του Μάκη Κουζέλη
Οι θέσεις που ακολουθούν συνοψίζουν, κάπως σχηματικά για να προκαλέσουν αντεπιχειρήματα, σκέψεις σχετικά με τα ζητήματα εξουσίας και ηγεμονίας στην Ευρώπη, από τη σκοπιά του ελληνικού κοινωνικού και πολιτικού παρόντος. Η διατύπωσή τους αντλεί, έστω και χωρίς άμεσες βιβλιογραφικές αναφορές, από τα γόνιμα θεωρητικά σχήματα και τα εννοιολογικά εργαλεία του Νίκου Πουλαντζά, από ό,τι μας έμαθε μέσω των κειμένων του και από όσα μας δασκάλεψε από κοντά.
Οι θέσεις που ακολουθούν συνοψίζουν, κάπως σχηματικά για να προκαλέσουν αντεπιχειρήματα, σκέψεις σχετικά με τα ζητήματα εξουσίας και ηγεμονίας στην Ευρώπη, από τη σκοπιά του ελληνικού κοινωνικού και πολιτικού παρόντος. Η διατύπωσή τους αντλεί, έστω και χωρίς άμεσες βιβλιογραφικές αναφορές, από τα γόνιμα θεωρητικά σχήματα και τα εννοιολογικά εργαλεία του Νίκου Πουλαντζά, από ό,τι μας έμαθε μέσω των κειμένων του και από όσα μας δασκάλεψε από κοντά.
1. Θέση 1η:
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αναπτύσσεται ως μια δομή οικονομικής ισχύος και
εξουσίας και απομακρύνεται όλο και περισσότερο από το υποτιθέμενα
προσδοκώμενο μιας υπερ-εθνικής κρατικής οργάνωσης. Η δυναμική αυτή
θεμελιώνεται στην απόλυτη σχεδόν επικράτηση μιας οικονομίστικης
ιδεολογίας συνδεδεμένης με ό,τι ονομάστηκε νεοφιλελευθερισμός.
2. Ισχυρίζομαι επομένως, Θέση 2η,
πως –ως προς την πορεία της Ε.Ε.– είναι μια ιδεολογική δύναμη που
καθόρισε τον μονόπλευρα οικονομικό ορισμό του πολιτικού μορφώματος. Αυτό
εννοεί πως αν συγκεκριμένες μορφές και τμήματα του κεφαλαίου όχι απλώς
επέβαλαν μια υπέρ τους αναδιάταξη του μπλοκ εξουσίας και του συσχετισμού
δυνάμεων στο σύνολο των ταξικών σχέσεων αλλά και αναπροσδιόρισαν τους
όρους στη σφαίρα της κυκλοφορίας αλλά και της ίδιας της παραγωγής, η
τόσο χαρακτηριστική αυτή δυναμική ύστερης ευρωπαϊκής νεωτερικότητας δεν
θα ήταν νοητή αν δεν εκκινούσε από μια σαφή ιδεολογική κυριαρχία του
λόγου περί ανταγωνισμού, ελεύθερης αγοράς, περί πρωτοκαθεδρίας της
ιδιωτικής οικονομίας, περί προσδιορισμού των πάντων από το χρήμα – το
χρήμα, ούτε καν το κεφάλαιο.
Οι ιδεολογικοί όροι που επιβλήθηκαν μετά την έκλειψη του «αντίπαλου δέους» της Σοβιετικής Ένωσης ως πολιτική
νίκη της αστικής τάξης και των πιο επιθετικών τμημάτων της, είναι
εκείνοι που επέτρεψαν τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, όπως και την
πλήρη αποδόμηση των πολιτικών ερεισμάτων που συνδέονταν με αυτό, την
πλήρη αποδόμηση της σοσιαλδημοκρατίας.
3. Η κρισιμότερη πολιτική συνέπεια αυτής της συμπαγούς ιδεολογικής κυριαρχίας είναι, Θέση 3η,
η αποσταθεροποίηση της δημοκρατίας και η άρση κρίσιμων θεσμικών της
προϋποθέσεων, όπως δείχνει η καθημερινότητα του αυταρχισμού του
εκτελεστικού σε εθνικό και ευρωπαϊκό πλαίσιο, ενός αυταρχικού
νεο-βοναπαρτισμού. Οι αξιώσεις ισότητας και αλληλεγγύης που δίνουν
κοινωνικό και δημοκρατικό περιεχόμενο στην ελευθερία, αδρανοποιήθηκαν
κάτω από την επιταγή αχαλιναγώγητης κερδοσκοπικής ανάπτυξης. Η διαρκής
αντίφαση καπιταλισμού και δημοκρατίας επιλύεται υπέρ του πρώτου, ή
μάλλον οι συνέπειες αυτής της αντίφασης επιλύονται στη σημερινή συγκυρία
υπέρ του κεφαλαίου.
Γιατί θα
πρέπει να θυμίσω ότι από καμιά διαδικασία δεν απουσιάζουν οι ταξικές
συγκρούσεις και κυρίως ότι αυτό που χαρακτηρίζει τον καπιταλιστικό τρόπο
παραγωγής είναι ο περιορισμός του ιδεολογικού και του πολιτικού στην
εξασφάλιση των συνθηκών αυτόνομης λειτουργίας του οικονομικού, στην
εξασφάλιση, της «αυτόματης» οικονομικής αναπαραγωγής.
4. Κι αυτό μας φέρνει στην 4η Θέση:
η μονοδιάστατη, μονόπλευρη επίλυση της σύγκρουσης μεταξύ επιταγών
αξιοποίησης του κεφαλαίου και αξιώσεων κοινωνικής δικαιοσύνης αίρει
δυνάμει τις προϋποθέσεις ομαλής λειτουργίας του οικονομικού
αυτοματισμού, εισάγοντας ή επανεισάγοντας ορατούς πολιτικούς και
ιδεολογικούς όρους στην αναπαραγωγή. Κι αυτό σημαίνει όξυνση των
κοινωνικών συγκρούσεων στα πεδία αυτά. Η κραυγαλέα ανισότητα απαιτεί
ιδεολογική κυριαρχία πολύ πέραν του συνήθους καπιταλιστικού κυνικού
ρεαλισμού και πολιτική διακυβέρνησης πέραν της πειθαρχίας και της
ρύθμισης του καθημερινού βίου. Οι πρακτικοί λόγοι που επαναφέρουν
πρωτο-νεωτερικές συνθήκες διαχείρισης μαζών συναρθρώνονται όμως δυνητικά
με προωθημένες μορφές αντίστασης, τις καθιστούν αναγκαίες και προοπτικά
δυνατές. Στην ταξική σύγκρουση που εκδηλώνεται πολιτικά το κρίσιμο
είναι πλέον σε μεγάλο βαθμό η δυνατότητα του αστικού λόγου να
αποπροσανατολίζει και αντιστρόφως η δυνατότητα του αριστερού λόγου να
δίνει πολιτική και κοινωνική διέξοδο. Το περιεχόμενο του Ευρωπαϊσμού
είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Επιστρέφω
στην πρώτη Θέση και στα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο μονοδιάστατα
οικονομικός ορισμός της, η ούτε καν για τα προσχήματα δημοκρατική
οργάνωσή της και η πλήρης κατάρρευση του νομιμοποιητικού λόγου περί
ευρωπαϊκής πολιτειότητας αντιστοιχούν σε δυο κρίσιμες για τη συζήτησή
μας συνεπαγόμενες εξελίξεις.
5. Αφενός, Θέση 5η,
σε μια Ευρώπη ενοποιημένη μονόπλευρα ως προς την αγορά εμπορευμάτων και
υπηρεσιών, οι κοινωνικές συγκρούσεις και ο ταξικός αγώνας παραμένουν
εθνικά προσδιορισμένα. Η δε παρουσία και παρέμβαση των θεσμών της
Ευρωπαϊκής Ένωσης τείνει να δυσχεραίνει και ταυτοχρόνως να αποκρύπτει
την εκδήλωση αυτών των συγκρούσεων. Ο αγώνας των λαϊκών δυνάμεων ενάντια
στην αστική κυριαρχία εξακολουθεί, παρά τις διαρκείς επικλήσεις των
υποστηρικτών της, να δίνεται εντός των κρατών, ενάντια στις εθνικά
προσδιορισμένες αστικές τάξεις και ενάντια στα συμφέροντα τού, εντός της
διεθνοποίησης εθνικά οροθετημένου, κεφαλαίου.
6. Αφετέρου, Θέση 6η,
εντός αυτής της Ευρώπης, ενοποιημένης υπό όρους οικονομισμού, η
Γερμανία ασκεί ένα ρόλο εκβιαστικής οικονομικής κυριαρχίας με αξιώσεις
πολιτικής αναγνώρισης και μη θεμελιώσιμης ηγεμονίας. Μη θεμελιώσιμης
καθώς ούτε το διεθνές μεταψυχροπολεμικό περιβάλλον την διευκολύνει, ούτε
η Γερμανία ως κέντρο συμβολικής και πραγματικής ισχύος μπορεί να την
καθιερώσει. Ο νεοφιλελευθερισμός ηγεμονεύει, ασκώντας πράγματι
αντίστοιχη επιρροή και γοητεία σε κοινωνικές δυνάμεις, στρώματα και
ατομικές βιογραφίες. Αυτό όμως δεν επαρκεί για να αναδείξει σε ηγεμονικό
το λόγο που εκφέρεται προς το συμφέρον μιας εθνικής οικονομίας και
παρουσιάζεται ως ευρωπαϊκός, απλώς και μόνο επειδή αποτελεί την διεθνική
εφαρμογή των όρων του νεοφιλελεύθερου οράματος.
Κι εδώ έχουμε σχεδόν μια αρνητική αντιστροφή της σχέσης που διαπιστώσαμε στην αρχή: η οικονομική δύναμη δεν
επιβάλλεται αυτομάτως ως ιδεολογική και πολιτική αρχή. Όταν και όσο η
Γερμανία προβάλλει ρεαλιστικά την πραγματική βάση επί της οποίας αξιώνει
ηγεμονία, το επιχείρημα του οικονομισμού στρέφεται εναντίον της: είναι
«απλώς» η οικονομία, «γυμνό» κέρδος.
Μπορεί να
υπαγορεύει πολιτικές και στρατηγικές αναπαραγωγής αλλά δεν μπορεί να
κινητοποιεί συμμαχίες στηριγμένες σε συναίνεση, να αναπτύσσει ιδεολογικά
ενισχυμένες εκστρατείες ή και να αυτοπαρουσιάζεται ως υπόδειγμα στάσης.
Η ασυμμετρία
στη διαμόρφωση του καθεστώτος κυριαρχίας μεταξύ της οικονομικής, της
πολιτικής και της ιδεολογικής του διάστασης χαρακτηρίζει τη θέση της
Γερμανίας στην Ευρώπη επειδή χαρακτηρίζει τις συνολικές
συνθήκες που διαμορφώθηκαν με την ανασυγκρότηση του μπλοκ εξουσίας (υπέρ
ορισμένων μορφών κεφαλαίου και υπέρ ορισμένων εκπροσώπων του που ναι
μεν υπόκεινται στη διεθνοποίηση, αλλά λειτουργούν ως εθνικά
προσδιορισμένα συμφέροντα). Κι αυτές οι συνολικές συνθήκες μπορούν να
γίνουν αντιληπτές ως συνθήκες κρίσης.
7. Θέση 7η, λοιπόν:
η πρόσφατη οικονομική κρίση μπορεί να ερμηνευθεί και ως συνέπεια
επιθετικών αστικών πολιτικών που αποσκοπούν στη συρρίκνωση της επιρροής
των συμφερόντων της εργατικής τάξης, στην εξουδετέρωση της ανάγκης για
κοινωνική συναίνεση, ή, όπως ήδη σημείωσα, και στον περιορισμό των
αντιπροσωπευτικών λειτουργιών της δημοκρατίας. Στο πεδίο της ιδεολογίας η
επιβολή των συνθηκών της κρίσης αλλά και η ανακατανομή ισχύος που την
προκάλεσε συνδέονται με τη ήττα των σοσιαλιστικών ιδεών και την
επικράτηση ενός λόγου που αναδεικνύει κάθε κριτική στο νεοφιλελεύθερο
πρότυπο ως αντίθετη στα δεδομένα, ως αντιπραγματική.
8.
Στην πολιτική σκηνή, ο νέος συσχετισμός δυνάμεων που προέκυψε από αυτές
τις μετατοπίσεις εκφράστηκε σε μια σαφή μεταβολή του μεταπολεμικού
τοπίου. Η μετά το 1989 διάταξη στην πολιτική εκπροσώπηση των αστικών
δυνάμεων, αυτή είναι η 8η Θέση, εξουδετέρωσε την
παραδοσιακή διχοτόμηση μεταξύ χριστιανοδημοκρατίας και
σοσιαλδημοκρατίας, αναδεικνύοντας ένα ενιαίο νεοφιλελεύθερο –και σαφώς
δεξιό– χώρο. Και ταυτοχρόνως, επέτρεψε τη νομιμοποίηση προηγουμένως
περιθωριοποιημένων πολιτικών ιδεολογιών, συνδεδεμένων με ανοικτό
εθνικισμό, ξενοφοβία, κοινωνικό ή ακόμα και βιολογικό ρατσισμό. Ο νέος
ακροδεξιός πόλος τρέφει και τρέφεται από τη ριζοσπαστικοποίηση
προηγουμένως συντηρητικών συμπεριφορών, συνδεδεμένων με την απαξίωση της
συμμετοχής και τη γενικευμένη ηθική καταγγελία της πολιτικής.
9.
Η ανάδειξη ενός ριζοσπαστικού αλλά και ισχυρού πόλου οργάνωσης και
εκπροσώπησης των συμφερόντων των λαϊκών τάξεων, που να μεταβάλλει
δραστικά το πολιτικό σκηνικό αποτελεί, αυτή είναι η 9η Θέση, μια από τις δύο ιδιαιτερότητες της μορφής και βεβαίως του βάθους που έλαβε η αναδιάταξη του συσχετισμού δύναμης στην Ελλάδα.
Η κατάκτηση
μιας θέσης από την οποία διεκδικεί άμεσα την πολιτική εξουσία δίνει στο
ΣΥΡΙΖΑ ταυτοχρόνως και τη δυνατότητα, όπως όμως και την κύρια πολιτική
και κοινωνική ευθύνη να αναχαιτίσει την ελληνική έκφραση της άκρας
δεξιάς. Στη μορφή και την ιδεολογία της έγκειται η δεύτερη ελληνική
ιδιαιτερότητα. Τη διατυπώνω ως τη 10η και τελευταία Θέση:
10.
Στην Ελλάδα, το υφιστάμενο, στιγματισμένο όμως και απονομιμοποιημένο,
φασιστικό δυναμικό υπόλοιπο του Eμφυλίου και της δικτατορίας,
αναδιοργανώθηκε και εκφράστηκε με τη Χρυσή Αυγή σε ένα ανοικτά ναζιστικό
σχήμα, που τρέφεται από την αποσταθεροποίηση της δημοκρατίας και την
παγίωση συνθηκών εξαίρεσης.
Ο Μάκης Κουζέλης διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το κείμενο στηρίζεται σε εισήγησή του στο Διεθνές Συνέδριο «Κρίση, Κράτος και Δημοκρατία. Αξιοποιώντας τη θεωρία του Νίκου Πουλαντζά για την αντιμετώπιση του αυταρχικού καπιταλισμού» (12-13 Δεκεμβρίου 2014).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου