«Αν είχα κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο (πόρσε), σε τέτοιο δρόμο, θα έτρεχα το ίδιο»! Λόγια του πατέρα, που δείχνει ότι διαπνέεται από την ίδια κουλτούρα μ’ εκείνη του νεαρού οδηγού της πόρσε. Αποδεικνύεται, δηλαδή, ότι στην ίδια κουλτούρα είναι εμβαπτισμένοι όλοι, και οι πάνω και οι κάτω, και οι πλούσιοι και οι φτωχοί. Το αυτοκίνητο εδώ δεν είναι μόνο ένα μέσο μεταφοράς, δηλαδή ένα λειτουργικό εργαλείο, αλλά έχει αποκτήσει και συμβολικά χαρακτηριστικά κοινωνικής διαφοροποίησης, σημεία κύρους.
Γι’ αυτό στις διαφημίσεις του Άουντι η θέα, δηλαδή η θέαση του κόσμου και του εαυτού μας, είναι πάντα διαφορετική, θα λέγαμε πιο καλή με την έννοια του «αφ’ υψηλού». Στην ίδια λογική της θέας και της θέασης κινείται και η πώληση των υπόλοιπων «μεγάλων αυτοκινήτων». Άρα πωλούνται συνειρμοί και κύρος. Αλλά για να συμβεί αυτό πρέπει να επενδυθεί το προϊόν με κάτι τι που θα είναι σημαντικό κοινωνικά, θα είναι μια άλλη θέση, πιο υψηλή, από την οποία βλέπουμε και μας βλέπουν.
Στην περίπτωση της πόρσε, η διακεκριμένη ορατότητα κατακτάται δια της ταχύτητας. Στην μποτιλιαρισμένη Αθήνα, όμως, η διαφορά της πόρσε ή της φεράρι από τα άλλα, κοινά αυτοκίνητα ακυρώνεται, καθώς όλα κινούνται σημειωτόν, όλα φθάνουν την ίδια ώρα στον προορισμό τους. Τι ωθεί συνεπώς έναν πλούσιο κάτοικο της Αθήνας να αγοράσει μία πόρσε ή μία φεράρι; Ο καταναλωτής των «μεγάλων αυτοκινήτων» είναι «καταναλωτής της δυνατότητας».
Τι κι αν μία Φεράρι στο κέντρο της Αθήνας τρέχει όσο και όλα τα υποδεέστερα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα; Σημασία έχει ότι η Φεράρι μπορεί, «δύναται» να τρέξει με 300 χιλιόμετρα την ώρα. Αυτό δεν θα συμβεί ποτέ έξω από τις πίστες της «φόρμουλα1» αλλά για τον κτήτορα και το «κοινωνικό βλέμμα», αυτή η δυνατότητα και τα χρήματα που ξοδεύτηκαν προς τούτο σημαίνουν κάτι το ξεχωριστό, είναι αυτή που το καθιστά διαφορετικό, μοναδικό, προσδίδοντας κύρος, ορατότητα, επωνυμία στον ιδιοκτήτη. Όμως σ’ έναν νέο δεν αρκεί το εικονικό «δύναται», δεν αρκεί η κατανάλωση της δυνατότητας, αυτός επιθυμεί την πραγματοποίηση της δυνατότητας, και όταν βγαίνει στην εθνική τα δίνει όλα, το «τελειώνει», τελειώνοντας κι ο ίδιος.
Και δεν πρόκειται για «ταξικό φόνο» όπως λένε κάποιοι, αλλά για το παρανάλωμα πλούσιων και φτωχών στην πυρά ενός φονικού πολιτισμού και της «διασκέδασης μέχρι θανάτου» που προτείνει.
Πηγή: artinews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου