Πηγή: Του Αδάμ Γιαννίκου – «Unfollow»
Πάνω από 30 δημοψηφίσματα που σχετίζονται με την Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν διεξαχθεί σε χώρες της Γηραιός Ηπείρου τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Ο αριθμός γίνεται ακόμα μεγαλύτερος αν προστεθούν δημοψηφίσματα σχετικά με πολιτειακά, κοινωνικά και άλλα ζητήματα εσωτερικού ενδιαφέροντος, ενώ πολλαπλασιάζεται αν συνυπολογιστούν τα δημοψηφίσματα που διεξάγονται κάθε χρόνο στην Ελβετία. Κατά τα φαινόμενα, εκατοντάδες δημοψηφίσματα δεν κατάφεραν μέχρι σήμερα να φτιάξουν την Ευρώπη των λαών. Μπορεί να το καταφέρει η Ευρωπαϊκή Αριστερά;
Για να έχει νόημα μια απάντηση, προϋπόθεση είναι να έχει νόημα η ερώτηση. Στην Ευρώπη, η κοινή γνώμη έχει συνδέσει τα δημοψηφίσματα με τις διαδικασίες επικύρωσης ευρωπαϊκών συνθηκών που ακολούθησαν συγκεκριμένες χώρες και όπου η απόφαση των ψηφοφόρων αψήφησε την καθεστηκυία τάξη.
Το «όχι» των Δανών στη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 και το «όχι» για την ένταξη στην ΟΝΕ το 2000, το «όχι» των Νορβηγών το 1994 για την ένταξη στην ΕΕ, η απόρριψη από τους Ιρλανδούς της Συνθήκης της Νίκαιας το 2001 και της Συνθήκης της Λισσαβόνας το 2008, το «όχι» των Σουηδών για την ένταξη της χώρας τους στο ευρώ το 2003, τα ηχηρά «όχι» των Ολλανδών και των Γάλλων στην κύρωση της Συνταγματικής Συνθήκης της ΕΕ το 2005, δημιούργησαν την εντύπωση πως, ενδεχομένως, να μπορεί κανείς να στρίψει από τη λογική των μονόδρομων, χωρίς να κινδυνεύει να εξαφανιστεί.
Το ξέσπασμα μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης που ερχόταν αλλά κανείς δεν ήθελε να δει και που μέσα σε λίγα χρόνια γιγαντώθηκε σε κρίση χρέους κυρίαρχων κρατών στην καρδιά της Δύσης συνέθλιψε τις όποιες ψευδαισθήσεις. Παρά τον αρχικό τους αιφνιδιασμό, οι μεγάλοι της Ευρώπης κατάφεραν να επιβάλουν με σιδηρά πειθαρχία ένα πρότυπο «διάσωσης» για όλους, χωρίς εναλλακτικές.
Πολλοί θα πουν ότι αυτή η διαχείριση της κρίσης από τα ευρωπαϊκά διευθυντήρια είναι αποσπασματική, ανέμπνευστη, άνιση, αργή και αποτυχημένη, γιατί στην τελική πλήττει την ίδια την ιδέα της Ευρώπης, όπως αυτή εκλαμβάνεται ως τόπος κοινωνικής ευημερίας και δημοκρατικών παραδόσεων. Αν, όμως, ο σκοπός ήταν να μην πληγούν τα θεμέλια του συστήματος, τότε δεν φαίνεται να τα πήγαν καθόλου άσχημα.
Τα θεμέλια αυτά μπήκαν κατά τη δεκαετία του 1980, επιβάλλοντας ένα εξελιγμένο μοντέλο εξαγωγικής ανάπτυξης μέσω του διεθνούς ανοίγματος του εμπορίου και της πλήρους απελευθέρωσης των χρηματοπιστωτικών ροών. Αυτό προϋπέθετε την απομάκρυνση του κράτους
από τον παρεμβατικό του ρόλο και τον περιορισμό του στο ρόλο εγγυητή του οικονομικού ρίσκου το οποίο ενείχε η πλήρης παράδοση της οικονομίας στον ιδιωτικό τομέα – διαδικασία που αποτυπώθηκε στην απομάκρυνση της σοσιαλδημοκρατίας από τις ιδρυτικές αρχές της και τον περιορισμό της στο ρόλο εγγυητή του ρίσκου, το οποίο ενείχε η πλήρης παράδοση της πολιτικής στην προγραμματική σύγκλιση των νεοφιλελεύθερων και νεοσυντηρητικών δυνάμεων.
Επί δύο δεκαετίες, οι εθνικοί καπιταλισμοί της Ευρώπης συνέκλιναν στην πραγματοποίηση της ενιαίας αγοράς και επέβαλαν τη διεύρυνση προς ανατολής, υπακούοντας σε στρατηγικές βίαιης νομισματικής ενοποίησης σε οικονομίες με διαρθρωτικά προβλήματα, αλλά αντιστάθηκαν στην πολιτική ενοποίηση, γενικεύοντας τη στασιμότητα που ήταν απότοκο των αρχιτεκτονικών ανισορροπιών του οικοδομήματος. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση οικοδομήθηκε πάνω σε αυτά τα θεμέλια, ακριβώς ώστε οι παραδοσιακές δυνάμεις της Γηραιός Ηπείρου να εισέλθουν με αξιώσεις στη νέα εποχή της εταιρικής παγκοσμιοποίησης που αφαιρούσε τα σύνορα από τα έθνη-κράτη και τα τοποθετούσε μέσα στις κοινωνίες.
Οι πολιτικές ελίτ ήταν πρόθυμες να θυσιάσουν ακόμα και την άλλοτε ιερή μεσαία τάξη, της οποίας τα κοινωνικά συμβόλαια του μεταπολεμικού παραδείγματος είχαν πλέον λήξει. Το φαινόμενο της «περιστρεφόμενης πόρτας», που τροφοδοτούσε τις κυβερνητικές γραμμές με δοκιμασμένα στελέχη του ιδιωτικού τομέα και τούμπαλιν, δεν άφηνε κανέναν ενδοιασμό για το ποιες ήταν οι ταξικές προτεραιότητες μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Οι αμαρτίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος φορτώθηκαν στους κρατικούς προϋπολογισμούς, επιδεινώνοντας ακόμα περισσότερο το έλλειμμα ζήτησης, που αποτυπωνόταν στα ποσοστά ανεργίας και στα κενά της παραγωγής.
Η παλιά καλή συνταγή της Άγριας Δύσης με δοκιμασμένα υλικά την ενίσχυση της ιδιωτικής πίστωσης για προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, τον ανταγωνισμό της εργασίας και τον αναβαθμισμένο ρόλο του ΔΝΤ ως εγγυητή των αναγκαίων (αντί) μεταρρυθμίσεων, αποδεικνύει πως η πρόσφατη κρίση ήρθε κι έμεινε περισσότερο ως ευκαιρία και λιγότερο ως αγωνία.
Το οικοδόμημα αυτό που είχε διεύθυνση στο Τέλος της Ιστορίας, δεν προέβλεπε δωμάτιο για την Αριστερά. Παρά την αποκαθήλωση των κομμουνιστικών της οικοσήμων μετά το 1989, ο υπαρκτός νεοφιλελευθερισμός δεν της άφησε κανένα περιθώριο. Επιχείρησε να την αποκόψει ακόμα κι από ιστορικά προνομιακούς γι” αυτήν χώρους ιδεολογικής αναπαραγωγής, όπως τα πανεπιστήμια, τα οποία μετατράπηκαν σε φυτώρια τεχνοκρατών και απολιτίκ θεωρητικών της κινητής τηλεφωνίας.
Αυτό, όμως, που αρχικά φαινόταν ως παντοδυναμία της νέας τάξης έγινε η αχίλλειος πτέρνα της. Ο ρυθμός με τον οποίο διογκώνονταν οι εισοδηματικές ανισότητες, αλλά και η απογοήτευση που συνόδευσε τον αρχικό ενθουσιασμό για την ενωμένη Ευρώπη των ελεύθερων λαών, σε συνδυασμό με το κύμα αγανάκτησης για τις επεμβάσεις σε Ιράκ και Αφγανιστάν, αποτυπώθηκε στις κάλπες με λέξεις από το ριζοσπαστικό λεξιλόγιο του 19ου αιώνα. Λέξεις, που άλλες φορές ονομάτιζαν κάποιο κόμμα και άλλες φορές εμφανίζονταν ως ένα απλό «ναι» ή «όχι», δίπλα σε ένα όχι και τόσο απλό ερώτημα, όπως ήταν αυτά που έθεταν τα δημοψηφίσματα.
Ένα ερώτημα που απασχόλησε ιδιαίτερα την ακαδημαϊκή κοινότητα ήταν το κατά πόσο οι ψηφοφόροι στα δημοψηφίσματα επηρεάζονταν από τη γραμμή του κομματικού τους περιβάλλοντος ή αποφάσιζαν με βάση τα όσα γνώριζαν γύρω από το ερώτημα στο οποίο καλούνταν να απαντήσουν.
Διαβάζοντας την έκθεση του Ευρωβαρόμετρου για τη Γαλλία («Post-referendum Survey», Ιούνιος 2005), βλέπουμε ότι στο δημοψήφισμα του 2005 καταγράφηκε υψηλό ποσοστό συμμετοχής (69,3%), το οποίο υπερέβαινε κατά πολύ το αντίστοιχο 42,76% στις ευρωεκλογές του 2004. Τα μεγαλύτερα ποσοστά αποχής καταγράφηκαν στις ηλικίες κάτω των 40, ενώ το χαμηλότερο ποσοστό αποχής καταγράφηκε με 4% στους ψηφοφόρους του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η αποχή ήταν μεγαλύτερη σε όσους δήλωσαν ανεπαρκώς ενημερωμένοι για το ζήτημα (43%) σε σχέση με αυτούς που δήλωσαν το αντίθετο (21%). Ως προς τους λόγους της αποχής, το 60% όσων απείχαν απάντησε ότι το κείμενο ήταν αρκετά περίπλοκο, το 30% ότι δεν θα άλλαζε κάτι με την ψήφο του, το 27% ότι ήθελε να τιμωρήσει την κυβέρνηση, και μόλις το 14% ότι είναι εναντίον της Ευρώπης και της ΕΕ.
«Όχι» ψήφισε η συντριπτική πλειοψηφία των αριστερών ψηφοφόρων, έξι στους δέκα ψηφοφόρους των Σοσιαλιστών και ένας στους τέσσερις ψηφοφόρους της γαλλικής Δεξιάς. Το 61% των κατοίκων της γαλλικής επαρχίας ψήφισε «όχι», και το 55% των κατοίκων της γαλλικής πρωτεύουσας ψήφισε «ναι». Το «όχι», επίσης, επικράτησε στις ηλικίες 18-24 και 40-54.
Ως προς τους λόγους που οδήγησαν στην αρνητική τους ψήφο, οι υποστηρικτές του «όχι» εξέφρασαν κυρίως ανησυχίες για την κοινωνική τους θέση και την κατάσταση της Γαλλίας: το 31% εξ αυτών αναφέρθηκε στις αρνητικές επιπτώσεις του Ευρωσυντάγματος στην απασχόληση, το 26% στη στασιμότητα της γαλλικής οικονομίας, το 19% στον νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα του Ευρω-συντάγματος και το 18% στην τιμωρητική διάθεση απέναντι στον τότε Πρόεδρο της Γαλλίας. Αντίστοιχα, οι υποστηρικτές του «ναι» κινητοποιήθηκαν από τη γενικότερη αντίληψή τους περί ΕΕ: το 39% ανέφερε πως είναι απολύτως απαραίτητη η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ενώ το 16% ότι στηρίζει διαχρονικά την ευρωπαϊκή ιδέα.
Παρά την επικράτηση του «όχι», οι Γάλλοι δήλωσαν σε ποσοστό 88% ότι η συμμετοχή της Γαλλίας στην ΕΕ είναι κάτι καλό, και σε ποσοστό 75% ότι το Ευρωσύνταγμα είναι απαραίτητο για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η φαινομενική αυτή αντίφαση εξηγείται από την πεποίθηση των Γάλλων ότι το «όχι» θα οδηγούσε στην αναδιαπραγμάτευση της Συνταγματικής Συνθήκης προς το κοινωνικότερο (62%), αλλά και στην υπεράσπιση των συμφερόντων της Γαλλίας (59%).
Αυτή η αντίφαση θυμίζει τη σημερινή στάση των Ελλήνων ψηφοφόρων, οι περισσότεροι από τους οποίους επιθυμούν παραμονή στο ευρώ και, ταυτόχρονα, διαπραγμάτευση καλύτερων όρων συμμετοχής σε αυτό, ενισχύοντας τη διαπίστωση ότι στην κρίση αυτοί που σκλήρυναν τη στάση τους δεν είναι οι φτωχοποιημένες πλέον μεσαίες τάξεις, αλλά οι απασφαλισμένες πλέον ευρωπαϊκές ελίτ.
Θα μπορούσε κανείς εδώ να επικαλεστεί ως αντεπιχείρημα τα διαφορετικά μεγέθη των δύο οικονομιών, που διαφοροποιούν τις διαδικασίες πειθάρχησης. Ακόμα κι έτσι, το ευρωπαϊκό κατεστημένο δεν πήρε αψήφιστα την πολιτική ανταρσία του 2005 στον πυρήνα της Ευρωζώνης.
Το «όχι» στο ολλανδικό δημοψήφισμα του 2005 θεωρήθηκε νίκη του ακροαριστερού Σοσιαλιστικού Κόμματος, του μόνου κόμματος εξ αριστερών του κέντρου που τάχθηκε αναφανδόν υπέρ του «όχι» και του οποίου η αντινεοφιλελεύθερη ρητορική έβρισκε τα προηγούμενα χρόνια ολοένα και μεγαλύτερη απήχηση στην κατακερματισμένη εργατική τάξη της χώρας. Μία εβδομάδα μετά το δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε μεγάλη συγκέντρωση διαμαρτυρίας των συνδικάτων στο Άμστερνταμ, όπου το Σοσιαλιστικό Κόμμα έκανε επίδειξη δύναμης. Στις εθνικές εκλογές του 2006, το ολλανδικό πρώην ΚΚΕ μ-λ τριπλασίασε σχεδόν τα ποσοστά του στο 16,6% και έγινε το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα του ολλανδικού κοινοβουλίου.
Ο πόλεμος φθοράς και οι αιτιάσεις περί ανεύθυνης Αριστερός, που εξαπέλυσαν οι σοσιαλδημοκράτες του PvdA, αποτυπώθηκε στα μειωμένα εκλογικά ποσοστά του 2010. Παρά τις δημοσκοπήσεις που το έφερναν πρώτο με 23,3%, το 2012 (πέμπτη εκλογική αναμέτρηση μέσα σε δέκα χρόνια), το Σοσιαλιστικό Κόμμα παρέμεινε κοντά στο 10%, καθώς ανάμεσα στους απογοητευμένους ψηφοφόρους του PvdA επικράτησε η λογική της «χαμένης ψήφου» απέναντι στο νεοφιλελεύθερο VVD, το οποίο κυβερνά μέχρι σήμερα μαζί με τους… σοσιαλδημοκράτες με ατζέντα λιτότητας. Στις πρόσφατες περιφερειακές εκλογές το Σοσιαλιστικό Κόμμα αύξησε τα ποσοστά του και το PvdA του Γερούν Ντάισελμπλουμ κατακρημνίστηκε.
Ο πρωταγωνιστικός ρόλος της ριζοσπαστικής αριστεράς στα δημοψηφίσματα των τελευταίων δέκα ετών, συμπεριλαμβανομένων αυτών στην Ιρλανδία για την κύρωση της Συνθήκης της Λισσαβόνας και στη Σκοτία για την ανεξαρτησία από το Ηνωμένο Βασίλειο, είναι αναγκαίες, αλλά όχι ικανές συνθήκες για την πολιτική της επικράτηση. Το ευρωπαϊκό κατεστημένο γνωρίζει πώς να κρύβει πολλά ερωτήματα σε μία προκαθορισμένη επιθυμητή απάντηση. Ανάμεσα στο «όχι» των Ιρλανδών στις 12/6/2008 και στο «ναι» στις 2/10/2009 μεσολάβησαν η είδηση ότι η Ιρλανδία έγινε η πρώτη χώρα της Ευρωζώνης που μπαίνει σε ύφεση (α”-β” τρίμηνο 2008), η αυτοκτονική απόφαση της κυβέρνησης να εγγυηθεί όλα τα δάνεια των ιρλανδικών τραπεζών συνολικού ύψους 440 δισ. ευρώ (30/9/2008), η εκτόξευση της ανεργίας στο 11% (2/2009) -το μεγαλύτερο ποσοστό από το 1996-, αποδεικνύοντας ότι ο φόβος φυλάει τα έρημα.
«Η Βρετανία ήταν ανέκαθεν ένας εξέχων σύμμαχός μας και θέλουμε να βεβαιωθούμε ότι ένας από τους στενότερους συμμάχους μας θα παραμείνει ισχυρός, εύρωστος και αποτελεσματικός», σχολίαζε με νόημα τον περασμένο Ιούνιο ο Μπαρόκ Ομπάμα αναφορικά με το επικείμενο δημοψήφισμα στη Σκοτία. Μια εβδομάδα πριν από το δημοψήφισμα της 18ης Σεπτεμβρίου, η κατά 80% κρατικοποιημένη Royal Bank of Scotland και η κατά 25% κρατικοποιημένη Lloyds ανακοίνωσαν ότι προτίθενται να αποχωρήσουν από τη Σκοτία αν επικρατήσει το «ναι».
Η Ευρώπη όχι απλώς δεν αναγνωρίζει τα λάθη της, αλλά απαιτεί την επανάληψη της Ιστορίας. Ποια Ευρώπη των λαών;
Πάνω από 30 δημοψηφίσματα που σχετίζονται με την Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν διεξαχθεί σε χώρες της Γηραιός Ηπείρου τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Ο αριθμός γίνεται ακόμα μεγαλύτερος αν προστεθούν δημοψηφίσματα σχετικά με πολιτειακά, κοινωνικά και άλλα ζητήματα εσωτερικού ενδιαφέροντος, ενώ πολλαπλασιάζεται αν συνυπολογιστούν τα δημοψηφίσματα που διεξάγονται κάθε χρόνο στην Ελβετία. Κατά τα φαινόμενα, εκατοντάδες δημοψηφίσματα δεν κατάφεραν μέχρι σήμερα να φτιάξουν την Ευρώπη των λαών. Μπορεί να το καταφέρει η Ευρωπαϊκή Αριστερά;
Για να έχει νόημα μια απάντηση, προϋπόθεση είναι να έχει νόημα η ερώτηση. Στην Ευρώπη, η κοινή γνώμη έχει συνδέσει τα δημοψηφίσματα με τις διαδικασίες επικύρωσης ευρωπαϊκών συνθηκών που ακολούθησαν συγκεκριμένες χώρες και όπου η απόφαση των ψηφοφόρων αψήφησε την καθεστηκυία τάξη.
Το «όχι» των Δανών στη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 και το «όχι» για την ένταξη στην ΟΝΕ το 2000, το «όχι» των Νορβηγών το 1994 για την ένταξη στην ΕΕ, η απόρριψη από τους Ιρλανδούς της Συνθήκης της Νίκαιας το 2001 και της Συνθήκης της Λισσαβόνας το 2008, το «όχι» των Σουηδών για την ένταξη της χώρας τους στο ευρώ το 2003, τα ηχηρά «όχι» των Ολλανδών και των Γάλλων στην κύρωση της Συνταγματικής Συνθήκης της ΕΕ το 2005, δημιούργησαν την εντύπωση πως, ενδεχομένως, να μπορεί κανείς να στρίψει από τη λογική των μονόδρομων, χωρίς να κινδυνεύει να εξαφανιστεί.
Το ξέσπασμα μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης που ερχόταν αλλά κανείς δεν ήθελε να δει και που μέσα σε λίγα χρόνια γιγαντώθηκε σε κρίση χρέους κυρίαρχων κρατών στην καρδιά της Δύσης συνέθλιψε τις όποιες ψευδαισθήσεις. Παρά τον αρχικό τους αιφνιδιασμό, οι μεγάλοι της Ευρώπης κατάφεραν να επιβάλουν με σιδηρά πειθαρχία ένα πρότυπο «διάσωσης» για όλους, χωρίς εναλλακτικές.
Πολλοί θα πουν ότι αυτή η διαχείριση της κρίσης από τα ευρωπαϊκά διευθυντήρια είναι αποσπασματική, ανέμπνευστη, άνιση, αργή και αποτυχημένη, γιατί στην τελική πλήττει την ίδια την ιδέα της Ευρώπης, όπως αυτή εκλαμβάνεται ως τόπος κοινωνικής ευημερίας και δημοκρατικών παραδόσεων. Αν, όμως, ο σκοπός ήταν να μην πληγούν τα θεμέλια του συστήματος, τότε δεν φαίνεται να τα πήγαν καθόλου άσχημα.
Τα θεμέλια αυτά μπήκαν κατά τη δεκαετία του 1980, επιβάλλοντας ένα εξελιγμένο μοντέλο εξαγωγικής ανάπτυξης μέσω του διεθνούς ανοίγματος του εμπορίου και της πλήρους απελευθέρωσης των χρηματοπιστωτικών ροών. Αυτό προϋπέθετε την απομάκρυνση του κράτους
από τον παρεμβατικό του ρόλο και τον περιορισμό του στο ρόλο εγγυητή του οικονομικού ρίσκου το οποίο ενείχε η πλήρης παράδοση της οικονομίας στον ιδιωτικό τομέα – διαδικασία που αποτυπώθηκε στην απομάκρυνση της σοσιαλδημοκρατίας από τις ιδρυτικές αρχές της και τον περιορισμό της στο ρόλο εγγυητή του ρίσκου, το οποίο ενείχε η πλήρης παράδοση της πολιτικής στην προγραμματική σύγκλιση των νεοφιλελεύθερων και νεοσυντηρητικών δυνάμεων.
Επί δύο δεκαετίες, οι εθνικοί καπιταλισμοί της Ευρώπης συνέκλιναν στην πραγματοποίηση της ενιαίας αγοράς και επέβαλαν τη διεύρυνση προς ανατολής, υπακούοντας σε στρατηγικές βίαιης νομισματικής ενοποίησης σε οικονομίες με διαρθρωτικά προβλήματα, αλλά αντιστάθηκαν στην πολιτική ενοποίηση, γενικεύοντας τη στασιμότητα που ήταν απότοκο των αρχιτεκτονικών ανισορροπιών του οικοδομήματος. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση οικοδομήθηκε πάνω σε αυτά τα θεμέλια, ακριβώς ώστε οι παραδοσιακές δυνάμεις της Γηραιός Ηπείρου να εισέλθουν με αξιώσεις στη νέα εποχή της εταιρικής παγκοσμιοποίησης που αφαιρούσε τα σύνορα από τα έθνη-κράτη και τα τοποθετούσε μέσα στις κοινωνίες.
Οι πολιτικές ελίτ ήταν πρόθυμες να θυσιάσουν ακόμα και την άλλοτε ιερή μεσαία τάξη, της οποίας τα κοινωνικά συμβόλαια του μεταπολεμικού παραδείγματος είχαν πλέον λήξει. Το φαινόμενο της «περιστρεφόμενης πόρτας», που τροφοδοτούσε τις κυβερνητικές γραμμές με δοκιμασμένα στελέχη του ιδιωτικού τομέα και τούμπαλιν, δεν άφηνε κανέναν ενδοιασμό για το ποιες ήταν οι ταξικές προτεραιότητες μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Οι αμαρτίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος φορτώθηκαν στους κρατικούς προϋπολογισμούς, επιδεινώνοντας ακόμα περισσότερο το έλλειμμα ζήτησης, που αποτυπωνόταν στα ποσοστά ανεργίας και στα κενά της παραγωγής.
Η παλιά καλή συνταγή της Άγριας Δύσης με δοκιμασμένα υλικά την ενίσχυση της ιδιωτικής πίστωσης για προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, τον ανταγωνισμό της εργασίας και τον αναβαθμισμένο ρόλο του ΔΝΤ ως εγγυητή των αναγκαίων (αντί) μεταρρυθμίσεων, αποδεικνύει πως η πρόσφατη κρίση ήρθε κι έμεινε περισσότερο ως ευκαιρία και λιγότερο ως αγωνία.
Το οικοδόμημα αυτό που είχε διεύθυνση στο Τέλος της Ιστορίας, δεν προέβλεπε δωμάτιο για την Αριστερά. Παρά την αποκαθήλωση των κομμουνιστικών της οικοσήμων μετά το 1989, ο υπαρκτός νεοφιλελευθερισμός δεν της άφησε κανένα περιθώριο. Επιχείρησε να την αποκόψει ακόμα κι από ιστορικά προνομιακούς γι” αυτήν χώρους ιδεολογικής αναπαραγωγής, όπως τα πανεπιστήμια, τα οποία μετατράπηκαν σε φυτώρια τεχνοκρατών και απολιτίκ θεωρητικών της κινητής τηλεφωνίας.
Αυτό, όμως, που αρχικά φαινόταν ως παντοδυναμία της νέας τάξης έγινε η αχίλλειος πτέρνα της. Ο ρυθμός με τον οποίο διογκώνονταν οι εισοδηματικές ανισότητες, αλλά και η απογοήτευση που συνόδευσε τον αρχικό ενθουσιασμό για την ενωμένη Ευρώπη των ελεύθερων λαών, σε συνδυασμό με το κύμα αγανάκτησης για τις επεμβάσεις σε Ιράκ και Αφγανιστάν, αποτυπώθηκε στις κάλπες με λέξεις από το ριζοσπαστικό λεξιλόγιο του 19ου αιώνα. Λέξεις, που άλλες φορές ονομάτιζαν κάποιο κόμμα και άλλες φορές εμφανίζονταν ως ένα απλό «ναι» ή «όχι», δίπλα σε ένα όχι και τόσο απλό ερώτημα, όπως ήταν αυτά που έθεταν τα δημοψηφίσματα.
Ένα ερώτημα που απασχόλησε ιδιαίτερα την ακαδημαϊκή κοινότητα ήταν το κατά πόσο οι ψηφοφόροι στα δημοψηφίσματα επηρεάζονταν από τη γραμμή του κομματικού τους περιβάλλοντος ή αποφάσιζαν με βάση τα όσα γνώριζαν γύρω από το ερώτημα στο οποίο καλούνταν να απαντήσουν.
Διαβάζοντας την έκθεση του Ευρωβαρόμετρου για τη Γαλλία («Post-referendum Survey», Ιούνιος 2005), βλέπουμε ότι στο δημοψήφισμα του 2005 καταγράφηκε υψηλό ποσοστό συμμετοχής (69,3%), το οποίο υπερέβαινε κατά πολύ το αντίστοιχο 42,76% στις ευρωεκλογές του 2004. Τα μεγαλύτερα ποσοστά αποχής καταγράφηκαν στις ηλικίες κάτω των 40, ενώ το χαμηλότερο ποσοστό αποχής καταγράφηκε με 4% στους ψηφοφόρους του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η αποχή ήταν μεγαλύτερη σε όσους δήλωσαν ανεπαρκώς ενημερωμένοι για το ζήτημα (43%) σε σχέση με αυτούς που δήλωσαν το αντίθετο (21%). Ως προς τους λόγους της αποχής, το 60% όσων απείχαν απάντησε ότι το κείμενο ήταν αρκετά περίπλοκο, το 30% ότι δεν θα άλλαζε κάτι με την ψήφο του, το 27% ότι ήθελε να τιμωρήσει την κυβέρνηση, και μόλις το 14% ότι είναι εναντίον της Ευρώπης και της ΕΕ.
«Όχι» ψήφισε η συντριπτική πλειοψηφία των αριστερών ψηφοφόρων, έξι στους δέκα ψηφοφόρους των Σοσιαλιστών και ένας στους τέσσερις ψηφοφόρους της γαλλικής Δεξιάς. Το 61% των κατοίκων της γαλλικής επαρχίας ψήφισε «όχι», και το 55% των κατοίκων της γαλλικής πρωτεύουσας ψήφισε «ναι». Το «όχι», επίσης, επικράτησε στις ηλικίες 18-24 και 40-54.
Ως προς τους λόγους που οδήγησαν στην αρνητική τους ψήφο, οι υποστηρικτές του «όχι» εξέφρασαν κυρίως ανησυχίες για την κοινωνική τους θέση και την κατάσταση της Γαλλίας: το 31% εξ αυτών αναφέρθηκε στις αρνητικές επιπτώσεις του Ευρωσυντάγματος στην απασχόληση, το 26% στη στασιμότητα της γαλλικής οικονομίας, το 19% στον νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα του Ευρω-συντάγματος και το 18% στην τιμωρητική διάθεση απέναντι στον τότε Πρόεδρο της Γαλλίας. Αντίστοιχα, οι υποστηρικτές του «ναι» κινητοποιήθηκαν από τη γενικότερη αντίληψή τους περί ΕΕ: το 39% ανέφερε πως είναι απολύτως απαραίτητη η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ενώ το 16% ότι στηρίζει διαχρονικά την ευρωπαϊκή ιδέα.
Παρά την επικράτηση του «όχι», οι Γάλλοι δήλωσαν σε ποσοστό 88% ότι η συμμετοχή της Γαλλίας στην ΕΕ είναι κάτι καλό, και σε ποσοστό 75% ότι το Ευρωσύνταγμα είναι απαραίτητο για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η φαινομενική αυτή αντίφαση εξηγείται από την πεποίθηση των Γάλλων ότι το «όχι» θα οδηγούσε στην αναδιαπραγμάτευση της Συνταγματικής Συνθήκης προς το κοινωνικότερο (62%), αλλά και στην υπεράσπιση των συμφερόντων της Γαλλίας (59%).
Αυτή η αντίφαση θυμίζει τη σημερινή στάση των Ελλήνων ψηφοφόρων, οι περισσότεροι από τους οποίους επιθυμούν παραμονή στο ευρώ και, ταυτόχρονα, διαπραγμάτευση καλύτερων όρων συμμετοχής σε αυτό, ενισχύοντας τη διαπίστωση ότι στην κρίση αυτοί που σκλήρυναν τη στάση τους δεν είναι οι φτωχοποιημένες πλέον μεσαίες τάξεις, αλλά οι απασφαλισμένες πλέον ευρωπαϊκές ελίτ.
Θα μπορούσε κανείς εδώ να επικαλεστεί ως αντεπιχείρημα τα διαφορετικά μεγέθη των δύο οικονομιών, που διαφοροποιούν τις διαδικασίες πειθάρχησης. Ακόμα κι έτσι, το ευρωπαϊκό κατεστημένο δεν πήρε αψήφιστα την πολιτική ανταρσία του 2005 στον πυρήνα της Ευρωζώνης.
Το «όχι» στο ολλανδικό δημοψήφισμα του 2005 θεωρήθηκε νίκη του ακροαριστερού Σοσιαλιστικού Κόμματος, του μόνου κόμματος εξ αριστερών του κέντρου που τάχθηκε αναφανδόν υπέρ του «όχι» και του οποίου η αντινεοφιλελεύθερη ρητορική έβρισκε τα προηγούμενα χρόνια ολοένα και μεγαλύτερη απήχηση στην κατακερματισμένη εργατική τάξη της χώρας. Μία εβδομάδα μετά το δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε μεγάλη συγκέντρωση διαμαρτυρίας των συνδικάτων στο Άμστερνταμ, όπου το Σοσιαλιστικό Κόμμα έκανε επίδειξη δύναμης. Στις εθνικές εκλογές του 2006, το ολλανδικό πρώην ΚΚΕ μ-λ τριπλασίασε σχεδόν τα ποσοστά του στο 16,6% και έγινε το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα του ολλανδικού κοινοβουλίου.
Ο πόλεμος φθοράς και οι αιτιάσεις περί ανεύθυνης Αριστερός, που εξαπέλυσαν οι σοσιαλδημοκράτες του PvdA, αποτυπώθηκε στα μειωμένα εκλογικά ποσοστά του 2010. Παρά τις δημοσκοπήσεις που το έφερναν πρώτο με 23,3%, το 2012 (πέμπτη εκλογική αναμέτρηση μέσα σε δέκα χρόνια), το Σοσιαλιστικό Κόμμα παρέμεινε κοντά στο 10%, καθώς ανάμεσα στους απογοητευμένους ψηφοφόρους του PvdA επικράτησε η λογική της «χαμένης ψήφου» απέναντι στο νεοφιλελεύθερο VVD, το οποίο κυβερνά μέχρι σήμερα μαζί με τους… σοσιαλδημοκράτες με ατζέντα λιτότητας. Στις πρόσφατες περιφερειακές εκλογές το Σοσιαλιστικό Κόμμα αύξησε τα ποσοστά του και το PvdA του Γερούν Ντάισελμπλουμ κατακρημνίστηκε.
Ο πρωταγωνιστικός ρόλος της ριζοσπαστικής αριστεράς στα δημοψηφίσματα των τελευταίων δέκα ετών, συμπεριλαμβανομένων αυτών στην Ιρλανδία για την κύρωση της Συνθήκης της Λισσαβόνας και στη Σκοτία για την ανεξαρτησία από το Ηνωμένο Βασίλειο, είναι αναγκαίες, αλλά όχι ικανές συνθήκες για την πολιτική της επικράτηση. Το ευρωπαϊκό κατεστημένο γνωρίζει πώς να κρύβει πολλά ερωτήματα σε μία προκαθορισμένη επιθυμητή απάντηση. Ανάμεσα στο «όχι» των Ιρλανδών στις 12/6/2008 και στο «ναι» στις 2/10/2009 μεσολάβησαν η είδηση ότι η Ιρλανδία έγινε η πρώτη χώρα της Ευρωζώνης που μπαίνει σε ύφεση (α”-β” τρίμηνο 2008), η αυτοκτονική απόφαση της κυβέρνησης να εγγυηθεί όλα τα δάνεια των ιρλανδικών τραπεζών συνολικού ύψους 440 δισ. ευρώ (30/9/2008), η εκτόξευση της ανεργίας στο 11% (2/2009) -το μεγαλύτερο ποσοστό από το 1996-, αποδεικνύοντας ότι ο φόβος φυλάει τα έρημα.
«Η Βρετανία ήταν ανέκαθεν ένας εξέχων σύμμαχός μας και θέλουμε να βεβαιωθούμε ότι ένας από τους στενότερους συμμάχους μας θα παραμείνει ισχυρός, εύρωστος και αποτελεσματικός», σχολίαζε με νόημα τον περασμένο Ιούνιο ο Μπαρόκ Ομπάμα αναφορικά με το επικείμενο δημοψήφισμα στη Σκοτία. Μια εβδομάδα πριν από το δημοψήφισμα της 18ης Σεπτεμβρίου, η κατά 80% κρατικοποιημένη Royal Bank of Scotland και η κατά 25% κρατικοποιημένη Lloyds ανακοίνωσαν ότι προτίθενται να αποχωρήσουν από τη Σκοτία αν επικρατήσει το «ναι».
Η Ευρώπη όχι απλώς δεν αναγνωρίζει τα λάθη της, αλλά απαιτεί την επανάληψη της Ιστορίας. Ποια Ευρώπη των λαών;