ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

Ο Ψευδοπροφήτης

«Όχι στα διεφθαρμένα πράγματα, αλλά σε εκείνα που είναι καλώς καμωμένα από την φύση, πρέπει να αναζητήσουμε αυτό που είναι φυσικό».
Αριστοτέλης, Πολιτικά, Βιβλίο ΙΙ

Πρόσφατα, ο γράφων παρακολούθησε στο θέατρο μια παράσταση βασισμένη σε ένα από τα έργα του Μαρκήσιου Ντε Σαντ. Το κείμενο ήταν τροποποιημένο και είχε υποστεί τις παρεμβάσεις του σκηνοθέτη, περισσότερο για να προσαρμοστεί η διάρκεια της παράστασης στον διαθέσιμο χρόνο και με προσοχή να μην αλλάξει η εκφορά και το περιεχόμενο του λόγου του αρχικού κειμένου. Εντύπωση ωστόσο προκάλεσε στον υποφαινόμενο η φιλότιμη απόπειρα του σύγχρονου συγγραφέα να προβάλλει μια ερμηνεία του ελευθεριάζοντος αισθησιασμού του Σαντ σαν προκαταρκτικό στάδιο για μια καθολικότερη κριτική της κυριαρχίας και των μορφών που αυτή παίρνει στις μέρες μας. Οι ανορθόδοξες ιδέες του Σαντ περί της εσώτερης ουσίας της ανθρώπινης φύσης, δεν είναι παρά η φιλολογική αποτύπωση της εμπειρίας ζωής του συγγραφέα, που ως μέλος της τάξης των ευγενών, είχε την ευκαιρία να ζήσει από πρώτο χέρι τον έκλυτο βίο και την παραφορά με την οποία οι αριστοκρατικοί κύκλοι επιδίδονταν σε πάσης φύσεως απολαύσεις και ηδονές, ενώ παράλληλα διεκδικούσαν για λογαριασμό του θεσμού της αριστοκρατίας τον τίτλο του θεματοφύλακα της κοινωνικής ηθικής και της τάξης μέσα στην οποία συμπυκνωνόταν το σύνολο των αρετών της φεουδαρχικής κοινωνίας. Φυσικά, ο Σαντ δεν εξεγείρεται για λογαριασμό των πατροπαράδοτων αξιών, ούτε αποφαίνεται υπέρ της αποκατάστασης του ρυθμιστικού ρόλου μιας αυστηρής θρησκευτικής ηθικής, ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν φάνηκαν αντάξιοι του εξέχοντος κοινωνικού ρόλου που τους έχει ανατεθεί. Με άλλα λόγια, η κριτική του στον θεσμό της αριστοκρατίας δεν εμφορείται από ένα συντηρητικό πνεύμα που επικεντρώνεται στην καταγγελία της συλλογικής έκπτωσης της τάξης των «ευγενών» από την «αρετή», αλλά διεξάγεται στο όνομα της κίβδηλης και απατηλής φύσης της ίδιας της συμβατικής ηθικής, από την οποία τα ανθρώπινα όντα οφείλουν μια και καλή να απαλλαγούν.

Αναφερθήκαμε ήδη στην προσπάθεια του σύγχρονου συγγραφέα να ενσωματώσει τον εξτρεμιστικό ηδονισμό του Σαντ σε μια γενικότερη αποκήρυξη των εξουσιαστικών δομών και σχέσεων που στην εποχή μας αναπαράγουν τον συνολικό ετεροκαθορισμό των υποτελών τάξεων σε όλους τους τομείς του οργανωμένου κοινωνικού βίου. Παρόλα αυτά, η απόπειρα ένταξης του φιλολογικού έργου του Σαντ στην εναλλακτική παράδοση της αυτονομίας και η σύνδεση των πεποιθήσεων του με ένα ευρύτερο πρόταγμα καθολικής κοινωνικής απελευθέρωσης, αποτελεί μάλλον ένδειξη μιας καλοπροαίρετης τάσης να ψάχνουμε πάντοτε για τα καλύτερα στοιχεία στην ανθρώπινη φύση. Η απόρριψη από τον Σαντ των ηθικών αντιλήψεων που στο πλαίσιο του ηγεμονικού κοινωνικού φαντασιακού της εποχής του αντιμετωπίζονται σαν αυτονόητες, συνιστά μια απέλπιδα έκκληση του συγγραφέα για περισσότερη σκληρότητα και όχι για τον περιορισμό αυτής. Οι μορφές ζοφερής ηδονής που περιγράφονται στο έργο του με τον πιο γλαφυρό τρόπο, δεν συνιστούν παρά μια μορφή άντλησης σεξουαλικής υπεραξίας. Ως εκ τούτου, δεν μπορούν παρά να βασίζονται σε μια σχέση καταπίεσης και εκμετάλλευσης που, το δίχως άλλο, προϋποθέτει την πιο ακραία ανισοκατανομή δύναμης ανάμεσα στα εμπλεκόμενα μέρη και την διαπλοκή τους σε παγιωμένες ιεραρχικές σχέσεις και δομές που εκτείνονται πέρα και έξω από το πεδίο των βιολογικών σχέσεων αναπαραγωγής.

Αναμφίβολα, είναι εντελώς πιθανό ότι όταν ο Σαντ εξυμνεί τις αρετές της παιδοκτονίας, ή την «χειραφετική» επίδραση που μπορεί να επισύρουν τα πιο μοχθηρά βασανιστήρια τόσο σε αυτόν που τα διεξάγει, όσο και σε αυτόν που τα υπομένει, έχει πλήρη επίγνωση ότι κανένα εναλλακτικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης δεν θα μπορούσε ποτέ να θεμελιώσει την συλλογική του ύπαρξη παίρνοντας σαν σημείο αναφοράς την αντεστραμμένη ηθική που αυτός προπαγανδίζει. Πράγμα που σημαίνει ότι η υποτιθέμενη «αυτοπραγμάτωση» στο πεδίο της σεξουαλικής επιθυμίας, στην οποία ο Σαντ φαίνεται ότι δίνει τόσο μεγάλη σημασία, μπορεί να επέλθει μόνο εφόσον το σύνολο των κοινωνικών αναγκών εξακολουθεί να παράγεται, να οργανώνεται και να εκπληρώνεται σύμφωνα με τις δομές και τους κανόνες που επιβάλλει το ετερόνομο παράδειγμα οργάνωσης της κοινωνίας. Παρά το γεγονός ότι οι αντί-ήρωες και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες του Σαντ εμφανίζονται στον ίδιο βαθμό υποτακτικοί απέναντι στην δεσποτική κυριαρχία του πόνου και το ίδιο ευάλωτοι στα θέλγητρα της σκοτεινής πλευράς της ηδονής, ανεξάρτητα από την καταγωγή ή την κοινωνική τους θέση, η σχέση τους με τον πόνο είναι εν πολλοίς ασύμμετρη, αφού για μερικούς αποτελεί προϊόν φυσικής κλίσης και συνειδητής επιλογής, ενώ για άλλους είναι το τραγικό αποτέλεσμα της καταπίεσης που είναι υποχρεωμένοι να υποστούν εξαιτίας της κατώτερης θέσης τους στην κοινωνική ιεραρχία. Μάλιστα, η αναγκαιότητα του εξωτερικού καταναγκασμού των αδύναμων και το αναφαίρετο δικαίωμα του ισχυρού να επιβάλει την θέληση του σε όσους έχει κάτω από την εξουσία του, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κοσμοθεωρίας του Σαντ, η οποία θα έπαυε να είναι άξια του ονόματος της ως κατεξοχήν θεωρητικής ενσάρκωσης της εκλεπτυσμένης βαναυσότητας, εφόσον ξάφνου αποφάσιζε ότι δίνει έστω την παραμικρή σημασία στην δημιουργία των αναγκαίων συνθηκών για τον αμοιβαίο αυτοκαθορισμό των ατόμων. Εξάλλου, ο ίδιος ο Σαντ έκανε επανειλημμένα πράξη τα νοσηρά κηρύγματα του βιάζοντας και πετσοκόβοντας χωριατοπούλες και ιερόδουλες και γενικά ξεσπώντας τις ζωώδεις ορέξεις του πάνω σε όποιο αδύναμο πλάσμα είχε την ατυχία να πέσει στα χέρια του. Μολαταύτα, μπορούμε βάσιμα να ισχυριστούμε ότι ο λόγος που ο αυτός ο αρχιερέας της διαστροφής πέρασε τα 32 από τα 74 συνολικά χρόνια της ζωής του πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, σίγουρα δεν ήταν οι ειδεχθείς πράξεις στις οποίες επιδόθηκε κατά συρροή, αλλά αντίθετα, το γεγονός ότι είχε το θράσος να μιλήσει και να γράψει γι’ αυτές στα θεατρικά και φιλοσοφικά του έργα.

Την ιστορική περίοδο κατά την οποία έζησε κι έδρασε ο Σαντ, η ισοπεδωτική κριτική που άσκησε στις κατεστημένες ιδέες, τις αξίες και τους θεσμούς και η θέση του υπέρ μιας υποτιθέμενης, απεριόριστης διεύρυνσης της ατομικής «ελευθερίας» μέσω της καταστρατήγησης της καθολικής ηθικής που κατά κύριο λόγο συνίστατο σε έναν συνδυασμό από αλληλοσυμπληρούμενες επιταγές και απαγορεύσεις, μπορεί πράγματι να έμοιαζε ρηξικέλευθη και ριζοσπαστική. Στην εποχή μας όμως, η λεγόμενη σεξουαλική επανάσταση που επέφερε τον «εκδημοκρατισμό» των ηθών έχει ήδη αφομοιωθεί από το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα. Το σεξ σε όλες τις μορφές και τις αναπαραστάσεις του σίγουρα δεν βρίσκεται σε έλλειψη, ούτε αποτελεί πλέον το αντικείμενο γύρω από το οποίο οργανώνεται κοινωνικά η απώθηση της ατομικής επιθυμίας. Η εμπορευματοποίηση του και η μετατροπή του σε καπιταλιστικό προϊόν προσβάσιμο μέσω της αγοράς για τους προνομιούχους που μπορούν να υποστηρίξουν τις επιθυμίες τους με χρήμα, συντέλεσε στην διάχυση της τεράστιας δύναμης της λιμπιντικής ενέργειας στον κοινωνικό ιστό, με όρους όμως που την μεταβάλλουν σε εργαλείο πειθάρχησης κι ελέγχου. Η φαντασιακή ταυτότητα του καταναλωτή είναι άρρηκτα συνυφασμένη και διακλαδώνεται σε όλα τα στάδια από τα οποία διέρχεται η διαδικασία της κοινωνικής κατασκευής της υποκειμενικότητας με εκείνη του ενεργού σεξουαλικού υποκειμένου. Ο ξέφρενος ηδονισμός που επικρατεί σαν η ενδεδειγμένη στάση ζωής στην κοινωνία της κατανάλωσης, βρίσκει την κορύφωση του στην ερωτική συνεύρεση, που μέσα από ένα σύνολο διαθέσιμων εμπειριών ανακηρύσσεται μακράν η κορυφαία στην ιεραρχία των απολαύσεων. Κι εξαιτίας αυτής της υπεροχής, είναι η σεξουαλική πράξη που τελικά νοηματοδοτεί την ατομική ύπαρξη στην καταναλωτική κοινωνία στο σύνολο της. Δηλαδή, η ερωτική συνεύρεση ενθαρρύνεται σαν ευρέως διαδεδομένη κοινωνική πρακτική κι επέρχεται ως φυσικό επακόλουθο και προβλέψιμο αποτέλεσμα της κοινωνικής συναναστροφής, αρκεί πρωτύτερα το υποκείμενο να έχει επιδοθεί στις «ορθές» ενέργειες και να έχει τηρήσει τα «προβλεπόμενα» βήματα προκειμένου να οδηγηθεί στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Η σεξουαλική πράξη είναι η αναγνώριση του αισθήματος της «αυτοπραγμάτωσης» μας ως καταναλωτών, που μας επιστρέφεται από την έμπρακτη επιδοκιμασία του/της σεξουαλικού μας συντρόφου και μέσω αυτής πιστοποιείται κι επικυρώνεται κοινωνικά ως αυθεντική.[i]

Με άλλα λόγια, η διάχυση της σεξουαλικής επιθυμίας και η απαλλοτρίωση της από τις εμπορευματικές ροές του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, δεν είναι νοητή χωρίς την παράλληλη επιβολή αυστηρών πολιτισμικών προτύπων αναφορικά με το περιεχόμενο που αποδίδεται στον «ανδρισμό» ή τη «θηλυκότητα» στην ετερόνομη κοινωνία, ενός ιεραρχικού καταμερισμού εργασίας ανάμεσα στα φύλλα, της βιολογικοποίησης των κοινωνικών διαφορών, της τυποποίησης συμπεριφορών και αντιλήψεων με έπαθλο την μεγιστοποίηση της κατανάλωσης σεξουαλικών συντρόφων. Ας μην λησμονούμε, ότι η πεμπτουσία του καταναλωτικού τρόπου ζωής, έγκειται στην συχνή εναλλαγή καταστάσεων που αποτρέπουν την βιωματική αποτελμάτωση και συμβάλλουν σε μια αδιάκοπη υπερδιέγερση των αισθήσεων, των ενδιαφερόντων και των ερεθισμάτων, η οποία με την σειρά της ωθεί σε περισσότερη κατανάλωση. Ζούμε σε μια εποχή κατά την οποία «όλα επιτρέπονται», εφόσον είναι προς το συμφέρον του συστήματος να καταρριφτούν όλοι οι εξωτερικοί περιορισμοί και να ανασταλούν όλοι οι κατασταλτικοί κώδικες που εμπεριέχονταν στην παλαιά τυπολατρική ηθική της αστικής τάξης. Μιας και η οικονομία της αγοράς αδυνατεί να θεμελιώσει υλικά την ύπαρξη της επεκτείνοντας τις συνθήκες της καταναλωτικής κοινωνίας σε όλο και ευρύτερα στρώματα της ετερόνομης κοινωνικής ολότητας, είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένη να μεριμνήσει μέσω της δημιουργίας των κατάλληλων υποκειμενικών συνθηκών, για την εμβάθυνση και την εντατικοποίηση της κατανάλωσης των προνομιούχων κοινωνικών ομάδων, για τις οποίες ο καταναλωτισμός είναι ήδη ο κυρίαρχος τρόπος ζωής.

Η απελευθέρωση κάθε είδους επιθυμίας από τις «ανορθολογικές» στρεβλώσεις (για να μιλήσουμε με την τεχνοκρατική ορολογία του συρμού) που συνεπάγεται μια ηθικιστική προσέγγιση της κοινωνικής πραγματικότητας, είναι η ιερή αποστολή που καλούνται να φέρουν σε πέρας οι μηχανισμοί της αγοράς, οι οποίοι διεκδικούν με τρόπο όλο και πιο επιθετικό το μονοπώλιο στην διαμεσολάβηση όλων των ατομικών και συλλογικών αναγκών και επιθυμιών. Ο Σαντ ήταν ο προάγγελος του πνεύματος της εποχής μας, εξού και η δημοτικότητα που απολαμβάνει στις μέρες μας και η απήχηση που δείχνει να έχει το έργο του στους κύκλους των καλλιεργημένων παιδιών της μπουρζουαζίας που αναζητούν τρόπους να εκδηλώσουν την αποστροφή τους προς το σύστημα, χωρίς ωστόσο να προτίθενται να κόψουν τους (επωφελείς) υλικούς δεσμούς τους με αυτό. Όμως, σε μια εποχή όπου οι πλούσιοι μπορούν να παραγγείλουν την κινηματογράφηση της δολοφονίας ενός κοριτσιού ώστε να την «απολαύσουν» ύστερα στην ηρεμία του πολυτελούς σαλονιού τους, οι φιλολογικές περιπλανήσεις του Σαντ στις σκοτεινές απολαύσεις της σάρκας και του πνεύματος ωχριούν κι έχουν απολέσει προ πολλού την ικανότητα τους να σοκάρουν. Όταν τα πάντα είναι προς πώληση, ο Σαντ ακούγεται μάλλον σαν η φωνή της λογικής, ένας συγγραφέας με διαίσθηση και διεισδυτικές αναλυτικές ικανότητες, ο οποίος μπόρεσε να προφητέψει τα μελλούμενα. Η λαγνεία και η αμετροέπεια που εκφράζει ο Σαντ στα έργα του σκανδαλίζει πολύ λιγότερο τους θεσμούς της «δημοκρατίας», απ’ όσο τους εξαγριώνει το θέαμα «ευσεβών» μουσουλμάνων γυναικών που επιμένουν να φορούν την χιτζάμπ σε δημόσιους χώρους. Από αυτή την άποψη, η επίδειξη ενός πνεύματος θρησκόληπτης εγκράτειας, φαίνεται πως παρακωλύει την ομαλή λειτουργία του συστήματος πιο αποτελεσματικά από την έξαρση της πιο αχαλίνωτης επιθυμίας. Γιατί όπως γράφει ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ, «Άπαξ και οι λαοί συνηθίσουν στους αφέντες, δεν είναι πια σε θέση να ζήσουν χωρίς αυτούς. Εάν προσπαθήσουν να αποτινάξουν τον ζυγό, κατορθώνουν μόνο να μεγαλώσουν την απόσταση που τους χωρίζει από την ελευθερία, γιατί, θεωρώντας λανθασμένα ότι ελευθερία σημαίνει το αυθαίρετο δικαίωμα του καθενός να κάνει ότι θέλει, που ουσιαστικά είναι το αντίθετο της ελευθερίας, οι επαναστάσεις τους πάντοτε τους παραδίδουν έρμαια στις διαθέσεις λαοπλάνων, οι οποίοι τελικά τους δένουν με αλυσίδες βαρύτερες από τις προηγούμενες».[ii]

[i] Για μια εις βάθος ανάλυση του καταναλωτικού ήθους και του περιεχομένου της κοσμοθεωρίας του καταναλωτή βλ. Ζ. Μπάουμαν, Η Εργασία, ο Καταναλωτισμός και οι Νεόπτωχοι (Μεταίχμιο).

[ii] J. J. Rousseau, Discourse on the Origin of Inequality (Hackett), σελ. 3.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου