Ήταν κάποτε στην αρχή του κόσμου δυο αδέρφια. Ο θάνατος κι ο Δημιουργός. Ο Θάνατος ήταν μονόχνοτος και φαντασμένος. Καλλιεργούσε τα χωράφια του και πετούσε μετεωρίτες στους πλανήτες που εκάνανε ζημιές. Ο Δημιουργός πολυμήχανος κι εφευρετικός. Κατάφερε μάλιστα κάποια στιγμή κι έφτιαξε τους ανθρώπους με φοβερές δυσκολίες και ελάχιστα υλικά που βρήκε σκόρπια στο σύμπαν. Σπουδαίος μερακλής, δεν άφησε τίποτε στην τύχη. Έφτιαξε τον άντρα και τη γυναίκα και τα υπέροχα πρόσωπά τους. Αιώνες σμίλευε τα κορμιά τους και τελειοποιούσε τα αιδοία τους. Επινόησε έναν δαιμονισμένο μηχανισμό για να ευχαριστιούνται και να αναπαράγονται.

Ο Δημιουργός λάτρευε τα δημιουργήματά του και κατοικούσε τόσο κοντά στη γη που οι άνθρωποι μπορούσαν ν’ αγγίξουν το σπίτι του στον ουρανό. Εκείνες τις πρώτες μέρες της δημιουργίας οι άνθρωποι δεν είχαν ανάγκη να καλλιεργούν. Έφτανε μονάχα να βάζουν καθαρά φλασκιά από κολοκύθες έξω απ’ την καλύβα τους το βράδυ κι ο Δημιουργός έστελνε τα παιδιά του να τις γεμίσουν με φαγητό. Οι άνθρωποι έμοιαζαν με θεούς. Ζούσαν κι αυτοί για πάντα κι ήταν αθάνατοι. Φχαριστιόταν το τρέξιμο και το παιχνίδι και τη γύμνια τους. Δεν είχαν καμιά σκοτούρα για βιοπορισμούς και τέτοια. Όμως η ευτυχία τους δεν κράτησε για πολύ.

Μια γυναίκα της φυλής των ανθρώπων έβγαλε ένα βράδυ έξω απ’ το καλύβι της ένα βρώμικο σπασμένο φλασκί. Ένα απ’ τα παιδιά του Δημιουργού το πήρε να το γεμίσει με φαγητό. Όμως κόπηκε στο δάχτυλό του και πρήστηκε πολύ άσχημα. Ο Δημιουργός θύμωσε άγρια και αποτραβήχτηκε απ’ τους ανθρώπους αφήνοντάς τους χωρίς τροφή. Απ’ τη μέρα εκείνη οι άνθρωποι άρχισαν να κάνουν επιδρομές στα χωράφια του θανάτου για να ζήσουν.

Ο θάνατος τότε πήγε και παραπονέθηκε στον αδερφό του τον Δημιουργό για τη συμπεριφορά των ανθρώπων κι έκανε μαζί του μια συμφωνία. Θα επέτρεπε στους ανθρώπους να παίρνουν σπόρους καλαμποκιού και σιτάρι απ’ τα χωράφια του αλλά θα είχε την άδεια να παίρνει κι αυτός τις ζωές μερικών ανθρώπων κάθε χρόνο. Ο Δημιουργός έκανε αυτή τη συμφωνία γιατί πίστευε ότι μπορεί να τους ξαναφέρει στη ζωή. Έτσι οι άνθρωποι απόκτησαν το καλαμπόκι και το σιτάρι κι ο θάνατος μπήκε στη ζωή τους.

Όταν ήρθε η ώρα ο θάνατος να πάρει τον πρώτο άνθρωπο που ήταν άντρας, η γυναίκα του τον είδε και τον ακολούθησε. Τον πρόλαβε μάλιστα και τον είδε να κολυμπάει σε μια στέρνα που την τύλιγαν οι φλόγες. Αφού μέτρησε τις δυνάμεις της και σκέφτηκε πως χωρίς τον άντρα είναι χαμένη κι η ζωή της άσκοπη, αποφάσισε να τα βάλει μαζί του και να τον σκοτώσει μια για πάντα.

Πήγε λοιπόν και τον βρήκε στο χωράφι του. Παραφύλαξε και τον είδε να κολυμπάει στη φωτιά του που έκαιγε από τόπο σε τόπο. Σε μια στιγμή που ο θάνατος είχε γυρισμένη την πλάτη περπάτησε χωρίς να φοβάται ανάμεσα στη φωτιά και μ’ ένα σπαθί του ’κοψε το ένα του πόδι. Ο θάνατος ούρλιαξε απ’ τον πόνο και η φωνή του σκέπασε όλους τους γαλαξίες και τον κόσμο απ’ άκρη σε άκρη. Από τότε ο θάνατος κυκλοφορεί κουτσός και πληγωμένος κι απαρηγόρητος.

Όταν είδε ο Δημιουργός πως οι άνθρωποι πήραν το νόμο στα χέρια τους και κάνουν ανταρσία θύμωσε πάρα πολύ. Πήρε τότε μαύρο χώμα απ’ το χωράφι του θανάτου και άλειψε τα μάτια τους. Κι από τότε ο θάνατος έγινε στα μάτια των ανθρώπων αόρατος. Κι οι άνθρωποι δε μπορούν να δουν πια το θάνατο όταν έρχεται να τους πάρει….

Πηγή:  

http://dromos.wordpress.com