Το παρακάτω κείμενο είναι μετάφραση του πρωτότυπου Αγγλικού (με
ορισμένες παραλλαγές που αποσκοπούν στην προσαρμογή του στο ελληνικό
κοινό) που θα δημοσιευτεί εντός των επόμενων ημερών και αποτελεί εξίσου
περιληπτικό απόσπασμα δοκιμίου αναφορικά με τα γεγονότα του Δεκέμβρη
(2008)
Σήμερα συμπληρώνονται πέντε χρόνια από το περιστατικό της δολοφονία του δεκαπεντάχρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από πυρά αστυνομικού στην περιοχή Εξαρχείων στο κέντρο της Αθήνας. Όπως είναι γνωστό, αμέσως μετά την διάδοση του γεγονότος ακολουθεί μια πανελλαδικής εμβέλειας γενικευμένη εξέγερση – τα νέα Δεκεμβριανά – που διήρκεσε σχεδόν ένα μήνα, με χιλιάδες διαδηλωτών να εκφράζουν δημόσια την αγανάκτησή τους ενάντια στην αστυνομική ατιμωρησία, τη διαφθορά και την ανεργία. Πέντε χρόνια μετά την εξέγερση, οι ευρωπαϊκές συστημικές πολιτικές δυνάμεις εξακολουθούν να επιχειρούν την στρέβλωση ή διαγραφή των γεγονότων αυτών από τη συλλογική μνήμη, χαρακτηρίζοντάς τα ως έναν εφιάλτη που δεν πρέπει ποτέ να επαναληφθεί (TPTG 2011, σ.272). Όπως ο συντηρητικός συγγραφέας Στάθης Καλύβας (2008)[1] τόνισε, οι ταραχές του Δεκεμβρίου είχαν πολύ λίγο να κάνουν με την αγανάκτηση και την αντίθεση στη διαφθορά, τις πελατειακές σχέσεις και την έλλειψη οικονομικής ασφάλειας που ταλανίζουν το ελληνικό δημόσιο και ιδιωτικό βίο. Αντιθέτως, για τον ίδιο, τα Δεκεμβριανά δεν ήταν τίποτα παραπάνω από το ωμό αποτέλεσμα της σταδιακής καλλιέργειας μιας υποκουλτούρας ανομίας που κατέστη ανεκτή από την ελληνική πολιτεία για πολλά χρόνια. Από την άλλη πλευρά, βλέπουμε πολλούς αναρχικούς και ψηφοφόρους/υποστηρικτές της αριστεράς, ρομαντικοποιώντας τις μέρες του Δεκέμβρη, να αγγίζουν πολλές φορές τα όρια του φετιχισμού. Αλλά ποιό είναι το πραγματικό μήνυμα της εξέγερσης αυτής για εμάς σήμερα; Αυτό το ερώτημα θα απαντηθεί εδώ, με στόχο όχι μόνο να αμφισβητηθεί ο κυρίαρχος αντιδραστικός ισχυρισμός ότι τα Δεκεμβριανά δεν ήταν τίποτα περισσότερο από έκτροπα και βανδαλισμοί, αλλά επιπλέον να δοθεί έμφαση στο το πνεύμα της αυτο-οργάνωσης που προέκυψε κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών, το αυθεντικό και το βαθύτερο μήνυμα αυτής της ιστορικής στιγμής.
Συνδέσεις με το παρελθόν
Η κοινωνικο-πολιτική σημασία της εξέγερση του Δεκέμβρη δεν μπορεί να κατανοηθεί δίχως να γίνει έστω και μια επιγραμματική αναφορά σε τρία βασικά χρονικά σημεία της σύγχρονης Ελληνική ιστορίας που διαμόρφωσαν και εξακολουθούν να καθορίζουν την πολιτικοποίηση του ελληνικού κοινού: α) οι εργατικοί αγώνες της δεκαετίας του 1930-39 (και πιο χαρακτηριστικά η αιματηρή καταστολή των κινητοποιήσεων του 1936 στη Θεσσαλονίκη), β) ο εμφύλιος πόλεμος (1946-1949) – που για πολλούς Έλληνες αριστερούς θεωρείται ως η συνέχεια του αντιφασιστικού αγώνα που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου – και γ) το μετεμφυλιακό κλίμα δεξιάς/κρατικής τρομοκρατίας που κράτησε μέχρι το 1974 με την κατάρρευση της αντικομμουνιστικής στρατιωτικής δικτατορίας, μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από συνεχείς διώξεις εναντίον της ηττημένης αριστεράς, εκκαθάρισεις κομμουνιστών και φυλακίσεις αντιφρονούντων. Η εποχή της μεταπολίτευση – ένας όρος που «χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ιστορική περίοδο της νεότερης ελληνικής ιστορίας που ακολουθεί το τέλος της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1974)» (Vradis & Dalakoglou 2011, σ. 339), μέχρι την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης (2010) – βλέπει πέντε χρονολογικά σημεία-κλειδιά πολιτικού ακτιβισμού: 1970-1980, 1987-88, 1990-1991 (κινητοποιήσεις μαθητών ενάντια στις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις), 1998,99 (εκατοντάδες σχολεία κατελήφθησαν από τους μαθητές σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την γραφειοκρατικοποίηση των εισαγωγικών εξετάσεων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση), 2006-07 (εν όψη των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων που πρότεινε η συντηρητική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, πάνω από 300 πανεπιστημιακές σχολές σε όλη τη χώρα τελούν υπό κατάληψη, ενώ οι περισσότερες από τις διαμαρτυρίες κατά των μέτρων αυτών συνάντησαν την κτηνώδη κρατική καταστολή). Επιπλέον, δύο σημαντικές περιόδους αναταραχών μπορεί κανείς να παρατηρήσει κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου: το 1985 η δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά οδηγεί σε εκτεταμένες συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και ΜΑΤ, ενώ το 1991, μετά τη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα από ακροδεξιούς γενικευμένες συγκρούσεις μεταξύ φοιτητών και δυνάμεων καταστολής στην Αθήνα και σε άλλες μεγάλες πόλεις έλαβαν χώρα, συγκρούσεις που κράτησαν για πάνω από τρεις μέρες. Οι στιγμές αυτές, όμως, θα μπορούσαν κάλλιστα να χαρακτηριστούν ως κληροδότημα του πνεύματος της αντίστασης και της ανυπακοής που σε μεγάλο βαθμό εκφράστηκε κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου (το οποίο λίγο πολύ αποτελεί ένα είδος κινηματική συνέχειας από τα πρώτα χρόνια των εργατικών αγώνων), το αποκορύφωμα του αντιδικτατορικού αγώνα σύμφωνα με τον Γιώργο Οικονόμου (2013), μιας αυθόρμητης ρήξης με το στρατιωτικό καθεστώς των συνταγματαρχών που χαρακτηριζόταν από εκτεταμένη λογοκρισία και καταστολή.
Όπως τονίζει Οικονόμου (2013, σ. 30), το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό των ημερών της εξέγερσης του Πολυτεχνείου είναι η άμεση συμμετοχή των ανθρώπων στην διεκδίκηση της ελευθερίας. Την κατάληψη του Πολυτεχνείου «δεν καθοδηγεί καμία κομματική οργάνωση, δεν χειραγωγεί ουδείς «ηγέτης», ουδεμία έξωθεν εξουσία κινεί τα νήματα. Η άμεση δημοκρατία στην πράξη, η αυτονομία». Ομοίως η εξέγερση του Δεκέμβρη, δεν ήταν ούτε κατευθυνόμενη από κάποια πολιτική οργάνωση, ούτε υποκινούμενη από μια ενιαία ιδεολογία (Δουζίνας 2009). Η εξέγερση του Πολυτεχνείου «εκδηλώνει και αξιοποιεί τις καλύτερες πλευρές του εαυτού του: την αλληλεγγύη, τη φιλία, την ανιδιοτελή προσφορά, τη φαντασία, τον έρωτα, τη δημιουργία [...] Η δυναμική και η λειτουργία της κατάληψης στηρίζεται στην αυτοοργάνωση και αυτοδιεύθυνση. Διαρκείς συνελεύσεις των σχολών, εκλογή επιτροπών και Συντονιστικής Επιτροπής με εικοσιτετράωρη θητεία» (Οικονόμου 2013, σ.30-31). Όλα αυτά τα στοιχεία (που αποτελούν σπέρμα γονιμοποιό για μελλοντικές πολιτικές δράσεις) εσωτερικεύονται σε μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, και επανεμφανίζονται ξανά στις ημέρες του Δεκέμβρη. Αυτή είναι η ιδιαίτερη σημασία της εξέγερσης, η οποία αγνοήθηκε εξ ολοκλήρου από τα μεγάλα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης των οποίων η απάντηση ήταν μια στείρα καταδίκη της βίας, μια περιγραφή των γεγονότων σαν να πρόκειται για το ξέσπασμα της νεανικής παραβατικότητας ή, κατά κανόνα, η επικράτηση της λογικής του όχλου ενάντια στον κοινό νου[2]. Όπως και κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου η αυτο-οργάνωση, η συντροφικότητα και η φιλία αντικατέστησαν τον τρόμο και την κρατική προπαγάνδα, ομοίως κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Δεκέμβρη θα μπορούσαμε να δούμε συνελεύσεις γειτονιών, μαζί με τις καταλήψεις σχολείων, πανεπιστημίων, δημοτικών γραφείων και θεάτρων να λαμβάνουν χώρα (Metropolitan Sirens 2011, σ.146; Ανδρέας Καλύβας 2010), και μια γενικευμένη απόρριψη της απάθειας, του κυνισμού, της τυραννίας της οικονομικής αβεβαιότητας και της πολιτικής αδιαφορίας. Ιστορικά αν το δει κανείς, ανοικτές συνελεύσεις πολιτών και πολιτικοί φορείς που λειτουργούν οριζόντια και επιτρέπουν σημαντικές αποφάσεις να ληφθούν με διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας, αυθόρμητα εμφανίστηκαν «σε κάθε πραγματική επανάσταση καθ’ όλη του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα» (Arendt 1990, σ.249), από το παρισινή Κομμούνα μέχρι και την ουγγρική Επανάσταση του 1956 όπου τα συμβούλια των μαθητών, των συγγραφέων, των εργαζομένων και των καλλιτεχνών, τα συμβούλια των στρατιωτικών ή μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων εμφανίστηκαν σε κάθε συνοικία της Βουδαπέστης (Arendt 1990, σ.266-267).
Το νόημα της εξέγερσης
Μπορούμε να πούμε ότι η εξέγερση του Δεκέμβρη ήταν ένα κίνημα; Σύμφωνα με τους Della Porta και Diani (2006, σ.23) ένα κίνημα αποτελεί ένα είδος σύγκρουσης μεταξύ αυτών που κατέχουν την εξουσία και των αντιπάλων τους. Αλλά πώς μπορούμε να νομηατοδοτήσουμε τον όρο σύγκρουση; Από μια δημοκρατική σκοπιά[3], η σύγκρουση δεν αφορά την φυσική επίθεση αλλά τη συνολική απόρριψη της θεσμισμένης τάξης πραγμάτων και μια βαθιά ρήξη με τις δοσμένες νόρμες και αξίες. Επιπλέον, αφορά τις αντιπροτάσεις για την εδραίωση νέων θεσμών (αξιών, κανόνων, κοινωνικές φορέων κ.λπ.).
Ενώ η εξέγερση του Δεκέμβρη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα κοινωνικό κίνημα από μόνη της[4] – παρά τις πρωτοβουλίες για αυτοοργάνωση τις καταλήψεις των πανεπιστημίων, δημαρχείων, των γραφεία της ΓΣΕΕ, τις άμεσες δράσεις στους δρόμους και τις αγορές, τους σταθμούς, τα θέατρα και τα μέσα ενημέρωσης που αποτελούν μορφές οργανωμένου αγώνα (Kaplanis 2011, σ.223) – διαμόρφωσε σαφώς την αρχή μιας νέας εποχής κοινωνικής και πολιτικής αμφισβήτησης μέσα στην ελληνική κοινωνία: εκ πρώτης όψεως συγκρούστηκε με το φανταστικό του καριερισμού, με τον πολιτισμό του απομονωτισμού, του καταναλωτισμού και του ατομικισμού[5] – του λεγόμενου κοινωνικού πολέμου[6], ανοίγοντας τον δρόμο για περαιτέρω κινητοποιήσεις. Αντίθετα με περισσότερες από τις προηγούμενες διαδηλώσεις, η εξέγερση του Δεκέμβρη δεν είχε κάποια ειδική απαίτηση (όπως αυξήσεις στις αποδοχές, βελτίωση των συνθηκών εργασίας και τη μείωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης). Αντί να στοχεύει αποκλειστικά και μόνο τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της συντηρητικής κυβέρνησης αμφισβήτησε μέρος των αξιών ολόκληρου του θεσμισμένου φαντασιακού, και πιο έντονα την ιδιωτικοποίηση της ζωής του ανθρώπου μέσα στο κυνήγι της «ευτυχίας» που έχει καταστεί σχεδόν ταυτόσημη με τον πλουτισμό και τη συσσώρευση ιδιοκτησίας.
Η εξέγερση «δεν ήταν η απάντηση, αλλά η ερώτηση» (όπως το περιβόητο σύνθημα λέει), μια ερώτηση αναφορικά με τα πουριτανική ήθη που τυφλά η κοινωνία ακολουθεί, όπως την ηθική της εργασίας (πιο συγκεκριμένα, τον εκφυλισμό της εργασίας, προτάσσοντας παράλληλα την επανανοηματοδότισή της ως μια ελεύθερη και δημιουργική απασχόληση), την υπακοή στην ιεραρχία, τον εθνικιστικό ναρκισσισμό[7], ενώ ταυτόχρονα κατέστη η αφύπνιση του ανθρώπινου πνεύματος της αλληλεγγύης και συντροφικότητας μέσα από μεγάλες διαδηλώσεις που καταλήγουν σε χορό ή σε θεατρικές παραστάσεις, μουσικές συναυλίες ή προβολές ταινιών και ντοκιμαντέρ σε δρόμους και πλατείες. Τα Δεκεμβριανά ήταν επίσης μια μορφή της αυτο-ερώτησης: Η εξέγερση κατάφερε μερικώς να αμφισβητήσει όλες τις προηγούμενες μορφές διαμαρτυρίας που εμφανίστηκαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών (Boukalas 2011, σ.308), ενισχύοντας την εμφάνιση μιας δημόσια σφαίρας [δηλαδή αυτοδιοικούμενων σωμάτων δημοσίων συνελεύσεων μέσα στα κατειλημμένα πανεπιστήμια, στις πλατείες και τα μικρά χωριά (Boukalas 2011, σ.323), πολιτικά σώματα που επιτρέπουν στους πολίτες μέσα από ανοιχτές συζητήσεις να αναλάβουν οι ίδιοι τη λειτουργία των κοινοτήτων τους], ενός κοινού κόσμου που ενσωματώνει την πλήρη ανθρώπινη κατάσταση της πολιτικής διαβούλευσης και επικοινωνίας, που τον διακρίνει η φιλία, ο λόγος και η ετερότητα (Arendt 1998). Αυτή είναι η πραγματική πολιτική ουσία του Δεκέμβρη που πολλοί εξωτερικοί παρατηρητές, όντας επικεντρωμένοι αποκλειστικά και μόνο στις τις φωτιές και τις φλόγες (όπως και όλοι όσοι φετιχίζονται με τις φωτογραφίες των καμμένων αυτοκινήτων και θρυμματισμένων καταστημάτων) δεν κατάφεραν να συλλάβουν. Αυτή η ριζική σύγκρουση με το φαντασιακό του εγωκεντρισμού, με την δήθεν αναγκαιότητα της πολιτικής εκπροσώπησης συνεχίζει την πορεία της μέσα στο χρόνο και εμφανίζεται ξανά κατά τις πρώτες ημέρες του Κινήματος των Πλατειών, πριν ο επίσημος αριστερός λαϊκιστικός αντιμνημονιακός λόγος παρεισφρήσει και κυριαρχήσει εξ’ ολοκλήρου στο νεογέννητο δημόσιο πεδίο. Θα μπορούσε το Κίνημα των Πλατειών να επιβιώσει μην έχοντας ενσαρκώσει τον πραγματικό πνεύμα της φιλίας και της ανιδιοτέλειας μέσα στις δημόσιες συγκεντρώσεις και συνελεύσεις, ένα πνεύμα που όπως είδαμε ήταν το πιο σημαντικό στοιχείο της εξέγερση του Δεκέμβρη;
Συνεπώς, βλέπουμε ότι το πραγματικό διακύβευμα του Δεκέμβρη είναι η πολιτική μη-βία (και σε πολλές περιπτώσεις η αντι-βία) και όχι τυφλή επιθετικότητα, δεδομένου ότι στη δημόσια σφαίρα, η οποία αποτελεί αποτέλεσμα σκόπιμης συλλογικής δράσης, η κατ’ εξοχήν δέσμευση για όλους τους συμμετέχοντες είναι ο λόγος και η ισότητα, βάση της αντίληψης του ανθρώπου ως ον πολιτικό «προικισμένο με τη δύναμη του λόγου» (Arendt 1990, σ.19), σε αντίθεση με την ωμή βία που από τη φύση της είναι σιωπηρή και αποτελεί φαινόμενο περιθωριοποιημένο στο πολιτικό πεδίο (Arendt 1998, σ.26; 1990, σ.19)[8]. Με βάση το πόρισμα αυτό καταλαβαίνουμε τα εξής: μόνο ο λόγος έχει την ικανότητα να δημιουργεί ουσιαστικά προτάγματα. Μόνο η ομιλία και η ακοή γεννούν βιώσιμα πολιτικά σχέδια. Η επιθετικότητα, από την άλλη πλευρά, αφήνει ανεξίτηλα ίχνη σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, δίχως περαιτέρω εξέλιξη. Αποτελεί μια στείρα αντίδραση, δίχως πολλές δυναμικές για την τροφοδότηση χειραφετησιακών συγκρούσεων. Κι εδώ μπορούμε να καταλάβουμε γιατί τα Δεκεμβριανά αφήσαν κληρονομιά για τις μελλοντικές γενιές, σε αντίθεση με τις ταραχές που είδαμε σε άλλα μέρη της Ευρώπης (όπως του Λονδίνου, του Παρισιού και του Malmo) όπου, σε σύγκριση με την πρώτη περίπτωση, δεν αποτέλεσαν τίποτα περισσότερο παρά στιγμές όπου φυλετική ένταση και ο αποκλεισμός έφτασαν στο σημείο να επιφέρουν μονάχα μια προσωρινή ανάφλεξη.
Εν κατακλείδι
Μέχρι στιγμής, δύο είναι τα πιο σημαντικά γεγονότα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ορόσημα στην κινηματική ιστορία της μετά-2000 εποχής στην χώρα: η εξέγερση του Δεκέμβρη και το Κίνημα των Πλατειών, όπου μπορεί κανείς ν’ αντιληφθεί την εκ νέου διόγκωσης της ριζοσπαστικής πολιτικής σκέψης στην καθημερινή ζωή. Αλλά θα ήταν σημαντικό λάθος να εκλάβουμε αυτά τα γεγονότα ως μια πιθανή εικόνα από το μέλλον, ως ένα πρότυπο κινηματικής αντιγραφής. Αντ’ αυτού, οι ακτιβιστές, οι πολιτικοί θεωρητικοί και ερευνητές θα ήταν προτιμότερο εμβαθύνουν στο πραγματικό μήνυμα των γεγονότων, στην αυτο-οργάνωση, την δημόσια και πολιτική διαβούλευση που ξεπερνά τις δομές και τον τρόπο λειτουργίας της αστικής «δημοκρατίας» και του κράτους (καθώς και όλα τα θεσμικά όργανα που βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία του). Η εξέγερση του Δεκέμβρη συμβολίζει την πραγματική αναβίωση της συγκρουσιακής πολιτικής σκέψης στην καθημερινότητα, η οποία δεν δίνει έμφαση στη βία απαραίτητα, αλλά αγγίζει την ουσία της πραγματικής πολιτικής δράσης και την αναζήτηση νέων προταγμάτων, ξεπερνώντας χρεοκοπημένες κοσμοθεωρίες και διαφόρων ειδών ιδεολογικά κλισέ. Αν το πνεύμα του Δεκέμβρη θα θαφτεί κάτω από το κλίμα κοινωνικής καταστροφής που η χώρα διέρχεται σήμερα είναι πράγματι ένα πολύ σημαντικό ερώτημα, δύσκολο μεν να απαντηθεί. Αλλά όποια και αν είναι η απάντηση, η πραγματική ουσία του Δεκέμβρη παραμένει αμετάβλητη: στην εποχή της πολιτικής οπισθοδρόμησης που μετατρέπει τις κοινωνίες σε ένα πλήθος απομονωμένων και εξατομικευμένων ανθρώπων, στην εποχή αποπολιτικοποίησης, ο Δεκέμβρης μας δίνει να καταλάβουμε πόσο ζωτικής σημασίας είναι η ανυπακοή. Σε αυτούς τους καιρούς όπου ασημαντότητα, η απάθεια, η μοναξιά και ο κυνισμός σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμά τους, το φάντασμα του Δεκέμβρη φανερώνει μπροστά μας αυτή την τραγική πραγματικότητα που χαρακτηρίζει το σύνολο του σύγχρονου Δυτικού κόσμου. Αναμφισβήτητα δεν είναι εύκολο για τις κοινωνίες της βόρειας Ευρώπης που ακολουθούν τυφλά το προτεσταντικό φαντασιακό της ατομικής ασφάλειας και του δούλευε και μην ερεύνα, να συλλάβουν την πολιτική σημασία των Δεκεμβριανών, να αμφισβητήσουν τις θεσμοθετημένες νόρμες τους και να αγκαλιάσουν τη λογική της κοινότητας, την φιλία και την άμεση συμμετοχή στη δημόσια ζωή, όπου η κοσμικότητα και η ετερότητα ενισχύουν την ελευθερία του ανθρώπου, πέρα από τα τείχη της ιδιωτικής σφαίρας, τον προ-πολιτικό αυτόν χώρο που έχει διαβρώνει κάθε ανθρώπινο κίνητρο οδηγώντας μας στην ομοιομορφία και την ύβρη. Αυτή είναι η πραγματική πρόκληση της σύγχρονης εποχής μας, να γεννηθεί η δυνατότητα ενός εκ νέου επανακαθορισμού αναφορικά με το τι θα πρέπει να θεωρηθεί ως ηθικό και δίκαιο.
Σημειώσεις
[1] «Η πολιτική, πολιτιστική και πνευματική ηγεσία της Ελλάδας δεν δείχνει πρόθυμη να λάβει μέτρα κατά αυτής της αναρχικής υποκουλτούρας. Στην πραγματικότητα σε αρκετές περιπτώσεις τη δικαιολογούν, την υποκινούν ή και την επιδοκιμάζουν- κυρίως τα μικρά κόμματα της Αριστεράς, όπως και κεντροαριστερές εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας», λέει ο Στάθης Καλύβας (2008). Η ίδια μυωπική γνώμη εκφράστηκε επίσης από τον Economist (2008): «η ανεπαρκή αστυνόμευση επέτρεψε τους αναρχικούς να ευδοκιμήσουν στα Εξάρχεια, τα οποία έχουν γίνει καταφύγιο για εμπόρους ναρκωτικών και απατεώνες». Το πιο ενδεικτικό για το παραπάνω άρθρο, δεν είναι απλά η ρηχότητα σύμφωνα με την οποία ο συγγραφέας ερμηνεύει το κοινωνικο-πολιτικό πράττειν, αλλά ο επιτηδευμένος τρόπος με τον οποίο επιχειρεί να διαυγάσει το ζήτημα της εξέγερσης. Αυτό φαίνεται εντονότερα όταν ο/η ίδιος/α διατυπώνει χαρακτηριστικά: «οι εξεγέρσεις της νεολαίας σε όλη την Ελλάδα αποδεικνύουν γιατί η χώρα πρέπει να αλλάξει» επισκιάζοντας σαφώς το γεγονός ότι οι νέοι διαδηλωτές σε όλη την Ελλάδα απαιτούσαν η χώρα να αλλάξει.
[2] Η στάση του συντηρητικού τύπου και μιας μεγάλης μερίδας της δημοσιογραφικής ελίτ σχετικά με την εξέγερση ήταν πέρα για πέρα επιφανειακή. Μηδενική προσπάθεια έγινε από μέρος τους να εξηγήσουν την εξέγερση όχι σύμφωνα με ποινικούς όρους, αλλά με βάση την πολιτική και κοινωνική διάσταση των πραγμάτων, ενώ οι συνθήκες που πυροδότησαν την εξέγερση αποδίδονται σε μια πολιτιστική ανωμαλία που δήθεν έχει βαθιά ριζώσει στην ελληνική κοινωνία, όπως ανέφερε πιο πάνω ο Στάθης Καλύβας. Αυτός ο απλουστευτικός ισχυρισμός, ότι η εξέγερση του Δεκέμβρη δεν ήταν τίποτε παραπάνω από μια σειρά εκτεταμένων βανδαλισμών ενός εξαγριωμένου όχλου, μιας μερίδας «παράσιτων» και περιθωριακών ομάδων, είναι απολύτως αναληθής: Η πλειοψηφία των διαδηλωτών δεν είχε καμία διάθεση να επενδύσει στη βία χάριν της ίδιας της βίας. Ενώ ο όχλος «μισεί την κοινωνία από την οποία έχει αποκλειστεί» (Arendt 1976, σ.107) καταφεύγοντας σε εξωκοινοβουλευτική δράση (Arendt 1976, σ.108), στα Δεκεμβριανά η πλειοψηφία των διαδηλωτών που επιτέθηκαν σε κυβερνητικά κτίρια και μεγάλα καταστήματα (πόσο μάλλον η συντριπτική πλειοψηφία που αντί να επιτίθεται σε αστυνομικές κλούβες επέλεξε τη συλλογική πολιτική δράση, όπως τη δημιουργία δημόσιων συνελεύσεων) ήταν απλοί καθημερινοί άνθρωποι, αναπόσπαστα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, στην οποία είχαν εναποθέσει όλες τις προσπάθειές τους, πιστεύοντας ακράδαντα στις υποσχέσεις και τα ιδανικά που η ίδια πρέσβευε (το ατομικό κέρδος, το πρεστίζ και την προσωπική επιτυχία) λαμβάνοντας κανένα, ωστόσο, αντάλλαγμα. Είναι αναμφισβήτητο ότι στα Δεκεμβριανά υπήρξε ένα ποσοστό ντεκλασέδων που επιδόθηκε σε πράξεις λουμπενισμού, οργανώνοντας λεηλασίες και την καταστροφές μικρών καταστημάτων. Ωστόσο, αυτό όχι μόνο δεν αναιρεί την γενικευμένη αγανάκτηση ενάντια στα κοινωνικο-οικονομικά αδιέξοδα, μήτε μπορεί να συγκαλύψει την απόρριψη του εγωκεντρισμού και της λογική του κοινωνικού ελέγχου που εκφράστηκε μαζικά από την νεολαία τις ημέρες εκείνες. Με βάση όλα αυτά, βλέπουμε λοιπόν ότι οι διαδηλωτές αντί να προτείνουν την καταστροφή της κοινωνίας τους (πράγμα που επιθυμεί ο όχλος) αγωνίστηκαν για «περισσότερη κοινωνία», για την περαιτέρω ανάπτυξη σχέσεων συντροφικότητας και αλληλεγγύης βλέποντας τις δυνάμεις καταστολής, τα ΜΑΤ, και τους αστυνομικούς, ως προστάτες του σάπιου κόσμου που ήθελαν να ξεπεράσουν.
Κανείς ωστόσο δεν μπορεί να αρνηθεί την αύξηση των δραστηριοτήτων «αντάρτικου πόλης» μετά την Δεκεμβριανά. Για παράδειγμα, η αυτοαποκαλούμενη «αντι-καθεστωτική» ομάδα, Σέχτα Επαναστατών, γρήγορα αφότου οι δρόμοι επέστρεψαν στην «ομαλότητα» επένδυσαν σε δολοφονίες και εγχώρια τρομοκρατία (εξετέλεσαν έναν αστυνομικό την άνοιξη του 2009, καθώς και τον ταμπλόιντ δημοσιογράφο Σωκράτη Γκιόλια το καλοκαίρι του 2011). Επιπλέον, στις 3 Φεβρουαρίου του 2009, αμέσως μετά την ένοπλη επίθεση στο αστυνομικό τμήμα του Κορυδαλλού, ένα CD βρέθηκε στο μνήμα του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου που περιέχει το ανακοινωθέν της ΣΕ η οποία ανέλαβε την ευθύνη της επίθεσης, εξηγώντας τους λόγους που την οδήγησαν να προβεί στη συγκεκριμένη ενέργεια. Αυτό έδωσε άλλοθι στις ελληνικές συντηρητικές ελίτ να συνδέσουν την αύξηση των δραστηριοτήτων αυτών μετά τις ταραχές του Δεκέμβρη. Βέβαια, οι εξαιρετικά αυταρχικές αυτές ενέργειες με τίποτα δεν αντανακλούν το αληθινό πνεύμα Δεκεμβριανών και το νόημα της πραγματικής επαναστατικής πολιτικής δράσης, η οποία προϋποθέτει διαφάνεια και δημιουργικότητα: Όπως ο ίδιος ο όχλος αποκλείεται από την κοινωνία που την βλέπει ως έναν θανάσιμο εχθρό του, έτσι και οι ομάδες αυτές συνειδητά αρνούνται να συμμετάσχουν ενεργά στα κινήματα, επενδύοντας στη λογική της ατομικιστικής βίας και του αβαγκαρντισμού. Έχοντας οι ίδιοι που αποσυρθεί από την δημόσια σφαίρα, ενεργούν κάτω από τη λογική της μυστικοπάθειας, μέθοδος που απορρίπτεται εξ ολοκλήρου από το διαφανές πολιτικό σώμα που το διακατέχει ο λόγος και η δημιουργική αλληλεπίδραση.
[3] Για την Κορνήλιο Καστοριάδη (2007), η πραγματική (ή αλλιώς άμεση) δημοκρατία (σε αντίθεση με τη λεγόμενη αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» που ο ίδιος ονομάζει φιλελεύθερη ολιγαρχία) είναι σχεδόν ταυτολογική με την έννοια του προτάγματος της αυτονομίας. Η αυτονομία προϋποθέτει την απόρριψη κάθε a-priori δικαιολόγησης του κόσμου, μια λογική που χαρακτηρίζει την κατάσταση της ετερονομίας όπου τα πρότυπα, οι αξίες και οι αρχές λειτουργίας μιας κοινωνίας εκλαμβάνονται ως ένα εντελώς άκαμπτο σύστημα, συχνά εγγυημένο από κάποια εξωκοινωνική πηγή (νόμοι των προγόνων, νόμοι της ιστορίας, νόμοι της αγοράς, ο λόγος του θεού ή κάποια υπερφυσικής οντότητας κτλ). Σε μια αυτόνομη κοινότητα ανθρώπων οι νόμοι, οι νόρμες, τα ήθη και τα έθιμα (και συνεπώς η λειτουργία της) καθορίζονται αποκλειστικά από τα ενεργά μέλη της. Επιπλέον, η αυτόνομη θέσμιση προϋποθέτει ανοικτά πολιτικά σώματα που παρέχουν τη δυνατότητα για όλους να αμφισβητούν τις δεδομένες αξίες, παρέχοντας τη δυνατότητα αντιπροτάσεων. Κατά συνέπεια, δημοκρατική σύγκρουση υπάρχει όταν τα μέλη ενός κινήματος θέτουν ένα βασικό ερώτημα στον εαυτό τους «γιατί θα πρέπει να δεχθούμε αυτή την θεσμισμένη τάξη πραγμάτων;» ενώ την ίδια στιγμή προτείνουν μια άλλη θέσμιση, γνωρίζοντας πάντα ότι καμιά εξωκοινωνική δύναμη δεν μπορεί να την στηρίξει οντολογικά και υπαρξιακά.
[4] Στην πραγματικότητα, «τα κοινωνικά κινήματα δεν είναι απλώς το άθροισμα κάποιων εκδηλώσεων διαμαρτυρίας ή ειδικών ενημερωτικών εκστρατειών σε ορισμένα ζητήματα. Αντίθετα, ένα κοινωνικό κίνημα είναι μια διαδικασία που προωθεί την ανάπτυξη συλλογικών ταυτοτήτων, οι οποίες υπερβαίνουν συγκεκριμένα γεγονότα και πρωτοβουλίες» (Della Porta & Diani 2006, p.21).
[5] Όπως έλεγε το γράμμα των φίλων του Γρογορόπουλου: «είμαστε τα παιδιά σας. Αυτοί, οι γνωστοί-άγνωστοι. Κάνουμε όνειρα – μη σκοτώνετε τα όνειρά μας. Έχουμε ορμή – μη σταματάτε την ορμή μας. Θυμηθείτε. Κάποτε ήσασταν νέοι κι εσείς. Τώρα κυνηγάτε το χρήμα, νοιάζεστε μόνο για τη «βιτρίνα», παχύνατε, καραφλιάσατε, Ξεχάσατε. Περιμέναμε να μας υποστηρίξετε, περιμέναμε να ενδιαφερθείτε, να μας κάνετε μια φορά κι εσείς περήφανους. Μάταια. Ζείτε ψεύτικες ζωές, έχετε σκύψει το κεφάλι, έχετε κατεβάσει τα παντελόνια και περιμένετε τη μέρα που θα πεθάνετε. Δε φαντάζεστε, δεν ερωτεύεστε, δεν δημιουργείτε. Μόνο πουλάτε κι αγοράζετε. Ύλη παντού. Αγάπη πουθενά – Αλήθεια πουθενά».
[6] Ως κοινωνικό πόλεμο ορίζουμε την διάλυση των κοινωνικών σχέσεων και την παράδοσή τους στην κυριαρχία (Boukalas 2011, σ.307), ή για να το θέσω με μεγαλύτερη ακρίβεια, την προτεραιότητα των σχέσεων που αποσκοπούν στον οικονομισμό, το κέρδος και το θέαμα. Πρόκειται για τον πυρήνα του καπιταλιστικού φαντασιακού που έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση είδους κάθε πραγματικής δημόσιας (πολιτικής) σφαίρας.
[7] Ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό της εξέγερσης ήταν η παρουσία των μεταναστών στους δρόμους. «Από τις 273 συλλήψεις οι οποίες καταγράφηκαν από την αρχή του ξεσηκωμού μέχρι τα μέσα του Ιανουαρίου του 2009, σχεδόν οι 130 ήταν μετανάστες, δηλαδή, ξένοι που στερούνται της ελληνικής ιθαγένειας» (Ανδρέας Καλύβας 2010).
[8] Στην πραγματικότητα οι καταστροφές και οι συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής έλαβαν χώρα εκτός των πολιτικών σωμάτων. Αυτό πραγματικά διαφοροποιεί τον Δεκέμβρη από τις εξεγέρσεις του Λονδίνου (2011) και του Παρισιού (2005) όπου ομάδες νεαρών αντί να θέτουν πολιτικά αιτήματα περιορίστηκαν σε πράξεις λουμπενισμού. Αλλά ακόμη και οι τελευταίες περιπτώσεις δεν μπορούν να κατανοηθούν έξω το πλαίσιο του κοινωνικού πολέμου. Όταν οι δυνάμεις που καταστρέφουν κάθε δεσμό μεταξύ πολιτών και κάθε είδους συντροφικότητας (δηλαδή, οι δυνάμεις της δομικής βίας) έχουν διαβρώσει όλες τις μορφές της δημόσιας ζωής (όπου κάθε αξία αντικαθίστανται από τον εγωκεντρισμό, τα ατομικιστικά ιδεώδη και τον ιδιωτικό καταναλωτισμό) στη συνέχεια ακολουθεί η εκμηδένιση της ανθρώπινης επαφής και επικοινωνίας, όπου η διαβούλευση και ο λόγος (ένα από τα πιο κατεξοχήν πολιτικά στοιχεία της δημόσιας σφαίρας) εκλείπει και αντ’ αυτού η ωμή βία παραμένει ως η μόνη μέθοδος επίλυσης των διαφορών.
Πηγές/αναφορές
Οικονόμου, Γ., 2013. Πολυτεχνείο 1973. Νισήδες: Αθήνα
Καλύβας, Στ., 2008. Γιατί η Αθήνα καίγεται. Το Βήμα [online]. Διαθέσιμο: <http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=246697>
Καλύβας, Α., 2010. Εξέγερση, μετανάστες, δημοκρατία. RedNotebook [online]. Διαθέσιμο: <http://rnbnet.gr/details.php?id=1056>
Arendt, H., 1976. The Origins of Totalitarianism. 6th ed. USA: A Harvest Book.
Arendt, H., 1990. On Revolution. 6Th ed. London: Penguin Books.
Arendt, H., and Canovan, M., 1998. The Human Condition. 2Nd ed. Chicago: The University of Chicago Press.
Castoriadis, C., 2007. Figures of the Thinkable. 2nd ed. California: Stratford University Press.
Della Porta, D., and Diani, M., 2006. Social movements: An introduction.2nd ed. Malden, MA ; Oxford: Blackwell.
Douzinas. K., 2010. What we can learn from the Greek riots. The Guardian Online. Available at: <http://www.theguardian.com/commentisfree/2009/jan/09/greece-riots> [Accessed 10 October 2013]
Economist, 2008. They do protest too much. [online] Available at: <http://www.economist.com/node/12771265/> [Accessed 10 October 2013].
Vradis, A., Dalakoglou, D., The Children of The Gallery, Metropolitan Sirens, Boukalas, Ch., Kouki, H., and Filipidis Ch., 2011. Revolt and Crisis in Greece. Edinburgh: AK Press.
eagainst.com
Σήμερα συμπληρώνονται πέντε χρόνια από το περιστατικό της δολοφονία του δεκαπεντάχρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από πυρά αστυνομικού στην περιοχή Εξαρχείων στο κέντρο της Αθήνας. Όπως είναι γνωστό, αμέσως μετά την διάδοση του γεγονότος ακολουθεί μια πανελλαδικής εμβέλειας γενικευμένη εξέγερση – τα νέα Δεκεμβριανά – που διήρκεσε σχεδόν ένα μήνα, με χιλιάδες διαδηλωτών να εκφράζουν δημόσια την αγανάκτησή τους ενάντια στην αστυνομική ατιμωρησία, τη διαφθορά και την ανεργία. Πέντε χρόνια μετά την εξέγερση, οι ευρωπαϊκές συστημικές πολιτικές δυνάμεις εξακολουθούν να επιχειρούν την στρέβλωση ή διαγραφή των γεγονότων αυτών από τη συλλογική μνήμη, χαρακτηρίζοντάς τα ως έναν εφιάλτη που δεν πρέπει ποτέ να επαναληφθεί (TPTG 2011, σ.272). Όπως ο συντηρητικός συγγραφέας Στάθης Καλύβας (2008)[1] τόνισε, οι ταραχές του Δεκεμβρίου είχαν πολύ λίγο να κάνουν με την αγανάκτηση και την αντίθεση στη διαφθορά, τις πελατειακές σχέσεις και την έλλειψη οικονομικής ασφάλειας που ταλανίζουν το ελληνικό δημόσιο και ιδιωτικό βίο. Αντιθέτως, για τον ίδιο, τα Δεκεμβριανά δεν ήταν τίποτα παραπάνω από το ωμό αποτέλεσμα της σταδιακής καλλιέργειας μιας υποκουλτούρας ανομίας που κατέστη ανεκτή από την ελληνική πολιτεία για πολλά χρόνια. Από την άλλη πλευρά, βλέπουμε πολλούς αναρχικούς και ψηφοφόρους/υποστηρικτές της αριστεράς, ρομαντικοποιώντας τις μέρες του Δεκέμβρη, να αγγίζουν πολλές φορές τα όρια του φετιχισμού. Αλλά ποιό είναι το πραγματικό μήνυμα της εξέγερσης αυτής για εμάς σήμερα; Αυτό το ερώτημα θα απαντηθεί εδώ, με στόχο όχι μόνο να αμφισβητηθεί ο κυρίαρχος αντιδραστικός ισχυρισμός ότι τα Δεκεμβριανά δεν ήταν τίποτα περισσότερο από έκτροπα και βανδαλισμοί, αλλά επιπλέον να δοθεί έμφαση στο το πνεύμα της αυτο-οργάνωσης που προέκυψε κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών, το αυθεντικό και το βαθύτερο μήνυμα αυτής της ιστορικής στιγμής.
Συνδέσεις με το παρελθόν
Η κοινωνικο-πολιτική σημασία της εξέγερση του Δεκέμβρη δεν μπορεί να κατανοηθεί δίχως να γίνει έστω και μια επιγραμματική αναφορά σε τρία βασικά χρονικά σημεία της σύγχρονης Ελληνική ιστορίας που διαμόρφωσαν και εξακολουθούν να καθορίζουν την πολιτικοποίηση του ελληνικού κοινού: α) οι εργατικοί αγώνες της δεκαετίας του 1930-39 (και πιο χαρακτηριστικά η αιματηρή καταστολή των κινητοποιήσεων του 1936 στη Θεσσαλονίκη), β) ο εμφύλιος πόλεμος (1946-1949) – που για πολλούς Έλληνες αριστερούς θεωρείται ως η συνέχεια του αντιφασιστικού αγώνα που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου – και γ) το μετεμφυλιακό κλίμα δεξιάς/κρατικής τρομοκρατίας που κράτησε μέχρι το 1974 με την κατάρρευση της αντικομμουνιστικής στρατιωτικής δικτατορίας, μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από συνεχείς διώξεις εναντίον της ηττημένης αριστεράς, εκκαθάρισεις κομμουνιστών και φυλακίσεις αντιφρονούντων. Η εποχή της μεταπολίτευση – ένας όρος που «χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ιστορική περίοδο της νεότερης ελληνικής ιστορίας που ακολουθεί το τέλος της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1974)» (Vradis & Dalakoglou 2011, σ. 339), μέχρι την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης (2010) – βλέπει πέντε χρονολογικά σημεία-κλειδιά πολιτικού ακτιβισμού: 1970-1980, 1987-88, 1990-1991 (κινητοποιήσεις μαθητών ενάντια στις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις), 1998,99 (εκατοντάδες σχολεία κατελήφθησαν από τους μαθητές σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την γραφειοκρατικοποίηση των εισαγωγικών εξετάσεων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση), 2006-07 (εν όψη των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων που πρότεινε η συντηρητική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, πάνω από 300 πανεπιστημιακές σχολές σε όλη τη χώρα τελούν υπό κατάληψη, ενώ οι περισσότερες από τις διαμαρτυρίες κατά των μέτρων αυτών συνάντησαν την κτηνώδη κρατική καταστολή). Επιπλέον, δύο σημαντικές περιόδους αναταραχών μπορεί κανείς να παρατηρήσει κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου: το 1985 η δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά οδηγεί σε εκτεταμένες συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και ΜΑΤ, ενώ το 1991, μετά τη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα από ακροδεξιούς γενικευμένες συγκρούσεις μεταξύ φοιτητών και δυνάμεων καταστολής στην Αθήνα και σε άλλες μεγάλες πόλεις έλαβαν χώρα, συγκρούσεις που κράτησαν για πάνω από τρεις μέρες. Οι στιγμές αυτές, όμως, θα μπορούσαν κάλλιστα να χαρακτηριστούν ως κληροδότημα του πνεύματος της αντίστασης και της ανυπακοής που σε μεγάλο βαθμό εκφράστηκε κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου (το οποίο λίγο πολύ αποτελεί ένα είδος κινηματική συνέχειας από τα πρώτα χρόνια των εργατικών αγώνων), το αποκορύφωμα του αντιδικτατορικού αγώνα σύμφωνα με τον Γιώργο Οικονόμου (2013), μιας αυθόρμητης ρήξης με το στρατιωτικό καθεστώς των συνταγματαρχών που χαρακτηριζόταν από εκτεταμένη λογοκρισία και καταστολή.
Όπως τονίζει Οικονόμου (2013, σ. 30), το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό των ημερών της εξέγερσης του Πολυτεχνείου είναι η άμεση συμμετοχή των ανθρώπων στην διεκδίκηση της ελευθερίας. Την κατάληψη του Πολυτεχνείου «δεν καθοδηγεί καμία κομματική οργάνωση, δεν χειραγωγεί ουδείς «ηγέτης», ουδεμία έξωθεν εξουσία κινεί τα νήματα. Η άμεση δημοκρατία στην πράξη, η αυτονομία». Ομοίως η εξέγερση του Δεκέμβρη, δεν ήταν ούτε κατευθυνόμενη από κάποια πολιτική οργάνωση, ούτε υποκινούμενη από μια ενιαία ιδεολογία (Δουζίνας 2009). Η εξέγερση του Πολυτεχνείου «εκδηλώνει και αξιοποιεί τις καλύτερες πλευρές του εαυτού του: την αλληλεγγύη, τη φιλία, την ανιδιοτελή προσφορά, τη φαντασία, τον έρωτα, τη δημιουργία [...] Η δυναμική και η λειτουργία της κατάληψης στηρίζεται στην αυτοοργάνωση και αυτοδιεύθυνση. Διαρκείς συνελεύσεις των σχολών, εκλογή επιτροπών και Συντονιστικής Επιτροπής με εικοσιτετράωρη θητεία» (Οικονόμου 2013, σ.30-31). Όλα αυτά τα στοιχεία (που αποτελούν σπέρμα γονιμοποιό για μελλοντικές πολιτικές δράσεις) εσωτερικεύονται σε μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, και επανεμφανίζονται ξανά στις ημέρες του Δεκέμβρη. Αυτή είναι η ιδιαίτερη σημασία της εξέγερσης, η οποία αγνοήθηκε εξ ολοκλήρου από τα μεγάλα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης των οποίων η απάντηση ήταν μια στείρα καταδίκη της βίας, μια περιγραφή των γεγονότων σαν να πρόκειται για το ξέσπασμα της νεανικής παραβατικότητας ή, κατά κανόνα, η επικράτηση της λογικής του όχλου ενάντια στον κοινό νου[2]. Όπως και κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου η αυτο-οργάνωση, η συντροφικότητα και η φιλία αντικατέστησαν τον τρόμο και την κρατική προπαγάνδα, ομοίως κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Δεκέμβρη θα μπορούσαμε να δούμε συνελεύσεις γειτονιών, μαζί με τις καταλήψεις σχολείων, πανεπιστημίων, δημοτικών γραφείων και θεάτρων να λαμβάνουν χώρα (Metropolitan Sirens 2011, σ.146; Ανδρέας Καλύβας 2010), και μια γενικευμένη απόρριψη της απάθειας, του κυνισμού, της τυραννίας της οικονομικής αβεβαιότητας και της πολιτικής αδιαφορίας. Ιστορικά αν το δει κανείς, ανοικτές συνελεύσεις πολιτών και πολιτικοί φορείς που λειτουργούν οριζόντια και επιτρέπουν σημαντικές αποφάσεις να ληφθούν με διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας, αυθόρμητα εμφανίστηκαν «σε κάθε πραγματική επανάσταση καθ’ όλη του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα» (Arendt 1990, σ.249), από το παρισινή Κομμούνα μέχρι και την ουγγρική Επανάσταση του 1956 όπου τα συμβούλια των μαθητών, των συγγραφέων, των εργαζομένων και των καλλιτεχνών, τα συμβούλια των στρατιωτικών ή μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων εμφανίστηκαν σε κάθε συνοικία της Βουδαπέστης (Arendt 1990, σ.266-267).
Το νόημα της εξέγερσης
Μπορούμε να πούμε ότι η εξέγερση του Δεκέμβρη ήταν ένα κίνημα; Σύμφωνα με τους Della Porta και Diani (2006, σ.23) ένα κίνημα αποτελεί ένα είδος σύγκρουσης μεταξύ αυτών που κατέχουν την εξουσία και των αντιπάλων τους. Αλλά πώς μπορούμε να νομηατοδοτήσουμε τον όρο σύγκρουση; Από μια δημοκρατική σκοπιά[3], η σύγκρουση δεν αφορά την φυσική επίθεση αλλά τη συνολική απόρριψη της θεσμισμένης τάξης πραγμάτων και μια βαθιά ρήξη με τις δοσμένες νόρμες και αξίες. Επιπλέον, αφορά τις αντιπροτάσεις για την εδραίωση νέων θεσμών (αξιών, κανόνων, κοινωνικές φορέων κ.λπ.).
Ενώ η εξέγερση του Δεκέμβρη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα κοινωνικό κίνημα από μόνη της[4] – παρά τις πρωτοβουλίες για αυτοοργάνωση τις καταλήψεις των πανεπιστημίων, δημαρχείων, των γραφεία της ΓΣΕΕ, τις άμεσες δράσεις στους δρόμους και τις αγορές, τους σταθμούς, τα θέατρα και τα μέσα ενημέρωσης που αποτελούν μορφές οργανωμένου αγώνα (Kaplanis 2011, σ.223) – διαμόρφωσε σαφώς την αρχή μιας νέας εποχής κοινωνικής και πολιτικής αμφισβήτησης μέσα στην ελληνική κοινωνία: εκ πρώτης όψεως συγκρούστηκε με το φανταστικό του καριερισμού, με τον πολιτισμό του απομονωτισμού, του καταναλωτισμού και του ατομικισμού[5] – του λεγόμενου κοινωνικού πολέμου[6], ανοίγοντας τον δρόμο για περαιτέρω κινητοποιήσεις. Αντίθετα με περισσότερες από τις προηγούμενες διαδηλώσεις, η εξέγερση του Δεκέμβρη δεν είχε κάποια ειδική απαίτηση (όπως αυξήσεις στις αποδοχές, βελτίωση των συνθηκών εργασίας και τη μείωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης). Αντί να στοχεύει αποκλειστικά και μόνο τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της συντηρητικής κυβέρνησης αμφισβήτησε μέρος των αξιών ολόκληρου του θεσμισμένου φαντασιακού, και πιο έντονα την ιδιωτικοποίηση της ζωής του ανθρώπου μέσα στο κυνήγι της «ευτυχίας» που έχει καταστεί σχεδόν ταυτόσημη με τον πλουτισμό και τη συσσώρευση ιδιοκτησίας.
Η εξέγερση «δεν ήταν η απάντηση, αλλά η ερώτηση» (όπως το περιβόητο σύνθημα λέει), μια ερώτηση αναφορικά με τα πουριτανική ήθη που τυφλά η κοινωνία ακολουθεί, όπως την ηθική της εργασίας (πιο συγκεκριμένα, τον εκφυλισμό της εργασίας, προτάσσοντας παράλληλα την επανανοηματοδότισή της ως μια ελεύθερη και δημιουργική απασχόληση), την υπακοή στην ιεραρχία, τον εθνικιστικό ναρκισσισμό[7], ενώ ταυτόχρονα κατέστη η αφύπνιση του ανθρώπινου πνεύματος της αλληλεγγύης και συντροφικότητας μέσα από μεγάλες διαδηλώσεις που καταλήγουν σε χορό ή σε θεατρικές παραστάσεις, μουσικές συναυλίες ή προβολές ταινιών και ντοκιμαντέρ σε δρόμους και πλατείες. Τα Δεκεμβριανά ήταν επίσης μια μορφή της αυτο-ερώτησης: Η εξέγερση κατάφερε μερικώς να αμφισβητήσει όλες τις προηγούμενες μορφές διαμαρτυρίας που εμφανίστηκαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών (Boukalas 2011, σ.308), ενισχύοντας την εμφάνιση μιας δημόσια σφαίρας [δηλαδή αυτοδιοικούμενων σωμάτων δημοσίων συνελεύσεων μέσα στα κατειλημμένα πανεπιστήμια, στις πλατείες και τα μικρά χωριά (Boukalas 2011, σ.323), πολιτικά σώματα που επιτρέπουν στους πολίτες μέσα από ανοιχτές συζητήσεις να αναλάβουν οι ίδιοι τη λειτουργία των κοινοτήτων τους], ενός κοινού κόσμου που ενσωματώνει την πλήρη ανθρώπινη κατάσταση της πολιτικής διαβούλευσης και επικοινωνίας, που τον διακρίνει η φιλία, ο λόγος και η ετερότητα (Arendt 1998). Αυτή είναι η πραγματική πολιτική ουσία του Δεκέμβρη που πολλοί εξωτερικοί παρατηρητές, όντας επικεντρωμένοι αποκλειστικά και μόνο στις τις φωτιές και τις φλόγες (όπως και όλοι όσοι φετιχίζονται με τις φωτογραφίες των καμμένων αυτοκινήτων και θρυμματισμένων καταστημάτων) δεν κατάφεραν να συλλάβουν. Αυτή η ριζική σύγκρουση με το φαντασιακό του εγωκεντρισμού, με την δήθεν αναγκαιότητα της πολιτικής εκπροσώπησης συνεχίζει την πορεία της μέσα στο χρόνο και εμφανίζεται ξανά κατά τις πρώτες ημέρες του Κινήματος των Πλατειών, πριν ο επίσημος αριστερός λαϊκιστικός αντιμνημονιακός λόγος παρεισφρήσει και κυριαρχήσει εξ’ ολοκλήρου στο νεογέννητο δημόσιο πεδίο. Θα μπορούσε το Κίνημα των Πλατειών να επιβιώσει μην έχοντας ενσαρκώσει τον πραγματικό πνεύμα της φιλίας και της ανιδιοτέλειας μέσα στις δημόσιες συγκεντρώσεις και συνελεύσεις, ένα πνεύμα που όπως είδαμε ήταν το πιο σημαντικό στοιχείο της εξέγερση του Δεκέμβρη;
Συνεπώς, βλέπουμε ότι το πραγματικό διακύβευμα του Δεκέμβρη είναι η πολιτική μη-βία (και σε πολλές περιπτώσεις η αντι-βία) και όχι τυφλή επιθετικότητα, δεδομένου ότι στη δημόσια σφαίρα, η οποία αποτελεί αποτέλεσμα σκόπιμης συλλογικής δράσης, η κατ’ εξοχήν δέσμευση για όλους τους συμμετέχοντες είναι ο λόγος και η ισότητα, βάση της αντίληψης του ανθρώπου ως ον πολιτικό «προικισμένο με τη δύναμη του λόγου» (Arendt 1990, σ.19), σε αντίθεση με την ωμή βία που από τη φύση της είναι σιωπηρή και αποτελεί φαινόμενο περιθωριοποιημένο στο πολιτικό πεδίο (Arendt 1998, σ.26; 1990, σ.19)[8]. Με βάση το πόρισμα αυτό καταλαβαίνουμε τα εξής: μόνο ο λόγος έχει την ικανότητα να δημιουργεί ουσιαστικά προτάγματα. Μόνο η ομιλία και η ακοή γεννούν βιώσιμα πολιτικά σχέδια. Η επιθετικότητα, από την άλλη πλευρά, αφήνει ανεξίτηλα ίχνη σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, δίχως περαιτέρω εξέλιξη. Αποτελεί μια στείρα αντίδραση, δίχως πολλές δυναμικές για την τροφοδότηση χειραφετησιακών συγκρούσεων. Κι εδώ μπορούμε να καταλάβουμε γιατί τα Δεκεμβριανά αφήσαν κληρονομιά για τις μελλοντικές γενιές, σε αντίθεση με τις ταραχές που είδαμε σε άλλα μέρη της Ευρώπης (όπως του Λονδίνου, του Παρισιού και του Malmo) όπου, σε σύγκριση με την πρώτη περίπτωση, δεν αποτέλεσαν τίποτα περισσότερο παρά στιγμές όπου φυλετική ένταση και ο αποκλεισμός έφτασαν στο σημείο να επιφέρουν μονάχα μια προσωρινή ανάφλεξη.
Εν κατακλείδι
Μέχρι στιγμής, δύο είναι τα πιο σημαντικά γεγονότα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ορόσημα στην κινηματική ιστορία της μετά-2000 εποχής στην χώρα: η εξέγερση του Δεκέμβρη και το Κίνημα των Πλατειών, όπου μπορεί κανείς ν’ αντιληφθεί την εκ νέου διόγκωσης της ριζοσπαστικής πολιτικής σκέψης στην καθημερινή ζωή. Αλλά θα ήταν σημαντικό λάθος να εκλάβουμε αυτά τα γεγονότα ως μια πιθανή εικόνα από το μέλλον, ως ένα πρότυπο κινηματικής αντιγραφής. Αντ’ αυτού, οι ακτιβιστές, οι πολιτικοί θεωρητικοί και ερευνητές θα ήταν προτιμότερο εμβαθύνουν στο πραγματικό μήνυμα των γεγονότων, στην αυτο-οργάνωση, την δημόσια και πολιτική διαβούλευση που ξεπερνά τις δομές και τον τρόπο λειτουργίας της αστικής «δημοκρατίας» και του κράτους (καθώς και όλα τα θεσμικά όργανα που βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία του). Η εξέγερση του Δεκέμβρη συμβολίζει την πραγματική αναβίωση της συγκρουσιακής πολιτικής σκέψης στην καθημερινότητα, η οποία δεν δίνει έμφαση στη βία απαραίτητα, αλλά αγγίζει την ουσία της πραγματικής πολιτικής δράσης και την αναζήτηση νέων προταγμάτων, ξεπερνώντας χρεοκοπημένες κοσμοθεωρίες και διαφόρων ειδών ιδεολογικά κλισέ. Αν το πνεύμα του Δεκέμβρη θα θαφτεί κάτω από το κλίμα κοινωνικής καταστροφής που η χώρα διέρχεται σήμερα είναι πράγματι ένα πολύ σημαντικό ερώτημα, δύσκολο μεν να απαντηθεί. Αλλά όποια και αν είναι η απάντηση, η πραγματική ουσία του Δεκέμβρη παραμένει αμετάβλητη: στην εποχή της πολιτικής οπισθοδρόμησης που μετατρέπει τις κοινωνίες σε ένα πλήθος απομονωμένων και εξατομικευμένων ανθρώπων, στην εποχή αποπολιτικοποίησης, ο Δεκέμβρης μας δίνει να καταλάβουμε πόσο ζωτικής σημασίας είναι η ανυπακοή. Σε αυτούς τους καιρούς όπου ασημαντότητα, η απάθεια, η μοναξιά και ο κυνισμός σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμά τους, το φάντασμα του Δεκέμβρη φανερώνει μπροστά μας αυτή την τραγική πραγματικότητα που χαρακτηρίζει το σύνολο του σύγχρονου Δυτικού κόσμου. Αναμφισβήτητα δεν είναι εύκολο για τις κοινωνίες της βόρειας Ευρώπης που ακολουθούν τυφλά το προτεσταντικό φαντασιακό της ατομικής ασφάλειας και του δούλευε και μην ερεύνα, να συλλάβουν την πολιτική σημασία των Δεκεμβριανών, να αμφισβητήσουν τις θεσμοθετημένες νόρμες τους και να αγκαλιάσουν τη λογική της κοινότητας, την φιλία και την άμεση συμμετοχή στη δημόσια ζωή, όπου η κοσμικότητα και η ετερότητα ενισχύουν την ελευθερία του ανθρώπου, πέρα από τα τείχη της ιδιωτικής σφαίρας, τον προ-πολιτικό αυτόν χώρο που έχει διαβρώνει κάθε ανθρώπινο κίνητρο οδηγώντας μας στην ομοιομορφία και την ύβρη. Αυτή είναι η πραγματική πρόκληση της σύγχρονης εποχής μας, να γεννηθεί η δυνατότητα ενός εκ νέου επανακαθορισμού αναφορικά με το τι θα πρέπει να θεωρηθεί ως ηθικό και δίκαιο.
Σημειώσεις
[1] «Η πολιτική, πολιτιστική και πνευματική ηγεσία της Ελλάδας δεν δείχνει πρόθυμη να λάβει μέτρα κατά αυτής της αναρχικής υποκουλτούρας. Στην πραγματικότητα σε αρκετές περιπτώσεις τη δικαιολογούν, την υποκινούν ή και την επιδοκιμάζουν- κυρίως τα μικρά κόμματα της Αριστεράς, όπως και κεντροαριστερές εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας», λέει ο Στάθης Καλύβας (2008). Η ίδια μυωπική γνώμη εκφράστηκε επίσης από τον Economist (2008): «η ανεπαρκή αστυνόμευση επέτρεψε τους αναρχικούς να ευδοκιμήσουν στα Εξάρχεια, τα οποία έχουν γίνει καταφύγιο για εμπόρους ναρκωτικών και απατεώνες». Το πιο ενδεικτικό για το παραπάνω άρθρο, δεν είναι απλά η ρηχότητα σύμφωνα με την οποία ο συγγραφέας ερμηνεύει το κοινωνικο-πολιτικό πράττειν, αλλά ο επιτηδευμένος τρόπος με τον οποίο επιχειρεί να διαυγάσει το ζήτημα της εξέγερσης. Αυτό φαίνεται εντονότερα όταν ο/η ίδιος/α διατυπώνει χαρακτηριστικά: «οι εξεγέρσεις της νεολαίας σε όλη την Ελλάδα αποδεικνύουν γιατί η χώρα πρέπει να αλλάξει» επισκιάζοντας σαφώς το γεγονός ότι οι νέοι διαδηλωτές σε όλη την Ελλάδα απαιτούσαν η χώρα να αλλάξει.
[2] Η στάση του συντηρητικού τύπου και μιας μεγάλης μερίδας της δημοσιογραφικής ελίτ σχετικά με την εξέγερση ήταν πέρα για πέρα επιφανειακή. Μηδενική προσπάθεια έγινε από μέρος τους να εξηγήσουν την εξέγερση όχι σύμφωνα με ποινικούς όρους, αλλά με βάση την πολιτική και κοινωνική διάσταση των πραγμάτων, ενώ οι συνθήκες που πυροδότησαν την εξέγερση αποδίδονται σε μια πολιτιστική ανωμαλία που δήθεν έχει βαθιά ριζώσει στην ελληνική κοινωνία, όπως ανέφερε πιο πάνω ο Στάθης Καλύβας. Αυτός ο απλουστευτικός ισχυρισμός, ότι η εξέγερση του Δεκέμβρη δεν ήταν τίποτε παραπάνω από μια σειρά εκτεταμένων βανδαλισμών ενός εξαγριωμένου όχλου, μιας μερίδας «παράσιτων» και περιθωριακών ομάδων, είναι απολύτως αναληθής: Η πλειοψηφία των διαδηλωτών δεν είχε καμία διάθεση να επενδύσει στη βία χάριν της ίδιας της βίας. Ενώ ο όχλος «μισεί την κοινωνία από την οποία έχει αποκλειστεί» (Arendt 1976, σ.107) καταφεύγοντας σε εξωκοινοβουλευτική δράση (Arendt 1976, σ.108), στα Δεκεμβριανά η πλειοψηφία των διαδηλωτών που επιτέθηκαν σε κυβερνητικά κτίρια και μεγάλα καταστήματα (πόσο μάλλον η συντριπτική πλειοψηφία που αντί να επιτίθεται σε αστυνομικές κλούβες επέλεξε τη συλλογική πολιτική δράση, όπως τη δημιουργία δημόσιων συνελεύσεων) ήταν απλοί καθημερινοί άνθρωποι, αναπόσπαστα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, στην οποία είχαν εναποθέσει όλες τις προσπάθειές τους, πιστεύοντας ακράδαντα στις υποσχέσεις και τα ιδανικά που η ίδια πρέσβευε (το ατομικό κέρδος, το πρεστίζ και την προσωπική επιτυχία) λαμβάνοντας κανένα, ωστόσο, αντάλλαγμα. Είναι αναμφισβήτητο ότι στα Δεκεμβριανά υπήρξε ένα ποσοστό ντεκλασέδων που επιδόθηκε σε πράξεις λουμπενισμού, οργανώνοντας λεηλασίες και την καταστροφές μικρών καταστημάτων. Ωστόσο, αυτό όχι μόνο δεν αναιρεί την γενικευμένη αγανάκτηση ενάντια στα κοινωνικο-οικονομικά αδιέξοδα, μήτε μπορεί να συγκαλύψει την απόρριψη του εγωκεντρισμού και της λογική του κοινωνικού ελέγχου που εκφράστηκε μαζικά από την νεολαία τις ημέρες εκείνες. Με βάση όλα αυτά, βλέπουμε λοιπόν ότι οι διαδηλωτές αντί να προτείνουν την καταστροφή της κοινωνίας τους (πράγμα που επιθυμεί ο όχλος) αγωνίστηκαν για «περισσότερη κοινωνία», για την περαιτέρω ανάπτυξη σχέσεων συντροφικότητας και αλληλεγγύης βλέποντας τις δυνάμεις καταστολής, τα ΜΑΤ, και τους αστυνομικούς, ως προστάτες του σάπιου κόσμου που ήθελαν να ξεπεράσουν.
Κανείς ωστόσο δεν μπορεί να αρνηθεί την αύξηση των δραστηριοτήτων «αντάρτικου πόλης» μετά την Δεκεμβριανά. Για παράδειγμα, η αυτοαποκαλούμενη «αντι-καθεστωτική» ομάδα, Σέχτα Επαναστατών, γρήγορα αφότου οι δρόμοι επέστρεψαν στην «ομαλότητα» επένδυσαν σε δολοφονίες και εγχώρια τρομοκρατία (εξετέλεσαν έναν αστυνομικό την άνοιξη του 2009, καθώς και τον ταμπλόιντ δημοσιογράφο Σωκράτη Γκιόλια το καλοκαίρι του 2011). Επιπλέον, στις 3 Φεβρουαρίου του 2009, αμέσως μετά την ένοπλη επίθεση στο αστυνομικό τμήμα του Κορυδαλλού, ένα CD βρέθηκε στο μνήμα του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου που περιέχει το ανακοινωθέν της ΣΕ η οποία ανέλαβε την ευθύνη της επίθεσης, εξηγώντας τους λόγους που την οδήγησαν να προβεί στη συγκεκριμένη ενέργεια. Αυτό έδωσε άλλοθι στις ελληνικές συντηρητικές ελίτ να συνδέσουν την αύξηση των δραστηριοτήτων αυτών μετά τις ταραχές του Δεκέμβρη. Βέβαια, οι εξαιρετικά αυταρχικές αυτές ενέργειες με τίποτα δεν αντανακλούν το αληθινό πνεύμα Δεκεμβριανών και το νόημα της πραγματικής επαναστατικής πολιτικής δράσης, η οποία προϋποθέτει διαφάνεια και δημιουργικότητα: Όπως ο ίδιος ο όχλος αποκλείεται από την κοινωνία που την βλέπει ως έναν θανάσιμο εχθρό του, έτσι και οι ομάδες αυτές συνειδητά αρνούνται να συμμετάσχουν ενεργά στα κινήματα, επενδύοντας στη λογική της ατομικιστικής βίας και του αβαγκαρντισμού. Έχοντας οι ίδιοι που αποσυρθεί από την δημόσια σφαίρα, ενεργούν κάτω από τη λογική της μυστικοπάθειας, μέθοδος που απορρίπτεται εξ ολοκλήρου από το διαφανές πολιτικό σώμα που το διακατέχει ο λόγος και η δημιουργική αλληλεπίδραση.
[3] Για την Κορνήλιο Καστοριάδη (2007), η πραγματική (ή αλλιώς άμεση) δημοκρατία (σε αντίθεση με τη λεγόμενη αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» που ο ίδιος ονομάζει φιλελεύθερη ολιγαρχία) είναι σχεδόν ταυτολογική με την έννοια του προτάγματος της αυτονομίας. Η αυτονομία προϋποθέτει την απόρριψη κάθε a-priori δικαιολόγησης του κόσμου, μια λογική που χαρακτηρίζει την κατάσταση της ετερονομίας όπου τα πρότυπα, οι αξίες και οι αρχές λειτουργίας μιας κοινωνίας εκλαμβάνονται ως ένα εντελώς άκαμπτο σύστημα, συχνά εγγυημένο από κάποια εξωκοινωνική πηγή (νόμοι των προγόνων, νόμοι της ιστορίας, νόμοι της αγοράς, ο λόγος του θεού ή κάποια υπερφυσικής οντότητας κτλ). Σε μια αυτόνομη κοινότητα ανθρώπων οι νόμοι, οι νόρμες, τα ήθη και τα έθιμα (και συνεπώς η λειτουργία της) καθορίζονται αποκλειστικά από τα ενεργά μέλη της. Επιπλέον, η αυτόνομη θέσμιση προϋποθέτει ανοικτά πολιτικά σώματα που παρέχουν τη δυνατότητα για όλους να αμφισβητούν τις δεδομένες αξίες, παρέχοντας τη δυνατότητα αντιπροτάσεων. Κατά συνέπεια, δημοκρατική σύγκρουση υπάρχει όταν τα μέλη ενός κινήματος θέτουν ένα βασικό ερώτημα στον εαυτό τους «γιατί θα πρέπει να δεχθούμε αυτή την θεσμισμένη τάξη πραγμάτων;» ενώ την ίδια στιγμή προτείνουν μια άλλη θέσμιση, γνωρίζοντας πάντα ότι καμιά εξωκοινωνική δύναμη δεν μπορεί να την στηρίξει οντολογικά και υπαρξιακά.
[4] Στην πραγματικότητα, «τα κοινωνικά κινήματα δεν είναι απλώς το άθροισμα κάποιων εκδηλώσεων διαμαρτυρίας ή ειδικών ενημερωτικών εκστρατειών σε ορισμένα ζητήματα. Αντίθετα, ένα κοινωνικό κίνημα είναι μια διαδικασία που προωθεί την ανάπτυξη συλλογικών ταυτοτήτων, οι οποίες υπερβαίνουν συγκεκριμένα γεγονότα και πρωτοβουλίες» (Della Porta & Diani 2006, p.21).
[5] Όπως έλεγε το γράμμα των φίλων του Γρογορόπουλου: «είμαστε τα παιδιά σας. Αυτοί, οι γνωστοί-άγνωστοι. Κάνουμε όνειρα – μη σκοτώνετε τα όνειρά μας. Έχουμε ορμή – μη σταματάτε την ορμή μας. Θυμηθείτε. Κάποτε ήσασταν νέοι κι εσείς. Τώρα κυνηγάτε το χρήμα, νοιάζεστε μόνο για τη «βιτρίνα», παχύνατε, καραφλιάσατε, Ξεχάσατε. Περιμέναμε να μας υποστηρίξετε, περιμέναμε να ενδιαφερθείτε, να μας κάνετε μια φορά κι εσείς περήφανους. Μάταια. Ζείτε ψεύτικες ζωές, έχετε σκύψει το κεφάλι, έχετε κατεβάσει τα παντελόνια και περιμένετε τη μέρα που θα πεθάνετε. Δε φαντάζεστε, δεν ερωτεύεστε, δεν δημιουργείτε. Μόνο πουλάτε κι αγοράζετε. Ύλη παντού. Αγάπη πουθενά – Αλήθεια πουθενά».
[6] Ως κοινωνικό πόλεμο ορίζουμε την διάλυση των κοινωνικών σχέσεων και την παράδοσή τους στην κυριαρχία (Boukalas 2011, σ.307), ή για να το θέσω με μεγαλύτερη ακρίβεια, την προτεραιότητα των σχέσεων που αποσκοπούν στον οικονομισμό, το κέρδος και το θέαμα. Πρόκειται για τον πυρήνα του καπιταλιστικού φαντασιακού που έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση είδους κάθε πραγματικής δημόσιας (πολιτικής) σφαίρας.
[7] Ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό της εξέγερσης ήταν η παρουσία των μεταναστών στους δρόμους. «Από τις 273 συλλήψεις οι οποίες καταγράφηκαν από την αρχή του ξεσηκωμού μέχρι τα μέσα του Ιανουαρίου του 2009, σχεδόν οι 130 ήταν μετανάστες, δηλαδή, ξένοι που στερούνται της ελληνικής ιθαγένειας» (Ανδρέας Καλύβας 2010).
[8] Στην πραγματικότητα οι καταστροφές και οι συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής έλαβαν χώρα εκτός των πολιτικών σωμάτων. Αυτό πραγματικά διαφοροποιεί τον Δεκέμβρη από τις εξεγέρσεις του Λονδίνου (2011) και του Παρισιού (2005) όπου ομάδες νεαρών αντί να θέτουν πολιτικά αιτήματα περιορίστηκαν σε πράξεις λουμπενισμού. Αλλά ακόμη και οι τελευταίες περιπτώσεις δεν μπορούν να κατανοηθούν έξω το πλαίσιο του κοινωνικού πολέμου. Όταν οι δυνάμεις που καταστρέφουν κάθε δεσμό μεταξύ πολιτών και κάθε είδους συντροφικότητας (δηλαδή, οι δυνάμεις της δομικής βίας) έχουν διαβρώσει όλες τις μορφές της δημόσιας ζωής (όπου κάθε αξία αντικαθίστανται από τον εγωκεντρισμό, τα ατομικιστικά ιδεώδη και τον ιδιωτικό καταναλωτισμό) στη συνέχεια ακολουθεί η εκμηδένιση της ανθρώπινης επαφής και επικοινωνίας, όπου η διαβούλευση και ο λόγος (ένα από τα πιο κατεξοχήν πολιτικά στοιχεία της δημόσιας σφαίρας) εκλείπει και αντ’ αυτού η ωμή βία παραμένει ως η μόνη μέθοδος επίλυσης των διαφορών.
Πηγές/αναφορές
Οικονόμου, Γ., 2013. Πολυτεχνείο 1973. Νισήδες: Αθήνα
Καλύβας, Στ., 2008. Γιατί η Αθήνα καίγεται. Το Βήμα [online]. Διαθέσιμο: <http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=246697>
Καλύβας, Α., 2010. Εξέγερση, μετανάστες, δημοκρατία. RedNotebook [online]. Διαθέσιμο: <http://rnbnet.gr/details.php?id=1056>
Arendt, H., 1976. The Origins of Totalitarianism. 6th ed. USA: A Harvest Book.
Arendt, H., 1990. On Revolution. 6Th ed. London: Penguin Books.
Arendt, H., and Canovan, M., 1998. The Human Condition. 2Nd ed. Chicago: The University of Chicago Press.
Castoriadis, C., 2007. Figures of the Thinkable. 2nd ed. California: Stratford University Press.
Della Porta, D., and Diani, M., 2006. Social movements: An introduction.2nd ed. Malden, MA ; Oxford: Blackwell.
Douzinas. K., 2010. What we can learn from the Greek riots. The Guardian Online. Available at: <http://www.theguardian.com/commentisfree/2009/jan/09/greece-riots> [Accessed 10 October 2013]
Economist, 2008. They do protest too much. [online] Available at: <http://www.economist.com/node/12771265/> [Accessed 10 October 2013].
Vradis, A., Dalakoglou, D., The Children of The Gallery, Metropolitan Sirens, Boukalas, Ch., Kouki, H., and Filipidis Ch., 2011. Revolt and Crisis in Greece. Edinburgh: AK Press.
eagainst.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου