ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ:Μία δύσκολη και άνιση ιστορική σχέση – Ευτύχης Μπιτσάκης


εφημ ΠΡΙΝ, 5/5/1991    http://contramee.wordpress.com

ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ: ΜΙΑ ΔΥΣΚΟΛΗ ΚΑΙ ΑΝΙΣΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΧΕΣΗ
Στο προηγούμενο σημείωμα (ΠΡΙΝ, 28.4.91) προσπάθησα να δείξω ότι ο ε­μπειρισμός ήταν συνέπεια της έλλειψης εσωκομματικής δημοκρατίας στο ΚΚΕ και ταυτόχρονα αίτιο της δεξιάς πολιτι­κής και του σημερινού εκφυλισμού. Πράγματι, η δράση του ΚΚΕ κινήθηκε, τουλάχιστον μετά το 1974, σε δυο μη τε­μνόμενα επίπεδα: στο εμπειρικό, των «καθηκόντων» και της καθημερινής πράξης, και σ’ ένα επίπεδο επαναστατικοφανούς γενικολογίας που περνιόταν για θεωρία, Η απουσία στρατηγικής και η ευκαιριακή πολιτική ήταν συνέπειες αλλά και παράγοντες στρέβλωσης και εκφυλισμού της θεωρίας.
1.Ψευδοέννοιες στη θέση της πολιτικής θεωρίας
Πράγματι, ποια είναι η θεωρητική πα­ραγωγή του ΚΚΕ μετά το 1974; (Εννοώ την επίσημη παραγωγή, όχι συνολικά των Ελλήνων -μαρξιστών). Στο χώρο της γνωσιοθεωρίας, της οικονομίας, της ι­στορίας, της πολιτικής θεωρίας πρακτι­κά τίποτα εκτός από μερικά θνησιγενή απολογητικά του οπορτουνισμού, για τα οποία κανείς δεν ενδιαφέρεται πλέον, κα­θώς και την εξίσου θνησιγενή απόπειρα για συγγραφή απολογητικής «ιστορίας» του ΚΚΕ. Η θεωρητική προσφορά της κα­θοδήγησης του ΚΚΕ μετά το 1974 συνί­σταται σε δυο δάνειες έννοιες: αλλαγή και πραγματική αλλαγή.
Δεν είναι τυχαίο ότι το ταξικό περιε­χόμενο αυτών των «εννοιών» δεν προσδιορίστηκε ποτέ. Γιατί; Επειδή δεν πρόκειται για έννοιες αλλά για ψευδοέννοιες, οι οποίες ούτε είχαν, ούτε μπορούσαν να αποκτήσουν θεωρητικό περιεχόμενο; Η πιο πρόσφατη παραγωγή περιλαμβάνει ε­πίσης δύο ψευδοέννοιες: τη νέου τύπον α­νάπτυξη και την εναλλακτική πρόταση. Η μοίρα και των νέων ευρημάτων είναι προκαθορισμένη: θα λειτουργήσουν και αυτές ως ιδεολογική επικάλυψη της α­πουσίας πολιτικής σκέψης και μιας πρα­κτικής ενσωμάτωσης και προσαρμογής στους κανόνες λειτουργίας του αστικού κοινοβουλευτισμού.
Ανάγκη λοιπόν να ερευνήσουμε από την αρχή τις σχέσεις θεωρίας και πράξης, τις σχέσεις θεωρίας και πολιτικής, για να προσδιορίσουμε το στίγμα της σημερινής πορείας της αριστεράς.
2. Η ιστορικά καθοριζόμενη άνιση σχέση θεωρίας και πράξης
Σύμφωνα με τους κλασικούς του μαρ­ξισμού, υπάρχει ένας αμοιβαίος καθορι­σμός θεωρίας και πράξης. Ενότητα θεω­ρίας και πράξης. Η θεωρία, κατά τον Μαρξ, γίνεται υλική δύναμη όταν εισχω­ρήσει στις μάζες και κατά το Λένιν, χω­ρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει ε­παναστατικό κίνημα. Και όταν οι κλασι­κοί μιλούσαν για θεωρία, δεν εννοούσαν μόνο την πολιτική θεωρία, αλλά και τη γνωσιοθεωρία, και τη θεωρία των ιδεολο­γιών, τη θεωρία του πολιτισμού, το σύνο­λο της ιδεατής αναπαραγωγής των σχέ­σεων και της δυναμικής της φυσικής και της κοινωνικής πραγματικότητας.
Αλλά τι εννοούμε με την έννοια πράξη και τι με την έννοια θεωρία; Προφανώς εδώ δεν πρόκειται για την απλή, εξατομι­κευμένη εργασία, χειρωνακτική είτε πνευματική. Η πράξη είναι κοινωνική κατηγορία και εκφράζει τη συλλογική, κοινωνική δραστηριότητα που αποβλέ­πει στην αναπαραγωγή της πραγματικό­τητας και ταυτόχρονα στο μετασχηματι­σμό της, Η πράξη συνεπώς δεν περιορίζε­ται στις απλές ή αναπτυγμένες τεχνικές. Περιλαμβάνει το σύνολο της επιστημονι­κής πρακτικής, την πολιτική και πολιτι­σμική δραστηριότητα, το σύνολο των σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση. Αν λοιπόν ως θεωρία ορίσουμε τη διαδικα­σία αποκάλυψης των νόμων της φυσικής και της κοινωνικής πραγματικότητας και το κεκτημένο αυτής της διαδικασίας, τη διαδικασία ερμηνείας του πραγματι­κού, τότε γίνεται φανερό ότι δεν υπάρχει απλώς ενότητα θεωρίας και πράξης, αλ­λά ότι η μια εισδύει στο χώρο της άλλης, ότι η μια δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την άλλη. Ότι οι διακρίσεις είναι σχετικές και θα ανταποκρίνονταν σε «καθαρές», οριακές καταστάσεις.

Αλλά αν θεωρία και πράξη συνιστούν «στιγμές» της διαδικασίας γνώσης και μετασχηματισμού της πραγματικότητας το νόημα των πρωτείων της μιας έναντι της άλλης;
Πράγματι, οι θρησκείες και οι πνευματοκρατικές φιλοσοφίες θεμελιώθηκαν στην οντολογική προτεραιότητα του Πνεύματος, του Λόγου, της Ιδέας. Οι θεωρησιακές φιλοσοφίες έδωσαν τα πρω­τεία στη Νόηση. Οι μαρξιστές, αντίθετα, τόνισαν συχνά τα πρωτεία της πράξης: «εν αρχή ην η πράξις» ως η άρνηση του «εν αρχή ην ο λόγος». Και ο Μαρξ, ο κα­τεξοχήν θεωρητικός, όρισε την πράξη ως κύριο κριτήριο της θεωρίας και την επα­ναστατική πράξη ως το σκοπό και τη δι­καίωση της θεωρίας.
Για το μαρξισμό η σχέση θεωρίας και πράξης δεν είναι μια σχέση εξωτερική ού­τε είναι μια γραμμική σχέση χρονικής διαδοχής. Βέβαια από τα εμπειρικά δεδο­μένα η νόηση συχνά (όχι πάντα) προχω­ρεί στη θεωρητική γενίκευση. Ωστόσο το εμπειρικό δεδομένο δεν είναι κάποιο «καθαρό δεδομένο», σύμφωνα με την α­πλοϊκή αντίληψη του εμπειρισμού. Η πρόσληψη του δεδομένου προϋποθέτει ή­δη κάποιο νοητικό, θεωρητικό πλαίσιο (ή «παράδειγμα» κατά Κuhn) και το δεδο­μένο θα εναρμονίζεται με το υπάρχον πλαίσιο ή θα αντιφάσκει και θα αποτελέ­σει το «ανήσυχο» στοιχείο που θα οδηγή­σει ίσως στην ανατροπή της υπάρχουσας θεωρίας. Η σχέση θεωρίας και πράξης δεν είναι συνεπώς η γραμμική σχέση: ε­μπειρικά δεδομένα – θεωρητική γενίκευ­ση. Είναι μια σχέση αντιφατική, συνολι­κά συγκρουσιακή, κινητήρια δύναμη της θεωρίας η οποία εξελίσσεται μέσα από κρίσεις και επαναστάσεις. Φυσικά υπάρ­χουν «πρακτικές πρακτικές» χωρίς θεω­ρητική θεμελίωση, όπως υπάρχουν και θεωρησιακές κατασκευές που αγνοούν την πράξη ή τη βιάζουν στο προκατα­σκευασμένο πλαίσιο. Εντούτοις, συνολι­κά δεν μπορούμε να αυτονομήσουμε τη θεωρία, ούτε, αντίστροφα, να βεβαιώ­σουμε με τρόπο απόλυτο: η πρακτική προηγείται της θεωρίας. Και αν το τελικό κριτήριο της θεωρίας είναι η πράξη, το κριτήριο αυτό είναι σχετικό. Εξάλλου, η σχετική αυτονομία της θεωρίας είναι δε­δομένη χωρίς αυτήν θα ήταν ακατα­νόητος ο ιδεαλισμός, ο μυστικισμός και το σύνολο των φανταστικών σχέσεων του ανθρώπου με τον κόσμο.
Η ενότητα θεωρίας και πράξης, ιστο­ρικά καθορισμένη, άρα μεταβαλλόμενη, δεν είναι το δεδομένο, αλλά το ζητούμε­νο. Η σχέση θεωρίας και πράξης είναι μια αντιθετική, άνιση, μια δύσκολη σχέση. Ειδικά στην ιστορία, η σχέση θεωρίας και πολιτικής πρακτικής σπάνια ήταν μια διαυγής, συμμετρική σχέση. Συχνά λέγε­ται: η θεωρία γενίκευση της πράξης. Αλλά μια τέτοια σχέση, εκ των υστέρωντο μόνο που μπορεί να κάνει είναι να δικαιώ­νει θεωρητικά τον πολιτικό ακτιβισμό, και να αποτελεί συχνά απολογητική της πραγματιστικής πολιτικής πρακτικής. Από την άλλη, η διαμετρικά αντίθετη ά­ποψη: να επεξεργαστούμε τη θεωρία και μετά να προχωρήσουμε στην πολιτική πράξη, άποψη που έχει εμφανιστεί συχνά σε περιόδους κρίσης του επαναστατικού κινήματος, είναι μια μονόπλευρη αντίλη­ψη της σχέσης θεωρίας και πράξης που ούτε τη θεωρία προώθησε, ούτε την πράξη.
Η θεωρία γενίκευση αλλά και υπέρβαση της πράξης. Ενσωμάτωση και υπέρβαση της βιώσιμης θεωρητικής παράδοσης, ανάδειξη των δυνατοτήτων της κοινωνικής πραγματικότητας, άρα ανάδειξη και προσδιορισμός των δυνατοτήτων και των στόχων του επαναστατικού κινήματος. Η θεωρία μπορεί να γίνει οδηγός της πράξης, μόνο όταν υπερβαίνει αυτό που υπάρχει και φωτίζει το πεδίο των δυνατοτήτων της ιστορικής κίνησης.
3. Γέννεση και περιπέτειες της μαρξιστικής θεωρίας
Πώς ο Μαρξ, έγινε «Μαρξ», δηλαδή ο θεωρητικός του προλεταριάτου; Προ­φανώς ο θεωρητικός του προλεταριάτου δεν θα μπορούσε να υπάρξει, αν δεν υ­πήρχε το προλεταριάτο και όχι μόνον αυ­τό, αλλά και οι πρώτοι ταξικοί αγώνες του προλεταριάτου. Αλλά εξίσου προφα­νώς ο Μαρξ δεν θα γινόταν «Μαρξ» αν δεν υπήρχε μια μακρά θεωρητική παρά­δοση στο χώρο της Ιστορίας, της φιλοσο­φίας και των οικονομικών θεωριών. Τέ­λος, ο Μαρξ δεν θα γινόταν «Μαρξ» αν δεν μετείχε στα κοινωνικά και στο εργα­τικό κίνημα της εποχής του.
Ο Μαρξ «συνένωσε» αρμονικά (όχι ο­λοκληρωτικά) θεωρία και πράξη. Αλλά τι θα πει «συνένωσε». Το ρήμα δεν σημαί­νει τίποτα. Ο Μαρξ, μέσα από τη συ­γκρουσιακή σχέση θεωρίας και πραγμα­τικότητας επραγματοποίησε μια θεωρη­τική επανάσταση που συνιστούσε την υ­πέρβαση των θεωρητικών της προϋποθέ­σεων και που αναδεικνύοντας τις δυνατότητες της κοινωνικής πραγματι­κότητας μπορούσε να αποτελέσει τον ο­δηγό για τον επαναστατικό μετασχημα­τισμό της.
Η θεωρία δεν προκύπτει άμεσα από την πράξη, ή από την εποπτική θεώρηση της πραγματικότητας. Η ανάλυση του ε­μπειρικού υλικού, η επιστημονική αφαί­ρεση και γενίκευση, είναι βασικές στιγ­μές του θεωρητικού γίγνεσθαι που συχνά διαψεύδουν την προφάνεια του κοινού νου και αποκαλύπτουν τις αποπλανήσεις της πράξης. Από το επιμέρους και το συ­γκεκριμένο, στο αφηρημένο και στο γενικό και με μια αντίστροφη κίνηση, επιστροφή στο συγκεκριμένο, μετατροπή του «σε νοημένο συγκεκριμένο».
Η διπλή αυτή κίνηση της νόησης σημαίνει ότι δεν υπάρχει θεωρία που δεν είναι η ορθολογική ή ιδεολογική υπέρβαση της πράξης. Ότι ειδικά ο μαρξισμός, ό­πως τονίστηκε, θα ήταν αδύνατος χωρίς τους πρώιμους αγώνες της εργατικής τά­ξης και τα πρώτα σκιρτήματα της θεω­ρίας. Αλλά αν ο μαρξισμός συνιστά μια επαναστατική υπέρβαση των προηγούμε­νων μορφών, αν συνιστά την άρνηση της προηγούμενης πλαστής συνείδησης, τότε τίθεται το ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν η νόηση να υπερβεί την προηγούμενη κατά­σταση, να «βγει έξω» από το προηγούμε­νο θεωρητικό πλαίσιο και να θεμελιώσει την επαναστατική θεωρία; Πώς από το ι­δεολογικό μπορεί να περάσει στο επιστη­μονικό στάδιο;
Φυσικά δεν θα αναλύσουμε εδώ το δύ­σκολο αυτό γνωσιοθεωρητικό ερώτημα. θα σημειώσω μόνον ότι, πρώτον, η Ιστο­ρία δείχνει ότι η υπέρβαση αυτή είναι δυ­νατή και δεύτερον, η πράξη αποδεικνύει την τυχόν ορθότητα της θεωρίας, άρα ότι το νέο «παράδειγμα» είναι περισσότερο αληθινό από το προηγούμενο. Αλλά οι περίπλοκες, αντιθετικές και συγκρουσιακές σχέσεις θεωρίας και πράξης κο­νιορτοποιούν τις αφελείς απόψεις για ύ­παρξη «καθαρής θεωρίας», χωρίς κοινω­νικούς και ταξικούς καθορισμούς και χωρίς πρακτικές επιπτώσεις, όπως επί­σης κονιορτοποιούν την αφελή θετικιστι­κή αντίληψη της ομαλής επιστημονικής προόδου.
Θεωρία, ειδικά επαναστατική θεωρία, είναι αδύνατο να υπάρξει χωρίς κενά, σφάλματα, χωρίς αναντιστοιχίες με την πραγματικότητα, χωρίς ενσωματώσεις στοιχείων της αντίθετης ιδεολογίας. Το ζητούμενο συνεπώς δεν είναι η τέλεια, ολοκληρωμένη θεωρία αλλά η επάρκεια της θεωρίας, η κατ’ αρχήν αντιστοιχία της με την πραγματικότητα. Αλλά αυτή η επάρκεια, που θα θεμελίωνε την ενότητα θεωρίας και πράξης στη δεδομένη ι­στορική στιγμή, δεν είναι πάντοτε δεδο­μένη. Υπάρχουν στιγμές του επαναστατι­κού κινήματος όπου σημειώνεται επανα­στατική ανάπτυξη της θεωρίας, όπως συ­νέβη στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα και περίοδοι καμπής, όταν η θεω­ρία αποκαθαίρεται από τις στρεβλώσεις της και αναπτύσσεται με βάση τις νέες ι­στορικές συνθήκες (περίπτωση του Λένιν στις αρχές του αιώνα μας). Αντίστροφα, υπάρχουν περίοδοι έκπτωσης και εκφυλι­σμού της θεωρίας, όπως συνέβη προς τα τέλη του περασμένου αιώνα με τη 2η Διε­θνή ή και περίοδοι εκφυλισμού και μετα­τροπής της θεωρίας σε απολογητική μιας συγκεκριμένης πολιτικής πρακτικής. Ο εκφυλισμός της πολιτικής θεωρίας στη Σοβιετική Ένωση στην περίοδο του Χρουστσόφ, Μπρέζνιεφ και Γκορμπατσόφ, αποτελεί τη ν τραγικότερη θεωρητι­κή περιπέτεια του εργατικού κινήματος.
4. Το σημερινό θεωρητικό κενό
Σήμερα ζούμε τη μεγαλύτερη οπισθο­δρόμηση της παγκόσμιας ιστορίας και την τραγικότερη στιγμή του κομμουνι­στικού κινήματος. Αυτό που οικοδομή­θηκε επί 70 χρόνια κατέρρευσε ή καταρ­ρέει χωρίς αντίσταση, και οι επαναστατι­κές παραδόσεις του εργατικού κινήμα­τος των δυτικών χωρών φαντάζουν μια α­πόμακρη ιστορία που γεννά νοσταλγία και θλίψη.
Τι κάνει λοιπόν η θεωρία μπροστά στην πρακτική αποτυχία μας;
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης. Ήδη από τη λε­γόμενη σταλινική εποχή είχε αρχίσει η διαδικασία αυτονόμησης του κόμματος και του κράτους από την κοινωνία, η με­τατροπή τους σε ανεξέλεγκτους μηχανι­σμούς, η επιβολή τους στην κοινωνία, ο εκφυλισμός του εργατικού κράτους και του εργατικού ελέγχου. Από την εποχή αυτή αρχίζει η διαδικασία διαμόρφωσης του ηγετικού – προνομιούχου στρώματος, διαδικασία που στις επόμενες δεκαετίες θα κατέληγε όχι στην ενοποίηση, αλλά στη διχοτόμηση της κοινωνίας: στην ύ­παρξη των πλατιών λαϊκών μαζών που εί­χαν αποξενωθεί από τη διεύθυνση της κοινωνίας, και της γραφειοκρατίας και της μαφίας που όλο και περισσότερο συγ­χωνεύονταν για να αποτελέσουν μια νέα, ιστορικά ανέκδοτη κυρίαρχη τάξη.
Τι έκανε η γραφειοκρατία για το ξεπέρασμα της κρίσης; Για να αποφευχθεί η κατάρρευση; Το πιο «φωτισμένο» τμήμα της γραφειοκρατίας, με επικεφαλής τον Γκορμπατσόφ, ξεκίνησε με την αναδό­μηση, τη διαφάνεια, τις ηθικολογικές πα­ροτρύνσεις, δηλαδή χωρίς θεωρητική ερ­μηνεία της κρίσης και χωρίς στρατηγική, για να καταλήξει στην οικονομία της α­γοράς, δηλαδή στη διαδικασία παλινόρ­θωσης του καπιταλισμού. Από την άλλη πλευρά, οι πιο «συντηρητικοί» προσπα­θούν να σώσουν το «σοσιαλισμό» τους, δηλαδή, πέρα από προσωπικές αυταπά­τες, αυτό που απέτυχε, και μαζί την κοι­νωνική θέση και τα προνόμια τους.
Τι έκαναν λοιπόν αυτά «τα χρόνια της χολέρας» οι φιλόσοφοι και οι ιδεολόγοι; Οι μεν, «δούλοι πιστοί», σκάρωναν τα α­πολογητικά τους καταπλάσματα για να καλύψουν τις στρεβλώσεις, τα έγκλημα- · τα και το ιστορικό αδιέξοδο. Έτσι μετέ­τρεψαν τη φιλοσοφία και την ιστορική ε­πιστήμη σε θεραπαινίδα της αντεπαναστατικής πολιτικής. Οι υπόλοιποι, απο­κομμένοι από το κοινωνικό γίγνεσθαι, ά­τολμοι μπροστά στις παγιωμένες εξουσιαστικές σχέσεις, κατέφυγαν στον ακαδημαϊσμό, δηλαδή στο θάνατο και της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Και οι μεν και οι δε σήμερα, σαστισμένοι και α­νήμποροι, καταφεύγουν, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, στις ιστορικά παρωχη­μένες ιδέες του φιλελευθερισμού, της α­στικής δημοκρατίας, στο χριστιανικό μυστικισμό, στον εθνικισμό. Μετά από 70 χρόνια «σοσιαλισμού», η μαρξιστική ανάλυση αποτελεί παράδοξο φαινόμενο στη «χώρα του Λένιν».
Και εμείς; Ανεπαρκείς και άοπλοι α­ντιμετωπίζουμε εκ των ενόντων την κρί­ση. Οι μεν κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν ή πράγματι δεν καταλαβαίνουν το μέγε­θος της καταστροφής και ψελλίζουν θλι­βερές προσευχές προσπαθώντας να ανα­στηλώσουν το εικονοστάσι. Με άλλα λό­για, νομίζουν ότι με τα ίδια υλικά μπο­ρούν να ξαναχτίσουν εκείνο που έχει γκρεμιστεί, να ξαναφτιάξουν το μοντέλο που οδήγησε στο αδιέξοδο και στην κρί­ση. Αυτά γι’ αυτούς. Και οι άλλοι; Οι «α­νανεωτικοί» αυτοί που κάποτε είχαν δεί­ξει κάποια δείγματα θεωρητικής σκέψης; Αυτοί, χωρίς να τολμήσουν κάποια θεω­ρητική γενίκευση, αγωνίζονται να ξεπε­ράσουν την κρίση με την κατολίσθηση στην πρακτική της σοσιαλδημοκρατίας (στην ελληνική εκδοχή της).
Αν λοιπόν οι δυο κατευθύνσεις της η­γετικής ομάδας δεν οδηγούν στην υπέρ­βαση της κρίσης, τότε τι κάνουμε; Και τι κάνουν οι χιλιάδες αγωνιστές που είναι α­κόμα εγκλωβισμένοι στο ΚΚΕ επειδή θέ­λουν να ελπίζουν;





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου