* Ο Αντόρνο ήξερε να πείθει, τόσο με τα κείμενά του όσο και με τον προφορικό του λόγο – παρ” όλο που οι ακροατές του δεν μπορούσαν σχεδόν ποτέ, λόγω των άκρως δυσνόητων διατυπώσεών του, να τον καταλάβουν
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ στις 21/09/2003 και το αναδημοσιεύουμε για αρχειακούς λόγους
Ηταν παιδί-θαύμα. Ο Τέοντορ B. Αντόρνο είχε από μικρός το χάρισμα να σκέφτεται και να τα ξέρει όλα. Αργότερα έγινε το πρότυπο του «οργανικού διανοουμένου» που περιφερόταν, σαν να έκανε περίπατο, στα πιο διαφορετικά πεδία σκέψης και δράσης. Διάνοια ανατρεπτική: Ο συγγραφέας της «Αρνητικής Διαλεκτικής» ήταν, όπως λέει ο Γκαίτε, «το πνεύμα που πάντα αρνείται» – ήτοι εντελώς ανεξάρτητο. Ο,τι χρειάζεται δηλαδή για να μένει συνεχώς επίκαιρο.
Ετσι δεν είναι περίεργο που έχει γίνει σήμερα «εικόνα», επιστημονική «ποπ». Απόδειξη οι εκατοντάδες εκδηλώσεις που γίνονται εφέτος στη Γερμανία και σε όλον τον κόσμο για την επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννησή του – ο Αντόρνο γεννήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1903. H γενέτειρά του μάλιστα, η Φραγκφούρτη, τον τιμά τώρα ως το δεύτερο μεγάλο τέκνο της, δίπλα στον Γκαίτε.
Σε τι συνίσταται όμως η επικαιρότητα του Αντόρνο; Παράδειγμα η βιοτεχνολογία: Πολλοί διανοητές στηρίζονται σε αυτόν για να αποκρούσουν τις εφαρμογές της, όπως οι ανθρώπινοι κλώνοι. H αποδοχή τους «θα έκανε τους ανθρώπους να μη συμπεριφέρονται πλέον μεταξύ τους ως αυτόνομα όντα, αλλά ως νεκροζώντανα ντιζάιν-προϊόντα, ως ταυτόσημα» λέει φέρ’ ειπείν ο δημοσιολόγος Τόμας Ασάουερ.
Ο Αντόρνο είχε βέβαια και πολλές «λόξες» και αδυναμίες. Παράδειγμα ο σεξισμός του ή ο «μανιερισμός» του λόγου του, όπως λέει ο φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας. Στον τελευταίο ανήκει, κατά τα άλλα, και η αναίρεση ενός βασικού θεωρήματος του Αντόρνο: ότι λόγω της εσωτερικής καταπίεσης που υφίστανται οι άνθρωποι, καταπιέζοντας τη φύση, πρέπει, σώνει και καλά, να είναι καταπιεστικές (όπως στο καπιταλιστικό σύστημα) και οι ανθρώπινες σχέσεις.
Οσες όμως απόψεις του Αντόρνο και αν αναιρούνται, άλλες τόσες «ξαναζωντανεύουν». «Το Βήμα» παρουσιάζει σύντομη περίληψή τους – δίνοντας έτσι στον αναγνώστη την ευκαιρία να κρίνει μόνος του τι είναι ακόμη ζωντανό και τι όχι.
Ζούσε στον έβδομο ουρανό της σκέψης – παρέα με τον Πλάτωνα, τον Καντ, τον Χέγκελ και τον Μαρξ. Ο Τέοντορ B. Αντορνο, σύμφωνα με τον βιογράφο του Ντέτλεβ Κλάυσεν είναι η «τελευταία μεγαλοφυΐα» της εποχής μας. Μεγάλη διάνοια όχι με την κλασική έννοια του όρου, από αυτές δηλαδή που έχουν κατά καιρούς «θεϊκές εμπνεύσεις», αλλά με τη μοντέρνα: του ταλαντούχου διανοητή, που ξεκινώντας ως «παιδί-θαύμα» αξιοποιεί με ακατάπαυστη εργασία το ταλέντο του για να γίνει κάποτε το νούμερο ένα – δείχνοντας έτσι στους άλλους ότι, αν δουλέψουν σκληρά, θα μπορούσαν να γίνουν και αυτοί κάποτε σαν εκείνο. «Αυτή ήταν η δημοκρατική πλευρά της προσωπικότητάς του» τονίζει ο κ. Κλάυσεν.
Παρ’ όλα αυτά ο Τέντι, όπως τον αποκαλούσαν οι δικοί του, δεν ήταν αιθεροβάμων. Και πάντως δεν ανήκε σε εκείνους τους αθεράπευτα «αφηρημένους» διανοουμένους που, όπως λέει άλλος βιογράφος του, «όταν κατεβαίνουν από το ταξί, δίνουν πουρμπουάρ στη γυναίκα τους και φιλούν τον ταξιτζή».
Το αντίθετο συνέβαινε. Ο γερμανός φιλόσοφος πατούσε και με τα δυο του πόδια στη γη. Απόδειξη ο αγώνας που έκανε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 για να εγκατασταθεί ένα φανάρι της τροχαίας μπροστά στο κτίριο που δούλευε, το Ινστιτούτο Κοινωνικής Ερευνας της Φραγκφούρτης, επειδή σημειώνονταν εκεί πολλά αυτοκινητικά δυστυχήματα. Για πολλούς μήνες οι εφημερίδες «το γλεντούσαν» μαζί του αναφερόμενες στη διένεξή του με τους γραφειοκράτες του δημαρχείου. Στο τέλος βέβαια ο Αντόρνο νίκησε. Το φανάρι στήθηκε. Και σήμερα ακόμη οι κάτοικοι της περιοχής μιλούν για το «φανάρι του Αντόρνο» – που διαφέρει βέβαια εντελώς, χρηστικά και συμβολικά, από το περιλάλητο φανάρι ενός άλλου εκκεντρικού συναδέλφου του, του Διογένη.
* Πολιτισμός και «λαϊκή κουλτούρα»
Αυτή η στενή επαφή του με την πραγματικότητα, που οφειλόταν και στην ιδιότητά του ως κοινωνιολόγου, ήταν μια από τις βασικές προϋποθέσεις για να γίνει ο Αντόρνο ο σπουδαιότερος κριτικός της πολιτιστικής βιομηχανίας του καπιταλισμού τον εικοστό αιώνα. Απόδειξη τα μοναδικά στην πρωτοτυπία τους έργα όπως η Διαλεκτική του διαφωτισμού (που συνέγραψε με τον διευθυντή του Κέντρου Κοινωνικής Ερευνας Μαξ Χορκχάιμερ) και το Minima Moralia. Σε αυτά ασκεί, μεταξύ άλλων, αδυσώπητη κριτική σε μία, όπως έλεγε, από τις πλέον αρνητικές τάσεις της εποχής μας: τη συγχώνευση της «υψηλής» κουλτούρας με τη «φτηνή» τυποποιημένη διασκέδαση. Παράδειγμα, το σινεμά που παράγει το Χόλιγουντ: «Ορισμένα φιλμ, ιδίως κωμωδίες, αρχίζουν με έξυπνα ευρήματα,που διεγείρουν θετικά τη φαντασία και τη διάθεση των θεατών» γράφει στη Διαλεκτική του διαφωτισμού. Ομως καλή αρχή, άσχημο τέλος. Οι ιθύνοντες της πολιτιστικής βιομηχανίας, προσθέτει, παρεμβαίνουν από ένα σημείο και μετά στη ροή των έργων για να τα «καπελώσουν» ιδεολογικά – «στο όνομα ενός δήθεν συνεκτικού νοήματος που είναι ταυτόχρονα και το πρόσχημα για την εμφάνιση ενός σταρ». Πρόκειται, συμπεραίνει, για την επιβολή και στον πολιτισμό του συστήματος των «ready made», των «έτοιμων» προϊόντων με ημερομηνία λήξης, στα οποία μετατρέπονται, μέσω «εκλαΐκευσης», και τα έργα της γνήσιας κουλτούρας, εκείνα δηλαδή που στην κανονική τους μορφή μπορούν να αντισταθούν, λόγω ποιότητας, σε κάθε φθορά του χρόνου.
Στα νιάτα του ο συγγραφέας της Αισθητικής Θεωρίας, που ήταν γέννημα-θρέμμα της Φραγκφούρτης, ονομαζόταν, πολύ γερμανικά, Τέοντορ Βίζενγκρουντ. Το «Αντόρνο» ήταν το προσωνύμιο που έφερε ο κορσικανός παππούς του από μητρική πλευρά, ο «σπαθιστής» του γαλλικού στρατού Ζαν Φρανσουά Καλβελί. Ο εγγονός του έγινε «Αντόρνο» στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 1943, κατά την πολιτογράφησή του σε Αμερικανό. Ετσι κατάφερε να αποβάλει, ως καταδιωκόμενος Εβραίος, όχι μόνο την ανεπιθύμητη γερμανική του ταυτότητα, αλλά να αποκτήσει και όνομα σπάνιας μελωδικότητας, που επιπλέον, επειδή άρχιζε από «άλφα», του εξασφάλιζε πολλές πρωτιές στις δοσοληψίες του με τις αμερικανικές αρχές.
H μετονομασία αυτή ρίχνει όμως φως και σε μια άλλη πλευρά της φυσιογνωμίας του, εκείνη της αυταρέσκειας και της αυτοπροβολής που έφθανε στο όριο του αυτισμού. «Ηταν φοβερός Νάρκισσος.Και στην ουσία διαλογιζόταν μόνο με τον εαυτό του» θυμάται πρώην φοιτητής του. Παράδειγμα, οι θρυλικές συζητήσεις στο ραδιόφωνο, τη δεκαετία του ’60, με άλλες διασημότητες, όπως ο Ερνστ Μπλοχ, ο δεύτερος μεγάλος μαρξιστής φιλόσοφος εκείνης της εποχής, που δεν φημίζονταν καθόλου για την έλλειψη ευφράδειας. «Ο Αντόρνο κατάφερνε να μιλάει τουλάχιστον κατά το 90% του χρόνου»προσθέτει.
Ο Αντόρνο όμως δεν ήταν μόνο «πολυλογάς» αλλά και συμπαραγωγός (μαζί με τον Χορκχάιμερ) της περίφημης «κριτικής θεωρίας» της «Σχολής της Φραγκφούρτης», που συνδύαζε τον κλασικό μαρξισμό, την ψυχανάλυση και τη μοντέρνα κοινωνιολογία. Οι δεκαετίες του ’50 και του ’60 ήταν ιδιαίτερα παραγωγικές. «Το Ινστιτούτο Κοινωνικής Ερευνας έμοιαζε τότε με μεθυσμένο καράβι» θυμάται παλιός συνεργάτης του ιδρύματος. Εξίσου εντυπωσιασμένος δείχνει και ο φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας, που το 1956-59 εργάστηκε εκεί ως βοηθός του Αντόρνο. «H λάβα της σκέψης ήταν εδώ στη ροή της»έγραφε τις προάλλες στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Die Zeit». «Ποτέ νωρίτερα δεν είχα δει έναν τόσο σύνθετο και διαφοροποιημένο στοχασμό στην κατάσταση της γένεσής του – προτού ακόμη αποτυπωθεί σε κείμενο».
* H προσφιλής του διαλεκτική μέθοδος
Ο Αντόρνο ήξερε να πείθει, τόσο με τα κείμενά του όσο και με τον προφορικό του λόγο – παρ’ όλο που οι ακροατές του δεν μπορούσαν σχεδόν ποτέ, λόγω των άκρως δυσνόητων διατυπώσεών του, να τον καταλάβουν. Εκείνο που τους συνάρπαζε ήταν – όπως το χαρακτήριζε ο ίδιος – το «πνεύμα της απόλυτης διανοητικής εντιμότητας» πάνω στο οποίο στηριζόταν και το περίφημο απόφθεγμά του ότι«δεν υπάρχει σωστή ζωή στη λάθος».
Ετσι ήταν επόμενο οι παλιοί και νέοι θαυμαστές του να τρίβουν σήμερα τα μάτια τους διαβάζοντας στις νεοεκδοθείσες βιογραφίες του, καθώς και σε αμέτρητα άρθρα στον Τύπο, τα άπλυτα από τον «κρυφό» βίο και την πολιτεία του, που συμπεριλαμβάνουν, εκτός από επισκέψεις σε οίκους ανοχής, και τη συνεχή ταπείνωση της γυναίκας του, της Γκρέτελ Αντόρνο, την οποία όχι μόνο απατούσε κατά συρροήν και εξακολούθησιν, αλλά και της υπαγόρευε αναλυτικά, για να τις καταγράψει, τις λεπτομέρειες των εξωσυζυγικών «αταξιών» του, καθώς και των ερωτικών του φαντασιώσεων.
Λάθος ζωή στη σωστή, ο Αντόρνο; Σωστή στη λάθος; Οι μελετητές του βρίσκονται τώρα μπροστά σε νέο αίνιγμα – εξίσου δυσνόητο, όπως και άλλοι γρίφοι του, όπως: «Οι αληθινές σκέψεις είναι μόνο εκείνες που δεν καταλαβαίνουν τον εαυτό τους». Ή ότι «μετά το Αουσβιτς δεν μπορεί πλέον να γράψει κανείς ποιήματα». Σίγουρο είναι ότι η λύση του μπορεί να βρεθεί μόνο με τη βοήθεια της προσφιλούς του μεθόδου, της διαλεκτικής. Μόνο που η εφαρμογή της θα πρέπει να γίνει τώρα όχι στα λόγια αλλά στη ζωή του.
Ο καθηγητής κ. Σπύρος Σημίτης, ο οποίος μαθήτευσε δίπλα στον Αντόρνο, περιγράφει τις εμπειρίες τουH πανεπιστημιακή έρευνα προϋποθέτει υπερβάσεις
– Τι επίδραση είχε στη μεταπολεμική Γερμανία ο Αντόρνο;
«Για να καταλάβει κανείς την επίδρασή του πρέπει να ανατρέξει στη δεκαετία του ’50 και να αναφερθεί σε δύο στοιχεία. Το πρώτο είναι ότι η επιρροή της “Σχολής της Φραγκφούρτης” ήταν τότε μικρή. Ηταν μια αρχή, η προσέγγιση των κοινωνικών προβλημάτων και της επιστήμης γενικά με ένα νέο τρόπο, αλλά τίποτα παραπάνω.
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι ο Αντόρνο ανήκε σε ομάδα διανοουμένων, όπως ο Χορκχάιμερ και ο Μαρκούζε, που είχαν εγκαταλείψει το 1933 τη Γερμανία και επέστρεψαν σ’ αυτήν, είτε μόνιμα είτε ως επισκέπτες, μετά τον πόλεμο. Οι διανοούμενοι αυτοί είχαν γαλουχηθεί στις ευρωπαϊκές, δηλαδή οικουμενικές αξίες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, είχαν τους προβληματισμούς της προναζιστικής περιόδου και επηρεάζονταν από την ψυχανάλυση. Ο καθένας τους είχε τη δική του άποψη, όλοι τους κινούνταν όμως στο ίδιο ριζοσπαστικό μήκος κύματος. Και αυτό είναι, αν θέλετε, που προσέλκυσε τότε εμάς τους νέους, αν και στην πρώτη φάση ο αριθμός μας ήταν πολύ μικρός».
– Ο Αντόρνο λατρεύτηκε από τους φοιτητές, ήταν ο «υπερπατέρας» τους. Πώς έτσι; Επειδή έλεγε εκείνο που δεν έλεγαν οι «φυσικοί» πατέρες τους, ότι δηλαδή είχαν καταντήσει ανδρείκελα του Χίτλερ;
«Αυτό ισχύει απόλυτα για τη δεκαετία του ’60, όχι όμως για εκείνη του ’50. Το πρωτεύον ήταν τότε η ανασυγκρότηση της οικονομίας, του κράτους, των πανεπιστημίων. Υπό την σκιά του Ψυχρού Πολέμου, η αναλυτική σκέψη και η κοινωνική κριτική ήταν τελείως υπανάπτυκτες. H “Σχολή της Φραγκφούρτης” αντιτάχθηκε σε αυτό και από αυτή την άποψη έπαιξε τότε, σε εισαγωγικά, επαναστατικό ρόλο».
– Από τις βιογραφίες του, που κυκλοφόρησαν τελευταία, προκύπτει ότι ο Αντόρνο ήταν σεξιστής. Πώς εξηγείτε αυτή τη στάση;
«Θα αρχίσω με κάτι άλλο που δεν είναι ίσως πολύ γνωστό. Ο Αντόρνο γύρισε μαζί με τον Χορκχάιμερ από την Αμερική μετά τον πόλεμο. Στην εξορία είχε παίξει σημαντικό ρόλο, σκεφτείτε για παράδειγμα τη συνεργασία του με τον Τόμας Μαν και τις κοινωνιολογικές του έρευνες στις ΗΠΑ. Αλλά η θέση του στο πανεπιστήμιο ήταν πολύ κατώτερη από τις διανοητικές του δυνάμεις και την επιρροή που ασκούσε. Ο Αντόρνο έγινε πολύ αργά καθηγητής πανεπιστημίου, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, αλλά και τότε ακόμη βρισκόταν υπό την εποπτεία του Χορκχάιμερ. Ο Χορκχάιμερ ήταν που έδινε για τα πάντα εντολές, και από αυτόν εξαρτιόταν ο Αντόρνο. Και αυτό ακριβώς ήταν που τον ωθούσε συνεχώς στο να θέλει να αποδείξει ότι είναι κάτι σπουδαίο.
Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις του με τις γυναίκες, είχε μια κλασικά αστική στάση. Σε έναν βαθμό ήταν πραγματικός μάτσο! Διάβασα κι εγώ αυτά που δημοσιεύονται τελευταία για το ημερολόγιό του, στο οποίο περιγράφει τις ερωτικές του περιπέτειες, καθώς και το γεγονός ότι η γυναίκα του έπρεπε να γράφει τις σημειώσεις αυτές στη γραφομηχανή. H συμπεριφορά του ήταν δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που θα περίμενε κανείς. Αντί να δείχνει σεβασμό στις γυναίκες έκανε διακρίσεις εις βάρος τους και τις εκμεταλλευόταν. H αποκάλυψη αυτού του γεγονότος, παλαιότερα, ήταν εκείνο που οδήγησε στην ιστορική σκηνή του 1969, με τις γυμνόστηθες κοπέλες, που τον περικύκλωσαν στην αίθουσα παραδόσεων του πανεπιστημίου – κάτι που τον έκανε να φύγει για ένα χρονικό διάστημα από το πανεπιστήμιο και να υποστεί, σε τελευταία ανάλυση, την καρδιακή προσβολή που προκάλεσε τον θάνατό του».
– Ο Αντόρνο κήρυττε την απόλυτη πνευματική εντιμότητα. Ηταν σε αυτό το σημείο συνεπής;
«Ηταν πάντα θαυμάσια προετοιμασμένος. Ηξερε εξ αρχής τι θέλει να πει και τι θέλει να ακούσει. Αυτό είχε όμως δύο συνέπειες. H πρώτη ήταν ότι τα σεμινάριά του ήταν πολύ δύσκολα. Ο Αντόρνο διέκοπτε συνεχώς τους φοιτητές του και γενικά τους έκανε τη ζωή αφόρητη. H δεύτερη, ότι δεν ανεχόταν αντίρρηση. Ηταν αυταρχικός. Γι’ αυτό και λίγοι ήταν εκείνοι που μπορούσαν να σταθούν δίπλα του. Παρόμοια συμπεριφορά είχε και ο Χορκχάιμερ. Ηταν και οι δυο τους καθηγητές της παλιάς εποχής, με την έννοια ότι αυτοί μιλάνε και οι άλλοι ακούνε».
– Τι μένει σήμερα από τη σκέψη του Αντόρνο;
«Υπάρχουν κλάδοι, όπως η αισθητική ή η μουσική, στους οποίους η σκέψη του παίζει μεγάλο ρόλο. Οσον αφορά τη διαλεκτική, αυτή αντικατοπτρίζει μια ορισμένη ιστορική περίοδο, εκείνη του ’40 και του ’50 – όχι όμως τη σημερινή».
– Σε σας προσωπικά τι έχει μείνει από τη σκέψη του;
«Το κύριο όφελος που είχα από εκείνα τα χρόνια ήταν ότι η νομική επιστήμη και το δίκαιο δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε υψηλές απαιτήσεις αν δεν λάβουν υπόψη την κοινωνική βάση. Ταυτόχρονα πρέπει να αποδεχθεί κανείς, ως επιστήμονας, την απαισιοδοξία που χαρακτήριζε τη σκέψη του Αντόρνο, κάτι που πήρε από τον Φρόιντ. Και το δεύτερο όφελος είναι, ότι η “Σχολή της Φραγκφούρτης” μού έδειξε ότι η πανεπιστημιακή έρευνα προϋποθέτει την υπέρβαση των ορίων της δικής σου ειδικότητας και ότι πρέπει να διαμορφώνεις τις απαντήσεις σου σε συνεργασία με άλλες επιστήμες»
kritikitheoria.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου