν από τις βιοτεχνολογίες, ενώ οι υπόλοιποι δεν θα κερδίσουν τίποτα. Eνίοτε θίγονται και ζητήµατα ευρύτερα, όπως για παράδειγµα το τι σηµαίνει για την αυτοσυνείδηση του ατόµου, ή και για την έννοια του ανθρώπινου γενικά, το να έχει µεγαλώσει κανείς στο εργαστήριο και όχι στην κοιλιά της µητέρας του. Aκριβώς όπως και η τρέχουσα κριτική στον καπιταλισµό, έτσι και η κριτική στις βιοτεχνολογίες περιορίζεται πάντοτε σε µεµονωµένες όψεις του προβλήµατος. Σκυθρωποί, οι ειδικοί της βιο-ηθικής σπάνε το κεφάλι τους αν ένα κατεψυγµένο έµβρυο κατέχει ή µήπως όχι ανθρώπινη αξία. H τηλεοπτικά διαφωτισµένη “κοινή γνώµη” ανησυχεί για πιθανούς κινδύνους που επιφυλάσσει η βιοτεχνολογία στους ευπρεπείς καταναλωτές και για την έλλειψη δηµοκρατικής διαφάνειας. Tα σεβαστά αυτά αιτήµατα ίσως να καταφέρουν να θέσουν όρια σε κάποιες από τις χειρότερες επιπτώσεις των βιοτεχνολογιών, έτσι ώστε να µην µπορεί φέρ’ ειπείν ο καθένας να εισαγάγει στον κόσµο πρωτοφανείς ιούς µόνο και µόνο για να κάνει φιγούρα στην επόµενη σύσκεψη των υψηλόβαθµων στελεχών της εταιρείας του. Eίναι άλλωστε πάγιο χαρακτηριστικό της δηµοκρατικής εµπορευµατικής κοινωνίας το ότι πλασάρει µεταρρυθµίσεις ούτως ή άλλως αναγκαίες ως γενναιόδωρες παραχωρήσεις σε αντιπολιτευτικά (προσοχή: όχι αντισυστηµικά) κοινωνικά κινήµατα. Όπως, όµως, είναι αδύνατον να απαλλαγούµε από την κερδοσκοπία στη χρηµατοοικονοµική αγορά, για να επιστρέψουµε στη “γνήσια” εργασία, στο “αληθινό” χρήµα και στην “κανονική” οικονοµία, έτσι δεν µπορούµε ούτε να διαχωρίσουµε τις βιοτεχνολογίες από την ανάπτυξη που έχουν επιφέρει και να τις αποµακρύνουµε σαν να ήταν απλώς µια απόφυση, τερατώδης έστω, στο σώµα της τεχνολογίας, για να συνεχίσουµε τη ζωή µας µε την ίδια επιστήµη, την ίδια τεχνολογία, την ίδια αγροτική οικονοµία, την ίδια ιατρική. Όπως η εργασία στον καπιταλισµό δεν είναι δυνατή παρά µόνον ως αχαλίνωτη παγκόσµια οικονοµική αγορά, έτσι και οι τεχνολογίες αποτελούν ένα στάδιο ανάπτυξης (το τελικό;) της µοντέρνας επιστήµης, τεχνολογίας, αγροτικής οικονοµίας και ιατρικής. Όποιος έχει πει το ναι στην “ουσία”, π.χ. στη µοντέρνα αγροτική οικονοµία και στην επιστήµη που αποτελεί εφαρµογή της οικονοµίας αυτής, στην πραγµατικότητα είναι σε θέση να συζητήσει µόνο για τις ετικέτες των προϊόντων που περιέχουν γενετικά τροποποιηµένους οργανισµούς.
Tις βιοτεχνολογίες µπορούµε να τις “ρυθµίσουµε”, όσο µπορούµε να “ρυθµίσουµε” τις κεφαλαιαγορές (και υπάρχουν άνθρωποι της ATTAC που κυνηγούν ταυτόχρονα και τις δύο χίµαιρες…). Όπως ακριβώς το διεθνές εποικοδόµηµα της κερδοσκοπίας είναι αποτέλεσµα της βασικής λογικής της κοινωνικοποίησης µέσω της εµπορευµατικής αξίας, έτσι και η βιοτεχνολογία αντιστοιχεί στις θεµελιώδεις τάσεις µιας επιστήµης που προέκυψε από την κοινωνία της αξίας. Aπό τις πολλές όψεις του ζητήµατος θα επικεντρωθούµε σε τρεις: στον µηδενισµό της ποιότητας, στην απαλλοτρίωση των ζωτικών αποθεµάτων του πλανήτη και στη διαµόρφωση των υποκειµένων της δηµοκρατικής/ατοµικιστικής αγοράς. Ή αλλιώς, όπως λέει και ηEncyclopédie des Nuisances: Tο ερώτηµα δεν είναι αν το κατεψυγµένο έµβρυο έχει “ανθρώπινη αξία”, αλλά το πώς η κοινωνία έφτασε στο σηµείο να το παράγει.
H διαµόρφωση της κοινωνίας της αξίας και η µοντέρνα επιστήµη, από τότε που ξέσπασαν κατά το 16ο και 17ο αιώνα, προχωρούν παράλληλα. Στη βιοτεχνολογία επιτέλους συναντιούνται. Όπως στο σηµερινό επίπεδο της ανάπτυξης του µυθικού κεφαλαίου η λογική της αξίας επιτέλους αυτοπραγµατώνεται και φτάνει µάλλον στο τελευταίο της στάδιο, έτσι και η µοντέρνα επιστήµη στη βιοτεχνολογία τελικά «συµπίπτει µε την εννοιακή της σύλληψη». H άρνηση της ποιότητας που ενυπάρχει σε κάθε πράγµα σηµάδεψε τόσο την επιστήµη, όσο και την κοινωνικοποίηση µέσω της αξίας. Mε άλλα λόγια, η αναγωγή της ποιοτικής πολυπλοκότητας και ποικιλότητας σε απλή ποσότητα µιας οµοιόµορφης ουσίας ανέδειξε αφενός την αξία της εργασίας και αφετέρου τον µαθηµατικό χωροχρόνο. Όπως έλεγε ο Γαλιλαίος, το βιβλίο της φύσης γράφεται µε κύκλους, τρίγωνα και τετράγωνα. Όπως σήµερα όλα αναπαρίστανται ως ποσοτική αξία (και η κοινωνικοποίηση µέσω της αξίας παρόλ’ αυτά αποτυγχάνει σε όλα όσα δεν µπορούν να συµπιεστούν και να µετατραπούν σε αξία, στη “σκοτεινή” τους πλευρά), έτσι και η βιοτεχνολογία, αυτή η πεµπτουσία της φυσικής επιστήµης, πραγµατεύεται όλα τα έµβια όντα ως σκέτο DNA, που αποσυναρµολογείται και επανασυγκολλάται κατά βούληση. H βιοποικιλότητα των εµβίων όντων, που µέχρι πριν λίγα χρόνια αποτελούσε αξεπέραστο όριο ακόµη και της σκέψης (αφού θεωρούσαµε ότι τα είδη δεν διασταυρώνονται µεταξύ τους), έχει δώσει τη θέση της στην ιδέα ενός χειραγωγήσιµου συνεχούς, στο οποίο γονίδια ενός είδους µπορούν να µεταφερθούν σε άλλο είδος και µάλιστα σε είδος άλλου βασιλείου (φυτών, ζώων, βακτηρίων, ιών). Σύµφωνα µε τους τεχνικούς της βιοτεχνολογίας, «όλα τα έµβια όντα ανάγονται σε κάποια βασική βιολογική ύλη, που µπορεί να αφαιρεθεί, να χειραγωγηθεί, να ανασυνδυαστεί (να διασταυρωθεί) και να προγραµµατιστεί µε µια σειρά εργαστηριακών τεχνικών» (Rifkin 70).
Όπως υπογραµµίζουν τα Remarques, είναι αδιανόητο να µιλούµε για “καλή” και για “κακή” χρήση της βιοτεχνολογίας, αφού πρόκειται για την «ίδια σαρωτική δύναµη του κατακερµατισµού, για τον έναν και τον αυτό µηδενισµό, που απλώνεται σ’ όλες τις µορφές ζωής -φυτά, ζώα, ανθρώπους-, τις αντιµετωπίζει σαν οµοιογενές γενετικό υλικό» και συλλαµβάνει τα πάντα βάσει µοντέλων της πληροφορικής (Rem. 85). H συνεχής απλούστευση, η reductio ad unum, που διαφοροποιεί την εµπορευµατική κοινωνία από όλες τις άλλες, θριαµβεύει όχι µόνο στη βιοτεχνολογία, αλλά και στην πληροφορική, χωρίς την οποία οι βιοτεχνολόγοι δεν θα τα έβγαζαν πέρα. Η πληροφορική µάλιστα έχει βαφτίσει κι ένα νέο βιοεξελικτικό µοντέλο (Rifkin, κεφάλαια έξι και επτά). Στη µητέρα-επιστήµη της πληροφορικής, στην κυβερνητική, όλα ανάγονται σε “πληροφορία”. Oι κανόνες της εφαρµόζονται εξίσου σε κάθε έκφανση της ύπαρξης, τόσο στη συµπεριφορά των ποντικιών, όσο και στην όσµωση των κυττάρων, τόσο στην οργάνωση του χώρου εργασίας, όσο και σ’ έναν διαστρικό γαλαξία: όλα µπορούν να συλληφθούν ως ένα είδος ηλεκτρονικού υπολογιστή. Tα έµβια όντα δεν αποτελούν πλέον αµετάβλητες µοναδικότητες µε την έννοια του είδους, της συνοµοταξίας κ.ο.κ., παρά µόνον «έναν τρόπο οργάνωσης των πληροφοριών», γι’ αυτό και µπορούν να ρυθµιστούν κατά βούληση (Rifkin 338). Στην ιδεολογική του µορφή, ο γενετικός αυτός αναγωγισµός έχει δεχτεί τα πυρά κάποιων “κριτικών” επιστηµόνων. Aκόµη κι αυτοί, όµως, δεν συνειδητοποιούν ότι ο αναγωγισµός συνδέεται άµεσα µε τη σύγχρονη λογική της αξίας, πόσο µάλλον ότι συνδέεται µε τις ίδιες τις βάσεις της σύγχρονης επιστήµης και µε την ανικανότητά της να διακρίνει τη διαφορά µεταξύ ενός ζωντανού οργανισµού και µιας µηχανικής συναρµογής µεµονωµένων κοµµατιών. Όπως όµως η διαµόρφωση της κοινωνίας µέσω της αξίας αυτοκαταστρέφεται, αφού προσκρούει σε ό,τι δεν µπορεί να συλληφθεί µέσω της αξίας, έτσι και στην περίπτωση της σύγχρονης επιστήµης αποτυγχάνει κάθε προσπάθεια να φορέσουµε τυπολογικό ζουρλοµανδύα στο πραγµατικό. Όπως επισηµαίνουν τα Remarques, αυτό που επιστρέφει σε µας µε τη µορφή διάφορων φυσικών καταστροφών είναι η ολότητα της φύσης, την οποία η έρευνα επιµένει συστηµατικά να αγνοεί. H βιοτεχνολογία θέλει να αντικαταστήσει µε τα τεχνητά της προϊόντα ό,τι θεωρεί περιττό στη φύση – όπως π.χ. το 90% του DNΑ, που οι µικροβιολόγοι αποκαλούν “πλεονάζον DNΑ”, επειδή δεν βλέπουν να έχει κάποια συγκεκριµένη λειτουργία (Rem. 30-31).
Όταν όµως οι αλλαγές θεµελιώνονται στα γονίδια, δεν υπάρχει επιστροφή. Mπορεί, βέβαια, η καλλιέργεια υπερανθρώπων να παραµείνει όνειρο απραγµατοποίητο, παρά τη σχετική φασαρία των µµε, ή να περιοριστεί στη ρύθµιση “ξανθοί και γαλανοµάτηδες”. Aυτό όµως που δεν είναι απραγµατοποίητο, κάθε άλλο µάλιστα, είναι η επ’ άπειρον αυξανόµενη εξάρτηση της κοινωνίας από ψευτοφυσικούς και αυτονοµηµένους µηχανισµούς και από µια φύση εµπορευµατοποιηµένη, στην οποία ο σολοµός δεν θα κάνει αυγά και οι βελανιδιές θα σείονται στον αέρα σαν τη φτέρη, επειδή έτσι συµφέρει την αγορά. M’ αυτόν τον τρόπο εξαφανίζεται και κάθε µέτρο σύγκρισης που θα µας επέτρεπε να αναγνωρίσουµε την εµπορευµατική κοινωνία και τις λεηλασίες της ως αυτό που είναι. Mια σηµαντική αµερικανική µελέτη (Our Stolen Future) για τις συνέπειες των χηµικών προϊόντων στο ορµονικό σύστηµα τονίζει ότι δεν υπάρχει πλέον κανένας αµόλυντος άνθρωπος στον πλανήτη που θα µας επέτρεπε να κατανοήσουµε πώς ήταν η κανονική λειτουργία του ορµονικού συστήµατος πριν την εξάπλωση των βλαβερών χηµικών (Rem. 34).
H σύνδεση των βιοτεχνολογιών µε την ελεύθερη αγορά και τον ακραίο φιλελευθερισµό είναι προφανής. Σύµφωνα µε τη διακηρυγµένη αντίληψη των υποστηρικτών τους, οι βιοτεχνολογίες αποτελούν προσπάθεια να δοθεί µια νέα ώθηση συσσώρευσης στην αγορά. Oι θιασώτες τους ελπίζουν ότι οι βιοτεχνολογίες θα µετατρέψουν την ατελείωτη µάζα των γονιδίων σε µια εξίσου ατελείωτη µάζα εµπορευµατικής αξίας και υπολογίζουν τα κέρδη τους. Στην πραγµατικότητα, βέβαια, και σ’ αυτόν τον τοµέα οι πραγµατικές επενδύσεις είναι ελάχιστες, ακόµη λιγότερες δε είναι και οι αντίστοιχες νέες θέσεις εργασίας, αφού οι διαδικασίες, άπαξ και επινοήθηκαν, δεν µπορούν να παραγάγουν νέα αξία. Γι’ αυτό και είναι τόσο βίαιη η κερδοσκοπία και ασταθείς οι απολαβές στη βιοµηχανία των βιοτεχνολογιών, γι’ αυτό και τα κεφάλαιά της είναι συγκεντρωµένα σε τόσο λίγα χέρια: δέκα εταιρείες κυριαρχούν σε ολόκληρη σχεδόν την αγορά (Rifkin 122). Σε αυτόν τον τοµέα, ή µάλλον ιδιαίτερα σε αυτόν τον τοµέα, η ολοκληρωτική αγορά αποδεικνύεται χειρότερη από το ολοκληρωτικό κράτος, και πάντως σίγουρα αποτελεσµατικότερη. H γενετική ποτέ δεν θα έφτανε στα ύψη που έφτασε χωρίς τα ιδιωτικά συµφέροντα που καλύπτουν την έρευνα. Όπως η ατοµική ενέργεια ανήκε στο κράτος, έτσι και οι βιοτεχνολογίες ανήκουν στην ελεύθερη αγορά. Aντίθετα µε τις διεργασίες της ατοµικής ενέργειας, οι διεργασίες των βιοτεχνολογιών, αφού εφευρεθούν, µπορούν πολύ εύκολα να επαναληφθούν, εξού και το φανατικό κυνήγι της πατέντας. Oι δυνάµει κίνδυνοι των βιοτεχνολογιών από κάποιες απόψεις είναι µεγαλύτεροι από τους κινδύνους της ατοµικής ενέργειας. H ατοµική ενέργεια ελεγχόταν από έναν µικρό αριθµό κρατών τα οποία έριξαν µια φορά µερικές ατοµικές βόµβες, αλλά τουλάχιστον δεν το ξαναέκαναν. Oι βιοτεχνολόγοι, αντίθετα, µπορούν να παραβληθούν µόνο µε µια σπείρα παρανοϊκών εγκληµατιών πέρα από κάθε έλεγχο, και το βιοτεχνολογικό εργαστήριο, χωρίς πολύ εξοπλισµό και µε λίγο κατασκοπευµένο know-how, µπορεί να στηθεί παντού, αόρατο και µε συνέπειες που θα φανούν πολύ αργότερα.
H αγορά και οι επιστήµονες που πληρώνονται απ’ αυτήν υλοποιούν κάτι που το ολοκληρωτικό κράτος µπορούσε µόνο να υποσχεθεί. H ευγονική ανήκε πάντοτε στο πρόγραµµα του ολοκληρωτικού κράτους, από τηνΠολιτεία του Πλάτωνα και την Πόλη του Hλίου του Kαµπανέλα, µέχρι τον εθνικοσοσιαλισµό και το Θαυµαστό Kαινούριο Kόσµο του Xάξλεϋ. H ιδεολογία, ωστόσο, δεν έφερνε µαζί της και άµεση υλοποίηση κι όταν το έκανε, η ευγονική εφαρµοζόταν αρνητικά (βλέπε στείρωση ή θανάτωση των ανεπιθύµητων στον εθνικοσοσιαλισµό, αλλά και στη λαµπρή συνέχειά του, στα χρόνια των φορντικών δηµοκρατιών στις HΠA, τη Σουηδία και αλλού), ποτέ όµως θετικά, αν εξαιρέσουµε τα γελοία πειράµατα των εθνικοσοσιαλιστικών γενετικών σωφρονιστηρίων (βέβαια, κοιτώντας γύρω στους γερµανικούς δρόµους, είναι ν’ αναρωτιέται κανείς µερικές φορές για τα αποτελέσµατά τους…). H βελτίωση του ανθρώπινου υλικού, την οποία ο Λεβιάθαν ήθελε να επιβάλει στους ανυπάκουους υπηκόους του, χωρίς να το πολυτολµάει κιόλας, τώρα προωθείται εκκωφαντικά στο όνοµα της ελευθερίας των πολιτών του δηµοκρατικότερου κόσµου που υπήρξε ποτέ. Aλαλάζει λοιπόν το περιοδικό Economist: «H νέα ευγονική προσφέρει στο άτοµο µεγαλύτερη ελευθερία να κάνει ό,τι θέλει µε τον εαυτό του και τους απογόνους του» (Rifkin 232), ενώ ένας από τους κύριους απολογητές των γενετικών τεχνολογιών γράφει χαρακτηριστικά: «Σε µια κοινωνία όπου υπέρτατη αξία είναι η ανθρώπινη ελευθερία, είναι δύσκολο να βρεθεί µια βάση που να νοµιµοποιεί τους περιορισµούς στη χρήση της αναπαραγωγικής γενετικής» (Rifkin 272).39 Άλλοι εκπρόσωποι του αναπαραγωγικού φιλελευθερισµού διατείνονται ότι το κράτος, όπως δεν επεµβαίνει στη σεξουαλική αναπαραγωγή, οφείλει να µην αναµειχθεί ούτε σε αυτήν την υπόθεση, αφού τάχα πρέπει να έχει κανείς το δικαίωµα να µην διασταυρώνει το DNA του µε ξένα DNA και να επιλέγει την κλωνοποίηση (La Repubblica, 19 Aπριλίου 2000).
Δεν χρειάζεται πολύς κόπος για να πεισθούν οι πεφωτισµένοι σηµερινοί πολίτες για τις ευλογίες της βιοελευθερίας. H αφοσίωσή τους στην όµορφη µηχανή φτάνει µέχρι την ευχή η “αυτοεξηµέρωση” να στοιχειοθετείται και βιολογικά, ώστε να προσαρµόζεται κανείς µέχρι τα γονίδια στην αγορά εργασίας και ψυχαγωγίας και στην εµπορευµατική αντίληψη της οµορφιάς και της απόλαυσης. Σε ένα γκάλοπ, 11% των ερωτηθέντων ζευγαριών αµερικανών που έκαναν τεστ γονιµότητας απάντησαν ότι θα απαλλάσσονταν από το έµβρυό τους µε έκτρωση, αν διαπιστωνόταν ότι έχει κλίση προς την παχυσαρκία (Rifkin 227). Πριν µερικά χρόνια στις HΠA ο εµπλουτισµός της διατροφής των µικρόσωµων, αλλά κατά τα άλλα κανονικών, παιδιών, µε αυξητικές ορµόνες δικαιολογήθηκε ως εξής: το ανάστηµα κάτω του µετρίου πρέπει, λέει, να ορίζεται ως ασθένεια, αφού δεν το δέχεται η κοινωνία (Rifkin 230). O Montaigne αναρωτιόταν πώς άντεξε µια γνωστή του να αφαιρέσει τάχα το επιφανειακό στρώµα της επιδερµίδας της, για να αποκτήσει δέρµα πιο ροδαλό. Σήµερα οι ναρκώσεις έχουν καταργήσει τον πόνο που συνδεόταν µε τέτοιες επεµβάσεις και παρόµοιες πρακτικές δεν µας κάνουν πια εντύπωση. Ένα µεγάλο µέρος των πελατών διψά τόσο για γενετικές θεραπείες, τεχνητές γονιµοποιήσεις, µεταµοσχεύσεις οργάνων και “ντιζάινερ’ απογόνους,40 που οι νοµοθέτες, αφού κι οι ίδιοι διατίθενται θετικά απέναντι στη βιοµηχανία των γονιδίων, δυσκολεύονται να χαλιναγωγήσουν την κατάσταση. H βιοτεχνολογική βιοµηχανία επικαλείται τα δικαιώµατα ενός κοινού που κραυγάζει από ενθουσιασµό για τα τελευταία βιογενετικά πορίσµατα, τα λόµπυ του µάλιστα ασκούν πίεση στα κοινοβούλια στήνοντας απέξω διαδηλώσεις διαµαρτυρίας ατόµων µε ειδικές ανάγκες στα καροτσάκια τους. Tην άνοιξη του 2000 στη Pώµη, ένας γνωστός γυναικολόγος και διάφοροι ειδικοί στην τεχνητή γονιµοποίηση έθεσαν υποψηφιότητα στις τοπικές εκλογές µε ad hoc ψηφοδέλτιο το οποίο ονόµασαν χαρακτηριστικά «Φιλελεύθερη Δράση». Tο πρόγραµµα του εκλογικού αυτού συνδυασµού περιλάµβανε την “απελευθέρωση” της αγοράς των γονιµοποιήσεων και την υπόσχεση παιδιών του σωλήνα για όλους· η επιτυχία του ήταν αξιόλογη, κυρίως στα προεκλογικά γκάλοπ. Eδώ δεν υπάρχουν θύτες και θύµατα. Οι µακρινοί απόγονοι των ναυτών του απαθανατισµένου από τον Aϊζενστάιν θωρηκτού Ποτέµκιν, οι οποίοι έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή τους, για να διαµαρτυρηθούν για το σκωληκοφαγωµένο κρέας, σήµερα κάνουν ουρές στα Mc Donald’ s, για να πληρώσουν για το ίδιο κρέας. H νέα ευγονική δεν ασκείται από µανιακούς ρατσιστές, αλλά από φιλήσυχους γονείς που νοιάζονται για την υγεία των παιδιών τους. Tα Remarques τονίζουν ότι δεν είναι συνεπές να ασκεί κανείς κριτική στην κλωνοποίηση, όταν καταφάσκει σε όλες τις άλλες εξελίξεις, βάσει των οποίων δεν αρθρώνεται ούτε για δείγµα πλέον κάποιο επιχείρηµα εναντίον της κλωνοποίησης. Eκείνοι που έχουν χάσει την αίσθηση της αυταξίας τους κάπου µεταξύ κινητού, ηρεµιστικών και υπολογιστή δεν πρόκειται να ενοχληθούν από µια ντοµάτα µε γονίδια ψαριού (Rem. 16). Όποιος δεν διαµαρτύρεται εναντίον της σηµερινής ζωής, όποιος δεν θέλει να της αντιπαραθέσει τη σύλληψη µιας ζωής διαφορετικής, δεν έχει τίποτε να αντιπαραθέσει στη µηχανική των γονιδίων. Tα αποτελέσµατά της δεν µπορούν πια να είναι και τόσο πολύ χειρότερα απ ό,τι ήδη βιώνουµε και βλέπουµε µε τα µάτια µας (Rem. 87).
Aυτό είναι ένα από τα κύρια παράδοξα της εµπορευµατικής κοινωνίας: Όλα όσα γίνονται εις βάρος του αποκοινωνικοποιηµένου ανθρώπου και που σε µεγάλο βαθµό δεν υπήρχαν µέχρι πρότινος (φτώχεια, οικονοµικές κρίσεις, συµφορές εξαιτίας της τεχνολογίας, κυκλοφοριακή συµφόρηση εξαιτίας των αυτοκινήτων, µόλυνση του περιβάλλοντος κ.ο.κ.) γίνονται αποδεκτά ως να ήταν αναπόφευκτα και αµετάβλητα, ενώ όσα θα µπορούσε ίσως να αποκαλέσει κανείς “φυσικά”, όσα µια άλλη εποχή ονόµαζε “θέληµα Θεού” πρέπει να αλλάξουν πάση θυσία και µε οποιοδήποτε κόστος, αφού πρέπει να επέµβουµε µέχρι και στην ατοµική και τη γονιδιακή δοµή του κόσµου. Bέβαια, αυτό σηµαίνει ότι, ενώ πολλά από τα λεγόµενα “φυσικά” προβλήµατα (η αύξηση των περιπτώσεων στειρότητας, η ανεξέλεγκτη εξάπλωση πολλών ασθενειών κ.ο.κ.) οφείλονται στο βιοµηχανικό πολιτισµό, χρειάζεται µια επιπλέον δόση βιοµηχανικού πολιτισµού για να αντιµετωπιστούν αυτά τα προβλήµατα. Mα δεν είναι το περιβάλλον που πρέπει να αλλάξει, είναι ο άνθρωπος. Aν ένα ζευγάρι θέλει να ξαναβρεί τη γονιµότητά του, καλό θα ήταν να ψάξει ένα περιβάλλον, όπου θα αναπνέει λιγότερο βενζόλιο. Φαίνεται όµως πως είναι πολύ πιο εύκολο για το εµπορευµατοποιηµένο υποκείµενο να κάνει µια διάσπαση χρωµοσώµατος, από το να αλλάξει τη δουλειά ή τον τόπο κατοικίας του και από το να µετακινείται πού και πού µε τα πόδια. Aυτό µοιάζει πολύ µε την περίπτωση του πατέρα που πηγαίνει βόλτα το παιδί του κι όταν αυτό πέφτει στη λίµνη, αυτός σκέφτεται πώς θα γίνει να το βγάλει από τη λίµνη χωρίς να πέσει ο ίδιος µέσα. Mετά από σκέψη φωνάζει στο παιδί: «Πρόσεχε µην σε τραβήξει κάτω το ρεύµα! Tρέχω να φράξω την παροχή του νερού!» Στην πράξη, παρ’ όλες τις φαντασιοπληξίες παντοδυναµίας ορισµένων βιοτεχνολόγων και των διακηρύξεών τους περί “δευτέρας δηµιουργίας”, παρά τον ενθουσιασµό ενός κοινού που τους λατρεύει περισσότερο απ’ όσο οι πιστοί του µεσαίωνα τους αγίους, οι πρακτικοί τους στόχοι είναι εξαιρετικά τετριµµένοι. Oι πραγµατικές χρήσεις της “δευτέρας δηµιουργίας” είναι του επιπέδου της καλλιέργειας µιας πατάτας που όταν µαγειρεύεται θα απορροφά λιγότερο λίπος και θα γλιτώνει τον αµερικανό από την ανάγκη να αλλάξει τις “διατροφικές” του συνήθειες για να αδυνατίσει (Verde Ambiente Società2/2000). To ίδιο κοντόθωρος είναι και ο χρονικός ορίζοντας τούτης της «εξέλιξης που πήρε ο άνθρωπος στα χέρια του» – δεν µπορεί να δει παραπέρα από τον επόµενο ισολογισµό, ούτε καν σε καθαρά οικονοµικό επίπεδο. H βιοτεχνολογική βιοµηχανία δεν φαίνεται να νοιάζεται που ουσιαστικά σκάβει τον ίδιο της το λάκκο, αφού η συρρίκνωση της γενετικής κληρονοµιάς, την οποία η ίδια διακηρύττει, µεσοπρόθεσµα περιορίζει τη δυνατότητα να εξευρεθούν νέες πηγές γενετικού υλικού για εµπορική εκµετάλλευση (κυρίως από τη φαρµακευτική βιοµηχανία). Kι εδώ τα νανοδευτερόλεπτα της αγοράς αντικαθιστούν τις χάλκινες πλάκες της θνητής θεότητας του Kράτους.
Eνίοτε τα υποκείµενα της αγοράς αγανακτούν. Aισθάνονται ότι οι πολυεθνικές θέλουν να αισχροκερδήσουν εις βάρος τους και οι κριτικότερα διακείµενοι από αυτούς είναι απρόθυµοι να δεχτούν το νόηµα ενός κλωνοποιηµένου πιθήκου ή µιας τετράγωνης πατάτας. Kανένας όµως δεν θέλει να θίξει τα υποτιθέµενα “πλεονεκτήµατα” των βιοτεχνολογιών στον ιατρικό τοµέα, στις γενετικές θεραπείες, τις τεχνικές γονιµοποίησης και τις µεταµοσχεύσεις οργάνων. Όσο και αν αποδέχονται το να µην έχουν κανένα άλλο δικαίωµα, ούτε καν δικαίωµα σε λίγο νερό και λίγο αέρα, σε καµιά περίπτωση δεν επιτρέπουν να τους αφαιρεθεί το δικαίωµα στο παιδί. Eίναι ακόµη σχετικά εύκολο να διαµαρτυρηθεί κανείς εναντίον της χειραγώγησης των γονιδίων, θέλει όµως θάρρος για να διαµαρτυρηθεί ενάντια στην τεχνητή γονιµοποίηση και στις µεταµοσχεύσεις οργάνων – είναι περίπου σαν να αµφισβητείς την ύπαρξη µαγισσών το 17ο αιώνα· άνθρωποι σαν τον Pίφκιν το αποφεύγουν επιµελώς. H ενότητα των βιοτεχνολογιών παραβλέπεται συστηµατικά: Oι ίδιοι άνθρωποι που είναι εναντίον της γενετικής τεχνολογίας, συχνά τάσσονται υπέρ της τεχνητής γονιµοποίησης στο όνοµα της ελευθερίας του χρήστη. H αριστερά, µέσα στο παραλήρηµά της, θεωρεί τη βιοτεχνολογία µέχρι και κοινωνική πρόοδο, ενώ η καθολική και η συντηρητική δεξιά διαµαρτύρονται µόνο για λεπτοµέρειες, όπως είναι η πρόσβαση τέτοιων τεχνικών σε ανύπαντρα ζευγάρια, σε µονογονεϊκές οικογένειες και σε οµοφυλόφιλους. Aκόµη και ο πάπας, ο οποίος τάσσεται πλήρως και ανεπιφύλακτα εναντίον της αντισύλληψης και της έκτρωσης, εισέρχεται σε εκλεπτυσµένες διακρίσεις όταν πρόκειται για γενετικές θεραπείες και µεταµοσχεύσεις (Il Manifesto, 30-8-2000). Eδώ µιλούµε πια για πραγµατική συναίνεση: Όλοι όσοι παίρνουν το λόγο στα µµε, δεξιά κι αριστερά, διαφοροποιούνται µόνον ως προς το βαθµό στον οποίο αποδέχονται τις βιοτεχνολογίες. δεν υπάρχει όµως “σωστή” και “λάθος” χρήση των βιοτεχνολογιών, όπως δεν υπάρχει “σωστή” και “λάθος” διάσπαση του ατόµου και επιπλέον, ούτε είναι λύση να εµπιστευτούµε τις βιοτεχνολογίες στο κράτος και να βλέπουµε το κακό µόνο στην έρευνα και τις πατέντες των ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Eίναι χαρακτηριστικό ότι ο αστικός ουµανισµός, ο οποίος πάντοτε µιλά για την “αυταξία του ανθρώπου”, για την “αυτοτέλεια” και την “ακεραιότητά” του, ξαφνικά διακηρύττει ότι είναι ανήθικο ένα άτοµο που δεν θέλει να κατανοήσει τον εαυτό του ως συναρµογή υποκατάστατων µελών για άλλους και προτιµά να πάρει τα όργανά του µαζί του στον τάφο. Aλλά και σε αυτήν την περίπτωση δεν αρκεί να επισηµαίνουµε τις αρνητικές επιπτώσεις, όπως είναι η κυριολεκτική σφαγή ανθρώπων στη Bραζιλία ή την Iνδία, των οποίων το σώµα είναι το µοναδικό αντικείµενο αξίας που κατέχουν. Πρόκειται για µια αντίληψη που είναι εντελώς ασύµβατη µε τη σύλληψη του ατόµου ως ποιοτικά προσδιορισµένης µοναδικότητας. H αντίληψη ότι ο νεκρός δεν είναι παρά απλή ύλη, η οποία οφείλει να προσφέρει τον εαυτό της για την περαιτέρω λειτουργία της όµορφης µηχανής, είναι στενά συνδεδεµένη µε την αντίληψη του ζωντανού ανθρώπου ως απλού εξαρτήµατος αυτής της µηχανής. O Mπένθαµ δεν δώρισε µαταίως το σώµα του στην επιστήµη. H (απο)κοινωνικοποίηση µέσω της αξίας έχει οδηγήσει το σκοταδισµό σε τέτοιες ακρότητες, ώστε οι παλιές απαγορεύσεις και παραινέσεις της θρησκείας να φαντάζουν µπροστά της ορθολογικότατες κρίσεις. H αλλοτινή απαγόρευση της αυτοψίας µοιάζει πιο ανθρώπινη από τη σηµερινή επιστηµονική παραίνεση να διαρρηγνύεις τα δέκα δισεκατοµµύρια γονίδια του ανθρώπινου σώµατος και µετά να τα πατεντάρεις. Στην εξάπλωση των γενετικών εξετάσεων πριν το γάµο µε στόχο τη γέννηση υγιών παιδιών, θα µπορούσε κανείς να αντιπαραθέσει τον Tολστόι της Σονάτας της Πεντάρας, όπου έλεγε πως µόνο η µοίρα αποφασίζει αν τα παιδιά θα αρρωστήσουν ή όχι.41
Στην αρχαία Aίγυπτο η αθανασία της ψυχής περιοριζόταν αρχικά στον Φαραώ και κατόπιν (µετά από δηµοκρατικές σφαγές) συµπεριλάµβανε όλο και ευρύτερους κύκλους. O χριστιανισµός υποσχόταν σε όλους, µικρούς και µεγάλους, την αθανασία στα ουράνια. Σήµερα η επιστήµη επαγγέλλεται την αθανασία εδώ, στον κόσµο – αντί πληρωµής βεβαίως. Tι ωραία προοπτική να συνεχίσουν να υπάρχουν στην αιωνιότητα ειδικά οι άνθρωποι του σηµερινού σταδίου ανάπτυξης, µε πρώτους κατά πάσα πιθανότητα τους µοριακούς βιολόγους και τους συµβούλους παραγωγής της Monsanto! Όταν το δέκατο ένατο αιώνα ρώτησαν τον συγγραφέα Eρνέστ Pενάν αν πίστευε στην αιωνιότητα, εκείνος αποκρίθηκε: «δεν βλέπω το λόγο να είναι αθάνατος ο µανάβης µου». Oι φορολογούµενοι, οι ψηφοφόροι και οι τηλεθεατές του εικοστού πρώτου αιώνα φαίνεται αντίθετα πως είναι άξιοι να παράσχουν το πρότυπο για ολόκληρη τη µελλοντική εξέλιξη, ώστε να τους µοιάζουν όλοι οι µελλοντικοί άνθρωποι εις τους αιώνας των αιώνων! Tότε πράγµατι, τα χίλια χρόνια θα περνούσαν σαν να µην πέρασε µια µέρα, αλλά από την πλήξη.
Φυσικά κι εδώ, όπως και σε πολλές αντίστοιχες περιπτώσεις, η γενετική τεχνολογία δεν πρόκειται να κρατήσει τις υποσχέσεις της και οι πιστοί της θα δοκιµάσουν εκπλήξεις. Όταν, για παράδειγµα, κάποιοι κριτικοί ανησυχούν που οι πλούσιοι θα µπορούν να κληροδοτούν στα παιδιά τους γενετικά βελτιωµένα γονίδια, δεν ασκούν απλώς ένα είδος κριτικής που δεν θίγει την ουσία των καπιταλιστικών νεωτερισµών και θίγει µόνον το πρόβληµα της άδικης διανοµής τους (αφού οι βιοαπολογητές µπορούν ψύχραιµα -και µε το δίκιο τους- να τους υπενθυµίσουν ότι τα παιδιά των πλουσίων πάντοτε είχαν περισσότερα προνόµια από τα παιδιά των φτωχών). Tο χειρότερο είναι ότι οι κριτικοί αυτοί πιστεύουν την προπαγάνδα που λέει ότι η ευφυΐα ή η δηµιουργικότητα ή η “γυναικεία διαίσθηση” οφείλονται σε γενετική προδιάθεση και µπορούν να χειραγωγηθούν. Για πρώτη φορά στην ιστορία, πάντως, οι πλούσιοι θα κάνουν τα παιδιά τους πειραµατόζωα στην υπηρεσία της όµορφης µηχανής. Aπό την εποχή της φοινικικής λατρείας του Mπάαλ έχουν να πληρώσουν τόσο βαρύ τίµηµα.
Tο αγαπηµένο θέµα των µµε, η κλωνοποίηση ανθρώπων είναι µάλλον ένα σκιάχτρο, που αποπροσανατολίζει από κάτι που σε µεγάλο βαθµό ήδη συντελείται: η εφαρµογή γενετικών παρεµβάσεων στη γεωργία (Rem. 15). Στην πράξη, δεν υπάρχει τοµέας όπου οι βιοτεχνολογίες να εξαπλώνονται τόσο ραγδαία και όπου οι κίνδυνοι που εγκυµονούν να είναι τόσο µεγάλοι, όσο στην αγροτική παραγωγή (Rifkin 140). Παρόλ’ αυτά, το πρόβληµα ανάγεται σε πρόβληµα περιβαλλοντικό ή προστασίας του καταναλωτή. Όχι ότι µια τέτοια οπτική γωνία δεν θα µπορούσε να έχει τεράστια σηµασία. Πολλά γενετικά τροποποιηµένα φυτά έχουν τη συµπαθή ιδιότητα να γίνονται “ανθεκτικότερα” στα ζιζανιοκτόνα και τα φυτοφάρµακα που πουλάει η ίδια εταιρεία, η οποία δηµιουργεί αυτά τα φυτά και τα ρίχνει στην αγορά – ανθεκτικότερα σηµαίνει ότι µπορούν και απορροφούν περισσότερη ποσότητα των εισροών αυτών, για το καλό του χρήστη στην άλλη άκρη της διατροφικής αλυσίδας. Eµείς οι άνθρωποι ωστόσο, αντίθετα µε ορισµένα ζιζάνια, δεν πρόκειται να γίνουµε ανθεκτικότεροι στις πενταπλάσιες ποσότητες ζιζανιοκτόνων µέσα σε µερικά χρόνια (Le Monde diplomatique, Aύγουστος 1999). H βιοτεχνολογία επιµένει όµως να καταστρέψει τη δραστηριότητα που για χιλιάδες χρόνια υπήρξε η βάση του ανθρώπινου πολιτισµού και της ανθρώπινης ζωής, όπως την ξέρουµε και όπως έχουµε συνδέσει όλα τα σχέδια και τις ελπίδες µας µαζί της. Oι βιοτεχνολογίες µας επιτρέπουν να καλλιεργούµε γονίδια µέσα σε θρεπτικά διαλύµατα και προωθούν µια γεωργία «χωρίς σπόρο, χωρίς φυτά, χωρίς έδαφος, χωρίς σπορά, χωρίς θερισµό και χωρίς γεωργούς» (Rifkin 48). Για να δώσουµε ορισµένα παραδείγµατα, προωθούν την καλλιέργεια γαλοπούλας χωρίς ένστικτο εκκόλαψης – επειδή η γαλοπούλα παράγει υψηλότερο αριθµό αυγών όταν δεν χρειάζεται να τα κλωσάει (Rifkin 49). Προωθούν την καλλιέργεια σολοµού, που έχει χάσει το ένστικτο απόθεσης των αυγών του, έτσι ώστε να µην αφήνει την ανοιχτή θάλασσα (Rifkin 53), αλλά και την καλλιέργεια ξύλου που έχει χάσει την ακαµψία του (Rifkin 130). Eίναι αυτονόητο ότι τα πειραµατικά σχεδιασµένα όντα µεταδίδουν τα χαρακτηριστικά τους στους “φυσικούς” τους ειδολογικούς συντρόφους, µέχρις αφανισµού τους. Γι’ αυτό και υπάρχουν ντοµάτες τετράγωνες για να στοιβάζονται καλύτερα, µε γονίδια ψαριού για να αντέχουν στο κρύο, γουρούνια που δεν µπορούν να περπατήσουν από το βάρος και καλαµπόκι που αντέχει απεριόριστες ποσότητες φυτοφαρµάκων.
Pωτούν τώρα τα Remarques: πώς ήταν αυτή η περίφηµη γεωργία πριν την επινόηση των γενετικά τροποποιηµένων οργανισµών; Aν θέλουµε να πιστέψουµε ορισµένους εχθρούς της βιοτεχνολογίας, µπορούµε να φανταστούµε ότι στο γαλλικό έδαφος όλα ήταν εντάξει πριν εισαχθεί το γενετικά τροποποιηµένο καλαµπόκι. Aλλά στο όνοµα ποιανού πράγµατος µπορεί κανείς να αντιταχθεί στη βιοµηχανική παρέµβαση στη φύση της φύσης, αν δεν έχει αντεπιχειρήµατα για την παραδοσιακή αγροτική βιοµηχανία, η οποία κατά σύστηµα και εξ ορισµού µεταχειρίζεται τα φυτά και τα ζώα ως µηχανές (Rem. 49); H βιοµηχανοποιηµένη γεωργία, µε όλη τη βαναυσότητα που συσσώρευσε µέσα σε λίγες δεκαετίες, δεν αποτελεί συνέχεια του προηγούµενου “εξανθρωπισµού της φύσης”, αλλά απόλυτη άρνηση της φύσης. Oι συνθήκες ζωής του σύγχρονου κατσικιού µοιάζουν πολύ µ’ αυτές του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος κάνει τις συναθροίσεις του «πάνω σε πλάκες από τσιµέντο, ρυθµίζεται από υπολογιστές, τρέφεται χρησιµοθηρικά και ελέγχεται ιατρικά» (Rem. 54). O καπιταλισµός ξεκίνησε µε την αναδόµηση της γεωργίας και σήµερα η οικειοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων έχει φτάσει σ’ ένα σηµείο πρωτοφανές, αφού όλες οι πτυχές της αναπαραγωγής και της συντήρησης γίνονται µονοπώλιο ορισµένων βιοµηχανικών οµίλων, οι οποίοι αποκόπτουν οριστικά την ανθρωπότητα από κάθε πρόσβαση στα θεµελιώδη στοιχεία της φύσης, για να της πουλήσουν ύστερα υποκατάστατα (Rem. 70). Έτσι θα εξαρτιόµαστε σιγά-σιγά ακόµη και για την επιβίωσή µας από τη µεγάλη µηχανή, όπως στην περίπτωση των σπόρων που οι γεωργοί πρέπει να αγοράζουν κάθε χρόνο, αφού µέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα η πρακτική του να παράγεις σπόρους µόνος σου έχει σχεδόν εξαφανιστεί (Rifkin 186). Σε σχέση µε ένα απ’ αυτά τα προϊόντα ο Pιζέλ έγραψε: «H τεχνολογία terminator (ελληνιστί: εξολοθρευτής) της στείρωσης των φυτών αποτελεί το µεγαλύτερο θρίαµβο της πολιτικής οικονοµίας: ουσιαστικά σηµαίνει ότι παρασκευάζεις έναν στείρο ζωντανό οργανισµό (…) Ό,τι έχει αποµείνει από το νόηµα της ύπαρξής µας, η δυνατότητα και µόνο της τεχνολογίας αυτής, µε τη χειραγώγηση του ανταγωνισµού και µε τις υποσχέσεις της εφαρµογής της στον άνθρωπο, θέλει να το αποικίσει και να µας αναγκάσει να επιβιώσουµε στη δική της κοινωνία» (Riesel 11-12).42
Nα λοιπόν το αποτέλεσµα πεντακοσίων χρόνων βιοµηχανικής εµπορευµατικής κοινωνίας: η καθηµερινή τροφή έχει ξαναγίνει θεµελιώδες κοινωνικό ζήτηµα. Όπως παλιότερα, έτσι και σήµερα, κάποιοι πρέπει να γεµίζουν απλώς το στοµάχι τους -χθες µε χυλό, σήµερα µε τα σκουπίδια του σουπερµάρκετ- και οι πλούσιοι µπορούν να τρώνε φαγητό. Aλλά και το γεύµα των πλουσίων σήµερα δεν είναι σαν το αλλοτινό τους (δεν κυκλοφορεί πια τέτοιο κυνήγι), είναι απλά και µόνον η τροφή ενός σχετικά εύπορου γεωργού πριν από εκατό χρόνια. H εµπορευµατική κοινωνία δεν είναι σε θέση να κρατήσει ούτε τις ελάχιστες από τις υποσχέσεις της, όπως το να υπάρχει τουλάχιστον τροφή για όλους χωρίς να καταφεύγει στα λάδια µηχανής µέσα στις ζωοτροφές, στα φυτικά έλαια στο κακάο, στις διοξίνες στα κοτόπουλα και στον κανιβαλισµό των αγελάδων και χωρίς µία E.E., η οποία, µόλις ανακαλύπτονται βλαβερά συστατικά στις τροφές, αυξάνει τους δασµούς – βλέπε το διπλασιασµό του φόρου στο καρκινογόνο PCB στο κρέας ως αντίδραση στο σκάνδαλο των διοξινούχων κοτόπουλων (La Repubblica 19-8-1999).43 Kαι φυσικά αυτά συνοδεύονται από την απαγόρευση ενός µεγάλου µέρους των παραδοσιακών µεθόδων, όπως για παράδειγµα της παραδοσιακής µεθόδου παρασκευής τυριού ή του ψησίµατος της πίτσας στα κάρβουνα, τάχα για λόγους υγείας.44 H συνεχής ωστόσο καταστροφή κάθε ποιοτικού κριτηρίου στα τρόφιµα στην E.E. (βλ. απελευθέρωση µεταξύ άλλων της αγοράς του ψωµιού, των ζυµαρικών, του µελιού, της σοκολάτας και την άρση της αναγραφής της προέλευσης του προϊόντος) στο όνοµα του ελεύθερου ανταγωνισµού δεν έχει σηµασία µόνον οικονοµική: σε όποιον δέχεται να καταναλώνει ό,τι του σερβίρουν χωρίς να ρωτά περί τίνος πρόκειται, ουσιαστικά περνάει, στο βαθύτερο επίπεδο της ύπαρξής του, ένα µήνυµα σκλαβιάς και µηδαµινότητας έναντι της όµορφης µηχανής.45
H σφαγή συνεχίζεται. Eναντίον της τεράστιας επίθεσης των γενετικών βιοµηχανιών έχει αναπτυχθεί ένα παγκόσµιο κίνηµα διαµαρτυρίας, πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι το αντιπυρηνικό κίνηµα και µάλιστα την ώρα που δεν υπάρχει σχεδόν κανένα κίνηµα ενάντια στην τροµοκρατία των αυτοκινήτων.48 O νεοφιλελευθερισµός και οι βιοτεχνολογίες είναι τα δύο µεγάλα ζητήµατα στο στόχαστρο του νέου κινήµατος που ήρθε στο προσκήνιο µε την εξέγερση στο Σιάτλ, ένα κίνηµα που όχι απλώς αποτελεί το µεγαλύτερο αντικαπιταλιστικό κίνηµα, αλλά συνειδητοποίησε και τη σύνδεση µεταξύ των φαινοµένων αυτών. H κύρια αδυναµία του κινήµατος είναι οπωσδήποτε οι ψευδαισθήσεις του περί “ενεργών πολιτών”, “δηµοκρατικού διαλόγου”, “µεταρρύθµισης της παγκόσµιας τράπεζας”, η επίκληση του νοµοθέτη και οι δυνατότητες εθνοκρατικής ρύθµισης. Oι ψευδαισθήσεις περί δηµοκρατίας φαίνεται πως θα καταρρεύσουν πολύ σύντοµα µε τέτοια προθυµία που δείχνουν οι κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανώσεις να υποκύψουν στις πιέσεις της γενετικής βιοµηχανίας. H ευρωπαϊκή Kοµισιόν, παρά τις αντιρρήσεις µεµονωµένων κρατών, σκοπεύει να άρει το κατά τη γνώµη της απόλυτα “παράνοµο”, ψηφισθέν το 1998, µορατόριουµ στα νέα γενετικά τροποποιηµένα προϊόντα (Le Monde, 18-7-2000). Aφού είχαν ήδη φυτευτεί 2000 εκτάρια παράνοµα εισαγόµενου γενετικά τροποποιηµένου καλαµποκιού στη Γαλλία, η γαλλική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι προετίθετο να επιτρέψει την καταστροφή των αντίστοιχων φυτειών, για να ανακαλέσει τελικά την απόφασή της (Le Monde, 18-7-2000). H ίδια τακτική του δοκιµαστικού σωλήνα και του τετελεσµένου γεγονότος κρυβόταν πίσω από την “παράφρονα”, όπως αποκλήθηκε, εξασφάλιση παράνοµης πατέντας για τη χειραγώγηση της ανθρώπινης γονιµότητας από το Γραφείο Eυρεσιτεχνιών του Mονάχου.
Έγινε για λίγο οδιασηµότερος άνθρωπος της Γαλλίας, γεγονός που εν µέρει αποδεικνύει πόσο σηµαντικά κοινωνικά ζητήµατα θίγει η συνοµοσπονδία. H αποδυνάµωση του περιεχοµένου του αγώνα και η αναζήτηση όσο γίνεται ευρύτερης συναίνεσης, που εξέφρασε ο Mποβέ επικεντρώνοντας την προσοχή του ολοένα και περισσότερο στο ζήτηµα των “σκουπιδοτροφών”, δεν βρήκε σύµφωνους όλους τους παλιούς του συντρόφους. Oρισµένοι απ’ αυτούς, όπως ο Pενέ Pιζέλ, πρώην καταστασιακός που έγινε βοσκός και ένας από τους αρχικαταστροφείς των χωραφιών µε το γενετικά τροποποιηµένο καλαµπόκι, συνεχίζουν να αγωνίζονται ενάντια στο βιοµηχανικό καπιταλισµό και όχι µόνον ενάντια στην “παγκοσµιοποίησ稔 και τον ακραίο φιλελευθερισµό. O Pιζέλ, όπως λέει στην µπροσούρα από την οποία παραθέτουµε, στα πρόσωπα των “πολιτών-περιβαλλοντιστών-καταναλωτών” µε τα συνθήµατά τους περί διαφάνειας, ελέγχου, ασφάλειας και συµµετοχής των πολιτών, στα οποία περιορίστηκε και ο ίδιος ο Mποβέ, βλέπει ιδιαίτερα εκλεπτυσµένους υπερασπιστές του κυρίαρχου συστήµατος. Δεν θέλουν να ξεπεράσουν την οικονοµία, θέλουν µια οικονοµία µε ανθρώπινο πρόσωπο (Riesel 20), γι’ αυτό και «υπενθυµίζουν στο κράτος τις υποχρεώσεις του και είναι επιρρεπείς σε κάθε κρατιστική και κεϋνσιανική νοσταλγία». Kι όµως, επισηµαίνει ο Pιζέλ, δεν υπάρχει “καθαρή” γεωργία και διατροφή σε µια κοινωνία που δεν αλλάζει. Tα προβλήµατα της γεωργίας µπορούν να λυθούν µόνο µε το τέλος της διαδικασίας επιβολής του “τεχνητού” – και γι αυτό χρειάζεται κάτι πολύ διαφορετικό από τον «έλεγχο των πολιτών» (Riesel 18). «Eίναι αναγκαία η κριτική στην κοινωνική λειτουργία της έρευνας, ακόµη και της δηµόσιας, όπως επίσης και η επιστροφή στη λουδιτική παράδοση του σαµποτάζ, στην πραγµατική δράση, όχι στη δράση την εικονική και τη διαµεσολαβηµένη από τα µµε» (Riesel 52).49
Θα ήταν ωστόσο λάθος να θεωρήσουµε προϊόν των µµε χωρίς πραγµατική βάση την αιφνιδιότητα µε την οποία οι δράσεις και οι προτάσεις της συνοµοσπονδίας έγιναν κυρίαρχα θέµατα της γαλλικής δηµόσιας ζωής -εξαιτίας της οποίας ο πρόεδρος Σιράκ και ο πρωθυπουργός Zοσπέν δεξιώθηκαν τον δηλωµένο αναρχικό και παραβάτη του νόµου Mποβέ-, καθώς και το κίνηµα που ακολούθησε (πενήντα χιλιάδες άτοµα στη δίκη του Mιλό τον Iούλιο του 2000). H δηµοσιότητα µε την οποία εδώ και χρόνια τα µµε των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών επενδύουν τα µειονεκτήµατα των βιοτεχνολογιών είναι σίγουρα ύποπτη. Πρέπει όµως να διακρίνει κανείς και µια προσπάθεια των µµε να διατηρήσουν την αξιοπιστία τους, ώστε να συνεισφέρουν στον έλεγχο και τη συγκράτηση µιας ευρέως διαδεδοµένης αγανάκτησης που προέκυψε από µόνη της. Όταν όλο και συχνότερα οι απολογητές των γενετικών επεµβάσεων αναφωνούν πικραµένοι ότι η κριτική εναντίον τους “στην πραγµατικότητα” στοχεύει απευθείας στην ίδια την έρευνα και στην επιστήµη γενικότερα, δυστυχώς υπερβάλλουν. Mπορεί όµως κανείς εύκολα να διαπιστώσει προσωπικά µια βαθιά δυσφορία, για τη συνεχή αναδόµηση της καθηµερινότητας µέσα από το κυνήγι των τεχνολογιών, να εξαπλώνεται σε όλο το φάσµα των πολιτικών απόψεων και των κοινωνικών στρατοπέδων. Όσο ασχηµάτιστη και ασυνεπής και να ‘ναι τούτη η δυσφορία, πρόκειται για έναν από τους πιο άβολους παράγοντες για την περαιτέρω ανάπτυξη της βιοµηχανικής εµπορευµατικής κοινωνίας. Aποφασιστική σηµασία έχει η µετάβαση από τη γνώση µεµονωµένων κινδύνων (όλοι γνωρίζουν πλέον ότι ο αµίαντος είναι επικίνδυνος) στη γενικευµένη καχυποψία προς τη µήτρα που γεννά όλα αυτά τα τέρατα. Kαι δικαίως. Mια επιστήµη σαν τη βιοτεχνολογία µπορεί κανείς να την αρνηθεί εκ των προτέρων, χωρίς να πρέπει κοπιωδώς να αποδείξει γιατί η νεαρότατη εφαρµογή της θα έχει καταστροφικές συνέπειες. Aρκεί να παρακολουθήσει κανείς την πλήρη ανευθυνότητα µε την οποία δουλεύουν οι γενετικοί επιστήµονες, την απόλυτη ανεξαρτησία τους από τις προσδοκίες κέρδους των παραγγελιοδοτών τους και τον αποκλεισµό των συναδέλφων εκείνων που εξέφρασαν τις ελάχιστες αµφιβολίες, για να δικαιολογήσει ότι δεν θέλει να γνωρίζει τίποτε απολύτως και δεν θέλει να υπηρετεί για χρόνια τις βιοτεχνολογίες ως πειραµατόζωο, εν αναµονή των επόµενων καταστροφών. H παραδοσιακή διάκριση µεταξύ εργαστηρίου, όπου µπορεί κανείς ακίνδυνα να κάνει τα πειράµατά του, και του έξω κόσµου έχει εξαφανιστεί: από τη διάσπαση του πυρήνα του ατόµου και µετά, κάθε νέα επινόηση εφαρµόζεται κατευθείαν σε φυσικές συνθήκες µε ανεπίστρεπτες συνέπειες (Rem. 31). Συχνά, οι κριτικοί των βιοτεχνολογιών απαιτούν τη διενέργεια πειραµάτων στους γενετικά τροποποιηµένους οργανισµούς, είναι όµως αδύνατον να γίνουν, γιατί θα έπρεπε για πολλά χρόνια να φυτεύει κανείς τεράστιες εκτάσεις µε φυτά µε ΓTO για να δει τις επιπτώσεις τους και τότε δεν θα πρόκειται πλέον για απλό πείραµα. Δεν έχει βέβαια νόηµα να κάνουµε κρούσεις υπέρ των θετικών συνεπειών της σηµερινής τεχνολογίας: Κανένα από τα προβλήµατα που πλήττουν σήµερα τον κόσµο και τους κατοίκους του δεν λύνεται τεχνολογικά. Τα προβλήµατα είναι κοινωνικά. Τα µοναδικά ζητήµατα που µπορεί κανείς να επιλύσει δια της σύγχρονης τεχνολογίας είναι τα εξής ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα: πώς να δέχεται κανείς εντολές από τηλεφώνου χωρίς να διακόπτονται οι κλήσεις, πώς να µεταφέρει πληροφορίες σχεδόν µε την ταχύτητα του αλλοτινού ταχυδροµείου και πώς επιτέλους να απαλλαγούµε από το µισητό είδος του βιβλίου.
Η αντίσταση ενάντια στην τεχνολογική τροµοκρατία αφενός (και σε άλλα µέτωπα, όπως για παράδειγµα δείχνει η επιστροφή του ενδιαφέροντος στη βλαβερότητα των ηλεκτροµαγνητικών κυµάτων που εκπέµπουν τα κινητά, οι κεραίες, οι συνδέσεις υψηλής τάσης κ.ο.κ.) και αφετέρου ενάντια στην κοινωνία της εργασίας στην ακραία της µορφή, τη νεοφιλελεύθερη, είναι ακόµη, όπως είπαµε, δέσµια πολλών ψευδαισθήσεων. Είναι µάλλον προφανές ότι µεταξύ των φορέων της αντίστασης αυτής η κριτική της αξίας εξαπλώνεται. Πώς όµως βλέπουν οι ίδιοι άνθρωποι την κριτική της αξίας απαλλαγµένη από το φετιχισµό των παραγωγικών δυνάµεων; Όταν παλαιότερα µιλούσε για ξεπέρασµα της κοινωνίας της εργασίας, η κριτική της αξίας επικαλείτο για πολύν καιρό τις δυνατότητες της µικροηλεκτρονικής επανάστασης, µε άλλα λόγια τις ελπίδες της πληροφορικής και της κυβερνητικής. Έτσι όµως παρέµεινε περιορισµένη στους παλαιούς της ορίζοντες και τις παλιές της απορίες. Δεν θα µπορούσε το επέκεινα µιας εµπορευµατικής κοινωνίας να µοιάζει περισσότερο µε µια αγροτική κοινωνία και λιγότερο µε µια κοινωνία ηλεκτρονικών υπολογιστών; Τι θέλει η κριτική της αξίας; Θέλει να ευλογήσει, όπως κάνει ο Παγκόσµιος Οργανισµός Εµπορίου, την αποµάκρυνση από τη γη τους εκατοµµυρίων αγροτών που υπάρχουν ακόµη στο Νότο του πλανήτη, θέλει την εκβιαστική τους ένταξη στην εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών; Η κριτική της συγκεκριµένης εργασίας είναι ορθή όταν αποτελεί κριτική της αφηρηµένης εργασίας. Ποιος θα εναντιωνόταν στην αυτοδιαχειριζόµενη δραστηριότητα; Το όραµα του Μαρξ και του Ένγκελς µιας κοινωνίας όπου το πρωί πας για κυνήγι, το µεσηµέρι ψαρεύεις, το απόγευµα βόσκεις τα ζώα και το βράδυ, µετά το δείπνο, ασκείς φιλοσοφική κριτική (ΜΕW 3/33) δεν είναι κάπως καλύτερο από το να κάθεσαι µπροστά σε µια κονσόλα και να σου τα κάνουν όλα οι µηχανές;
Kαι µόνον όµως η µαζική επιστροφή στη γη, µετά από τόσες δεκαετίες κατά τις οποίες η λαίλαπα των βραζιλιάνικων µεγαλουπόλεων καταβρόχθισε γενιές ολόκληρες, αποτελεί παρέκκλιση από την καπιταλιστική “ανάπτυξη”. Δεν πρόκειται µόνον για φαινόµενο του Tρίτου Kόσµου. Eδώ και δέκα χρόνια, κάθε χρόνο στη Γαλλία πάνω από δέκα χιλιάδες άνθρωποι, κυρίως άνθρωποι των πόλεων, ξεκινούν µια αγροτική δραστηριότητα µε απόδοση µικρότερη από την επιδοτούµενη σύµφωνα µε τις οδηγίες της αγροτικής πολιτικής της Eυρωπαϊκής Ένωσης. Tο κράτος προσπαθεί να ρυθµίσει την τάση αυτή µε το πρόσχηµα της βοήθειας στους νέους αγρότες και της παροχής δυνατοτήτων απασχόλησης στους ανέργους. Mεταξύ της πλειάδας των οργανώσεων που δραστηριοποιούνται σ’ αυτόν τον τοµέα, υπάρχουν και οργανώσεις όπως το κίνηµα Droit paysan που θέλει να παραµένει όσο γίνεται πιο ανεξάρτητο από τη βοήθεια της πολιτείας, δεν στοχεύει στην ένταξη στο σύστηµα της αγοράς και ενίοτε καταλαµβάνει ακαλλιέργητες εκτάσεις. Όσο κι αν δεν µπορούµε να βρούµε κοινό παρονοµαστή για τις διάφορες αυτές πρωτοβουλίες ανά τον κόσµο, όσο κι αν όσοι συµµετέχουν σ’ αυτές είναι άνθρωποι οι οποίοι συχνά το µόνο που θέλουν είναι να εξασφαλίσουν µια θέση στην αγορά της κατηγορίας τους, πρόκειται ωστόσο αντικειµενικά για τη σηµαντικότερη τάση επανοικειοποίησης των πόρων µε την έννοια της αντιπολιτικής και της αντιοικονοµίας, ειδικά στις περιπτώσεις όπου η γη προσφέρεται χωρίς χρηµατικό αντίτιµο. Mήπως θα έπρεπε οι κριτικοί της αξίας, αντί να παιδεύονται µε τα υπολείµµατα σκοταδιστικών αριστερών γκρουπούσκουλων, να αρχίσουν να συνεισφέρουν στην επεξεργασία και την ανύψωση του επιπέδου της θεωρίας αυτών των δυνητικά αντισυστηµικών και ανατρεπτικών κινηµάτων;
Aυτό που διαφοροποιεί τις θέσεις που παραθέτουµε εδώ από τη ροµαντική-αντιδραστική κριτική της προόδου είναι ότι η τελευταία επιδιώκει την επιστροφή στο παρελθόν, του οποίου µάλιστα εξυµνεί τις χειρότερες όψεις (έλλειψη κινητικότητας, προδιαγεγραµµένοι ρόλοι των δύο φύλων, σεβασµός στην ιεραρχία, θρησκευτικότητα κ.ο.κ.). Aντίθετα, το θέµα είναι να υπερασπιστούµε τις δυνατότητες που διαφαίνονταν στο παρελθόν. Γράφει σχετικά ο Pιζέλ: «δεν υπάρχουν πια αγρότες, αφού δεν υπάρχει πια αγροτική κοινωνία, όπως και δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξει αγροτική κοινωνία. Aυτό που οφείλουµε να ξαναβρούµε δεν είναι ο έλεγχος όλων επί όλων, του οποίου τα πιο περιπετειώδη παιδιά κατάφερναν πάντοτε ανά τους αιώνες να διαφεύγουν, αλλά η ολότητα των δυνατοτήτων ανάπτυξης και υπέρβασης του παρελθόντος και οι αντίστοιχες ιστορικές ευκαιρίες τις οποίες κατέστρεψε η βιοµηχανική εµπορευµατική κοινωνία» (Riesel 33). Tι έχουν να πουν όσοι θεωρούν την αγροτική ζωή αντιδραστική ουτοπία, για τις ελευθεριακές αγροτικές κοινότητες στην Iσπανία το 1936-37, όπου «όλα µπορούσαν να αρχίσουν από την αρχή» (Rem. 71); Στο Nότο, µέσα σε λίγα χρόνια επαναλαµβάνεται η φρίκη της προ εκατονπεντηκονταετίας εκδίωξης των αγροτών στην Eυρώπη και καταστρέφονται όλες οι συνθήκες ζωής που δεν δηµιουργήθηκαν από την εµπορευµατική κοινωνία και δεν διαποτίζονται πλήρως από αυτήν. «H διάλυση της παγκόσµιας αγροτιάς σηµαίνει και τη διάλυση του τελευταίου µεγάλου αποθέµατος αντιβιοµηχανικών ανθρώπινων δυνατοτήτων» (Riesel 64). Ποιος ξέρει αν η ανθρωπότητα δεν θα ζήσει σύντοµα µια αγροτική εξέγερση που να ασκεί κριτική στην κοινωνία της αξίας;
35. Πιθανότατα κάποιοι να µην γνωρίζουν καν ποια είναι η ελβετική Novartis: ένας κολοσσός της χηµείας και της βιοτεχνολογίας (όπως εξάλλου και η Monsanto ή η Dupont), που προέκυψε από τη συγχώνευση της εταιρείας παραγωγής αγροχηµικών προϊόντων Ciba-Geigy µε τον όµιλο φαρµακευτικών προϊόντων Sandoz, ο οποίος έχει κάνει αισθητή την παρουσία του ήδη από τη δεκαετία του 80, χάρη στη στοργική µεταχείριση του ποταµού Ρήνου. Η Nestlé είχε γίνει γνωστή πολλά χρόνια πριν χάρη στη στοργική µεταχείριση των βρεφών του “Tρίτου Kόσµου”, στα οποία έφερε την ευλογία του γάλακτος σε σκόνη. Σήµερα ανήκει στους µεγαλύτερους παραγωγούς γενετικά τροποποιηµένων τροφών. (Στη λίστα των 500 µεγαλύτερων εταιρειών των Financial Times για το 2003 η Novartis βρίσκεται στη θέση 17 και η Nestlé στη θέση 27. Στις 50 πρώτες της λίστας οι 10 είναι εταιρείες του κλάδου «Φαρµακευτικά/Βιοτεχνο-λογία». Καθηµερινή της Κυριακής, 1 η Ιουνίου 2003 [Σ.τ.M.])
36. Φυσικά και δεν βασίζονται όλες οι βιοτεχνολογίες στη γενετική. Η γενετική αποτελεί την πιο ριζοσπαστική επέµβαση στον τρόπο λειτουργίας της ανθρώπινης ζωής και είναι η πιο αµφιλεγόµενη, ενώ οι πιο “παραδοσιακές” βιοτεχνολογίες, όπως η µεταµόσχευση οργάνων και η τεχνητή γονιµοποίηση έχουν καθιερωθεί χωρίς να συναντήσουν την παραµικρή αντίσταση.
37. Στη συνέχεια του κειµένου παραπέµπω αφενός στον Αιώνα της βιοτεχνολογίας (1998) του Jeremy Rifkin (έκδοση στα ελληνικά: «Νέα Σύνορα» – Α.Α.Λιβάνη, 1998), που περιέχει πολύ εµπειρικό υλικό, αλλά αδυνατεί να κατανοήσει την κοινωνική σηµασία του αντικειµένου του και σαγηνεύεται από τις πιθανές “θετικές” εφαρµογές των βιοτεχνολογιών, που στην πραγµατικότητα είναι το ίδιο φρικιαστικές µε τις “αρνητικές”. Aφετέρου, παραπέµπω στα τελείως διαφορετικού πνεύµατος Remarques sur l’agriculture génétiquement modifiée et la dégradation des espèces (Σχόλια για τη γενετικά τροποποιηµένη αγροτική οικονοµία και τον εξευτελισµό των ειδών, 1999) της Encyclopédie des Nuisances, µιας παρισινής οµάδας που επηρεάστηκε στην αρχή από τους καταστασιακούς και ασκεί εδώ και καιρό έντονη κριτική στην “πρόοδο”, αλλά και στις Déclarations sur l’agriculture transgénique et ceux qui prétendent s’y opposer (Eξαγγελίες σχετικά µε την γενετικά τροποποιηµένη γεωργία και όσους διατείνονται πως της αντιτίθενται, 2000) του René Riesel, που κυκλοφόρησε επίσης από τον εκδοτικό οίκο της Encyclopédie. Τα επιχειρήµατα που παρουσιάζω στο άρθρο µου βασίζονται ουσιαστικά στα δύο παραπάνω κείµενα. Βέβαια, το καλύτερο βιβλίο ενάντια στη γενετική τεχνολογία θα ήταν µια ασχολίαστη συλλογή κειµένων όσων την ασκούν και όσων την υπερασπίζονται. Θα µας έπιανε σύγκρυο: Oι άγγλοι καθηγητές βιολογίας, που θέλουν να δηµιουργήσουν ανθρώπινα έµβρυα χωρίς κεφάλι, µε σκοπό τη δηµιουργία µιας τράπεζας οργάνων για µεταµοσχεύσεις (Rifkin 65-66) δεν αποτελούν ιδιαιτέρως ακραία περίπτωση. Αν διαβάζαµε κάτι τέτοιο στο µέλλον θα µας προκαλούσε την ίδια εντύπωση που µας προκαλούν σήµερα τα ντοκουµέντα σχετικά µε τα ιατρικά πειράµατα των Ναζί. Η υποθετική περίπτωση και µόνο να συζητούσε κανείς µε τέτοιους “επιστήµονες” θα συγκρινόταν µε την περίπτωση να διαπραγµατευόταν κανείς µε τους Ναζί τη διαχείριση των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ούτε η γενετική τεχνολογία, ούτε η ιατρική των Ναζί αποτελούν αποκλίσεις από την “κανονική” ιατρική, µα, πολύ περισσότερο, είναι η αυτοπραγµάτωση µιας ιατρικής που έχει αποστασιοποιηθεί πλήρως από το αντικείµενό της. Η ιατρική των Ναζί έβλεπε στους φυλακισµένους των στρατοπέδων συγκέντρωσης χρήσιµο πειραµατικό υλικό, όπως ακριβώς η σηµερινή ιατρική έρευνα βλέπει τα πλεονάζοντα και κατεψυγµένα έµβρυα (Rem. 95), τα οποία αποζητά λαίµαργα µε σκοπό πειράµατα φιλικά προς τον άνθρωπο (και τα οποία στο Βέλγιο έχει ήδη αποκτήσει). Πολλά απ’ αυτά που αρχικά ακούγονταν σαν σενάρια τρόµου, όπως για παράδειγµα η µελλοντική εξέλιξη δύο µη συµβατών ανθρωπίνων ρατσών, αποτελούµενη φυσικά από µια ράτσα κυρίων και µια ράτσα σκλάβων, όπως περιγράφτηκαν π.χ. από τον Χ. T. Γουέλς (Η µηχανή του χρόνου) και τον Ά. Χάξλεϋ (Θαυµαστός καινούριος κόσµος), παρουσιάζονται σήµερα από τους προφήτες της εποχής της βιοτεχνολογίας ως θετικό ή τουλάχιστον αναπόφευκτο αποτέλεσµα των τεχνικών τους. Έτσι τουλάχιστον παρουσιάζει τα πράγµατα κάποιος Lee Silver (βλ. Rifkin 271), που θεωρείται ειδικός επί του θέµατος.
38. Ακόµη και ο Rifkin, που αντιµετωπίζει το θέµα αποκοµµένο από το κοινωνικό του πλαίσιο, διακρίνει τη συγγένεια µεταξύ των βιοτεχνολογιών και των περιφραγµένων κτηµάτων στην Αγγλία, τα οποία αποτελούν πρότυπο υπεξαίρεσης της συλλογικής ιδιοκτησίας.
39. Όταν η Lucile Desmoulins ανέβηκε στη λαιµητόµο στο Παρίσι του 1793 και φώναξε: «Ελευθερία, πόσα εγκλήµατα θα γίνουν στ’ όνοµα σου!» δεν µπορούσε να φανταστεί τι νόηµα θα αποκτούσαν τα λόγια της δύο αιώνες µετά.
40. Για ποιο λόγο να µας εκπλήσσει το ότι στις κλινικές τεχνητής γονιµοποίησης µπορεί κανείς να επιλέξει σπερµατοζωάριο ανάλογα µε τη ράτσα, το ύψος, το ανάστηµα, το χρώµα των µατιών, την ευφυΐα, την εθνότητα και την υπηκοότητα (Rifkin 62); Μήπως η φύση έχει κερδίσει τον αγώνα ενάντια στις δυνάµεις του Kακού χάρη στις διαφορετικές ποικιλίες καφέ στα σουπερµάρκετ;
41. Τη στιγµή που τόσοι άνθρωποι µολύνθηκαν (κυρίως µε HIV και ηπατίτιδα) από µεταγγίσεις, µπορεί κανείς να είναι ευτυχής, αν είναι µάρτυρας του Ιεχωβά και αρνείται εξολοκλήρου τις µεταγγίσεις. Ακόµη κι η άρνησή τους να εµβολιαστούν θα µπορούσε µια µέρα να αποδειχθεί “πλεονεκτική επιλογή”, όταν η αχαλίνωτη διάδοση των εµβολιασµών ενάντια στις πιο ακίνδυνες ασθένειες (ανεµοβλογιά, γρίππη) θα έχει καθαρίσει συστηµατικά το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστηµα. Οι χορτοφάγοι ήταν προφυλαγµένοι από τη νόσο των τρελών αγελάδων. Με λίγη φαντασία θα µπορούσε να συλλάβει κανείς µια κατάσταση στην οποία οι µόνοι άνθρωποι που επιζούν µετά από µια σειρά συµφορών που οφείλονται στην τεχνολογική πρόοδο, είναι κάποιοι µυστήριοι τύποι και τα µέλη διάφορων θρησκευτικών αιρέσεων. Ακόµη κι αυτό ανήκει στη διαλεκτική του Διαφωτισµού: H πιστή, κατά γράµµα εφαρµογή του Λόγου της Βίβλου, µπορεί σήµερα να αποδειχθεί πιο χρήσιµη από µια επίσκεψη στο γιατρό. Eίναι γεγονός ότι σήµερα ακόµη και σκοτεινές κοσµοθεωρίες ανθρωποσοφικών, πνευµατιστικών και άλλων τέτοιων τάσεων συχνά ρεζιλεύονται µπρος στην πραγµατικότητα λιγότερο από το Λόγο του φετιχισµού του εµπορεύµατος και της τεχνολογίας. Αυτό το εµπειρικά διαπιστωµένο γεγονός είναι πολύ κοντά στην τυπική µετατροπή του ορθού λόγου του Διαφωτισµού στο προφανώς αντίθετό του. Στο κίνηµα του New Age, η µετάβαση από τον κυβερνοχώρο στο προσευχητάρι (και τούµπαλιν) είναι διαρκής.
50. Πριν από πενήντα µόλις χρόνια, οι αγρότες στην Ινδία φύτευαν πάνω από 30.000 παραδοσιακά είδη ρυζιού. Σήµερα 10 σύγχρονες ποικιλίες καλύπτουν πάνω από το 75% της τοπικής παραγωγής ρυζιού (Rifkin 181). Ο πλούτος ποικιλιών που αναπτύχθηκε σταδιακά µέσα σε δέκα χιλιάδες χρόνια αγροτικού πολιτισµού ισοπεδώνεται διαµιάς για ευτελείς σκοπούς. Ενώ η συνολική εξέλιξη της φύσης (και η ανθρώπινη εξέλιξη) είχε πάντοτε την τάση να δηµιουργεί όλο και περισσότερα είδη µε διαφορετικά χαρακτηριστικά, η κοινωνία του εµπορεύµατος κατάφερε να την αντιστρέψει σε λίγες µόνο δεκαετίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου