Από το αφιέρωμα Βία, φόβος και κοινωνία*
Τα πρόσφατα γεγονότα που καταδείχθηκαν ως επέλαση της βίας στην ελληνική πολιτική ζωή του Ιανουαρίου 2013 θα προκαλούσαν ειρωνικό μειδίαμα σε οποιονδήποτε γνωρίζει στοιχειωδώς τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία. Σε μια ήπειρο που έδωσε δύο παγκόσμιους πολέμους και εφηύρε τους θαλάμους αερίων και τα κρεματόρια μέσα στα τελευταία 100 χρόνια , σε μια χώρα που γνώρισε εμφύλιο πόλεμο, οι από απόσταση πυροβολισμοί στο έρημο πρωθυπουργικό γραφείο ή οι αψιμαχίες στα υπό κατάληψη κτίρια , ένα και μόνο πράγμα πιστοποιούν: την αφερεγγυότητα του ελληνικού κράτους αφενός και τη βρεφική πολιτική σκέψη των εχθρών του – είτε πρόκειται για παρακράτος , είτε πρόκειται για επίδοξους αντάρτες πόλεων. Με λίγα λόγια , τα γεγονότα αυτά πιστοποιούν την αδυναμία της ελληνικής κοινωνίας να σκεφτεί πολιτικά και να δράση συλλογικά.
Η τρέχουσα εικόνα του ελληνικού πολιτικού συστήματος και ταυτόσημα το βαθύ πολιτικό πρόβλημα της χώρας έχει ρίζες ταξικές. Η αποσάθρωση των μεσοστρωμάτων και των μικροαστικών σταθερών προκαλεί μια αίσθηση μόνιμης ανασφάλειας σε σημαντικά τμήματα του πληθυσμού, αίσθηση που κινείται από τον απόλυτο πανικό, στην αφύσικη κατάσταση απάθειας, σε αναντίστοιχο με τα συμβαίνοντα πολιτικό νιρβάνα. Από αυτή την πλευρά μπορούμε πραγματικά να μιλήσουμε για δυνατότητες χειραγώγησης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού που προέρχονται κοινωνικά από τον ενδιάμεσο χώρο και κατά συνέπεια καθορίζουν το κοινοβουλευτικό πλαίσιο λειτουργίας του συστήματος. Για να το τοποθετήσω καλύτερα , ο ήδη διακρινόμενος και με βεβαιότητα επερχόμενος κλονισμός του κλίματος αισιοδοξίας που καλλιέργησε στις προηγούμενες εβδομάδες – μετά την καταβολή της νέας δόσης/δανείου – η τριμερής κυβέρνηση απαίτησε νέους επικοινωνιακούς χειρισμούς από την κυβερνητική εξουσία. Η κατάσταση ήρεμης προσδοκίας και συνακόλουθα πολιτικής απραξίας που είχε προκαλέσει η αμέσως προηγούμενη συγκυρία ολοκλήρωνε τον κύκλο της και προφανώς απαιτούσε νέου τύπου χειρισμούς : τον αισιόδοξο καθησυχασμό χρειάστηκε να τον αντικαταστήσει ο φόβος για το επερχόμενο χειρότερο.
Τότε άρχισε η προσομοίωση του πολέμου- όσο δύναται να προσομοιώσει σοβαρές καταστάσεις η ανάπηρη μικροαστική φαντασία. Αψιμαχίες στη βίλα τάδε και στη βίλα δείνα, καταλήψεις, ανακαταλήψεις, αδέσποτα μπουκάλια, αδέσποτοι κίνδυνοι με επιστέγασμα το ξύσιμο του χρησιμοποιημένου από τον πρωθυπουργό γραφείου στη λεωφόρο Συγγρού και ό,τι ήθελε προκύψει. Και ο παρονομαστής , η ‘’λίστα Λαγκάρντ’’ και το μεγάλο θέατρο της ηλεκτρονικής αναζήτησης της διαφθοράς σε ένα φύσει και θέσει – από ταξική επιλογή- βυθισμένο στην πολιτική διαφθορά πολιτικό σύστημα. Η κατάσταση θα έδινε σενάριο άριστης κωμωδίας αν δεν προκαλούσε θύματα, αν δεν οδηγούσε σε ολοένα και πιο άγριες κοινωνικές καταστάσεις, σε πόνο για πολλούς και εξαθλίωση.
Το πλέον τραγικό στην όλη αυτή ιστορία είναι ότι ετούτη η πολιτική λειτουργεί χωρίς σχεδόν αντίπαλο. Οι πολιτικές δυνάμεις που στηρίζουν την κυβέρνηση επιδίδονται με ενθουσιασμό στο παιχνίδι αυτό όπως ακριβώς κάνουν και οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης , της αξιωματικής αντιπολίτευσης ιδιαίτερα. ‘Ολοι γνωρίζουν ότι τα μεσοστρώματα ποδηγετούνται εύκολα όταν βρεθούν στη μέγγενη της κοινωνικής σύνθλιψης και της υποβάθμισής τους. Όλοι γνωρίζουν πώς να εκμεταλλευτούν μια τέτοια κατάσταση για μικροπολιτικά οφέλη πάνω στην ίδια ουσιαστικά- κοινωνικά και εθνικά – πολιτική.
Το αντίπαλο δέος μόνο ταξικά μπορεί να το προσδιορίζει κανείς . Ο κόσμος των παραγωγών, ο κόσμος της εργασίας, είναι ο μόνος που μπορεί να ξεφύγει από αυτή την πολιτική διαχείρισης της προσδοκίας του τρόμου. Για να το κάνει αυτό πρέπει, όμως, να εκφραστεί αξιόπιστα στο πολιτικό επίπεδο .Εδώ βρίσκεται η μόνη ουσιαστικά σωτήρια προσδοκία.
Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Πολιτικής Ιστορίας στο ΑΠΘ
*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών 19/1/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου