ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Όσο ακόμα κρατάει




       Είχε μόλις γυρίσει από την γιορτή . Άνοιξε το μικρό πορτατιφάκι , κάθησε πάνω στο χαλί, πήρε αγκαλιά στα πόδια της το κουτί με τις παλιές φωτογραφίες και άρχισε να θυμάται.  Στην φωτογραφία αυτή σταμάτησε. Δεν θυμόταν ποιός την  είχε τραβήξει. Θυμόταν κάθε λεπτομέρεια του διαμερίσματος , την θέση της καρέκλας που καθόταν ο  Νίκος με τις σαπουνάδες γύρω από τα μούσια του και το μάγουλο παρατεταμένο για να το ξυρήσει. Την αφίσα του Morisson πάνω από το καλοριφέρ , τον υπολογιστή πάνω στο γραφείο και το μόνιμα  ξέχειλισμένο από τσιγάρα τασάκι.
       Είχαν περάσει πολύ ωραία στην γιορτή. Έτσι και η Ασπασία αποφάσιζε να μαγειρέψει ,του έδινε και καταλάβαινε. Από παλιά είχε αυτό το χούι, ευτυχώς. Στην γιορτή ήταν και ο Γιώργος . Μόλις είχε γυρίσει από την Φιλανδία , είχε τελειώσει η σύμβαση του με το νοσοκομείο εκεί και ήρθε να δει τι θα κάνει. Τετοια ώρα , τέτοια λόγια. Μετά το φαγητό αραδιαστήκανε στους καναπέδες , κρατώντας  ο καθένας και ένα ποτήρι κρασί . Μιλούσαν, γελούσαν, θυμόντουσαν. Κουβέντες μελαγχολικές , μυρωδάτες και άλλοτε εντελώς ανούσιες . Στο διπλανό δωμάτιο τα πιτσιρίκια και η γνωστή βαβούρα τους. Η μόνη στιγμή που σταμάτησαν ήταν όταν η Ασπασία έβγαλε παγωτό με μπισκότα. .
     Ήταν νωρίς το απόγευμα όταν τραβήχτηκε η φωτογραφία. Είχαν γυρίσει από την σχολή και της ζήτησε να του ξυρήσει το μούσι. ''Μονάχα από τα χεράκια σου '' της είχε πει.
-Μα δεν ξέρω , δεν το έχω ξανακάνει .
-Όλα μαθαίνονται.
Γεγονός όλα μαθαίνονται. Πόσο μάλλον όταν θέλεις να δεις τα μούτρα της αγάπης σου χωρίς μούσι μια φορά.
     Όποιος τράβηξε πάντως την φωτογραφία θα πρέπει να στεκόταν στ΄αριστερά  και κάτω από την καρέκλα. Δεν θυμόταν. Θυμόταν όμως πως λίγη ώρα  πριν αρχίσουν το ξύρισμα είχε ξανακούσει από τον δεύτερο το ακαταλαβίστικο χείμαρο των λέξεων , κάτι σαν κουρνιαχτό. Μετά το τρίξιμο της μπαλκονόπορτας που άνοιγε και την γυναίκα με τα ξέμπλεκα γκρίζα μαλλιά  να βγαίνει και να δένει ένα ακόμα μικρό χρωματιστό κορδελάκι στα κάγκελα. Θυμόταν πως κάθε κάγκελο του μπαλκονιού είχε δεμένα δεκάδες χρωματιστά κορδελάκια που έδιναν στο μπαλκόνο μια εικόνα μπλεγμένης ουράς χαρταετού. Ενός χαρταετού που πιάστηκε και τερμάτισε άδοξα το  πέταγμα του .  Η γυναίκα έμενε λίγο στο μπαλκόνι κοιτώντας παγωμένα την απέναντι μιμόζα για δευτερόλεπτα και έμπαινε μετά μέσα. Ένας θεός ξέρει που βρέθηκε η μιμόζα στον ακάλυπτο. Βρέθηκε όμως και κάθε Φεβρουάριο άνθιζε και κάθε Μάρτιο έριχνε τα άνθη της. Όλο τον υπόλοιπο καιρό ο ακάλυπτος περίμενε την άνθιση και το άρωμα. Τίποτα δεν της φαινότανε στα είκοσι της χρόνια παράξενο πάνω στην γυναίκα που έβγαινε με το νυχτικό , τα ξέμπλεκα μαλλιά , την κατακόκκινη κορδέλα που φορούσε στο λαιμό. Τίποτα εκτός από την ανελέητη  μοναξιά της.
     Λίγο πριν τραβηχτεί η φωτογαρφία είχαν ξανακούσει το ανθρώπινο κουρνιαχτό. Έσκυψε τον φίλησε στο στόμα και άρχισε το ξύρισμα. Θυμήθηκε το βλέμμα του. Ένα βλέμμα απείρως  διαθέσιμο . Κρατήθηκε όλα αυτά τα χρόνια το ίδιο. 
       Την γυναίκα του δευτέρου δεν την γνώρισε ποτέ και ας το ήθελε πολύ. Την έβλεπε τόσο συχνά να κρεμάει τα κορδελάκια της στο μπαλκόνι του ακάλυπτου και όμως δεν της είχε μιλήσει ποτέ. Μια μοναχική γυναίκα κρεμούσε στα κάγκελα , την τρέλλα της και την μοναξιά της . Μπροστά σε όλους , για χρόνια. 
     Ήταν ήδη πολύ προχωρημένης ηλικίας. Θα έχει σίγουρα  πεθάνει. Ίσως σε κάποιο άσυλο , σε κάποιο οίκο ευγηρίας, σε κάποιο νοσοκομείο. Μόνη. Στην ουσία όλοι μόνοι και γυμνοί θα πεθάνουμε. Όπως μόνοι και γυμνοί γεννηθήκαμε. Όμως μερικοί από μας είχαν την τύχη να μην προχωρήσουνε μόνοι , να ζήσουνε σε σπίτια γεμάτα από παιδιά, φίλους, συγγενείς. Σε σπιτικά που ζούσαν έγνοιες , έρωτες, πάθη . Που είχαν νοήματα και στηρίζαν ελπίδες. Σπίτια γεμάτα διαθέσιμα βλέμματα.
        Ξαφνικά θυμήθηκε πως τραβήχτηκε η φωτογραφία  . Είχαν ρυθμίσει την μηχανή , την στήσανε πάνω στο κρεβάτι και τρέξανε να αποθανατίσουν την στιγμή. Να χωρέσουν σε μια φωτογραφία το βλέμμα τους .  Γιατί ήξεραν πως όσο υπάρχει αυτό το βλέμμα, είναι σαν να ρίχνουν μια γροθιά στο θάνατο. Για όσο θα κρατούσαν  ακόμα θα μου πεις. Για όσο  κρατούσαν  ακόμα θα σου πω. Την φωτογραφία την τράβηξαν μόνοι τους. Από τύχη και για όσο ακόμα κρατάει. 
ann-lou

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου