Οι στολισμένες με εθνικούς τίτλους
μεγάλες τράπεζες ήταν από τη γέννησή τους απλώς εταιρίες ιδιωτών
σπεκουλάντηδων, που στάθηκαν στο πλευρό των κυβερνήσεων και που, χάρη
στα προνόμια που πήραν, ήταν σε θέση να δανείζουν σ’ αυτές χρήματα»
(Μάρξ)
Η Commerzbank, η δεύτερη μεγαλύτερη γερμανική τράπεζα, σχεδιάζει την περικοπή περίπου 9.000 θέσεων εργασίας
τα επόμενα χρόνια και θα αναστείλει την καταβολή μερίσματος για το 2016
στο πλαίσιο των προσπαθειών της για μείωση των δαπανών υπό το φως των
αρνητικών επιτοκίων, σύμφωνα με πηγή κοντά στο εποπτικό συμβούλιο της
τράπεζας που αναμεταδίδει το ΑΠΕ.
Οι περικοπές των θέσεων εργασίας θα
γίνουν μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια έως το 2020, αλλά ο αριθμός τους,
που αντιπροσωπεύει σχεδόν το ένα πεμπτο του εργατικού δυναμικού της,
υποδηλώνει ότι δεν μπορούν να αποκλειστούν αναγκαστικές αποχωρήσεις,
ανέφερε η πηγή.
«Πρόκειται για πολύ πιο ριζοσπαστικό
μέτρο σε σχέση με τα προηγούμενα», ανέφερε η πηγή. Η κίνηση αυτή
αναμένεται να κοστίσει περίπου 1 δισεκ. ευρώ και η Commerzbank σχεδιάζει
να αναστείλει την καταβολή του μερίσματος για το 2016 προκειμένου να
καλύψει το κόστος αυτό, δήλωσε η πηγή.
Η Commerzbank αρνήθηκε να σχολιάσει.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Commerzbank
Μάρτιν Ζίλκε αναμένεται να παρουσιάσει το σχέδιο στο εποπτικό συμβούλιο
της Commerzbank αυτήν την εβδομάδα και να το αποκαλύψει δημοσίως την
Παρασκευή, όπως έχουν ήδη πει στο Reuters πρόσωπα με γνώση της
κατάστασης.
Στα τέλη του 2015, η τράπεζα απασχολούσε 51.300 άτομα, με τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης να ανέρχονται σε 45.400.
Στο μεταξύ, η ίδια η «ναυαρχίδα» του γερμανικού τραπεζικού συστήματος, η Deutsche Bank,
προσπαθεί να διαχειστεί την ελεύθερη πτώση των μετοχών της, με αφορμή
την άρνησή της να πληρώσει στο αμερικανικό δημόσιο 14 δισεκατομμύρια
δολάρια για υπόθεση ενυπόθηκων δανείων, που πυροδότησαν την συστημική
κρίση το 2008. Μάλιστα, το γερμανικό περιοδικό Focus υποστηρίζει ότι η
Άνγκελα Μέρκελ αποκλείει κάθε ενδεχόμενο κρατικής ενίσχυσης της
τράπεζας, οδηγώντας την μετοχή της Deutsche Bank στις χαμηλότερες τιμές
της εδώ και δύο δεκαετίες.
Σημειώνεται ότι από την αρχή του
χρόνου η μετοχή της γερμανικής τράπεζας έχει χάσει περίπου το μισό της
αξίας της, ενώ μετά το χθεσινό -7,5%, την Τρίτη η καθοδική πορεία
συνεχίζεται ενισχύοντας και πάλι το φάντασμα του bail-in στη δεύτερη
μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης. Στις 12.48 ώρα Φρανκφούρτης η μετοχή της τράπεζας έχανε 2.8 μονάδες και βρισκόταν στα 10.24 ευρώ.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για
«τσακωμό» των μεγάλων καπιταλιστικών «βουβαλιών» στον «βάλτο» της κρίσης
τους, όσο και αν οι αστοί ακαδημαϊκοί και αναλυτές επιχειρούν να
εμφανίσουν την υπόθεση ως ένα είδος επιχείρησης «κάθαρσης» του κράτους
εναντίον των «κακών παιδιών» του τραπεζικού συστήματος που χαλούν τον
«αγγελικό» κόσμο της αγοράς.
«Δεν νομίζω ότι υπάρχει αντιγερμανικό κλίμα», υποστηρίζει ο Τζον Κόφε, καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια μιλώντας στο γερμανικό ειδησεογραφικό πρακτορείο. «Η αμερικανική κυβέρνηση δεν χαρίζεται ούτε σε εγχώριους κολοσσούς, όπως έχει φανεί από πολλές ανάλογες περιπτώσεις».
Το μεγαλύτερο πρόστιμο για προβληματικούς τίτλους ενυπόθηκων δανείων,
ύψους 17 δις δολαρίων, έχει καταβάλει η Bank of America. Στη
Γερμανία επικρατεί η αντίληψη ότι η Deutsche Bank είναι έρμαιο εθνικών
συμφερόντων. Κι αυτό γιατί η σκληρή στάση της αμερικανικής δικαιοσύνης
εκδηλώθηκε αφότου η ΕΕ αποφάσισε να πληρώσει η Apple στην Ιρλανδία 13,
δις δολάρια. «Υπάρχουν πολλοί στις αγορές που θεωρούν ότι πρόκειται για
πράξη εκδίκησης για την Apple», λέει ο Ίνγκο Φρομ, αναλυτής από την
Τράπεζα του κρατιδίου της Βάδης Βυρτεμβέργης στους Financial Times.
O καθηγητής Τζον Κόφε επιμένει ότι η
υπόθεση έχει και μια πολιτική πτυχή, αλλά δεν αφορά σε διακρατικές
σχέσεις. «Το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης πρέπει να δείξει πυγμή
απέναντι στον χρηματιστηριακό κλάδο την προεκλογική περίοδο»,
υπογραμμίζει. «Διότι με την επιτυχία του Μπέρνι Σάντερς, επικριτή των
τραπεζών, η δικαιοσύνη βρίσκεται υπό την πίεση να δράσει επιδεικνύοντας
σκληρή στάση. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον προκαλεί απορία το ότι η
Deutsche Bank υιοθετεί επιθετικούς τόνους ρισκάροντας μια αντιπαράθεση
με την αμερικανική δικαιοσύνη. Σε δελτίο τύπου ανακοίνωσε ότι δεν
πρόκειται να καταβάλει το υπέρογκο τίμημα των 14 δις δολαρίων. Η στάση
της τράπεζας ξένισε πολλούς εμπειρογνώμονες. «Όταν βρίσκεται κανείς σε
τέτοια κατάσταση δεν επιζητεί δημοσιότητα ούτε διαπληκτίζεται με
υπηρεσίες», λέει ο Τζιμ Κράμερ, χρηματιστηριακός σχολιαστής. «Είναι
καλύτερη η σιωπή, αυτό θα έπρεπε να το ξέρει η Deutsche Bank», τονίζει ο
Κράμερ.
Ο καθηγητής στο Κολούμπια Τζον Κόφε
συνιστά από τη μεριά του στην Τράπεζα να αφήσει το χρόνο να περάσει και
μετά να συνεχίσει τις συζητήσεις για έναν ευνοϊκό διακανονισμό. Το
επιβαρυντικό με τη Deutsche Bank είναι ότι έχει βαρύ φάκελο ποινών και
κακό όνομα. Το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα θεωρείται στις ΗΠΑ ως
προβληματική περίπτωση, δεδομένου ότι κάθε σκάνδαλο του κλάδου στο
παρελθόν ήταν αναμεμειγμένο, ενώ παράλληλα έχει δείξει μέχρι στιγμής
ελλιπή διάθεση για συνεργασία.
Τα προβλήματα όμως της τράπεζας είχαν
ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Τον περασμένο Αύγουστο η DW σημείωνε ότι η
Deutsche Bank ήταν «θεσμός επιφανής, σχεδόν ιερός». «Εωσότου συνέβη αυτό
που η ZEIT Online είχε χαρακτηρίσει κάποτε «τραπεζική ληστεία εκ των
έσω». Μία «ληστεία» που άρχισε το 1989, όταν το διοικητικό συμβούλιο της
Deutsche Bank, υπό τον τότε επικεφαλής Άλφρεντ Χέρχαουζεν, εξαγόρασε τη
βρετανική επενδυτική τράπεζα Morgan Greenfell. Ακολούθησε η αγορά της
αμερικανικής Bankers Trust το 1999. Μέσα σε δέκα χρόνια η Deutsche Bank
είχε αναδειχθεί μεγαλύτερη τράπεζα παγκοσμίως».
«Όμως, συνεχίζει το δημοσίευμα, «η
ταυτότητά της είχε αλλάξει: από υγιές πιστωτικό ίδρυμα που εξασφάλιζε
κέρδη με την παροχή ρευστότητας στην ιδιωτική οικονομία, η Deutsche Bank
μετατράπηκε σε ναό του τζόγου. Οι «ειδήμονες» της επενδυτικής
τραπεζικής απέκτησαν τον έλεγχο, αλλά, σε αντίθεση με τους τραπεζίτες
παλαιάς κοπής, αποποιήθηκαν την ευθύνη για τις συναλλαγές τους. Την ίδια
στιγμή όμως συσσώρευαν όλο και υψηλότερο ρίσκο, εισπράττοντας παράλληλα
όλο και μεγαλύτερα μπόνους. Εκτιμάται ότι μέσα σε 15 χρόνια τα «τυχερά»
τους έφτασαν τα 40 με 50 δισεκατομμύρια ευρώ. Αλλά στο τέλος
της ημέρας η επενδυτική τραπεζική υψηλού κινδύνου δεν απέφερε κέρδη.
Αντιθέτως, στην κατάταξη των μεγαλύτερων τραπεζών παγκοσμίως η Deutsche
Bank κατρακύλησε στην 40ή θέση, μέσα σε έναν χρόνο η μετοχή της έπεσε
στα 33 ευρώ καταγράφοντας απώλειες 66%, ενώ σημαντικά μερίδιά της σε
βιομηχανικές επιχειρήσεις βγήκαν στο «σφυρί». Εξ΄ου και ο όρος «ληστεία
εκ των έσω».».
Αν προσπεράσει κανείς στα παραπάνω την
επίσης προφανή προσπάθεια να κατασκευαστεί ένας ανύπαρκτος στην
πραγματικότητα διαχωρισμός μεταξύ «υγιών» και «τζογαδόρικων» τραπεζών –
ιδεολόγημα που στην ρητορική των πιο αριστερών τμημάτων της
σοσιαλδημοκρατίας εμφανίζεται και με τον όρο «καζινοκαπιταλισμός» –
παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η περιγραφή του περάσματος του
τραπεζικού συστήματος στην φάση της απόλυτης αποχαλίνωσης την 10ετία του
‘90. Εποχή της καπιταλιστικής παλινόθωσης στην πρώην ΕΣΣΔ και της
Συνθήκης του Μάαστριχτ στην Δύση, η οποία δομούσε την Ευρωπαϊκή Ενωση
όπως την γνωρίζουμε σήμερα.
«Σαν να μη φτάνουν όλα αυτά», συνεχίζει η
DW, «η Deutsche Bank βρίσκεται αντιμέτωπη με 7.000 δικαστικές προσφυγές
παγκοσμίως, κατηγορούμενη για ξέπλυμα χρήματος, χειραγώγηση επιτοκίων ή
φοροδιαφυγή. Πέρσι τα αυξημένα δικαστικά έξοδα προκάλεσαν ζημίες 6,8
δισεκατομμυρίων στην τράπεζα, ενώ φέτος έχουν ήδη δεσμευθει 5,4
δισεκατομμύρια για τον ίδιο σκοπό. Την άνοιξη του 2016 το κύρος της
έφτασε στο ναδίρ, όταν ο επικεφαλής της τράπεζας Τζον Κράιαν διαβεβαίωνε
ότι η Deutsche Bank είναι σε θέση να πληρώσει τα επιτόκια για ιδιαίτερα
επισφαλή δάνεια. Όποιος αισθάνεται υποχρεωμένος να προβεί σε μία τέτοια
δημόσια δήλωση, συνήθως βρίσκεται μπροστά σε μία ομολογία αποτυχίας.
Όλα αυτά έχουν συνέπειες: συνταξιοδοτικά ταμεία και επενδυτές με
μακροχρόνιο ορίζοντα αρχίζουν να αφαιρούν μετοχές της Deutsche Bank από
το χαρτοφυλάκιό τους, ενώ η Moody´s υποβαθμίζει την πιστοληπτική
ικανότητα της τράπεζας, κάτι που αυξάνει εκ νέου το κόστος για τη
χρηματοδότησή της.
«Ωστόσο και άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες
δεν φαίνεται να βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα. Καθώς γνωστοποιούνται τα
αποτελέσματα των τελευταίων ευρωπαϊκών stress test, η ιταλική
UniCredit με τη γερμανική θυγατρική της Hypo-Vereinsbank καταγράφουν
απώλειες 7,2%, οι δύο μεγάλες ισπανικές τράπεζες Santander και BBVA
χάνουν 5,3% και 4,8% αντιστοίχως, ενώ ο ολλανδικός όμιλος ING, στον
οποίο ανήκει και η γερμανική ING Diba, έχει απώλειες 4,6%.
Επιπλέον, τα ευρωπαϊκά stress test υποδεικνύουν ότι πολλές τράπεζες-
μεταξύ αυτών οι γερμανικές Deutsche Bank και Commerzbank- διαθέτουν
σχετικά χαμηλή κεφαλαιακή επάρκεια. Και σαν να μη φτάνει αυτό, όλα τα
τραπεζικά ιδρύματα υποφέρουν από τη σημερινή πολιτική χαμηλών επιτοκίων,
η οποία μάλλον θα συνεχιστεί με το Brexit προ των θυρών. Η αποδυνάμωση
των ευρωπαϊκών τραπεζών αποτυπώνεται με χαρακτηριστικό τρόπο στο
βαρόμετρο των χρηματαγορών: οι μετοχές της Deutsche Bank και της Credit
Suisse αφαιρούνται από τον δείκτη Stoxx Europe 50, ο οποίος περιλαμβάνει
τις 50 ευρωπαϊκές μετοχές με την καλύτερη απόδοση. Μπορεί ο δείκτης να
μην έχει την ίδια βαρύτητα με τον Euro Stoxx 50, που καταγράφει μόνο τις
50 ισχυρότερες μετοχές στην ευρωζώνη, αλλά σε κάθε περίπτωση η
εκπαραθύρωση δύο ισχυρών πιστωτικών ιδρυμάτων αποτελεί πλήγμα για το
κύρος τους».
Βέβαια, τους εργαζόμενους και τους
άνεργους μακράν δεν (πρέπει να) ενδιαφέρει το κύρος των τραπεζών, οι
οποίες «επιστρέφουν» από εκεί που έλεγε ο Μάρξ ότι ξεκίνησαν: Ιδιώτες
σπεκουλάντηδες. Εχουν πολύ σοβαρότερα ζητήματα να λύσουν, αφού, ως
γνωστόν και όπως αποδεικνύει και η περίπτωση της Commerzbank, θα κληθούν
και πάλι να πληρώσουν μια κρίση που δεν δημιούργησαν…
http://www.toperiodiko.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου