του Βασίλη Γάτσιου
Το κείμενο αυτό είναι ομιλία που έγινε στην εκδήλωση με θέμα: “Ρήγματα στην παγκόσμια ισορροπία. Κίνδυνοι και προκλήσεις για τους λαούς”.Η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση για την οποία συζητάμε σήμερα δεν είναι μύθος. Αν και παρουσιάζεται από τους διανοούμενους που σιτίζονται από τις πολυεθνικές και το κράτος με μυθικές ιδιότητες. Είναι η διεθνοποίηση του κεφαλαίου, που στοχεύει στην επίτευξη του μέγιστου καπιταλιστικού κέρδους. Η τάση για επιστημονική και τεχνολογική ανανέωση, η τάση για αναδιάρθρωση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων και η τάση διεθνοποίησης του κεφαλαίου, είναι εγγενείς στον καπιταλισμό.
Αυτό που «παγκοσμιοποιείται» δεν είναι κάποια τάση υπέρβασης του εθνικού ανταγωνισμού και δημιουργίας μιας ειρηνικής ανθρωπότητας, αλλά η τάση επιβολής των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων σ’ ολόκληρο τον πλανήτη. Η τάση αυτή όμως γεννά νέες αντιθέσεις και ανταγωνισμούς: ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, ανάμεσα στις μητροπόλεις του καπιταλισμού και τον τρίτο κόσμο, ανάμεσα στις πολυεθνικές και προπαντός αντίθεση, που συνεχώς οξύνεται, ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία.
Η ταξική πάλη και η δυναμική της επέτρεψαν στον καπιταλισμό μέσα από τις προηγούμενες κρίσεις να αφομοιώσει πρόσκαιρα και σε ένα βαθμό, τις αντιθέσεις ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις που ο ίδιος επαναστατικοποιούσε και τις εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής.
Πιο συγκεκριμένα:
Στην πρώτη μεγάλη ιστορική κρίση του καπιταλισμού της περιόδου 1873-1895 ο ηλεκτρισμός, ο σιδηρόδρομος, οι μηχανές εσωτερικής καύσης, η μαζική παραγωγή χάλυβα που έδωσε τεράστια ανάπτυξη στην παραγωγή μέσων παραγωγής, “χωνεύτηκαν” στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής με μια σχετικά χαμηλή καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων- πρωτίστως της εργατικής δύναμης -και οδήγησαν στο πέρασμα από το στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Στη δεύτερη μεγάλη καπιταλιστική κρίση της περιόδου 1929-1945 η ναυπηγική, η αεροναυπηγική, οι επικοινωνίες και γενικότερα η ποιοτική ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας κατόρθωσαν να εσωτερικευθούν προσωρινά στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Έτσι ο καπιταλισμός κατόρθωσε να “εξισορροπήσει” την αντίθεση ανάμεσα στην αναζήτηση του μέγιστου κέρδους και την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και να ξεπεράσει την κρίση προσωρινά. Το ξεπέρασμα της κρίσης βασίστηκε στη μετάβαση από την απόλυτη στη σχετική υπεραξία, ως κυρίαρχης μορφή εκμετάλλευσης, στην τεράστια καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων μέσα από το β΄ παγκόσμιο πόλεμο, στην νεοαποικιοκρατία και την εκμετάλλευση των πρώτων υλών των χωρών της καπιταλιστικής περιφέρειας, στην ανάδειξη του τεϊλορισμού-φορντισμού ως ηγεμονικού παραγωγικού μοντέλου. Στην εμφάνιση του κεϊνσιανού μοντέλου της κρατικής παρέμβασης και στο λεγόμενο κράτος πρόνοιας στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες.
Στην τρίτη μεγάλη δομική κρίση στην ιστορία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής το 1973 – η οποία ξέσπασε μετά τη λεγόμενη χρυσή εποχή του καπιταλισμού από το 1945 έως το τέλος της δεκαετίας του 1960 – η θυελλώδης ανάπτυξη της επιστήμης και η μαζική είσοδος στην παραγωγή του ηλεκτρονικού υπολογιστή, η ανάπτυξη της βιοτεχνολογίας, των οπτικών ινών και άλλων επιστημονικών επιτευγμάτων προσπάθησαν να χωνευτούν στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής με την αντικατάσταση πλευρών του φορντικού μοντέλου παραγωγής, με νέους συνδυασμούς απόσπασης σχετικής και απόλυτης υπεραξίας, με την κατάργηση πλευρών του τεϊλορισμού και την ένταξη διανοητικών ικανοτήτων της εργασίας σε ένα νέο είδος ψηφιακού τεϊλορισμού.
Το νέο μοντέλο παραγωγής απαιτεί την κατάτμηση της αλυσίδας παραγωγής σε μικρότερα και ευέλικτα τμήματα που ορίζονται κατά κύριο λόγο από την τεχνολογική συνάφεια. Αυτή η νέα αρχιτεκτονική της πολυδιάσπασης του παραγωγικού έργου ορίζει το μέγεθος των επιχειρήσεων, τη διαφορετικότητα του αντικειμένου εργασίας και δημιουργεί την υλική βάση για την εξατομίκευση του μισθού της εργασίας.
Σ’ αυτή την ευελιξία της παραγωγής εδράζεται και η ευελιξία των εργασιακών σχέσεων (μερική απασχόληση, ωρομίσθιο κλπ).
Επιδιώχτηκε επίσης η έκρηξη των παραγωγικών δυνάμεων να χωνευτεί με επέκταση και ποιοτική εμβάθυνση των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων (βλέπε μετεξέλιξη ΕΟΚ σε ΕΕ), με την παραπέρα διεθνοποίηση του παραγωγικού κεφαλαίου, με τη μετανάστευση φτηνού εργατικού δυναμικού από τις υποανάπτυκτες στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες.
Αυτή η προσπάθεια αφομοίωσης της επαναστατικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και η εξισορρόπηση της αντίθεσης ανάμεσα στην αναζήτηση του μέγιστου κέρδους και την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους με διάφορα πολιτικά μίγματα -με κυρίαρχο από το τέλος της δεκαετίας του 1980 αυτό που ονομάστηκε νεοφιλελευθερισμός- αποτυγχάνει.
Παρά τις επιμέρους ανακάμψεις της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους για βραχέα χρονικά διαστήματα, τα στοιχεία δείχνουν ότι στον τομέα της μεταποίησης των τριών μεγάλων ιμπεριαλιστικών χωρών ΗΠΑ, Γερμανίας, Ιαπωνίας, από το 1970 έως το 2007 το ποσοστό κέρδους μένει ουσιαστικά καθηλωμένο σε μη ικανοποιητικά επίπεδα για το κεφάλαιο.
Αυτή η ανεπιτυχής προσπάθεια οδήγησε την παγκόσμια οικονομία σε ένα μακρύ κύμα καθοδικής πορείας από το 1973 μέχρι το 2007 με ενδιάμεσες αναιμικές ανακάμψεις , που διακόπτονταν από ενδιάμεσες, μερικού χαρακτήρα, κρίσεις όπως: η πετρελαϊκή του 1982, η χρηματιστηριακή του 1987 στις ΗΠΑ, του 1992-93 στην Ιαπωνία, του1997-98 στη Ρωσία-Αν. Ασία, του 2000-01στις ΗΠΑ, φτάνοντας μέχρι την πιστωτική επέκταση του 2001-06 και το ξέσπασμα της τέταρτης μεγάλης δομικής κρίσης στην ιστορία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που εκδηλώθηκε στην κτηματική αγορά των ΗΠΑ το καλοκαίρι του 2007.
Πρόκειται για κρίση σταθμό στην ιστορία των καπιταλιστικών κρίσεων. Η τομή που γίνεται με τούτη δω την κρίση και η διαφορά με τις προηγούμενες έγκειται στο γεγονός ότι: τίθεται σε βαθύτερη κρίση ο νόμος της αξίας άρα και της υπεραξίας, και κατά συνέπεια της κερδοφορίας και της ασθενικής συσσώρευσης του κεφαλαίου, σε τέτοιο σημείο ώστε, να κλονίζεται η ομαλή συνέχιση της διευρυμένης αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Επομένως η κρίση αυτή συνιστά συνέχεια και ποιοτική αναβάθμιση των ιστορικών αδιεξόδων του καπιταλισμού.
Εκδήλωση της εξάντλησης των ιστορικών του ορίων είναι ότι για πρώτη φορά στην ιστορία των καπιταλιστικών κρίσεων επιχειρεί να βγει από την κρίση του με την πολιτική που οδηγήθηκε σ’ αύτη. Δηλαδή με την πολιτική του νεοφιλελευθερισμού. Νεοφιλελευθερισμού ακόμα βαθύτερου και αντιδραστικότερου.
Αυτή είναι η υλική βάση της δικής μας αισιοδοξίας. Στην ουσία ο καπιταλισμός δεν χωρά στον εαυτό του, δεν μπορεί να εσωτερικεύσει, χωρίς σοβαρές διαταραχές, τις παραγωγικές δυνάμεις που ο ίδιος επαναστατικοποιεί και γι’ αυτό και τις ακρωτηριάζει. Ακρωτηριάζει κυριολεκτικά ό,τι …περισσεύει: δικαιώματα, ανάγκες, σύγχρονες ιστορικά διαμορφούμενες δυνατότητες.
Ακρωτηριάζει και “καταστρέφει” πάνω απ όλα την κύρια παραγωγική δύναμη, που αποτελεί την πηγή των κερδών του: τον εργαζόμενο άνθρωπο. Με μια πρωτοφανή βιολογική και ηθική εξόντωση της εργατικής δύναμης, με τη μαζική δομική ανεργία, τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, την πολιτιστική υποδούλωση. Αυτός είναι μονόδρομος επιβίωσης για τον καπιταλισμό και όχι μια από κάποιες επιλογές.
Οι ιστορικού χαρακτήρα αλλαγές στο παραγωγικό και τεχνολογικό μοντέλο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν υλοποιούνται από τη μια μέρα στην άλλη. Η προσπάθεια που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 και συνεχίστηκε με το ξέσπασμα της κρίσης συνεχίζεται ακόμα και σήμερα με μεγαλύτερη ένταση και βάθος και αναδύει το νέο επιδιωκόμενο μοντέλο παραγωγής. Του δίνει σάρκα και οστά. Τείνει να το καταστήσει κυρίαρχο.
Γι’ αυτό και το παραδοσιακό μοντέλο εργασίας που ανταποκρινόταν στο ξεπερασμένο φορντικό μοντέλο παραγωγής και κεφαλαιακής συσσώρευσης όπου ο εργάτης κατά κανόνα εργαζόταν με πλήρες ωράριο, οκτώ ώρες τη μέρα και πέντε μέρες τη εβδομάδα, θα αποτελέσει σχετικά σύντομα παρελθόν, αν τα σχέδιά τους δεν ανατραπούν από την πάλη των εργαζομένων.
Αρκεί μόνο το παρακάτω συγκλονιστικό στοιχείο για να καταλάβει κανείς ποιο είναι το άμεσο μέλλον που μας επιφυλάσσουν. Σύμφωνα με υπολογισμούς ειδικών η αυτοματοποίηση – ρομποτοποίηση της παραγωγής θα οδηγήσει την επομένη δεκαετία σε απώλεια του 60% έως 90% των θέσεων εργασίας στις αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ στις αναπτυγμένες χώρες υπολογίζεται ότι θα χαθεί το 50% των θέσεων εργασίας!
Από εδώ προκύπτει και η συζήτηση της κρατικής παροχής για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που συζητείται σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου ως μέτρο αποφυγής των κοινωνικών εκρήξεων και εξεγέρσεων.
Ο καπιταλισμός για το ξεπέρασμα της κρίσης του, επιπλέον, αναδομεί υπεραντιδραστικά τη σύγχρονη αστική δημοκρατία, το συνολικό πολιτικό εποικοδόμημα και τις διεθνείς γεωστρατηγικές σχέσεις.
Οι εξελίξεις αυτές και η προωθούμενη αστική κανιβαλική πολιτική εγκυμονούν εφιαλτικές καταστροφές για την εργατική τάξη και τους λαούς. Τα τύμπανα του πόλεμου χτυπούν όλο και δυνατότερα, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί ακόμα και το ενδεχόμενο ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου.
Η ίδια η κρίση όπως εξελίσσεται οξύνει τις ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις. Ενισχύει τις τάσεις δημιουργίας ενός σύγχρονου πολυπολικού καπιταλιστικού κόσμου.
Σε αυτόν άμεσα οι ΗΠΑ δεν φαίνεται να χάνουν την ηγεμονία, κυρίως την στρατιωτική.
Κλείνει όμως η απόσταση κυρίως στην οικονομία με την Κίνα. Ο αμερικάνος ηγεμόνας τείνει να παραδώσει τα σκήπτρα στον ασιάτη, ενώ παράλληλα Ρωσία, Βραζιλία, Ινδία, Ιαπωνία, Τουρκία μαζί με την Ευρωπαϊκή Ένωση -που ηγεμονεύεται από τη Γερμανία- συνθέτουν το σύγχρονο ηγεμονικό κόσμο της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Η ίδια η κρίση και η αστική πολιτική διεξόδου από αυτήν αναταράσσουν τις διεθνείς σχέσεις και τις ολοκληρώσεις σε τέτοιο βαθμό ώστε η ΝΑFTA, η αμερικάνικη ολοκλήρωση, να ’χει ξεχαστεί και η ευρωζώνη να βρίσκεται στο επίκεντρο του κυκλώνα.
Η εγκατάλειψη από την αστική τάξη των παραδοσιακών αστικοδημοκρατικών πολιτικών για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της και η σημερινή επιθετικότητα του καπιταλισμού είναι έκφραση της αδυναμίας του να εντάξει με ομαλούς αστικοδημοκρατικούς όρους τη σύγχρονη εργατική τάξη στο εσωτερικό του.
Έκφραση αυτής της αντίφασης, των ορίων και της αδυναμίας τους, πολιτική έκφραση της εσωτερικής αναρχίας του καπιταλισμού είναι ο Τράμπ, ο Φάρατζ, η Λεπέν και γενικότερα το ανερχόμενο ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα του ακροδεξιού νέο-εθνικισμού που εμπεριέχει εντός του το νεοφασισμό.
Αλλά γι’ αυτό είναι και εξαιρετικά επικίνδυνοι.
Εντός αυτής της δυναμικής η προοπτική ανάπτυξης μέσα στις καπιταλιστικές κοινωνίες των δυνάμεων και των σχέσεων που τείνουν να σπάσουν το καπιταλιστικό περίβλημα αποτελούν την αντικειμενική βάση που γεννά, αναγεννά και ενισχύει τα ρεύματα της αντικαπιταλιστικής χειραφέτησης και ανατροπής, μέσα στην εργατική τάξη.
Σε κάθε ίχνος εργατικής αγανάκτησης και διαμαρτυρίας, σε κάθε εκδήλωση αντίστασης και κινητοποίησης, αυτή η τάση συνυπάρχει και συγκρούεται με την παράλληλη τάση διαπραγμάτευσης των όρων και των ρυθμών υποταγής των εργαζομένων με το κεφάλαιο.
Η πλατιά βάση της ανατρεπτικής πολιτικής πράξης από εργατική σκοπιά κρίνεται στη σφαίρα της κοινωνικοπολιτικής δράσης. Κρίνεται απ’ τη συνειδητή επιλογή των δυνάμεων της εργατικής τάξης που συγκρούονται με το κεφάλαιο και οδηγούνται αντικειμενικά σ’ ένα πολιτικό πρακτικό δίλημμα:
Συνολική πολιτική εξάρτησης απ’ τους νόμους αναπαραγωγής του κεφαλαίου και του κράτους του με «επιμέρους διεκδικήσεις και έως εκεί που επιτρέπει το σύστημα» ή συνολική χειραφετητική πολιτική ανατροπής και γι’ αυτό – και κάτω από αυτό – διεκδίκησης και του πλέον «μικρού»;
Απ’ αυτή την άποψη πρέπει να εκτιμηθεί με νηφαλιότητα τόσο η εμφάνιση, ειδικά από την αυγή της κρίσης, ενός αισθητού αλλά αδύναμου ακόμη κοινωνικοπολιτικού ρεύματος εργατικής πολιτικής, όσο και η ηγεμόνευση του ακόμη από την αστική πολιτική.
Η αστική πολιτική παντοδυναμία που σημαδεύει τη σημερινή εποχή των νέων επαναστατικών προκλήσεων αμφισβητείται από ένα πολυδαίδαλο ρεύμα πολιτικής διεκδίκησης που αποτελείται από διαφιλονικούμενες ριζοσπαστικές διαφοροποιήσεις.
Το ρεύμα αυτό διαμορφώνεται κυρίως με βάση την επιδείνωση της κατάστασης της εργατικής τάξης, των μεσαίων πληττόμενων στρωμάτων, της εργαζόμενης και σπουδάζουσας νεολαίας, τις γενικότερες πολιτικές εμπειρίες και αντιφάσεις τους. Πρόκειται για ένα εν δυνάμει ανατρεπτικό ρεύμα που αδυνατεί ακόμη να αναχαιτίζει την ικανότητα του καπιταλισμού να ανασυγκροτείται σε αντιδραστική κατεύθυνση. Είναι ένα ρεύμα που τείνει να διαχωρίζεται αλλά και να επανασυνδέεται πολύπλευρα με την κυρίαρχη αστική πολιτική.
Πρόκειται για ένα ρεύμα που στο κίνημα εμφανίζεται με συνέχειες και κυρίως ασυνέχειες ακριβώς γιατί λείπει η εργατική επαναστατική πρωτοπορία που θα του δίνει συνέχεια, αποφασιστικότητα και βάθος.
Εκεί όμως είναι η μήτρα γέννησης της «αυθόρμητης τάσης» του συντονισμού των εργατικών αγώνων. Της ευήκοης στάσης στην κριτική του καπιταλισμού. Της ευήκοης στάσης απέναντι στη σύγχρονη «ξύλινη», όπως την αποκαλούν οι αστοί, γλώσσα των μαρξιστικών όρων και της επαναστατικής πολιτικής.
Στην ουσία διανύουμε μια μεταβατική περίοδο, που οι τάσεις της εργατικής χειραφέτησης αναζητούν ανολοκλήρωτα ένα νέο, αυτοτελή, αποφασιστικό ρόλο στο περιεχόμενο και την προοπτική των ταξικών αντιπαραθέσεων.
Η πρωτοβουλία των κινήσεων και η πολιτική υπεροχή εξακολουθεί να αναπτύσσεται περισσότερο προς την πλευρά της υποταγής μέσα στο εργατικό κίνημα. Αλλά με πτώση του δυναμισμού των στοιχείων ανάπτυξης του συστήματος.
Η αντίστροφη μέτρηση προς την άλλη κατεύθυνση, ενώ αποκτά πιο βαθιά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο, ωστόσο κινείται ακόμα με ένα δυναμισμό που δεν της επιτρέπει να μετασχηματίζεται σε αυτοτελή ηγεμονεύουσα κοινωνική τάση, να υπερφαλαγγίζει τις τάσεις των συντηρητικών μετατοπίσεων στις διάφορες παραλλαγές τους.
Το ρεύμα της χειραφέτησης περιορίζεται στο να επιβάλλει κάποιες καθυστερήσεις στα μέτρα ή ανακατατάξεις στις μορφές (φθορά κυβερνήσεων) με τις οποίες εκδηλώνεται η συντηρητική στροφή.
Το νέο ποιοτικό στοιχείο αυτής της κατάστασης δεν είναι η – προϋπάρχουσα εξάλλου- αδυναμία της εργατικής χειραφέτησης να μετατρέπεται σε ανεξάρτητο ηγεμονικό κοινωνικό ρεύμα. Είναι η αργή έστω στροφή που η τάση εργατικής χειραφέτησης πραγματοποιεί αναζητώντας μια αυτοτελή πολιτική παρουσία με ηγεμονική φιλοδοξία και στόχευση.
Αυτή η ρευστή κατάσταση καλλιεργεί την ταλάντευση των αναγεννώμενων πρωτοποριών ανάμεσα στον αναγκαίο ποιοτικό διαχωρισμό τους απ’ τις αστικές παραδόσεις και μορφές της εργατικής πάλης και στον εγκλωβισμό τους, με διάφορες παραλλαγές, στην «ακραία αριστερή» πτέρυγα του παλιού εξαρτημένου κινήματος.
Αλλά αυτή ακριβώς η τάση ποιοτικής αντιστροφής στη δυναμική των κοινωνικών αντιθέσεων και αντιφάσεων είναι που διαμορφώνει και σήμερα ένα κλίμα σκεπτικισμού στις αστικές δυνάμεις.
Η ρευστότητα των πολιτικών επιλογών και ιδεολογικών στηριγμάτων στα διάφορα στρώματα και τάξεις της κοινωνίας θα διατηρηθεί ως ένα σημείο. Η μεταβατικότητα αυτή δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ.
Οι αναζητήσεις θα είναι συνεχείς μέχρι να διαμορφωθεί- ανάλογα με το ποια θα είναι η πορεία και της κρίσης και ο χαρακτήρας πολιτικής εξόδου από αυτήν- ένα νέο περιβάλλον κοινωνικής και πολιτικής σχετικής σταθερότητας, με σχετικά προσωρινά παγιωμένους νέους συσχετισμούς.
Πάνω σ’ αυτή τη δυναμική, η νέα κατάσταση που ωριμάζει σημαίνει τη μετάβαση σε μια περίοδο η οποία θα σημαδεύεται από μεγάλες, παρατεταμένες κινητοποιήσεις, γύρω από πλευρές αλλά και γύρω από την ουσία και τον πυρήνα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Αυτό -και γι αυτό- αξίζει να τα δώσουμε όλα.
Έχοντας επίγνωση των ιστορικών στιγμών που περνάμε, έχουμε την πεποίθηση ότι απαιτείται μια σταθερή πολιτική συγκέντρωσης δυνάμεων που πρέπει να επιδιώκει :
1. Τη διακριτή και ανεξάρτητη συγκέντρωση και παρουσία των δυνάμεων που στοχεύουν στη στρατηγική ανασυγκρότηση ενός κομμουνιστικού προγράμματος, ώστε να δρουν ως ο καταλύτης στην επεξεργασία και προώθηση της εργατικής πολιτικής.
2. Τη μόνιμη μετωπική πολιτική στρατηγικού χαρακτήρα, ώστε να συσπειρώνονται όλες οι δυνάμεις επαναστατικής και αντικαπιταλιστικής αναφοράς.
3. Την ενότητα στη δράση όλων των μαχόμενων δυνάμεων της Αριστεράς στα επιμέρους μέτωπα, τις γειτονιές, τα συνδικάτα, στους χώρους εργασίας και ελεύθερου χρόνου, για τη διεξαγωγή συντονισμένων και αποφασιστικών αγώνων για την ανατροπή της κυβερνητικής πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που υλοποίει τα συμφέροντα του ευρωαμερικάνικου κουαρτέτου και της ελληνικής αστικής τάξης.
- Τη δημιουργία μαζικών, ανεξάρτητων οργάνων της εργατικής πολιτικής που θα επιβάλλουν κατακτήσεις εντός του καπιταλισμού αλλά εναντίον του, πρωτίστως στο ζητήματα της ανατροπής της σχέσης κερδών-μισθών και της μείωσης του χρόνου εργασίας, χωρίς μείωση των αποδοχών.
- Τις πολιτικές συμφωνίες και πρωτοβουλίες τακτικού χαρακτήρα, στις όποιες συμπεριλαμβάνονται και οι εκλογές, με όλες τις μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου