Η επαναληψιμότητα μοτίβων στην ιστορία μάς ωθεί να μιλάμε για την
«περιοδική επιστροφή και τους νόμους της ιστορίας», λες και αποτελεί
εγγενές στοιχείο της ανθρώπινης φύσης να ψάχνουμε να βρούμε κοινοτυπίες
στα επιμέρους και να τις κατατάσσουμε σε καθολικές κατηγορίες. Αυτή η
παρατήρηση έπαιξε καθοριστικό ρόλο κατά τους αρχαίους χρόνους στη
γέννηση της ιστοριογραφίας και για τους ίδιους ακριβώς λόγους στη
σύσταση της κοινωνιολογίας στους νεώτερους. Η ιστοριογραφία του
Θουκυδίδη και του Cicero βασίστηκε στην διαδεδομένη πεποίθηση των
αρχαίων πως «η φύση του ανθρώπου είναι αναλλοίωτη» επομένως, έγραφε ο
Θουκυδίδης, αν μελετώντας τις ιστορίες του παρελθόντος κατανοήσουμε τα
απώτερα βάθη της ανθρώπινης φύσης θα μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε με
τον καλύτερο δυνατό τρόπο όταν συναντήσουμε ανάλογες καταστάσεις.
Συνεχίζοντας την ουμανιστική προσέγγιση ο Μακιαβέλι έλεγε πως ακόμα και
αν η γνώση της ανθρώπινης φύσης και των μοτίβων της ιστορίας δεν αρκεί
να τιθασεύσει το μέλλον, καθώς οι προθέσεις της τύχης (Fortuna) είναι
αδιευκρίνιστες, μπορούμε όμως μελετώντας να προετοιμαστούμε με γνώσεις
για να αντιμετωπίσουμε τον ατίθασο χαρακτήρα της. Ο Μακιαβέλι παρομοίαζε
την ιστορία σαν χείμαρρο που η δύναμη του ρεύματός του παρασέρνει στο
πέρασμα του ανθρώπους, βασιλιάδες και ηγεμονίες. Οφείλουμε λοιπόν να
αντισταθούμε στην παρορμητική δύναμη της Fortuna «με τον ίδιο τρόπο που
οι στέρεες όχθες ενός ποταμού αντιστέκονται στα ορμητικά νερά ενός
χειμάρρου». Για τους μεγάλους δασκάλους η θέλησή μας δεν μπορεί ποτέ να
επιβάλει απόλυτα την βούλησή της στα γεγονότα, η μύησή μας όμως στα
μυστικά της ιστορίας και των ανθρώπων μπορεί να μας προετοιμάσει να
προσαρμοστούμε καλύτερα στα αναπάντεχα (και μοιραία αναμενόμενα)
ξεσπάσματα της.
Ενάντια στην μοιρολατρική πεποίθηση πως «η κάθε εποχή θεωρεί τον εαυτό της χειρότερη από τις προηγούμενες» η αλήθεια είναι πως στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν είχε ποτέ καθολική επικράτηση η ρήση «κάθε πέρυσι και καλύτερα». Αν θέλουμε να αναζητήσουμε ένα σταθερό μοτίβο για το πως αντιλαμβάνονται ο άνθρωποι την εποχή τους θα διαπιστώσουμε πως πολύ συχνά εμφανίζονται εποχές οι οποίες κυριαρχούνται από έντονη αισιοδοξία και τόλμη για το μέλλον. Ας θυμηθούμε την belle epoque, τα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του δεύτερου μεγάλου πολέμου και την βικτωριανή προσήλωση στην πρόοδο. Ειδικά η βικτωριανή εποχή επέδειξε μια ανεπανάληπτη από τότε αύρα αισιοδοξίας και εμπιστοσύνης στις δυνάμεις της τεχνικής και της επιστήμης. Άρα οφείλουμε να μην ξεχνάμε πως υπάρχουν και εποχές που οι άνθρωποι τις θεωρούσαν καλές, μάλιστα καλύτερες από τις περασμένες, και δεν χρειάζεται εδώ να μας απασχολήσει αν αυτή η καθολίκευση ανταποκρίνεται σε όλους τους ανθρώπους και κυρίως στους πιο αδύναμους. Φυσικά και όχι. Συνήθως αυτού του είδους η αισιοδοξία υπέκρυπτε πίσω από τα παρασκήνια τεράστια ποσόστωση δυστυχίας και αδικίας. Δεν θέλουμε όμως να μας απασχολήσει τώρα αυτή η παραδοχή. Αυτό που θέλουμε να επισημάνουμε είναι πως τις εποχές μπορεί κανείς να τις διακρίνει σε εκείνες που ατενίζουν το μέλλον με προσδοκία, στις εποχές της αβεβαιότητας και του φόβου και στις πραγματικά ζοφερές εποχές. Τολμώντας κανείς να κατατάξει την δική μας εποχή -για το κομμάτι του «δυτικού» κόσμου μόνο- σε ένα από αυτά τα μοτίβα δεν μπορεί παρά να επιλέξει εκείνη της αβεβαιότητας. Ποιός μπορεί σήμερα να πει πως η αισιοδοξία είναι το γενικευμένο συναίσθημα που ισχύει; Ούτε και μπορεί κανείς να πει πως ζούμε πραγματικά ζοφερές καταστάσεις, αλλά περισσότερο αυτό που μπορούμε να πούμε είναι πως -ως σύνολο- φοβόμαστε για το αύριο μην ζήσουμε στιγμές τέτοιες όπως αυτές, που μας μεταφέρουν ως εικόνα οι πρόσφυγες.
Τη στιγμή λοιπόν που ο βασιλιάς της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης είναι γυμνός αλλά δεν έχει ακόμα βρεθεί ο αγαθός εκείνος που θα το φωνάξει όλοι μας αντιλαμβανόμαστε πως αυτό που πραγματικά απουσιάζει από το ευρωπαϊκό πνεύμα είναι μια, αντιληπτή από όλους, μορφοποιημένη εικόνα για το μέλλον που θέλουμε. Μια εικόνα να μπορεί να συνέχει τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς σε έναν κοινό ορίζοντα. Εδώ είναι απαραίτητη μια διευκρίνηση: η ευρωπαϊκή συνοχή δεν είναι ένα κάποιο καινούργιο νεωτερικό και μετα-καντιανό φρούτο. Ο ευρωπαϊκός γεωγραφικός και πνευματικός τόπος αποτελεί για εδώ και 2.000 χρόνια έναν σταθερό σηματοδότη σύγκλισης. Τα παραδείγματα από την ιστορία είναι αποκαλυπτικά και συγκροτούν ξανά ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Η Ευρώπη αποτελεί εδώ και είκοσι αιώνες ένα σταθερό προσανατολισμό. Το Βυζάντιο για παράδειγμα, αν και εξακολουθεί να κατέχει την πλέον παραγνωρισμένη θέση στις πολιτικές επιστήμες, είναι γνωστό εντούτοις πως αποτέλεσε για περισσότερο από δέκα αιώνες φάρο για όλη την πνευματική και πολιτική Ευρώπη. Ο βαθμός της ελλιπούς αναγνώρισης για τη συμβολή της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για πολλές από τις παρανοήσεις του νεωτερικού κόσμου. Στην διαμόρφωση της νεωτερικότητας θεωρούμε σήμερα ως κομβικές στιγμές επεισόδια από τον δυτικοευρωπαϊκό κυρίως χώρο τα οποία διαμόρφωσαν τα ίδια, είτε απευθείας, είτε προετοιμάζοντας τις υλικές και εννοιολογικές συνθήκες, το πέρασμα από το ancient regime στους νεώτερους χρόνους. Δίνουμε σημαντική έμφαση σε κομβικούς σταθμούς αμιγώς της δυτικής ιστορίας: τις πνευματικές και πολιτικές διενέξεις για τον διαχωρισμό της εκκλησίας από το κράτος, τις θεολογικές μεταφυσικές έριδες που προκαλέσανε τον αγνωστικισμό, τη δημιουργία του κράτους, την αστική δραστηριότητα των εμπόρων, χωρίς να γνωρίζουμε πως τα περισσότερα από αυτά αν όχι διαρθρώθηκαν ήδη στο ανατολικό κομμάτι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Βυζάντιο) τέθηκαν σε πρωτόλεια μορφή αιώνες πριν από την δική μας εκτίμηση για την αρχική τους εμφάνιση στην ιστορία.
Το πιο σημαντικό ίσως κομμάτι του Βυζαντίου, που παραγνωρίζεται ακόμα και από όσους διατηρούν ζωντανό το ενδιαφέρον μαζί του, είναι ο έντονα ουμανιστικός του χαρακτήρας. Η ένωση 2 αντίμετρων φιλοσοφιών: του χριστιανικού και του ελληνικού, βρήκε ένα ιδιαίτερο κοινό τόπο στον κεντρικό ρόλο του ατόμου. Αν και έχουν προοπτικές εντελώς αντίθετες μεταξύ τους, καθώς ο χριστιανικός ατομικισμός προκρίνει μια σωτηριολογική διάσταση μέσω του ατομικού Χριστού, ενώ ο ελληνικός πολιτισμός προκρίνει μια ηρωική διάσταση μέσω των ατομικών επιτευγμάτων και του κλέους, και οι δύο φιλοσοφίες εξυψώνουν αμφότερες το άτομο σε επίπεδα που η δυτική μεριά της Ευρώπης μετά το σοκ που υπέστη από την κατάρρευση του δυτικού ρωμαϊκού κόσμου κατάφερε να επανακτήσει -και δια μέσου του Βυζαντίου- μόνο από τον 11ο αιώνα και μετά. Μην ξεχνάμε πως τα μεγάλα θεολογικά έργα της Δύσης, του Ιερού Αυγουστίνου και του Θωμά Ακινάτη, αν και με μεγάλες αποκλίσεις το ένα από το άλλο προκρίνουν εξίσου τον πολιτικό αναχωρητισμό και την άρνηση των εγκοσμίων. Μια έστω επιδερμική μελέτη του κοσμικού χαρακτήρα των θρησκευτικών έριδων που δίχασαν το Βυζάντιο σε όλη του την ύπαρξη, από τον Νεστοριανισμό έως τους εικονοκλάστες, τους παυλικανούς και βογομήλους, καταλαβαίνει κανείς πως πίσω από τις θρησκευτικές «αιρέσεις» κρύβονταν μια έντονη διάθεση για ατομική συμμετοχή στα εγκόσμια. Το πολιτικό ζιζάνιο δεν εξέλειψε ποτέ από την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, απλά πήρε την μεταμφίεση της θρησκείας. Τον βυζαντινό ουμανισμό τον συναντάμε και στο πνευματικό και στο κοινωνικό πεδίο. Καταντάει ανέκδοτο να λέει κανείς πως τα πρώτα πανεπιστήμια της Ευρώπης ιδρύθηκαν το 11ο αιώνα (Μπολόνια, Οξφόρδη) την στιγμή που στην Κωνσταντινούπολη ήδη το 425 μ.Χ. υπήρχε το «Πανδιδακτήριον» που διέθετε 16 έδρες για την ελληνική φιλολογία, γραμματική, φιλοσοφία και ρητορική και 15 έδρες για τη λατινική φιλολογία, γραμματική και νομική. Ενώ οι βυζαντινοί συνεταιρισμοί όχι μόνο μας αφήσανε την παράδοση της επαγγελματικής αλληλεγγύης που βρίσκει σήμερα την μορφή της στις σύγχρονες επαγγελματικές ενώσεις, αλλά και ανέδειξαν το κοινωνικό ρόλο του άτομου-επαγγελματία. Ήδη από την εποχή του Λέοντα ΣΤ’ (886-912) η σημασία των επαγγελμάτων ήταν ουσιώδης στην σύσταση της κρατικής λειτουργίας, κάτι που φαίνεται και από τους κανονισμούς του «Επαρχιακού Βιβλίου» οι οποίοι ορίζανε διοικητικά την οικονομική δραστηριότητα στην Κωνσταντινούπολη.
Η συμβολή του βυζαντινού ουμανισμού φαίνεται τέλος και στο πεδίο του νομικού δικαίου. Όλοι οι πολιτικοί στοχαστές από τον Τζον Λοκ έως τον Φουκώ, θεωρούν την Magna Carta του 1215 ως την συντακτική διακήρυξη που εδραίωσε στο ευρωπαϊκό πολιτισμό, το νομικό δίκαιο και κατοχύρωσε τον νόμο υπεράνω των δικαιωμάτων του στέμματος, προετοιμάζοντας έτσι τον δρόμο για το κράτος δικαίου. Μια τέτοια αντίληψη παραγνωρίζει παντελώς το πλούσιο βυζαντινό νομοθετικό έργο, αρχής γενομένης τον Ιουστινιανό Κώδικα (Corpus Iuris Civilis) και τις επόμενες νεαρές (νομικές τροποποιήσεις), τους «νόμους γεωργικούς» και τις Εξάβιβλους από τον Λέοντα ΣΤ, έως και την Εξάβιβλο του λογοθέτη Γιώργου Αρμενόπουλου, των οποίων το νομοθετικό έργο για μια περίοδο σχεδόν δέκα αιώνων απηχείται σήμερα σε κάθε σύγχρονη δικονομία. Η αντίληψη των υποχρεώσεων του αυτοκράτορα και των δικαιωμάτων των υπηκόων του ως σύναψη εταιρικής συμφωνίας άρχων και κυβερνώμενων όχι μόνο δεν ήταν άγνωστη στον βυζαντινό κόσμο αλλά είχε ήδη θεμελιωθεί επαρκώς από τον 5ο αιώνα. Ο αυτοκράτορας ήταν «ελέω θεού» εστεμμένος, ποτέ όμως δεν κυβερνούσε «ελέω θεού» και αυτό φαίνεται και από την διοικητική αυτοτέλεια που απολάμβανε η Εκκλησιά και τα προνόμια που είχαν οι «Δυνατοί» αλλά και από την κοινοτική πρόνοια των γεωργών-στρατιωτών και των βυζαντινών χωριών. Αιώνες πριν την διακήρυξη του κοινωνικού συμβολαίου η θεοσεβούμενη αυτοκρατορία εφάρμοζε ήδη στην πράξη τα χρυσόβουλα και τις «πρόνοιες» ως συμβαλλόμενες πράξεις μεταξύ κυρίαρχου και κυριαρχούμενων. Η νεωτερικότητα οφείλει στο Βυζάντιο πολλά περισσότερα από όσα του είναι αναγνωρισμένα από την πολιτική φιλοσοφία και τις επιστήμες και είναι κρίμα πραγματικά που o αποκλειστικός franchiser του Βυζαντίου στην χώρα (η ορθόδοξη εκκλησία) απωθεί με το κόμπλεξ που προκαλεί κάθε τίμια προσπάθεια αποκατάστασης και μελέτης.
Η παρατήρησή μας λοιπόν δεν πρέπει να παρεξηγηθεί. Εδώ δεν θέλουμε να αναπαράγουμε τον βυζαντινολατρισμό που ισχυρίζεται πως όταν οι βυζαντινοί τρώγανε με χρυσά κουτάλια οι δυτικοί ντυνόντουσαν με δέρματα ζώων. Αν και μια τέτοια δήλωση δεν είναι απόλυτα ψευδής δεν πρέπει να την συγχέουμε με το ιδεολογικό φόρτο που της γίνεται για χάρη της βυζαντινο-ορθόδοξης μανίας των εγχώριων θιασωτών του αντιστοίχου ιδεολογικού μπλοκ που εξυπηρετεί. Όπως όμως δεν εκχωρούμε την δημοκρατία στους ελληνο-εθνικιστές απλά και μόνο γιατί αυτή ιστορικά σχετίζεται με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, έτσι και οφείλουμε να μην παραδίδουμε την πολιτιστική κληρονομιά του Βυζαντίου, η οποία είναι αρκετά ουμανιστική, στον παπαδισμό. Η ιδιαίτερη προσοχή στο οικοδόμημα του Βυζαντίου θα βοηθήσει κατά πολύ στην αποκατάσταση αναρίθμητων ιστορικών παρερμηνειών και παρεξηγήσεων. Κυρίως θα βοηθήσει στην αυτοαντίληψη του σύγχρονου ανθρώπου και θα τον ωριμάσει από το στάδιο του μοντερνισμού∙ πως τάχα δήθεν τα καλύτερα επιτεύγματα του σύγχρονου κόσμου είναι δημιουργήματα της καπιταλιστικής επανάστασης η οποία μας «απελευθέρωσε» από τον βάναυσο του μεσαίωνα και τον βαρβαρισμό του Βυζαντίου.
http://www.respublica.gr
Ενάντια στην μοιρολατρική πεποίθηση πως «η κάθε εποχή θεωρεί τον εαυτό της χειρότερη από τις προηγούμενες» η αλήθεια είναι πως στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν είχε ποτέ καθολική επικράτηση η ρήση «κάθε πέρυσι και καλύτερα». Αν θέλουμε να αναζητήσουμε ένα σταθερό μοτίβο για το πως αντιλαμβάνονται ο άνθρωποι την εποχή τους θα διαπιστώσουμε πως πολύ συχνά εμφανίζονται εποχές οι οποίες κυριαρχούνται από έντονη αισιοδοξία και τόλμη για το μέλλον. Ας θυμηθούμε την belle epoque, τα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του δεύτερου μεγάλου πολέμου και την βικτωριανή προσήλωση στην πρόοδο. Ειδικά η βικτωριανή εποχή επέδειξε μια ανεπανάληπτη από τότε αύρα αισιοδοξίας και εμπιστοσύνης στις δυνάμεις της τεχνικής και της επιστήμης. Άρα οφείλουμε να μην ξεχνάμε πως υπάρχουν και εποχές που οι άνθρωποι τις θεωρούσαν καλές, μάλιστα καλύτερες από τις περασμένες, και δεν χρειάζεται εδώ να μας απασχολήσει αν αυτή η καθολίκευση ανταποκρίνεται σε όλους τους ανθρώπους και κυρίως στους πιο αδύναμους. Φυσικά και όχι. Συνήθως αυτού του είδους η αισιοδοξία υπέκρυπτε πίσω από τα παρασκήνια τεράστια ποσόστωση δυστυχίας και αδικίας. Δεν θέλουμε όμως να μας απασχολήσει τώρα αυτή η παραδοχή. Αυτό που θέλουμε να επισημάνουμε είναι πως τις εποχές μπορεί κανείς να τις διακρίνει σε εκείνες που ατενίζουν το μέλλον με προσδοκία, στις εποχές της αβεβαιότητας και του φόβου και στις πραγματικά ζοφερές εποχές. Τολμώντας κανείς να κατατάξει την δική μας εποχή -για το κομμάτι του «δυτικού» κόσμου μόνο- σε ένα από αυτά τα μοτίβα δεν μπορεί παρά να επιλέξει εκείνη της αβεβαιότητας. Ποιός μπορεί σήμερα να πει πως η αισιοδοξία είναι το γενικευμένο συναίσθημα που ισχύει; Ούτε και μπορεί κανείς να πει πως ζούμε πραγματικά ζοφερές καταστάσεις, αλλά περισσότερο αυτό που μπορούμε να πούμε είναι πως -ως σύνολο- φοβόμαστε για το αύριο μην ζήσουμε στιγμές τέτοιες όπως αυτές, που μας μεταφέρουν ως εικόνα οι πρόσφυγες.
Τη στιγμή λοιπόν που ο βασιλιάς της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης είναι γυμνός αλλά δεν έχει ακόμα βρεθεί ο αγαθός εκείνος που θα το φωνάξει όλοι μας αντιλαμβανόμαστε πως αυτό που πραγματικά απουσιάζει από το ευρωπαϊκό πνεύμα είναι μια, αντιληπτή από όλους, μορφοποιημένη εικόνα για το μέλλον που θέλουμε. Μια εικόνα να μπορεί να συνέχει τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς σε έναν κοινό ορίζοντα. Εδώ είναι απαραίτητη μια διευκρίνηση: η ευρωπαϊκή συνοχή δεν είναι ένα κάποιο καινούργιο νεωτερικό και μετα-καντιανό φρούτο. Ο ευρωπαϊκός γεωγραφικός και πνευματικός τόπος αποτελεί για εδώ και 2.000 χρόνια έναν σταθερό σηματοδότη σύγκλισης. Τα παραδείγματα από την ιστορία είναι αποκαλυπτικά και συγκροτούν ξανά ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Η Ευρώπη αποτελεί εδώ και είκοσι αιώνες ένα σταθερό προσανατολισμό. Το Βυζάντιο για παράδειγμα, αν και εξακολουθεί να κατέχει την πλέον παραγνωρισμένη θέση στις πολιτικές επιστήμες, είναι γνωστό εντούτοις πως αποτέλεσε για περισσότερο από δέκα αιώνες φάρο για όλη την πνευματική και πολιτική Ευρώπη. Ο βαθμός της ελλιπούς αναγνώρισης για τη συμβολή της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για πολλές από τις παρανοήσεις του νεωτερικού κόσμου. Στην διαμόρφωση της νεωτερικότητας θεωρούμε σήμερα ως κομβικές στιγμές επεισόδια από τον δυτικοευρωπαϊκό κυρίως χώρο τα οποία διαμόρφωσαν τα ίδια, είτε απευθείας, είτε προετοιμάζοντας τις υλικές και εννοιολογικές συνθήκες, το πέρασμα από το ancient regime στους νεώτερους χρόνους. Δίνουμε σημαντική έμφαση σε κομβικούς σταθμούς αμιγώς της δυτικής ιστορίας: τις πνευματικές και πολιτικές διενέξεις για τον διαχωρισμό της εκκλησίας από το κράτος, τις θεολογικές μεταφυσικές έριδες που προκαλέσανε τον αγνωστικισμό, τη δημιουργία του κράτους, την αστική δραστηριότητα των εμπόρων, χωρίς να γνωρίζουμε πως τα περισσότερα από αυτά αν όχι διαρθρώθηκαν ήδη στο ανατολικό κομμάτι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Βυζάντιο) τέθηκαν σε πρωτόλεια μορφή αιώνες πριν από την δική μας εκτίμηση για την αρχική τους εμφάνιση στην ιστορία.
Το πιο σημαντικό ίσως κομμάτι του Βυζαντίου, που παραγνωρίζεται ακόμα και από όσους διατηρούν ζωντανό το ενδιαφέρον μαζί του, είναι ο έντονα ουμανιστικός του χαρακτήρας. Η ένωση 2 αντίμετρων φιλοσοφιών: του χριστιανικού και του ελληνικού, βρήκε ένα ιδιαίτερο κοινό τόπο στον κεντρικό ρόλο του ατόμου. Αν και έχουν προοπτικές εντελώς αντίθετες μεταξύ τους, καθώς ο χριστιανικός ατομικισμός προκρίνει μια σωτηριολογική διάσταση μέσω του ατομικού Χριστού, ενώ ο ελληνικός πολιτισμός προκρίνει μια ηρωική διάσταση μέσω των ατομικών επιτευγμάτων και του κλέους, και οι δύο φιλοσοφίες εξυψώνουν αμφότερες το άτομο σε επίπεδα που η δυτική μεριά της Ευρώπης μετά το σοκ που υπέστη από την κατάρρευση του δυτικού ρωμαϊκού κόσμου κατάφερε να επανακτήσει -και δια μέσου του Βυζαντίου- μόνο από τον 11ο αιώνα και μετά. Μην ξεχνάμε πως τα μεγάλα θεολογικά έργα της Δύσης, του Ιερού Αυγουστίνου και του Θωμά Ακινάτη, αν και με μεγάλες αποκλίσεις το ένα από το άλλο προκρίνουν εξίσου τον πολιτικό αναχωρητισμό και την άρνηση των εγκοσμίων. Μια έστω επιδερμική μελέτη του κοσμικού χαρακτήρα των θρησκευτικών έριδων που δίχασαν το Βυζάντιο σε όλη του την ύπαρξη, από τον Νεστοριανισμό έως τους εικονοκλάστες, τους παυλικανούς και βογομήλους, καταλαβαίνει κανείς πως πίσω από τις θρησκευτικές «αιρέσεις» κρύβονταν μια έντονη διάθεση για ατομική συμμετοχή στα εγκόσμια. Το πολιτικό ζιζάνιο δεν εξέλειψε ποτέ από την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, απλά πήρε την μεταμφίεση της θρησκείας. Τον βυζαντινό ουμανισμό τον συναντάμε και στο πνευματικό και στο κοινωνικό πεδίο. Καταντάει ανέκδοτο να λέει κανείς πως τα πρώτα πανεπιστήμια της Ευρώπης ιδρύθηκαν το 11ο αιώνα (Μπολόνια, Οξφόρδη) την στιγμή που στην Κωνσταντινούπολη ήδη το 425 μ.Χ. υπήρχε το «Πανδιδακτήριον» που διέθετε 16 έδρες για την ελληνική φιλολογία, γραμματική, φιλοσοφία και ρητορική και 15 έδρες για τη λατινική φιλολογία, γραμματική και νομική. Ενώ οι βυζαντινοί συνεταιρισμοί όχι μόνο μας αφήσανε την παράδοση της επαγγελματικής αλληλεγγύης που βρίσκει σήμερα την μορφή της στις σύγχρονες επαγγελματικές ενώσεις, αλλά και ανέδειξαν το κοινωνικό ρόλο του άτομου-επαγγελματία. Ήδη από την εποχή του Λέοντα ΣΤ’ (886-912) η σημασία των επαγγελμάτων ήταν ουσιώδης στην σύσταση της κρατικής λειτουργίας, κάτι που φαίνεται και από τους κανονισμούς του «Επαρχιακού Βιβλίου» οι οποίοι ορίζανε διοικητικά την οικονομική δραστηριότητα στην Κωνσταντινούπολη.
Η συμβολή του βυζαντινού ουμανισμού φαίνεται τέλος και στο πεδίο του νομικού δικαίου. Όλοι οι πολιτικοί στοχαστές από τον Τζον Λοκ έως τον Φουκώ, θεωρούν την Magna Carta του 1215 ως την συντακτική διακήρυξη που εδραίωσε στο ευρωπαϊκό πολιτισμό, το νομικό δίκαιο και κατοχύρωσε τον νόμο υπεράνω των δικαιωμάτων του στέμματος, προετοιμάζοντας έτσι τον δρόμο για το κράτος δικαίου. Μια τέτοια αντίληψη παραγνωρίζει παντελώς το πλούσιο βυζαντινό νομοθετικό έργο, αρχής γενομένης τον Ιουστινιανό Κώδικα (Corpus Iuris Civilis) και τις επόμενες νεαρές (νομικές τροποποιήσεις), τους «νόμους γεωργικούς» και τις Εξάβιβλους από τον Λέοντα ΣΤ, έως και την Εξάβιβλο του λογοθέτη Γιώργου Αρμενόπουλου, των οποίων το νομοθετικό έργο για μια περίοδο σχεδόν δέκα αιώνων απηχείται σήμερα σε κάθε σύγχρονη δικονομία. Η αντίληψη των υποχρεώσεων του αυτοκράτορα και των δικαιωμάτων των υπηκόων του ως σύναψη εταιρικής συμφωνίας άρχων και κυβερνώμενων όχι μόνο δεν ήταν άγνωστη στον βυζαντινό κόσμο αλλά είχε ήδη θεμελιωθεί επαρκώς από τον 5ο αιώνα. Ο αυτοκράτορας ήταν «ελέω θεού» εστεμμένος, ποτέ όμως δεν κυβερνούσε «ελέω θεού» και αυτό φαίνεται και από την διοικητική αυτοτέλεια που απολάμβανε η Εκκλησιά και τα προνόμια που είχαν οι «Δυνατοί» αλλά και από την κοινοτική πρόνοια των γεωργών-στρατιωτών και των βυζαντινών χωριών. Αιώνες πριν την διακήρυξη του κοινωνικού συμβολαίου η θεοσεβούμενη αυτοκρατορία εφάρμοζε ήδη στην πράξη τα χρυσόβουλα και τις «πρόνοιες» ως συμβαλλόμενες πράξεις μεταξύ κυρίαρχου και κυριαρχούμενων. Η νεωτερικότητα οφείλει στο Βυζάντιο πολλά περισσότερα από όσα του είναι αναγνωρισμένα από την πολιτική φιλοσοφία και τις επιστήμες και είναι κρίμα πραγματικά που o αποκλειστικός franchiser του Βυζαντίου στην χώρα (η ορθόδοξη εκκλησία) απωθεί με το κόμπλεξ που προκαλεί κάθε τίμια προσπάθεια αποκατάστασης και μελέτης.
Η παρατήρησή μας λοιπόν δεν πρέπει να παρεξηγηθεί. Εδώ δεν θέλουμε να αναπαράγουμε τον βυζαντινολατρισμό που ισχυρίζεται πως όταν οι βυζαντινοί τρώγανε με χρυσά κουτάλια οι δυτικοί ντυνόντουσαν με δέρματα ζώων. Αν και μια τέτοια δήλωση δεν είναι απόλυτα ψευδής δεν πρέπει να την συγχέουμε με το ιδεολογικό φόρτο που της γίνεται για χάρη της βυζαντινο-ορθόδοξης μανίας των εγχώριων θιασωτών του αντιστοίχου ιδεολογικού μπλοκ που εξυπηρετεί. Όπως όμως δεν εκχωρούμε την δημοκρατία στους ελληνο-εθνικιστές απλά και μόνο γιατί αυτή ιστορικά σχετίζεται με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, έτσι και οφείλουμε να μην παραδίδουμε την πολιτιστική κληρονομιά του Βυζαντίου, η οποία είναι αρκετά ουμανιστική, στον παπαδισμό. Η ιδιαίτερη προσοχή στο οικοδόμημα του Βυζαντίου θα βοηθήσει κατά πολύ στην αποκατάσταση αναρίθμητων ιστορικών παρερμηνειών και παρεξηγήσεων. Κυρίως θα βοηθήσει στην αυτοαντίληψη του σύγχρονου ανθρώπου και θα τον ωριμάσει από το στάδιο του μοντερνισμού∙ πως τάχα δήθεν τα καλύτερα επιτεύγματα του σύγχρονου κόσμου είναι δημιουργήματα της καπιταλιστικής επανάστασης η οποία μας «απελευθέρωσε» από τον βάναυσο του μεσαίωνα και τον βαρβαρισμό του Βυζαντίου.
http://www.respublica.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου