1944: 6 Δεκέμβρη
Τα ξημερώματα, οι εγχώριες αστικές και βρετανικές δυνάμεις (4 και 8 τάγματα αντίστοιχα) ξεκίνησαν στοχευμένες αντεπιθέσεις. Ωστόσο, παρά την κινητοποίηση ισχυρής δύναμης αρμάτων μάχης και αλεξιπτωτιστών, τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά και περιορίστηκαν στην κατάληψη των οδών Σταδίου και Πανεπιστημίου, καθώς και των γραφείων της ΚΕ του ΕΑΜ στην οδό Κοραή. Στον Πειραιά, οι Βρετανοί σταθεροποίησαν τις θέσεις τους στην Πειραϊκή και κατέλαβαν ένα τμήμα της ακτής του Νέου Φαλήρου, εξασφαλίζοντας απαραίτητα προγεφυρώματα για αποβάσεις. Οι επιθετικές τους πρωτοβουλίες πάντως δεν κράτησαν πολύ. Η αποφασιστική αντίσταση του ΕΛΑΣ και των κατοίκων της Αθήνας και του Πειραιά τους ανάγκασαν να περάσουν σύντομα σε αμυντικές θέσεις, αναμένοντας ενισχύσεις.
Το Α’ ΣΣ του ΕΛΑΣ εξέδωσε πια, με μεγάλη καθυστέρηση, οδηγία σχετικά με την «τηρητέα στάση προς τα αγγλικά στρατεύματα», ορίζοντας πως από την στιγμή που εμπλέκονταν στη διαμάχη θα αντιμετωπίζονταν ως «εχθρικά τμήματα.»[1]
Βασικός στόχος του ΕΛΑΣ εκείνη τη μέρα υπήρξε το Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη, ένα άριστα οχυρωμένο (και πρόσφατα ενισχυμένο) κτιριακό συγκρότημα στους πρόποδες της Ακρόπολης, δύναμης 1.100 ανδρών. Επικεφαλής της άμυνάς του ήταν ο πρώην Διοικητής των Ταγμάτων Ασφαλείας Λακωνίας Κ. Κωστόπουλος (για τον οποίο εκκρεμούσε δίκη για δωσιλογισμό).[2] Η επίθεση του ΕΛΑΣ ξεκίνησε το πρωί και ήταν ορμητική, σαρωτική. Το ένα μετά το άλλο, οι ΕΛΑΣίτες εξουδετέρωσαν όλα τα οχυρωμένα κτίρια και τις φρουρές γύρω από το Σύνταγμα έως τις 10:00 και ετοιμάστηκαν για το κυρίως πλήγμα. Ο ηρωισμός μαχητών και άμαχων σε αυτή την υπερπροσπάθεια ήταν αφάνταστος: «Νομίζει κανείς πως βράζει η γη. Ο ΕΛΑΣ, παρά τις μεγάλες απώλειες που έχει, από την πρώτη στιγμή πολεμάει με απερίγραπτη γενναιότητα…Στο μεταξύ, από τις ηρωικές συνοικίες μας ξεκινάει μια άλλη φάλαγγα, μια φάλαγγα χωρίς ντουφέκια και αυτόματα…Είν’ ο Λαός που πάει να βοηθήσει τον μαχόμενο Στρατό του.»[3]
Μπροστά σε αυτή την ορμή, το Σύνταγμα του Μακρυγιάννη ήταν πια πολύ κοντά στην παράδοση, αν δεν ήταν για την καθοριστική επέμβαση των Βρετανών, που στις 11:00 έσπευσαν σε συνδρομή τους με άρματα μάχης και καμιόνια του Ερυθρού Σταυρού (με πρόσχημα τη μεταφορά των τραυματιών, στην πραγματικότητα όμως, είχαν ενισχύσεις σε άνδρες και πυρομαχικά). Η επέμβαση των Βρετανών ενίσχυσε σημαντικά το ηθικό των αμυνόμενων, ενώ συνέδραμε καταλυτικά στην ακόμα μεγαλύτερη δύναμη πυρός (αφού πλέον προστέθηκαν και τανκς).
Ταυτόχρονα, εκδηλώθηκε επίθεση της Ορεινής Ταξιαρχίας (με την υποβοήθηση βρετανικών αρμάτων μάχης και αεροπορίας) από τα Κουπόνια (Ζωγράφου) εναντίον της Καισαριανής, γεγονός που οδήγησε στην απόσπαση 2 ταγμάτων από το μέτωπο του Μακρυγιάννη και την αποδυνάμωση της επιθετικής ικανότητας του ΕΛΑΣ (που υπολείπονταν ήδη σε δυνάμεις του αντιπάλου). Η πολιορκία συνεχίστηκε, αν και ήταν φανερό πλέον ότι ο στόχος της κατάληψής του, δεν ήταν εφικτός με τις υπάρχουσες δυνάμεις του ΕΛΑΣ.
Στην Καισαριανή, η τρομακτική δύναμη πυρός του αντιπάλου εκμηδενίστηκε μπροστά στην αποφασιστικότητα του λαϊκού κινήματος, σε μια μάχη που διήρκεσε 6 ολόκληρες ώρες. Δίκαια ο Ριζοσπάστης χαρακτήριζε την επόμενη μέρα την Καισαριανή ως «το Στάλινγκραντ της Ελλάδας»! Έτσι δημιουργήθηκε το μέτωπο της Καισαριανής, που κράτησε 25 μέρες.[4]
Ένα από τα μελανότερα περιστατικά της ημέρας υπήρξε αναμφίβολα ο βομβαρδισμός από βρετανικά αεροπλάνα του Πολυιατρείου του Βύρωνα, όπου νοσηλεύονταν πολλοί τραυματίες.
Στα άλλα μέτωπα, ο ΕΛΑΣ κατέλαβε την Ειδική Ασφάλεια, την έδρα της Ανώτατης Διοίκησης Χωροφυλακής, την Υποδιοίκηση Χωροφυλακής και τη Διοίκηση Στερεάς. Η κυριαρχία του ΕΛΑΣ ήταν σχεδόν απόλυτη, όπως παραδέχονταν άλλωστε και ο ίδιος ο αντίπαλος: «Κατά το διαρρεύσαν μέχρι της 6ης Δεκεμβρίου τριήμερον διάστημα, οι κομμουνισταί είχον επιτύχει να γίνωσι κύριοι του μεγαλυτέρου τμήματος της πρωτευούσης, δεν απέμενε δε προς ολοκλήρωσιν των σχεδίων των παρά η κάμψις της αντιστάσεως των ανθισταμένων φρουρών της Αστυνομίας Πόλεων και Χωροφυλακής και η εξουδετέρωσις της ΙΙΙ Ορεινής Ταξιαρχίας.»[5]
Τέλος, την ίδια μέρα, η ΚΕ του ΕΛΑΣ απέστειλε στο Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ διαταγή, με την οποία του ανέθετε: α) την ασφάλεια των συνόρων, β) την επιτήρηση των βρετανικών φρουρών στην περιοχή του, γ) την ασφάλεια από πιθανές αποβάσεις και δ) την εξουδετέρωση των δυνάμεων του Τσαούς Αντών[6] και του Ζέρβα.
***
[1] Στο Σπύρος Α. Κωτσάκης, Δεκέμβρης του 1944 στην Αθήνα, σελ.93, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1986.[2] Μιχάλης Π. Λυμπεράτος, «Οι μάχες στο ‘Σωτηρία’ και στου ‘Μακρυγιάννη’ στην Αθήνα των Δεκεμβριανών», στο Δεκέμβρης ’44: Οι μάχες στις γειτονιές της Αθήνας, σελ.40, εκδ. Ε-Ιστορικά, Αθήνα, 2010.
[3] Οι Ανατολικές Συνοικίες το Δεκέμβρη του 1944, σελ.28, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2014.
[4] Ριζοσπάστης, 7/12/1944
[5] Αρχηγείον Στρατού, Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Η απελευθέρωσις της Ελλάδος και τα μετά ταύτην γεγονότα (Ιούλιος 1944-Δεκέμβριος 1945), στο Βασιλική Λάζου, «Μαρτυρίες για τις μάχες της Αθήνας», Δεκέμβρης ’44: Οι μάχες στις γειτονιές της Αθήνας, σελ.178, εκδ. Ε-Ιστορικά, Αθήνα, 2010.
[6] Ο Τσαούς Αντών (πραγματικό όνομα Αντώνης Φωστερίδης) υπήρξε «γενικός αρχηγός» των λεγόμενων Εθνικών Ομάδων Ανταρτών (ΕΟΑ) που έδρασαν κυρίως στην περιοχή της Μακεδονίας. Στη διάρκεια της Κατοχής η οργάνωση αυτή, που χαρακτηρίζονταν από έντονο αντικομμουνισμό, όχι μόνο δεν έκανε αντίσταση στους Βούλγαρους κατακτητές, αλλά και συνεργάστηκε μαζί τους εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ (με τις «ευλογίες» των Βρετανών). Στη συνέχεια, όπως συνέβη και με πολλές άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις, ο Α. Φωστερίδης αναβαπτίστηκε σε «αντιστασιακό» και «πατριώτη». Την περίοδο του τρίχρονου αγώνα του ΔΣΕ (1946-1949) πολέμησε στον κυβερνητικό στρατό με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη, ενώ το 1952 εκλέχθηκε βουλευτής Δράμας με το κόμμα του «Ελληνικού Συναγερμού» του Α. Παπάγου.
Πηγή: «Δεκέμβρης του ’44: Κρίσιμη ταξική σύγκρουση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2014 – Αναστάσης Γκίκας, «Το χρονικό του Δεκέμβρη 1944″
erodotos.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου