Η απώτερη αιτία της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης (οικονομικής, οικολογικής, πολιτικής, κοινωνικής, πολιτισμικής) είναι η συγκέντρωση εξουσίας/δύναμης στα χέρια διαφόρων ελίτ την οποία παράγει και αναπαράγει η δυναμική του συστήματος της οικονομίας της αγοράς (στη σημερινή διεθνοποιημένη μορφή του) και το πολιτικό του συμπλήρωμα, η δήθεν δημοκρατία που στηρίζεται στις αντιπροσωπευτικές μορφές διακυβέρνησης
ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε
Δευτέρα 30 Απριλίου 2012
Σάββατο 28 Απριλίου 2012
Χρέος και λιτότητα: το γερμανικό μοντέλο της επισφαλούς πλήρους απασχόλησης
Πηγή : http://pergadi.blogspot.com
του Maurizio Lazzarato
"Αντίθετα,η ομάδα της αστικής τάξης που κυβερνούσε και νομοθετούσε με τις Βουλές, είχε άμεσο συμφέρον στην καταχρέωση του κράτους. Το κρατικό έλλειμμα, αυτό ήταν ίσα-ίσα το καθαυτό αντικείμενο της κερδοσκοπίας της και η κύρια πηγή του πλουτισμού της. Κάθε χρόνο κι από ένα νέο έλλειμμα. Κάθε τέσσερα-πέντε χρόνια κι από ένα νέο δάνειο. Και κάθε νέο δάνειο πρόσφερε στη χρηματική αριστοκρατία μια καινούργια ευκαιρία να κατακλέβει το κράτος, που κρατιόταν τεχνικά στο χείλος της χρεωκοπίας-και που ήταν υποχρεωμένο να διαπραγματεύεται με τους τραπεζίτες κάτω από τους πιο δυσμενείς όρους.Κάθε νέο δάνειο της πρόσφερε μιαν ακόμη ευκαιρία να καταληστεύει με χρηματιστηριακές επιχειρήσεις το κοινό που τοποθετούσε τα κεφάλαιά του σε κρατικά ομόλογα και που στα μυστικά τους ήταν μπασμένες η κυβέρνηση και η πλειοψηφία της Βουλής…"
Καρλ Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία.
"Η διέξοδος από την κρίση βρίσκεται έξω από το μονοπάτι που ανοίγει το ΔΝΤ. Ο οργανισμός αυτός εξακολουθεί να προτείνει το ίδιο μοντέλο δημοσιονομικής προσαρμογής δηλαδή τη μείωση των χρημάτων που δίνονται στους ανθρώπους - οι μισθοί, οι συντάξεις, οι δημόσιες δαπάνες, αλλά και τα μεγάλα δημόσια έργα που δημιουργούν θέσεις απασχόλησης – για να πληρωθούν με τα χρήματα που εξοικονομήθηκαν οι πιστωτές. Αυτό είναι παράλογο. Μετά από τέσσερα χρόνια κρίσης δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να κόβουμε χρήματα πάντα από τους ίδιους. Αυτό ακριβώς θέλουν να επιβάλουν στην Ελλάδα! Να περικοπούν τα πάντα για να δοθούν στις τράπεζες. Το ΔΝΤ έχει εξελιχθεί σε θεσμό προστασίας των συμφερόντων του κεφαλαίου και μόνο. Όταν βρίσκεστε σε απελπιστική κατάσταση, όπως η Αργεντινή το 2001, θα πρέπει να ξέρετε να αλλάζετε πορεία. "
Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά την «τελική νίκη επί του κομμουνισμού» και
δεκαπέντε από το «τέλος της ιστορίας», και ο καπιταλισμός βρίσκεται σε αδιέξοδο. Από το
2007 κρατιέται στη ζωή με μεταγγίσεις τεράστιων ποσών δημόσιου χρήματος.
Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να κινείται στο κενό. Στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί να αναπαράγεται, δίνοντας
όμως τη χαριστική βολή, στα τελευταία απομεινάρια των κοινωνικών κατακτήσεων των τελευταίων δύο αιώνων. Από την
αρχή της κρίσης του δημόσιου χρέους, δίνει
μια ξεκαρδιστική παράσταση του τρόπου λειτουργίας του.
Οι οικονομικοί κανόνες «ορθολογικής διαχείρισης» που οι «αγορές», οι οίκοι αξιολόγησης και οι ειδικοί επιβάλλουν στα κράτη για το ξεπερασμα της κρίσης του δημόσιου χρέους είναι αυτοί που οδήγησαν στην κρίση του ιδιωτικού χρέους (και αιτία για το δημόσιο χρέος). Οι τράπεζες, τα συνταξιοδοτικά ταμεία και οι θεσμικοί επενδυτές απαιτούν από τα κράτη να αναδιοργανώσουν τα οικονομικά του δημοσίου, ενώ οι ίδιοι κατέχουν ακόμα δισεκατομμύρια τοξικούς τίτλους, ο καρπός μιας πολιτικής αντικατάστασης μισθών και εισοδημάτων με δανεισμό.
Οι οίκοι αξιολόγησης αφού αξιολόγησαν σαν ΑΑΑ τίτλους που σήμερα δεν έχουν καμία απολύτως αξία (μία τράπεζα, με δείγμα 2679 τίτλων στεγαστικών δανείων επί 17.000, ανέλυσε τις αξιολογήσεις της Standard & Poors και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κατά την έκδοση τους το 99% ήταν ΑΑΑ σήμερα όμως η αξία του 90% από αυτούς είναι τόση που αποθαρρύνουν τους επενδυτές (non-investment grade).Και όμως, οι οίκοι αξιολόγησης υποστηρίζουν, παρά τις ενδείξεις, ότι η εκτίμηση τους ήταν ορθή και οικονομικά συνετή.
Οι ειδικοί (καθηγητές οικονομικών, σύμβουλοι, τραπεζίτες, στελέχη του δημόσιου τομέα, κλπ..) – των οποίων η τύφλωση από τις καταστροφές που προκάλεσαν στην κοινωνία και στον πλανήτη η υποτιθέμενη αυτορρύθμιση των αγορών και ο ανταγωνισμός , είναι ευθέως ανάλογη με την πνευματική τους υποδούλωση –έσπευσαν να συμμετάσχουν σε κυβερνήσεις «τεχνοκρατών» που θυμίζουν τις «επιτροπές κερδοσκοπίας της αστικής τάξης». Περισσότερο και από «κυβερνήσεις τεχνοκρατών» πρόκειται για «τεχνικές εξουσίας» αυταρχικές και καταπιεστικές, που βρίσκονται σε ρήξη ακόμα και με τον κλασσικό «φιλελευθερισμό».
Στην κορυφή όμως της γελοιότητας βρίσκονται, ίσως, τα μέσα ενημέρωσης. Η «ενημέρωση» από τα δελτία ειδήσεων και τις τηλεοπτικές εκπομπές λόγου υποστηρίζει, ότι «για την κρίση φταίτε όλοι εσείς που βγαίνετε πολύ νωρίς στη σύνταξη, που ξοδεύεται υπερβολικά ποσά για ιατρική περίθαλψη, που δεν δουλεύεται ούτε πολλά χρόνια ούτε τόσο σκληρά όσο θα πρεπε και που δεν είστε αρκετά ευέλικτοι αφού καταναλώνετε τόσο πολύ.
Οι διαφημιστές, όμως από την άλλη, σπεύδουν έγκαιρα να κλείσουν τα στόματα του ενοχοποιητικού λόγου οικονομολόγων, ειδικών, δημοσιογράφων και ανθρώπων της πολιτικής,υποστηρίζοντας ακριβώς το αντίθετο: «Είστε εντελώς αθώοι, δεν φέρετε καμία ευθύνη! Δεν κάνατε τίποτα για να το έχετε βάρος στη συνείδηση σας. Ολοι, ανεξαιρέτως, αξίζετε τον παράδεισο των προϊόντων μας. Εχετε καθήκον να καταναλώνετε βουλιμικά».
Οι «διαταγές» και οι προσταγές που περνάνε μέσα από τα σημασιολογικά μηνύματα του αισθήματος ενοχής, και τα εικονοποιημένα και συμβολικά μηνύματα αθωότητας, συγκρούονται μεταξύ τους. Υπάρχει σαφής αντίφαση μεταξύ ασκητικής ηθικής της εργασίας και δημόσιου χρέους και ηδονιστικής ηθικής της μαζικής κατανάλωσης, που δεν μπορούν πια να συνυπάρξουν.
Περισσότερο και από μία έξοδο από την κρίση, όλη αυτή η αναστάτωση, μοιάζει με φαύλο κύκλο στον οποίο ο καπιταλισμός φαίνεται να είναι εγκλωβισμένος. Από τις κυρίαρχες τάξεις, που η σκέψη τους δεν πηγαίνει ποτέ πέρα από το πορτοφόλι τους,δε θα πρέπει να αναμένουμε παρά μόνο τα χειρότερα. Η αγριότητα με την οποία κυβερνήσεις τεχνοκρατών και μη μεθοδεύουν την αποπληρωμή του χρέους και την υπεράσπιση της ατομικής ιδιοκτησίας δεν σταματάει μπροστά σε τίποτα. Οι εκπρόσωποι των τραπεζών και των πιστωτών που κατέχουν το ελληνικό χρέος μπήκαν στον πειρασμό, σύμφωνα με την εφημερίδα New York Times να προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήρια Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατά του ελληνικού δημοσίου, για παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπως είναι τα δικαιώματα ιδιοκτησίας: property rights are human rights). Ακόμη και η ύφεση και η κρίση(Ελλάδα), είναι μικρότερες ασθένειες μπροστά στο ενδεχόμενο μη αποπληρωμής του χρέους .
Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο Πρόεδρος της ΕΚΤ πρότενε ,με θατσερικό κυνισμό, λύσεις που όχι μόνο οδήγησαν στην κρίση, αλλά που θα κάνουν ακόμη χειρότερα τα πράγματα : μείωση των φόρων για να γίνουν οι πλούσιοι πλουσιότεροι και περικοπή των κοινωνικών δαπανών για να γίνουν οι φτωχοί φτωχότεροι.
Με το νόμο Harzt ΙΙ, τον Ιανουάριο του 2003, καθιερώνονται οι συμβάσεις εργασίας «mini-job» (μίνι-εργασία), ένα είδος νομιμοποιημένης μαύρης εργασίας (οι εργοδότες απαλλάσσονται από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και οι υπαλλήλους δεν έχουν καμία κάλυψη αν μείνουν άνεργοι και καθόλου σύνταξη) και οι συμβάσεις «Midi- job» με μισθό από 400 έως 800 ευρώ το μήνα, με τους οποίους προέτρεπαν τους εργαζόμενους να γίνουν οι ίδιοι τα αφεντικά της δικιάς τους μιζέριας.
Τον Ιανουάριο του 2004, ο νόμος Hartz III αναδιάρθρωσε τις κρατικές και ομοσπονδιακές υπηρεσίες για την απασχόληση, ώστε να ενταθεί ο έλεγχος και η παρακολούθηση της συμπεριφοράς και της ζωής των φτωχών εργαζόμενων. Μόλις έφτιαξαν τους μηχανισμούς «διακυβέρνησης» των φτωχών εργαζόμενων, η κόκκινο-πράσινη κυβέρνηση ενέκρινε μια σειρά απίστευτους νόμους για να τους θέσει σε εφαρμογή.
«Το πιο πρόσφατο παράδειγμα πλήρους μεταρρύθμισης της αγοράς εργασίας και των εργαλείων κοινωνικής προστασίας-ανεξάρτητα από τη διαδικασία, που ξεκίνησε μόλις στην Ισπανία-μας το δίνουν οι παρεμβάσεις στη Γερμανία στις αρχές της περασμένης δεκαετίας όταν η χώρα θεωρείτο ο «ασθενής της Ευρώπης», ανίκανη να αναπτυχθεί και να ξεπεράσει το σκόπελο της επανένωσης. Οι μεταρρυθμίσεις στη Γερμανία περιλάμβαναν όλες τις πλευρές της αγοράς εργασίας και Πρόνοιας, δηλαδή, τη βελτίωση των εργαλείων επαγγελματικής κατάρτισης και διευκόλυνση της πρόσβασης , από το σχολείο στην αγορά εργασίας, υποστήριξη για συμμετοχή στην αγορά εργασίας και την απασχόληση, έστω και μερική, των χαμηλότερων κοινωνικά στρωμάτων, ενίσχυση των δεσμών ειδικής μεταχείρισης και αποτελεσματικής δια βίου κατάρτισης και αναζήτησης εργασίας, εισαγωγή περισσότερης ευελιξίας, είτε με νέους τύπους συμβάσεων είτε στο πεδίο των διαπραγματεύσεων μεταξύ εταιρείας και εργαζομένων».
Κρίση οικονομική ή κρίση του καπιταλισμού ;
[6]. Η Ευρώπη βαδίζει ολοταχώς προς το αμερικανικό μοντέλο ελεύθερης απόλυσης. Η ισπανική κυβέρνηση στις 10 Φεβρουαρίου του 2012,ενέκρινε μια σειρά νόμους που έχουν την ίδια λογική: διευκόλυνση των απολύσεων, μείωση του επιδόματος ανεργίας και περικοπές μισθών. Το επίδομα ανεργίας από τους 42 μήνες,κατά μέγιστο όριο, μειώθηκε στους 24. Οι απολύσεις για οικονομικούς λόγους, όπου οι αποζημιώσεις (20 ημέρες ανά έτος εργασίας) περιορίζονταν στο ανώτατο όριο των 12 μηνών τώρα διευκολύνοντα ακόμα περισσότεροι: μια εταιρεία μπορεί να προχωρήσει σε απολύσεις για οικονομικούς λόγους, αν επί τρία συνεχή εξάμηνα εμφανίσει μείωση των πωλήσεων, ακόμα και αν συνεχίζει να εμφανίζει κέρδη. Μετά από τρία τρίμηνα μείωσης των πωλήσεων, οι εταιρείες μπορούν να επιβάλουν μονομερείς μειώσεις μισθών. Άρνηση από τη μεριά του εργαζόμενου σημαίνει απόλυση.
Το Εισόδημα (επίδομα) ενεργητικής αλληλεγγύης είναι μια αντιστροφή της λογικής της κοινωνικής πρόνοιας, δηλαδή
μια αντιστροφή του «χρέους». Κλείνει άπαξ διά παντός τις ρωγμές που άνοιξε το
ελάχιστο Εισόδημα ένταξης, στο δικαίωμα στην κοινωνική πρόνοια: ένα επίδομα που
δεν συνδέεται με την «εργασία» και χωρίς άμεσα ανταλλάγματα. Το ελάχιστο Εισόδημα ένταξης, υποτίθεται ότι ήταν, αν και αυτό
είναι συζητήσιμο, ένα χρέος του «έθνους» προς «τους
λιγότερο ευνοημένους πολίτες». Το
Εισόδημα ενεργητικής αλληλεγγύης, αντίθετα,
έχει ως στόχο να κατευθύνει το επίδομα σε
θέσεις υποαπασχόλησης , στην απασχολησιμότητα και σε μια σύμβαση ένταξης. Εκτός
από τη θέσπιση φτωχών εργαζομένων, καλλιεργούν ένα αίσθημα ενοχής, αφού ο
εργαζόμενος θεωρείται σιωπηρά ότι ευθύνεται για την κατάστασή του, και ωεπομένως,
υπό-χρεος στην κοινωνία και το κράτος.
του Maurizio Lazzarato
"Αντίθετα,η ομάδα της αστικής τάξης που κυβερνούσε και νομοθετούσε με τις Βουλές, είχε άμεσο συμφέρον στην καταχρέωση του κράτους. Το κρατικό έλλειμμα, αυτό ήταν ίσα-ίσα το καθαυτό αντικείμενο της κερδοσκοπίας της και η κύρια πηγή του πλουτισμού της. Κάθε χρόνο κι από ένα νέο έλλειμμα. Κάθε τέσσερα-πέντε χρόνια κι από ένα νέο δάνειο. Και κάθε νέο δάνειο πρόσφερε στη χρηματική αριστοκρατία μια καινούργια ευκαιρία να κατακλέβει το κράτος, που κρατιόταν τεχνικά στο χείλος της χρεωκοπίας-και που ήταν υποχρεωμένο να διαπραγματεύεται με τους τραπεζίτες κάτω από τους πιο δυσμενείς όρους.Κάθε νέο δάνειο της πρόσφερε μιαν ακόμη ευκαιρία να καταληστεύει με χρηματιστηριακές επιχειρήσεις το κοινό που τοποθετούσε τα κεφάλαιά του σε κρατικά ομόλογα και που στα μυστικά τους ήταν μπασμένες η κυβέρνηση και η πλειοψηφία της Βουλής…"
Καρλ Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία.
"Η διέξοδος από την κρίση βρίσκεται έξω από το μονοπάτι που ανοίγει το ΔΝΤ. Ο οργανισμός αυτός εξακολουθεί να προτείνει το ίδιο μοντέλο δημοσιονομικής προσαρμογής δηλαδή τη μείωση των χρημάτων που δίνονται στους ανθρώπους - οι μισθοί, οι συντάξεις, οι δημόσιες δαπάνες, αλλά και τα μεγάλα δημόσια έργα που δημιουργούν θέσεις απασχόλησης – για να πληρωθούν με τα χρήματα που εξοικονομήθηκαν οι πιστωτές. Αυτό είναι παράλογο. Μετά από τέσσερα χρόνια κρίσης δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να κόβουμε χρήματα πάντα από τους ίδιους. Αυτό ακριβώς θέλουν να επιβάλουν στην Ελλάδα! Να περικοπούν τα πάντα για να δοθούν στις τράπεζες. Το ΔΝΤ έχει εξελιχθεί σε θεσμό προστασίας των συμφερόντων του κεφαλαίου και μόνο. Όταν βρίσκεστε σε απελπιστική κατάσταση, όπως η Αργεντινή το 2001, θα πρέπει να ξέρετε να αλλάζετε πορεία. "
Roberto Lavagna,
πρώην υπουργός Οικονομικών της Αργεντινής ,2002 -2005.
Οι οικονομικοί κανόνες «ορθολογικής διαχείρισης» που οι «αγορές», οι οίκοι αξιολόγησης και οι ειδικοί επιβάλλουν στα κράτη για το ξεπερασμα της κρίσης του δημόσιου χρέους είναι αυτοί που οδήγησαν στην κρίση του ιδιωτικού χρέους (και αιτία για το δημόσιο χρέος). Οι τράπεζες, τα συνταξιοδοτικά ταμεία και οι θεσμικοί επενδυτές απαιτούν από τα κράτη να αναδιοργανώσουν τα οικονομικά του δημοσίου, ενώ οι ίδιοι κατέχουν ακόμα δισεκατομμύρια τοξικούς τίτλους, ο καρπός μιας πολιτικής αντικατάστασης μισθών και εισοδημάτων με δανεισμό.
Οι οίκοι αξιολόγησης αφού αξιολόγησαν σαν ΑΑΑ τίτλους που σήμερα δεν έχουν καμία απολύτως αξία (μία τράπεζα, με δείγμα 2679 τίτλων στεγαστικών δανείων επί 17.000, ανέλυσε τις αξιολογήσεις της Standard & Poors και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κατά την έκδοση τους το 99% ήταν ΑΑΑ σήμερα όμως η αξία του 90% από αυτούς είναι τόση που αποθαρρύνουν τους επενδυτές (non-investment grade).Και όμως, οι οίκοι αξιολόγησης υποστηρίζουν, παρά τις ενδείξεις, ότι η εκτίμηση τους ήταν ορθή και οικονομικά συνετή.
Οι ειδικοί (καθηγητές οικονομικών, σύμβουλοι, τραπεζίτες, στελέχη του δημόσιου τομέα, κλπ..) – των οποίων η τύφλωση από τις καταστροφές που προκάλεσαν στην κοινωνία και στον πλανήτη η υποτιθέμενη αυτορρύθμιση των αγορών και ο ανταγωνισμός , είναι ευθέως ανάλογη με την πνευματική τους υποδούλωση –έσπευσαν να συμμετάσχουν σε κυβερνήσεις «τεχνοκρατών» που θυμίζουν τις «επιτροπές κερδοσκοπίας της αστικής τάξης». Περισσότερο και από «κυβερνήσεις τεχνοκρατών» πρόκειται για «τεχνικές εξουσίας» αυταρχικές και καταπιεστικές, που βρίσκονται σε ρήξη ακόμα και με τον κλασσικό «φιλελευθερισμό».
Στην κορυφή όμως της γελοιότητας βρίσκονται, ίσως, τα μέσα ενημέρωσης. Η «ενημέρωση» από τα δελτία ειδήσεων και τις τηλεοπτικές εκπομπές λόγου υποστηρίζει, ότι «για την κρίση φταίτε όλοι εσείς που βγαίνετε πολύ νωρίς στη σύνταξη, που ξοδεύεται υπερβολικά ποσά για ιατρική περίθαλψη, που δεν δουλεύεται ούτε πολλά χρόνια ούτε τόσο σκληρά όσο θα πρεπε και που δεν είστε αρκετά ευέλικτοι αφού καταναλώνετε τόσο πολύ.
Τελικά, είστε ένοχοι επειδή ζείτε πέρα από τις
δυνατότητες σας.
Οι διαφημιστές, όμως από την άλλη, σπεύδουν έγκαιρα να κλείσουν τα στόματα του ενοχοποιητικού λόγου οικονομολόγων, ειδικών, δημοσιογράφων και ανθρώπων της πολιτικής,υποστηρίζοντας ακριβώς το αντίθετο: «Είστε εντελώς αθώοι, δεν φέρετε καμία ευθύνη! Δεν κάνατε τίποτα για να το έχετε βάρος στη συνείδηση σας. Ολοι, ανεξαιρέτως, αξίζετε τον παράδεισο των προϊόντων μας. Εχετε καθήκον να καταναλώνετε βουλιμικά».
Οι «διαταγές» και οι προσταγές που περνάνε μέσα από τα σημασιολογικά μηνύματα του αισθήματος ενοχής, και τα εικονοποιημένα και συμβολικά μηνύματα αθωότητας, συγκρούονται μεταξύ τους. Υπάρχει σαφής αντίφαση μεταξύ ασκητικής ηθικής της εργασίας και δημόσιου χρέους και ηδονιστικής ηθικής της μαζικής κατανάλωσης, που δεν μπορούν πια να συνυπάρξουν.
Περισσότερο και από μία έξοδο από την κρίση, όλη αυτή η αναστάτωση, μοιάζει με φαύλο κύκλο στον οποίο ο καπιταλισμός φαίνεται να είναι εγκλωβισμένος. Από τις κυρίαρχες τάξεις, που η σκέψη τους δεν πηγαίνει ποτέ πέρα από το πορτοφόλι τους,δε θα πρέπει να αναμένουμε παρά μόνο τα χειρότερα. Η αγριότητα με την οποία κυβερνήσεις τεχνοκρατών και μη μεθοδεύουν την αποπληρωμή του χρέους και την υπεράσπιση της ατομικής ιδιοκτησίας δεν σταματάει μπροστά σε τίποτα. Οι εκπρόσωποι των τραπεζών και των πιστωτών που κατέχουν το ελληνικό χρέος μπήκαν στον πειρασμό, σύμφωνα με την εφημερίδα New York Times να προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήρια Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατά του ελληνικού δημοσίου, για παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπως είναι τα δικαιώματα ιδιοκτησίας: property rights are human rights). Ακόμη και η ύφεση και η κρίση(Ελλάδα), είναι μικρότερες ασθένειες μπροστά στο ενδεχόμενο μη αποπληρωμής του χρέους .
Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο Πρόεδρος της ΕΚΤ πρότενε ,με θατσερικό κυνισμό, λύσεις που όχι μόνο οδήγησαν στην κρίση, αλλά που θα κάνουν ακόμη χειρότερα τα πράγματα : μείωση των φόρων για να γίνουν οι πλούσιοι πλουσιότεροι και περικοπή των κοινωνικών δαπανών για να γίνουν οι φτωχοί φτωχότεροι.
Οι πολιτικοί έχουν γίνει οι λογιστές και οι «διαμεσολαβητές» του κεφαλαίου
(Μαρξ) .
Ο
Σαρκοζί πρότεινε (στμ. και πέρασε) τα έσοδα πληρωμής «των
τοκοχρεολύσιων του
ελληνικού χρέους» να κατατίθενται σε δεσμευμένο λογαριασμό, που θα
διασφαλίζει ότι
τα χρέη των Ελλήνων φίλων μας θα πληρωθούν». Η Αγκελα Μέρκελ, που
συμφωνεί με την ιδέα αυτή, είπε ότι «αυτό θα διασφαλίσει ότι τα
χρήματα θα είναι διαρκώς διαθέσιμα».
Αν υπάρχει μία σταθερά στον καπιταλισμό είναι σίγουρα το καθεστώς πολέμου στο οποίο ο φιλελευθερισμός φαίνετε να μας οδηγεί, σχεδόν, με «αυτόματο πιλότο». Ο ενδοκαπιταλιστικός πόλεμος φαίνεται πλέον λιγότερο οξύς από τον πόλεμο που το κάθε εθνικό κεφάλαιο διεξάγει ενάντια στον δικό του εσωτερικό εχθρό. Οι διαφορετικοί καπιταλισμοί μπορεί να διαφωνούν για το μοίρασμα της πίτας της παγκόσμιας εκμετάλλευσης, συμφωνούν όμως στο πώς θα πρέπει να την εντείνουν στο εσωτερικό του κάθε μεμονωμένου κράτους.
Για την έξοδο από την κρίση, πρέπει να προχωρήσουμε σε «μεταρρυθμίσεις»: να μπουν κανόνες, δηλαδή, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα; Μήπως με την αναδιανομή του πλούτου; Η μήπως με τη μείωση των ανισοτήτων, της ανασφάλειας και της ανεργίας; Να μπει ένα τέλος στη σκανδαλώδη «βοήθεια» του κράτους πρόνοιας ή με φοροαπαλλαγές στους πλούσιους και τις επιχειρήσεις;
Οι μόνες «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις»που έχουν προγραμματιστεί και υλοποιούνται ήδη είναι δύο: η αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας που συνοδεύεται από περικοπές μισθών και δραστικές περικοπές των κοινωνικών δαπανών, αρχίζοντας ως συνήθως, από το επίδομα ανεργίας. Το μοντέλο αναφοράς είναι το γερμανικό. Σε πρόσφατη τηλεοπτική του εμφάνιση, ο Σαρκοζί, ανέφερε 9 φορές το παράδειγμα της Γερμανίας και την κυβέρνηση «τεχνοκρατών» του Mario Monti που είναι ερωτευμένος με τη νέα «Σιδηρά Κυρία», από την οποία και λαμβάνει απεθείας «συμβουλές».
Αν υπάρχει μία σταθερά στον καπιταλισμό είναι σίγουρα το καθεστώς πολέμου στο οποίο ο φιλελευθερισμός φαίνετε να μας οδηγεί, σχεδόν, με «αυτόματο πιλότο». Ο ενδοκαπιταλιστικός πόλεμος φαίνεται πλέον λιγότερο οξύς από τον πόλεμο που το κάθε εθνικό κεφάλαιο διεξάγει ενάντια στον δικό του εσωτερικό εχθρό. Οι διαφορετικοί καπιταλισμοί μπορεί να διαφωνούν για το μοίρασμα της πίτας της παγκόσμιας εκμετάλλευσης, συμφωνούν όμως στο πώς θα πρέπει να την εντείνουν στο εσωτερικό του κάθε μεμονωμένου κράτους.
Για την έξοδο από την κρίση, πρέπει να προχωρήσουμε σε «μεταρρυθμίσεις»: να μπουν κανόνες, δηλαδή, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα; Μήπως με την αναδιανομή του πλούτου; Η μήπως με τη μείωση των ανισοτήτων, της ανασφάλειας και της ανεργίας; Να μπει ένα τέλος στη σκανδαλώδη «βοήθεια» του κράτους πρόνοιας ή με φοροαπαλλαγές στους πλούσιους και τις επιχειρήσεις;
Οι μόνες «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις»που έχουν προγραμματιστεί και υλοποιούνται ήδη είναι δύο: η αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας που συνοδεύεται από περικοπές μισθών και δραστικές περικοπές των κοινωνικών δαπανών, αρχίζοντας ως συνήθως, από το επίδομα ανεργίας. Το μοντέλο αναφοράς είναι το γερμανικό. Σε πρόσφατη τηλεοπτική του εμφάνιση, ο Σαρκοζί, ανέφερε 9 φορές το παράδειγμα της Γερμανίας και την κυβέρνηση «τεχνοκρατών» του Mario Monti που είναι ερωτευμένος με τη νέα «Σιδηρά Κυρία», από την οποία και λαμβάνει απεθείας «συμβουλές».
Το γερμανικό
μοντέλο
Επί 10 χρόνια, η Γερμανία προωθεί πολιτικές ελαστικοποίησης και απορύθμισης
της αγοράς εργασίας και περικοπές στο κράτος πρόνοιας. Στο Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο ο Daniel Cohn-Bendit κατηγόρησε ευθέως την Άνγκελα Μέρκελ: «Πώς
είναι δυνατόν σε μια πλούσια χώρα όπως η Γερμανία το 20% να είναι φτωχοί» ; [1]
Ο παλιός ακτιβιστής της εποχής της αμφισβήτησης του Μάη του ‘68 ή είναι αφελής ή έχει πάθει αμνησία. Αλλά μάλλον είναι κυνικός και υποκριτής , διότι αυτή που εισήγαγε το μεγαλύτερο μέρος της νομοθεσίας στην οποία οφείλονται όλα όσα συμβαίνουν σήμερα είναι η κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών και Πράσινων του Καγκελάριου Σρέντερ, από το 2000 ως το ους2005, δηλαδή τους νόμ περί «πλήρους επισφαλούς απασχόλησης» που μετέτρεψαν τους άνεργους και τον ανενεργό πληθυσμό σε μία εντυπωσιακά μεγάλη μάζα φτωχών εργαζόμενων (working poors).Πρέπει να χουμε και λίγο μνήμη και να γνωρίζουμε κάποια στοιχεία ώστε να δούμε την αθλιότητα του γερμανικού μοντέλου που η τρόικα (Ε.Ε.,Δ.Ν.Τ.,Ε.Κ.Τ.) σήμερα θέλει να επιβάλλει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Ο παλιός ακτιβιστής της εποχής της αμφισβήτησης του Μάη του ‘68 ή είναι αφελής ή έχει πάθει αμνησία. Αλλά μάλλον είναι κυνικός και υποκριτής , διότι αυτή που εισήγαγε το μεγαλύτερο μέρος της νομοθεσίας στην οποία οφείλονται όλα όσα συμβαίνουν σήμερα είναι η κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών και Πράσινων του Καγκελάριου Σρέντερ, από το 2000 ως το ους2005, δηλαδή τους νόμ περί «πλήρους επισφαλούς απασχόλησης» που μετέτρεψαν τους άνεργους και τον ανενεργό πληθυσμό σε μία εντυπωσιακά μεγάλη μάζα φτωχών εργαζόμενων (working poors).Πρέπει να χουμε και λίγο μνήμη και να γνωρίζουμε κάποια στοιχεία ώστε να δούμε την αθλιότητα του γερμανικού μοντέλου που η τρόικα (Ε.Ε.,Δ.Ν.Τ.,Ε.Κ.Τ.) σήμερα θέλει να επιβάλλει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Μεταξύ
1999 και 2005 η κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών-Πράσινων πέρασε τέσσερις
μεταρρυθμίσεις με το σύνθημα «fördern und fordern»(«προώθηση και
ζήτηση» ), τέσσερις νόμους κατά της ανεργίας και την αγορά εργασίας, ο
ένας πιο αντεργατικός από τον άλλο (Νόμοι
Harzt).
Με το νόμο Harzt ΙΙ, τον Ιανουάριο του 2003, καθιερώνονται οι συμβάσεις εργασίας «mini-job» (μίνι-εργασία), ένα είδος νομιμοποιημένης μαύρης εργασίας (οι εργοδότες απαλλάσσονται από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και οι υπαλλήλους δεν έχουν καμία κάλυψη αν μείνουν άνεργοι και καθόλου σύνταξη) και οι συμβάσεις «Midi- job» με μισθό από 400 έως 800 ευρώ το μήνα, με τους οποίους προέτρεπαν τους εργαζόμενους να γίνουν οι ίδιοι τα αφεντικά της δικιάς τους μιζέριας.
Τον Ιανουάριο του 2004, ο νόμος Hartz III αναδιάρθρωσε τις κρατικές και ομοσπονδιακές υπηρεσίες για την απασχόληση, ώστε να ενταθεί ο έλεγχος και η παρακολούθηση της συμπεριφοράς και της ζωής των φτωχών εργαζόμενων. Μόλις έφτιαξαν τους μηχανισμούς «διακυβέρνησης» των φτωχών εργαζόμενων, η κόκκινο-πράσινη κυβέρνηση ενέκρινε μια σειρά απίστευτους νόμους για να τους θέσει σε εφαρμογή.
Ο νόμος Hartz IV με έναρξη ισχύος
την 1η Ιανουαρίου 2005, προβλέπει τα εξής:
* Μείωση της διάρκειας του επιδόματος ανεργίας από τα τρία χρόνια στο ένα, αυστηριοποίηση των προϋποθέσεων
πρόσβασης και υποχρέωση των ανέργων να
δέχονται οποιαδήποτε θέση εργασίας τους προτείνεται. Για να δικαιούται κανείς
επίδομα ανεργίας, πρέπει να έχει εργαστεί τουλάχιστον δώδεκα μήνες τα τελευταία δύο χρόνια
πριν χάσει τη θέση εργασίας. Μετά τον ένα χρόνο επιδόματος ανεργίας, ο άνεργος παίρνει
ένα βοήθημα (το ισοδύναμο ενός εισοδήματος αλληλεγγύης ) 374 ευρώ. Σε έκθεση του
Ομοσπονδιακού Γραφείου Εργασίας αναφέρεται ότι ένας εργαζόμενος στους τέσσερις που χάνει τη δουλειά του παίρνει το επίδομα
αλληλεγγύης (Arbeitslosengeld II: ALG
II), αντί του επιδόματος ανεργίας (ALG I). Ο λόγος βρίσκεται στη φύση της εργασίας που ο
εργαζόμενος μόλις έχασε και είναι επισφαλής
ή κακοπληρωμένη.
* Μείωση του επιδόματος στους μακροχρόνια άνεργους που αρνούνται να δεχτούν
θέσεις εργασίας κάτω από τα προσόντα τους.
* Οι άνεργοι είναι υποχρεωμένοι να δέχονται θέσης
εργασίας με μισθό € 1 την ώρα (συν το επίδομα
ανεργίας που λαμβάνουν).
*
Η δυνατότητα μείωσης του επιδόματος
ανεργίας σε άνεργους με κάποιες
αποταμιεύσεις και συνεπώς να μπορεί η
υπηρεσία να έχει πρόσβαση στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους. Η
δυνατότητα να εκτιμάται το διαμέρισμα του άνεργου και να του ζητάται,
αν κριθεί απαραίτητο, να
μετακομίσει σε άλλο πιο φθηνό σε περίπτωση που αυτό υπερβαίνει κάποια
στάνταρντ.
Οι δικαιούχοι του κοινωνικού βοηθήματος του νόμου Hartz IV υπολογίζονται σε 6,6 εκατομμύρια εργαζόμενοι –από τους οποίους το 1,7 εκατομμύρια παιδιά. Τα υπόλοιπα 4,9 εκατομμύρια ενήλικες στην πραγματικότητα είναι φτωχοί εργαζόμενοι που εργάζονται λιγότερο από 15 ώρες την εβδομάδα. Τον Μάιο του 2011, τα επίσημα στατιστικά στοιχεία υπολόγιζαν σε 5.000.000 τις θέσεις μίνι εργασίας(mini- job), μία αύξηση 47,7%, δεύτερη μόνο μετά την αλματώδη αύξηση κατά 134% της εποχιακής απασχόλησης. Αυτοί οι τύποι συμβάσεων είναι ευρέως διαδεδομένοι και μεταξύ των συνταξιούχων: 660.000 συνταξιούχοι συμπληρώνουν τις συντάξεις τους με κάποια Minijob. Ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού (21,7%), το 2010, δούλευε σε καθεστώς μερικής απασχόλησης (part time).[2]
Οι δικαιούχοι του κοινωνικού βοηθήματος του νόμου Hartz IV υπολογίζονται σε 6,6 εκατομμύρια εργαζόμενοι –από τους οποίους το 1,7 εκατομμύρια παιδιά. Τα υπόλοιπα 4,9 εκατομμύρια ενήλικες στην πραγματικότητα είναι φτωχοί εργαζόμενοι που εργάζονται λιγότερο από 15 ώρες την εβδομάδα. Τον Μάιο του 2011, τα επίσημα στατιστικά στοιχεία υπολόγιζαν σε 5.000.000 τις θέσεις μίνι εργασίας(mini- job), μία αύξηση 47,7%, δεύτερη μόνο μετά την αλματώδη αύξηση κατά 134% της εποχιακής απασχόλησης. Αυτοί οι τύποι συμβάσεων είναι ευρέως διαδεδομένοι και μεταξύ των συνταξιούχων: 660.000 συνταξιούχοι συμπληρώνουν τις συντάξεις τους με κάποια Minijob. Ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού (21,7%), το 2010, δούλευε σε καθεστώς μερικής απασχόλησης (part time).[2]
Το γερμανικό Ινστιτούτο Στατιστικής( Destatis) υπολόγισε την αύξηση της επισφαλούς εργασίας και
τις διάφορες μορφές της: μεταξύ λοιπόν 1999 και 2009, όλες οι μορφές άτυπης απασχόλησης
σημείωσαν αύξηση τουλάχιστον κατά 20%. [3]
Αυτοί που πλήττονται περισσότερο είναι οι μονογονεϊκές οικογένειες (οι γυναίκες) και οι ηλικιωμένοι. Στον τομέα της πλήρους επισφαλούς απασχόλησης, το επίσημο ποσοστό ανεργίας που το προβάλλουν μάλιστα και ως σημάδι του «γερμανικού οικονομικού θαύματος» δεν σημαίνει και πολλά!
Ο ταχέως αναπτυσσόμενος στρατός των φτωχών εργαζόμενων δεν αποτελείται εξ ολοκλήρου από επισφαλείς εργαζόμενους, αλλά και εργαζόμενους με μόνιμη και πλήρη απασχόληση. Τον Αύγουστο του 2010, μια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας του Πανεπιστημίου του Duisburg - Έσσεν ανέφερε ότι στη Γερμανία πάνω από 6.550.000 εργαζόμενοι κερδίζουν λιγότερο από 10 ευρώ μικτά την ώρα – και ότι αυτοί αυξήθηκαν κατά 2,6 εκατομμύρια μέσα σε 10 χρόνια. Στην πλειοψηφία τους πρόκειται για μακροχρόνια άνεργους που το σύστημα Hartz κατάφερε να «δραστηριοποιήσει»: νέοι κάτω των 25 ετών, αλλοδαποί και γυναίκες (69% του συνόλου).
Επιπλέον, 2 εκατομμύρια εργαζόμενοι κερδίζουν κάτω από 6 ευρώ την ώρα, ενώ στην πρώην ΛΔΓ, πολλοί ζουν με λιγότερα από 4 ευρώ την ώρα, δηλαδή λιγότερα από € 720 το μήνα, με καθεστώς πλήρες ωράριου. Το αποτέλεσμα είναι οι φτωχοί εργαζόμενοι να αποτελούν περίπου το 20% των Γερμανών εργαζομένων. [4]
Στη χρηματοπιστωτική κρίση, η κυβέρνηση κατέφυγε σε μεγάλο βαθμό στη μερική ανεργία που επιτρέπει στις εταιρείες να καταβάλλουν μόνο το 60% των κανονικών αποδοχών στους εργαζομένους και μόνο το μισό των ασφαλιστικών τους εισφορών.
Μία άλλη συνέπεια των αλλαγών που ξεκίνησαν επί Σρέντερ ήταν ότι ,από το 2002, το μερίδιο των μισθών, στο ΑΕΠ μειώθηκε κατά 5% στην πέρα του Ρήνου Γερμανία.
Οι αλλαγές λοιπόν επί «κόκκινο-πράσινης» συγκυβέρνησης ήταν μεγάλες: μετά από χρόνια άγριας και χαοτικής επέκτασης της επισφαλούς εργασίας, της υποαπασχόλησης και της υπαμειβόμενης εργασίας, είχε φτάσει η ώρα να εισαχθεί και μια ρύθμιση για τον εξορθολογισμό της φτώχειας και της επισφάλειας, με τη συγκρότηση μιας «πραγματικής» και «συνεπούς» αγορά εργασίας «ζητιάνων» , που θα σπρωχνε προς την ευελιξία και την προσαρμογή στους νέους κανόνες ακόμα και όσους εργάζονται σε καλλίτερες θέσεις εργασίας. Είναι ο πληθυσμός συνολικά- οι επισφαλείς εργαζόμενοι, οι working poors, οι ειδικευμένoι εργάτες που γίνονται πιο προσαρμόσιμοι και περισσότερο διαθέσιμοι στη μόνιμη ευελιξία. Οι διάφορες συνιστώσες της «εργατικής δύναμης» δεν είναι πλέον παρά μία απλή μεταβλητή προσαρμογής της οικονομικής συγκυρίας.
Αυτοί που πλήττονται περισσότερο είναι οι μονογονεϊκές οικογένειες (οι γυναίκες) και οι ηλικιωμένοι. Στον τομέα της πλήρους επισφαλούς απασχόλησης, το επίσημο ποσοστό ανεργίας που το προβάλλουν μάλιστα και ως σημάδι του «γερμανικού οικονομικού θαύματος» δεν σημαίνει και πολλά!
Ο ταχέως αναπτυσσόμενος στρατός των φτωχών εργαζόμενων δεν αποτελείται εξ ολοκλήρου από επισφαλείς εργαζόμενους, αλλά και εργαζόμενους με μόνιμη και πλήρη απασχόληση. Τον Αύγουστο του 2010, μια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας του Πανεπιστημίου του Duisburg - Έσσεν ανέφερε ότι στη Γερμανία πάνω από 6.550.000 εργαζόμενοι κερδίζουν λιγότερο από 10 ευρώ μικτά την ώρα – και ότι αυτοί αυξήθηκαν κατά 2,6 εκατομμύρια μέσα σε 10 χρόνια. Στην πλειοψηφία τους πρόκειται για μακροχρόνια άνεργους που το σύστημα Hartz κατάφερε να «δραστηριοποιήσει»: νέοι κάτω των 25 ετών, αλλοδαποί και γυναίκες (69% του συνόλου).
Επιπλέον, 2 εκατομμύρια εργαζόμενοι κερδίζουν κάτω από 6 ευρώ την ώρα, ενώ στην πρώην ΛΔΓ, πολλοί ζουν με λιγότερα από 4 ευρώ την ώρα, δηλαδή λιγότερα από € 720 το μήνα, με καθεστώς πλήρες ωράριου. Το αποτέλεσμα είναι οι φτωχοί εργαζόμενοι να αποτελούν περίπου το 20% των Γερμανών εργαζομένων. [4]
Στη χρηματοπιστωτική κρίση, η κυβέρνηση κατέφυγε σε μεγάλο βαθμό στη μερική ανεργία που επιτρέπει στις εταιρείες να καταβάλλουν μόνο το 60% των κανονικών αποδοχών στους εργαζομένους και μόνο το μισό των ασφαλιστικών τους εισφορών.
Μία άλλη συνέπεια των αλλαγών που ξεκίνησαν επί Σρέντερ ήταν ότι ,από το 2002, το μερίδιο των μισθών, στο ΑΕΠ μειώθηκε κατά 5% στην πέρα του Ρήνου Γερμανία.
Οι αλλαγές λοιπόν επί «κόκκινο-πράσινης» συγκυβέρνησης ήταν μεγάλες: μετά από χρόνια άγριας και χαοτικής επέκτασης της επισφαλούς εργασίας, της υποαπασχόλησης και της υπαμειβόμενης εργασίας, είχε φτάσει η ώρα να εισαχθεί και μια ρύθμιση για τον εξορθολογισμό της φτώχειας και της επισφάλειας, με τη συγκρότηση μιας «πραγματικής» και «συνεπούς» αγορά εργασίας «ζητιάνων» , που θα σπρωχνε προς την ευελιξία και την προσαρμογή στους νέους κανόνες ακόμα και όσους εργάζονται σε καλλίτερες θέσεις εργασίας. Είναι ο πληθυσμός συνολικά- οι επισφαλείς εργαζόμενοι, οι working poors, οι ειδικευμένoι εργάτες που γίνονται πιο προσαρμόσιμοι και περισσότερο διαθέσιμοι στη μόνιμη ευελιξία. Οι διάφορες συνιστώσες της «εργατικής δύναμης» δεν είναι πλέον παρά μία απλή μεταβλητή προσαρμογής της οικονομικής συγκυρίας.
Το «κόκκινο-πράσινο» πρόγραμμα εύστοχα ονομάστηκε «Ατζέντα 2010» επειδή δέκα χρόνια μετά τον
πρώτο νόμο Hartz, οι συνέπειες του είναι, κυριολεκτικά, θανατηφόρες! Και αυτό δεν
είναι αλληγορία! Στη Γερμανία το προσδόκιμο ζωής των πιο φτωχών – που το
εισόδημα τους είναι μικρότερο από το 75% του μέσου εισοδήματος, μειώθηκε από τα 77,5
χρόνια το 2001 στα 75,5 χρόνια το 2011,
σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Στα δε ομόσπονδα κρατίδια της Ανατολής, η
κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη, το προσδόκιμο όριο ζωής από τα 77,9 χρόνια έπεσε
στα 74,1 χρόνια.
Η Γερμανία είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που ακολούθησε τις ΗΠΑ στη νεοφιλελεύθερη πορεία της. Άλλες δύο δεκαετίες προσπαθειών «διάσωσης του συνταξιοδοτικού συστύματος» και η ημερομηνία θανάτου θα συμπέσει με αυτή της συνταξιοδότησης. Αλλά ο εσωτερικός πόλεμος έχει και αυτός τα «χειρουργικά χτυπήματα του». Αν τίποτα δεν αλλάξει, στην πρώην Ανατολική Γερμανία το προσδόκιμο ζωής θα πέσει στα 66, ένα χρόνο λιγότερο από τα 67 που κάποιος βγαίνει σε σύνταξη. «Ο θάνατός σου, η ζωή μου!»(Mors tua, vita mea!) . Αλλά ποιος νοιάζεται! Η οικονομία είναι υγιής, οι εταιρείες αξιολόγησης δίνουν υψηλή βαθμολογία, οι πιστωτές περνάνε μια χαρά και το προσδόκιμο ζωής του πλουσιότερου τμήματος του πληθυσμού συνεχίζει να αυξάνεται.
Η Γερμανία είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που ακολούθησε τις ΗΠΑ στη νεοφιλελεύθερη πορεία της. Άλλες δύο δεκαετίες προσπαθειών «διάσωσης του συνταξιοδοτικού συστύματος» και η ημερομηνία θανάτου θα συμπέσει με αυτή της συνταξιοδότησης. Αλλά ο εσωτερικός πόλεμος έχει και αυτός τα «χειρουργικά χτυπήματα του». Αν τίποτα δεν αλλάξει, στην πρώην Ανατολική Γερμανία το προσδόκιμο ζωής θα πέσει στα 66, ένα χρόνο λιγότερο από τα 67 που κάποιος βγαίνει σε σύνταξη. «Ο θάνατός σου, η ζωή μου!»(Mors tua, vita mea!) . Αλλά ποιος νοιάζεται! Η οικονομία είναι υγιής, οι εταιρείες αξιολόγησης δίνουν υψηλή βαθμολογία, οι πιστωτές περνάνε μια χαρά και το προσδόκιμο ζωής του πλουσιότερου τμήματος του πληθυσμού συνεχίζει να αυξάνεται.
Δυο λόγια όμως για
τον Peter Hartz, τον εμπνευστή των νόμων για την ανεργία και τη
μεταρρύθμιση τουασφαλιστικού συστήματος Ο Hartz καταδικάστηκε
σε δύο χρόνια φυλακή με αναστολή και
πρόστιμο € 576.000, για «διαφθορά». Ο Peter Hartz, ο πρώην υπεύθυνος
ανθρώπινων πόρων της Volkswagen και μεγάλος ηθικολόγος
των Anspruchdenker, των «κερδοσκόπων του συστήματος», παραδέχτηκε ότι
κατέβαλε
στο συνδικαλιστή της IG Metall και πρώην πρόεδρο του εργοστασιακού
συμβουλίου
του γερμανού κατασκευαστή αυτοκινήτων, διάφορα χρηματικά ποσά για να
πληρώσει τις πόρνες και τα εξωτικά
ταξίδια που έκανε. Ο Klaus Volkert, εν τω μεταξύ, παραπέμφθηκε σε δίκη
για
υποκίνηση σε παραβίαση της εμπιστοσύνης, όπως και ο πρώην διευθυντής
προσωπικού κ.
Klaus-Joachim Gebauer, με την κατηγορία της συνενοχής.
Η χρηση της φτώχιας και της επισφάλειας ως μεταβλητή στρατηγικής σημασίας της ευέλικτης αγοράς εργασίας, είναι αυτό που συντελείται σήμερα με τον εκβιασμό του χρέους, στην Ιταλία, Πορτογαλία, Ελλάδα, Ισπανία, στην Αγγλία και την Ιρλανδία.[6]
Η χρηση της φτώχιας και της επισφάλειας ως μεταβλητή στρατηγικής σημασίας της ευέλικτης αγοράς εργασίας, είναι αυτό που συντελείται σήμερα με τον εκβιασμό του χρέους, στην Ιταλία, Πορτογαλία, Ελλάδα, Ισπανία, στην Αγγλία και την Ιρλανδία.[6]
Η Γαλλία με την άνοδο στην εξουσία του Νικολά Σαρκοζί,δεσμεύτηκε και αυτή στον ίδιο στόχο,τα αποτελέσματα
όμως δεν ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακά , όπως στη Γερμανία. Χάρις, και πάλι, σε έναν
άνθρωπο της κεντροαριστεράς,τον Martin Hirsch,που
προσέλαβε ο Σαρκοζί με το άνοιγμα του στην «αριστερά», στη Γαλλία θα δοκιμαστεί
η μετατροπή του κοινωνικού βοηθήματος (ελάχιστο εισόδημα ένταξης, 417 ευρώ ανά άτομο) σαν μηχανή
παραγωγής φτωχών εργαζόμενων.
Με τις τεχνικές διαχείρισης των φτωχών δοκιμάζονται οι μηχανισμοί εξουσίας και ελέγχου οι οποίοι σε δεύτερο χρόνο θα επεκταθούν στο σύνολο της κοινωνίας, κάτι που δεν φαίνεται να ενδιαφέρει ούτε την αριστερά ούτε και τα συνδικάτα. Το εισόδημα ενεργητικής αλληλεγγύης συνεπάγεται την υπέρβαση των φορντικών δυισμών, ανεργία/απασχόληση, μισθός/εισόδημα,δικαίωμα στην εργασία/δικαίωμα στην κοινωνική πρόνοια, νόμος/σύμβαση εργασίας) και οργανώνει την επικάλυψη και αλληλοσύνδεση τους χάρη στη φιγούρα του φτωχού εργαζόμενου. Καθιερώνει με μόνιμο τρόπο το νομικό καθεστώς του εργαζομένου/ «επιδοματούχου» με εισόδημα από την εργασία του συν επίδομα «αλληλεγγύης».
Η σύγχυση αυτή μεταξύ «μισθωτού» και «επιδοματούχου», μεταξύ εργασίας, ανεργίας και κοινωνικής πρόνοιας, δικαιωμάτων εργασίας και δικαιώματος στην πρόνοια, είναι προϋπόθεση της οικοδόμησης ενός μεγάλου μέρους της αγοράς εργασίας, που βασίζεται στην υποαπασχόληση και την υποαμοιβή.
Το εισόδημα ενεργητικής αλληλεγγύης σημαίνει λοιπόν την επίσημη εγκατάλειψη του στόχου της πλήρους απασχόλησης και την καθιέρωση πολιτικών «πλήρους δραστηριότητας» εννοούμενες ως δραστηριότητες για όλους, ανεξάρτητα από τη διάρκεια και την ποιότητα της απασχόλησης. [7]
Η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας που η ιταλική «κυβέρνηση τεχνοκρατών» ετοιμάζεται να ψηφίσει εμπνέεται κι αυτή άμεσα από το γερμανικό μοντέλο.
Ο υπουργός κοινωνικών Πολιτικών Fornero, το λέει ξεκάθαρα στην εφημερίδα La Stampa στις 4 Μαρτίου.Η μετάφραση της γερμανικής πραγματικότητας στη Νέα Γλώσσα με την οποία εκφράζεται η «εξουσία» (governance) , είναι ένα αριστούργημα υποκρισίας και ψεύδους :
Με τις τεχνικές διαχείρισης των φτωχών δοκιμάζονται οι μηχανισμοί εξουσίας και ελέγχου οι οποίοι σε δεύτερο χρόνο θα επεκταθούν στο σύνολο της κοινωνίας, κάτι που δεν φαίνεται να ενδιαφέρει ούτε την αριστερά ούτε και τα συνδικάτα. Το εισόδημα ενεργητικής αλληλεγγύης συνεπάγεται την υπέρβαση των φορντικών δυισμών, ανεργία/απασχόληση, μισθός/εισόδημα,δικαίωμα στην εργασία/δικαίωμα στην κοινωνική πρόνοια, νόμος/σύμβαση εργασίας) και οργανώνει την επικάλυψη και αλληλοσύνδεση τους χάρη στη φιγούρα του φτωχού εργαζόμενου. Καθιερώνει με μόνιμο τρόπο το νομικό καθεστώς του εργαζομένου/ «επιδοματούχου» με εισόδημα από την εργασία του συν επίδομα «αλληλεγγύης».
Η σύγχυση αυτή μεταξύ «μισθωτού» και «επιδοματούχου», μεταξύ εργασίας, ανεργίας και κοινωνικής πρόνοιας, δικαιωμάτων εργασίας και δικαιώματος στην πρόνοια, είναι προϋπόθεση της οικοδόμησης ενός μεγάλου μέρους της αγοράς εργασίας, που βασίζεται στην υποαπασχόληση και την υποαμοιβή.
Το εισόδημα ενεργητικής αλληλεγγύης σημαίνει λοιπόν την επίσημη εγκατάλειψη του στόχου της πλήρους απασχόλησης και την καθιέρωση πολιτικών «πλήρους δραστηριότητας» εννοούμενες ως δραστηριότητες για όλους, ανεξάρτητα από τη διάρκεια και την ποιότητα της απασχόλησης. [7]
Η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας που η ιταλική «κυβέρνηση τεχνοκρατών» ετοιμάζεται να ψηφίσει εμπνέεται κι αυτή άμεσα από το γερμανικό μοντέλο.
Ο υπουργός κοινωνικών Πολιτικών Fornero, το λέει ξεκάθαρα στην εφημερίδα La Stampa στις 4 Μαρτίου.Η μετάφραση της γερμανικής πραγματικότητας στη Νέα Γλώσσα με την οποία εκφράζεται η «εξουσία» (governance) , είναι ένα αριστούργημα υποκρισίας και ψεύδους :
«Το πιο πρόσφατο παράδειγμα πλήρους μεταρρύθμισης της αγοράς εργασίας και των εργαλείων κοινωνικής προστασίας-ανεξάρτητα από τη διαδικασία, που ξεκίνησε μόλις στην Ισπανία-μας το δίνουν οι παρεμβάσεις στη Γερμανία στις αρχές της περασμένης δεκαετίας όταν η χώρα θεωρείτο ο «ασθενής της Ευρώπης», ανίκανη να αναπτυχθεί και να ξεπεράσει το σκόπελο της επανένωσης. Οι μεταρρυθμίσεις στη Γερμανία περιλάμβαναν όλες τις πλευρές της αγοράς εργασίας και Πρόνοιας, δηλαδή, τη βελτίωση των εργαλείων επαγγελματικής κατάρτισης και διευκόλυνση της πρόσβασης , από το σχολείο στην αγορά εργασίας, υποστήριξη για συμμετοχή στην αγορά εργασίας και την απασχόληση, έστω και μερική, των χαμηλότερων κοινωνικά στρωμάτων, ενίσχυση των δεσμών ειδικής μεταχείρισης και αποτελεσματικής δια βίου κατάρτισης και αναζήτησης εργασίας, εισαγωγή περισσότερης ευελιξίας, είτε με νέους τύπους συμβάσεων είτε στο πεδίο των διαπραγματεύσεων μεταξύ εταιρείας και εργαζομένων».
Με τον εκβιασμό του χρέους, το κράτος επιδιώκει την ολοκλήρωση της μετάβασης, που ξεκίνησε τη δεκαετία του
Ογδόντα, από το κράτος Πρόνοια (δικαιώματα και κοινωνικές υπηρεσίες,Welfare) στο καθεστώς εργασιακής πειθαρχίας (Workfare, υποταγή
της κοινωνικής πολιτικής στη διαθεσιμότητα και την ευελιξία της πλήρους και
επισφαλούς απασχόλησης).Με την αυταρχική
στροφή του νεοφιλελευθερισμού τελειώνει το «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο», επειδή
όπως ισχυρίζεται ο Μάριο Ντράγκι (στμ. διοικητής της ΕΚΤ),δεν μπορούμε πια να «πληρώνουμε
τον κόσμο που δεν δουλεύει».
Σε κάθε αλλαγή φάσης οικονομική-πολιτική βλέπουμε πάντα το κράτος και τη διοίκηση του
να ηγούνται των επιχειρήσεων. Όπως ακριβώς και τη δεκαετία του 1980 το κράτος διευκόλυνε
και έδωσε ώθηση στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές στον τομέα της πίστης, έτσι και
τώρα σ’ αυτό ανήκει ο ρόλος της οργάνωσης της συνέχειας τους σε νέες αυταρχικές
και κατασταλτικές μορφές πληρωμής του
χρέους και στον υπερχρεωμένο άνθρωπο.Ετσι διαλύεται μία
ακόμα αυταπάτη της αριστεράς, αυτή που αντιπαραθέτει στη λογική της
ατομικής ιδιοκτησίας της αγοράς, τη λογική ενός «δημόσιου» κρατικού. Δεν
υπάρχει ούτε αυτονομία του πολιτικού, ούτε ουδετερότητα του κράτους. Οι διαχειριστές
του δρουν σε βάθος στην οικονομία, την «κοινωνία» και τις υποκειμενικότητες, όπως
η οικοδόμηση της αγοράς εργασίας αποδεικνύει με τρόπο παραδειγματικό.
Κρίση οικονομική ή κρίση του καπιταλισμού ;
Δεν έχει τόσο σημασία να αποδειχθεί η
παντοδυναμία του καπιταλιστικού συστήματος όσο οι αδυναμίες του , μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Ακόμα κι
αν οι διαρθρωτικές αντιμεταρρυθμίσεις επηρεάσουν δραματικά ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, δεν
θα είναι αυτές που θα μας βγάλουν από την κρίση. Οι ειδικοί, οι αγορές, οι οίκοι
αξιολόγησης και οι πολιτικοί, αγνοώντας προς
τα που πρέπει να πάνε και πώς, με τον εκβιασμό των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού,
ασκούν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές παραγωγής και όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων, που είναι η
πραγματική αιτία της κρίσης.
Η καπιταλιστική μηχανή έχει μπλοκάρει όχι επειδή δεν ήταν καλά ρυθμισμένη, ούτε επειδή έγιναν κάποιες υπερβολές, ή επειδή οι χρηματιστές ήταν άπληστοι (μια άλλη ψευδαίσθηση της ρυθμιστικής «αριστεράς» !). Όλα αυτά ισχύουν, αλλά δεν συλλαμβάνουν τη φύση της τρέχουσας κρίσης, η οποία δεν ξεκίνησε με την οικονομική καταστροφή που βλέπουμε μπροστά μας. Αυτή είναι μάλλον το αποτέλεσμα της αποτυχίας της νεοφιλελεύθερης ατζέντας (η επιχείρηση ως μοντέλο κάθε κοινωνικής σχέσης) και της αντίστασης που συνάντησε η μορφή του υποκειμένου που αυτή δημιούργησε (ανθρώπινο κεφάλαιο και επιχειρηματίας του εαυτού μας).
Είναι αυτή η αντίσταση, η οποία αν και παθητική, εμποδίζοντας την εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου προγράμματος μετέτρεψε την πιστοληπτική ικανότητα σε χρέος.
Εάν η πίστωση και το χρήμα εκφράζουν την κοινή φύση τους, ως «δημόσιο χρέος», είναι επειδή η συσσώρευση έχει μπλοκάρει, δεν μπορεί να εξασφαλίσει νέες πηγές εσόδων και να γεννά νέες μορφές υποταγής, και όχι το αντίθετο.
Μεταξύ 2001 και 2004, στις Ηνωμένες Πολιτείες, η αύξηση του ΑΕΠ κατά 10% έγινε δυνατή μόνο επειδή τα μέτρα για την ανάκαμψη της οικονομίας πρόσθεσαν στην οικονομία 15,5 μονάδες του ΑΕΠ: δηλαδή μείωση της φορολογίας κατά 2,5 μονάδες του ΑΕΠ, ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια από 450 σε 960 δις (1300 πριν από την κρίση του 2007), αύξηση των δημόσιων δαπανών κατά 500 δισεκατομμύρια .
Στο γύρισμα του αιώνα, η Γερμανία βρισκόταν στην ίδια θέση. Η αύξηση του γερμανικού ΑΕΠ μεταξύ 2000 και 2006 ήταν € 354 δισεκατομμύρια. Αλλά σε σύγκριση με το χρέος την ίδια περίοδο (342 δισ. ευρώ), δεν είναι δύσκολο να δει κανείς ότι το πραγματικό αποτέλεσμα ήταν μια «ανάπτυξη μηδενική».
Η πρώτη που μπήκε σε περίοδο «μηδενικής ανάπτυξης» - μετά το σκάσιμο της φούσκας της αγοράς ακινήτων τη δεκαετία του ενενήντα (και την έκρηξη του χρέους που ακολούθησε για να διασωθεί το τραπεζικό σύστημα) ήταν η Ιαπωνία – η οποία από τότε βρίσκεται σε ύφεση. Στην Ιαπωνία φαίνεται καλύτερα από άλλες χώρες η φύση της σύγχρονης κρίσης. Οι λόγοι για το αδιέξοδο του νεοφιλελεύθερου μοντέλου δεν βρίσκονται μόνο στις οικονομικές αντιφάσεις, αν και αυτές παίζουν ρόλο, αλλά επίσης και πάνω απ’ όλα σε αυτό που ο Γκουαταρί αποκαλεί «κρίση της παραγωγικότητας της υποκειμενικότητας».
Η καπιταλιστική μηχανή έχει μπλοκάρει όχι επειδή δεν ήταν καλά ρυθμισμένη, ούτε επειδή έγιναν κάποιες υπερβολές, ή επειδή οι χρηματιστές ήταν άπληστοι (μια άλλη ψευδαίσθηση της ρυθμιστικής «αριστεράς» !). Όλα αυτά ισχύουν, αλλά δεν συλλαμβάνουν τη φύση της τρέχουσας κρίσης, η οποία δεν ξεκίνησε με την οικονομική καταστροφή που βλέπουμε μπροστά μας. Αυτή είναι μάλλον το αποτέλεσμα της αποτυχίας της νεοφιλελεύθερης ατζέντας (η επιχείρηση ως μοντέλο κάθε κοινωνικής σχέσης) και της αντίστασης που συνάντησε η μορφή του υποκειμένου που αυτή δημιούργησε (ανθρώπινο κεφάλαιο και επιχειρηματίας του εαυτού μας).
Είναι αυτή η αντίσταση, η οποία αν και παθητική, εμποδίζοντας την εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου προγράμματος μετέτρεψε την πιστοληπτική ικανότητα σε χρέος.
Εάν η πίστωση και το χρήμα εκφράζουν την κοινή φύση τους, ως «δημόσιο χρέος», είναι επειδή η συσσώρευση έχει μπλοκάρει, δεν μπορεί να εξασφαλίσει νέες πηγές εσόδων και να γεννά νέες μορφές υποταγής, και όχι το αντίθετο.
Μεταξύ 2001 και 2004, στις Ηνωμένες Πολιτείες, η αύξηση του ΑΕΠ κατά 10% έγινε δυνατή μόνο επειδή τα μέτρα για την ανάκαμψη της οικονομίας πρόσθεσαν στην οικονομία 15,5 μονάδες του ΑΕΠ: δηλαδή μείωση της φορολογίας κατά 2,5 μονάδες του ΑΕΠ, ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια από 450 σε 960 δις (1300 πριν από την κρίση του 2007), αύξηση των δημόσιων δαπανών κατά 500 δισεκατομμύρια .
Στο γύρισμα του αιώνα, η Γερμανία βρισκόταν στην ίδια θέση. Η αύξηση του γερμανικού ΑΕΠ μεταξύ 2000 και 2006 ήταν € 354 δισεκατομμύρια. Αλλά σε σύγκριση με το χρέος την ίδια περίοδο (342 δισ. ευρώ), δεν είναι δύσκολο να δει κανείς ότι το πραγματικό αποτέλεσμα ήταν μια «ανάπτυξη μηδενική».
Η πρώτη που μπήκε σε περίοδο «μηδενικής ανάπτυξης» - μετά το σκάσιμο της φούσκας της αγοράς ακινήτων τη δεκαετία του ενενήντα (και την έκρηξη του χρέους που ακολούθησε για να διασωθεί το τραπεζικό σύστημα) ήταν η Ιαπωνία – η οποία από τότε βρίσκεται σε ύφεση. Στην Ιαπωνία φαίνεται καλύτερα από άλλες χώρες η φύση της σύγχρονης κρίσης. Οι λόγοι για το αδιέξοδο του νεοφιλελεύθερου μοντέλου δεν βρίσκονται μόνο στις οικονομικές αντιφάσεις, αν και αυτές παίζουν ρόλο, αλλά επίσης και πάνω απ’ όλα σε αυτό που ο Γκουαταρί αποκαλεί «κρίση της παραγωγικότητας της υποκειμενικότητας».
Το ιαπωνικό θαύμα, που κατάφερε να
δημιουργήσει ένα συλλογικό εργατικό
δυναμικό και μια κοινωνική δύναμη «πολύ ενσωματωμένη στο μηχανισμό»
(Γκουαταρί), φαίνεται να περιστρέφεται στο κενό, αιχμάλωτο και αυτό, όπως όλες οι
αναπτυγμένες χώρες, στα δίχτυα του χρέους και τους τρόπους υποκειμενοποίησης του. Το υποκειμενικό
πρότυπο «Φορντ», (μόνιμη απασχόληση, χρόνος
αφιερωμένος αποκλειστικά στην εργασία, ο ρόλος της οικογένειας και ο πατριαρχικός
καταμερισμός ρόλων, κλπ.) έχει εξαντληθεί, και δεν είναι σαφές με τι θα αντικατασταθεί. Η κρίση του χρέους
δεν είναι μια τρέλα της κερδοσκοπίας, αλλά η προσπάθεια να κρατηθεί στη ζωή ένα
ήδη προβληματικός καπιταλισμός.
Το
«γερμανικό
οικονομικό θαύμα» αποτελεί μια αυταρχική και οπισθοδρομική απάντηση στο
αδιέξοδο
που είχε εμφανιστεί πριν το 2007. Αυτός
είναι ο λόγος, που η Γερμανία και η Ευρώπη είναι τόσο άγριες και
άκαμπτες
απέναντι στην Ελλάδα. Όχι μόνο επειδή «Θέλω πίσω τα λεφτά μου» (οι
πιστωτές),
αλλά κυρίως επειδή η οικονομική κρίση ανοίγει μια νέα πολιτική φάση στην
οποία
το κεφάλαιο δεν μπορεί πια να επικαλεστεί την υπόσχεση για μελλοντικό
πλουτισμό των πάντων, όπως τη δεκαετία του 1980. Αυτό δεν
μπορεί πλέον να χρησιμοποιεί καθρεφτάκια
για να πιάνει κορυδαλλούς, τα πουλιά της «ελευθερίας» και της
«ανεξαρτησίας» του
ανθρώπινου κεφαλαίου, ούτε αυτά της κοινωνίας της πληροφορίας ή του
γνωσιακού καπιταλισμού.
Και όπως είπε ο Μαρξ, αυτός μπορεί να στηριχθεί μόνο στην επέκταση και εμβάθυνση της «απόλυτης
υπεραξίας», δηλαδή στην επιμήκυνση του χρόνου εργασίας, στην αύξηση της απλήρωτης εργασίας
και στους χαμηλούς μισθούς, στις περικοπές των κοινωνικών υπηρεσιών, στις επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης και απασχόλησης,
στη μείωση του προσδόκιμου ζωής. Η λιτότητα, οι θυσίες, η κατασκευή της υποκειμενικής
εικόνας του οφειλέτη δεν είναι κάποιες κακές στιγμές που πρέπει να ξεπεραστούν μπροστά σε μια «νέα
ανάπτυξη», αλλά τεχνικές της εξουσίας, τις οποίες μόνο ο αυταρχισμός που δεν
έχει πλέον τίποτα το «φιλελεύθερο» μπορεί
να εγγυηθεί για να αναπαραχθούν οι σχέσεις εξουσίας.
Η κυβέρνηση της πλήρους και
επισφαλούς απασχόλησης και η παγίδα της
εξόφλησης του χρέους απαιτεί την
ενσωμάτωση στο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα - το οποίο από τη δεκαετία του
ογδόντα λειτουργεί κάθε άλλο παρά σαν εκπροσώπηση –μεγάλων τμημάτων από το προγράμμα
της άκρας δεξιάς. Η παθητική αντίσταση που
δεν έχει προσχωρήσει στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα αποτελεί τη μόνη ελπίδα
διαφυγής από τις «τεχνικές εξουσίας» του χρέους των «κυβερνήσεων τεχνοκρατών». Αντιμέτωποι
με τη φρίκη του θέατρο τρόμου των προγραμμάτων λιτότητας που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα, υπάρχουν αυτοί
που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θάπρεπε να πουν, de te Fabula narratur!
Για σένα μιλάει ο μύθος.
Βερολίνο, 5 Μαρτίου 2012
Για σένα μιλάει ο μύθος.
Βερολίνο, 5 Μαρτίου 2012
Σημειώσεις:
[1]. Οι στατιστικές δείχνουν
μια
αύξηση της φτώχειας από το 12,2% του πληθυσμού το 2005, στο 15,6% το 2010. Στοιχεία
σε κάθε περίπτωση αξια προσοχής και με αυξητική τάση ιδιαίτερα σημαντική. Είναι
γνωστό, ότι οι αριθμοί της φτώχειας δεν
μειώνονται με την «ανάπτυξη», αλλά συμβαίνει το αντίθετο. Κάτι που σημαίνει
πολλά για τη φύση της τελευταίας.
[2]. Αν ως προς το σύνολο είναι μόνο το 3%, με όρους ροής βρίσκεται σε συνεχή
αύξηση. Το 2000 ήταν μόνο 416.000. Μέσα όμως σε δέκα χρόνια ο αριθμός τους αυξήθηκε
κατά 58%. Το 2007, η γερμανική κυβέρνηση αύξησε την ηλικία συνταξιοδότησης από
τα 65 στα 67 έτη, όταν η πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης είναι 62,1 χρόνια
για τους άνδρες και 61 για τις γυναίκες, γεγονός που οδηγεί σε ανασφάλεια και μια
συγκαλυμμένη μείωση του ύψους των
συντάξεων.
[3]. Στις 11 Ιανουαρίου 2012,το Ομοσπονδιακό
Γραφείο Στατιστικής (Destatis) δημοσιεύει την έκθεση «Σκοτεινές και φωτεινές πλευρές στην αγορά
εργασίας», στην οποία αναφέρεται: «Ο αριθμός των λεγόμενων θέσεων εργασίας άτυπης
απασχόλησης – παρτ-τάιμ κάτω από είκοσι ώρες την εβδομάδα, συμπεριλαμβανομένων και
των περιθωριακών δραστηριοτήτων, την απασχόληση ορισμένου χρόνου και την προσωρινή- μεταξύ
1991 και 2010 αυξήθηκε κατά 3,5 εκατ., ενώ ο αριθμός των εργαζόμενων με σταθερή
απασχόληση μειώθηκε κατά 3,8 εκατομμύρια περίπου».
[4]. Τα πρόσφατα στατιστικά στοιχεία κάνουν λόγο για 4,1 εκατομμύρια
εργαζόμενους που κερδίζουν λιγότερο από € 7, για 2, 5 εκατομμύρια κάτω από 6
και 1,4 εκατομμύρια κάτω από 5 ευρώ μικτά την ώρα. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι
γυναίκες, νέοι, μετανάστες και ανειδίκευτοι.
[5]. Η Σοσιαλδημοκρατία, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τη μετάλλαξη
της στην κοινωνική οικονομία της αγοράς (ordoliberalismo), την 1 Ιουνίου 2003, με
την υιοθετηση της Ατζέντα 2010 με
πλειοψηφία 80%,πέρασε στο
νεοφιλελευθερισμό. Στις 15 Ιουνίου 2003, στο ετήσιο συνέδριο των Πρασίνων, και με
πλειοψηφία 90% εγκρίθηκε το ίδιο πρόγραμμα, που περιλαμβάνει επίσης και ένα συνταξιοδοτικό
σύστημα κεφαλαιοποιητικό, την
ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών κλπ.
[6]. Η Ευρώπη βαδίζει ολοταχώς προς το αμερικανικό μοντέλο ελεύθερης απόλυσης. Η ισπανική κυβέρνηση στις 10 Φεβρουαρίου του 2012,ενέκρινε μια σειρά νόμους που έχουν την ίδια λογική: διευκόλυνση των απολύσεων, μείωση του επιδόματος ανεργίας και περικοπές μισθών. Το επίδομα ανεργίας από τους 42 μήνες,κατά μέγιστο όριο, μειώθηκε στους 24. Οι απολύσεις για οικονομικούς λόγους, όπου οι αποζημιώσεις (20 ημέρες ανά έτος εργασίας) περιορίζονταν στο ανώτατο όριο των 12 μηνών τώρα διευκολύνοντα ακόμα περισσότεροι: μια εταιρεία μπορεί να προχωρήσει σε απολύσεις για οικονομικούς λόγους, αν επί τρία συνεχή εξάμηνα εμφανίσει μείωση των πωλήσεων, ακόμα και αν συνεχίζει να εμφανίζει κέρδη. Μετά από τρία τρίμηνα μείωσης των πωλήσεων, οι εταιρείες μπορούν να επιβάλουν μονομερείς μειώσεις μισθών. Άρνηση από τη μεριά του εργαζόμενου σημαίνει απόλυση.
[7]. Με το Εισόδημα (επίδομα) ενεργητικής αλληλεγγύης (RSA), από μια κανονιστική και θεσμική αντίληψη
(ίσα δικαιώματα για όλους!) περνάμε σε μια αντίληψη συμβασιακή και διακριτότητας (ο δικαιούχος
πρέπει να υπογράψει μία σύμβαση) η οποία,
στοχεύοντας σε ειδικές καταστάσεις τονίζει το πρόβλημα της κάθε κοινωνικής
πολιτικής, την εξατομίκευση.
Η σύμβαση ένταξης είναι ένα υβρίδιο μεταξύ «νόμου» και
«σύμβασης» που, κατά τον Alain Supiot, δεν εκφράζει την ισότητα και
την αυτονομία των μερών, αλλά επιβεβαιώνει την ασυμμετρία της εξουσίας:
«Το αντικείμενο τους [των συμβάσεων ένταξης ] δεν είναι βέβαια
η ανταλλαγή συγκεκριμένων αγαθών, ούτε και η σύναψη μιας συμφωνίας
μεταξύ ίσων,
αλλά η νομιμοποίηση της άσκησης εξουσίας », δεδομένου ότι ο
συμβαλλόμενος, για
να πάρει το επίδομα, είναι υποχρεωμένος να υπογράψει. Έτσι από τη
λογική του
δικαιώματος του «έχοντος το δικαίωμα», περνάμε σε μια λογική που
υποτάσσει το
επίδομα σε μία επένδυση υποκειμενική, το
μια «δουλειά για τον εαυτό μας», που θέλει να δείξει ότι« είναι
διατεθειμένη να
υποαπασχοληθεί και με υποβαθμισμένο μεροκάματο».
H Χρυσή Αυγή επανακάμπτει;
του Παύλου Μωραΐτη
Το τελευταίο διάστημα αρκετά στοιχεία δείχνουν αναζωογόνηση των ακροδεξιών και φιλοφασιστικών ιδεών και τάση επέκτασης τους στο λαό. Μια πρόγευση είχαμε στο εκλογικό αποτέλεσμα των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών στην Αθήνα, όπου ο συνδυασμός που υποστήριξε σημείωσε αύξηση της επιρροής της και εξέλεξε αντιπρόσωπο στο δημοτικό συμβούλιο.
Εμπειρικά διαπιστώνεται το τελευταίο διάστημα μια ορισμένη δραστηριότητα της, πολύ μεγαλύτερη απ' ό,τι σε προηγούμενες περιόδους όχι μόνο στην Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις, αλλά σε όλη σχεδόν τη χώρα. Τελευταία έχουμε τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων που είδαν το φως της δημοσιότητας και εμφανίζουν τη Χρυσή Αυγή σταθερά πάνω από το 3%, όριο εισόδου στη βουλή, και ορισμένες εξ αυτών των δημοσκοπήσεων στο 5%, ή και στο 6% ακόμη. Βέβαια αυτό μένει να επαληθευθεί στις κάλπες σύντομα, αλλά η αναζωογόνηση της δεν πρέπει να αμφισβητείται.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κατανοηθεί και να ξεκαθαρίσει σωστά από όλους και κυρίως από τις δυνάμεις της αριστεράς και το λαϊκό κόσμο είναι ο χαρακτήρας του φορέα αυτού. Πρόκειται για οργάνωση ακροδεξιά, φιλοφασιστική και φιλοναζιστική. Δεν είναι απλά μια ακόμη συντηρητική αστική πολιτική δύναμη πιο αυταρχική, λίγο πιο ακραία από τη Ν.Δ. και άλλα κόμματα και δεξιές οργανώσεις. Δεν είναι ΛΑΟΣ. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με τα τυπικά κριτήρια που κρίνονται κάθε φορά διάφορα κόμματα και οργανώσεις μόνο. Αν είναι δηλαδή φιλομνημονιακά, ή αντιμνημονιακά, αν διατυπώνει θέσεις υπέρ του κεφαλαίου, ή αν έχει κάποιες αντιαμερικανικές αντιιμπεριαλιστικές αναφορές και προσπαθεί να παραπλανήσει το λαό. Είναι μια οργάνωση φασιστική και προσπαθεί σ’ αυτή τη συγκυρία να αποκτήσει επιρροή μέσα στο λαό και τους εργαζόμενους και φυσικά το κεφάλαιο θα αξιοποιήσει την παρουσία και τη δράση της ώστε να επιδράσει στην πολιτική ζωή και να τη μετακινήσει δεξιότερα, ανάλογα με τις περιστάσεις και τις ανάγκες του.
Τα τμήματα του πληθυσμού που φαίνονται να ελκύονται από τη Χρυσή Αυγή είναι κατά βάση μικροαστικά στρώματα που συνθλίβονται από την κρίση, απαξιώνονται απόλυτα, δεν βλέπουν μπροστά τους κανένα μέλλον και καμία προοπτική. Είναι επίσης άνεργοι κυρίως συντηρητικής προέλευσης και σχετικά νέοι άνθρωποι ως επί το πλείστον, χωρίς πολλές αγωνιστικές και πολιτικές εμπειρίες, εργατικά και φτωχά εργαζόμενα τμήματα σε υποβαθμισμένες γειτονιές καθώς και περιθωριακά και λούμπεν στοιχεία που συσπειρώνονται και στρατολογούνται. Το φαινόμενο αυτό είναι εύκολα εξηγήσιμο από θεωρητική άποψη και υπάρχουν σημαντικά ιστορικά παραδείγματα που το φωτίζουν. Φυσικά όλες οι εποχές δεν είναι ίδιες, έχουν αναλογίες αλλά και σημαντικές διαφορές. Π.χ. η Ιταλία και η Γερμανία, μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, η Ελλάδα και άλλες χώρες αργότερα, καθώς και η Ελλάδα της μεγάλης κρίσης σήμερα. Οι μεγάλες κρίσεις, οι τεράστιες απογοητεύσεις, η διάψευση ελπίδων και προσδοκιών, η έκπτωση αξιών και η τεράστια διαφθορά είναι στοιχεία που αποτελούν τη βάση, το έδαφος σε κάθε ιστορική περίοδο για την ανάπτυξη του φαινομένου αυτού.
Πιο συγκεκριμένα σήμερα ορισμένοι λόγοι που ευνοούν την ανάπτυξη της Χρυσής Αυγής και τη διάδοση φασιστικών ιδεών είναι οι εξής.
1) Η τεράστια κρίση και οι τραγικές επιπτώσεις που επιφέρει στο λαό η πολιτική του κεφαλαίου για την αντιμετώπιση της. Ευρύτερα λαϊκά στρώματα καθημερινά ισοπεδώνονται. Για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους υπάρχει πρόβλημα επιβίωσης ακόμη και διατροφής. Η κατακόρυφη πτώση μισθών, συντάξεων και γενικότερα εισοδημάτων. Η πλειοψηφία των επαγγελματιών και μικρεμπόρων είναι σταθερά στο κόκκινο μήνες και χρόνια τώρα, χωρίς φως στον ορίζοντα. Οι άνεργοι κυρίως νέοι ξεπέρασαν κατά πολύ το ένα εκατομμύριο. Κοντά σε αυτά υπάρχει η τεράστια ανασφάλεια, η έκρηξη της εγκληματικότητας, η ανατροπή όλων των σταθερών της ζωής ευρύτερων λαϊκών τμημάτων, οι τεράστιες δυσκολίες και τα προβλήματα σε υποβαθμισμένες συνοικίες που ζουν μετανάστες δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον για τη δράση φασιστικών ομάδων και τη διάδοση των αντιλήψεων τους.
2) Η αδυναμία της κυρίαρχης πολιτικής και της κυρίαρχης ιδεολογίας, όπως εκφράζεται και μέσω των κομμάτων και φορέων που εκφράζεται, να δώσουν απαντήσεις πειστικές για την κρίση και να χαράξουν γραμμή αποτελεσματικής αντιμετώπισης της, η μεγάλη απαξίωση του συνόλου των θεσμών της αστικής κοινωνίας, άλλος περισσότερο- άλλος λιγότερο, των αστικών κομμάτων και των βασικών πυλώνων της κυρίαρχης πολιτικής, όπως διαμορφώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες- π.χ. για ένταξη στην ευρωζώνη και στο ευρώ που θα λειτουργούσε ως απάνεμο λιμάνι για τη χώρα και την ελληνική οικονομία- η τεράστια διαφθορά που αγκάλιασε κάθε αρμό του κοινωνικοπολιτικού συστήματος, η εικόνα κορυφαίων υπουργών να οδηγούνται στη φυλακή και η εμπεδωμένη πεποίθηση στο λαό ότι αυτό είναι πια ο κανόνας. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τα πολιτικά κόμματα μπορούμε να αναφέρουμε τη μεγάλη κρίση και την απαξίωση της Ν.Δ., η οποία αναπτύσσεται χρόνια τώρα και κυρίως την περίοδο της διακυβέρνηση της, 2004- 2009 και αργότερα με την πλήρη μεταστροφή της από δύναμη που καταψήφισε και αντιπάλεψε, υποτίθεται το μνημόνιο, σε δύναμη ολοκληρωτικής στήριξης του μνημονίου και των εντολών της τρόικας. Η κρίση και η απαξίωση του ΛΑΟΣ που στήριξε όλα τα αντιλαϊκά μέτρα και όταν άρχισε να καταρρέει δημοσκοπικά και να αδειάζει από στελέχη και οπαδούς το γύρισε στον αντιμνημονιακό.
Ακόμη πρέπει να σημειώσουμε τη στροφή της πολιτικής ατζέντας προς τα δεξιά, την οποίαν στηρίζουν και πραγματοποιούν όλες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, σε όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της συγκυβέρνησης ΠΑ.ΣΟ.Κ.- Ν.Δ., την επίθεση στους μετανάστες, τα στρατόπεδα μεταναστών σε όλη τη χώρα, την απαγόρευση των διαδηλώσεων στο κέντρο της Αθήνας, την εξύμνηση της αστυνομίας και την ενίσχυση της καταστολής κ.λπ.
Η προβολή και στήριξη της Χρυσής Αυγής από την πλειοψηφία των μεγάλων μέσων μαζικής ενημέρωσης, η οποία σε πολλές περιπτώσεις παίρνει προκλητικό χαρακτήρα.
3) Η αδυναμία της εργατικής πολιτικής να αντιμετωπίσει την κρίση και να χαράξει τη διέξοδο προς όφελος του λαού. Πιο συγκεκριμένα αναφερόμαστε στην αδυναμία να προβληθεί πειστική εξήγηση των αιτίων της κρίσης, των ευθυνών της κυρίαρχης πολιτικής και των δυνάμεων που την προώθησαν και των συμφερόντων του κεφαλαίου που οδήγησαν σε αυτή, το ρόλο της Ε.Ε. και την ανάπτυξη μαζικής ιδεολογικής προπαγανδιστικής δράσης που να επιδιώκει την ιδεολογική κυριαρχία, ή τουλάχιστον να επηρεάσει ουσιαστικά και να πείσει για την ορθότητα της πολιτικής της γραμμής ευρύτερα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Να διαμορφώσει ένα πλαίσιο στόχων άμεσων για την επιβίωση του λαού και μαζί στόχους μεταβατικούς που θα συνδέουν τη δράση για τα άμεσα με τη διεκδίκηση βαθύτερων αλλαγών στην προοπτική του σοσιαλισμού. Τη χάραξη τακτικής με επίκεντρο τη συσπείρωση της εργατικής τάξης και των εργαζομένων και στην πορεία, πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων με εργατική αναφορά στη βάση συμφωνημένων στόχων και σκοπών και σε ενιαιομετωπική λογική.
Αυτές είναι ορισμένες από τις βασικές αιτίες που ευνοούν την επέκταση των ακροδεξιών αντιλήψεων και την ανάπτυξη της Χρυσής Αυγής. Κυρίως όμως μας ενδιαφέρουν οι ελλείψεις και οι αδυναμίες της εργατικής πολιτικής και των φορέων της και πρωτίστως του κόμματος εργατικής τάξης, του Κ.Κ.Ε. και φυσικά του συνδικαλιστικού και του ευρύτερου μαζικού κινήματος. Όσο το αντίπαλο δέος στην αστική πολιτική και την αστική κυριαρχία, η εργατική τάξη αδυνατεί να επιδράσει αποφασιστικά, να ενωθεί και να δράσει σε ταξική κατεύθυνση τόσο η αστική τάξη θα έχει τα χρονικά περιθώρια, τα μέσα και τις δυνατότητες να οργανώσει τη δράση της, να ελέγξει λαϊκές δυνάμεις και μαζί τις εξελίξεις ώστε να διασφαλιστούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου και η κυριαρχία της, τόσο οι εργατικές μάζες θα απογοητεύονται και θα διαμορφώνονται ευνοϊκές συνθήκες για την ενίσχυση της Χρυσής Αυγής, των ακροδεξιών και φασιστικών αντιλήψεων και την αξιοποίησή τους από το σύστημα για τον έλεγχο της κατάστασης.
Πρώτο άμεσο βήμα στην κατεύθυνση αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής είναι η αποκάλυψη ολοκληρωμένα των στόχων και των επιδιώξεων της, η πραγματική ουσία των θέσεων που διατυπώνει και μάλιστα όχι με γενικό τρόπο και ηχηρές φράσεις, αλλά πολύ συγκεκριμένα. Η Χρυσή Αυγή αντιλαμβάνεται πολύ καλά την κατάσταση της χώρας και τα τεράστια προβλήματα του λαού, την οργή του εναντίον των υπευθύνων, του πολιτικού συστήματος και της πολιτικής που ακολούθησε η χώρα, το ρόλο της Ε.Ε. και των «συμμάχων», βλέπει ότι η κατάσταση δεν εκτονώνεται και θα πάει μακριά, γι' αυτό δεν παρακάμπτει τα προβλήματα αυτά. Αντίθετα τα βάζει στο επίκεντρο της προπαγάνδας της με τρόπο όμως παραπλανητικό. Ουσιαστικά συγκαλύπτει τις ουσιαστικές ευθύνες και βγάζει λάδι στην πολιτική του κεφαλαίου.
Στην οργή και την αγανάκτηση του λαού εναντίον της Ε.Ε. και των ιμπεριαλιστικών οργανισμών, εναντίον των ηγετικών κύκλων της Ε.Ε. και ιδιαίτερα της γερμανικής ηγεσίας προτείνει την «αποδέσμευση από διεθνείς οργανισμούς που δεν εξυπηρετούν τα εθνικά μας συμφέροντα». Καμιά όμως ρητή και συγκεκριμένη αναφορά δεν κάνει για την αποδέσμευση της χώρας από την ευρωζώνη, την Ε.Ε. και ΝΑΤΟ και ακόμη περισσότερο για το στρατηγικό προσανατολισμό της χώρας. Μιλάει για «Ευρώπη των εθνών και όχι Ευρώπη των τοκογλύφων και του κεφαλαίου». Τι άλλο όμως μπορεί να είναι πέραν των κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων και της τοκογλυφίας των τραπεζών ο καπιταλισμός και η Ε.Ε. στη σημερινή φάση ανάπτυξης τους και με τη σημερινή μορφή τους;
Στη γενική κατακραυγή του λαού εναντίον του μνημονίου και των δανειακών συμβάσεων μιλά για καταγγελίες τους γενικόλογα χωρίς να λέει τίποτε για το πλέγμα των αντεργατικών και αντιασφαλιστικών νόμων και μέτρων που έχουν ληφθεί μέχρι τώρα και βύθισαν τους εργαζόμενους στην απόγνωση, χωρίς καθόλου να θέτει το ζήτημα να πληρώσει το κόστος της κρίσης το κεφαλαίο και όχι ο εργαζόμενος λαός.
Μιλάει για ανάπτυξη της εθνικής παραγωγής και για ισχυρή Ελλάδα, προφανώς Ελλάδα των καπιταλιστών, των ισχυρών πολυεθνικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων και όχι Ελλάδα που επιφυλάσσει άλλη, καλύτερη τύχη στους εργαζόμενους και το λαό της.
Παίρνοντας υπόψη την οργή του λαού εναντίον του πολιτικού συστήματος και του αστικού πολιτικού κόσμου ρίχνει προπαγανδιστικά το σύνθημα «γύρισε την πλάτη σου στο κατεστημένο». Καθόλου όμως δεν εννοεί το αστικό πολιτικό σύστημα και την κυρίαρχη τάξη. Αυτούς υπηρετεί. Εννοεί την πολιτική διαφθορά, τη φαυλοκρατία, την οικογενειοκρατία, ορισμένα διεφθαρμένα και δακτυλοδεικτούμενα πρόσωπα. Ως εκεί.
Θέλοντας να διαμορφώσει μαζικό ακροατήριο και βάση επιρροής στους εργαζόμενους και στις λαϊκές γειτονιές των πόλεων κάνει στοχευμένη παρέμβαση ζητώντας, «ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης και εξασφάλιση της κύριας κατοικίας, διαγραφή των χρεών χαμηλών οικονομικά στρωμάτων του πληθυσμού και επαναδιαπραγμάτευση τραπεζικών δανείων». Τι ακριβώς όμως σημαίνουν αυτά; Πώς θα γίνουν; Και με ποιο τρόπο θα διασφαλιστούν εκατομμύρια εργαζόμενοι; Από πού θα αφαιρεθούν οι πόροι για να αντιμετωπιστούν τα εργατικά και λαϊκά προβλήματα, όταν το σύνολο των υπολοίπων μέτρων και της πολιτικής της υπηρετεί τους μεγαλοεπιχειρηματίες και τα κέρδη τους;
Κατά παρόμοιο τρόπο προσπαθεί να παρέμβει στη φτωχομεσαία αγροτιά που συντρίβεται από την πολιτική των κυβερνήσεων της Ε.Ε. και θέτει το ζήτημα η Αγροτική Τράπεζα να γίνει 100% κρατική και να βγει από το χρηματιστήριο, για να λειτουργήσει ως μοχλός ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής. Πώς όμως θα γίνει η ανάπτυξη αυτή όταν με την πολιτική της καθόλου δεν αμφισβητεί το πλέγμα των αιτιών που απαξίωσε την αγροτική παραγωγή της χώρας και κυρίως τη φτωχή και τη μεσαία αγροτιά – ΚΑΠ, εκτίναξη του κόστους παραγωγής, απελευθέρωση των αγορών, κατάρρευση των τιμών των αγροτικών προϊόντων κ.λπ.;
Στη βάση αυτή πρέπει να γίνει το ξεσκέπασμα της Χρυσής Αυγής και η αντιπαράθεση με την προσπάθεια οι φασιστικές ιδέες να διαδοθούν στο λαό. Βήμα το βήμα, μέσα στους εργαζόμενους και με βάση τα συμφέροντα και τις ανάγκες τους, τις εμπειρίες που έχουν αποκομίσει και τις τραγικές μνήμες που ο λαός μας συσσώρευσε από το φασισμό και τα δικτατορικά καθεστώτα στη χώρα και στην Ευρώπη ολόκληρο τον 20ο αιώνα. Ώρα να τα επαναφέρουμε στην καθημερινή συζήτηση. Πρώτο βήμα βέβαια είναι να παραπλανηθούν όσο το δυνατόν λιγότεροι ψηφοφόροι στις ερχόμενες εκλογές.
Το τελευταίο διάστημα αρκετά στοιχεία δείχνουν αναζωογόνηση των ακροδεξιών και φιλοφασιστικών ιδεών και τάση επέκτασης τους στο λαό. Μια πρόγευση είχαμε στο εκλογικό αποτέλεσμα των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών στην Αθήνα, όπου ο συνδυασμός που υποστήριξε σημείωσε αύξηση της επιρροής της και εξέλεξε αντιπρόσωπο στο δημοτικό συμβούλιο.
Εμπειρικά διαπιστώνεται το τελευταίο διάστημα μια ορισμένη δραστηριότητα της, πολύ μεγαλύτερη απ' ό,τι σε προηγούμενες περιόδους όχι μόνο στην Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις, αλλά σε όλη σχεδόν τη χώρα. Τελευταία έχουμε τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων που είδαν το φως της δημοσιότητας και εμφανίζουν τη Χρυσή Αυγή σταθερά πάνω από το 3%, όριο εισόδου στη βουλή, και ορισμένες εξ αυτών των δημοσκοπήσεων στο 5%, ή και στο 6% ακόμη. Βέβαια αυτό μένει να επαληθευθεί στις κάλπες σύντομα, αλλά η αναζωογόνηση της δεν πρέπει να αμφισβητείται.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κατανοηθεί και να ξεκαθαρίσει σωστά από όλους και κυρίως από τις δυνάμεις της αριστεράς και το λαϊκό κόσμο είναι ο χαρακτήρας του φορέα αυτού. Πρόκειται για οργάνωση ακροδεξιά, φιλοφασιστική και φιλοναζιστική. Δεν είναι απλά μια ακόμη συντηρητική αστική πολιτική δύναμη πιο αυταρχική, λίγο πιο ακραία από τη Ν.Δ. και άλλα κόμματα και δεξιές οργανώσεις. Δεν είναι ΛΑΟΣ. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με τα τυπικά κριτήρια που κρίνονται κάθε φορά διάφορα κόμματα και οργανώσεις μόνο. Αν είναι δηλαδή φιλομνημονιακά, ή αντιμνημονιακά, αν διατυπώνει θέσεις υπέρ του κεφαλαίου, ή αν έχει κάποιες αντιαμερικανικές αντιιμπεριαλιστικές αναφορές και προσπαθεί να παραπλανήσει το λαό. Είναι μια οργάνωση φασιστική και προσπαθεί σ’ αυτή τη συγκυρία να αποκτήσει επιρροή μέσα στο λαό και τους εργαζόμενους και φυσικά το κεφάλαιο θα αξιοποιήσει την παρουσία και τη δράση της ώστε να επιδράσει στην πολιτική ζωή και να τη μετακινήσει δεξιότερα, ανάλογα με τις περιστάσεις και τις ανάγκες του.
Τα τμήματα του πληθυσμού που φαίνονται να ελκύονται από τη Χρυσή Αυγή είναι κατά βάση μικροαστικά στρώματα που συνθλίβονται από την κρίση, απαξιώνονται απόλυτα, δεν βλέπουν μπροστά τους κανένα μέλλον και καμία προοπτική. Είναι επίσης άνεργοι κυρίως συντηρητικής προέλευσης και σχετικά νέοι άνθρωποι ως επί το πλείστον, χωρίς πολλές αγωνιστικές και πολιτικές εμπειρίες, εργατικά και φτωχά εργαζόμενα τμήματα σε υποβαθμισμένες γειτονιές καθώς και περιθωριακά και λούμπεν στοιχεία που συσπειρώνονται και στρατολογούνται. Το φαινόμενο αυτό είναι εύκολα εξηγήσιμο από θεωρητική άποψη και υπάρχουν σημαντικά ιστορικά παραδείγματα που το φωτίζουν. Φυσικά όλες οι εποχές δεν είναι ίδιες, έχουν αναλογίες αλλά και σημαντικές διαφορές. Π.χ. η Ιταλία και η Γερμανία, μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, η Ελλάδα και άλλες χώρες αργότερα, καθώς και η Ελλάδα της μεγάλης κρίσης σήμερα. Οι μεγάλες κρίσεις, οι τεράστιες απογοητεύσεις, η διάψευση ελπίδων και προσδοκιών, η έκπτωση αξιών και η τεράστια διαφθορά είναι στοιχεία που αποτελούν τη βάση, το έδαφος σε κάθε ιστορική περίοδο για την ανάπτυξη του φαινομένου αυτού.
Πιο συγκεκριμένα σήμερα ορισμένοι λόγοι που ευνοούν την ανάπτυξη της Χρυσής Αυγής και τη διάδοση φασιστικών ιδεών είναι οι εξής.
1) Η τεράστια κρίση και οι τραγικές επιπτώσεις που επιφέρει στο λαό η πολιτική του κεφαλαίου για την αντιμετώπιση της. Ευρύτερα λαϊκά στρώματα καθημερινά ισοπεδώνονται. Για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους υπάρχει πρόβλημα επιβίωσης ακόμη και διατροφής. Η κατακόρυφη πτώση μισθών, συντάξεων και γενικότερα εισοδημάτων. Η πλειοψηφία των επαγγελματιών και μικρεμπόρων είναι σταθερά στο κόκκινο μήνες και χρόνια τώρα, χωρίς φως στον ορίζοντα. Οι άνεργοι κυρίως νέοι ξεπέρασαν κατά πολύ το ένα εκατομμύριο. Κοντά σε αυτά υπάρχει η τεράστια ανασφάλεια, η έκρηξη της εγκληματικότητας, η ανατροπή όλων των σταθερών της ζωής ευρύτερων λαϊκών τμημάτων, οι τεράστιες δυσκολίες και τα προβλήματα σε υποβαθμισμένες συνοικίες που ζουν μετανάστες δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον για τη δράση φασιστικών ομάδων και τη διάδοση των αντιλήψεων τους.
2) Η αδυναμία της κυρίαρχης πολιτικής και της κυρίαρχης ιδεολογίας, όπως εκφράζεται και μέσω των κομμάτων και φορέων που εκφράζεται, να δώσουν απαντήσεις πειστικές για την κρίση και να χαράξουν γραμμή αποτελεσματικής αντιμετώπισης της, η μεγάλη απαξίωση του συνόλου των θεσμών της αστικής κοινωνίας, άλλος περισσότερο- άλλος λιγότερο, των αστικών κομμάτων και των βασικών πυλώνων της κυρίαρχης πολιτικής, όπως διαμορφώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες- π.χ. για ένταξη στην ευρωζώνη και στο ευρώ που θα λειτουργούσε ως απάνεμο λιμάνι για τη χώρα και την ελληνική οικονομία- η τεράστια διαφθορά που αγκάλιασε κάθε αρμό του κοινωνικοπολιτικού συστήματος, η εικόνα κορυφαίων υπουργών να οδηγούνται στη φυλακή και η εμπεδωμένη πεποίθηση στο λαό ότι αυτό είναι πια ο κανόνας. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τα πολιτικά κόμματα μπορούμε να αναφέρουμε τη μεγάλη κρίση και την απαξίωση της Ν.Δ., η οποία αναπτύσσεται χρόνια τώρα και κυρίως την περίοδο της διακυβέρνηση της, 2004- 2009 και αργότερα με την πλήρη μεταστροφή της από δύναμη που καταψήφισε και αντιπάλεψε, υποτίθεται το μνημόνιο, σε δύναμη ολοκληρωτικής στήριξης του μνημονίου και των εντολών της τρόικας. Η κρίση και η απαξίωση του ΛΑΟΣ που στήριξε όλα τα αντιλαϊκά μέτρα και όταν άρχισε να καταρρέει δημοσκοπικά και να αδειάζει από στελέχη και οπαδούς το γύρισε στον αντιμνημονιακό.
Ακόμη πρέπει να σημειώσουμε τη στροφή της πολιτικής ατζέντας προς τα δεξιά, την οποίαν στηρίζουν και πραγματοποιούν όλες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, σε όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της συγκυβέρνησης ΠΑ.ΣΟ.Κ.- Ν.Δ., την επίθεση στους μετανάστες, τα στρατόπεδα μεταναστών σε όλη τη χώρα, την απαγόρευση των διαδηλώσεων στο κέντρο της Αθήνας, την εξύμνηση της αστυνομίας και την ενίσχυση της καταστολής κ.λπ.
Η προβολή και στήριξη της Χρυσής Αυγής από την πλειοψηφία των μεγάλων μέσων μαζικής ενημέρωσης, η οποία σε πολλές περιπτώσεις παίρνει προκλητικό χαρακτήρα.
3) Η αδυναμία της εργατικής πολιτικής να αντιμετωπίσει την κρίση και να χαράξει τη διέξοδο προς όφελος του λαού. Πιο συγκεκριμένα αναφερόμαστε στην αδυναμία να προβληθεί πειστική εξήγηση των αιτίων της κρίσης, των ευθυνών της κυρίαρχης πολιτικής και των δυνάμεων που την προώθησαν και των συμφερόντων του κεφαλαίου που οδήγησαν σε αυτή, το ρόλο της Ε.Ε. και την ανάπτυξη μαζικής ιδεολογικής προπαγανδιστικής δράσης που να επιδιώκει την ιδεολογική κυριαρχία, ή τουλάχιστον να επηρεάσει ουσιαστικά και να πείσει για την ορθότητα της πολιτικής της γραμμής ευρύτερα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Να διαμορφώσει ένα πλαίσιο στόχων άμεσων για την επιβίωση του λαού και μαζί στόχους μεταβατικούς που θα συνδέουν τη δράση για τα άμεσα με τη διεκδίκηση βαθύτερων αλλαγών στην προοπτική του σοσιαλισμού. Τη χάραξη τακτικής με επίκεντρο τη συσπείρωση της εργατικής τάξης και των εργαζομένων και στην πορεία, πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων με εργατική αναφορά στη βάση συμφωνημένων στόχων και σκοπών και σε ενιαιομετωπική λογική.
Αυτές είναι ορισμένες από τις βασικές αιτίες που ευνοούν την επέκταση των ακροδεξιών αντιλήψεων και την ανάπτυξη της Χρυσής Αυγής. Κυρίως όμως μας ενδιαφέρουν οι ελλείψεις και οι αδυναμίες της εργατικής πολιτικής και των φορέων της και πρωτίστως του κόμματος εργατικής τάξης, του Κ.Κ.Ε. και φυσικά του συνδικαλιστικού και του ευρύτερου μαζικού κινήματος. Όσο το αντίπαλο δέος στην αστική πολιτική και την αστική κυριαρχία, η εργατική τάξη αδυνατεί να επιδράσει αποφασιστικά, να ενωθεί και να δράσει σε ταξική κατεύθυνση τόσο η αστική τάξη θα έχει τα χρονικά περιθώρια, τα μέσα και τις δυνατότητες να οργανώσει τη δράση της, να ελέγξει λαϊκές δυνάμεις και μαζί τις εξελίξεις ώστε να διασφαλιστούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου και η κυριαρχία της, τόσο οι εργατικές μάζες θα απογοητεύονται και θα διαμορφώνονται ευνοϊκές συνθήκες για την ενίσχυση της Χρυσής Αυγής, των ακροδεξιών και φασιστικών αντιλήψεων και την αξιοποίησή τους από το σύστημα για τον έλεγχο της κατάστασης.
Πρώτο άμεσο βήμα στην κατεύθυνση αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής είναι η αποκάλυψη ολοκληρωμένα των στόχων και των επιδιώξεων της, η πραγματική ουσία των θέσεων που διατυπώνει και μάλιστα όχι με γενικό τρόπο και ηχηρές φράσεις, αλλά πολύ συγκεκριμένα. Η Χρυσή Αυγή αντιλαμβάνεται πολύ καλά την κατάσταση της χώρας και τα τεράστια προβλήματα του λαού, την οργή του εναντίον των υπευθύνων, του πολιτικού συστήματος και της πολιτικής που ακολούθησε η χώρα, το ρόλο της Ε.Ε. και των «συμμάχων», βλέπει ότι η κατάσταση δεν εκτονώνεται και θα πάει μακριά, γι' αυτό δεν παρακάμπτει τα προβλήματα αυτά. Αντίθετα τα βάζει στο επίκεντρο της προπαγάνδας της με τρόπο όμως παραπλανητικό. Ουσιαστικά συγκαλύπτει τις ουσιαστικές ευθύνες και βγάζει λάδι στην πολιτική του κεφαλαίου.
Στην οργή και την αγανάκτηση του λαού εναντίον της Ε.Ε. και των ιμπεριαλιστικών οργανισμών, εναντίον των ηγετικών κύκλων της Ε.Ε. και ιδιαίτερα της γερμανικής ηγεσίας προτείνει την «αποδέσμευση από διεθνείς οργανισμούς που δεν εξυπηρετούν τα εθνικά μας συμφέροντα». Καμιά όμως ρητή και συγκεκριμένη αναφορά δεν κάνει για την αποδέσμευση της χώρας από την ευρωζώνη, την Ε.Ε. και ΝΑΤΟ και ακόμη περισσότερο για το στρατηγικό προσανατολισμό της χώρας. Μιλάει για «Ευρώπη των εθνών και όχι Ευρώπη των τοκογλύφων και του κεφαλαίου». Τι άλλο όμως μπορεί να είναι πέραν των κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων και της τοκογλυφίας των τραπεζών ο καπιταλισμός και η Ε.Ε. στη σημερινή φάση ανάπτυξης τους και με τη σημερινή μορφή τους;
Στη γενική κατακραυγή του λαού εναντίον του μνημονίου και των δανειακών συμβάσεων μιλά για καταγγελίες τους γενικόλογα χωρίς να λέει τίποτε για το πλέγμα των αντεργατικών και αντιασφαλιστικών νόμων και μέτρων που έχουν ληφθεί μέχρι τώρα και βύθισαν τους εργαζόμενους στην απόγνωση, χωρίς καθόλου να θέτει το ζήτημα να πληρώσει το κόστος της κρίσης το κεφαλαίο και όχι ο εργαζόμενος λαός.
Μιλάει για ανάπτυξη της εθνικής παραγωγής και για ισχυρή Ελλάδα, προφανώς Ελλάδα των καπιταλιστών, των ισχυρών πολυεθνικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων και όχι Ελλάδα που επιφυλάσσει άλλη, καλύτερη τύχη στους εργαζόμενους και το λαό της.
Παίρνοντας υπόψη την οργή του λαού εναντίον του πολιτικού συστήματος και του αστικού πολιτικού κόσμου ρίχνει προπαγανδιστικά το σύνθημα «γύρισε την πλάτη σου στο κατεστημένο». Καθόλου όμως δεν εννοεί το αστικό πολιτικό σύστημα και την κυρίαρχη τάξη. Αυτούς υπηρετεί. Εννοεί την πολιτική διαφθορά, τη φαυλοκρατία, την οικογενειοκρατία, ορισμένα διεφθαρμένα και δακτυλοδεικτούμενα πρόσωπα. Ως εκεί.
Θέλοντας να διαμορφώσει μαζικό ακροατήριο και βάση επιρροής στους εργαζόμενους και στις λαϊκές γειτονιές των πόλεων κάνει στοχευμένη παρέμβαση ζητώντας, «ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης και εξασφάλιση της κύριας κατοικίας, διαγραφή των χρεών χαμηλών οικονομικά στρωμάτων του πληθυσμού και επαναδιαπραγμάτευση τραπεζικών δανείων». Τι ακριβώς όμως σημαίνουν αυτά; Πώς θα γίνουν; Και με ποιο τρόπο θα διασφαλιστούν εκατομμύρια εργαζόμενοι; Από πού θα αφαιρεθούν οι πόροι για να αντιμετωπιστούν τα εργατικά και λαϊκά προβλήματα, όταν το σύνολο των υπολοίπων μέτρων και της πολιτικής της υπηρετεί τους μεγαλοεπιχειρηματίες και τα κέρδη τους;
Κατά παρόμοιο τρόπο προσπαθεί να παρέμβει στη φτωχομεσαία αγροτιά που συντρίβεται από την πολιτική των κυβερνήσεων της Ε.Ε. και θέτει το ζήτημα η Αγροτική Τράπεζα να γίνει 100% κρατική και να βγει από το χρηματιστήριο, για να λειτουργήσει ως μοχλός ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής. Πώς όμως θα γίνει η ανάπτυξη αυτή όταν με την πολιτική της καθόλου δεν αμφισβητεί το πλέγμα των αιτιών που απαξίωσε την αγροτική παραγωγή της χώρας και κυρίως τη φτωχή και τη μεσαία αγροτιά – ΚΑΠ, εκτίναξη του κόστους παραγωγής, απελευθέρωση των αγορών, κατάρρευση των τιμών των αγροτικών προϊόντων κ.λπ.;
Στη βάση αυτή πρέπει να γίνει το ξεσκέπασμα της Χρυσής Αυγής και η αντιπαράθεση με την προσπάθεια οι φασιστικές ιδέες να διαδοθούν στο λαό. Βήμα το βήμα, μέσα στους εργαζόμενους και με βάση τα συμφέροντα και τις ανάγκες τους, τις εμπειρίες που έχουν αποκομίσει και τις τραγικές μνήμες που ο λαός μας συσσώρευσε από το φασισμό και τα δικτατορικά καθεστώτα στη χώρα και στην Ευρώπη ολόκληρο τον 20ο αιώνα. Ώρα να τα επαναφέρουμε στην καθημερινή συζήτηση. Πρώτο βήμα βέβαια είναι να παραπλανηθούν όσο το δυνατόν λιγότεροι ψηφοφόροι στις ερχόμενες εκλογές.
Πέμπτη 26 Απριλίου 2012
REUTERS: ΕΦΙΑΛΤΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ 40 ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΩΝ ΓΙΑ ΕΛΛΑΔΑ, ΙΣΠΑΝΙΑ, ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ.
ΠΗΓΗ: ΙΣΚΡΑ
ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΙ ΠΟΥ "ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΑΝ" ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ ΤΗΣ ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΤΑ ΘΛΙΒΕΡΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ!
Βαθύτερη ύφεση, εκτόξευση της ανεργίας και πλήρη αποτυχία στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων θεωρούν ως επικρατέστερο σενάριο για τις χώρες της ευρωπεριφέρειας (μεταξύ των οποίων και την Ελλάδα) 40 οικονομικοί αναλυτές σε δημοσκόπηση του πρακτορείου Reuters.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ελλάδα θα μείνουν «κολλημένες» σε έναν πολύ βαθύτερο οικονομικό βούρκο από ό, τι είχαν προβλέψει τον Ιανουάριο, μόλις τρεις μήνες πριν.
Οι οικονομολόγοι, που συμμετείχαν στην εν λόγω δημοσκόπηση, είχαν υποστηρίξει με ιδιαίτερο ζήλο την παρέμβαση της ευρωζώνης στην "διόρθωση" των κρατικών προϋπολογισμών. Πλέον, όμως αμφισβητούνδήθεν "τη σοφία της λιτότητας" - τουλάχιστον τη μορφή που υπαγορεύουν σήμερα τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.
Οι οικονομολόγοι
ρίχνουν συνεχώς το πύχη των προβλέψεων για την ανάπτυξη της
ευρωπεριφέρειας από τον περασμένο Ιούνιο, ενώ ψηλώνουν αυτές για την
ανεργία.
Η δημοσκόπηση του
Reuters έδειξε ότι η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία της ζώνης του ευρώ, η
Ισπανία, θα αποτύχει να ανταποκριθεί στους προσφάτως-πιο χαλαρούς
στόχους για το έλλειμμα του προϋπολογισμού για φέτος αλλά και το 2013,
κατά ένα σημαντικό βαθμό. Και δεν πρόκειται να υπάρξει πρόοδος στη
μείωση της ανεργίας η οποία αγγίζει τα επίπεδα της εποχής της Μεγάλης
Ύφεσης.
Όταν η λιτότητα
αγγίζει τέτοιον βαθμό όπως ο σημερινός, αναπόφευκτα θα υπάρξει
αντίκτυπος στην εγχώρια οικονομία και δεν υπάρχουν περιθώρια
αισιοδοξίας, όπως τονίζει η Janet Henry, επικεφαλής ανάλυσης για την
ευρωζώνη της HSBC, και προσθέτει ότι η μόνη ελπίδα ανάπτυξης που έχουν
οι χώρες αυτές είναι από το μέτωπο των εξαγωγών. Είναι πολύ νωρίς για να
υπάρξει κάποιος θετικός αντίκτυπος από τις μεταρρυθμίσεις.
Με την παγκόσμια
οικονομία να δείχνει πολύ μέτρια σημάδια ανάπτυξης για το τρέχον έτος,
οι ελπίδες για μια μεγάλη ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης, φαίνονται
πλέον πολύ μακρινές.
Οι οικονομολόγοι
ήταν ιδιαίτερα απαισιόδοξοι για τις προοπτικές της Ισπανίας. Η Μαδρίτη
χαλάρωσε τους στόχους για το έλλειμμα του τρέχοντος έτους και για το
επόμενο, με την όχι και τόσο πρόθυμη αποδοχή από την Ευρωπαϊκή Ένωση,
αλλά οι οικονομολόγοι αμφιβάλλουν ότι αν, ακόμη και αυτοί οι χαλαρότεροι
στόχοι, είναι ρεαλιστικοί.
Από το 8,5% το
2011, το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ισπανίας θα υποχωρήσει στο 5,8% του
ΑΕΠ το τρέχον έτος, σε σύγκριση με το νέο στόχο της κυβέρνησης για 5,3%,
όπως δείχνει η δημοσκόπηση.
Και σαν να μην
είναι μόνο αυτό, οι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι το έλλειμμα θα μειωθεί
μόνο ελάχιστα στο 4,5% το 2013 - πολύ μακριά από τον στόχο της Μαδρίτης
του 3,0%
Παράλληλα, οι
οικονομολόγοι που ερωτήθηκαν προβλέπουν ότι η ισπανική οικονομία φέτος
θα σημειώσει συρρίκνωση του ΑΕΠ της τάξης του 1,5%, έναντι αρχικής
εκτίμησης για συρρίκνωση 1%, ενώ δεν βλέπουν πλέον επιστροφή της χώρας
στην ανάπτυξη από το 2013, όπως πριν, αφού εκτιμούν ότι θα υπάρξει νέα
συρρίκνωση στο 0,2%. Τέλος, βλέπουν εκ νέου εκτόξευση της ανεργίας στο
24% φέτος και το 24,1% το 2013.
Σε ότι αφορά την
Ελλάδα, εκτιμούν ότι θα υποστεί την πιο απότομη συρρίκνωση της
οικονομίας φέτος, σε περίπου 5% - πολύ πιο απότομη από ό, τι το 3,7% που
είχαν προβλέψει τον Ιανουάριο. Όπως και στην Ισπανία, το ποσοστό
ανεργίας φαίνεται να οδηγείται σε καταστροφικά επίπεδα, στο 22% φέτος
και το 23% το 2013,
Η Πορτογαλία
προβλέπεται ότι θα δει την οικονομία της να συρρικνώνεται φέτος στο 3,5%
του ΑΕΠ και στο 0,8% το 2013 Το ποσοστό της ανεργίας εκτιμάται ότι θα
διαμορφωθεί φέτος στο 15,1% και στο 15,2% το 2013. Επίσης, η χώρα δεν
αναμένεται να επιτύχει στους στόχους του προϋπολογισμού, ούτε φέτος ούτε
του χρόνου.
Εξαίρεση φαίνεται
να αποτελεί η Ιρλανδία, η οποία, όπως λένε οι αναλυτές, έχει το
καλύτερο οικονομικό μοντέλο από την υπόλοιπη περιφέρειας, για να
δημιουργήσει βραχυπρόθεσμα ανάπτυξη. Η Ιρλανδία ήταν η μόνη οικονομία
από τις τέσσερις για τις οποίες ερωτήθηκαν οι οικονομολόγοι, που
εκτιμάται ότι θα σημειώσει ανάπτυξη φέτος και το 2012, αν και θα
σημειώσει επιβράδυνση σε σχέση με αυτό που προβλεπόταν τον Ιανουάριο.
Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση του Reuters, οι αναλυτές βλέπουν φέτος
ανάπτυξη κατά 0,2% του ΑΕΠ( από 0,3%), και 1,5% το 2013 (από 0,8%), και
σε αντίθεση με την Ισπανία και την Πορτογαλία, αναμένεται να επιτύχει
όλους τους δημοσιονομικούς στόχους.
Φορολόγηση και απαγόρευση της επαναχρησιμοποίησης σπόρων για τους Γάλλους αγρότες
πηγή: Le Monde
Ένα νέο αυστηρό νομοσχέδιο που θα επιβάλλει την καταβολή δικαιωμάτων χρήσης των σπόρων και περιορίζει την ελεύθερη ιδιοπαραγωγή ψηφίσθηκε πρόσφατα από το Γαλλικό κοινοβούλιο. Η νέα νομοθεσία επιβεβαιώνει την γενικότερη τάση στην Ε.Ε. περιορισμού των δικαιωμάτων των αγροτών επί της χρήσης των σπόρων καθώς εντείνει και τις ανησυχίες για τις δυνητικές επιπτώσεις στην αγροτική βιοποικιλότητα.
Για τους Γάλλους αγρότες η ελεύθερη χρήση σπόρων δείχνει πολύ σύντομα να γίνεται ανάμνηση. Οι ιδιοπαραγώμενοι σπόροι, γνωστοί ως "σπόροι αγροκτήματος," επιλέγονται από τους αγρότες από τη δική τους σοδειά και διατηρούνται για φύτευση την επόμενη χρονιά. Εδώ και μερικές δεκαετίες, αυτό είχε πρακτικά περιοριστεί κατά πολύ, ιδιαίτερα από τότε που οι σπόροι προστατεύονται από το Πιστοποιητικό Φυτικών Ποικιλιών (PVC), ή αλλιώς του δικαιώματος ιδιοκτησίας που ανήκει αποκλειστικά στους "ιδιοκτήτες" των σπόρων. Η επαναχρησιμοποίηση αυτών των σπόρων προς φύτευση ήταν θεωρητικά απαγορευμένη, αν και στη πραγματικότητα, η πρακτική της επαναχρησιμοποίησης των σπόρων ήταν ευρέως ανεκτή στη Γαλλία. Ωστόσο, από τώρα και στο εξής η νομοθεσία θα γίνει πολύ πιο αυστηρή σύμφωνα με ένα νομοσχέδιο του κεντροδεξιού κόμματος Γαλλικού κόμματος UMP το οποίο εγκρίθηκε στις 28 Νοεμβρίου από το Γαλλικό κοινοβούλιο.
“Από τις 5.000 φυτικές ποικιλίες που καλλιεργούνται για εμπορικούς σκοπούς στη Γαλλία, οι 1.600 προστατεύονται με πιστοποιητικό PVC αντιστοιχώντας στο 99% των καλλιεργούμενων ποικιλιών" εξηγεί ο Delphine Guey, της Εθνικής Διεπαγγελματικής Ομάδας Σπόρων (NISG). Ωστόσο, μέχρι σήμερα, και σύμφωνα με το Εθνικό Συντονιστικό για την Υπεράσπιση των Σπόρων Αγροκτήματος, περίπου το ήμισυ των καλλιεργούμενων σιτηρών επαναχρησιμοποιούνται για φύτευση από τους αγρότες, κάτι που είναι σχεδόν πάντα “παράνομο”. Φαίνεται, παρόλα αυτά, ότι ο καιρός της "νομικής αβεβαιότητας" έχει παρέλθει: Σύμφωνα με το Γαλλικό Υπουργείο Γεωργίας "..οι σπόροι δεν θα μπορούν να απαλλάσσονται από τη φορολογία, όπως συμβαίνει έως σήμερα."
Το νομοσχέδιο του κόμματος UMP ουσιαστικά ερμηνεύει έναν Ευρωπαϊκό κανονισμό από το 1994 σχετικά με τις φυτικές ποικιλίες, ο οποίος μέχρι τώρα δεν ήταν σε ουσιαστική ισχύ στη Γαλλία. Κατά συνέπεια, οι αυτοπαραγώμενοι σπόροι, οι οποίοι μέχρι πρότινος βρίσκονταν υπό ένα καθεστώς ανοχής της ύπαρξης τους, έχουν πια ..νομιμοποιηθεί, με την προϋπόθεση βέβαια ότι πρέπει να δοθεί κάποια “αποζημίωση στους ιδιοκτήτες του πιστοποιητικού PVC” - εννοώντας, το να πληρώνονται οι εταιρείες σπόρων - “με στόχο αυτές να συνεχίσουν να αφιερώνουν την δύναμη τους στην έρευνα και τη συνεχή βελτίωση των γενετικών πόρων", όπως αναφέρει το κείμενο του νόμου. Εξαίρεση στο παραπάνω αποτελούν γεωργοί που παράγουν λιγότερους από 92 τόνους σιτηρών.
Από το 2001, η νομοθεσία αυτή είχε εφαρμογή είχε εφαρμογή μόνο σε ένα είδος, το σιτάρι για παρασκευή ψωμιού. Ονομάζεται "αναγκαία εθελοντική συνεισφορά» και συλλέγονταν από τις σποροπαραγωγικές ενώσεις. Οι καλλιεργητές έπρεπε να καταβάλουν 50 σεντς/τόνο κατά την συγκομιδή του σιταριού. Αυτό το σύστημα τώρα θα επεκταθεί σε μια ανοικτή λίστα 21 ειδών, λέει ο Xavier Beulin, πρόεδρος της Εθνικής Ομοσπονδίας Ενώσεων Παραγωγών Αγροτικών Προϊόντων (NFAPU). Με λίγα λόγια, σύμφωνα με τον Guy Kastler, Διευθύνων Σύμβουλο του Δικτύου σπόρων και μέλος της συνομοσπονδίας Αγροτών "για τα μισά από τα καλλιεργούμενα είδη – όπως σόγια, φρούτα, λαχανικά – η επαναχρησιμοποίηση των σπόρων μας θα είναι απαγορευμένη, και για τα άλλα μισά - σιτηρά και κτηνοτροφικά είδη – θα πρέπει να πληρώνουμε για να τα επαναχρησιμοποιήσουμε".
Έρχεται η ιδιωτικοποίηση των σπόρων;
Πολλές οικολογικές και αγροτικές ενώσεις φοβούνται μια σημαντική παρέμβαση από τις σποροπαραγωγικές εταιρείες στη πρόσβαση σε σπόρους μέσα από δικαιώματα ιδιοκτησίας τα οποία θα επεκταθούν σε διάφορες καλλιέργειες και τα παραγόμενα προϊόντα τους. Με την εν λόγω φορολόγηση, "ακόμη και οι αγρότες που χρησιμοποιούν εμπορικούς σπόρους θα πρέπει να πληρώνουν για τους σπόρους τους," επισημαίνει ο Guy Kastler. Οι φόβοι που διατυπώνονται είναι το ποσοστό των σπόρων αγροκτήματος που χρησιμοποιείται θα μειωθεί καθώς αυτοί θα ακριβύνουν και θα γίνουν έτσι λιγότερο ελκυστικοί για τους αγρότες. Μεταξύ φόρων και απαγόρευσης επαναχρησιμοποίησης των δικών τους σπόρων, οι αγρότες θα φορολογούνται όλο και περισσότερο κάθε φορά, χωρίς πλέον να τους παράγουν, αλλά με το αγοράζουν κάθε χρονιά τους σπόρους τους. Με τον τρόπο αυτό υπάρχει ο φόβος ότι θα υπάρξει αύξηση της εξάρτησης από την βιομηχανία σπόρων.
Από την άλλη μεριά ο Xavier Beulin πιστεύει πως εξασφαλίζεται έτσι η συνεισφορά από τον καθένα στην έρευνα των καλλιεργούμενων σπόρων, δεδομένου ότι αυτοί γενικότερα προέρχονται από τους σπόρους αγροκτήματος. Κάνοντας έναν παραλληλισμό με ένα νόμο που αποσκοπεί στην “προστασία των δημιουργών” ταινιών και μουσικής, ο πρόεδρος της NFAPU υποστηρίζει ότι είναι "φυσιολογικό όσοι χρησιμοποιούν σπόρους αγροκτήματος να συμμετέχουν επίσης στη χρηματοδότηση της δημιουργίας νέων ποικιλιών, δεδομένου ότι η αυτοί οι ίδιοι θα επωφεληθούν”.
Αντικρούοντας αυτό το επιχείρημα, η Ένωση Αγροτικού Συντονισμού τονίζουν στην ιστοσελίδα τους ότι ο Beulin Xavier δεν είναι μόνο ο επικεφαλής της Εθνικής Ομοσπονδίας Αγροτικών Ενώσεων NFAPU, αλλά και διευθυντής της ομάδας Sofiproteol, “η οποία αποτελεί μέρος μιας μεγαλύτερης ομάδας γαλλικών εταιρειών σπόρων όπως η Euralis SEMENCES, Limagrain κ.α.”.
Έρχεται η απώλεια της βιοποικιλότητας;
Ένας περαιτέρω φόβος είναι ο αντίκτυπος του μέτρου αυτού στη γεωργική βιοποικιλότητα. Προφανώς, φυτεύοντας συνέχεια μόνο μια ποικιλία -κάτι που σχεδόν πάντα προκύπτει από την έρευνα- δεν αυξάνει τη βιοποικιλότητα. Ο Guy Kastler προτείνει ότι με την χρήση ιδιοπαραγώμενων σπόρων "νέα χαρακτηριστικά εμφανίζονται τα οποία επιτρέπουν στο φυτό να προσαρμοστεί καλύτερα στο έδαφος, το κλίμα, τις τοπικές συνθήκες. Με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατόν να μειωθεί η χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων. Από την άλλη πλευρά, η βιομηχανία σπόρων προσαρμόζει τα φυτά τους στα δικά τους λιπάσματα και φυτοφάρμακα, έτσι ώστε να είναι τα ίδια παντού τείνοντας να δημιουργήσουν ομοιομορφία των φυτών, όπου και αν καλλιεργούνται“.
Προς ένα καθεστώς πατεντών
Το πιστοποιητικό PVC στη Γαλλία είναι μια εναλλακτική λύση για τις πατέντες σε ζωντανούς οργανισμούς, που είναι σε ισχύ, για παράδειγμα, στις ΗΠΑ. Αυτό το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας καταχωρείται από εταιρείες η οποίες, μέσω της έρευνας, έχουν δημιουργήσει υβριδικές ποικιλίες και έχουν μονοπώλιο της πώλησης των σπόρων [για αρκετά χρόνια] από τα είδη αυτά, όπως συμβαίνει στη Γαλλία για περίπου 450 είδη.
Ορισμένοι, όπως ο Guy Kastler, φοβούνται ότι αυτό θα είναι ευνοϊκό για το καθεστώς πατεντών το οποίο περιορίζει τα δικαιώματα των αγροτών να χρησιμοποιούν ελεύθερα προστατευόμενους σπόρους. Σε κάθε περίπτωση, σε αντίθεση με το πιστοποιητικό PVC, η πατέντα απαγορεύει εντελώς στους αγρότες να καλλιεργούν [πατενταρισμένους] σπόρους που προέκυψαν από ιδία παραγωγή, με ή χωρίς αποζημίωση, σύμφωνα με Delphine Guey. Αυτή συμβαίνει ήδη με τις γενετικά τροποποιημένες ποικιλίες (μεταλλαγμένα) που ανήκουν στην αμερικανική εταιρεία Monsanto, η οποία, σύμφωνα με την Marie-Monique Robinin στο ντοκιμαντέρ “Ο Κόσμος Σύμφωνα με την Monsanto”, έχει δημιουργήσει ένα είδων "αστυνομικών σπόρων" που ειδικεύονται στην παρενόχληση των αγροτών που φυτεύουν ή ανταλλάσσουν “παράνομα” [πατενταρισμένους] σπόρους δικιάς τους παραγωγής.
Η άλλη διαφορά με τις πατέντες είναι ότι το πιστοποιητικό PCV επιτρέπει στους ιδιοκτήτες να χρησιμοποιούν ελεύθερα προστατευόμενες ποικιλίες, επωφελούμενοι των γενετικών πόρων τους και να δημιουργήσουν νέες ποικιλίες. Έτσι, η χρήση ενός γονιδίου από το ένα φυτικό είδος δεν επιτρέπει τη χορήγηση πατέντας, και ως εκ τούτου την πλήρη ιδιοποίησή του. Η διαφοροποίηση αυτή επέτρεψε, σύμφωνα με Delphine Guey, τη διατήρηση της ποικιλίας των γαλλικών εταιρειών σπόρων. Και τουλάχιστον επέτρεψε στους παραγωγούς επιλέξουν από μια ευρύτερη ποικιλία ποικιλιών. Ωστόσο, αν και η κατοχύρωση πατέντας σε έμβιους οργανισμούς δεν επιτρέπεται στη Γαλλία, η πατεντοποίηση φυτικών γονιδίων ήδη υφίσταται και η τάση αυτή συνεχώς αυξάνεται.
Ένα νέο αυστηρό νομοσχέδιο που θα επιβάλλει την καταβολή δικαιωμάτων χρήσης των σπόρων και περιορίζει την ελεύθερη ιδιοπαραγωγή ψηφίσθηκε πρόσφατα από το Γαλλικό κοινοβούλιο. Η νέα νομοθεσία επιβεβαιώνει την γενικότερη τάση στην Ε.Ε. περιορισμού των δικαιωμάτων των αγροτών επί της χρήσης των σπόρων καθώς εντείνει και τις ανησυχίες για τις δυνητικές επιπτώσεις στην αγροτική βιοποικιλότητα.
Για τους Γάλλους αγρότες η ελεύθερη χρήση σπόρων δείχνει πολύ σύντομα να γίνεται ανάμνηση. Οι ιδιοπαραγώμενοι σπόροι, γνωστοί ως "σπόροι αγροκτήματος," επιλέγονται από τους αγρότες από τη δική τους σοδειά και διατηρούνται για φύτευση την επόμενη χρονιά. Εδώ και μερικές δεκαετίες, αυτό είχε πρακτικά περιοριστεί κατά πολύ, ιδιαίτερα από τότε που οι σπόροι προστατεύονται από το Πιστοποιητικό Φυτικών Ποικιλιών (PVC), ή αλλιώς του δικαιώματος ιδιοκτησίας που ανήκει αποκλειστικά στους "ιδιοκτήτες" των σπόρων. Η επαναχρησιμοποίηση αυτών των σπόρων προς φύτευση ήταν θεωρητικά απαγορευμένη, αν και στη πραγματικότητα, η πρακτική της επαναχρησιμοποίησης των σπόρων ήταν ευρέως ανεκτή στη Γαλλία. Ωστόσο, από τώρα και στο εξής η νομοθεσία θα γίνει πολύ πιο αυστηρή σύμφωνα με ένα νομοσχέδιο του κεντροδεξιού κόμματος Γαλλικού κόμματος UMP το οποίο εγκρίθηκε στις 28 Νοεμβρίου από το Γαλλικό κοινοβούλιο.
“Από τις 5.000 φυτικές ποικιλίες που καλλιεργούνται για εμπορικούς σκοπούς στη Γαλλία, οι 1.600 προστατεύονται με πιστοποιητικό PVC αντιστοιχώντας στο 99% των καλλιεργούμενων ποικιλιών" εξηγεί ο Delphine Guey, της Εθνικής Διεπαγγελματικής Ομάδας Σπόρων (NISG). Ωστόσο, μέχρι σήμερα, και σύμφωνα με το Εθνικό Συντονιστικό για την Υπεράσπιση των Σπόρων Αγροκτήματος, περίπου το ήμισυ των καλλιεργούμενων σιτηρών επαναχρησιμοποιούνται για φύτευση από τους αγρότες, κάτι που είναι σχεδόν πάντα “παράνομο”. Φαίνεται, παρόλα αυτά, ότι ο καιρός της "νομικής αβεβαιότητας" έχει παρέλθει: Σύμφωνα με το Γαλλικό Υπουργείο Γεωργίας "..οι σπόροι δεν θα μπορούν να απαλλάσσονται από τη φορολογία, όπως συμβαίνει έως σήμερα."
Το νομοσχέδιο του κόμματος UMP ουσιαστικά ερμηνεύει έναν Ευρωπαϊκό κανονισμό από το 1994 σχετικά με τις φυτικές ποικιλίες, ο οποίος μέχρι τώρα δεν ήταν σε ουσιαστική ισχύ στη Γαλλία. Κατά συνέπεια, οι αυτοπαραγώμενοι σπόροι, οι οποίοι μέχρι πρότινος βρίσκονταν υπό ένα καθεστώς ανοχής της ύπαρξης τους, έχουν πια ..νομιμοποιηθεί, με την προϋπόθεση βέβαια ότι πρέπει να δοθεί κάποια “αποζημίωση στους ιδιοκτήτες του πιστοποιητικού PVC” - εννοώντας, το να πληρώνονται οι εταιρείες σπόρων - “με στόχο αυτές να συνεχίσουν να αφιερώνουν την δύναμη τους στην έρευνα και τη συνεχή βελτίωση των γενετικών πόρων", όπως αναφέρει το κείμενο του νόμου. Εξαίρεση στο παραπάνω αποτελούν γεωργοί που παράγουν λιγότερους από 92 τόνους σιτηρών.
Από το 2001, η νομοθεσία αυτή είχε εφαρμογή είχε εφαρμογή μόνο σε ένα είδος, το σιτάρι για παρασκευή ψωμιού. Ονομάζεται "αναγκαία εθελοντική συνεισφορά» και συλλέγονταν από τις σποροπαραγωγικές ενώσεις. Οι καλλιεργητές έπρεπε να καταβάλουν 50 σεντς/τόνο κατά την συγκομιδή του σιταριού. Αυτό το σύστημα τώρα θα επεκταθεί σε μια ανοικτή λίστα 21 ειδών, λέει ο Xavier Beulin, πρόεδρος της Εθνικής Ομοσπονδίας Ενώσεων Παραγωγών Αγροτικών Προϊόντων (NFAPU). Με λίγα λόγια, σύμφωνα με τον Guy Kastler, Διευθύνων Σύμβουλο του Δικτύου σπόρων και μέλος της συνομοσπονδίας Αγροτών "για τα μισά από τα καλλιεργούμενα είδη – όπως σόγια, φρούτα, λαχανικά – η επαναχρησιμοποίηση των σπόρων μας θα είναι απαγορευμένη, και για τα άλλα μισά - σιτηρά και κτηνοτροφικά είδη – θα πρέπει να πληρώνουμε για να τα επαναχρησιμοποιήσουμε".
Έρχεται η ιδιωτικοποίηση των σπόρων;
Πολλές οικολογικές και αγροτικές ενώσεις φοβούνται μια σημαντική παρέμβαση από τις σποροπαραγωγικές εταιρείες στη πρόσβαση σε σπόρους μέσα από δικαιώματα ιδιοκτησίας τα οποία θα επεκταθούν σε διάφορες καλλιέργειες και τα παραγόμενα προϊόντα τους. Με την εν λόγω φορολόγηση, "ακόμη και οι αγρότες που χρησιμοποιούν εμπορικούς σπόρους θα πρέπει να πληρώνουν για τους σπόρους τους," επισημαίνει ο Guy Kastler. Οι φόβοι που διατυπώνονται είναι το ποσοστό των σπόρων αγροκτήματος που χρησιμοποιείται θα μειωθεί καθώς αυτοί θα ακριβύνουν και θα γίνουν έτσι λιγότερο ελκυστικοί για τους αγρότες. Μεταξύ φόρων και απαγόρευσης επαναχρησιμοποίησης των δικών τους σπόρων, οι αγρότες θα φορολογούνται όλο και περισσότερο κάθε φορά, χωρίς πλέον να τους παράγουν, αλλά με το αγοράζουν κάθε χρονιά τους σπόρους τους. Με τον τρόπο αυτό υπάρχει ο φόβος ότι θα υπάρξει αύξηση της εξάρτησης από την βιομηχανία σπόρων.
Από την άλλη μεριά ο Xavier Beulin πιστεύει πως εξασφαλίζεται έτσι η συνεισφορά από τον καθένα στην έρευνα των καλλιεργούμενων σπόρων, δεδομένου ότι αυτοί γενικότερα προέρχονται από τους σπόρους αγροκτήματος. Κάνοντας έναν παραλληλισμό με ένα νόμο που αποσκοπεί στην “προστασία των δημιουργών” ταινιών και μουσικής, ο πρόεδρος της NFAPU υποστηρίζει ότι είναι "φυσιολογικό όσοι χρησιμοποιούν σπόρους αγροκτήματος να συμμετέχουν επίσης στη χρηματοδότηση της δημιουργίας νέων ποικιλιών, δεδομένου ότι η αυτοί οι ίδιοι θα επωφεληθούν”.
Αντικρούοντας αυτό το επιχείρημα, η Ένωση Αγροτικού Συντονισμού τονίζουν στην ιστοσελίδα τους ότι ο Beulin Xavier δεν είναι μόνο ο επικεφαλής της Εθνικής Ομοσπονδίας Αγροτικών Ενώσεων NFAPU, αλλά και διευθυντής της ομάδας Sofiproteol, “η οποία αποτελεί μέρος μιας μεγαλύτερης ομάδας γαλλικών εταιρειών σπόρων όπως η Euralis SEMENCES, Limagrain κ.α.”.
Έρχεται η απώλεια της βιοποικιλότητας;
Ένας περαιτέρω φόβος είναι ο αντίκτυπος του μέτρου αυτού στη γεωργική βιοποικιλότητα. Προφανώς, φυτεύοντας συνέχεια μόνο μια ποικιλία -κάτι που σχεδόν πάντα προκύπτει από την έρευνα- δεν αυξάνει τη βιοποικιλότητα. Ο Guy Kastler προτείνει ότι με την χρήση ιδιοπαραγώμενων σπόρων "νέα χαρακτηριστικά εμφανίζονται τα οποία επιτρέπουν στο φυτό να προσαρμοστεί καλύτερα στο έδαφος, το κλίμα, τις τοπικές συνθήκες. Με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατόν να μειωθεί η χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων. Από την άλλη πλευρά, η βιομηχανία σπόρων προσαρμόζει τα φυτά τους στα δικά τους λιπάσματα και φυτοφάρμακα, έτσι ώστε να είναι τα ίδια παντού τείνοντας να δημιουργήσουν ομοιομορφία των φυτών, όπου και αν καλλιεργούνται“.
Προς ένα καθεστώς πατεντών
Το πιστοποιητικό PVC στη Γαλλία είναι μια εναλλακτική λύση για τις πατέντες σε ζωντανούς οργανισμούς, που είναι σε ισχύ, για παράδειγμα, στις ΗΠΑ. Αυτό το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας καταχωρείται από εταιρείες η οποίες, μέσω της έρευνας, έχουν δημιουργήσει υβριδικές ποικιλίες και έχουν μονοπώλιο της πώλησης των σπόρων [για αρκετά χρόνια] από τα είδη αυτά, όπως συμβαίνει στη Γαλλία για περίπου 450 είδη.
Ορισμένοι, όπως ο Guy Kastler, φοβούνται ότι αυτό θα είναι ευνοϊκό για το καθεστώς πατεντών το οποίο περιορίζει τα δικαιώματα των αγροτών να χρησιμοποιούν ελεύθερα προστατευόμενους σπόρους. Σε κάθε περίπτωση, σε αντίθεση με το πιστοποιητικό PVC, η πατέντα απαγορεύει εντελώς στους αγρότες να καλλιεργούν [πατενταρισμένους] σπόρους που προέκυψαν από ιδία παραγωγή, με ή χωρίς αποζημίωση, σύμφωνα με Delphine Guey. Αυτή συμβαίνει ήδη με τις γενετικά τροποποιημένες ποικιλίες (μεταλλαγμένα) που ανήκουν στην αμερικανική εταιρεία Monsanto, η οποία, σύμφωνα με την Marie-Monique Robinin στο ντοκιμαντέρ “Ο Κόσμος Σύμφωνα με την Monsanto”, έχει δημιουργήσει ένα είδων "αστυνομικών σπόρων" που ειδικεύονται στην παρενόχληση των αγροτών που φυτεύουν ή ανταλλάσσουν “παράνομα” [πατενταρισμένους] σπόρους δικιάς τους παραγωγής.
Η άλλη διαφορά με τις πατέντες είναι ότι το πιστοποιητικό PCV επιτρέπει στους ιδιοκτήτες να χρησιμοποιούν ελεύθερα προστατευόμενες ποικιλίες, επωφελούμενοι των γενετικών πόρων τους και να δημιουργήσουν νέες ποικιλίες. Έτσι, η χρήση ενός γονιδίου από το ένα φυτικό είδος δεν επιτρέπει τη χορήγηση πατέντας, και ως εκ τούτου την πλήρη ιδιοποίησή του. Η διαφοροποίηση αυτή επέτρεψε, σύμφωνα με Delphine Guey, τη διατήρηση της ποικιλίας των γαλλικών εταιρειών σπόρων. Και τουλάχιστον επέτρεψε στους παραγωγούς επιλέξουν από μια ευρύτερη ποικιλία ποικιλιών. Ωστόσο, αν και η κατοχύρωση πατέντας σε έμβιους οργανισμούς δεν επιτρέπεται στη Γαλλία, η πατεντοποίηση φυτικών γονιδίων ήδη υφίσταται και η τάση αυτή συνεχώς αυξάνεται.
Τετάρτη 25 Απριλίου 2012
Στην Αυλή των Θεαμάτων
Η «μικρή και ισχυρή Ελλάδα» της εποχής του
Χρηματιστηρίου των 6.500 μονάδων και της «λάμψης» των ολυμπιακών αγώνων
φαίνεται πια τόσο μακρινή παρόλο που έχει περάσει μόλις μια δεκαετία. Σ’
εκείνη τη χώρα, όλοι ήταν «χαμογελαστοί» και «επιτυχημένοι», όλοι
ατένιζαν το μέλλον με αισιοδοξία και οι ξένοι εργάτες σκοτώνονταν στα
εργοτάξια δίχως κανείς να το μαθαίνει (είτε δίχως κανείς να ενδιαφέρεται
για το ποιές ήταν οι πραγματικές εργασιακές τους συνθήκες). Όλα
έμοιαζαν «υπέροχα» στην μικρή «ευρωπαϊκή» χερσόνησό μας, τόσο που κανείς
δεν θα μπορούσε να φανταστεί, ότι μόλις μερικά χρόνια αργότερα, το
τοπίο θα θύμιζε Λατινική Αμερική, οι Ευρωπαίοι «πολύτιμοί μας
συνεργάτες» θα μας λοιδορούσαν παγκοσμίως, αποκαλώντας μας τεμπέληδες
και γουρούνια (P.I.G.S), οι άνθρωποι που εξουσιοδοτήσαμε να μας
εκπροσωπούν και να μας αντιπροσωπεύουν θα μας κατονόμαζαν ως κλέφτες
(από τη γνωστή φράση του Θ.Πάγκαλου «μαζί τα φάγαμε»), και πως οι δρόμοι
θα είχαν γεμίσει με στρατιές ανέργων και αστέγων. Η εικόνα της Αθήνας
είναι κάτι παραπάνω από θλιβερή.
Οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι από τη μια, ήδη από την εποχή εκείνη, είχαν αρχίσει, φανερά και ανενδοίαστα, να μετατοπίζουν τον πολιτικό τους λόγο από την έστω ρηχή πολιτική επιχειρηματολογία σε μια κενή, τηλεοπτική, πολύχρωμη παραδοξολογία. Λαϊκοί τροβαδούροι της παραλιακής, τηλεπαρουσιάστριες και φωτομοντέλα, δημοσιογράφοι που αγνοούσαν και τους βασικότερους κανόνες δημοσιογραφικής δεοντολογίας, ηθοποιοί τηλεοπτικών σαπουνόπερων, ποδοσφαιριστές και άλλα πρόσωπα που κέρδιζαν ανέλπιστα μια θέση στην καθημερινή επικαιρότητα του Κόσμου του Τίποτα της τηλεόρασης και των φυλλάδων, μπλέχτηκαν με την πολιτική, ως υποψήφιοι βουλευτές, δημοτικοί σύμβουλοι και γενικά παράγοντες στη δημόσια ζωή, στελεχώνοντας τους ξεπεσμένους κομματικούς μηχανισμούς και τους κωμικούς ηγέτες τους. Από την άλλη, εκατομμύρια «πιστοί» τους, αποτελούσαν τον καθρέφτη τους, δικαιώνοντας με την απάθειά τους ή και τη συμμετοχή τους τα σκάνδαλα και τις μαφιόζικου τύπου δουλειές των πολιτικών αυτών, δίχως να γνωρίζουν (ή μην θέλοντας να γνωρίσουν) αυτό που θα ερχόταν: το τέλος της αληθινής καλοπέρασης των λίγων και της εικονικής/αυνανιστικής καλοπέρασης των τηλε-πολιτών και το ξεκίνημα μιας ταραχώδους εποχής, όπου πλέον ο φόβος και η αγωνία για το αύριο θα αποτελούν το μοναδικό μας καθημερινό βραχνά. Το παλιό lifestyle γκρεμίστηκε σαν χάρτινος πύργος, δίνοντας τη θέση του σε μια τελματωμένη πραγματικότητα, διφορούμενη και αντιφατική σε κάθε πτυχή της.
Από το θέαμα των δήθεν φιλανθρωπικών διαφημίσεων της Unicef, με τα ημιθανή παιδιά στην Αφρική, το οποίο μας θύμιζε πόσο μακριά είμαστε από την πραγματική δυστυχία, την ανέχεια και το θάνατο, το σκηνικό της απελπισίας μεταφέρθηκε πολύ πιο κοντά μας και πέρασε απότομα το κατώφλι του σπιτιού μας. Οι λίγοι που συνεχίζουν να τρώνε από το λίπος που συσσώρευσαν με οποιοδήποτε τρόπο στα ιδρύματα νόμιμης τοκογλυφίας, παρακολουθούν δήθεν συγκλονισμένοι το μαρτύριο των πολλών, μέσα από τις τηλεοπτικές οθόνες που προσφέρουν αφειδώς δωρεάν εικόνες εξαθλίωσης.
Και ενώ αυτή η κατάσταση διογκώνεται, ένα μέρος του πληθυσμού, παράτησε αναγκαστικά τη μόστρα με το γυαλιστερό αυτοκίνητο (καθώς δεν μπορεί να το συντηρήσει), εγκατέλειψε τις πίστες των μπουζουκιών και θυμήθηκε τις γαλανόλευκες, έπιασε την εθνικιστική αφήγηση και άρχισε με γηπεδικό τρόπο να διατυμπανίζει πως… «είμαστε όλοι Έλληνες» (λες και κανείς είχε διαφορετική γνώμη πάνω σ’ αυτό), «Έλληνες που έχουμε χρέος απέναντι στο έθνος να σώσουμε τη χώρα από τους κακούς ξένους». Έτσι λοιπόν, καταπιεστές και καταπιεζόμενοι, εργοδότες κι εργαζόμενοι, τίμιοι και άτιμοι, γίναν όλοι ίδιοι, ένας ομοιόμορφος όχλος κάτω από το γαλανόλευκο πανί. Και σαν έλληνες, θα πρέπει να ιδιοποιηθούμε τα τραπεζικά χρέη, χαρίζοντας τους περίπου 50 δις, «καθώς χωρίς υγιές τραπεζικό σύστημα δεν υπάρχει…ανάπτυξη» (όπου, στην πραγματικότητα, ανάπτυξη σημαίνει εταιρικά κέρδη και μάλιστα για τις ολιγαρχίες του πιο παρασιτικού καπιταλισμού).
Μέσα σ’ αυτό το αλλόκοτο και παρακμιακό περιβάλλον μια ομάδα ψυχωτικών ναζιστών με κενά ιδεολογήματα-φούσκες τύπου «ελλάς ή θάνατος» ή «εναντίον όλων» (πλην της οικονομικής ελίτ και των κατασταλτικών μηχανισμών) καταφέρνει να παρουσιαστεί στις μάζες σαν ένα φάρμακο ενάντια στη διαφθορά και την εγκληματικότητα (παρότι πολυάριθμα στελέχη του έχουν καταδικαστεί για δολοφονίες, ληστείες, ακόμη και παιδεραστία, ενώ άλλοι λειτουργώντας σαν όχλος έστησαν πέρυσι πογκρόμ εναντίον μεταναστών), εκμεταλλευόμενη το ασταθές πολιτικό σκηνικό, την εγκληματικότητα (κυρίως στην Αθήνα), την έλλειψη δημοκρατικής κουλτούρας μέρους της ελληνικής κοινωνίας, καθώς και την έλλειψη ευρείας ενημέρωσης σχετικά με το ποιόν της εν λόγω γκρούπας. Ο αρχηγός της τολμά μέχρι και να αρνηθεί το ναζιστικό χαρακτήρα της οργάνωσης που διευθύνει, παρότι καθημερινά όλο και περισσότερες φωτογραφίες βγαίνουν στο φως της επικαιρότητας. Με θέσεις όπως «να δημιουργηθούν αστυνομικά και στρατιωτικά λύκεια για τους μαθητές», ή «δεν αναγνωρίζουμε την ισότητα των φύλων», ή «θα βάψουμε τα χέρια μας αίμα όταν πάρουμε εξουσία», η δημοσκοπική άνοδος της φανερώνει το τέλμα στο οποίο βρίσκεται η ελληνική κοινωνία, παραδομένη στην «γοητεία» (ποιά;) του κάθε διψασμένου για εξουσία, γραφικού έως διεστραμμένου πολιτικάντη.
Ένα άλλο μέρος του πληθυσμού, αναπαράγει άκριτα θεωρίες βγαλμένες από τη φαντασία ακροδεξιών βιβλιοεμπόρων, όπως ο Alex Jones ή ο ντόπιος Λιακόπουλος (ο οποίος ενάντια στους «Ιλλουμινάτι», τη «Νέα Τάξη Πραγμάτων» και τους «Μασόνους» προτάσσει τον πρώην πράκτορα της KGB Β.Πούτιν). Όντας από καιρό παραιτημένο από κάθε πραγματική επιθυμία για απόκτηση γνώσης και κριτικής σκέψης, σήμερα αποκτά ένα ακόμη άλλοθι προκειμένου να φυγοπονεί και ν’ απέχει από την ίδια του τη ζωή, εγκαταλείποντας οριστικά κάθε σοβαρή πηγή πληροφόρησης, αγνοώντας πώς (σχεδόν) όλα υπάρχουν στις βιβλιοθήκες. Μεγάλο μέρος μιας ολόκληρης γενιάς θεωρεί πως «αυτομορφώνεται» μέσω του youtube, το οποίο έχουν κατακλύσει βίντεο με ό,τι λογής συνωμοσία και ασυναρτησία μπορεί κανείς να φανταστεί. Αν σε καιρούς (πραγματικής ή πλασματικής) ευδαιμονίας κάποιοι θεωρούσαν ότι η αληθινή ζωή δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνδυάζεται με την γνώση, ήταν λογικό ν’ ακολουθήσει μια εποχή γενικευμένου κοινωνικού πανικού κατά την οποία η αποδοχή οποιασδήποτε παρανοϊκής ή γελοίας ερμηνείας γίνεται δεκτή με την ανακούφιση του τρομαγμένου δεισιδαίμονα. Καλύτερα να υπάρχει κάτι στο οποίο θα πιστέψουμε με φανατισμό, παρά να συνειδητοποιήσουμε ότι όσα ξέραμε δεν είχαν κανένα νόημα. Είναι προτιμότερο να δεχτούμε την πιο εξωφρενική προσέγγιση της δυστυχίας και της άγνοιάς μας από το να προσπαθήσουμε να την ερμηνεύσουμε.
Σε αυτές τις συνθήκες, μέσα στην κοινωνική παραζάλη, ξεπροβάλει το ζήτημα της δημιουργίας ενός νέου κινήματος που θα αμφισβητήσει συνολικά το φαντασιακό της νεοελληνικής κοινωνίας και το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Ένα κίνημα χωρίς ιεραρχία, που θα χρησιμοποιήσει ως θεμέλιο λίθο του τις περσινές αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις σε όλη τη χώρα, καθώς και την εμπειρία των διαφόρων αντιεξουσιαστικών συλλογικοτήτων, και θα αναδείξει νέες μορφές κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης, θρυμματίζοντας παράλληλα την σημερινή αυλή των θεαμάτων. Γι’ αυτό το σκοπό, πρέπει ο κάθε ένας από εμάς που πιστεύει στη δυνατότητα μιας αυτόνομης κοινωνίας, να αναλάβει πρωτοβουλίες, και όλοι μαζί να δημιουργήσουμε ένα δίκτυο επικοινωνίας, συνδιαμόρφωσης και κοινής δράσης. Δεν έχουμε το δικαίωμα να κρίνουμε τους άλλους, αν δεν κρίνουμε πρώτα το είδωλο μας στον καθρέφτη, και κοιτώντας το βλέπουμε πως δεν έχουμε ακόμη κάνει ό,τι είναι δυνατό. Αποδεχόμαστε τις ευθύνες για ό,τι δεν κάναμε, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα την ευθύνη για το μέλλον που εμείς θα διαμορφώσουμε. Ήρθε η ώρα…
Οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι από τη μια, ήδη από την εποχή εκείνη, είχαν αρχίσει, φανερά και ανενδοίαστα, να μετατοπίζουν τον πολιτικό τους λόγο από την έστω ρηχή πολιτική επιχειρηματολογία σε μια κενή, τηλεοπτική, πολύχρωμη παραδοξολογία. Λαϊκοί τροβαδούροι της παραλιακής, τηλεπαρουσιάστριες και φωτομοντέλα, δημοσιογράφοι που αγνοούσαν και τους βασικότερους κανόνες δημοσιογραφικής δεοντολογίας, ηθοποιοί τηλεοπτικών σαπουνόπερων, ποδοσφαιριστές και άλλα πρόσωπα που κέρδιζαν ανέλπιστα μια θέση στην καθημερινή επικαιρότητα του Κόσμου του Τίποτα της τηλεόρασης και των φυλλάδων, μπλέχτηκαν με την πολιτική, ως υποψήφιοι βουλευτές, δημοτικοί σύμβουλοι και γενικά παράγοντες στη δημόσια ζωή, στελεχώνοντας τους ξεπεσμένους κομματικούς μηχανισμούς και τους κωμικούς ηγέτες τους. Από την άλλη, εκατομμύρια «πιστοί» τους, αποτελούσαν τον καθρέφτη τους, δικαιώνοντας με την απάθειά τους ή και τη συμμετοχή τους τα σκάνδαλα και τις μαφιόζικου τύπου δουλειές των πολιτικών αυτών, δίχως να γνωρίζουν (ή μην θέλοντας να γνωρίσουν) αυτό που θα ερχόταν: το τέλος της αληθινής καλοπέρασης των λίγων και της εικονικής/αυνανιστικής καλοπέρασης των τηλε-πολιτών και το ξεκίνημα μιας ταραχώδους εποχής, όπου πλέον ο φόβος και η αγωνία για το αύριο θα αποτελούν το μοναδικό μας καθημερινό βραχνά. Το παλιό lifestyle γκρεμίστηκε σαν χάρτινος πύργος, δίνοντας τη θέση του σε μια τελματωμένη πραγματικότητα, διφορούμενη και αντιφατική σε κάθε πτυχή της.
Από το θέαμα των δήθεν φιλανθρωπικών διαφημίσεων της Unicef, με τα ημιθανή παιδιά στην Αφρική, το οποίο μας θύμιζε πόσο μακριά είμαστε από την πραγματική δυστυχία, την ανέχεια και το θάνατο, το σκηνικό της απελπισίας μεταφέρθηκε πολύ πιο κοντά μας και πέρασε απότομα το κατώφλι του σπιτιού μας. Οι λίγοι που συνεχίζουν να τρώνε από το λίπος που συσσώρευσαν με οποιοδήποτε τρόπο στα ιδρύματα νόμιμης τοκογλυφίας, παρακολουθούν δήθεν συγκλονισμένοι το μαρτύριο των πολλών, μέσα από τις τηλεοπτικές οθόνες που προσφέρουν αφειδώς δωρεάν εικόνες εξαθλίωσης.
Και ενώ αυτή η κατάσταση διογκώνεται, ένα μέρος του πληθυσμού, παράτησε αναγκαστικά τη μόστρα με το γυαλιστερό αυτοκίνητο (καθώς δεν μπορεί να το συντηρήσει), εγκατέλειψε τις πίστες των μπουζουκιών και θυμήθηκε τις γαλανόλευκες, έπιασε την εθνικιστική αφήγηση και άρχισε με γηπεδικό τρόπο να διατυμπανίζει πως… «είμαστε όλοι Έλληνες» (λες και κανείς είχε διαφορετική γνώμη πάνω σ’ αυτό), «Έλληνες που έχουμε χρέος απέναντι στο έθνος να σώσουμε τη χώρα από τους κακούς ξένους». Έτσι λοιπόν, καταπιεστές και καταπιεζόμενοι, εργοδότες κι εργαζόμενοι, τίμιοι και άτιμοι, γίναν όλοι ίδιοι, ένας ομοιόμορφος όχλος κάτω από το γαλανόλευκο πανί. Και σαν έλληνες, θα πρέπει να ιδιοποιηθούμε τα τραπεζικά χρέη, χαρίζοντας τους περίπου 50 δις, «καθώς χωρίς υγιές τραπεζικό σύστημα δεν υπάρχει…ανάπτυξη» (όπου, στην πραγματικότητα, ανάπτυξη σημαίνει εταιρικά κέρδη και μάλιστα για τις ολιγαρχίες του πιο παρασιτικού καπιταλισμού).
Μέσα σ’ αυτό το αλλόκοτο και παρακμιακό περιβάλλον μια ομάδα ψυχωτικών ναζιστών με κενά ιδεολογήματα-φούσκες τύπου «ελλάς ή θάνατος» ή «εναντίον όλων» (πλην της οικονομικής ελίτ και των κατασταλτικών μηχανισμών) καταφέρνει να παρουσιαστεί στις μάζες σαν ένα φάρμακο ενάντια στη διαφθορά και την εγκληματικότητα (παρότι πολυάριθμα στελέχη του έχουν καταδικαστεί για δολοφονίες, ληστείες, ακόμη και παιδεραστία, ενώ άλλοι λειτουργώντας σαν όχλος έστησαν πέρυσι πογκρόμ εναντίον μεταναστών), εκμεταλλευόμενη το ασταθές πολιτικό σκηνικό, την εγκληματικότητα (κυρίως στην Αθήνα), την έλλειψη δημοκρατικής κουλτούρας μέρους της ελληνικής κοινωνίας, καθώς και την έλλειψη ευρείας ενημέρωσης σχετικά με το ποιόν της εν λόγω γκρούπας. Ο αρχηγός της τολμά μέχρι και να αρνηθεί το ναζιστικό χαρακτήρα της οργάνωσης που διευθύνει, παρότι καθημερινά όλο και περισσότερες φωτογραφίες βγαίνουν στο φως της επικαιρότητας. Με θέσεις όπως «να δημιουργηθούν αστυνομικά και στρατιωτικά λύκεια για τους μαθητές», ή «δεν αναγνωρίζουμε την ισότητα των φύλων», ή «θα βάψουμε τα χέρια μας αίμα όταν πάρουμε εξουσία», η δημοσκοπική άνοδος της φανερώνει το τέλμα στο οποίο βρίσκεται η ελληνική κοινωνία, παραδομένη στην «γοητεία» (ποιά;) του κάθε διψασμένου για εξουσία, γραφικού έως διεστραμμένου πολιτικάντη.
Ένα άλλο μέρος του πληθυσμού, αναπαράγει άκριτα θεωρίες βγαλμένες από τη φαντασία ακροδεξιών βιβλιοεμπόρων, όπως ο Alex Jones ή ο ντόπιος Λιακόπουλος (ο οποίος ενάντια στους «Ιλλουμινάτι», τη «Νέα Τάξη Πραγμάτων» και τους «Μασόνους» προτάσσει τον πρώην πράκτορα της KGB Β.Πούτιν). Όντας από καιρό παραιτημένο από κάθε πραγματική επιθυμία για απόκτηση γνώσης και κριτικής σκέψης, σήμερα αποκτά ένα ακόμη άλλοθι προκειμένου να φυγοπονεί και ν’ απέχει από την ίδια του τη ζωή, εγκαταλείποντας οριστικά κάθε σοβαρή πηγή πληροφόρησης, αγνοώντας πώς (σχεδόν) όλα υπάρχουν στις βιβλιοθήκες. Μεγάλο μέρος μιας ολόκληρης γενιάς θεωρεί πως «αυτομορφώνεται» μέσω του youtube, το οποίο έχουν κατακλύσει βίντεο με ό,τι λογής συνωμοσία και ασυναρτησία μπορεί κανείς να φανταστεί. Αν σε καιρούς (πραγματικής ή πλασματικής) ευδαιμονίας κάποιοι θεωρούσαν ότι η αληθινή ζωή δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνδυάζεται με την γνώση, ήταν λογικό ν’ ακολουθήσει μια εποχή γενικευμένου κοινωνικού πανικού κατά την οποία η αποδοχή οποιασδήποτε παρανοϊκής ή γελοίας ερμηνείας γίνεται δεκτή με την ανακούφιση του τρομαγμένου δεισιδαίμονα. Καλύτερα να υπάρχει κάτι στο οποίο θα πιστέψουμε με φανατισμό, παρά να συνειδητοποιήσουμε ότι όσα ξέραμε δεν είχαν κανένα νόημα. Είναι προτιμότερο να δεχτούμε την πιο εξωφρενική προσέγγιση της δυστυχίας και της άγνοιάς μας από το να προσπαθήσουμε να την ερμηνεύσουμε.
Σε αυτές τις συνθήκες, μέσα στην κοινωνική παραζάλη, ξεπροβάλει το ζήτημα της δημιουργίας ενός νέου κινήματος που θα αμφισβητήσει συνολικά το φαντασιακό της νεοελληνικής κοινωνίας και το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Ένα κίνημα χωρίς ιεραρχία, που θα χρησιμοποιήσει ως θεμέλιο λίθο του τις περσινές αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις σε όλη τη χώρα, καθώς και την εμπειρία των διαφόρων αντιεξουσιαστικών συλλογικοτήτων, και θα αναδείξει νέες μορφές κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης, θρυμματίζοντας παράλληλα την σημερινή αυλή των θεαμάτων. Γι’ αυτό το σκοπό, πρέπει ο κάθε ένας από εμάς που πιστεύει στη δυνατότητα μιας αυτόνομης κοινωνίας, να αναλάβει πρωτοβουλίες, και όλοι μαζί να δημιουργήσουμε ένα δίκτυο επικοινωνίας, συνδιαμόρφωσης και κοινής δράσης. Δεν έχουμε το δικαίωμα να κρίνουμε τους άλλους, αν δεν κρίνουμε πρώτα το είδωλο μας στον καθρέφτη, και κοιτώντας το βλέπουμε πως δεν έχουμε ακόμη κάνει ό,τι είναι δυνατό. Αποδεχόμαστε τις ευθύνες για ό,τι δεν κάναμε, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα την ευθύνη για το μέλλον που εμείς θα διαμορφώσουμε. Ήρθε η ώρα…
Ζίζεκ: Occupy Wall Street: τι άλλο θα ακολουθήσει;
Του Σλαβόι Ζίζεκ, The Guardian 24/4/2012
μετάφραση Αριάδνη Αλαβάνου
“Για τον Μαρξ, το ζήτημα της ελευθερίας δεν θα έπρεπε να τοποθετείται πρωτίστως στην πολιτική σφαίρα. Το κλειδί για την πραγματική ελευθερία βρίσκεται μάλλον στο “απολίτικο” δίκτυο κοινωνικών σχέσεων, από την αγορά μέχρι την οικογένεια, όπου η αλλαγή που χρειάζεται, αν θέλουμε μια πραγματική βελτίωση, δεν είναι μια πολιτική μεταρρύθμιση, αλλά μια αλλαγή στις “απολίτικες” κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. Δεν ψηφίζουμε για το ποιος κατέχει τι, για τις σχέσεις στο εργοστάσιο κ.λπ. -- όλα αυτά αφήνονται σε διαδικασίες εκτός της σφαίρας της πολιτικής”.
Τι κάνουμε ως συνέχεια του κινήματος “Κατάληψη της Γουόλ Στριτ” , όταν οι διαδηλώσεις που άρχισαν πολύ μακριά –στη Μ. Ανατολή, την Ελλάδα, την Ισπανία, το Ην. Βασίλειο-- έφτασαν στο κέντρο και τώρα είμαστε πιο δυναμωμένοι και ορατοί από όλο τον κόσμο;
Μιμούμενος το κίνημα Κατάληψη της Γουόλ Στριτ στις 16/10/2011, ένας διαδηλωτής στο Σαν Φρανσίσκο απευθύνθηκε στο πλήθος προσκαλώντας το να συμμετάσχει σαν να ήταν ένα χίπικο γεγονός, του στιλ της δεκαετίας του 1960:
“Μας ρωτούν ποιο είναι το πρόγραμμά μας. Δεν έχουμε πρόγραμμα. Είμαστε εδώ γιατί περνάμε καλά”.
Τέτοιες δηλώσεις δείχνουν έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι διαδηλωτές: τον κίνδυνο να ερωτευτούν τους εαυτούς τους, με τον ευχάριστο χρόνο που περνούν στα “κατειλημμένα” μέρη. Τα πανηγύρια δεν έχουν κόστος – η αληθινή δοκιμασία της αξίας όλων αυτών είναι τι μένει την επόμενη ημέρα , πώς θα αλλάξει η καθημερινότητά μας . Οι διαδηλωτές θα έπρεπε να ερωτευτούν τη σκληρή και υπομονετική δουλειά – βρίσκονται στην αρχή και όχι στο τέλος. Το βασικό μήνυμά τους είναι: το ταμπού έχει σπάσει δεν ζούμε στον καλύτερο από όλους τους δυνατούς κόσμους, είμαστε υποχρεωμένοι να σκεφτούμε εναλλακτικές λύσεις.
Ως ένα είδος εγελιανής τριάδας, η δυτική Αριστερά έχει διαγράψει έναν πλήρη κύκλο: αφού εγκατέλειψε τη λεγόμενη “ουσιοκρατία του ταξικού αγώνα” για τον πλουραλισμό των αντιρατσιστικών, φεμινιστικών κ.λπ. αγώνων, ο “καπιταλισμός” επανεμφανίζεται τώρα σαφώς ως το όνομα του μέγιστου προβλήματος.
Τα πρώτα δύο πράγματα που θα έπρεπε κανείς να απαγορεύσει, συνεπώς, είναι η κριτική στη διαφθορά και η κριτική στον χρηματιστικό καπιταλισμό. Πρώτον, ας μην κατηγορούμε τους ανθρώπους και τις στάσεις τους: το πρόβλημα δεν είναι η διαφθορά ή η απληστία, το πρόβλημα είναι το σύστημα που σε ωθεί στη διαφθορά. Η λύση δεν είναι η Μέιν Στριτ [δηλ. η “πραγματική οικονομία'] ή η Γουόλ Στριτ [το κερδοσκοπικό παιχνίδι], αλλά η αλλαγή του συστήματος στο οποίο η Μέιν Στριτ δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τη Γουόλ Στριτ. Δημόσιες προσωπικότητες από τον πάπα μέχρι τον παπά της ενορίας μάς βομβαρδίζουν με νουθεσίες να καταπολεμήσουμε την υπερβολική απληστία και κατανάλωση – αυτό το αηδιαστικό θέαμα της φθηνής ηθικολογίας αποτελεί μια ιδεολογική επιχείρηση: η παρόρμηση (της επέκτασης) που είναι εγγεγραμμένη στο ίδιο το σύστημα μεταφράζεται σε προσωπικό αμάρτημα, σε προσωπική ψυχολογική ροπή ή, όπως το έθεσε ένας θεολόγος κοντινός στον πάπα:
“ Η παρούσα κρίση δεν είναι κρίση του καπιταλισμού, αλλά κρίση της ηθικής”.
Ας θυμηθούμε το περίφημο αστείο στη Νίνοτσκα του Έρνστ Λούμπιτς: ο ήρωας επισκέπτεται μια καφετέρια και παραγγέλνει καφέ χωρίς κρέμα. Το γκαρσόνι απαντάει:
"Συγνώμη, μας έχει τελειώσει η κρέμα, έχουμε μόνο γάλα. Μπορώ να σας φέρω καφέ χωρίς γάλα;”
Δεν έγινε ένα παρόμοιο τρικ με τη διάλυση των ανατολικοευρωπαϊκών κομμουνιστικών καθεστώτων το 1990; Οι άνθρωποι που διαδήλωναν ήθελα ελευθερία και δημοκρατία χωρίς διαφθορά και εκμετάλλευση και αυτό που πήραν ήταν ελευθερία και δημοκρατία χωρίς αλληλεγγύη και δικαιοσύνη.
Παρόμοια, ο κοντινός στον πάπα καθολικός θεολόγος με προσεκτικό τρόπο τονίζει ότι οι διαδηλωτές θα έπρεπε να στοχεύσουν στην ηθική αδικία, την απληστία, τον καταναλωτισμό κ.λπ. και όχι στον καπιταλισμό. Η αυτοπροωθούμενη κυκλοφορία του κεφαλαίου παραμένει περισσότερο παρά ποτέ το έσχατο Πραγματικό της ζωής μας, ένα κτήνος που εξ ορισμού δεν μπορεί να ελεγχθεί.
Θα έπρεπε να αποφύγουμε τον πειρασμό του ναρκισσιμού του χαμένου σκοπού ή του θαυμασμού της θεσπέσιας ομορφιάς των εξεγέρσεων που είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Ποια νέα θετική τάξη πραγμάτων θα έπρεπε να αντικαταστήσει την παλιά την επόμενη ημέρα, όταν ο υπέροχος ενθουσιασμός της εξέγερσης θα έχει τελειώσει; Αυτό είναι το κρίσιμο σημείο όπου ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη μοιραία αδυναμία των λαϊκών διαμαρτυριών: εκφράζουν μια αυθεντική οργή που δεν είναι ικανή να μετασχηματιστεί σε ένα μίνιμουμ θετικό πρόγραμμα κοινωνικο-πολιτικής αλλαγής. Εκφράζουν το πνεύμα της εξέγερσης χωρίς επανάσταση.
Αντιδρώντας στις παρισινές διαδηλώσεις του 1968, ο Λακάν έλεγε:
"Αυτό που επιζητείτε ως επαναστάτες είναι ένα νέο αφεντικό. Θα το έχετε".
Φαίνεται πως η παρατήρηση του Λακάν ήταν εύστοχη και για τους indignados (και όχι μόνο) της Ισπανίας. Στο βαθμό που η διαμαρτυρία τους παραμένει στο επίπεδο μιας υστερικής πρόκλησης του αφέντη, χωρίς πρόγραμμα για μια νέα τάξη πραγμάτων που θα αντικαταστήσει την παλιά, ουσιαστικά λειτουργεί σαν μια έκκληση σε έναν νέο αφέντη, όσο κι αν αυτό αποκηρύττεται.
Πήραμε μια πρώτη γεύση αυτού του νέου αφέντη στην Ελλάδα και στην Ιταλία, πιθανώς θα ακολουθήσει και η Ισπανία. Σαν να απαντά ειρωνικά στην έλλειψη ειδικών πολιτικών προγραμμάτων των διαδηλωτών, η τωρινή τάση είναι να αντικαθίστανται οι πολιτικοί της κυβέρνησης με “ουδέτερη” κυβέρνηση απολίτικων τεχνοκρατών (κυρίως τραπεζιτών, όπως στην Ελλάδα και την Ιταλία). Οι πολύχρωμοι “πολιτικοί” εκδιώκονται, έρχονται οι γκρίζοι ειδικοί. Αυτή η τάση κινείται σαφώς προς ένα κράτος μόνιμης έκτακτης ανάγκης και την αναστολή της πολιτικής δημοκρατίας.
Συνεπώς, πρέπει να δούμε σ' αυτή την εξέλιξη και μια πρόκληση: δεν είναι αρκετό να απορρίπτει κανείς τη διακυβέρνηση από μη πολιτικούς τεχνοκράτες ως την πιο ανελέητη μορφή ιδεολογίας. Πρέπει επίσης να αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά τι να προτείνει αντί της κυρίαρχης οργάνωσης της οικονομίας , να φανταστεί και να δοκιμάσει πειραματικά εναλλακτικές μορφές οργάνωσης της οικονομίας, να αναζητήσει τα σπέρματα του καινούργιου. Ο κομμουνισμός δεν είναι ακριβώς ή κυρίως μια καρναβαλική γιορτή μαζικής διαμαρτυρίας, όταν το σύστημα σταματά να λειτουργεί. Ο κομμουνισμός είναι επίσης, πάνω απ' όλα, μια νέα μορφή οργάνωσης, πειθαρχίας σκληρής δουλειάς.
Οι διαδηλωτές οφείλουν να γνωρίζουν όχι μόνο τους εχθρούς, αλλά και τους ψεύτικους φίλους που υποκρίνονται ότι τους υποστηρίζουν, αλλά ήδη δουλεύουν εντατικά για να διαλύσουν τις διαμαρτυρίες τους. Με τον ίδιο τρόπο που πίνουμε καφέ χωρίς καφεΐνη, μπίρα χωρίς αλκοόλ, που τρώμε παγωτό χωρίς λιπαρά, αυτοί προσπαθούν να μετατρέψουν τις λαϊκές διαμαρτυρίες σε ανώδυνη ηθικίστικη στάση. Στο μποξ, “λαβή” σημαίνει να κρατάς το σώμα του αντιπάλου με το ένα ή και τα δύο χέρια για να αποτρέψεις ή να εμποδίσεις τις γροθιές. Η αντίδραση του Μπιλ Κλίντον στις διαδηλώσεις στη Γουόλ Στριτ είναι μια εξαιρετική περίπτωση πολιτικής λαβής. Ο Κλίντον θεωρεί ότι οι διαδηλώσεις είναι “γενικά ... θετικές”, αλλά ανησυχεί για το νεφελώδες του σκοπού. Τους υπέδειξε να στρατευτούν στο πρόγραμμα δημιουργίας θέσεων εργασίας του Ομπάμα, που θα δημιουργήσει, όπως ισχυρίστηκε, “δύο εκατομμύρια θέσεις εργασίας τον επόμενο ενάμιση χρόνο”. Εκείνο στο οποίοι όφειλε να αντισταθεί κανείς σ' αυτό το στάδιο ήταν ακριβώς να μετατρέψει την ενέργεια της διαμαρτυρίας σε ένα σύνολο “συγκεκριμένων” πραγματιστικών αιτημάτων. Ναι, οι διαμαρτυρίες δημιούργησαν ένα κενό – ένα κενό στο πεδίο της ηγεμονικής ιδεολογίας και χρειάζεται χρόνος για να γεμίσει αυτό το κενό, αφού είναι ένα κενό γκαστρωμένο, ένα άνοιγμα στο αληθινά Νέο. Ο λόγος που βγήκαν στο δρόμο οι διαδηλωτές ήταν γιατί είχαν μπουχτίσει από έναν κόσμο στον οποίο θεωρείται επαρκές για να αισθάνεται κανείς καλά το να ανακυκλώνει τα κουτιά της κόκα κόλας, να δίνει μερικά δολάρια σε φιλανθρωπίες ή να αγοράζει καπουτσίνο από τα Starbucks για να πηγαίνει το 1% στον Τρίτο Κόσμο.
Η οικονομική παγκοσμιοποίηση σταδιακά αλλά ανελέητα υπονομεύει τη νομιμοποίηση των δυτικών δημοκρατιών. Λόγω του διεθνούς χαρακτήρα τους, μεγάλες οικονομικές διαδικασίες δεν μπορούν να ελεγχθούν από δημοκρατικούς μηχανισμούς που εξ ορισμού περιορίζονται στα έθνη-κράτη. Έτσι, οι λαοί όλο και περισσότερο βιώνουν τις θεσμικές δημοκρατικές μορφές ως ανίκανες να εξυπηρετήσουν τα ζωτικά τους συμφέροντα.
Σ' αυτό ακριβώς παραμένει απόλυτα έγκυρη μια βασική ιδέα του Μαρξ, σήμερα περισσότερο από ποτέ: για τον Μαρξ, το ζήτημα της ελευθερίας δεν θα έπρεπε να τοποθετείται πρωτίστως στην πολιτική σφαίρα. Το κλειδί για την πραγματική ελευθερία βρίσκεται μάλλον στο “απολίτικο” δίκτυο κοινωνικών σχέσεων, από την αγορά μέχρι την οικογένεια, όπου η αλλαγή που χρειάζεται, αν θέλουμε μια πραγματική βελτίωση, δεν είναι μια πολιτική μεταρρύθμιση, αλλά μια αλλαγή στις “απολίτικες” κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. Δεν ψηφίζουμε για το ποιος κατέχει τι, για τις σχέσεις στο εργοστάσιο κ.λπ. -- όλα αυτά αφήνονται σε διαδικασίες εκτός της σφαίρας της πολιτικής. Είναι ψευδαίσθηση να περιμένουμε ότι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα “επεκτείνοντας” τη δημοκρατία σ' αυτή τη σφαίρα, ας πούμε, οργανώνοντας “δημοκρατικές” τράπεζες υπό λαϊκό έλεγχο. Σε τέτοιες “δημοκρατικές” διαδικασίες (που, βεβαίως, έχουν να παίξουν θετικό ρόλο), ανεξάρτητα του πόσο ριζοσπαστικός είναι ο αντικαπιταλισμός μας, η λύση που επιδιώκεται είναι να εφαρμοστούν οι δημοκρατικοί μηχανισμοί – οι οποίοι , δεν θα έπρεπε να ξεχνούμε, είναι τμήμα των μηχανισμών του “αστικού” κράτους που εγγυάται την ανενόχλητη λειτουργία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής.
Η εμφάνιση ενός διεθνούς κινήματος διαμαρτυρίας χωρίς συνεκτικό πρόγραμμα δεν είναι, συνεπώς, τυχαία: αντανακλά μια βαθύτερη κρίση, μια κρίση χωρίς εμφανή λύση. Η κατάσταση είναι όπως στην ψυχανάλυση, όπου ο ασθενής γνωρίζει την απάντηση (τα συμπτώματά του είναι τέτοιες απαντήσεις), αλλά δεν γνωρίζει σε τι απαντούν και ο αναλυτής πρέπει να διατυπώσει το ερώτημα. Μόνο μέσα από μια τέτοια υπομονετική δουλειά θα εμφανιστεί ένα πρόγραμμα.
Σε ένα παλιό ανέκδοτο από την εκλιπούσα Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, ένας Γερμανός εργάτης πιάνει δουλειά στη Σιβηρία. Επειδή γνωρίζει ότι οι επιστολές του θα διαβάζονται από τους λογοκριτές , λέει στους φίλους του:
"Ας φτιάξουμε έναν κώδικα: αν το γράμμα που θα λάβετε από μένα είναι γραμμένο με το συνηθισμένο μπλε μελάνι, είναι αληθινό. Αν είναι γραμμένο με κόκκινο είναι πλαστό”.
Ύστερα από έναν μήνα, οι φίλοι του παίρνουν το πρώτο γράμμα γραμμένο με μπλε μελάνι:
"Όλα είναι θαυμάσια εδώ: τα μαγαζιά είναι γεμάτα, τα τρόφιμα άφθονα, τα διαμερίσματα μεγάλα και με καλή θέρμανση, κινηματογράφοι δείχνουν δυτικές ταινίες, υπάρχουν πολλά όμορφα κορίτσια διαθέσιμα για ερωτικό δεσμό – το μόνο που δεν υπάρχει είναι κόκκινο μελάνι”.
Δεν είναι αυτή η κατάστασή μας σήμερα; Έχουμε όλες τις ελευθερίες που θέλει κάποιος – το μόνο που λείπει είναι το “κόκκινο μελάνι”: αισθανόμαστε ελεύθεροι, επειδή δεν έχουμε την ίδια τη γλώσσα για να αρθρώσουμε την ανελευθερία μας. Αυτό που σημαίνει η έλλειψη κόκκινου μελανιού είναι ότι, σήμερα, όλοι οι βασικοί όροι που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε την παρούσα σύγκρουση --”πόλεμος κατά της τρομοκρατίας”, “δημοκρατία και ελευθερία”, “ανθρώπινα δικαιώματα” κ.ο.κ.-- είναι όροι ψευδείς, που δημιουργούν συγκεχυμένη πρόσληψη της κατάστασης αντί να μας επιτρέπουν να σκεφτούμε γι' αυτήν.
Το καθήκον μας σήμερα είναι να δώσουμε στους διαδηλωτές κόκκινο μελάνι.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)