Γιάννης Τόλιος
Πηγή : http://aristerovima.gr
Στις 15-17 Απρίλη ’12, πραγματοποιήθηκε στο Μπακού Αζεραμπαϊζάν περιφερειακή Συνδιάσκεψη του FAO (Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ) με συμμετοχή εκπροσώπων των χωρών της Ευρώπης και Μέσης Ασίας, καθώς ειδικών επιστημόνων και κοινωνικών οργανώσεων. Αντικείμενο της Συνδιάσκεψης ήταν τα θέματα διατροφικής ασφάλειας. Την τελευταία δεκαετία ο αριθμός των ατόμων που υποσιτίζονται ξεπέρασαν τα 1,2 δισεκατομμύρια άτομα, από 800 εκατ. αρχές 2000. Παρ’ ότι το πρόβλημα εμφανίζεται έντονο στις αναπτυσσόμενες χώρες και στις αναπτυγμένες ο αριθμός αυξάνει εξ’ αιτίας της κρίσης (στην ΕΕ προσέγγισε τα 80 εκατ. άτομα). Στην Ελλάδα λόγω των ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων όλο και περισσότεροι πολίτες καταφεύγουν για επιβίωση στα δημόσια συσσίτια (δημοτικών, κοινωνικών, εκκλησιαστικών οργανώσεων).
1. Οι βαθύτερες αιτίες της διατροφικής κρίσης
Οι αιτίες στέρησης του βασικότερου μέσου ύπαρξης, της διατροφής, δεν οφείλεται στην ανεπάρκεια της παραγωγής τροφίμων ή στις «κακές σοδειές» όπως «εξηγούν» διάφοροι απολογητές του συστήματος, αλλά κυρίως στην άνιση κατανομή των παραγομένων τροφίμων μεταξύ χωρών, λαών και κοινωνικών τάξεων. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα ασφαλώς επηρεάζουν την παραγωγή αλλά δεν αποτελούν κύρια αιτία. Επίσης η δυσκολία απόκτησης βασικών μέσων συντήρησης από φτωχά λαϊκά στρώματα, έχει σχέση με την ακρίβεια τροφίμων η οποία συνδέεται με την κερδοσκοπία στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων και τις μονοπωλιακές τιμές που επιβάλλουν μεγάλες βιομηχανίες και αλυσίδες Super-Markets.
Σύμφωνα με στοιχεία του FAO, στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων του Σικάγου το 2010 ένα «μπούσελ» σιτάρι (μονάδα μέτρησης δημητριακών) είχε 5,5 δολ. και στις αρχές του 2011 είχε 8,2 δολ., δηλαδή ακριβότερο κατά 50%. Αντίστοιχα του καλαμποκιού ανέβηκε από 4 δολ. σε 6,6 δολ. (αύξηση 70%) και της σόγιας από 9 σε 14 δολ. (αύξηση 50%). Η κατάσταση επιδεινώνεται από την εφαρμογή μέτρων «λιτότητας», σε βάρος της αγοραστικής δύναμης μισθών, συντάξεων και λαϊκών εισοδημάτων και την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στο διεθνές εμπόριο. Οι ρυθμίσεις του ΠΟΕ και οι περιφερειακές συμφωνίες «ελεύθερου εμπορίου» λειτουργούν ως «ακήρυκτος πόλεμος» κατά των μικρών παραγωγών, αναγκάζοντας άλλους σε εγκατάλειψη και άλλους σε παραγωγή για λογαριασμό των πολυεθνικών με στόχο τις εξαγωγές. Η επικέντρωση στις εξαγωγές, μειώνει την παραγωγή τροφίμων για τις ανάγκες του τοπικού πληθυσμού και εντείνει την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση αγροτών που ζουν υπό άθλιες συνθήκες σε «γκέτο» μεγάλων πόλεων. Τέλος η χρήση προϊόντων στην παραγωγή «βιοκαυσίμων» (βιοντίζελ και βιοαιθανόλης) επιδεινώνει το πρόβλημα.
2. Ποιότητα τροφίμων και βιοποικιλότητα
Σημαντική πλευρά της διατροφικής κρίσης, είναι το μοντέλο παραγωγής προϊόντων που έχει άμεση σχέση με την ποιότητα και το περιβάλλον. Το μοντέλο της «εντατικής γεωργίας», εκτός από ολιγοπωλιακή συγκέντρωση παραγωγής, επεξεργασίας και εμπορίας τροφίμων, συνδέεται με εκτεταμένη χρήση αγροχημικών που υποβαθμίζουν την ποιότητα, δημιουργούν κινδύνους στην ανθρώπινη υγεία και ασκούν μακροχρόνιες και ανεπανόρθωτες βλάβες στη φύση. Τα μεγάλα «διατροφικά σκάνδαλα», όπως «τρελές αγελάδες», κοτόπουλα, χοιρινά με διοξίνες, ελαιόλαδο με παραφινέλαιο, κ.ά., αποτελούν εκδηλώσεις της ασυδοσίας των «agribusiness». Μια νέα διάσταση στην ποιότητα τροφίμων δίνει η χρήση «γενετικά τροποποιημένων οργανισμών» (ΓΤΟ) στην παραγωγή τροφίμων. Εκτός από μεγάλους κινδύνους στη δημόσια υγεία, η χρήση ΓΤΟ πλήττει τη βιοποικιλότητα, τους μικρομεσαίους παραγωγούς και τη διατροφική ασφάλεια. Ταυτόχρονα, ένας μικρός αριθμός πολυεθνικών βιοτεχνολογίας, με επικεφαλής την Monsanto, επιχειρούν μέσω των ΓΤΟ, να ελέγξουν τη «τροφική αλυσίδα», θέτοντας υπό ιδιόμορφη «διατροφική ομηρία», χώρες, λαούς, παραγωγούς και καταναλωτές. Την τελευταία δεκαετία διεξάγεται μια σκληρή μάχη η οποία δεν έχει κριθεί οριστικά, για το αν θα κυριαρχήσει ή όχι το «διαγονιδιακό» μοντέλο παραγωγής ειδών διατροφής. Ελπιδοφόρα εξέλιξη αποτελεί, υπό την πίεση κοινωνικών οργανώσεων, οι αντιδράσεις ορισμένων χωρών (Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Ουγγαρία, Ελλάδα, Λουξεμβούργο) και η απαγόρευση καλλιέργειας «μεταλλαγμένων», ακόμα και εκείνων που είχαν κατ’ αρχήν λάβει έγκριση από την ΕΕ (καλαμπόκι Bt, πατάτα amflora) στο όνομα της «ρήτρας προφύλαξης».
3. Διατροφική κρίση και πολιτική τροφίμων στην Ελλάδα
Δυστυχώς η ασκούμενη αγροτική πολιτική των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ την τελευταία δεκαετία και οι κατευθύνσεις της νέας ΚΑΠ της ΕΕ, οδηγούν τον αγροτικό τομέα σε πλήρη αποδιάρθρωση εντείνοντας τη διατροφική κρίση. Η αποδέσμευση των επιδοτήσεων από την παραγωγή, σε συνδυασμό με τις εξευτελιστικές τιμές στους παραγωγούς και αύξηση του κόστους παραγωγής, συνετέλεσαν στη μείωση του όγκου, της αξίας και του αγροτικού εισοδήματος. Σειρά από βασικές καλλιέργειες έχουν υποστεί δραματική συρρίκνωση (τευτλοκαλλιέργεια μαλακό σιτάρι, βιομηχανική τομάτα, σουλτανίνα, κοκ). Η μείωση του όγκου παραγωγής, μείωσε στο διάστημα 2006-10, την προστιθεμένη αξία παραγωγής κατά 28% ή κατά 2,1 δις €, μειώνοντας παραπέρα το αγροτικό εισόδημα κατά 13,5%.
Η μείωση του αγροτικού εισοδήματος επιδεινώθηκε από την αύξηση του κόστους παραγωγής (ζωοτροφές, φάρμακα, λιπάσματα, κ.ά.) και τις χαμηλές τιμές στους παραγωγούς, εξαιτίας της δράσης των διαφόρων καρτέλ. Αντίθετα, οι τιμές στην κατανάλωση «υπερίπτανται» σταθερά διευρύνοντας παραπέρα τη γνωστή «ψαλίδα τιμών». Οι πιο πάνω εξελίξεις έχουν μειώσει δραματικά τη διατροφική αυτάρκεια της χώρας, με αποτέλεσμα τη διόγκωση εισαγωγών και εμπορικού ελλείμματος και ένταση της «διατροφικής εξάρτησης». Ειδικότερα το έλλειμμα αγροτικών προϊόντων ανήλθε (2009) σε 2,3 δις € και το μεγαλύτερο μέρος αφορούσε εισαγωγές κτηνοτροφικών προϊόντων (1,9 δις € ή 30% της αξίας των εισαγομένων τροφίμων). Η αυτάρκεια της χώρας σε κτηνοτροφικά από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ/ΕΕ σταθερά μειώνεται (κοτόπουλα από 100% το 1980 σε 67% το 2010, βοδινό από 66% σε 27%, χοιρινό από 84% σε 41% και αιγοπρόβειο από 92% σε 80%). Δυστυχώς, η νέα μεταρρύθμιση της ΚΑΠ με ορίζοντα το 2014-2020, οξύνει περαιτέρω το πρόβλημα.
4. Αυτοδυναμία τροφίμων και οικοσοσιαλιστική προοπτική
Η αντιμετώπιση της διατροφής κρίσης και των μεγάλων ανατιμήσεων ειδών διατροφής, με διασφάλιση παράλληλα της ποιότητας, απαιτεί την καταπολέμηση των βασικών αιτίων που τις γενούν, σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο. Πρόκειται για καθαρά πολιτικό ζήτημα που προϋποθέτει και τους ανάλογους συσχετισμούς πολιτικών δυνάμεων. Ωστόσο, με κινητοποιήσεις και παρεμβάσεις, μπορούν κατ’ αρχήν να ληφθούν μέτρα περιορισμού της οξύτητάς του, στην προοπτική της ριζικής αντιμετώπισης του. Στα πλαίσια αυτά χρειάζονται άμεσα μέτρα στήριξης των λαϊκών στρωμάτων που θίγονται από την ακρίβεια και ταυτόχρονα μέτρα στήριξης της οικογενειακής γεωργίας, αύξησης της παραγωγής τροφίμων σύμφωνα με τις ανάγκες της χώρας.
Αφετηριακό ζήτημα στην προώθηση της εναλλακτικής στρατηγικής «αυτοδυναμίας τροφίμων», είναι η απόρριψη της αντίληψης ότι η «αγορά» αποτελεί βασικό μηχανισμό ρύθμισης των αγροτικών σχέσεων. Η ζωή όλο και πιο επιτακτικά προβάλλει την αναγκαιότητα ρύθμισης των αγορών με όρους κοινωνίας και περιβάλλοντος «επ’ ωφελεία» των μικρομεσαίων αγροτών, των καταναλωτών, της βιοποικιλότητας και περιβάλλοντος. Οι κυριότεροι άξονες και τομεακές δράσεις προώθησης της συγκεκριμένης στρατηγικής, απαιτούν επεξεργασία Εθνικού σχεδίου βιώσιμης αγροτικής ανάπτυξης. Αναδιάρθρωση καλλιεργειών, αύξηση γεωργικής απασχόλησης. Έλεγχο τιμών, μείωση κόστους, στήριξη αγροτικού εισοδήματος, προστασία καταναλωτή. Ασφάλεια, ποιοτικό έλεγχο τροφίμων. Προστασία Σπόρων και βιοποικιλότητας. Βιώσιμο πρόγραμμα ανάπτυξης Κτηνοτροφίας. Προστασία παράκτιας αλιείας. Δασοπροστασία, ορθολογική διαχείριση υδατικών πόρων. Εξυγίανση, ανάπτυξη συνεταιρισμών. Οριζόντια μέτρα στήριξης μικρομεσαίων αγροτών.
Η προώθηση της εναλλακτικής στρατηγικής «βιώσιμης αγροτικής ανάπτυξης», προϋποθέτει την ανάπτυξη ενός ριζοσπαστικού και ενωτικού αγροτικού κινήματος, αντίστασης στις ασκούμενες πολιτικές με στόχο την άμεση βελτίωση της θέσης των μικρομεσαίων αγροτών. Ταυτόχρονα η δημιουργία προϋποθέσεων μιας «εφ’ όλης της ύλης» αμφισβήτησης και υπέρβασης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, δεν αφορά μόνο τους αγρότες, αλλά ευρύτερες δυνάμεις, ιδιαίτερα την εργατική τάξη, τη ριζοσπαστική νεολαία, την προοδευτική διανόηση, μεσαία στρώματα των πόλεων και άλλες λαϊκές δυνάμεις. Ταυτόχρονα σε συνθήκες κλιματικών αλλαγών και διατάραξης της οικολογικής ισορροπίας, τα σοσιαλιστικά οράματα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς αποκτούν νέα διάσταση, την «οικοσοσιαλιστική», άρρηκτα δεμένη με την εναλλακτική στρατηγική της «αυτοδυναμίας τροφίμων».
(*) Το κείμενο αποτελεί βασικά σημεία εισήγησης στα πλαίσια των διαβουλεύσεων του FAO με τις κοινωνικές οργανώσεις στο Baku (15-17/4/12).
Πηγή : http://aristerovima.gr
Στις 15-17 Απρίλη ’12, πραγματοποιήθηκε στο Μπακού Αζεραμπαϊζάν περιφερειακή Συνδιάσκεψη του FAO (Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ) με συμμετοχή εκπροσώπων των χωρών της Ευρώπης και Μέσης Ασίας, καθώς ειδικών επιστημόνων και κοινωνικών οργανώσεων. Αντικείμενο της Συνδιάσκεψης ήταν τα θέματα διατροφικής ασφάλειας. Την τελευταία δεκαετία ο αριθμός των ατόμων που υποσιτίζονται ξεπέρασαν τα 1,2 δισεκατομμύρια άτομα, από 800 εκατ. αρχές 2000. Παρ’ ότι το πρόβλημα εμφανίζεται έντονο στις αναπτυσσόμενες χώρες και στις αναπτυγμένες ο αριθμός αυξάνει εξ’ αιτίας της κρίσης (στην ΕΕ προσέγγισε τα 80 εκατ. άτομα). Στην Ελλάδα λόγω των ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων όλο και περισσότεροι πολίτες καταφεύγουν για επιβίωση στα δημόσια συσσίτια (δημοτικών, κοινωνικών, εκκλησιαστικών οργανώσεων).
1. Οι βαθύτερες αιτίες της διατροφικής κρίσης
Οι αιτίες στέρησης του βασικότερου μέσου ύπαρξης, της διατροφής, δεν οφείλεται στην ανεπάρκεια της παραγωγής τροφίμων ή στις «κακές σοδειές» όπως «εξηγούν» διάφοροι απολογητές του συστήματος, αλλά κυρίως στην άνιση κατανομή των παραγομένων τροφίμων μεταξύ χωρών, λαών και κοινωνικών τάξεων. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα ασφαλώς επηρεάζουν την παραγωγή αλλά δεν αποτελούν κύρια αιτία. Επίσης η δυσκολία απόκτησης βασικών μέσων συντήρησης από φτωχά λαϊκά στρώματα, έχει σχέση με την ακρίβεια τροφίμων η οποία συνδέεται με την κερδοσκοπία στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων και τις μονοπωλιακές τιμές που επιβάλλουν μεγάλες βιομηχανίες και αλυσίδες Super-Markets.
Σύμφωνα με στοιχεία του FAO, στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων του Σικάγου το 2010 ένα «μπούσελ» σιτάρι (μονάδα μέτρησης δημητριακών) είχε 5,5 δολ. και στις αρχές του 2011 είχε 8,2 δολ., δηλαδή ακριβότερο κατά 50%. Αντίστοιχα του καλαμποκιού ανέβηκε από 4 δολ. σε 6,6 δολ. (αύξηση 70%) και της σόγιας από 9 σε 14 δολ. (αύξηση 50%). Η κατάσταση επιδεινώνεται από την εφαρμογή μέτρων «λιτότητας», σε βάρος της αγοραστικής δύναμης μισθών, συντάξεων και λαϊκών εισοδημάτων και την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στο διεθνές εμπόριο. Οι ρυθμίσεις του ΠΟΕ και οι περιφερειακές συμφωνίες «ελεύθερου εμπορίου» λειτουργούν ως «ακήρυκτος πόλεμος» κατά των μικρών παραγωγών, αναγκάζοντας άλλους σε εγκατάλειψη και άλλους σε παραγωγή για λογαριασμό των πολυεθνικών με στόχο τις εξαγωγές. Η επικέντρωση στις εξαγωγές, μειώνει την παραγωγή τροφίμων για τις ανάγκες του τοπικού πληθυσμού και εντείνει την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση αγροτών που ζουν υπό άθλιες συνθήκες σε «γκέτο» μεγάλων πόλεων. Τέλος η χρήση προϊόντων στην παραγωγή «βιοκαυσίμων» (βιοντίζελ και βιοαιθανόλης) επιδεινώνει το πρόβλημα.
2. Ποιότητα τροφίμων και βιοποικιλότητα
Σημαντική πλευρά της διατροφικής κρίσης, είναι το μοντέλο παραγωγής προϊόντων που έχει άμεση σχέση με την ποιότητα και το περιβάλλον. Το μοντέλο της «εντατικής γεωργίας», εκτός από ολιγοπωλιακή συγκέντρωση παραγωγής, επεξεργασίας και εμπορίας τροφίμων, συνδέεται με εκτεταμένη χρήση αγροχημικών που υποβαθμίζουν την ποιότητα, δημιουργούν κινδύνους στην ανθρώπινη υγεία και ασκούν μακροχρόνιες και ανεπανόρθωτες βλάβες στη φύση. Τα μεγάλα «διατροφικά σκάνδαλα», όπως «τρελές αγελάδες», κοτόπουλα, χοιρινά με διοξίνες, ελαιόλαδο με παραφινέλαιο, κ.ά., αποτελούν εκδηλώσεις της ασυδοσίας των «agribusiness». Μια νέα διάσταση στην ποιότητα τροφίμων δίνει η χρήση «γενετικά τροποποιημένων οργανισμών» (ΓΤΟ) στην παραγωγή τροφίμων. Εκτός από μεγάλους κινδύνους στη δημόσια υγεία, η χρήση ΓΤΟ πλήττει τη βιοποικιλότητα, τους μικρομεσαίους παραγωγούς και τη διατροφική ασφάλεια. Ταυτόχρονα, ένας μικρός αριθμός πολυεθνικών βιοτεχνολογίας, με επικεφαλής την Monsanto, επιχειρούν μέσω των ΓΤΟ, να ελέγξουν τη «τροφική αλυσίδα», θέτοντας υπό ιδιόμορφη «διατροφική ομηρία», χώρες, λαούς, παραγωγούς και καταναλωτές. Την τελευταία δεκαετία διεξάγεται μια σκληρή μάχη η οποία δεν έχει κριθεί οριστικά, για το αν θα κυριαρχήσει ή όχι το «διαγονιδιακό» μοντέλο παραγωγής ειδών διατροφής. Ελπιδοφόρα εξέλιξη αποτελεί, υπό την πίεση κοινωνικών οργανώσεων, οι αντιδράσεις ορισμένων χωρών (Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Ουγγαρία, Ελλάδα, Λουξεμβούργο) και η απαγόρευση καλλιέργειας «μεταλλαγμένων», ακόμα και εκείνων που είχαν κατ’ αρχήν λάβει έγκριση από την ΕΕ (καλαμπόκι Bt, πατάτα amflora) στο όνομα της «ρήτρας προφύλαξης».
3. Διατροφική κρίση και πολιτική τροφίμων στην Ελλάδα
Δυστυχώς η ασκούμενη αγροτική πολιτική των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ την τελευταία δεκαετία και οι κατευθύνσεις της νέας ΚΑΠ της ΕΕ, οδηγούν τον αγροτικό τομέα σε πλήρη αποδιάρθρωση εντείνοντας τη διατροφική κρίση. Η αποδέσμευση των επιδοτήσεων από την παραγωγή, σε συνδυασμό με τις εξευτελιστικές τιμές στους παραγωγούς και αύξηση του κόστους παραγωγής, συνετέλεσαν στη μείωση του όγκου, της αξίας και του αγροτικού εισοδήματος. Σειρά από βασικές καλλιέργειες έχουν υποστεί δραματική συρρίκνωση (τευτλοκαλλιέργεια μαλακό σιτάρι, βιομηχανική τομάτα, σουλτανίνα, κοκ). Η μείωση του όγκου παραγωγής, μείωσε στο διάστημα 2006-10, την προστιθεμένη αξία παραγωγής κατά 28% ή κατά 2,1 δις €, μειώνοντας παραπέρα το αγροτικό εισόδημα κατά 13,5%.
Η μείωση του αγροτικού εισοδήματος επιδεινώθηκε από την αύξηση του κόστους παραγωγής (ζωοτροφές, φάρμακα, λιπάσματα, κ.ά.) και τις χαμηλές τιμές στους παραγωγούς, εξαιτίας της δράσης των διαφόρων καρτέλ. Αντίθετα, οι τιμές στην κατανάλωση «υπερίπτανται» σταθερά διευρύνοντας παραπέρα τη γνωστή «ψαλίδα τιμών». Οι πιο πάνω εξελίξεις έχουν μειώσει δραματικά τη διατροφική αυτάρκεια της χώρας, με αποτέλεσμα τη διόγκωση εισαγωγών και εμπορικού ελλείμματος και ένταση της «διατροφικής εξάρτησης». Ειδικότερα το έλλειμμα αγροτικών προϊόντων ανήλθε (2009) σε 2,3 δις € και το μεγαλύτερο μέρος αφορούσε εισαγωγές κτηνοτροφικών προϊόντων (1,9 δις € ή 30% της αξίας των εισαγομένων τροφίμων). Η αυτάρκεια της χώρας σε κτηνοτροφικά από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ/ΕΕ σταθερά μειώνεται (κοτόπουλα από 100% το 1980 σε 67% το 2010, βοδινό από 66% σε 27%, χοιρινό από 84% σε 41% και αιγοπρόβειο από 92% σε 80%). Δυστυχώς, η νέα μεταρρύθμιση της ΚΑΠ με ορίζοντα το 2014-2020, οξύνει περαιτέρω το πρόβλημα.
4. Αυτοδυναμία τροφίμων και οικοσοσιαλιστική προοπτική
Η αντιμετώπιση της διατροφής κρίσης και των μεγάλων ανατιμήσεων ειδών διατροφής, με διασφάλιση παράλληλα της ποιότητας, απαιτεί την καταπολέμηση των βασικών αιτίων που τις γενούν, σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο. Πρόκειται για καθαρά πολιτικό ζήτημα που προϋποθέτει και τους ανάλογους συσχετισμούς πολιτικών δυνάμεων. Ωστόσο, με κινητοποιήσεις και παρεμβάσεις, μπορούν κατ’ αρχήν να ληφθούν μέτρα περιορισμού της οξύτητάς του, στην προοπτική της ριζικής αντιμετώπισης του. Στα πλαίσια αυτά χρειάζονται άμεσα μέτρα στήριξης των λαϊκών στρωμάτων που θίγονται από την ακρίβεια και ταυτόχρονα μέτρα στήριξης της οικογενειακής γεωργίας, αύξησης της παραγωγής τροφίμων σύμφωνα με τις ανάγκες της χώρας.
Αφετηριακό ζήτημα στην προώθηση της εναλλακτικής στρατηγικής «αυτοδυναμίας τροφίμων», είναι η απόρριψη της αντίληψης ότι η «αγορά» αποτελεί βασικό μηχανισμό ρύθμισης των αγροτικών σχέσεων. Η ζωή όλο και πιο επιτακτικά προβάλλει την αναγκαιότητα ρύθμισης των αγορών με όρους κοινωνίας και περιβάλλοντος «επ’ ωφελεία» των μικρομεσαίων αγροτών, των καταναλωτών, της βιοποικιλότητας και περιβάλλοντος. Οι κυριότεροι άξονες και τομεακές δράσεις προώθησης της συγκεκριμένης στρατηγικής, απαιτούν επεξεργασία Εθνικού σχεδίου βιώσιμης αγροτικής ανάπτυξης. Αναδιάρθρωση καλλιεργειών, αύξηση γεωργικής απασχόλησης. Έλεγχο τιμών, μείωση κόστους, στήριξη αγροτικού εισοδήματος, προστασία καταναλωτή. Ασφάλεια, ποιοτικό έλεγχο τροφίμων. Προστασία Σπόρων και βιοποικιλότητας. Βιώσιμο πρόγραμμα ανάπτυξης Κτηνοτροφίας. Προστασία παράκτιας αλιείας. Δασοπροστασία, ορθολογική διαχείριση υδατικών πόρων. Εξυγίανση, ανάπτυξη συνεταιρισμών. Οριζόντια μέτρα στήριξης μικρομεσαίων αγροτών.
Η προώθηση της εναλλακτικής στρατηγικής «βιώσιμης αγροτικής ανάπτυξης», προϋποθέτει την ανάπτυξη ενός ριζοσπαστικού και ενωτικού αγροτικού κινήματος, αντίστασης στις ασκούμενες πολιτικές με στόχο την άμεση βελτίωση της θέσης των μικρομεσαίων αγροτών. Ταυτόχρονα η δημιουργία προϋποθέσεων μιας «εφ’ όλης της ύλης» αμφισβήτησης και υπέρβασης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, δεν αφορά μόνο τους αγρότες, αλλά ευρύτερες δυνάμεις, ιδιαίτερα την εργατική τάξη, τη ριζοσπαστική νεολαία, την προοδευτική διανόηση, μεσαία στρώματα των πόλεων και άλλες λαϊκές δυνάμεις. Ταυτόχρονα σε συνθήκες κλιματικών αλλαγών και διατάραξης της οικολογικής ισορροπίας, τα σοσιαλιστικά οράματα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς αποκτούν νέα διάσταση, την «οικοσοσιαλιστική», άρρηκτα δεμένη με την εναλλακτική στρατηγική της «αυτοδυναμίας τροφίμων».
(*) Το κείμενο αποτελεί βασικά σημεία εισήγησης στα πλαίσια των διαβουλεύσεων του FAO με τις κοινωνικές οργανώσεις στο Baku (15-17/4/12).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου