Ποια θα ήταν η θέση της ηττημένης Ελλάδας στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα που φιλοδοξούσε να χτίσει ο Αξονας; Αν και το ζήτημα απασχόλησε τη νικήτρια Γερμανία αμέσως μετά την κατάκτηση της Ελλάδας, ο Χίτλερ προτίμησε να αναβάλει για μετά τον πόλεμο την οριστική διευθέτηση του θέματος, αν και ήταν βέβαιο πως θα διατηρούσε κάποιες στρατιωτικές βάσεις στη χώρα (πιθανώς στη Θεσσαλονίκη), ενώ κάποια σχέδια ανέφεραν και την Κρήτη ως γερμανικό παραθεριστικό προορισμό.
Επειδή όμως υπήρχαν και τα συμφέροντα των άλλων χωρών του Αξονα στη χώρα, έγινε αποδεκτή η ένταξη του μεγαλύτερου μέρους της χώρας στον ιταλικό ζωτικό χώρο και η απαίτηση της Βουλγαρίας για δίοδο στο Αιγαίο.
Ταυτόχρονα, όμως, καταβλήθηκε προσπάθεια να εξασφαλιστούν άμεσα οι ντόπιοι παραγωγικοί πόροι για το Ράιχ και να προσανατολιστεί συνολικά η ελληνική οικονομία προς εκείνη της γερμανοκρατούμενης Ευρώπης.
Ωστόσο δεν συμφωνούσαν όλοι οι οικονομικοί παράγοντες του Αξονα για το ποια ακριβώς έπρεπε να είναι η δομή της ελληνικής οικονομίας. Βιομήχανοι και κρατικά στελέχη θεωρούσαν την Ελλάδα και το σύνολο των Βαλκανίων πρωτίστως ως έναν απλό προμηθευτή πρώτων υλών, τροφίμων και εργατικών χεριών.
Αλλοι, όπως το διευθυντικό στέλεχος του χημικού κολοσσού «I.G. Farben», Max Ilgner, πίστευαν πως θα ήταν χρησιμότερο για τη Γερμανία αν βοηθούσε σε μια ελεγχόμενη εκβιομηχάνιση της περιοχής ώστε να αυξανόταν η απορρόφηση γερμανικών προϊόντων, με την προϋπόθεση να αποφευγόταν ο ανταγωνισμός με τις γερμανικές επιχειρήσεις.
Μεταξύ άλλων, τα σχέδια της «I.G. Farben» πρόβλεπαν έτσι την ανατροπή της ελληνικής προσπάθειας του Μεσοπολέμου για αυτάρκεια στον τομέα των χρωμάτων, προσπάθεια που είχε πλήξει τα προηγούμενα χρόνια τις εξαγωγές της εταιρείας στη χώρα.
Ως χώρα με ελλειμματικό ισοζύγιο στον τομέα των τροφίμων, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να συνεισφέρει στον ίδιο βαθμό με τις άλλες βαλκανικές χώρες σε σιτάρι και άλλα βασικά προϊόντα.
Είχε όμως σημαντικό απόθεμα αγροτικών προϊόντων «πολυτελείας», όπως ελαιόλαδο, ξηροί καρποί, φρούτα και καπνός, τα οποία και έγινε προσπάθεια να εξαχθούν από τους κατακτητές.
Ομως οι ανάγκες του πληθυσμού σε περίοδο ακραίας πείνας και η συνεπαγόμενη εκτόξευση της μαύρης οικονομίας περιόρισαν τις εξαγωγές ακόμα και των πλεοναζόντων ειδών.
Παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες αύξησης της αγροτικής παραγωγής μέσω κάποιων περιορισμένων εισαγωγών γεωργικών εργαλείων, λιπασμάτων και τις συμβουλές Γερμανών ειδικών, οι κατακτητές όχι μόνο δεν κατάφεραν να εξαγάγουν όσα τρόφιμα σχεδίαζαν, αλλά αναγκάστηκαν να προβούν ακόμα και σε εισαγωγές τροφίμων από την υπόλοιπη Ευρώπη για να καλύψουν τις ανάγκες.
Μεγαλύτερα περιθώρια εξαγωγών υπήρχαν στον τομέα των πρώτων υλών. Αν και κάποιες γερμανικές επιχειρήσεις εξέφραζαν προπολεμικά παράπονα για τη χαμηλή ποιότητα και τη σχετικά υψηλή τιμή των βαλκανικών πρώτων υλών, η αποκοπή από τις υπερατλαντικές αγορές δεν άφηνε άλλη επιλογή.
Εξάλλου η ελληνική κατοχική κυβέρνηση ήταν (τουλάχιστον κατά τις πρώτες εβδομάδες της κατοχής) ιδιαίτερα πρόθυμη να συμβάλει στη συνέχιση των εξαγωγών, αφού φοβόταν μήπως μείνουν αδιάθετα τα ελληνικά προϊόντα.
Ωστόσο, η εκμετάλλευση του ελληνικού υπεδάφους χρειαζόταν επενδύσεις, οι οποίες θα γίνονταν στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδιασμού για τον πανευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας.
Σύντομα, λοιπόν, αποφασίστηκε η συνέχιση σειράς έργων που είχαν προγραμματιστεί προπολεμικά αλλά και η έναρξη αρκετών ακόμα, πάντα με την εμπλοκή γερμανικών ή ιταλικών εταιρειών.
Μεγάλη έμφαση δινόταν στους τομείς της ενέργειας και των μεταφορών, με έργα όπως τα λιγνιτωρυχεία της Αττικής ή τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια του Αχελώου και του Αλιάκμονα (τα δικαιώματα για τις μελέτες εκμετάλλευσης παραχωρήθηκαν στη γερμανική Hansa Leichtmetall), ενώ σχεδιαζόταν η επέκταση και ηλεκτροκίνηση του σιδηροδρόμου και η κατασκευή γέφυρας μεταξύ Ρίου-Αντιρρίου, ακόμα και η διασύνδεση της Θεσσαλονίκης με το εκτεταμένο ποτάμιο σύστημα που θα ένωνε μέσω καναλιών τον Δούναβη με τη Βόρεια Θάλασσα.
Η βελτίωση των υποδομών θα βοηθούσε στις στρατιωτικές μεταφορές, αλλά κυρίως στην ανάπτυξη της εξορυκτικής δραστηριότητας πολύτιμων μετάλλων, όπως το χρώμιο και ο βωξίτης, ο οποίος μάλιστα αποτέλεσε τμήμα ενός μεγαλεπήβολου πανευρωπαϊκού προγράμματος για την παραγωγή αλουμινίου.
Για την υλοποίηση του ελληνικού τμήματος του προγράμματος αυτού θα κατασκευαζόταν ένα γερμανικό εργοστάσιο αλουμίνας κοντά στη Θεσσαλονίκη, το οποίο θα αξιοποιούσε την ενέργεια των νέων υδροηλεκτρικών εργοστασίων.
Το προϊόν θα εξαγόταν στο τεράστιο συγκρότημα αλουμινίου που κατασκευαζόταν στην κατεχόμενη Νορβηγία, συμβάλλοντας έτσι στον εφοδιασμό της γερμανικής βιομηχανίας με την πρώτη ύλη για τα αεροσκάφη της Luftwaffe.
Παρά τις ανατροπές στους αρχικούς σχεδιασμούς που επέφερε η παράταση του πολέμου, οι αναφορές στον ρόλο της Ελλάδας στη «Νέα Ευρώπη» συνεχίστηκαν εντεινόμενες κατά τη δεύτερη φάση των γερμανικών σχεδιασμών, το 1942-43.
Στις αναφορές εκείνες, η χώρα παραλληλιζόταν με το Βέλγιο ή παρουσιαζόταν ως μια ευρωπαϊκή «Καλιφόρνια», που θα ευδοκιμούσε ως «κόμβος συγκοινωνιακός προς όλην την Ανατολήν», ρίχνοντας το βάρος της στη γεωργία, στα ορυκτά και στη ναυτιλία. Κλάδοι που «διατηρούνται τεχνητώς μόνο δι’ υψηλών δασμών» (δηλαδή όσα εργοστάσια ανταγωνίζονταν εκείνα της δυτικής Ευρώπης) θα έκλειναν και η ελληνική βιομηχανία θα επικεντρωνόταν αποκλειστικά στη μεταποίηση της γεωργικής παραγωγής.
Στελέχη των δύο τελευταίων κατοχικών κυβερνήσεων ένιωθαν μάλιστα καθήκον τους να συμβάλουν στην πανευρωπαϊκή συζήτηση για τη δημιουργία μιας ενιαίας Ευρώπης, συζήτηση που είχε αναζωπυρωθεί τον καιρό εκείνο.
Ο δεύτερος κατοχικός πρωθυπουργός Λογοθετόπουλος έγραψε και σχετικό άρθρο που δημοσιεύτηκε, μαζί με άλλα προσωπικοτήτων της αξονικής Ευρώπης, στο πρώτο τεύχος του γερμανικού περιοδικού με τον εύγλωττο τίτλο «Νέα Ευρώπη», το οποίο εκδιδόταν σε 12 ευρωπαϊκές γλώσσες και όπως ανέφερε στο δεύτερο τεύχος είχε «μοναδικήν κατευθυντήριον γραμμήν την ιδέαν μιας ηνωμένης Ευρώπης».
Αφού τόνιζε πως η ιδέα «της συνεργασίας των λαών» πρωτοεμφανίστηκε στις αρχαιοελληνικές αμφικτιονίες, συνέχιζε προβάλλοντας ένα «Κοινό των Ευρωπαίων», ενωμένων «ψυχικώς και πνευματικώς», που θα απολάμβαναν κοινό νόμισμα, ελευθερία διακίνησης ατόμων, προϊόντων και επιστημονικών ανακαλύψεων και ασφάλεια από την καταδίωξη «άλλων λαών εκτός της Ηπείρου».
Η εξέλιξη του πολέμου δεν θα επέτρεπε την ολοκλήρωση των περισσότερων από τα παραπάνω σχέδια κατά τη διάρκεια του πολέμου. Κάποια όμως από αυτά θα πραγματοποιούνταν χρόνια αργότερα.
* Ιστορικός. Η διδακτορική διατριβή του, με τίτλο «Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου», υποστηρίχθηκε το 2014 στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου