Έχουμε διανύσει ένα πρώτο κρίσιμο χρονικό διάστημα από την ημέρα των εκλογών. Η εμπειρία αυτού του διαστήματος μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στο να κατανοήσουμε το δυναμικό της κατάστασης που διαμορφώνεται και άρα και τις δικές μας επιλογές.

Ο αντίπαλος, τόσο εντός όσο και εκτός χώρας, από την πρώτη μέρα μας αντιμετώπισε ως μια κυβέρνηση της αριστεράς. Ως μία πολιτική δύναμη δηλαδή που θέτει σε αμφισβήτηση το κυρίαρχο μοντέλο. Δική μας επιτυχία θα σήμαινε την κατάρρευση στην πράξη της λογικής του μονόδρομου. Όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά συνολικά για την Ευρώπη. Ακριβώς για αυτό το λόγο ο αντίπαλος «μας πήρε στα σοβαρά». Στόχος τους δεν είναι απλά η ανατροπή της κυβέρνησης. Στόχος είναι η ταπείνωση της νέας κυβέρνησης και μέσω αυτής η ταπείνωση της αριστεράς. Χρειάζεται να φανεί ότι αυτά που λέει η αριστερά στην Ελλάδα δεν γίνονται. Ακόμα περισσότερο, χρειάζεται να φανεί ότι τελικά και η αριστερά θα υλοποιήσει μια παραλλαγή της λιτότητας. Μόνο έτσι θα επανέλθει η κανονικότητα.

Σε μία Ευρώπη που η αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού αποκτά ρίζες μέσα στην κοινωνία, ένα παράδειγμα ανατροπής μιας «ηρωικής» κυβέρνησης μάλλον δεν προσφέρει πολλά στην κυρίαρχη αφήγηση. Αντιθέτως αυτό που χρειάζεται είναι άλλη μία διάψευση. Άλλο ένα παράδειγμα ανυποληψίας του πολιτικού προσωπικού. Οι τζιχαντιστές της ελεύθερης αγοράς δίνουν σήμερα μία μάχη για τη διάσωση του δόγματος, μία μάχη «ιερή». Καμία αυτοκρατορία δεν δέχτηκε ποτέ να συζητήσει ψύχραιμα και πολιτισμένα την αμφισβήτηση της από τους υποτελείς. Το ίδιο θα κάνει και η «νεοφιλελεύθερη αυτοκρατορία» με τους εκπροσώπους της εντός και εκτός χώρας.

Η κατάσταση χρηματοδοτικής ασφυξίας σε συνδυασμό με τον εγκλωβισμό της κυβέρνησης σε τεχνικές διαπραγματεύσεις δημιουργεί τους όρους διολίσθησης στο πεδίο που ο αντίπαλος επιθυμεί να δοθεί η μάχη. Σε ένα πεδίο που πρώτα από όλα δεν υπάρχει χώρος για τον ενθουσιασμό και τη δυναμική που δημιουργεί η συμμετοχή της κοινωνίας. Στο πεδίο που υποχωρεί η πολιτική και επανέρχεται η κυριαρχία των τεχνοκρατών. Σε ένα πλαίσιο δηλαδή που σε τελευταία ανάλυση θα συζητάμε την υλοποίηση της ίδια πολιτικής σαν να μην άλλαξε τίποτα.
Το σχέδιο και οι επιθυμίες, τόσο τα δικά μας όσο και τα αντίπαλα, όμως απέχουν πάντα από την πραγματικότητα. Απέχουν γιατί στο ενδιάμεσο παρεμβάλλεται πάντα το αστάθμητο της σύγκρουσης. Πολύ απλά ο αντίπαλος θα προχωρήσει όσο του επιτρέψουμε. Δική μας δουλειά είναι σήμερα να οργανώσουμε αυτή τη σύγκρουση. Σήμερα δεν έχουμε την πολυτέλεια να γυρίσουμε την αριστερά σε μία κατάσταση ήττας και ανυποληψίας για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Δεν έχουμε την επιλογή να επιτρέψουμε να βουλιάξει η κοινωνία σε ένα νέο ολοκληρωτισμό. Αν χάσουμε δεν θα υπάρχει πλαίσιο δικαίωσης, κανένας δεν θα έχει την πολυτέλεια να ισχυριστεί ότι «τα έλεγε», γιατί πολύ απλά δεν θα έχει καμία σημασία.

Να δώσουμε τη μάχη λοιπόν. Αυτό σημαίνει πρώτα και κύρια τη συμμετοχή της κοινωνίας. Κάθε εκβιασμός, κάθε σχέδιο έχει ως όριο τη δική μας σχέση με τη κοινωνία. Ακριβώς για αυτό χρειαζόμαστε άμεσες νομοθετικές παρεμβάσεις από την πλευρά της κυβέρνησης στην κατεύθυνση αναδιανομής πλούτου και εξουσίας προς τα κάτω, όπως έκτακτα μέτρα εισφοράς για κεφάλαιο και πλούσιους και επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αντίπαλους δεν έχουμε μόνο στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο. Να σπάσουμε τη χρηματοδοτική ασφυξία με τους δικούς μας όρους, μέσα από τη σύγκρουση με το εδώ σύστημα οικονομικής εξουσίας. Δεν μπορείς να ασκήσεις πολιτική υπέρ των φτωχών, αν δεν τα βάλεις με τους πλούσιους. Να σπάσουμε το τεχνικό πλαίσιο της διαπραγμάτευσης και μαζί με αυτό το σύνδρομο του «διαπραγματευτή του καναπέ» που έχει τη μαγική λύση. Μοναδική μας διέξοδο η επαναφορά της πολιτικής, η τοποθέτηση της σύγκρουσης στην πραγματική της βάση, η επαναφορά του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο. Ο Λένιν συχνά επαναλάμβανε ότι η αγαπημένη του φράση ήταν κάτι που έλεγε ο Ναπολέων «το πρώτο που έχουμε να κάνουμε είναι να εμπλακούμε στη μάχη…». Να δώσουμε τη μάχη λοιπόν. 

avgi