Πολλές φορές έχει επιχειρηθεί να συγκριθεί η φοιτητική εξέγερση που
κορυφώθηκε τον Νοέμβρη του 1973 στο Πολυτεχνείο με την παγκόσμια νεολαιίστικη έκρηξη του 1968-69.
Είναι γεγονός ότι τα μηνύματα του «Μάη» είχαν περάσει –με κάποια
καθυστέρηση- και στην ελληνική νεολαία, παρά τα φράγματα της ελεγχόμενης
πληροφόρησης που είχε εγκαθιδρύσει το στρατιωτικό καθεστώς και παρά το
γεγονός ότι κάθε συλλογική δραστηριότητα ήταν απολύτως απαγορευμένη. Και
ήταν ένας άλλος Νοέμβρης, αυτός του 1970, που συνέβαλε όσο τίποτα άλλο
στη μετάδοση αυτών των μηνυμάτων.
Συνέπεσε τότε να προβληθούν στην Αθήνα οι τρεις εμβληματικές ταινίες του
αμερικανικού κινήματος της νεολαιίστικης αμφισβήτησης, το «Γούντστοκ», το «Ξένοιαστος καβαλάρης» και το «Φράουλες και αίμα».
Ο τρόπος που υποδέχτηκε αυτές τις τρεις ταινίες η ελληνική νεολαία έδειξε
ότι, πέρα από κάθε αμφιβολία, υπήρχε ήδη έτοιμο το πνεύμα της
«διαφορετικότητας», το ίδιο που μετασχηματίστηκε σε μαζική αντίσταση
στους φοιτητικούς χώρους δύο χρόνια αργότερα. Η ιστορική στιγμή ήταν
σημαντική, γιατί η σχεδόν ταυτόχρονη προβολή των ταινιών αυτών όχι μόνο
σημάδεψε τους νέους της εποχής, αλλά υποχρέωσε τη χούντα να ενισχύσει την αντινεολαιίστικη εκστρατεία της, με αποτέλεσμα βέβαια να προκαλέσει εκείνο που φοβόταν: τη μαζική αντίδραση.
Αυτός ο Νοέμβρης του 1970 ήταν ο δεύτερος «σταθμός» μιας νέας γενιάς που
είχε την ατυχία να συμπέσουν τα εφηβικά της χρόνια με ένα ακραία
καταπιεστικό καθεστώς. Ο πρώτος «σταθμός» ήταν το μαζικό αυθόρμητο
γιουχάισμα του δικτάτορα Παπαδόπουλου από δεκάδες χιλιάδες μαθητές κατά
τη δεύτερη επέτειο του πραξικοπήματος.
Ηταν 23 Απριλίου 1969 και η χούντα είχε οργανώσει σειρά εκδηλώσεων για να προβάλει το «εθνοσωτήριο» έργο της. Θέλησε να απευθυνθεί και στους μαθητές. Συγκέντρωσε λοιπόν με το ζόρι όλα τα σχολεία της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας στο Παναθηναϊκό Στάδιο, προκειμένου να τους μιλήσει ο Παπαδόπουλος. Και εκεί αυθόρμητα οι μαθητές βρήκαν τον τρόπο να μπλοκάρουν τον δικτάτορα.
Μόλις άρχισε το λόγο του, οι 70.000 μαθητές δεν έπαυαν να τον
επευφημούν, σε σημείο που ο πανίσχυρος συνταγματάρχης έχασε την
ψυχραιμία του και υποχρεώθηκε να τους καλέσει να πειθαρχήσουν. Ακόμα και
στους «χτενισμένους» τόμους τού «Πιστεύω», στην επίσημη δηλαδή έκδοση
των λόγων του δικτάτορα, έχει διασωθεί το κλίμα της στιγμής.
Καταγράφεται ο Παπαδόπουλος να ξεκινά ως εξής την ομιλία του:
«Επιτρέψατέ μου εξαρχής να σας καλέσω εις πειθαρχίαν, ίνα έχω την
ευκαιρίαν, απευθυνόμενος προς σας, να σας είπω ό,τι μου επιβάλλει, εκ
της θέσεως που μου δίδετε, το χρέος μου απέναντί σας»…
Η τριλογία της αμφισβήτησης
Οι νέοι λοιπόν, που τον Απρίλιο του 1969 ως μαθητές κατάλαβαν ότι είχαν τη δύναμη να γιουχάρουν και να γελοιοποιήσουν τον δικτάτορα,
ήταν οι ίδιοι που ξεσηκώθηκαν ως φοιτητές το 1973, αλλά και οι ίδιοι
που έδειξαν τη δύναμή τους εκείνον τον Νοέμβρη του 1970, αγκαλιάζοντας
με ενθουσιασμό την προβολή των τριών ταινιών. Οι τρεις αυτές ταινίες άρχισαν να προβάλλονται με διαφορά μίας βδομάδας η μία από την άλλη.
Προηγήθηκε η προβολή της ταινίας «Φράουλες και αίμα»,
που ξεκίνησε τη Δευτέρα 16.11.1970. Ηταν η πιο άμεσα «πολιτική» ταινία,
εφόσον αναφέρεται στην κατάληψη μιας πανεπιστημιακής σχολής στις ΗΠΑ
και το δυνατό της σημείο είναι το φινάλε με την εισβολή των ειδικών
δυνάμεων της αστυνομίας με δακρυγόνα, βία και συλλήψεις απέναντι σε μια
ειρηνική φοιτητική συγκέντρωση που τραγουδά ρυθμικά το περίφημο «All we are saying is give peace a chance» του Τζον Λένον.
Πολλοί από τους θεατές της αθηναϊκής προβολής επρόκειτο να ζήσουν παρόμοιες σκηνές στην κατάληψη της Νομικής, του Πολυτεχνείου, αλλά και των σχολών της Πάτρας και της Θεσσαλονίκης τρία
χρόνια αργότερα. Ακόμα και η επίσημη εφημερίδα της χούντας, ο
«Ελεύθερος Κόσμος», υποδέχτηκε με πολύ καλά λόγια την ταινία, επισήμανε
τη βράβευσή της στο Φεστιβάλ των Κανών και αναφέρθηκε σε ένα
«χαρακτηριστικό δείγμα του νέου αμερικανικού κινηματογράφου, ο οποίος
εγκαταλείποντας τις χολιγουντιανές συνταγές έρχεται σε βίαιη επαφή με
την πραγματικότητα» (17.11.1970).
«Η ταινία στην Αμερική χάλασε κόσμο» γράφει την ίδια μέρα στη «Βραδυνή» ο
Νέστορας Μάτσας. Και προσθέτει καθησυχαστικά, αλλά και ελαφρώς
προφητικά: «Δεν πιστεύομε ότι και στο κοινό μας θα έχει την ίδια απήχηση
γιατί πολλές καταστάσεις, όσο κι αν φιλοδοξούν να έχουν καθολικότερο
χαρακτήρα, είναι τυπικά αμερικανικές. Ευτυχώς ή δυστυχώς αρκετά από τα
στοιχεία που λεπτομερώς παρουσιάζει η "Δήλωση της φράουλας" δεν έχουν
ακόμη εισβάλει στα πανεπιστημιακά μας Ιδρύματα».
Η δεύτερη ταινία, ο «Ξένοιαστος καβαλάρης»,
ξεκίνησε να προβάλλεται τη Δευτέρα 23.11.1970, αλλά μόνο σε μία
αίθουσα. Η αλήθεια είναι ότι θεωρήθηκε δικαίως πιο «δύσκολη» και
λιγότερο «χολιγουντιανή», αλλά οι κριτικοί του κινηματογράφου την
υποδέχτηκαν με πολύ θερμά λόγια. Κάποιοι βέβαια φρόντισαν να διαχωρίσουν
την ελληνική νεολαία από όσα περιγράφει η ταινία.
Παραθέτουμε και πάλι τον Μάτσα: «Ο κόσμος που παρουσιάζει χωρίς
περίσκεψιν και αιδώ η ταινία είναι ανατριχιαστικός. Φθάνει κανείς να δη
το κοινόβιο των χίππιδωνπου
επισκέπτονται στην Οδύσσειά τους ανά την Αμερική οι ήρωες της ταινίας
για να εξηγήσει απόλυτα τις αιτίες που οδήγησαν τον Μάνσον και τα μέλη
της ευπειθούς κι άπλυτης οικογένειάς του στις αποτρόπαιες πράξεις και τα
εγκλήματά τους. Δεν πιστεύομε ότι η επέλαση του "Ξένοιαστου Καβαλάρη"
θα είναι το ίδιο θυελλώδης και στη χώρα μας, όπως στο Νέο κόσμο.
Ανθρωποι και καταστάσεις είναι εντελώς έξω από τη νοοτροπία του κοινού
μας που μάλλον θα κουρασθεί από τις ατέλειωτες περιπλανήσεις με τις
μοτοσικλέτες και το φόρτο των τραγουδιών» (24.11.1970).
Αυτό που αγνοούσε ή δεν μπορούσε να κατανοήσει ο κριτικός κινηματογράφου
είναι ότι το δυνατό σημείο της ταινίας ήταν ακριβώς η μουσική της.
Ακόμα δυσκολότερο για τους μεγαλύτερους ήταν να κατανοήσουν ότι το
εξεγερσιακό μήνυμα της ροκ μουσικής περνούσε την ίδια περίοδο στη
νεολαία από τις πιο αναπάντεχες πηγές. Με τον Νίκο Μαστοράκη και τον Γιώργο Καρατζαφέρη να
πρωταγωνιστούν σε εκπομπές ροκ μουσικής και τα άτυπα ρεκόρ
ακροαματικότητας να κερδίζει ο «Αμερικάνος», ο ραδιοσταθμός δηλαδή της
αμερικανικής βάσης στο Ελληνικό, ο οποίος πρώτος μετέδιδε τα καινούργια
τραγούδια μόλις κυκλοφορούσαν στις ΗΠΑ.
Στο μεταξύ η προβολή τού «Φράουλες και αίμα» συνεχιζόταν σε δύο
περιφερειακές αίθουσες (Καλλιθέα, Πειραιά), και δύο της Θεσσαλονίκης,
ενώ ανακοινωνόταν η επιστροφή της σε κεντρική αθηναϊκή αίθουσα την
επόμενη βδομάδα (30.11.1970).
Η άτυπη τριλογία επρόκειτο να ολοκληρωθεί με το «Γούντστοκ»,
το οποίο άρχισε να διαφημίζεται από την Τετάρτη 25.11: «Επιτέλους και
στην Αθήνα η ταινία φαινόμενο του 20ού αιώνος, Γούντστοκ, τρεις ημέρες
ειρήνης, μουσικής και αγάπης!» Απαρατήρητη πέρασε η είδηση ότι την ίδια
μέρα σταμάτησε άδοξα η προβολή τού «Φράουλες και αίμα». Οι αρχές την
απαγόρεψαν, μόλις διαπίστωσαν, με καθυστέρηση εννέα ημερών, ότι το
μήνυμά της είναι εξόχως «ανατρεπτικό».
Τελικά για λόγους διαφημιστικής προβολής της ταινίας, η εταιρεία
διανομής τού «Γούντστοκ» ανακοίνωσε ότι η ταινία θα προβληθεί την
Κυριακή 29.11 σε έναν κινηματογράφο με ελεύθερη είσοδο και παρουσία του
σκηνοθέτη της Μάικλ Γουόντλεϊ. Ο σκηνοθέτης έδωσε μάλιστα συνέντευξη
Τύπου την Παρασκευή 27.11 και τόνισε τον πολιτικό χαρακτήρα της
παρέμβασής του: «Το πολιτικό ντοκιμαντέρέχει
σήμερα πολύ μεγαλύτερη αξία από οποιοδήποτε άλλο κινηματογραφικό είδος.
Η Αμερική περνάει μια τεράστια κρίση. Τα πολιτικά ντοκιμαντέρ, λοιπόν,
που αποδίδουν την αλήθεια ίσως ξυπνήσουν κάποτε αυτούς που κοιμούνται ή
παριστάνουν πως κοιμούνται».
Ο Γουόντλεϊ μίλησε και για τις περιπέτειες που είχε η ταινία του με τη λογοκρισία:
«Στο Μαϊάμι ο δήμαρχος έκοψε ορισμένες σκηνές γιατί, όπως είπε, φοβόταν
μήπως γίνουν κακά παραδείγματα για τους νέους της περιοχής. Στη Νότια
Αφρική κόπηκαν σκηνές μίας ώρας! Δεν έμεινε τίποτα απ’ αυτά που θίγουν
το κατεστημένο. Μια σκηνή που ο τραγουδιστής φωνάζει "Ελευθερία" κόπηκε, θαρρείς και η λέξη τρομάζει κι αυτή». Τελικά ο σκηνοθέτης δεν δίστασε να πει ότι «το κακό ξεκινάει από τον ίδιο τον πρόεδρο Νίξον» και να ταχθεί υπέρ του Μπομπ Κένεντι. Και
κατέληξε: «Σήμερα η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών έχει αποξενωθεί
από τους φοιτητές. Και οι φοιτητές είναι μια τρομακτική δύναμη. Δεν
μιλάω για τους χίππυς που θέλουν να βρίσκονται εκτός κοινωνίας. Μιλώ για
τους νέους που ζητούν την αλλαγή». Δεν έλειψε μάλιστα και η σπόντα για
τις σχέσεις των ΗΠΑ με το δικτατορικό καθεστώς: «Αυτά τα ζέοντα προβλήματα γίνονται αιτία να ψυχραίνονται οι σχέσεις μας με τους άλλους λαούς της γης» («Τα Νέα», 28.11.1970).
Η προβολή του «Γούντστοκ» την Κυριακή κατέληξε σε πραγματική διαδήλωση χιλιάδων νέων που
προσπαθούσαν μάταια να εισέλθουν στην αίθουσα. «Η ουρά έξω από το
"Παλλάς" είχε αρχίσει να σχηματίζεται στις 6 το πρωί εκείνης της
Κυριακής» θυμάται ο ιστορικός Λεωνίδας Καλλιβρετάκης: «Οι πόρτες άνοιξαν
στις 8, και η προβολή άρχισε στις 10.30. Προτού γεμίσει ο
κινηματογράφος, η Αστυνομία διέταξε να κλείσουν οι πόρτες. Αποτέλεσμα:
3.000 μαινόμενοι νεαροί έσπασαν τα ρολά τού "Παλλάς", και επί τρεις ώρες
περίπου η περιοχή από τη Βουκουρεστίου ώς τηνΠλατεία Συντάγματος
είχε μετατραπεί σε πεδίο μάχης, ενώ αρκετοί μαθητές συνελήφθησαν. Η
τάξη μου τη Δευτέρα το πρωί είχε στους κόλπους της μια σπασμένη μύτη και
δύο ξυρισμένους γουλί στο αστυνομικό τμήμα».
Η αμηχανία του καθεστώτος
Το αναπάντεχο ξέσπασμα της νεολαίας έφερε τη χούντα μπροστά σε ένα
μεγάλο δίλημμα. Η πρώτη σκέψη ήταν να ανακληθεί η άδεια προβολής τού
«Γούντστοκ», αλλά κάτι τέτοιο θα έδειχνε τη γύμνια του καθεστώτος και θα
το εξομοίωνε με τη Νότια Αφρική που όλοι είχαν μάθει ότι λογόκρινε την
ταινία. Κατ’ αρχάς οι αρχές προσπάθησαν να αφαιρέσουν κάθε πολιτικό
χαρακτήρα από το ντοκιμαντέρ.
Ο σκηνοθέτης δεν ξαναεμφανίστηκε δημόσια, παρά το γεγονός ότι η εταιρεία
διανομής είχε αναγγείλει ότι θα φροντίσει να περάσει από όλες τις
αίθουσες που πρόβαλλαν την ταινία. Μάλιστα δόθηκε στον Τύπο και μια
εμφανώς υπαγορευμένη ανασκευή των δηλώσεών του, στην οποία αναφερόταν
ότι ο σκηνοθέτης λυπάται που «παρερμηνεύτηκαν» ορισμένες δηλώσεις του:
«Είμαι ένας καλλιτέχνης και θέλω να εκφράσω τις ανησυχίες της εποχής μου
χωρίς καμιά προκατάληψη. Εκτός από την τέχνη μου δεν ενδιαφέρομαι για
τίποτα άλλο». Προφανώς δεν ήταν ο Γουόντλεϊ συντάκτης αυτής της
ανακοίνωσης.
Ο Τύπος άρχισε να αναφέρεται ανοιχτά στην προοπτική να διακοπεί η
προβολή. Και μάλιστα η διακοπή αυτή εξαρτιόταν από την επιτυχία της
ταινίας. Οι αρχές δήλωναν ότι άδεια δόθηκε μόνο για μία μέρα και ότι
αυτή θα ανανεωνόταν μόνο εφόσον πειστούν ότι «δεν δημιουργείται κίνδυνος
διασαλεύσεως της τάξεως».
Αλλά η κοσμοσυρροή συνεχιζόταν τη Δευτέρα: «Οι προοπτικές είναι μάλλον
απαισιόδοξες, αν κρίνει κανείς από τον ενθουσιασμό που προκάλεσε και
χθες η ταινία. Κατάμεστοι οι κινηματογράφοι [έξι αίθουσες], ατέλειωτες
ουρές στα ταμεία, χειροκροτήματα ύστερα από κάθε τραγούδι, γενικά μια
εκδήλωση ζωντάνιας παρά την επιβλητική παρουσία –τόσο στις εισόδους όσο
και στο εσωτερικό των αιθουσών- των εντεταλμένων οργάνων της τάξεως και
τις από μεγαφώνου συστάσεις καταπαύσεως των πάσης φύσεως εκδηλώσεων, υπό
την απειλή της διακοπής προβολής. Σε ορισμένες αίθουσες, μάλιστα,
ταξιθέται ή άλλοι αρμόδιοι [sic], διέσχιζαν τους διαδρόμους και με
κλεφτοφάναρα εφώτιζαν τις σειρές των καθισμάτων προς ανακάλυψη
χειροκροτούντων. Τέλος, στον κινηματογράφο "Αελλώ" αρμόδια, προφανώς,
όργανα, με πολιτική περιβολή, εζήτησαν από αναμένοντες στην ουρά, προ
του ταμείου, και θορυβούντες νεαρούς να τους ακολουθήσουν στο Τμήμα,
μάλλον προς εξακρίβωση της ταυτότητός τους» («Τα Νέα», 1.12.1970).
Η ελεγχόμενη αρθρογραφία έθετε το ζήτημα ότι το καθεστώς γελοιοποιείται:
«Από μακρού χρόνου, και προ της Επαναστάσεως, λειτουργούν αι λεγόμεναι
επιτροπαί κρίσεως ταινιών, που καλούνται και βάσει ωρισμένων κριτηρίων
αποφαίνονται αν επιτρέπεται ή όχι η προβολή των ταινιών, η δε απόφασίς
των κυρούται υπό του αρμοδίου υπουργείου. Αφ’ ης επομένως στιγμής ληφθή
μία αποφάσις, πρέπει αύτη και να τηρήται. Διότι δεν είναι ορθόν την μίαν
ημέραν να επιτρέπεται η προβολή μιας ταινίας και την άλλην να
απαγορεύεται. Αυτό δεν είναι καλόν ούτε διά την κυβέρνησιν. Ας
τακτοποιηθή συνεπώς το ζήτημα τούτο άπαξ διά παντός» («Βραδυνή»,
2.12.1970).
Τελικά η ανοχή της χούντας δεν άντεξε ούτε μία βδομάδα. Το βράδυ της Παρασκευής αποφασίστηκε να μη συνεχιστεί η προβολή: «Τι θα γίνει με το "Γούντστοκ".Χθεσινοβραδινές
πληροφορίες μας αναφέρουν ότι η προβολή της περιβόητης ταινίας που έχει
καταρρίψει τα εισπρακτικά ρεκόρ και έχει προκαλέσει συναγερμόστις τάξεις της κάπως πιο μοντέρνας νεολαίας, δεν θα συνεχισθεί στους αθηναϊκούς κινηματογράφους.
Αργά χθες το βράδυ οι αρμόδιοι κεντρικών κινηματογράφων που είχαν
προαναγγείλει ότι θα συνεχίσουν για δεύτερη εβδομάδα την προβολή της
πολύκροτης ταινίας, μας πληροφόρησαν ότι ματαιώνουν τα σχέδιά τους κι
ότι από σήμερα θα προβάλλουν άλλα έργα» («Βραδυνή», 5.12.1970).
Ωστόσο ο τελικός απολογισμός της απήχηση της τριλογίας είναι
εντυπωσιακός. Παρά το γεγονός ότι οι αρχές της χούντας φρόντισαν να
διακόψουν πρόωρα την ελληνική σταδιοδρομία των τριών αμερικανικών
ταινιών, το «Φράουλες και αίμα»πρόλαβε να κόψει 33.001 εισιτήρια, το «Ξένοιαστος καβαλάρης» 87.525 και το«Γούντστοκ» 90.353 (Χρυσάνθη Σωτηροπούλου, «Ελληνική Κινηματογραφία, 1965-1975», Αθήνα 1989).
Το αντίδοτο της χούντας
Η αμηχανία της χούντας απέναντι σ’ αυτά τα επαναστατικά μηνύματα που
εισάγονταν από τις ΗΠΑ ήταν ολοφάνερη. Για μια συνωμοτική ομάδα
στρατιωτικών, οι οποίοι είχαν στηρίξει την ισχύ τους στις ιδιαίτερες
σχέσεις με την υπερατλαντική προστάτιδα δύναμη, ήταν λίγο δύσκολο να
αντιληφθούν αυτόν τον αναπάντεχο «εκ Δύσεως κίνδυνο». Ειρωνεία της
τύχης: η αρχική ανεκτικότητα της χούντας απέναντι στα μουσικά και εν
συνεχεία κινηματογραφικά αυτά μηνύματα που εκπέμπονταν από τις ΗΠΑ και
τη Δυτική Ευρώπη συνδυάστηκε με την καχυποψία της παραδοσιακής Αριστεράς
απέναντι σ’ αυτού του είδους τη νεολαιίστικη αμφισβήτηση.
Και τι είχε να αντιπροτείνει η χούντα; Εκτός από την αυστηρή καταστολή
με πρωταγωνιστή τον Ιωάννη Λαδά, στην οποία αναφερόμαστε παρακάτω,
επιχειρήθηκε να γελοιοποιηθεί το νεολαιίστικο κίνημα μέσω μιας
καρικατούρας του «χιπισμού». Επιστρατεύτηκε το αμφίβολο χιούμορ του
κορυφαίου επιφυλλιδογράφου της εποχής, του Δημήτρη Ψαθά: «Τόση φασαρία
έγινε τις προάλλες –επρόκειτο να παιχτή κάποια χίππικη ταινία- είσοδος
δωρεάν για λόγους ρεκλάμας. Πολύ φυσικό ήταν, λοιπόν, να επωφεληθούν από
το "τζάμπα" κάμποσα πλήθη νεαρών και να εφορμήσουν ακάθεκτα για την
κατάληψη των θέσεων, για να οικονομήσουν το εικοσάρι οι μονοί, και τα
ζευγαράκια το σαραντάρι. Ανησύχησε, όμως, η Αστυνομία από το πλήθος που
έμεινε έξω απ’ τον κινηματογράφο, επειδή η σάλα δεν χωρούσε τόσους
τζαμπατζήδες, που έμειναν εκτός νυμφώνος –στο πεζοδρόμιο- και φώναζαν.
Τι φώναζαν; Τρίχες! Ολη κι όλη η ιστορία ήταν να μπουν μέσα, να δουν
τους χίππηδες, ν’ ακούσουν τα χίππικα τραγούδια, και τόσο φοβήθηκε η
Αστυνομία μήπως τυχόν και οι δικοί μας νέοι παρασυρθούν κατά την προβολή
στις εξαλλοσύνες, τις υστερίες, τις αλλοφροσύνες και τια μανιακές
κρίσεις των ξένων νεολαιών –ιδίως της Αμερικής- ώστε σκέφθηκε για μια
στιγμή ν’ απαγορέψη την ταινία. Ευτυχώς, όμως, τελικά επεκράτησε σκέψη
ωριμώτερη, η ταινία δεν απαγορεύτηκε κι ο κόσμος πάει και την βλέπει
ελεύθερα».
Βέβαια, όπως είδαμε, τελικά η ταινία απαγορεύτηκε, παρά την αισιόδοξη
πρόβλεψη του Ψαθά. Ακόμα πιο έξω έπεσε η εκτίμησή του ότι «το μέγιστο
πλήθος της δικής μας νεολαίας δεν παρασύρεται σε τέτοιες αηδίες, κι
έχοντας –αγόρια και κορίτσια- ν’ αντιμετωπίσουν άλλα σοβαρά προβλήματα
της νεανικής τους ζωής, παρακολουθούν, όπως ο ίδιος διαπίστωσα, με απλή
περιέργεια, αν όχι με απορία και πλήξη, τα αποκρουστικά καμώματα των
χίππηδων» («Τα Νέα», 2.12.1970).
Στην ίδια κατεύθυνση ήταν η (υπερ)προβολή της ταινίας «Η θεία μου η
χίπισσα» του απολογητή της χούντας Αλέκου Σακελλάριου. Παρά το γεγονός
ότι μοιράστηκε σε 21 αίθουσες και ξεκίνησε να προβάλλεται την ίδια μέρα
με το «Ξένοιαστος καβαλάρης» δεν κατόρθωσε να γελοιοποιήσει το
νεολαιίστικο κίνημα. Και ο ίδιος ο Σακελλάριος το επιχείρησε με την
επιφυλλιδογραφία του, αλλά στο τέλος υποχρεώθηκε να απολογείται για τη
δική του κινηματογραφική καρικατούρα («Ελεύθερος Κόσμος», 1 και
2.12.1970).
Η δεύτερη μάχη της χούντας με τη νεολαία είχε χαθεί. Σε τρία χρόνια θα γινόταν η τελική αναμέτρηση.
Ναζί εναντίον «χίπηδων»
Από την ηγετική ομάδα της χούντας ανέλαβε ο πιο ακατάλληλος άνθρωπος να
αντιμετωπίσει τη νεολαία εκείνη τη μεταβατική περίοδο που σημαδεύτηκε
από την τριλογία των ταινιών του 1970.
Ηταν ο Ιωάννης Λαδάς, ο σκληρός συνταγματάρχης που έμοιαζε με Νοτιοαμερικανό δικτάτορα και υπήρξε μέντορας του εθνικοσοσιαλιστή Κώστα Πλεύρη.
Ο Κώστας Κατσάπης καταγράφει στο πολύτιμο βιβλίο του τις προσπάθεια του
Λαδά να καταστείλει το νεολαιίστικο κίνημα αμφισβήτησης ήδη από το
1968, επειδή ήταν πεισμένος ότι ο πραγματικός κίνδυνος για το καθεστώς
δεν προερχόταν από την «κομμουνιστική επιβουλή», αλλά από τον «αναρχισμό της νεολαίας».
Με αιφνιδιαστικούς ελέγχους σε κλαμπ, με τη σύλληψη δεκάδων ομοφυλόφιλων, με την κήρυξη πολέμου στους «χίπηδες» και το υποχρεωτικό κούρεμα των«μαλλιάδων», ο Λαδάς θεωρούσε ότι υπερασπίζεται το έθνος από την έξωθεν απειλή.
Σε ομιλία του προς φοιτητές τον Δεκέμβριο του 1968 περηφανευόταν ότι
κατέστειλε τους «άπλυτους μακρυμάλληδες χίππυς». Και διεκδικούσε την
προσωπική του επέμβαση: «Εγώ επ’ αυτού του θέματος, επειδή εγώ ησχολήθην
εμπράκτως, επιτρέψατέ μου να σας είπω, ότι όταν τους συνελάμβανα και
τους εκούρευα, δεν το έκανα διά να τους κόψω τα μαλλιά, αλλά διά να τους
κόψω τη νοοτροπία που ήταν καταστρεπτική και γι’ αυτούς και για την
πατρίδα» (Ιωάννου Λαδά, «Λόγοι», Αθήναι 1970, σ. 18).
Μετά το σοκ που υπέστη η χούντα από την υποδοχή της τριλογίας των
αμερικανικών ταινιών τον Νοέμβρη του 1970, ο Λαδάς υποχρεώθηκε να
εντείνει τις προσπάθειές του. Τον Φεβρουάριο του 1971 διαβάζουμε στα
ψιλά του «Ελεύθερου Κόσμου» ότι η αστυνομία «εξαπέλυσε εξόρμηση εναντίον
των μακρυμάλληδων νεαρών».
Μόνο στο Περιστέρι προσήγαγαν «67 νεαρούς που το μήκος των μαλλιών των
έκριναν ότι ήταν υπέρ το δέον μακρύ». Τέσσερις κουρείς είχαν
επιστρατευτεί στο τοπικό τμήμα και κούρεψαν τους 40 από τους
προσαχθέντες. Η προπαγάνδα της χούντας πρόσθεσε
ότι «αθρόα υπήρξαν την επομένην τα τηλεφωνήματα γονέων εις το
αστυνομικόν τμήμα, διά των οποίων εξεφράζοντο συγχαρητήρια διά την
ενέργειαν των αστυνομικών» (11.2.1971).
Με αφέλεια ο Λαδάς αναφερόταν έμμεσα στην τριλογία των ταινιών τον
Απρίλιο του 1971, απευθυνόμενος στη νεολαία της Λάρισας: «Τα ελληνικά
νιάτα δεν προβληματίζονται με τας αηδίας των μακριών μαλλιών. Ηλθεν ο εκφυλισμένος χιππισμός, ο διαβρωτικός μηδενισμός και
όλα όσα σάπια μπορεί να φαντασθεί κανείς. Οι Ελληνες κινδυνεύουν από
ελάχιστα υποκείμενα, τα οποία διά του Τύπου, του κινηματογράφου και του
θεάτρου και με άλλους τρόπους μεταφέρουν εις την κοινωνίαν μας την σήψιν
άλλων κοινωνιών, εις τον λαόν μας, την διαφθοράν άλλων λαών και εις τα
ήθη μας την ρυπαρότητα άλλων ηθών» (Ιωάννης Λαδάς, «Λόγοι», βιβλίον
δεύτερον, Αθήναι 1972, σ. 46-7).
Χωρίς να το καταλαβαίνει, ο σκληρός της χούντας είχε βοηθήσει τη νεολαία της εποχής να βρει τον δρόμο της.
Διαβάστε:
►Κώστας Κατσάπης, «Το “πρόβλημα νεολαία”. Μοντέρνοι νέοι, παράδοση και αμφισβήτηση στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1964-1974» (Απρόβλεπτες Εκδόσεις, 2013)
Εξαιρετικά τεκμηριωμένη περιδιάβαση στη νεολαία της αμφισβήτησης και
ανίχνευση των όρων της πολιτικοποίησής της στα χρόνια της χούντας.
Ειδική αναφορά στην υποδοχή της τριλογίας των ταινιών που μας
απασχολούν, καθώς και στις αντιδράσεις του δικτατορικού καθεστώτος.
►Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, «Προβλήματα ιστορικοποίησης του Rock φαινομένου. Εμπειρίες και στοχασμοί» (περ. «Τα Ιστορικά», τχ. 20, Ιούνιος 1994)
Δείτε:
►«Φράουλες και αίμα» (The strawberry statement, του Στιούαρτ Χάγκμαν, 1970).
Η κατάληψη του Πανεπιστημίου Κολούμπια το 1968 και η εκκένωσή του από τα
αμερικανικά ΜΑΤ. Βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του 19χρονου καταληψία
Τζέιμς Κούνεν.
►«Ξένοιαστος καβαλάρης», (Easy rider, του Ντένις Χόπερ, 1969)
Μία από τις σημαντικότερες ταινίες δρόμου και ταυτόχρονα η επιτομή του
κινήματος ατομικής αμφισβήτησης στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’60. Η
πραγματική Αμερική με τα μάτια της νεολαίας της εποχής.
►«Γούντστοκ», (Woodstock, του Μάικλ Γουόντλεϊ, 1970)
Η επική κινηματογράφηση του ιστορικού μουσικού φεστιβάλ, που σημάδεψε μια γενιά σε όλο τον κόσμο.
Πηγή: http://www.efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου