Του Σαμίρ Αμίν
Δημοσιεύουμε σε ένθετο ολόκληρο το άρθρο του Σαμίρ Αμίν που γράφτηκε με αφορμή το Brexit και πραγματεύεται μείζονα ζητήματα στρατηγικής του σύγχρονου προοδευτικού κινήματος, στην ιδιαίτερη καμπή που βρίσκεται τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για ένα σημαντικότατο άρθρο, που απαιτεί μελέτη και προβληματισμό, γιατί ανοίγει διάπλατα την συζήτηση γύρω από το θέμα της «εθνικής κυριαρχίας», θέμα τόσο παραμελημένο τα τελευταία χρόνια, επιμένοντας να ενταχθεί στo πλαίσιo της στρατηγικής που έχει κάθε σημαντική κοινωνική δύναμη και φυσικά οι υποτελείς τάξεις και στρώματα, οι λαοί του κόσμου.
Το κείμενο αυτό γράφτηκε στα γαλλικά για την ιστοσελίδα Defend Democracy Press, από όπου και μας παραχωρήθηκε.
Η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας, όπως και η κριτική της, προκαλεί σοβαρές παρεξηγήσεις από τη στιγμή που την αποσπούμε από το κοινωνικό, ταξικό περιεχόμενο της στρατηγικής στην οποία εγγράφεται. Το κυρίαρχο κοινωνικό μπλοκ στις καπιταλιστικές κοινωνίες αντιλαμβάνεται πάντα την κυριαρχία ως ένα απαραίτητο εργαλείο για την προαγωγή των δικών του συμφερόντων, τα οποία είναι θεμελιωμένα τόσο στην καπιταλιστική εκμετάλλευση της εργασίας όσο και στην παγίωση των διεθνών θέσεων της. Σήμερα, στο παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελεύθερο σύστημα (το οποίο προτιμώ να αποκαλώ κρατικο-φιλελεύθερο, δανειζόμενος από τον Μπρούνο Όιγκεν αυτόν τον εξαιρετικό όρο) που κυριαρχείται από τα χρηματιστικοποιημένα μονοπώλια της ιμπεριαλιστικής τριάδας (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία), οι πολιτικές εξουσίες, που το διαχειρίζονται προς αποκλειστικό όφελος αυτών των μονοπωλίων, αντιλαμβάνονται την εθνική κυριαρχία ως το εργαλείο που τους επιτρέπει να βελτιώσουν τις «ανταγωνιστικές» θέσεις τους στο παγκόσμιο σύστημα. Τα οικονομικά και κοινωνικά μέσα του κράτους (υπαγωγή της εργασίας στις απαιτήσεις των εργοδοτών, οργάνωση της ανεργίας και της επισφάλειας, κατακερματισμός του κόσμου της δουλειάς) και οι πολιτικές παρεμβάσεις (συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών επεμβάσεων), είναι συνδεδεμένες και συνδυασμένες στο κυνήγι αποκλειστικά ενός στόχου: της μεγιστοποίησης του όγκου της προσόδου που μονοπωλείται από τα «εθνικά» μονοπώλιά τους.
Ο κρατικο-φιλελεύθερος ιδεολογικός λόγος ισχυρίζεται ότι εγκαθιδρύει μια τάξη βασισμένη αποκλειστικά στη γενικευμένη αγορά, της οποίας οι μηχανισμοί θα αυτορυθμίζονταν και θα παρήγαγαν το κοινωνικά βέλτιστο (κάτι το οποίο φυσικά δεν ισχύει) υπό τον όρο ότι ο ανταγωνισμός θα είναι ελεύθερος και διαφανής (κάτι το οποίο δεν γίνεται ποτέ, και δεν μπορεί να γίνει στην εποχή των μονοπωλίων). Όπως, επίσης, διατείνεται ότι το κράτος δεν έχει κανένα ρόλο να παίξει πέρα από την εγγύηση της λειτουργίας του εν λόγω ανταγωνισμού (κάτι που είναι αντίθετο στο γεγονός ότι αυτή η λειτουργία απαιτεί, ακριβώς, την ενεργητική παρέμβαση του κράτους – στην πραγματικότητα ο κρατικο-φιλελευθερισμός είναι μια κρατική πολιτική). Αυτός ο λόγος, έκφραση της ιδεολογίας του «νεοφιλελεύθερου ιού», εμποδίζει την κατανόηση της πραγματικής λειτουργίας του συστήματος, όπως την εκπληρώνουν οι λειτουργίες του κράτους και της εθνικής κυριαρχίας. Οι ΗΠΑ δίνουν το παράδειγμα ενός τρόπου της αποφασισμένης και διαρκούς εφαρμογής της κυριαρχίας, όπως γίνεται αντιληπτή με την «αστική» έννοια, σήμερα δηλαδή στην υπηρεσία του κεφαλαίου των χρηματιστικοποιημένων μονοπωλίων. Το «εθνικό» Δίκαιο εξυπηρετεί τις ΗΠΑ, χάρη στη διαβεβαιωμένη και επαναβεβαιωμένη ανωτερότητά του έναντι του Διεθνούς Δικαίου. Το ίδιο ίσχυε και στις ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρώπης τον 19ο και 20ό αιώνα.
Άλλαξαν τα πράγματα με την οικοδόμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.); Έτσι διατείνεται ο ευρωπαϊκός λόγος και άρα νομιμοποιεί την υπαγωγή των εθνικών κυριαρχιών στο «ευρωπαϊκό δίκαιο», έτσι όπως εκφράζεται μέσα από τις αποφάσεις των οργάνων των Βρυξελλών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), βάσει των συνθηκών του Μάαστριχτ και της Λισσαβώνας. Η ίδια η ελευθερία επιλογής των εκλογέων είναι περιορισμένη από τις υπερεθνικές απαιτήσεις του κρατικο-φιλελευθερισμού. Όπως είπε και η κυρία Μέρκελ, «αυτή η επιλογή πρέπει να συμβαδίζει με τις απαιτήσεις της αγοράς». Αν τις υπερβεί, η επιλογή των εκλογέων χάνει τη νομιμότητα της. Παρ’ όλα αυτά, σε αντίθεση με αυτά τα λόγια, η Γερμανία εφαρμόζει στην πράξη πολιτικές που υλοποιούν την άσκηση της εθνικής της κυριαρχίας, και φροντίζει να εξασφαλίσει την υποταγή των ευρωπαίων εταίρων της στις απαιτήσεις της. Η Γερμανία χρησιμοποίησε τον ευρωπαϊκό κρατικο-φιλελευθερισμό σύστημα ώστε να εγκαθιδρύσει την ηγεμονία της, ιδίως στη ζώνη του ευρώ. Η Μ. Βρετανία, επιλέγοντας το Brexit, δήλωσε με τη σειρά της την αποφασισμένη επιλογή της να επωφεληθεί των πλεονεκτημάτων που προσδίδει η άσκηση της εθνικής της κυριαρχίας.
Μπορούμε, λοιπόν, να κατανοήσουμε ότι ο «εθνικιστικός λόγος» και η δίχως όρια εξύμνηση από μεριάς του των αρετών της εθνικής κυριαρχίας (κατανοητής ως αστικής-καπιταλιστικής κυριαρχίας), δίχως την παραμικρή αναφορά στο ταξικό περιεχόμενο των συμφερόντων που υπηρετεί, ήταν ανέκαθεν αντικείμενο επιφυλάξεων, το λιγότερο, από την πλευρά όλων των ρευμάτων της Αριστεράς, με την ευρεία έννοια του όρου – δηλαδή από την πλευρά όλων αυτών που έχουν ως έγνοια την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζόμενων τάξεων. Παρ’ όλα αυτά, ας επιφυλαχθούμε να ισχυριστούμε ότι η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας αφορά μονάχα τον «αστικό εθνικισμό». Η υπεράσπισή της αποδεικνύεται εξίσου απαραίτητη για να υπηρετηθούν κοινωνικά συμφέροντα διαφορετικά από αυτά του κυρίαρχου καπιταλιστικού μπλοκ. Δηλαδή η εθνική κυριαρχία θα είναι στενά συνδεδεμένη τόσο με το ξεδίπλωμα στρατηγικών διεξόδου του καπιταλισμού, όσο και με τη δέσμευση στη μακρά πορεία προς το σοσιαλισμό.
Αποτελεί, δηλαδή, απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να σημειωθούν προχωρήματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Η αιτία είναι ότι η έμπρακτη αμφισβήτηση του παγκόσμιου (και ευρωπαϊκού) κρατικο-φιλελευθερισμού δεν θα είναι παρά προϊόν προχωρημάτων άνισων από τη μια χώρα στην άλλη, από τη μια στιγμή στην άλλη. Το παγκόσμιο σύστημα (και το ευρωπαϊκό υποσύστημα) δεν μετασχηματίστηκε ποτέ «από τα πάνω», μέσω συλλογικών αποφάσεων της «διεθνούς κοινότητας» (ή της «ευρωπαϊκής»). Οι εξελίξεις αυτών των συστημάτων δεν ήταν παρά προϊόν αλλαγών που επιβάλλονταν στο πλαίσιο των κρατών που τα συγκροτούσαν, κι από το συσχετισμό δύναμης μεταξύ αυτών των κρατών. Το πλαίσιο που ορίζεται από το κράτος («έθνος») παραμένει αυτό μέσα στο οποίο ξετυλίγονται όλοι εκείνοι οι αποφασιστικοί αγώνες που μετασχηματίζουν τον κόσμο.
Οι λαοί των περιφερειών του παγκόσμιου συστήματος, πολωμένου εκ φύσεως, έχουν μια μακρά εμπειρία αυτού του θετικού, δηλαδή αντιιμπεριαλιστικού και εν δυνάμει αντικαπιταλιστικού, εθνικισμού (ο οποίος εκφράζει την άρνηση της παγκόσμιας τάξης που τους έχει επιβληθεί). Λέω μόνο «εν δυνάμει», διότι αυτός ο εθνικισμός μπορεί να είναι εξίσου φορέας της πλάνης για την οικοδόμηση ενός εθνικού καπιταλισμού που θα καταφέρει να «προφτάσει» τις εθνικές οικοδομήσεις των κυρίαρχων κέντρων. Ο εθνικισμός των λαών αυτών της περιφέρειας δεν είναι προοδευτικός παρά μόνο υπό αυτόν τον όρο: ότι θα είναι αντιιμπεριαλιστικός, δηλαδή σήμερα σε ρήξη με τον παγκοσμιοποιημένο κρατικο-φιλελευθερισμό. Αντιθέτως, ένας «εθνικισμός» (μόνο κατ’ όψη) που εγγράφεται στη λογική του παγκοσμιοποιημένου κρατικο-φιλελευθερισμού, και άρα δεν θέτει σε αμφισβήτηση την κατώτερη θέση του συγκεκριμένου έθνους στο σύστημα, γίνεται το εργαλείο των κυρίαρχων ντόπιων τάξεων που ενδιαφέρονται μονάχα να συμμετάσχουν στην εκμετάλλευση των λαών τους και, ενδεχομένως, πιο αδύναμων περιφερειακών εταίρων, απέναντι στους οποίους συμπεριφέρονται ως «υπο-ιμπεριαλισμός».
Σήμερα τα προχωρήματα -είτε τολμηρά είτε περιορισμένα- που επιτρέπουν την έξοδο από τον κρατικο-φιλελευθερισμό είναι αναγκαία και εφικτά σε όλες τις περιοχές του κόσμου, στο Βορρά και στο Νότο. Η κρίση του καπιταλισμού δημιουργεί ένα έδαφος πρόσφορο για την ωρίμανση επαναστατικών συγκυριών. Εκφράζω αυτή την αντικειμενική, αναγκαία και εφικτή απαίτηση σε μία σύντομη φράση: Να βγούμε από την κρίση του καπιταλισμού ή να βγούμε από τον καπιταλισμό που βρίσκεται σε κρίση; (τίτλος ενός από τα πρόσφατα βιβλία μου). Το να βγούμε από την κρίση δεν είναι δικό μας πρόβλημα – είναι πρόβλημα της καπιταλιστικής άρχουσας τάξης. Το αν θα τα καταφέρει (και κατά τη γνώμη μου δεν στρατεύεται σε μια κατεύθυνση που θα το επέτρεπε) ή όχι, επίσης δεν είναι δικό μας πρόβλημα. Τι έχουμε να κερδίσουμε εμείς εάν συνεταιριστούμε με τους αντιπάλους μας, ώστε να ξαναδώσουμε ζωή σε έναν κρατικο-φιλελευθερισμό που δεν λειτουργεί πλέον; Αντιθέτως, αυτή η κρίση δημιουργεί ευκαιρίες για να προχωρήσουμε μπροστά, με βήματα θαρραλέα ή λιγότερο θαρραλέα, υπό τον όρο ότι τα κινήματα που αγωνίζονται υιοθετούν ολόψυχα στρατηγικές οι οποίες ορίζουν έναν τέτοιο στόχο.
Άρα η επαναβεβαίωση της εθνικής κυριαρχίας επιβάλλεται, ώστε να επιτραπούν προχωρήματα, που αναγκαστικά θα είναι άνισα, από τη μια χώρα στην άλλη – πάντα σε σύγκρουση με τις λογικές του κρατικο-φιλελευθερισμού. Το λαϊκό, κοινωνικό και δημοκρατικό κυρίαρχο εθνικό σχέδιο που προτείνεται εδώ πρέπει να γίνει αντιληπτό μέσα από αυτό το πρίσμα. Εδώ, η έννοια της κυριαρχίας δεν είναι αυτή της αστικής-καπιταλιστικής κυριαρχίας. Διακρίνεται σαφώς από αυτήν και, γι’ αυτό το λόγο, πρέπει να οριστεί ως λαϊκή κυριαρχία. Το αμάλγαμα ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο αντιφατικές έννοιες, και εξαιτίας αυτού η βιαστική άρνηση οποιουδήποτε «εθνικισμού», δίχως παραπέρα προσδιορισμό, ακυρώνει κάθε προσπάθεια διεξόδου από τον κρατικο-φιλελευθερισμό. Δυστυχώς στην Ευρώπη -και αλλού- η σύγχρονη Αριστερά που δίνει αγώνες συχνά εφαρμόζει αυτό το αμάλγαμα.
Το να υπερασπιζόμαστε την εθνική κυριαρχία δεν σημαίνει απλώς «θέλω μια άλλη, πολυπολική παγκοσμιοποίηση» (σε αντίθεση με το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης που εφαρμόζεται σήμερα), θεμελιωμένη πάνω στην ιδέα ότι η διεθνής τάξη θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ ισότιμων και κυρίαρχων εθνικών εταίρων, και όχι να επιβάλλεται από τους ισχυρούς του κόσμου (την ιμπεριαλιστική τριάδα, με επικεφαλής τις ΗΠΑ) όπως συμβαίνει στο σύστημα του κρατικο-φιλελευθερισμού. Διότι έστω, ας πούμε ότι γίνεται έτσι. Και πάλι, παραμένει μια ερώτηση που απαιτεί απάντηση: έναν πολυπολικό κόσμο για να κάνουμε τι;
Διότι ένας πολυπολικός κόσμος μπορεί να θεωρηθεί ότι θα διέπεται, όπως πάντα, από τον ανταγωνισμό μεταξύ συστημάτων που αποδέχονται τον κρατικο-φιλελευθερισμό. Ή, αντίθετα, μπορεί να ειδωθεί ως ένα πλαίσιο που προσφέρει μεγαλύτερα περιθώρια κινήσεων στους λαούς που θέλουν να φύγουν από αυτόν τον κρατικο-φιλελευθερισμό. Άρα, πρέπει να προσδιορίσουμε τη φύση του στόχου που επιδιώκεται στα πλαίσια του προτεινόμενου πολυπολικού συστήματος. Όπως πάντα στην Ιστορία, ένα εθνικό σχέδιο μπορεί να είναι υβριδικό, να διαπερνιέται από αντιθέσεις μεταξύ των τάσεων που ξεδιπλώνονται στο εσωτερικό του, με κάποιες από αυτές να επιδιώκουν μια καπιταλιστική εθνική οικοδόμηση και κάποιες άλλες να θέτουν διαφορετικούς στόχους-στόχους που πηγαίνουν παραπέρα, λόγω του προοδευτικού κοινωνικού περιεχομένου τους. Το κυρίαρχο σχέδιο της Κίνας προσφέρει ένα καλό παράδειγμα, όπως και τα ημικυρίαρχα σχέδια της Ινδίας, της Βραζιλίας και άλλων χωρών.
Αν και η κατάρρευση, η ενδόρρηξη του ευρωπαϊκού σχεδίου (και ειδικότερα του υποσυστήματος του ευρώ) είναι ήδη σε εξέλιξη εδώ και χρόνια (βλ. Σαμίρ Αμίν, L’implosion du capitalisme contemporain), το Brexit προφανώς και αποτελεί μια σημαντικότατη εκδήλωση αυτής της κατάρρευσης.
Το ευρωπαϊκό σχέδιο από την αρχή του, από το 1957, σχεδιάστηκε ως «εργαλείο» το οποίο κατασκεύασαν τα καπιταλιστικά μονοπώλια των εταίρων -και ιδίως η Γαλλία και η Γερμανία- με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, ώστε να αποκλιμακωθεί ο κίνδυνος σοσιαλιστικών ολισθημάτων, είτε ριζοσπαστικών είτε μετριοπαθών. Η Συνθήκη της Ρώμης, εγγράφοντας στις μαρμάρινες πλάκες της τον ιερό χαρακτήρα της ατομικής ιδιοκτησίας, έθετε πλέον εκτός νόμου κάθε επιδίωξη για σοσιαλισμό – όπως είχε ειπωθεί και από τον Ζισκάρ ντ’ Εστέν. Στη συνέχεια και σταδιακά αυτός ο χαρακτήρας ενισχύθηκε από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, για να φτάσει, μετά τις συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισαβόνας, να γίνει ένα οικοδόμημα κατασκευασμένο με οπλισμένο σκυρόδεμα.
Το επιχείρημα της ενορχηστρωμένης προπαγάνδας ώστε να γίνει αποδεκτό το σχέδιο ήταν ότι καταργούσε οριστικά τις εθνικές κυριαρχίες των κρατών της Ένωσης, δηλαδή αυτές τις κυριαρχίες που (στην αστική/ιμπεριαλιστική μορφή τους) ήταν υπεύθυνες για τις πρωτοφανείς σφαγές των δύο μεγάλων πολέμων του 20ού αιώνα. Ως εκ τούτου, η «αφήγηση» αυτή είχε λάβει ένα θετικό πρόσημο από τις νεότερες γενιές, που οραματίζονταν μια δημοκρατική και ειρηνιστική ευρωπαϊκή κυριαρχία, που θα διαδεχόταν τις πολεμοχαρείς εθνικές κυριαρχίες του παρελθόντος.
Στην πραγματικότητα, οι εθνικές κυριαρχίες ποτέ δεν καταργήθηκαν, αλλά κινητοποιήθηκαν σε τέτοια κατεύθυνση ώστε να γίνει εύκολα αποδεκτός ο κρατικο-φιλελευθερισμός, που φυσικά μετατράπηκε στο απαραίτητο πλαίσιο για να διασφαλίσει στα χρηματιστικοποιημένα πλέον μονοπώλια, το μονοπώλιο της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής διαχείρισης των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Κι αυτό, ανεξάρτητα από το πώς μπορεί να εξελίσσονταν οι απόψεις των λαών. Το ευρωπαϊκό σχέδιο βασίζεται στην απόλυτη άρνηση της δημοκρατίας (με την έννοια του δικαιώματος επιλογής μεταξύ εναλλακτικών κοινωνικών προγραμμάτων), άρνηση που πάει πολύ παραπέρα από το λεγόμενο «δημοκρατικό έλλειμμα» για το οποίο μιλούν οι γραφειοκρατίες των Βρυξελλών. Οι αποδείξεις είναι πολλές και επανειλημμένες. Και το ευρωπαϊκό σχέδιο έχει de facto εκμηδενίσει την αξιοπιστία των εκλογών, τα αποτελέσματα των οποίων είναι νόμιμα μόνο εφόσον συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του κρατικο-φιλελευθερισμού.
Η Γερμανία μπόρεσε, στο πλαίσιο αυτού του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, να επιβεβαιώσει την ηγεμονία της. Έτσι, με βάση την (αστική/καπιταλιστική) κυριαρχία της η Γερμανία αναδύθηκε ως υποκατάστατο μιας ανύπαρκτης ευρωπαϊκής κυριαρχίας. Και οι Ευρωπαίοι εταίροι κλήθηκαν να ευθυγραμμιστούν με τις απαιτήσεις αυτής της κυριαρχίας, σαφώς ανώτερης από εκείνη των άλλων. Η Ευρώπη έχει γίνει η γερμανική Ευρώπη, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, όπου το Βερολίνο διαχειρίζεται το νόμισμα σε προνομιακό όφελος των γερμανικών Konzern. Σημαντικοί πολιτικοί, όπως ο υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε, επιδίδονται μονίμως σε μια πολιτική εκβιασμών και απειλούν τους Ευρωπαίους εταίρους της με μια «έξοδο της Γερμανίας» (Gexit) σε περίπτωση που θέσουν υπό αμφισβήτηση την ηγεμονία του Βερολίνου.
Το συμπέρασμα αυτών των γεγονότων είναι προφανές: το γερμανικό μοντέλο δηλητηριάζει την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας. Ο κρατικο-φιλελευθερισμός είναι η πηγή της επίμονης στασιμότητας της ηπείρου, σε συνδυασμό με τις συνεχιζόμενες πολιτικές λιτότητας. Έτσι, συμπεραίνουμε πως ο κρατικο-φιλελευθερισμός είναι ένα παράλογο σύστημα όταν ειδωθεί από την προοπτική της προστασίας των συμφερόντων των λαϊκών πλειοψηφιών σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, καθώς δεν μπορεί μακροπρόθεσμα να υπερασπιστεί τις οικολογικές συνθήκες αναπαραγωγής της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
Επιπλέον, ο κρατικο-φιλελευθερισμός οδηγεί σε συνεχιζόμενη επιδείνωση των ανισοτήτων μεταξύ των εταίρων. Είναι στη ρίζα των εμπορικών πλεονασμάτων της Γερμανίας και των συμμετρικών ελλειμμάτων των άλλων εταίρων. Αλλά ο κρατικο-φιλελευθερισμός είναι μια απόλυτα λογική επιλογή από τη σκοπιά των χρηματοπιστωτικών μονοπωλίων, αφού εξασφαλίζει τη συνεχή ανάπτυξη των μονοπωλιακών προσόδων τους. Αυτό το σύστημα δεν είναι βιώσιμο. Όχι επειδή αντιμετωπίζει την αυξανόμενη αντίσταση των θυμάτων του (αναποτελεσματική έως σήμερα), αλλά λόγω της δικής του εσωτερικής αντίφασης: η αύξηση προσόδου των μονοπωλίων επιβάλλει τη στασιμότητα και τη συνεχή υποβάθμιση εύθραυστων εταίρων (όπως η Ελλάδα και άλλοι).
Ο καπετάνιος που είναι στο τιμόνι οδηγεί το ευρωπαϊκό καράβι κατευθείαν πάνω σε ορατούς υφάλους. Τι κι αν οι επιβάτες εκλιπαρούν ν’ αλλάξει πορεία; Ο καπετάνιος τους αγνοεί. Προστατευόμενος από τους πραιτοριανούς του (τις Βρυξέλλες, την ΕΚΤ) παραμένει άτρωτος. Το μόνο που απομένει είναι κάποιος να ρίξει τις σωσίβιες λέμβους στη θάλασσα. Πράγμα που είναι σίγουρα επικίνδυνο, αλλά τουλάχιστον λιγότερο από ό,τι είναι το ναυάγιο που σίγουρα επέρχεται. Η εικόνα θα βοηθήσει να κατανοήσουμε τη φύση των δύο επιλογών μεταξύ των επικριτών του ευρωπαϊκού συστήματος και όσων διστάζουν να επιλέξουν. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να παραμείνουν επί του σκάφους. Ενός σκάφους-ευρωπαϊκού οικοδομήματος που θα εξελίσσεται σε νέες κατευθύνσεις, σεβόμενο τα συμφέροντα της λαϊκής πλειοψηφίας.
Επιμένουν, παρά τις επανειλημμένες αποτυχίες των αγώνων που εμπλέκονται σε αυτή τη στρατηγική. Άλλοι ζητούν να εγκαταλείψουν το πλοίο, όπως αποδεικνύεται από την επιλογή των Άγγλων. Φεύγοντας από την Ευρώπη. Αλλά για να κάνουν τι; Τεράστιες εκστρατείες παραπληροφόρησης ενορχηστρωμένες από την κλίκα των Μέσων Ενημέρωσης που εξυπηρετούν την κρατικο-φιλελεύθερη τάξη, συμβάλλουν στο κάψιμο των χαρτιών της τράπουλας. Έτσι διατηρείται ένα αμάλγαμα που περιλαμβάνει όλες τις πιθανές μορφές άσκησης της εθνικής κυριαρχίας (ως έννοια), που παρουσιάζονται συλλήβδην ως δημαγωγικές, «λαϊκίστικες», ουτοπικές, σοβινιστικές, ως επιλογές που έχουν ξεπεραστεί από την ιστορία, ακόμη και ως επιλογές εμετικές. Το κοινό σφυροκοπείται από λόγια για την ασφάλεια και τη μετανάστευση, ενώ αποκρύπτονται οι ευθύνες του κρατικο-φιλελευθερισμού στην επιδείνωση των συνθηκών εργασίας των εργαζομένων. Δυστυχώς, ολόκληρα τμήματα της Αριστεράς έχουν μπει σε αυτό το στημένο παιχνίδι.
Από την πλευρά μου, μπορώ να πω ότι δεν υπάρχει τίποτα να περιμένουμε από το ευρωπαϊκό σχέδιο, το οποίο δεν μπορεί να μετασχηματιστεί από τα μέσα. Πρέπει να αποδομηθεί και έπειτα να ανοικοδομηθεί πάνω σε άλλες βάσεις. Επειδή αρνούνται να καταλήξουν σε αυτό το συμπέρασμα, πολλά από τα κινήματα που βρίσκονται σε σύγκρουση με τον κρατικο-φιλελευθερισμό αντιμετωπίζουν διστακτικά τους στρατηγικούς στόχους των αγώνων τους: εντός ή εκτός της Ευρώπης (ή του ευρώ); Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επιχειρήματα που προβάλλει το ένα ή το άλλο κίνημα αποκλίνουν, συχνά σε ακραίο βαθμό, ακόμη και για ασήμαντα θέματα – μερικές φορές και για λάθος θέματα, τα οποία ενορχηστρώνονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (όπως ασφάλεια, μετανάστες), με αποτέλεσμα να προκύπτει μια «δύσοσμη» επιλογή, που σπάνια είναι σχετική με τις πραγματικές προκλήσεις. Η έξοδος από το ΝΑΤΟ, για παράδειγμα, σπάνια χρησιμοποιείται ως στόχος. Παρ’ όλα αυτά, η αυξητική τάση απόρριψης της Ευρώπης (όπως το Brexit) αντικατοπτρίζει το τέλος των ψευδαισθήσεων για τη δυνατότητα της μεταρρύθμισής της.
Παρ’ όλα αυτά, η σύγχυση φοβίζει. Η Μεγάλη Βρετανία σίγουρα δεν είχε την πρόθεση να εφαρμόσει την εθνική της κυριαρχία με έναν τρόπο που να αποκλίνει από το κρατικο-φιλελευθερισμό. Μάλλον το Λονδίνο θέλει να «ανοίξει» τις σχέσεις του περαιτέρω με τις ΗΠΑ (η Μεγάλη Βρετανία δεν διατηρεί την απροθυμία ορισμένων Ευρωπαίων να τοποθετηθεί απέναντι στη διατλαντική συμφωνία ελεύθερου εμπορίου), με τις χώρες της Κοινοπολιτείας και τις αναδυόμενες χώρες του Νότου, αντικαθιστώντας την ευρωπαϊκή προτεραιότητα. Τίποτα άλλο, και σίγουρα, όχι ένα καλύτερο κοινωνικό πρόγραμμα. Άλλωστε, για τους Βρετανούς, η γερμανική ηγεμονία είναι λιγότερο αποδεκτή από ότι φαίνεται να είναι για άλλους, όπως τη Γαλλία και την Ιταλία.
Οι Ευρωπαίοι φασίστες διακηρύσσουν την εχθρότητά τους προς την Ευρώπη και το ευρώ. Αλλά πρέπει να γνωρίζουμε ότι η δική τους έννοια για την εθνική κυριαρχία, συνοψίζεται στην κυριαρχίας της καπιταλιστικής αστικής τάξης. Το σχέδιό τους αντικατοπτρίζει την αναζήτηση μιας εθνικής ανταγωνιστικότητας, εντός του συστήματος του κρατικο-φιλελευθερισμού, γεγονός που σχετίζεται με τις εμετικές εκστρατείες κατά των μεταναστών. Οι φασίστες δεν υπήρξαν ποτέ οι υπερασπιστές της δημοκρατίας, ούτε καν των εκλογών (εκτός οπορτουνιστικών σκοπών), πόσο μάλλον να υπερασπιστούν μια πιο προηγμένη δημοκρατία. Αντιμέτωπη με την πρόκληση, η άρχουσα τάξη δεν θα διστάσει: προτιμά τη φασιστική έξοδο από την κρίση. Έχει αποδειχθεί στην Ουκρανία.
Το σκιάχτρο της απόρριψης της Ευρώπης από τον φασισμό, παραλύει τους αγώνες ενάντια στο κρατικο-φιλελευθερισμό. Το επιχείρημα που επικαλούνται συχνά είναι: πώς μπορούμε να κάνουμε κοινή υπόθεση τον αγώνα κατά της Ευρώπης μαζί με τους φασίστες; Με τέτοιες συγχύσεις να δημιουργούνται, λησμονούμε ότι η επιτυχία των φασιστών είναι ακριβώς προϊόν της ατολμίας της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αν η ριζοσπαστική Αριστερά υπερασπιζόταν τολμηρά το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας, τονίζοντας ιδιαίτερα το λαϊκό και δημοκρατικό περιεχόμενό του, θα έκλεινε το δρόμο στην φασιστική δημαγωγία και ψευτιά περί κυριαρχίας που αφηγούνται οι φασίστες. Η υπεράσπιση της ψευδαίσθησης μιας μη πραγματοποιήσιμης μεταρρύθμισης της Ευρώπης δεν θα εμποδίσει την κατάρρευσή της. Το ευρωπαϊκό σχέδιο θα ξετυλιχθεί προς όφελος ενός νέου μοντέλου που αναδύεται και που μοιάζει, δυστυχώς, με την Ευρώπη της δεκαετίας του 1930 και του 1940: μια γερμανική Ευρώπη; Με τη Βρετανία και τη Ρωσία έξω από αυτήν, με τη Γαλλία να ταλαντεύεται μεταξύ του Vichy (που εφαρμόζεται σήμερα) ή του de Gaulle (ακόμα μη ορατής πολιτικής); Την Ισπανία και την Ιταλία που πλέουν – ταλαντεύονται στον απόηχο του Λονδίνου ή του Βερολίνου; Και ούτω ο καθεξής …
Η εθνική κυριαρχία είναι το απαραίτητο εργαλείο της κοινωνικής προόδου και της προόδου του εκδημοκρατισμού, όπως στον Βορρά έτσι και στον Νότο του πλανήτη. Η κατάκτησή τους υπαγορεύεται από τις λογικές που τοποθετούνται πέρα από τον καπιταλισμό, σε μια ευνοϊκή προοπτική για την ανάδειξη ενός πολυκεντρικού κόσμου και την εδραίωση του διεθνισμού των λαών.
Στον Νότο το κυρίαρχο εθνικό σχέδιο πρέπει να «περπατήσει στα δύο πόδια»:
(Ι) Να προωθήσει την οικοδόμηση ενός αυτόκεντρου και ολοκληρωμένου βιομηχανικού συστήματος, στο οποίο οι διάφοροι κλάδοι της παραγωγής να γίνονται οι προμηθευτές και καταναλωτές ο ένας του άλλου. Ο κρατικο-φιλελευθερισμός δεν επιτρέπει αυτή την διάρθρωση. Σχεδιάζει στην πραγματικότητα την «ανταγωνιστικότητα», σαν ιδιότητα της κάθε βιομηχανικής μονάδας. Η εφαρμογή της αρχής αυτής δίνει συνέχεια προτεραιότητα στις εξαγωγές και μειώνει τη βιομηχανία του Νότου, μετατρέποντάς την σε υπεργολάβο που κυριαρχείται από τα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών κέντρων, τα οποία ιδιοποιούνται, με αυτόν τον τρόπο, μεγάλο μέρος της αξίας που δημιουργήθηκε στον Νότο, μετατρεπόμενη σε ιμπεριαλιστική μονοπωλιακή πρόσοδο (Κέρδος). Σε αντίστιξη, για την κατασκευή ενός βιομηχανικού συστήματος απαιτείται προγραμματισμός του κράτους και της εθνικής κυριότητας του νομίσματος, του φορολογικού συστήματος, του εξωτερικού εμπορίου.
(II) Να προωθήσει έναν πρωτότυπο τρόπο ανανέωσης της αγροτικής παραγωγής, με βάση την αρχή ότι η γεωργική γη είναι ένα κοινό καλό του έθνους. Έτσι επιτυγχάνεται να εξασφαλιστεί η πρόσβαση στη γη και τα μέσα που την αξιοποιούν σε όλες τις αγροτικές οικογένειες. Τα έργα πρέπει να σχεδιάζονται σε αυτή τη βάση για την ανάπτυξη της παραγωγής ανά οικογένεια/εκτάριο, και η βιομηχανική παραγωγή πρέπει να θέσει προτεραιότητες για να το επιτρέψει. Ο στόχος αυτής της στρατηγικής είναι να διασφαλιστεί στη χώρα η επισιτιστική κυριαρχία και ο έλεγχος των μεταναστευτικών ροών από την ύπαιθρο στις πόλεις, για να ρυθμιστεί ο ρυθμός ανάπτυξης της αστικής απασχόλησης.
Η διάρθρωση της προόδου σε κάθε ένα από αυτούς τους δύο τομείς είναι ο κεντρικός άξονας των κρατικών πολιτικών που εγγυώνται την εδραίωση των πλατιών λαϊκών συμμαχιών «εργατών και αγροτών». Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται το ευνοϊκό έδαφος για την προηγμένη συμμετοχική δημοκρατία.
Στις χώρες του Βορά η λαϊκής κυριαρχίας πρέπει επίσης να σπάσει την κυριαρχία του κρατικο-φιλελευθερισμού, υπονοώντας εδώ τολμηρή πολιτική μέχρι την εθνικοποίηση των μονοπωλίων με παράλληλη ενεργοποίηση των μέσων για την έναρξη κοινωνικοποίησης της διαχείρισής τους. Αυτό σημαίνει, προφανώς, το εθνικό έλεγχο της διαχείρισης των χρημάτων, της πίστης, της φορολογίας, του εξωτερικού εμπορίου.
Το ιμπεριαλιστικό σύστημα έχει στη διάθεσή του την εφαρμογή ενός διαφοροποιημένου εύρους μεθόδων, ώστε να ασκεί την κυριαρχία του πάνω στα έθνη των περιφερειών του παγκόσμιου συστήματος και την εκμετάλλευσή τους. Στις χώρες του Νότου, όπου έχουν δημιουργηθεί αναπτυγμένα βιομηχανικά υποσύνολα του παγκοσμιοποιημένου συστήματος και ελέγχονται από τα μονοπώλια της ιμπεριαλιστικής τριάδας (ΗΠΑ, Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, Ιαπωνία)- ένας αυξανόμενος όγκος της αξίας που παράγεται στις εξαρτημένες τοπικές οικονομίες μετατρέπεται σε κέρδος των ιμπεριαλιστικών μονοπωλίων. Σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, οι μορφές εκμετάλλευσης έχουν λάβει επίσης μορφή βάναυσης λεηλασίας των φυσικών πόρων (πετρέλαιο, μεταλλεύματα, γεωργική γη, νερό και ηλιακή ενέργεια) από τη μία πλευρά, και από την άλλη εφαρμόζονται εκτεταμένες πολιτικών οικονομικής επιδρομής για την κατάσχεση των εθνικών αποταμιεύσεων των χωρών. Αυτές οι ληστρικές επιδρομές εξασφαλίζονται με την επιμονή στην προτεραιότητα για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους μιας χώρας. Το διαρθρωτικό έλλειμμα των δημόσιων οικονομικών στις χώρες αυτές αποτελεί μια τεράστια ευκαιρία για τα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια να τοποθετηθούν επικερδώς, αυξάνοντας τα οικονομικά πλεονάσματά τους, που τα δημιουργούν από την κρίση του παγκοσμιοποιημένου ιμπεριαλιστικού οικονομικού συστήματος, αναγκάζοντας τις αναπτυσσόμενες χώρες σε χρέη στις πιο ασυνείδητες συνθήκες.
Οι οικονομικές επιδρομές ασκούν τις καταστροφικές επιπτώσεις τους και στα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Η συνεχιζόμενη αύξηση του όγκου του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ που ενεργώς αναζητείται και υποστηρίζεται από το εθνικό και διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο, του επιτρέπει κερδοφόρες επενδύσεις πλεονασμάτων. Η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους προς την χρηματοπιστωτική αγορά των δανειστών, παρέχει την ευκαιρία για μια τεράστια διαρροή των εισοδημάτων των εργαζομένων, προς όφελος των κερδών των μονοπωλίων. Έτσι, τροφοδοτείται διαρκώς η συνεχιζόμενη αύξηση της ανισότητας στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Ο επίσημος λόγος που υιοθετείται για να εφαρμοστούν οι πολιτικές για τη μείωση του χρέους είναι εντελώς λάθος: στόχος τους, στην πραγματικότητα, είναι η αύξηση και όχι η μείωση του χρέους.
Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση εντείνει μια μαζική επίθεση εναντίον των αγροτών γης στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Η αποδοχή αυτού του σημαντικού συστατικού της παγκοσμιοποίησης οδήγησε στην τεράστια φτώχεια / αποκλεισμό / εξαθλίωση εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων σε τρεις ηπείρους. Η συνέχισή της θα οδηγήσει στο πραγματικό σταμάτημα κάθε προσπάθειας να επιτύχουμε μια διεθνή κοινότητα των εθνών. Η σύγχρονη καπιταλιστική γεωργία, εκπροσωπούμενη κατά φορές από την εύπορη οικογενειακή γεωργία ή / και τις εταιρείες μεταποίησης αγροτικών προϊόντων, προσπαθεί να επιτεθεί μαζικά την παγκόσμια παραγωγή αγροτικής γης. Η καπιταλιστική γεωργία διέπεται από την αρχή της κερδοφορίας του κεφαλαίου που βρίσκεται στη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη, στο νότιο άκρο της Λατινικής Αμερικής και της Αυστραλίας, απασχολεί μόνο μερικές δεκάδες εκατομμύρια αγρότες, ενώ έχει την υψηλότερη παγκόσμια παραγωγικότητα.
Την ίδια στιγμή που τα συστήματα καλλιέργειας των αγροτών εξακολουθούν να καταλαμβάνουν σχεδόν το μισό της ανθρωπότητας – τρία δισεκατομμύρια ανθρώπους. Τι θα συμβεί αν «η γεωργία και η παραγωγή τροφίμων» αντιμετωπιστούν όπως οποιαδήποτε άλλη μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής, με την πλήρη εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού σε μια ανοικτή απελευθερωμένη αγορά; Μήπως αυτές οι αρχές θα διευκολύνουν την επιτάχυνση της παραγωγής; Πράγματι, μπορεί κανείς να φανταστεί πενήντα εκατομμύρια νέους επιπλέον αγρότες με σύγχρονα μέσα, να παράγουν ό,τι τα 3 δισεκατομμύρια αγρότες παρέχουν στην αγορά πέρα από τη δική τους (και χαμηλή) διαβίωση. Οι προϋποθέσεις για την επιτυχία μιας τέτοιας εναλλακτικής λύσης θα απαιτούσε σημαντικές μεταφορές καλλιεργήσιμης γης σε νέους αγρότες (εδάφη που λαμβάνονται από αυτά που καταλαμβάνουν σήμερα οι κοινωνίες των αγροτών), την πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίου (για την αγορά εξοπλισμού) και την πρόσβαση σε καταναλωτικές αγορές.
Αυτοί οι αγρότες θα ανταγωνίζονταν εύκολα τα δισεκατομμύρια των υφιστάμενων αγροτών. Και τι θα συνέβαινε στους τελευταίους; Δισεκατομμύρια των μη ανταγωνιστικών παραγωγών θα πρέπει να εξαλειφθούν σε σύντομο ιστορικό χρονικό διάστημα μερικών δεκαετιών. Το κύριο επιχείρημα της νομιμοποίησης της «ανταγωνιστικής» εναλλακτικής λύσης είναι ότι αυτό το είδος της ανάπτυξης έλαβε χώρα στην Ευρώπη κατά τον 19ο αιώνα και συνέβαλε στη διαμόρφωση των πλούσιων βιομηχανικών και αστικών κοινωνιών και τη μεταβιομηχανική εποχή, έτσι ώστε να τροφοδοτείται το έθνος και ακόμα να εξάγει το πλεόνασμα τροφής. Γιατί να μην επαναληφθεί αυτό το μοντέλο στις χώρες του τρίτου κόσμου σήμερα;
Να μην επαναληφθεί, γιατί το επιχείρημα αυτό αγνοεί δύο βασικούς παράγοντες που κάνουν την αναπαραγωγή του μοντέλου αυτού σήμερα αδύνατο σε χώρες του Τρίτου Κόσμου. Ο πρώτος -παράγοντας- είναι ότι το ευρωπαϊκό μοντέλο που αναπτύχθηκε για ενάμιση αιώνα στηρίχθηκε σε βιομηχανικές τεχνολογίες εντάσεως εργασίας. Οι σύγχρονες τεχνολογίες δεν έχουν ανάγκη από τέτοια μορφής εργασίας. Και ως εκ τούτου, αν οι νεοφερμένοι του Τρίτου Κόσμου θέλουν να είναι ανταγωνιστικοί στις παγκόσμιες αγορές για τις εξαγωγές των βιομηχανικών προϊόντων τους, πρέπει να υιοθετήσουν αυτές τις τεχνολογίες. Ο δεύτερος παράγοντας αφορά στο ότι στη διάρκεια της μακράς της μετάβασης η Ευρώπη μπορούσε να διοχετεύει το πλεόνασμα του πληθυσμού με την μαζική μετανάστευση στην Αμερική.
Μπορούμε να φανταστούμε άλλες εναλλακτικές λύσεις που βασίζονται στην πρόσβαση σε γη για όλους τους αγρότες; Στο πλαίσιο αυτό υπονοείται ότι η γεωργία των αγροτών πρέπει να διατηρηθεί και να επιδίδονται ταυτόχρονα σε μια διαδικασία αλλαγής και τη συνεχή τεχνολογική και κοινωνική πρόοδο. Και με ένα ρυθμό που θα επιτρέψει τη σταδιακή μεταφορά σε μη γεωργική απασχόληση, όπως και με την ανάπτυξη του συστήματος. Τέτοιος στρατηγικός στόχος περιλαμβάνει πολιτικές προστασίας των αγροτών στην παραγωγή τροφίμων από το άνισο ανταγωνισμό της εκσυγχρονισμένης γεωργίας και διεθνών γεωργικοεπισιτιστικών επιχειρήσεων. Να θέτει υπό αμφισβήτηση τα μοντέλα της βιομηχανικής και αστικής ανάπτυξης – η οποία θα πρέπει να βασίζεται λιγότερο στις εξαγωγές και τους χαμηλούς μισθούς (που με τη σειρά τους συνεπάγονται χαμηλές τιμές τροφίμων) και να δίνεται μεγαλύτερη προσοχή στην επέκταση μιας εσωτερικής αγοράς κοινωνικά ισορροπημένης. Επιπλέον, μια τέτοια στρατηγική θα διευκόλυνε την ενσωμάτωση στο σύνολο των πολιτικών που διασφαλίζουν την εθνική διατροφική κυριαρχία, απαραίτητη προϋπόθεση για μια χώρα να είναι ενεργό μέλος της διεθνούς κοινότητας, ενισχύοντας τον απαραίτητο βαθμό της αυτονομίας της και την ικανότητα διαπραγμάτευσης της.
Για λόγους συντομίας δεν έχω αντιμετωπίσει εδώ μείζονα θέματα: την ανάδυση του καπιταλισμού των γενικευμένων μονοπωλίων, τη νέα γενικευμένη προλεταριοποίηση, τη στρατιωτικοποίηση της παγκοσμιοποίησης και τις συγκρούσεις για την πρόσβαση σε φυσικούς πόρους, τη χρηματιστική παγκοσμιοποίηση που αποτελεί τον αδύναμο κρίκο του συστήματος, την ανασυγκρότηση της αλληλεγγύης μεταξύ των χωρών του Νότου, τη στρατηγική των αγώνων που διεξάγονται, τις απαιτήσεις του αντιιμπεριαλιστικού διεθνισμού των λαών. Παραπέμπω τον αναγνώστη στο βιβλίο μου Η κατάρρευση του σύγχρονου καπιταλισμού και εφιστώ την προσοχή στις θεσμικές προτάσεις που διατυπώνω για να εξασφαλιστεί το λαϊκό περιεχόμενο της οικονομικής διαχείρισης της μετάβασης πέρα από τον καπιταλισμό (σελίδες 123-128 του βιβλίου).
Δρόμος της Αριστεράς
Δημοσιεύουμε σε ένθετο ολόκληρο το άρθρο του Σαμίρ Αμίν που γράφτηκε με αφορμή το Brexit και πραγματεύεται μείζονα ζητήματα στρατηγικής του σύγχρονου προοδευτικού κινήματος, στην ιδιαίτερη καμπή που βρίσκεται τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για ένα σημαντικότατο άρθρο, που απαιτεί μελέτη και προβληματισμό, γιατί ανοίγει διάπλατα την συζήτηση γύρω από το θέμα της «εθνικής κυριαρχίας», θέμα τόσο παραμελημένο τα τελευταία χρόνια, επιμένοντας να ενταχθεί στo πλαίσιo της στρατηγικής που έχει κάθε σημαντική κοινωνική δύναμη και φυσικά οι υποτελείς τάξεις και στρώματα, οι λαοί του κόσμου.
Το κείμενο αυτό γράφτηκε στα γαλλικά για την ιστοσελίδα Defend Democracy Press, από όπου και μας παραχωρήθηκε.
Η εθνική κυριαρχία: για ποιους σκοπούς;
Η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας, όπως και η κριτική της, προκαλεί σοβαρές παρεξηγήσεις από τη στιγμή που την αποσπούμε από το κοινωνικό, ταξικό περιεχόμενο της στρατηγικής στην οποία εγγράφεται. Το κυρίαρχο κοινωνικό μπλοκ στις καπιταλιστικές κοινωνίες αντιλαμβάνεται πάντα την κυριαρχία ως ένα απαραίτητο εργαλείο για την προαγωγή των δικών του συμφερόντων, τα οποία είναι θεμελιωμένα τόσο στην καπιταλιστική εκμετάλλευση της εργασίας όσο και στην παγίωση των διεθνών θέσεων της. Σήμερα, στο παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελεύθερο σύστημα (το οποίο προτιμώ να αποκαλώ κρατικο-φιλελεύθερο, δανειζόμενος από τον Μπρούνο Όιγκεν αυτόν τον εξαιρετικό όρο) που κυριαρχείται από τα χρηματιστικοποιημένα μονοπώλια της ιμπεριαλιστικής τριάδας (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία), οι πολιτικές εξουσίες, που το διαχειρίζονται προς αποκλειστικό όφελος αυτών των μονοπωλίων, αντιλαμβάνονται την εθνική κυριαρχία ως το εργαλείο που τους επιτρέπει να βελτιώσουν τις «ανταγωνιστικές» θέσεις τους στο παγκόσμιο σύστημα. Τα οικονομικά και κοινωνικά μέσα του κράτους (υπαγωγή της εργασίας στις απαιτήσεις των εργοδοτών, οργάνωση της ανεργίας και της επισφάλειας, κατακερματισμός του κόσμου της δουλειάς) και οι πολιτικές παρεμβάσεις (συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών επεμβάσεων), είναι συνδεδεμένες και συνδυασμένες στο κυνήγι αποκλειστικά ενός στόχου: της μεγιστοποίησης του όγκου της προσόδου που μονοπωλείται από τα «εθνικά» μονοπώλιά τους.
Ο κρατικο-φιλελεύθερος ιδεολογικός λόγος ισχυρίζεται ότι εγκαθιδρύει μια τάξη βασισμένη αποκλειστικά στη γενικευμένη αγορά, της οποίας οι μηχανισμοί θα αυτορυθμίζονταν και θα παρήγαγαν το κοινωνικά βέλτιστο (κάτι το οποίο φυσικά δεν ισχύει) υπό τον όρο ότι ο ανταγωνισμός θα είναι ελεύθερος και διαφανής (κάτι το οποίο δεν γίνεται ποτέ, και δεν μπορεί να γίνει στην εποχή των μονοπωλίων). Όπως, επίσης, διατείνεται ότι το κράτος δεν έχει κανένα ρόλο να παίξει πέρα από την εγγύηση της λειτουργίας του εν λόγω ανταγωνισμού (κάτι που είναι αντίθετο στο γεγονός ότι αυτή η λειτουργία απαιτεί, ακριβώς, την ενεργητική παρέμβαση του κράτους – στην πραγματικότητα ο κρατικο-φιλελευθερισμός είναι μια κρατική πολιτική). Αυτός ο λόγος, έκφραση της ιδεολογίας του «νεοφιλελεύθερου ιού», εμποδίζει την κατανόηση της πραγματικής λειτουργίας του συστήματος, όπως την εκπληρώνουν οι λειτουργίες του κράτους και της εθνικής κυριαρχίας. Οι ΗΠΑ δίνουν το παράδειγμα ενός τρόπου της αποφασισμένης και διαρκούς εφαρμογής της κυριαρχίας, όπως γίνεται αντιληπτή με την «αστική» έννοια, σήμερα δηλαδή στην υπηρεσία του κεφαλαίου των χρηματιστικοποιημένων μονοπωλίων. Το «εθνικό» Δίκαιο εξυπηρετεί τις ΗΠΑ, χάρη στη διαβεβαιωμένη και επαναβεβαιωμένη ανωτερότητά του έναντι του Διεθνούς Δικαίου. Το ίδιο ίσχυε και στις ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρώπης τον 19ο και 20ό αιώνα.
Άλλαξαν τα πράγματα με την οικοδόμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.); Έτσι διατείνεται ο ευρωπαϊκός λόγος και άρα νομιμοποιεί την υπαγωγή των εθνικών κυριαρχιών στο «ευρωπαϊκό δίκαιο», έτσι όπως εκφράζεται μέσα από τις αποφάσεις των οργάνων των Βρυξελλών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), βάσει των συνθηκών του Μάαστριχτ και της Λισσαβώνας. Η ίδια η ελευθερία επιλογής των εκλογέων είναι περιορισμένη από τις υπερεθνικές απαιτήσεις του κρατικο-φιλελευθερισμού. Όπως είπε και η κυρία Μέρκελ, «αυτή η επιλογή πρέπει να συμβαδίζει με τις απαιτήσεις της αγοράς». Αν τις υπερβεί, η επιλογή των εκλογέων χάνει τη νομιμότητα της. Παρ’ όλα αυτά, σε αντίθεση με αυτά τα λόγια, η Γερμανία εφαρμόζει στην πράξη πολιτικές που υλοποιούν την άσκηση της εθνικής της κυριαρχίας, και φροντίζει να εξασφαλίσει την υποταγή των ευρωπαίων εταίρων της στις απαιτήσεις της. Η Γερμανία χρησιμοποίησε τον ευρωπαϊκό κρατικο-φιλελευθερισμό σύστημα ώστε να εγκαθιδρύσει την ηγεμονία της, ιδίως στη ζώνη του ευρώ. Η Μ. Βρετανία, επιλέγοντας το Brexit, δήλωσε με τη σειρά της την αποφασισμένη επιλογή της να επωφεληθεί των πλεονεκτημάτων που προσδίδει η άσκηση της εθνικής της κυριαρχίας.
Μπορούμε, λοιπόν, να κατανοήσουμε ότι ο «εθνικιστικός λόγος» και η δίχως όρια εξύμνηση από μεριάς του των αρετών της εθνικής κυριαρχίας (κατανοητής ως αστικής-καπιταλιστικής κυριαρχίας), δίχως την παραμικρή αναφορά στο ταξικό περιεχόμενο των συμφερόντων που υπηρετεί, ήταν ανέκαθεν αντικείμενο επιφυλάξεων, το λιγότερο, από την πλευρά όλων των ρευμάτων της Αριστεράς, με την ευρεία έννοια του όρου – δηλαδή από την πλευρά όλων αυτών που έχουν ως έγνοια την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζόμενων τάξεων. Παρ’ όλα αυτά, ας επιφυλαχθούμε να ισχυριστούμε ότι η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας αφορά μονάχα τον «αστικό εθνικισμό». Η υπεράσπισή της αποδεικνύεται εξίσου απαραίτητη για να υπηρετηθούν κοινωνικά συμφέροντα διαφορετικά από αυτά του κυρίαρχου καπιταλιστικού μπλοκ. Δηλαδή η εθνική κυριαρχία θα είναι στενά συνδεδεμένη τόσο με το ξεδίπλωμα στρατηγικών διεξόδου του καπιταλισμού, όσο και με τη δέσμευση στη μακρά πορεία προς το σοσιαλισμό.
Αποτελεί, δηλαδή, απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να σημειωθούν προχωρήματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Η αιτία είναι ότι η έμπρακτη αμφισβήτηση του παγκόσμιου (και ευρωπαϊκού) κρατικο-φιλελευθερισμού δεν θα είναι παρά προϊόν προχωρημάτων άνισων από τη μια χώρα στην άλλη, από τη μια στιγμή στην άλλη. Το παγκόσμιο σύστημα (και το ευρωπαϊκό υποσύστημα) δεν μετασχηματίστηκε ποτέ «από τα πάνω», μέσω συλλογικών αποφάσεων της «διεθνούς κοινότητας» (ή της «ευρωπαϊκής»). Οι εξελίξεις αυτών των συστημάτων δεν ήταν παρά προϊόν αλλαγών που επιβάλλονταν στο πλαίσιο των κρατών που τα συγκροτούσαν, κι από το συσχετισμό δύναμης μεταξύ αυτών των κρατών. Το πλαίσιο που ορίζεται από το κράτος («έθνος») παραμένει αυτό μέσα στο οποίο ξετυλίγονται όλοι εκείνοι οι αποφασιστικοί αγώνες που μετασχηματίζουν τον κόσμο.
Οι λαοί των περιφερειών του παγκόσμιου συστήματος, πολωμένου εκ φύσεως, έχουν μια μακρά εμπειρία αυτού του θετικού, δηλαδή αντιιμπεριαλιστικού και εν δυνάμει αντικαπιταλιστικού, εθνικισμού (ο οποίος εκφράζει την άρνηση της παγκόσμιας τάξης που τους έχει επιβληθεί). Λέω μόνο «εν δυνάμει», διότι αυτός ο εθνικισμός μπορεί να είναι εξίσου φορέας της πλάνης για την οικοδόμηση ενός εθνικού καπιταλισμού που θα καταφέρει να «προφτάσει» τις εθνικές οικοδομήσεις των κυρίαρχων κέντρων. Ο εθνικισμός των λαών αυτών της περιφέρειας δεν είναι προοδευτικός παρά μόνο υπό αυτόν τον όρο: ότι θα είναι αντιιμπεριαλιστικός, δηλαδή σήμερα σε ρήξη με τον παγκοσμιοποιημένο κρατικο-φιλελευθερισμό. Αντιθέτως, ένας «εθνικισμός» (μόνο κατ’ όψη) που εγγράφεται στη λογική του παγκοσμιοποιημένου κρατικο-φιλελευθερισμού, και άρα δεν θέτει σε αμφισβήτηση την κατώτερη θέση του συγκεκριμένου έθνους στο σύστημα, γίνεται το εργαλείο των κυρίαρχων ντόπιων τάξεων που ενδιαφέρονται μονάχα να συμμετάσχουν στην εκμετάλλευση των λαών τους και, ενδεχομένως, πιο αδύναμων περιφερειακών εταίρων, απέναντι στους οποίους συμπεριφέρονται ως «υπο-ιμπεριαλισμός».
Σήμερα τα προχωρήματα -είτε τολμηρά είτε περιορισμένα- που επιτρέπουν την έξοδο από τον κρατικο-φιλελευθερισμό είναι αναγκαία και εφικτά σε όλες τις περιοχές του κόσμου, στο Βορρά και στο Νότο. Η κρίση του καπιταλισμού δημιουργεί ένα έδαφος πρόσφορο για την ωρίμανση επαναστατικών συγκυριών. Εκφράζω αυτή την αντικειμενική, αναγκαία και εφικτή απαίτηση σε μία σύντομη φράση: Να βγούμε από την κρίση του καπιταλισμού ή να βγούμε από τον καπιταλισμό που βρίσκεται σε κρίση; (τίτλος ενός από τα πρόσφατα βιβλία μου). Το να βγούμε από την κρίση δεν είναι δικό μας πρόβλημα – είναι πρόβλημα της καπιταλιστικής άρχουσας τάξης. Το αν θα τα καταφέρει (και κατά τη γνώμη μου δεν στρατεύεται σε μια κατεύθυνση που θα το επέτρεπε) ή όχι, επίσης δεν είναι δικό μας πρόβλημα. Τι έχουμε να κερδίσουμε εμείς εάν συνεταιριστούμε με τους αντιπάλους μας, ώστε να ξαναδώσουμε ζωή σε έναν κρατικο-φιλελευθερισμό που δεν λειτουργεί πλέον; Αντιθέτως, αυτή η κρίση δημιουργεί ευκαιρίες για να προχωρήσουμε μπροστά, με βήματα θαρραλέα ή λιγότερο θαρραλέα, υπό τον όρο ότι τα κινήματα που αγωνίζονται υιοθετούν ολόψυχα στρατηγικές οι οποίες ορίζουν έναν τέτοιο στόχο.
Άρα η επαναβεβαίωση της εθνικής κυριαρχίας επιβάλλεται, ώστε να επιτραπούν προχωρήματα, που αναγκαστικά θα είναι άνισα, από τη μια χώρα στην άλλη – πάντα σε σύγκρουση με τις λογικές του κρατικο-φιλελευθερισμού. Το λαϊκό, κοινωνικό και δημοκρατικό κυρίαρχο εθνικό σχέδιο που προτείνεται εδώ πρέπει να γίνει αντιληπτό μέσα από αυτό το πρίσμα. Εδώ, η έννοια της κυριαρχίας δεν είναι αυτή της αστικής-καπιταλιστικής κυριαρχίας. Διακρίνεται σαφώς από αυτήν και, γι’ αυτό το λόγο, πρέπει να οριστεί ως λαϊκή κυριαρχία. Το αμάλγαμα ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο αντιφατικές έννοιες, και εξαιτίας αυτού η βιαστική άρνηση οποιουδήποτε «εθνικισμού», δίχως παραπέρα προσδιορισμό, ακυρώνει κάθε προσπάθεια διεξόδου από τον κρατικο-φιλελευθερισμό. Δυστυχώς στην Ευρώπη -και αλλού- η σύγχρονη Αριστερά που δίνει αγώνες συχνά εφαρμόζει αυτό το αμάλγαμα.
Το να υπερασπιζόμαστε την εθνική κυριαρχία δεν σημαίνει απλώς «θέλω μια άλλη, πολυπολική παγκοσμιοποίηση» (σε αντίθεση με το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης που εφαρμόζεται σήμερα), θεμελιωμένη πάνω στην ιδέα ότι η διεθνής τάξη θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ ισότιμων και κυρίαρχων εθνικών εταίρων, και όχι να επιβάλλεται από τους ισχυρούς του κόσμου (την ιμπεριαλιστική τριάδα, με επικεφαλής τις ΗΠΑ) όπως συμβαίνει στο σύστημα του κρατικο-φιλελευθερισμού. Διότι έστω, ας πούμε ότι γίνεται έτσι. Και πάλι, παραμένει μια ερώτηση που απαιτεί απάντηση: έναν πολυπολικό κόσμο για να κάνουμε τι;
Διότι ένας πολυπολικός κόσμος μπορεί να θεωρηθεί ότι θα διέπεται, όπως πάντα, από τον ανταγωνισμό μεταξύ συστημάτων που αποδέχονται τον κρατικο-φιλελευθερισμό. Ή, αντίθετα, μπορεί να ειδωθεί ως ένα πλαίσιο που προσφέρει μεγαλύτερα περιθώρια κινήσεων στους λαούς που θέλουν να φύγουν από αυτόν τον κρατικο-φιλελευθερισμό. Άρα, πρέπει να προσδιορίσουμε τη φύση του στόχου που επιδιώκεται στα πλαίσια του προτεινόμενου πολυπολικού συστήματος. Όπως πάντα στην Ιστορία, ένα εθνικό σχέδιο μπορεί να είναι υβριδικό, να διαπερνιέται από αντιθέσεις μεταξύ των τάσεων που ξεδιπλώνονται στο εσωτερικό του, με κάποιες από αυτές να επιδιώκουν μια καπιταλιστική εθνική οικοδόμηση και κάποιες άλλες να θέτουν διαφορετικούς στόχους-στόχους που πηγαίνουν παραπέρα, λόγω του προοδευτικού κοινωνικού περιεχομένου τους. Το κυρίαρχο σχέδιο της Κίνας προσφέρει ένα καλό παράδειγμα, όπως και τα ημικυρίαρχα σχέδια της Ινδίας, της Βραζιλίας και άλλων χωρών.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση απέτυχε
Αν και η κατάρρευση, η ενδόρρηξη του ευρωπαϊκού σχεδίου (και ειδικότερα του υποσυστήματος του ευρώ) είναι ήδη σε εξέλιξη εδώ και χρόνια (βλ. Σαμίρ Αμίν, L’implosion du capitalisme contemporain), το Brexit προφανώς και αποτελεί μια σημαντικότατη εκδήλωση αυτής της κατάρρευσης.
Το ευρωπαϊκό σχέδιο από την αρχή του, από το 1957, σχεδιάστηκε ως «εργαλείο» το οποίο κατασκεύασαν τα καπιταλιστικά μονοπώλια των εταίρων -και ιδίως η Γαλλία και η Γερμανία- με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, ώστε να αποκλιμακωθεί ο κίνδυνος σοσιαλιστικών ολισθημάτων, είτε ριζοσπαστικών είτε μετριοπαθών. Η Συνθήκη της Ρώμης, εγγράφοντας στις μαρμάρινες πλάκες της τον ιερό χαρακτήρα της ατομικής ιδιοκτησίας, έθετε πλέον εκτός νόμου κάθε επιδίωξη για σοσιαλισμό – όπως είχε ειπωθεί και από τον Ζισκάρ ντ’ Εστέν. Στη συνέχεια και σταδιακά αυτός ο χαρακτήρας ενισχύθηκε από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, για να φτάσει, μετά τις συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισαβόνας, να γίνει ένα οικοδόμημα κατασκευασμένο με οπλισμένο σκυρόδεμα.
Το επιχείρημα της ενορχηστρωμένης προπαγάνδας ώστε να γίνει αποδεκτό το σχέδιο ήταν ότι καταργούσε οριστικά τις εθνικές κυριαρχίες των κρατών της Ένωσης, δηλαδή αυτές τις κυριαρχίες που (στην αστική/ιμπεριαλιστική μορφή τους) ήταν υπεύθυνες για τις πρωτοφανείς σφαγές των δύο μεγάλων πολέμων του 20ού αιώνα. Ως εκ τούτου, η «αφήγηση» αυτή είχε λάβει ένα θετικό πρόσημο από τις νεότερες γενιές, που οραματίζονταν μια δημοκρατική και ειρηνιστική ευρωπαϊκή κυριαρχία, που θα διαδεχόταν τις πολεμοχαρείς εθνικές κυριαρχίες του παρελθόντος.
Στην πραγματικότητα, οι εθνικές κυριαρχίες ποτέ δεν καταργήθηκαν, αλλά κινητοποιήθηκαν σε τέτοια κατεύθυνση ώστε να γίνει εύκολα αποδεκτός ο κρατικο-φιλελευθερισμός, που φυσικά μετατράπηκε στο απαραίτητο πλαίσιο για να διασφαλίσει στα χρηματιστικοποιημένα πλέον μονοπώλια, το μονοπώλιο της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής διαχείρισης των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Κι αυτό, ανεξάρτητα από το πώς μπορεί να εξελίσσονταν οι απόψεις των λαών. Το ευρωπαϊκό σχέδιο βασίζεται στην απόλυτη άρνηση της δημοκρατίας (με την έννοια του δικαιώματος επιλογής μεταξύ εναλλακτικών κοινωνικών προγραμμάτων), άρνηση που πάει πολύ παραπέρα από το λεγόμενο «δημοκρατικό έλλειμμα» για το οποίο μιλούν οι γραφειοκρατίες των Βρυξελλών. Οι αποδείξεις είναι πολλές και επανειλημμένες. Και το ευρωπαϊκό σχέδιο έχει de facto εκμηδενίσει την αξιοπιστία των εκλογών, τα αποτελέσματα των οποίων είναι νόμιμα μόνο εφόσον συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του κρατικο-φιλελευθερισμού.
Η Γερμανία μπόρεσε, στο πλαίσιο αυτού του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, να επιβεβαιώσει την ηγεμονία της. Έτσι, με βάση την (αστική/καπιταλιστική) κυριαρχία της η Γερμανία αναδύθηκε ως υποκατάστατο μιας ανύπαρκτης ευρωπαϊκής κυριαρχίας. Και οι Ευρωπαίοι εταίροι κλήθηκαν να ευθυγραμμιστούν με τις απαιτήσεις αυτής της κυριαρχίας, σαφώς ανώτερης από εκείνη των άλλων. Η Ευρώπη έχει γίνει η γερμανική Ευρώπη, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, όπου το Βερολίνο διαχειρίζεται το νόμισμα σε προνομιακό όφελος των γερμανικών Konzern. Σημαντικοί πολιτικοί, όπως ο υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε, επιδίδονται μονίμως σε μια πολιτική εκβιασμών και απειλούν τους Ευρωπαίους εταίρους της με μια «έξοδο της Γερμανίας» (Gexit) σε περίπτωση που θέσουν υπό αμφισβήτηση την ηγεμονία του Βερολίνου.
Το συμπέρασμα αυτών των γεγονότων είναι προφανές: το γερμανικό μοντέλο δηλητηριάζει την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας. Ο κρατικο-φιλελευθερισμός είναι η πηγή της επίμονης στασιμότητας της ηπείρου, σε συνδυασμό με τις συνεχιζόμενες πολιτικές λιτότητας. Έτσι, συμπεραίνουμε πως ο κρατικο-φιλελευθερισμός είναι ένα παράλογο σύστημα όταν ειδωθεί από την προοπτική της προστασίας των συμφερόντων των λαϊκών πλειοψηφιών σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, καθώς δεν μπορεί μακροπρόθεσμα να υπερασπιστεί τις οικολογικές συνθήκες αναπαραγωγής της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
Επιπλέον, ο κρατικο-φιλελευθερισμός οδηγεί σε συνεχιζόμενη επιδείνωση των ανισοτήτων μεταξύ των εταίρων. Είναι στη ρίζα των εμπορικών πλεονασμάτων της Γερμανίας και των συμμετρικών ελλειμμάτων των άλλων εταίρων. Αλλά ο κρατικο-φιλελευθερισμός είναι μια απόλυτα λογική επιλογή από τη σκοπιά των χρηματοπιστωτικών μονοπωλίων, αφού εξασφαλίζει τη συνεχή ανάπτυξη των μονοπωλιακών προσόδων τους. Αυτό το σύστημα δεν είναι βιώσιμο. Όχι επειδή αντιμετωπίζει την αυξανόμενη αντίσταση των θυμάτων του (αναποτελεσματική έως σήμερα), αλλά λόγω της δικής του εσωτερικής αντίφασης: η αύξηση προσόδου των μονοπωλίων επιβάλλει τη στασιμότητα και τη συνεχή υποβάθμιση εύθραυστων εταίρων (όπως η Ελλάδα και άλλοι).
Ο καπετάνιος που είναι στο τιμόνι οδηγεί το ευρωπαϊκό καράβι κατευθείαν πάνω σε ορατούς υφάλους. Τι κι αν οι επιβάτες εκλιπαρούν ν’ αλλάξει πορεία; Ο καπετάνιος τους αγνοεί. Προστατευόμενος από τους πραιτοριανούς του (τις Βρυξέλλες, την ΕΚΤ) παραμένει άτρωτος. Το μόνο που απομένει είναι κάποιος να ρίξει τις σωσίβιες λέμβους στη θάλασσα. Πράγμα που είναι σίγουρα επικίνδυνο, αλλά τουλάχιστον λιγότερο από ό,τι είναι το ναυάγιο που σίγουρα επέρχεται. Η εικόνα θα βοηθήσει να κατανοήσουμε τη φύση των δύο επιλογών μεταξύ των επικριτών του ευρωπαϊκού συστήματος και όσων διστάζουν να επιλέξουν. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να παραμείνουν επί του σκάφους. Ενός σκάφους-ευρωπαϊκού οικοδομήματος που θα εξελίσσεται σε νέες κατευθύνσεις, σεβόμενο τα συμφέροντα της λαϊκής πλειοψηφίας.
Επιμένουν, παρά τις επανειλημμένες αποτυχίες των αγώνων που εμπλέκονται σε αυτή τη στρατηγική. Άλλοι ζητούν να εγκαταλείψουν το πλοίο, όπως αποδεικνύεται από την επιλογή των Άγγλων. Φεύγοντας από την Ευρώπη. Αλλά για να κάνουν τι; Τεράστιες εκστρατείες παραπληροφόρησης ενορχηστρωμένες από την κλίκα των Μέσων Ενημέρωσης που εξυπηρετούν την κρατικο-φιλελεύθερη τάξη, συμβάλλουν στο κάψιμο των χαρτιών της τράπουλας. Έτσι διατηρείται ένα αμάλγαμα που περιλαμβάνει όλες τις πιθανές μορφές άσκησης της εθνικής κυριαρχίας (ως έννοια), που παρουσιάζονται συλλήβδην ως δημαγωγικές, «λαϊκίστικες», ουτοπικές, σοβινιστικές, ως επιλογές που έχουν ξεπεραστεί από την ιστορία, ακόμη και ως επιλογές εμετικές. Το κοινό σφυροκοπείται από λόγια για την ασφάλεια και τη μετανάστευση, ενώ αποκρύπτονται οι ευθύνες του κρατικο-φιλελευθερισμού στην επιδείνωση των συνθηκών εργασίας των εργαζομένων. Δυστυχώς, ολόκληρα τμήματα της Αριστεράς έχουν μπει σε αυτό το στημένο παιχνίδι.
Από την πλευρά μου, μπορώ να πω ότι δεν υπάρχει τίποτα να περιμένουμε από το ευρωπαϊκό σχέδιο, το οποίο δεν μπορεί να μετασχηματιστεί από τα μέσα. Πρέπει να αποδομηθεί και έπειτα να ανοικοδομηθεί πάνω σε άλλες βάσεις. Επειδή αρνούνται να καταλήξουν σε αυτό το συμπέρασμα, πολλά από τα κινήματα που βρίσκονται σε σύγκρουση με τον κρατικο-φιλελευθερισμό αντιμετωπίζουν διστακτικά τους στρατηγικούς στόχους των αγώνων τους: εντός ή εκτός της Ευρώπης (ή του ευρώ); Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επιχειρήματα που προβάλλει το ένα ή το άλλο κίνημα αποκλίνουν, συχνά σε ακραίο βαθμό, ακόμη και για ασήμαντα θέματα – μερικές φορές και για λάθος θέματα, τα οποία ενορχηστρώνονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (όπως ασφάλεια, μετανάστες), με αποτέλεσμα να προκύπτει μια «δύσοσμη» επιλογή, που σπάνια είναι σχετική με τις πραγματικές προκλήσεις. Η έξοδος από το ΝΑΤΟ, για παράδειγμα, σπάνια χρησιμοποιείται ως στόχος. Παρ’ όλα αυτά, η αυξητική τάση απόρριψης της Ευρώπης (όπως το Brexit) αντικατοπτρίζει το τέλος των ψευδαισθήσεων για τη δυνατότητα της μεταρρύθμισής της.
Παρ’ όλα αυτά, η σύγχυση φοβίζει. Η Μεγάλη Βρετανία σίγουρα δεν είχε την πρόθεση να εφαρμόσει την εθνική της κυριαρχία με έναν τρόπο που να αποκλίνει από το κρατικο-φιλελευθερισμό. Μάλλον το Λονδίνο θέλει να «ανοίξει» τις σχέσεις του περαιτέρω με τις ΗΠΑ (η Μεγάλη Βρετανία δεν διατηρεί την απροθυμία ορισμένων Ευρωπαίων να τοποθετηθεί απέναντι στη διατλαντική συμφωνία ελεύθερου εμπορίου), με τις χώρες της Κοινοπολιτείας και τις αναδυόμενες χώρες του Νότου, αντικαθιστώντας την ευρωπαϊκή προτεραιότητα. Τίποτα άλλο, και σίγουρα, όχι ένα καλύτερο κοινωνικό πρόγραμμα. Άλλωστε, για τους Βρετανούς, η γερμανική ηγεμονία είναι λιγότερο αποδεκτή από ότι φαίνεται να είναι για άλλους, όπως τη Γαλλία και την Ιταλία.
Οι Ευρωπαίοι φασίστες διακηρύσσουν την εχθρότητά τους προς την Ευρώπη και το ευρώ. Αλλά πρέπει να γνωρίζουμε ότι η δική τους έννοια για την εθνική κυριαρχία, συνοψίζεται στην κυριαρχίας της καπιταλιστικής αστικής τάξης. Το σχέδιό τους αντικατοπτρίζει την αναζήτηση μιας εθνικής ανταγωνιστικότητας, εντός του συστήματος του κρατικο-φιλελευθερισμού, γεγονός που σχετίζεται με τις εμετικές εκστρατείες κατά των μεταναστών. Οι φασίστες δεν υπήρξαν ποτέ οι υπερασπιστές της δημοκρατίας, ούτε καν των εκλογών (εκτός οπορτουνιστικών σκοπών), πόσο μάλλον να υπερασπιστούν μια πιο προηγμένη δημοκρατία. Αντιμέτωπη με την πρόκληση, η άρχουσα τάξη δεν θα διστάσει: προτιμά τη φασιστική έξοδο από την κρίση. Έχει αποδειχθεί στην Ουκρανία.
Το σκιάχτρο της απόρριψης της Ευρώπης από τον φασισμό, παραλύει τους αγώνες ενάντια στο κρατικο-φιλελευθερισμό. Το επιχείρημα που επικαλούνται συχνά είναι: πώς μπορούμε να κάνουμε κοινή υπόθεση τον αγώνα κατά της Ευρώπης μαζί με τους φασίστες; Με τέτοιες συγχύσεις να δημιουργούνται, λησμονούμε ότι η επιτυχία των φασιστών είναι ακριβώς προϊόν της ατολμίας της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αν η ριζοσπαστική Αριστερά υπερασπιζόταν τολμηρά το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας, τονίζοντας ιδιαίτερα το λαϊκό και δημοκρατικό περιεχόμενό του, θα έκλεινε το δρόμο στην φασιστική δημαγωγία και ψευτιά περί κυριαρχίας που αφηγούνται οι φασίστες. Η υπεράσπιση της ψευδαίσθησης μιας μη πραγματοποιήσιμης μεταρρύθμισης της Ευρώπης δεν θα εμποδίσει την κατάρρευσή της. Το ευρωπαϊκό σχέδιο θα ξετυλιχθεί προς όφελος ενός νέου μοντέλου που αναδύεται και που μοιάζει, δυστυχώς, με την Ευρώπη της δεκαετίας του 1930 και του 1940: μια γερμανική Ευρώπη; Με τη Βρετανία και τη Ρωσία έξω από αυτήν, με τη Γαλλία να ταλαντεύεται μεταξύ του Vichy (που εφαρμόζεται σήμερα) ή του de Gaulle (ακόμα μη ορατής πολιτικής); Την Ισπανία και την Ιταλία που πλέουν – ταλαντεύονται στον απόηχο του Λονδίνου ή του Βερολίνου; Και ούτω ο καθεξής …
Η εθνική κυριαρχία στην υπηρεσία των λαών
Η εθνική κυριαρχία είναι το απαραίτητο εργαλείο της κοινωνικής προόδου και της προόδου του εκδημοκρατισμού, όπως στον Βορρά έτσι και στον Νότο του πλανήτη. Η κατάκτησή τους υπαγορεύεται από τις λογικές που τοποθετούνται πέρα από τον καπιταλισμό, σε μια ευνοϊκή προοπτική για την ανάδειξη ενός πολυκεντρικού κόσμου και την εδραίωση του διεθνισμού των λαών.
Στον Νότο το κυρίαρχο εθνικό σχέδιο πρέπει να «περπατήσει στα δύο πόδια»:
(Ι) Να προωθήσει την οικοδόμηση ενός αυτόκεντρου και ολοκληρωμένου βιομηχανικού συστήματος, στο οποίο οι διάφοροι κλάδοι της παραγωγής να γίνονται οι προμηθευτές και καταναλωτές ο ένας του άλλου. Ο κρατικο-φιλελευθερισμός δεν επιτρέπει αυτή την διάρθρωση. Σχεδιάζει στην πραγματικότητα την «ανταγωνιστικότητα», σαν ιδιότητα της κάθε βιομηχανικής μονάδας. Η εφαρμογή της αρχής αυτής δίνει συνέχεια προτεραιότητα στις εξαγωγές και μειώνει τη βιομηχανία του Νότου, μετατρέποντάς την σε υπεργολάβο που κυριαρχείται από τα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών κέντρων, τα οποία ιδιοποιούνται, με αυτόν τον τρόπο, μεγάλο μέρος της αξίας που δημιουργήθηκε στον Νότο, μετατρεπόμενη σε ιμπεριαλιστική μονοπωλιακή πρόσοδο (Κέρδος). Σε αντίστιξη, για την κατασκευή ενός βιομηχανικού συστήματος απαιτείται προγραμματισμός του κράτους και της εθνικής κυριότητας του νομίσματος, του φορολογικού συστήματος, του εξωτερικού εμπορίου.
(II) Να προωθήσει έναν πρωτότυπο τρόπο ανανέωσης της αγροτικής παραγωγής, με βάση την αρχή ότι η γεωργική γη είναι ένα κοινό καλό του έθνους. Έτσι επιτυγχάνεται να εξασφαλιστεί η πρόσβαση στη γη και τα μέσα που την αξιοποιούν σε όλες τις αγροτικές οικογένειες. Τα έργα πρέπει να σχεδιάζονται σε αυτή τη βάση για την ανάπτυξη της παραγωγής ανά οικογένεια/εκτάριο, και η βιομηχανική παραγωγή πρέπει να θέσει προτεραιότητες για να το επιτρέψει. Ο στόχος αυτής της στρατηγικής είναι να διασφαλιστεί στη χώρα η επισιτιστική κυριαρχία και ο έλεγχος των μεταναστευτικών ροών από την ύπαιθρο στις πόλεις, για να ρυθμιστεί ο ρυθμός ανάπτυξης της αστικής απασχόλησης.
Η διάρθρωση της προόδου σε κάθε ένα από αυτούς τους δύο τομείς είναι ο κεντρικός άξονας των κρατικών πολιτικών που εγγυώνται την εδραίωση των πλατιών λαϊκών συμμαχιών «εργατών και αγροτών». Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται το ευνοϊκό έδαφος για την προηγμένη συμμετοχική δημοκρατία.
Στις χώρες του Βορά η λαϊκής κυριαρχίας πρέπει επίσης να σπάσει την κυριαρχία του κρατικο-φιλελευθερισμού, υπονοώντας εδώ τολμηρή πολιτική μέχρι την εθνικοποίηση των μονοπωλίων με παράλληλη ενεργοποίηση των μέσων για την έναρξη κοινωνικοποίησης της διαχείρισής τους. Αυτό σημαίνει, προφανώς, το εθνικό έλεγχο της διαχείρισης των χρημάτων, της πίστης, της φορολογίας, του εξωτερικού εμπορίου.
Το ιμπεριαλιστικό σύστημα έχει στη διάθεσή του την εφαρμογή ενός διαφοροποιημένου εύρους μεθόδων, ώστε να ασκεί την κυριαρχία του πάνω στα έθνη των περιφερειών του παγκόσμιου συστήματος και την εκμετάλλευσή τους. Στις χώρες του Νότου, όπου έχουν δημιουργηθεί αναπτυγμένα βιομηχανικά υποσύνολα του παγκοσμιοποιημένου συστήματος και ελέγχονται από τα μονοπώλια της ιμπεριαλιστικής τριάδας (ΗΠΑ, Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, Ιαπωνία)- ένας αυξανόμενος όγκος της αξίας που παράγεται στις εξαρτημένες τοπικές οικονομίες μετατρέπεται σε κέρδος των ιμπεριαλιστικών μονοπωλίων. Σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, οι μορφές εκμετάλλευσης έχουν λάβει επίσης μορφή βάναυσης λεηλασίας των φυσικών πόρων (πετρέλαιο, μεταλλεύματα, γεωργική γη, νερό και ηλιακή ενέργεια) από τη μία πλευρά, και από την άλλη εφαρμόζονται εκτεταμένες πολιτικών οικονομικής επιδρομής για την κατάσχεση των εθνικών αποταμιεύσεων των χωρών. Αυτές οι ληστρικές επιδρομές εξασφαλίζονται με την επιμονή στην προτεραιότητα για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους μιας χώρας. Το διαρθρωτικό έλλειμμα των δημόσιων οικονομικών στις χώρες αυτές αποτελεί μια τεράστια ευκαιρία για τα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια να τοποθετηθούν επικερδώς, αυξάνοντας τα οικονομικά πλεονάσματά τους, που τα δημιουργούν από την κρίση του παγκοσμιοποιημένου ιμπεριαλιστικού οικονομικού συστήματος, αναγκάζοντας τις αναπτυσσόμενες χώρες σε χρέη στις πιο ασυνείδητες συνθήκες.
Οι οικονομικές επιδρομές ασκούν τις καταστροφικές επιπτώσεις τους και στα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Η συνεχιζόμενη αύξηση του όγκου του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ που ενεργώς αναζητείται και υποστηρίζεται από το εθνικό και διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο, του επιτρέπει κερδοφόρες επενδύσεις πλεονασμάτων. Η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους προς την χρηματοπιστωτική αγορά των δανειστών, παρέχει την ευκαιρία για μια τεράστια διαρροή των εισοδημάτων των εργαζομένων, προς όφελος των κερδών των μονοπωλίων. Έτσι, τροφοδοτείται διαρκώς η συνεχιζόμενη αύξηση της ανισότητας στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Ο επίσημος λόγος που υιοθετείται για να εφαρμοστούν οι πολιτικές για τη μείωση του χρέους είναι εντελώς λάθος: στόχος τους, στην πραγματικότητα, είναι η αύξηση και όχι η μείωση του χρέους.
Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση εντείνει μια μαζική επίθεση εναντίον των αγροτών γης στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Η αποδοχή αυτού του σημαντικού συστατικού της παγκοσμιοποίησης οδήγησε στην τεράστια φτώχεια / αποκλεισμό / εξαθλίωση εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων σε τρεις ηπείρους. Η συνέχισή της θα οδηγήσει στο πραγματικό σταμάτημα κάθε προσπάθειας να επιτύχουμε μια διεθνή κοινότητα των εθνών. Η σύγχρονη καπιταλιστική γεωργία, εκπροσωπούμενη κατά φορές από την εύπορη οικογενειακή γεωργία ή / και τις εταιρείες μεταποίησης αγροτικών προϊόντων, προσπαθεί να επιτεθεί μαζικά την παγκόσμια παραγωγή αγροτικής γης. Η καπιταλιστική γεωργία διέπεται από την αρχή της κερδοφορίας του κεφαλαίου που βρίσκεται στη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη, στο νότιο άκρο της Λατινικής Αμερικής και της Αυστραλίας, απασχολεί μόνο μερικές δεκάδες εκατομμύρια αγρότες, ενώ έχει την υψηλότερη παγκόσμια παραγωγικότητα.
Την ίδια στιγμή που τα συστήματα καλλιέργειας των αγροτών εξακολουθούν να καταλαμβάνουν σχεδόν το μισό της ανθρωπότητας – τρία δισεκατομμύρια ανθρώπους. Τι θα συμβεί αν «η γεωργία και η παραγωγή τροφίμων» αντιμετωπιστούν όπως οποιαδήποτε άλλη μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής, με την πλήρη εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού σε μια ανοικτή απελευθερωμένη αγορά; Μήπως αυτές οι αρχές θα διευκολύνουν την επιτάχυνση της παραγωγής; Πράγματι, μπορεί κανείς να φανταστεί πενήντα εκατομμύρια νέους επιπλέον αγρότες με σύγχρονα μέσα, να παράγουν ό,τι τα 3 δισεκατομμύρια αγρότες παρέχουν στην αγορά πέρα από τη δική τους (και χαμηλή) διαβίωση. Οι προϋποθέσεις για την επιτυχία μιας τέτοιας εναλλακτικής λύσης θα απαιτούσε σημαντικές μεταφορές καλλιεργήσιμης γης σε νέους αγρότες (εδάφη που λαμβάνονται από αυτά που καταλαμβάνουν σήμερα οι κοινωνίες των αγροτών), την πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίου (για την αγορά εξοπλισμού) και την πρόσβαση σε καταναλωτικές αγορές.
Αυτοί οι αγρότες θα ανταγωνίζονταν εύκολα τα δισεκατομμύρια των υφιστάμενων αγροτών. Και τι θα συνέβαινε στους τελευταίους; Δισεκατομμύρια των μη ανταγωνιστικών παραγωγών θα πρέπει να εξαλειφθούν σε σύντομο ιστορικό χρονικό διάστημα μερικών δεκαετιών. Το κύριο επιχείρημα της νομιμοποίησης της «ανταγωνιστικής» εναλλακτικής λύσης είναι ότι αυτό το είδος της ανάπτυξης έλαβε χώρα στην Ευρώπη κατά τον 19ο αιώνα και συνέβαλε στη διαμόρφωση των πλούσιων βιομηχανικών και αστικών κοινωνιών και τη μεταβιομηχανική εποχή, έτσι ώστε να τροφοδοτείται το έθνος και ακόμα να εξάγει το πλεόνασμα τροφής. Γιατί να μην επαναληφθεί αυτό το μοντέλο στις χώρες του τρίτου κόσμου σήμερα;
Να μην επαναληφθεί, γιατί το επιχείρημα αυτό αγνοεί δύο βασικούς παράγοντες που κάνουν την αναπαραγωγή του μοντέλου αυτού σήμερα αδύνατο σε χώρες του Τρίτου Κόσμου. Ο πρώτος -παράγοντας- είναι ότι το ευρωπαϊκό μοντέλο που αναπτύχθηκε για ενάμιση αιώνα στηρίχθηκε σε βιομηχανικές τεχνολογίες εντάσεως εργασίας. Οι σύγχρονες τεχνολογίες δεν έχουν ανάγκη από τέτοια μορφής εργασίας. Και ως εκ τούτου, αν οι νεοφερμένοι του Τρίτου Κόσμου θέλουν να είναι ανταγωνιστικοί στις παγκόσμιες αγορές για τις εξαγωγές των βιομηχανικών προϊόντων τους, πρέπει να υιοθετήσουν αυτές τις τεχνολογίες. Ο δεύτερος παράγοντας αφορά στο ότι στη διάρκεια της μακράς της μετάβασης η Ευρώπη μπορούσε να διοχετεύει το πλεόνασμα του πληθυσμού με την μαζική μετανάστευση στην Αμερική.
Μπορούμε να φανταστούμε άλλες εναλλακτικές λύσεις που βασίζονται στην πρόσβαση σε γη για όλους τους αγρότες; Στο πλαίσιο αυτό υπονοείται ότι η γεωργία των αγροτών πρέπει να διατηρηθεί και να επιδίδονται ταυτόχρονα σε μια διαδικασία αλλαγής και τη συνεχή τεχνολογική και κοινωνική πρόοδο. Και με ένα ρυθμό που θα επιτρέψει τη σταδιακή μεταφορά σε μη γεωργική απασχόληση, όπως και με την ανάπτυξη του συστήματος. Τέτοιος στρατηγικός στόχος περιλαμβάνει πολιτικές προστασίας των αγροτών στην παραγωγή τροφίμων από το άνισο ανταγωνισμό της εκσυγχρονισμένης γεωργίας και διεθνών γεωργικοεπισιτιστικών επιχειρήσεων. Να θέτει υπό αμφισβήτηση τα μοντέλα της βιομηχανικής και αστικής ανάπτυξης – η οποία θα πρέπει να βασίζεται λιγότερο στις εξαγωγές και τους χαμηλούς μισθούς (που με τη σειρά τους συνεπάγονται χαμηλές τιμές τροφίμων) και να δίνεται μεγαλύτερη προσοχή στην επέκταση μιας εσωτερικής αγοράς κοινωνικά ισορροπημένης. Επιπλέον, μια τέτοια στρατηγική θα διευκόλυνε την ενσωμάτωση στο σύνολο των πολιτικών που διασφαλίζουν την εθνική διατροφική κυριαρχία, απαραίτητη προϋπόθεση για μια χώρα να είναι ενεργό μέλος της διεθνούς κοινότητας, ενισχύοντας τον απαραίτητο βαθμό της αυτονομίας της και την ικανότητα διαπραγμάτευσης της.
Συμπληρώματα για τον αναγνώστη
Για λόγους συντομίας δεν έχω αντιμετωπίσει εδώ μείζονα θέματα: την ανάδυση του καπιταλισμού των γενικευμένων μονοπωλίων, τη νέα γενικευμένη προλεταριοποίηση, τη στρατιωτικοποίηση της παγκοσμιοποίησης και τις συγκρούσεις για την πρόσβαση σε φυσικούς πόρους, τη χρηματιστική παγκοσμιοποίηση που αποτελεί τον αδύναμο κρίκο του συστήματος, την ανασυγκρότηση της αλληλεγγύης μεταξύ των χωρών του Νότου, τη στρατηγική των αγώνων που διεξάγονται, τις απαιτήσεις του αντιιμπεριαλιστικού διεθνισμού των λαών. Παραπέμπω τον αναγνώστη στο βιβλίο μου Η κατάρρευση του σύγχρονου καπιταλισμού και εφιστώ την προσοχή στις θεσμικές προτάσεις που διατυπώνω για να εξασφαλιστεί το λαϊκό περιεχόμενο της οικονομικής διαχείρισης της μετάβασης πέρα από τον καπιταλισμό (σελίδες 123-128 του βιβλίου).
Δρόμος της Αριστεράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου