Του Καπυμπάρα
Το άρθρο αυτό αφορά, αγαπητέ αναγνώστη,
κάποια κλισέ που κυκλοφορούν στο δημόσιο λόγο για την κρίση, όχι
απαραίτητα τα πιο διαδεδομένα ή τα πιο σημαντικά, αλλά αυτά που επέλεξε
με το δικό του αόρατο χέρι το προσωπικό μεράκι του γράφοντος. Ας τα
δούμε λοιπόν από κοντά:
«Ο λαός φταίει γιατί τους ψήφιζε»
Πολύ
διαδεδομένο κλισέ του καιρού της κρίσης είναι αυτό που θα χαρακτηρίζαμε
ως το τελευταίο καταφύγιο όσων θέλουν να καταστήσουν συνένοχο το λαό σε
ό,τι του συμβαίνει και ταυτόχρονα να παρουσιάσουν τα αντικοινωνικά
μέτρα που λαμβάνονται εναντίον του περίπου σαν δίκαιη τιμωρία ή σαν
εξιλέωση.
Κι αν δεν συμμετείχε ολόκληρος ο λαός στο
«μεγάλο πάρτι που τώρα τελείωσε», σε τελική ανάλυση, μας λένε, είναι
ένοχος, αφού αυτός με την ψήφο του έστελνε στην κυβέρνηση αυτούς που
ευθύνονται για τη σημερινή κατάσταση.
Η αντίφαση που περικλείει η ίδια η κατηγορία, όταν εκφέρεται από αυτούς που ψήφιζε ο λαός είναι προφανής. Υπονοεί δε, ότι «φταις
όταν μας πίστευες τότε που αποκαλούσαμε μίζερο όποιον δεν συμμετείχε
ολόψυχα στη μεγάλη γιορτή των εργολάβων και των κατασκευαστών στην
Ολυμπιάδα της «ισχυρής Ελλάδας» και παρώχημενο όποιον επιθυμούσε να
επενδύσει σε κάτι που του φαινόταν να αξίζει περισσότερο από το
χρηματιστήριο», αλλά ταυτόχρονα και ότι «οφείλεις να μας
ξαναπιστέψεις τώρα που σου λέμε ότι κακώς μας πίστευες τότε και ότι
πρέπει να πέσει κατακόρυφα το βιοτικό σου επίπεδο».
Πέρα όμως από την προφανή αυτή αντίφαση, η
πρόταση «ο λαός φταίει που τους ψήφιζε» φαίνεται να παραγνωρίζει και
κάτι άλλο: Ότι κινείται στη λογική της συλλογικής ευθύνης και αποτελούσε
π.χ. την ηθική δικαιολόγηση του Οσάμα Μπιν Λάντεν για την επίθεση της
11ης Σεπτεμβρίου. Αλλά φαίνεται ότι η πρόταση αυτή έχει
εντελώς διαφορετική αξία όταν την εκφέρει ένας υπεύθυνος αντιλαϊκιστής
απ’ ό,τι όταν την εκφέρει ένας τζιχαντιστής με μούσια, ρόλεξ και
κελεμπία. Άλλωστε, στα μάτια ενός εκσυγχρονιστού, το να ψηφίζεις κάποιον
για να σε διορίσει έχει πολύ μεγαλύτερη ηθική απαξία από το να ψηφίζεις
κάποιον για να βομβαρδίζει παιδιά.
Σε τελική ανάλυση, ο λαός δεν είναι ένα
φυσικό πρόσωπο που του αξίζει να φάει τα χαστούκια της ζωής για τις
επιλογές του, αλλά ένα συλλογικό υποκείμενο, που χρειάζεται να βρει
δρόμους για τη χειραφέτησή του. Στην αναζήτηση αυτή, ο λαός οφείλει να
κάνει την αυτοκριτική του και να αξιοποίησει την πείρα του, από τη
σκοπιά όμως, των δικών του συμφερόντων και έξω από ένα πλαίσιο που
ταυτίζει την εθνική αυτοκριτική με το αυτομαστίγωμα των λαϊκών τάξεων,
σε μια λογική μάλιστα, όπου αθέμιτα δεν είναι τα μέσα για την άνοδο του
βιοτικού επιπέδου ή η αυστηρά προσωπική διάσταση της ικανοποίησης του
αιτήματος αυτού, αλλά το ίδιο το βλάσφημο αίτημα.
«Έπρεπε
δηλαδή να έρθει η τρόικα για να μας επιβάλει κάποιες απαραίτητες
μεταρρυθμίσεις, που θα οφείλαμε εδώ και χρόνια να έχουμε εφαρμόσει μόνοι
μας;»
Το παραπάνω κλισέ, εξαιρετικά
διαδεδομένο, πρέπει να εξεταστεί καταρχήν υπό το φως του ποιες είναι
αυτές οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, που προφανώς δεν είναι άλλες από
αυτές που στοχεύουν στο να δουλεύουμε με όρους Κίνας και να πληρωνόμαστε
(τουλάχιστον για τους πιο μετριοπαθείς & σοσιαλιστές
μεταρρυθμιστές) με μισθούς λίγο παραπάνω από αυτούς της γειτονικής
Μολδαβίας, ώστε να είμαστε ανταγωνιστικοί.
Αυτές οι μεταρρυθμίσεις λοιπόν, έπρεπε να
έχουν γίνει εδώ και τριάντα χρόνια για κάποιον αδιευκρίνιστο ακόμα
λόγο. Γιατί αν αληθεύει –που αληθεύει- η άποψη ότι η αύξηση του βιοτικού
επιπέδου του λαού, που δρομολογήθηκε στα χρόνια του αντρεϊκού ΠΑΣΟΚ,
δεν οφειλόταν σε μια δομική αλλαγή παραδείγματος στην οικονομία ή σε μια
γνήσια και δομημένη σε στέρεα βάση πολιτική αναδιανομής εισοδήματος σε
όφελος των παροιμιωδών «μη προνομιούχων», αν η απάντηση σε αυτήν την
πολιτική είναι ότι θα έπρεπε να έχουμε μάθει, ήδη από τα αμαρτωλά ’80s,
να κάνουμε το σκατό μας παξιμάδι, το προφανές συμπέρασμα για κάποιον
κυνικά ρεαλιστή, είναι ότι ανεξάρτητα από το πόσο υποθηκευμένη και
αυτοϋπονομευμένη ήταν η τριακονταετής περίοδος του «πάρτι», η περίοδος
αυτή συγκρινόμενη με μια αναδρομική εφαρμογή αυτού που ζούμε σήμερα,
είναι στη σούμα απλά κάποια χρόνια κερδισμένα.
Η πιο «σοβαρή» άποψη, ότι μια γνήσια
αναδιανομή θα ήταν έτσι κι αλλιώς αδύνατη, μάλλον υπονοεί ότι θα ήταν
αθέμιτη γι’ αυτούς που τα εισοδήματά τους θα αναδιανέμονταν. Ενώ, η πιο
λαϊκής κατανάλωσης επιχειρηματολογία ότι αν είχαμε φτάσει στον πάτο
σταδιακά και όχι τόσο απότομα και χωρίς εξωτερική πίεση, δεν θα το
είχαμε πάρει χαμπάρι, είναι αδιάφορη όσον αφορά τα συμφέροντα των
κατώτερων στρωμάτων. Και δεν υπάρχει πιο θλιβερή εικόνα από αυτήν του
θύματος αυτών των πολιτικών που την αναπαράγει επειδή την άκουσε στην
τηλεόραση, καθώς δείχνει ότι υιοθετεί ως μοναδική του έγνοια το ποια θα
ήταν η πιο ενδεδειγμένη τακτική από την πλευρά του αντιπάλου για να τον
ισοπεδώσει χωρίς να ανοίξει μύτη.
«Εσείς δηλαδή, έχετε το μονοπώλιο της κοινωνικής ευαισθησίας;»
Συχνά,
ακούμε την παραπάνω ερώτηση να απευθύνεται από δήθεν θιγμένους
βουλευτές, υπουργούς και λοιπά στελέχη της συγκυβέρνησης στα τηλεοπτικά
πάνελ προς τον αντιμνημονιακό συνομιλητή τους (κατά προτίμηση της
αριστεράς), θεωρώντας ως άνω ποταμών την κατηγορία της έλλειψης
κοινωνικής ευαισθησίας προς όσους ρημάζουν την κοινωνία με τις αποφάσεις
τους. Δεν είναι, εξάλλου, αντίστοιχα το ίδιο εξωφρενικό -θα μπορούσε να
πει κάποιος συμμεριζόμενος την ίδια λογική- όταν οι επικριτές του
Νεαρού Ηγέτη Κιμ-Γιονγκ-Ουν διεκδικούν για τον εαυτό τους το μονοπώλιο
της δημοκρατικής ευαισθησίας ή αυτοί του αυτοδιορισμένου Χαλίφη της
οργάνωσης του Ισλαμικού Κράτους όταν διεκδικούν αυτό της ανθρωπιστικής
ευαισθησίας;
Η γεμάτη ιερή αγανάκτηση ερώτηση
εκτοξεύεται από τα χείλη τους θεωρώντας ότι η κατηγορία υπονοείται και
δεν διατυπώνεται ευθαρσώς, καθώς ο συνομιλητής τους δεν θα είχε το
θράσος να διατυπώσει ξεκάθαρα μια τέτοια ανυπόστατη αιτίαση.
Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τον
αντιμονοπωλιακό ζήλο αυτών που διατείνονται ότι κατέχουν το μονοπώλιο
της εθνικής ευαισθησίας και του πατριωτισμού, καθώς δεν μας ενδιαφέρει
ιδιαίτερα να σπάσουμε τις μονοπωλιακές στρεβλώσεις σε αυτό το μερίδιο
της πολιτικής αγοράς. Θα σταθούμε όμως στην εξής παρατήρηση:
Μήπως όσοι δεν διατυπώνουν με σαφήνεια
την κατηγορία της έλλειψης κοινωνικής ευαισθησίας δεν το κάνουν επειδή
φοβούνται ότι όσο κι αν ψάξουν δεν θα βρουν αρκετές ενδείξεις για να την
τεκμηριώσουν, αλλά αντίθετα επειδή επιθυμώντας να κινηθούν στο πλαίσιο
της ευπρέπειας και της πολιτικής ορθότητας, επιλέγουν να μιλήσουν σε ένα
πιο πολιτικό επίπεδο αναλύοντας τα αποτελέσματα των ασκούμενων
πολιτικών και τα ταξικά συμφέροντα που υπηρετούν, αντί να κάνουν
εικασίες για τα βαθύτερα ψυχολογικά κίνητρα των προσώπων που τις
εφαρμόζουν;
Ποιο πολιτικό ενδιαφέρον έχει άλλωστε να
γνωρίζουμε για το καθένα από αυτά ξεχωριστά, αν είναι ένας κυνικός και
ιδιοτελής σκατόψυχος ή ένας απλός κρετίνος ή αν κινείται στην αρκετά
μεγάλη ενδιάμεση ζώνη, έχοντας καταφέρει να συμβιβάσει την ανάγκη για
συνέχιση της πολιτικής του καριέρας, με όλα τα προνόμια που τη
συνοδεύουν, με την ανάγκη να κοιμάται ήσυχος το βράδυ, πιστεύοντας και ο
ίδιος στην προπαγάνδα της κυρίαρχης ολιγαρχικής ιδεολογίας που
αναπαράγει;
Ταπεινή μας συμβουλή σε όποιον
προκαλείται να απαντήσει στους εν λόγω «κοινωνικά ευαίσθητους» θα ήταν
να βάλει για λίγο στην άκρη τον πολιτικό πολιτισμό και να απαντήσει αυτό
που πιστεύει και του δίνει η πραγματικότητα το δικαίωμα να πιστεύει.
parallhlografos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου