Από τον Αργύρη Φασούλα
Οι πρόσφατες επιθέσεις της Χρυσής Αυγής σε εμποροπανηγύρεις του Μεσολογγίου και της Ραφήνας έφεραν στο προσκήνιο για ακόμη μια φορά το θέμα της βίας, της νομιμότητας και των ορίων τους. Το ζήτημα επανέρχεται πολύ συχνά τον τελευταίο καιρό και συζητιέται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο από τον κόσμο, ιδιαίτερα από τον Δεκέμβρη του 2008 και τη δολοφονία του Αλ. Γρηγορόπουλου. Τότε τέθηκε για πρώτη φορά, με μια τέτοια ένταση μάλιστα που μάλλον εύκολα εξηγείται από το συλλογικό σοκ και τη βιαιότητα των επεισοδίων που ακολούθησαν.
Ανάμεσα στο πλήθος των απόψεων που ακούγονταν την περίοδο εκείνη, εμφανίστηκε και το περίφημο σλόγκαν «καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Μάλιστα, εάν θυμάμαι καλά, η φράση πρωτοχρησιμοποιήθηκε από το ελληνικό κράτος -και όχι μόνο- λίγο νωρίτερα, κατά τον πόλεμο του 2007-2008 μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης. Η συνολική καταδίκη της βίας στο πλαίσιο της λογικής τήρησης «ίσων αποστάσεων» αποτέλεσε την διπλωματική γραμμή των δυτικών κρατών απέναντι στον άνισο αυτόν πόλεμο.
Η αποστροφή προς τη βία και τις βίαιες πράξεις αποτέλεσε πυλώνα της ανάλυσης των γεγονότων του Δεκέμβρη για μια μεγάλη μερίδα διανοούμενων, δημοσιογράφων και πολιτικών, που έσπευσε τότε να απορρίψει με συνοπτικές διαδικασίες το φαινόμενο –καθότι βίαιο- χαρακτηρίζοντάς το ως επισφράγισμα της κοινωνικής αποσάθρωσης και της κατάρρευσης των αξιών. Το κράτος βρισκόμενο στο μάτι του κυκλώνα, καθώς θεωρήθηκε ηθικός αυτουργός για τη δολοφονία του 15χρονου, επιχείρησε ξανά την τήρηση «ίσων αποστάσεων»: φυσικά η δολοφονία του Γρηγορόπουλου ήταν απαράδεκτη (αν και ο τότε υπουργός Εσωτερικών, Π. Παυλόπουλος, ουδέποτε παραδέχτηκε την ηθική του ή οποιαδήποτε άλλης μορφής ευθύνη), αλλά από την άλλη η βία του δρόμου, οι οργισμένες πορείες, οι συγκεντρώσεις μαθητών μπροστά από τα αστυνομικά τμήματα και τα «μπάχαλα» στην Πανεπιστημίου και την Πατησίων ήταν εξίσου ανεπίτρεπτα και καταδικαστέα. Κατά έναν περίεργο δε τρόπο φαινόταν να δίνεται περισσότερη βάση στην καταδίκη αυτών των τελευταίων. Οι λόγοι από πλευράς κράτους ήταν, φυσικά, ευνόητοι.
Υπό αυτό το πρίσμα το οποίο άρχισε τότε να παίρνει μορφή, οι τρεις νεκροί της Μαρφίν κατά τη μεγάλη πορεία της 5ης Μάη του 2010 θεωρήθηκαν «κληρονομιά του Δεκέμβρη», άδικα θύματα της ατιμωρησίας, της ανεξέλεγκτης δράσης των ακραίων στοιχείων. Διαμορφώθηκε έτσι φαντασιακά το αριστερό άκρο της πολιτικής τραμπάλας, η βίαιη ακροαριστερά (συμπεριλαμβανομένου του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου), η οποία λειτουργώντας εκτός πλαισίων νομιμότητας, ασκούσε τυφλή βία εμφορούμενη από μηδενιστικές και αντικοινωνικές αντιλήψεις. Έμενε να ενταθούν οι ρατσιστικές επιθέσεις της Χ.Α. στο κέντρο της Αθήνας δύο χρόνια αργότερα, για να συμπληρωθεί το αναλυτικό σχήμα των «βίαιων άκρων».
Οι εισηγητές και οι υποστηρικτές αυτής της άποψης κρατούν ψηλά τη σημαία της μηδενικής ανοχής απέναντι στη βία. Τηρώντας ίση απόσταση από τα «βίαια άκρα», αποτελούν οι ίδιοι έναν νεοφανή μεσαίο χώρο, όχι με την παλιά πολιτική έννοια -μεταξύ δηλαδή της Αριστεράς και της Δεξιάς- αλλά με την έννοια ενός αφηρημένου «κοινού νου», της προοδευτικής μετριοπάθειας, που δυστυχώς λείπει από την πλειοψηφία των συμπολιτών τους. Αυτοί λοιπόν οι «νέο-κεντρώοι» -όχι απαραίτητα κακοπροαίρετοι- είναι κατά βάση αντί- βίαιοι, νιώθουν αποστροφή για την παρανομία, αγανακτούν με το κράτος που δεν κάνει σωστά τη δουλειά του, στηλιτεύουν την ελληνική ανθρωπολογική ιδιαιτερότητα της τεμπελιάς και της απατεωνιάς. Φυσικά οι ίδιοι δεν αποτελούν μέρος αυτής της πραγματικότητας. Αντιπροσωπεύουν τον εκσυγχρονισμό, το νοικοκύρεμα, τη δημιουργία, τον δυτικό ορθολογισμό και την πρόοδο. Η αγιογραφία του Κέντρου συμπληρώνεται με πινελιές αυτομαστίγωσης και αυτοθυματοποίησης, καθώς οι φορείς της νιώθουν τους τίμιους εαυτούς τους να ασφυκτιούν ανάμεσα στα τερατώδη άκρα που κατατρών το κάθε τι- αργοναύτες μεταξύ συμπληγάδων.
Το άρθρο του Στ. Κασιμάτη («Η ευκαιρία της Χρυσής Αυγής για τη δημοκρατία», Καθημερινή, 18/09/2012), που πρόσφατα τράβηξε τα φώτα της δημοσιότητας, αποτελεί χαρακτηριστικό προϊόν αυτής της θέασης των πραγμάτων. Ανεξαρτήτως εάν ήταν σωστή ή όχι η ανάλυσή του σύμφωνα με την οποία η κύρια υπεύθυνος για της άνοδο της Χ.Α. είναι η Αριστερά (προσωπικά τη βρίσκω απλοϊκή και κατ΄ επέκταση λανθασμένη ως ανάλυση), ο Στ. Κασιμάτης μας δίνει την ευκαιρία να εξετάσουμε ένα απ’ τα κλασικότερα δείγματα αυτής της «παράδοσης».
Σύμφωνα με την ανάγνωση λοιπόν των «νέο-κεντρώων», τα «βίαια άκρα» είναι το καταφύγιο όλων των βίαιων πράξεων και ουσιαστικά ταυτίζονται. Αυτό οδηγεί σε παράδοξους συλλογισμούς όπως για παράδειγμα: τα παιδιά που πετάνε νεράντζια στο αστυνομικό τμήμα είναι το ίδιο με τη δολοφονία ενός εφήβου από κρατικό λειτουργό, το κλείσιμο των λιμανιών είναι το ίδιο με το μαχαίρωμα των μεταναστών, η εξέγερση των κατοίκων της Κερατέας είναι ταυτόσημο με τα χαστούκια του Κασιδιάρη κ.λπ. Μεταξύ αυτών των βίαιων πράξεων –σύμφωνα πάντα με την παραπάνω λογική-δεν έχει αξία να κάτσουμε να διακρίνουμε διαφορές, να τις διαβαθμίσουμε ή να τις αξιολογήσουμε ξεχωριστά. «Για μένα δεν υπάρχει κατηγοριοποίηση της βίας, η μούντζα είναι σφαίρα επειδή γεννά τη σφαίρα, όπως η μυική πίεση στη σκανδάλη του περιστρόφου — να φοβόμαστε τα γιαούρτια απ’ όπου κι αν προέρχονται» γράφει ο Κ. Αθανασιάδης (Lifo, 12/7/2012). Η μούντζα και η δολοφονία είναι λοιπόν το ίδιο: η λογική έχει πάει περίπατο.
Ακόμα κι αν επιμείνουμε να χαρακτηρίζουμε καταχρηστικά «λογική» αυτή τη χοντροκοπιά, θα πρέπει να παραδεχτούμε το δίχως άλλο ότι η αντίληψη αυτή παύει να είναι απλώς αδιέξοδη ή παράλογη, αλλά γίνεται πια επικίνδυνη και υστερόβουλη, από τη στιγμή που ορισμένες κατά κοινή ομολογία βίαιες πράξεις γίνονται ρητά ή άρρητα (λίγη σημασία έχει) αποδεκτές: η βία των ΜΑΤ και του κράτους συνολικότερα, στις αναρίθμητες καθημερινές εκφάνσεις της, είναι στην καλύτερη περίπτωση αναγκαία κακά, «άκομψες λύσεις».
Αυτό που διαπιστώνουμε όμως τελικά είναι ότι, στην ουσία, το πρόβλημα δεν φαίνεται να είναι ούτε η βιαιότητα των πράξεων, ούτε η βία αυτή καθεαυτή, αλλά η νομιμότητα. Ο Ι.Κ. Πρετεντέρης γράφει «Λυπάμαι, παιδιά, αλλά δεν υπάρχει καλή και κακή ανομία. […]. Η αριστερή τραγουδίστρια που κλέβει την Εφορία είναι το ίδιο κοινωνικά αποτρόπαια με τον μαυροντυμένο «φουσκωτό» που δέρνει Πακιστανούς» (Βήμα, 16/09/2012). Τα «άκρα» λοιπόν φαίνεται πως πριν από οτιδήποτε άλλο είναι άνομα, πηγαίνοντας κόντρα στους επίσημους θεσμούς και το νόμιμο κράτος. Και το «Άγιο Κέντρο» το μόνο που ζητά είναι το κράτος να κάνει τη δουλειά του τηρώντας τον νόμο και την τάξη.
Οι άμεσες συνέπειες αυτής της μυθολογίας είναι θλιβερές και τρομακτικές: πρώτον, εμφανίζει την υπακοή στο κράτος ως τη μόνη ηθικά και πολιτικά αποδεκτή λύση, βαφτίζοντας απαράδεκτη την κοινωνική διαμαρτυρία («παραδοσιακά», για το κράτος, η διαμαρτυρία είναι πάντοτε μειοψηφική). Δεύτερον, εξισώνει σε ηθικό και πολιτικό επίπεδο φαινόμενα όπως η ρατσιστική δολοφονία και η φοροδιαφυγή επί παραδείγματι, πράγμα τερατώδες.
Ποια μπορεί να είναι η θέση μας απέναντι σε αυτά τα ιδεολογήματα; Μήπως η άρνηση καταδίκης της βίας «απ’ όπου κι αν προέρχεται» θα μας οδηγούσε σε μια άκριτη αποδοχή της βίας; Αυτός είναι άραγε ο κίνδυνος που καραδοκεί; Ή μήπως εάν προβαίναμε στην εξέταση και την ψύχραιμη κρίση των πολυποίκιλων πράξεων που συλλήβδην τσουβαλιάζονται εξαιτίας αυτής της λογικής υπό την ταμπέλα «βίαιες», θα ρισκάραμε να μας κατηγορήσει κάποιος ότι χρησιμοποιούμε δυο μέτρα και δύο σταθμά;
Μα, η ικανότητα διάκρισης μεταξύ συμπεριφορών, η θεμελιώδης δυνατότητα αξιολόγησης των πράξεων είναι αυτή η νοητική προσπάθεια η οποία μας κάνει να αποφεύγουμε να τα θεωρούμε όλα ένα- έναν χυλό! Μια εναλλακτική ανάγνωση δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να δικαιολογούμε κάθε είδος βίας, πόσο μάλλον να επιδιώκουμε την βίαιη σύγκρουση θεωρώντας την αναγκαίο κακό. Το μη τσουβάλιασμα των συμπεριφορών είναι η πρόκληση αυτή που θα δώσει διεξόδους και υγιείς αντιδράσεις. Οι οπαδοί του «μετριοπαθούς κέντρου» -ενδεχομένως χωρίς να το καταλαβαίνουν- αναπαράγουν ό,τι κατηγορούν. Καρδιά της συλλογιστικής τους είναι η συλλογική καταδίκη, δίχως περαιτέρω κριτήρια. Είναι η ίδια συλλογιστική που επιτρέπει στη Χ.Α. να λέει «όλοι οι μετανάστες είναι εγκληματίες».
Υπάρχουν άλλες αξίες και γνώμονες με τους οποίους μπορούμε και θα έπρεπε να εξετάζουμε την πολιτική και την κοινωνία, πέρα από το νόμιμο ή το άνομο. Οι ναζιστικές επιθέσεις της Χ.Α. και η δολοφονία των τριών ανθρώπων στη Μαρφίν είναι απαράδεκτες όχι επειδή είναι βίαιες ή παράνομες, αλλά επειδή δεν πιστεύουν στην αξία της ανθρώπινης ζωής και στην αξιοπρέπεια. Και φυσικά είναι εντελώς διαφορετικά φαινόμενα -ουσιωδώς ξεχωριστά!- από το φακελάκι ή το μη κόψιμο απόδειξης τα οποία μπορούν παρόλα αυτά με τη σειρά τους να κριθούν αρνητικά. Αλίμονό μας αν δεν μπορούμε να δούμε την βαθιά διαφορά μεταξύ των δυο! Δεν τίθεται θέμα προνομιακής μεταχείρισης της «αριστερής» από τη «δεξιά» βία, αλλά διάκριση μεταξύ διαφορετικής ποιότητας βίαιων πράξεων.
Αν σκεφτούμε τα πράγματα έτσι, ο ναζισμός δεν είναι πια το ίδιο με το παράνομο παρκάρισμα, η παθητική υποταγή στο κράτος δεν είναι πάντα ηθικά σωστή, το να ασκεί κανείς κριτική στην κρατική αυθαιρεσία και την κομματοκρατία δεν είναι ανάγκη να γίνει από δεξιά ή ακροδεξιά μπάντα. Ας ξεκολλήσουμε από τον μύθο τον έκνομων άκρων και του «Άγιου Κέντρου» και ας προσπαθήσουμε να δούμε πως για τους δημοκράτες και όσους πιστεύουν στην ανάγκη ενός ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας μας, η άνοδος της Χ.Α. δεν θα είναι ποτέ και για κανέναν λόγο ευκαιρία για τη δημοκρατία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου