εφημ ΠΡΙΝ, 5/5/1991 http://contramee.wordpress.com
ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ: ΜΙΑ ΔΥΣΚΟΛΗ ΚΑΙ ΑΝΙΣΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΧΕΣΗ
Στο προηγούμενο σημείωμα (ΠΡΙΝ, 28.4.91) προσπάθησα να δείξω ότι ο εμπειρισμός ήταν συνέπεια της έλλειψης εσωκομματικής δημοκρατίας στο ΚΚΕ και ταυτόχρονα αίτιο της δεξιάς πολιτικής και του σημερινού εκφυλισμού. Πράγματι, η δράση του ΚΚΕ κινήθηκε, τουλάχιστον μετά το 1974, σε δυο μη τεμνόμενα επίπεδα: στο εμπειρικό, των «καθηκόντων» και της καθημερινής πράξης, και σ’ ένα επίπεδο επαναστατικοφανούς γενικολογίας που περνιόταν για θεωρία, Η απουσία στρατηγικής και η ευκαιριακή πολιτική ήταν συνέπειες αλλά και παράγοντες στρέβλωσης και εκφυλισμού της θεωρίας.1.Ψευδοέννοιες στη θέση της πολιτικής θεωρίας
Πράγματι, ποια είναι η θεωρητική παραγωγή του ΚΚΕ μετά το 1974; (Εννοώ την επίσημη παραγωγή, όχι συνολικά των Ελλήνων -μαρξιστών). Στο χώρο της γνωσιοθεωρίας, της οικονομίας, της ιστορίας, της πολιτικής θεωρίας πρακτικά τίποτα εκτός από μερικά θνησιγενή απολογητικά του οπορτουνισμού, για τα οποία κανείς δεν ενδιαφέρεται πλέον, καθώς και την εξίσου θνησιγενή απόπειρα για συγγραφή απολογητικής «ιστορίας» του ΚΚΕ. Η θεωρητική προσφορά της καθοδήγησης του ΚΚΕ μετά το 1974 συνίσταται σε δυο δάνειες έννοιες: αλλαγή και πραγματική αλλαγή.
Δεν είναι τυχαίο ότι το ταξικό περιεχόμενο αυτών των «εννοιών» δεν προσδιορίστηκε ποτέ. Γιατί; Επειδή δεν πρόκειται για έννοιες αλλά για ψευδοέννοιες, οι οποίες ούτε είχαν, ούτε μπορούσαν να αποκτήσουν θεωρητικό περιεχόμενο; Η πιο πρόσφατη παραγωγή περιλαμβάνει επίσης δύο ψευδοέννοιες: τη νέου τύπον ανάπτυξη και την εναλλακτική πρόταση. Η μοίρα και των νέων ευρημάτων είναι προκαθορισμένη: θα λειτουργήσουν και αυτές ως ιδεολογική επικάλυψη της απουσίας πολιτικής σκέψης και μιας πρακτικής ενσωμάτωσης και προσαρμογής στους κανόνες λειτουργίας του αστικού κοινοβουλευτισμού.
Ανάγκη λοιπόν να ερευνήσουμε από την αρχή τις σχέσεις θεωρίας και πράξης, τις σχέσεις θεωρίας και πολιτικής, για να προσδιορίσουμε το στίγμα της σημερινής πορείας της αριστεράς.
Σύμφωνα με τους κλασικούς του μαρξισμού, υπάρχει ένας αμοιβαίος καθορισμός θεωρίας και πράξης. Ενότητα θεωρίας και πράξης. Η θεωρία, κατά τον Μαρξ, γίνεται υλική δύναμη όταν εισχωρήσει στις μάζες και κατά το Λένιν, χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα. Και όταν οι κλασικοί μιλούσαν για θεωρία, δεν εννοούσαν μόνο την πολιτική θεωρία, αλλά και τη γνωσιοθεωρία, και τη θεωρία των ιδεολογιών, τη θεωρία του πολιτισμού, το σύνολο της ιδεατής αναπαραγωγής των σχέσεων και της δυναμικής της φυσικής και της κοινωνικής πραγματικότητας.
Αλλά τι εννοούμε με την έννοια πράξη και τι με την έννοια θεωρία; Προφανώς εδώ δεν πρόκειται για την απλή, εξατομικευμένη εργασία, χειρωνακτική είτε πνευματική. Η πράξη είναι κοινωνική κατηγορία και εκφράζει τη συλλογική, κοινωνική δραστηριότητα που αποβλέπει στην αναπαραγωγή της πραγματικότητας και ταυτόχρονα στο μετασχηματισμό της, Η πράξη συνεπώς δεν περιορίζεται στις απλές ή αναπτυγμένες τεχνικές. Περιλαμβάνει το σύνολο της επιστημονικής πρακτικής, την πολιτική και πολιτισμική δραστηριότητα, το σύνολο των σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση. Αν λοιπόν ως θεωρία ορίσουμε τη διαδικασία αποκάλυψης των νόμων της φυσικής και της κοινωνικής πραγματικότητας και το κεκτημένο αυτής της διαδικασίας, τη διαδικασία ερμηνείας του πραγματικού, τότε γίνεται φανερό ότι δεν υπάρχει απλώς ενότητα θεωρίας και πράξης, αλλά ότι η μια εισδύει στο χώρο της άλλης, ότι η μια δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την άλλη. Ότι οι διακρίσεις είναι σχετικές και θα ανταποκρίνονταν σε «καθαρές», οριακές καταστάσεις.
Αλλά αν θεωρία και πράξη συνιστούν «στιγμές» της διαδικασίας γνώσης και μετασχηματισμού της πραγματικότητας το νόημα των πρωτείων της μιας έναντι της άλλης;
Πράγματι, οι θρησκείες και οι πνευματοκρατικές φιλοσοφίες θεμελιώθηκαν στην οντολογική προτεραιότητα του Πνεύματος, του Λόγου, της Ιδέας. Οι θεωρησιακές φιλοσοφίες έδωσαν τα πρωτεία στη Νόηση. Οι μαρξιστές, αντίθετα, τόνισαν συχνά τα πρωτεία της πράξης: «εν αρχή ην η πράξις» ως η άρνηση του «εν αρχή ην ο λόγος». Και ο Μαρξ, ο κατεξοχήν θεωρητικός, όρισε την πράξη ως κύριο κριτήριο της θεωρίας και την επαναστατική πράξη ως το σκοπό και τη δικαίωση της θεωρίας.
Για το μαρξισμό η σχέση θεωρίας και πράξης δεν είναι μια σχέση εξωτερική ούτε είναι μια γραμμική σχέση χρονικής διαδοχής. Βέβαια από τα εμπειρικά δεδομένα η νόηση συχνά (όχι πάντα) προχωρεί στη θεωρητική γενίκευση. Ωστόσο το εμπειρικό δεδομένο δεν είναι κάποιο «καθαρό δεδομένο», σύμφωνα με την απλοϊκή αντίληψη του εμπειρισμού. Η πρόσληψη του δεδομένου προϋποθέτει ήδη κάποιο νοητικό, θεωρητικό πλαίσιο (ή «παράδειγμα» κατά Κuhn) και το δεδομένο θα εναρμονίζεται με το υπάρχον πλαίσιο ή θα αντιφάσκει και θα αποτελέσει το «ανήσυχο» στοιχείο που θα οδηγήσει ίσως στην ανατροπή της υπάρχουσας θεωρίας. Η σχέση θεωρίας και πράξης δεν είναι συνεπώς η γραμμική σχέση: εμπειρικά δεδομένα – θεωρητική γενίκευση. Είναι μια σχέση αντιφατική, συνολικά συγκρουσιακή, κινητήρια δύναμη της θεωρίας η οποία εξελίσσεται μέσα από κρίσεις και επαναστάσεις. Φυσικά υπάρχουν «πρακτικές πρακτικές» χωρίς θεωρητική θεμελίωση, όπως υπάρχουν και θεωρησιακές κατασκευές που αγνοούν την πράξη ή τη βιάζουν στο προκατασκευασμένο πλαίσιο. Εντούτοις, συνολικά δεν μπορούμε να αυτονομήσουμε τη θεωρία, ούτε, αντίστροφα, να βεβαιώσουμε με τρόπο απόλυτο: η πρακτική προηγείται της θεωρίας. Και αν το τελικό κριτήριο της θεωρίας είναι η πράξη, το κριτήριο αυτό είναι σχετικό. Εξάλλου, η σχετική αυτονομία της θεωρίας είναι δεδομένη χωρίς αυτήν θα ήταν ακατανόητος ο ιδεαλισμός, ο μυστικισμός και το σύνολο των φανταστικών σχέσεων του ανθρώπου με τον κόσμο.
Η ενότητα θεωρίας και πράξης, ιστορικά καθορισμένη, άρα μεταβαλλόμενη, δεν είναι το δεδομένο, αλλά το ζητούμενο. Η σχέση θεωρίας και πράξης είναι μια αντιθετική, άνιση, μια δύσκολη σχέση. Ειδικά στην ιστορία, η σχέση θεωρίας και πολιτικής πρακτικής σπάνια ήταν μια διαυγής, συμμετρική σχέση. Συχνά λέγεται: η θεωρία γενίκευση της πράξης. Αλλά μια τέτοια σχέση, εκ των υστέρων, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να δικαιώνει θεωρητικά τον πολιτικό ακτιβισμό, και να αποτελεί συχνά απολογητική της πραγματιστικής πολιτικής πρακτικής. Από την άλλη, η διαμετρικά αντίθετη άποψη: να επεξεργαστούμε τη θεωρία και μετά να προχωρήσουμε στην πολιτική πράξη, άποψη που έχει εμφανιστεί συχνά σε περιόδους κρίσης του επαναστατικού κινήματος, είναι μια μονόπλευρη αντίληψη της σχέσης θεωρίας και πράξης που ούτε τη θεωρία προώθησε, ούτε την πράξη.
Η θεωρία γενίκευση αλλά και υπέρβαση της πράξης. Ενσωμάτωση και υπέρβαση της βιώσιμης θεωρητικής παράδοσης, ανάδειξη των δυνατοτήτων της κοινωνικής πραγματικότητας, άρα ανάδειξη και προσδιορισμός των δυνατοτήτων και των στόχων του επαναστατικού κινήματος. Η θεωρία μπορεί να γίνει οδηγός της πράξης, μόνο όταν υπερβαίνει αυτό που υπάρχει και φωτίζει το πεδίο των δυνατοτήτων της ιστορικής κίνησης.
3. Γέννεση και περιπέτειες της μαρξιστικής θεωρίας
Πώς ο Μαρξ, έγινε «Μαρξ», δηλαδή ο θεωρητικός του προλεταριάτου; Προφανώς ο θεωρητικός του προλεταριάτου δεν θα μπορούσε να υπάρξει, αν δεν υπήρχε το προλεταριάτο και όχι μόνον αυτό, αλλά και οι πρώτοι ταξικοί αγώνες του προλεταριάτου. Αλλά εξίσου προφανώς ο Μαρξ δεν θα γινόταν «Μαρξ» αν δεν υπήρχε μια μακρά θεωρητική παράδοση στο χώρο της Ιστορίας, της φιλοσοφίας και των οικονομικών θεωριών. Τέλος, ο Μαρξ δεν θα γινόταν «Μαρξ» αν δεν μετείχε στα κοινωνικά και στο εργατικό κίνημα της εποχής του.
Ο Μαρξ «συνένωσε» αρμονικά (όχι ολοκληρωτικά) θεωρία και πράξη. Αλλά τι θα πει «συνένωσε». Το ρήμα δεν σημαίνει τίποτα. Ο Μαρξ, μέσα από τη συγκρουσιακή σχέση θεωρίας και πραγματικότητας επραγματοποίησε μια θεωρητική επανάσταση που συνιστούσε την υπέρβαση των θεωρητικών της προϋποθέσεων και που αναδεικνύοντας τις δυνατότητες της κοινωνικής πραγματικότητας μπορούσε να αποτελέσει τον οδηγό για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της.
Η θεωρία δεν προκύπτει άμεσα από την πράξη, ή από την εποπτική θεώρηση της πραγματικότητας. Η ανάλυση του εμπειρικού υλικού, η επιστημονική αφαίρεση και γενίκευση, είναι βασικές στιγμές του θεωρητικού γίγνεσθαι που συχνά διαψεύδουν την προφάνεια του κοινού νου και αποκαλύπτουν τις αποπλανήσεις της πράξης. Από το επιμέρους και το συγκεκριμένο, στο αφηρημένο και στο γενικό και με μια αντίστροφη κίνηση, επιστροφή στο συγκεκριμένο, μετατροπή του «σε νοημένο συγκεκριμένο».
Η διπλή αυτή κίνηση της νόησης σημαίνει ότι δεν υπάρχει θεωρία που δεν είναι η ορθολογική ή ιδεολογική υπέρβαση της πράξης. Ότι ειδικά ο μαρξισμός, όπως τονίστηκε, θα ήταν αδύνατος χωρίς τους πρώιμους αγώνες της εργατικής τάξης και τα πρώτα σκιρτήματα της θεωρίας. Αλλά αν ο μαρξισμός συνιστά μια επαναστατική υπέρβαση των προηγούμενων μορφών, αν συνιστά την άρνηση της προηγούμενης πλαστής συνείδησης, τότε τίθεται το ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν η νόηση να υπερβεί την προηγούμενη κατάσταση, να «βγει έξω» από το προηγούμενο θεωρητικό πλαίσιο και να θεμελιώσει την επαναστατική θεωρία; Πώς από το ιδεολογικό μπορεί να περάσει στο επιστημονικό στάδιο;
Φυσικά δεν θα αναλύσουμε εδώ το δύσκολο αυτό γνωσιοθεωρητικό ερώτημα. θα σημειώσω μόνον ότι, πρώτον, η Ιστορία δείχνει ότι η υπέρβαση αυτή είναι δυνατή και δεύτερον, η πράξη αποδεικνύει την τυχόν ορθότητα της θεωρίας, άρα ότι το νέο «παράδειγμα» είναι περισσότερο αληθινό από το προηγούμενο. Αλλά οι περίπλοκες, αντιθετικές και συγκρουσιακές σχέσεις θεωρίας και πράξης κονιορτοποιούν τις αφελείς απόψεις για ύπαρξη «καθαρής θεωρίας», χωρίς κοινωνικούς και ταξικούς καθορισμούς και χωρίς πρακτικές επιπτώσεις, όπως επίσης κονιορτοποιούν την αφελή θετικιστική αντίληψη της ομαλής επιστημονικής προόδου.
Θεωρία, ειδικά επαναστατική θεωρία, είναι αδύνατο να υπάρξει χωρίς κενά, σφάλματα, χωρίς αναντιστοιχίες με την πραγματικότητα, χωρίς ενσωματώσεις στοιχείων της αντίθετης ιδεολογίας. Το ζητούμενο συνεπώς δεν είναι η τέλεια, ολοκληρωμένη θεωρία αλλά η επάρκεια της θεωρίας, η κατ’ αρχήν αντιστοιχία της με την πραγματικότητα. Αλλά αυτή η επάρκεια, που θα θεμελίωνε την ενότητα θεωρίας και πράξης στη δεδομένη ιστορική στιγμή, δεν είναι πάντοτε δεδομένη. Υπάρχουν στιγμές του επαναστατικού κινήματος όπου σημειώνεται επαναστατική ανάπτυξη της θεωρίας, όπως συνέβη στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα και περίοδοι καμπής, όταν η θεωρία αποκαθαίρεται από τις στρεβλώσεις της και αναπτύσσεται με βάση τις νέες ιστορικές συνθήκες (περίπτωση του Λένιν στις αρχές του αιώνα μας). Αντίστροφα, υπάρχουν περίοδοι έκπτωσης και εκφυλισμού της θεωρίας, όπως συνέβη προς τα τέλη του περασμένου αιώνα με τη 2η Διεθνή ή και περίοδοι εκφυλισμού και μετατροπής της θεωρίας σε απολογητική μιας συγκεκριμένης πολιτικής πρακτικής. Ο εκφυλισμός της πολιτικής θεωρίας στη Σοβιετική Ένωση στην περίοδο του Χρουστσόφ, Μπρέζνιεφ και Γκορμπατσόφ, αποτελεί τη ν τραγικότερη θεωρητική περιπέτεια του εργατικού κινήματος.
4. Το σημερινό θεωρητικό κενό
Σήμερα ζούμε τη μεγαλύτερη οπισθοδρόμηση της παγκόσμιας ιστορίας και την τραγικότερη στιγμή του κομμουνιστικού κινήματος. Αυτό που οικοδομήθηκε επί 70 χρόνια κατέρρευσε ή καταρρέει χωρίς αντίσταση, και οι επαναστατικές παραδόσεις του εργατικού κινήματος των δυτικών χωρών φαντάζουν μια απόμακρη ιστορία που γεννά νοσταλγία και θλίψη.
Τι κάνει λοιπόν η θεωρία μπροστά στην πρακτική αποτυχία μας;
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης. Ήδη από τη λεγόμενη σταλινική εποχή είχε αρχίσει η διαδικασία αυτονόμησης του κόμματος και του κράτους από την κοινωνία, η μετατροπή τους σε ανεξέλεγκτους μηχανισμούς, η επιβολή τους στην κοινωνία, ο εκφυλισμός του εργατικού κράτους και του εργατικού ελέγχου. Από την εποχή αυτή αρχίζει η διαδικασία διαμόρφωσης του ηγετικού – προνομιούχου στρώματος, διαδικασία που στις επόμενες δεκαετίες θα κατέληγε όχι στην ενοποίηση, αλλά στη διχοτόμηση της κοινωνίας: στην ύπαρξη των πλατιών λαϊκών μαζών που είχαν αποξενωθεί από τη διεύθυνση της κοινωνίας, και της γραφειοκρατίας και της μαφίας που όλο και περισσότερο συγχωνεύονταν για να αποτελέσουν μια νέα, ιστορικά ανέκδοτη κυρίαρχη τάξη.
Τι έκανε η γραφειοκρατία για το ξεπέρασμα της κρίσης; Για να αποφευχθεί η κατάρρευση; Το πιο «φωτισμένο» τμήμα της γραφειοκρατίας, με επικεφαλής τον Γκορμπατσόφ, ξεκίνησε με την αναδόμηση, τη διαφάνεια, τις ηθικολογικές παροτρύνσεις, δηλαδή χωρίς θεωρητική ερμηνεία της κρίσης και χωρίς στρατηγική, για να καταλήξει στην οικονομία της αγοράς, δηλαδή στη διαδικασία παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Από την άλλη πλευρά, οι πιο «συντηρητικοί» προσπαθούν να σώσουν το «σοσιαλισμό» τους, δηλαδή, πέρα από προσωπικές αυταπάτες, αυτό που απέτυχε, και μαζί την κοινωνική θέση και τα προνόμια τους.
Τι έκαναν λοιπόν αυτά «τα χρόνια της χολέρας» οι φιλόσοφοι και οι ιδεολόγοι; Οι μεν, «δούλοι πιστοί», σκάρωναν τα απολογητικά τους καταπλάσματα για να καλύψουν τις στρεβλώσεις, τα έγκλημα- · τα και το ιστορικό αδιέξοδο. Έτσι μετέτρεψαν τη φιλοσοφία και την ιστορική επιστήμη σε θεραπαινίδα της αντεπαναστατικής πολιτικής. Οι υπόλοιποι, αποκομμένοι από το κοινωνικό γίγνεσθαι, άτολμοι μπροστά στις παγιωμένες εξουσιαστικές σχέσεις, κατέφυγαν στον ακαδημαϊσμό, δηλαδή στο θάνατο και της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Και οι μεν και οι δε σήμερα, σαστισμένοι και ανήμποροι, καταφεύγουν, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, στις ιστορικά παρωχημένες ιδέες του φιλελευθερισμού, της αστικής δημοκρατίας, στο χριστιανικό μυστικισμό, στον εθνικισμό. Μετά από 70 χρόνια «σοσιαλισμού», η μαρξιστική ανάλυση αποτελεί παράδοξο φαινόμενο στη «χώρα του Λένιν».
Και εμείς; Ανεπαρκείς και άοπλοι αντιμετωπίζουμε εκ των ενόντων την κρίση. Οι μεν κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν ή πράγματι δεν καταλαβαίνουν το μέγεθος της καταστροφής και ψελλίζουν θλιβερές προσευχές προσπαθώντας να αναστηλώσουν το εικονοστάσι. Με άλλα λόγια, νομίζουν ότι με τα ίδια υλικά μπορούν να ξαναχτίσουν εκείνο που έχει γκρεμιστεί, να ξαναφτιάξουν το μοντέλο που οδήγησε στο αδιέξοδο και στην κρίση. Αυτά γι’ αυτούς. Και οι άλλοι; Οι «ανανεωτικοί» αυτοί που κάποτε είχαν δείξει κάποια δείγματα θεωρητικής σκέψης; Αυτοί, χωρίς να τολμήσουν κάποια θεωρητική γενίκευση, αγωνίζονται να ξεπεράσουν την κρίση με την κατολίσθηση στην πρακτική της σοσιαλδημοκρατίας (στην ελληνική εκδοχή της).
Αν λοιπόν οι δυο κατευθύνσεις της ηγετικής ομάδας δεν οδηγούν στην υπέρβαση της κρίσης, τότε τι κάνουμε; Και τι κάνουν οι χιλιάδες αγωνιστές που είναι ακόμα εγκλωβισμένοι στο ΚΚΕ επειδή θέλουν να ελπίζουν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου