ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Για ποια Ευρώπη μιλάμε;


Παναγιώτα Ψυχογιού



Ποια είναι η Ευρώπη; Η Ευρώπη του Μεσαίωνα, της αποικιοκρατίας, της Αναγέννησης, των παγκοσμίων πολέμων, των στρατοπέδων συγκέντρωσης, η σημερινή Ευρώπη;

Ο Ρ. Κίπλινγκ παρουσιάζει «το χρέος του λευκού ανθρώπου»ως εξής: «Επωμιστείτε το χρέος του λευκού ανθρώπου. Δώστε τροφή στα πεινασμένα στόματα και σταματήστε την επιδημία. Και μόλις πλησιάσετε τον σκοπό σας, και κατορθώσετε ό,τι χάριν των άλλων επιδιώκετε, δείτε πώς η τεμπελιά και η τρέλα των απίστων καταστρέφουν όλη την ελπίδα σας… Επωμιστείτε το χρέος του λευκού ανθρώπου, Θερίστε ό,τι υπήρξε ανέκαθεν η ανταμοιβή του: την αποδοκιμασία εκείνων που προστατεύει…»

Ο Ευρωπαϊκός «πολιτισμός», με τις αρχές του για τον οικονομικό ανταγωνισμό, την ισχύ, την εκμετάλλευση, τον πατριωτισμό, την εξουσία και τον εθνικισμό εισέβαλε στην Ασία και την Αφρική. Πρωτοπόροι της αποικιοκρατίας υπήρξαν, ως γνωστό, οι βασιλιάδες, οι εξερευνητές, οι χριστιανοί ιεραπόστολοι και οι έμποροι. Οι μέθοδοι αποικιοκρατικής πολιτικής ήταν η κατάκτηση εδαφών και η καθυπόταξη των κατοίκων τους, η οικονομική διείσδυση σε ανεξάρτητα κράτη και η μετατροπή τους σε ημιαποικίες.

Ο Μεσαίωνας υπήρξε περίοδος σκοταδισμού, βίας και θρησκοληψίας, αν και στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο «Η Γέννηση της Ευρώπης», ο Ζακ Λε Γκοφ υποστηρίζει πως η μακρά περίοδος που ονομάστηκε Μεσαίωνας «είχε ως αποστολή να γεννήσει την Ευρώπη» και ότι εκεί βρίσκονται οι βάσεις για τα σημαντικότερα συστατικά στοιχεία που συγκροτούν την ευρωπαϊκή ιδέα: η αποδοχή της διαφορετικότητας και η έννοια της ενότητας.

Αργότερα, ο Μποτιτσέλλι ζωγραφίζει την Αφροδίτη, έναν ύμνο στην ομορφιά και τη δύναμη της ζωής, που δύσκολα μπορεί κανείς να τη συνδέσει με την ευρύτερη πρόσληψη για τον Μεσαίωνα κι ευκολότερα με τη γεμάτη υποσχέσεις Αναγέννηση όταν οι άνθρωποι στρεφόμενοι στην εξιδανικευμένη Αρχαιότητα επιχειρούν την (ανα)γέννηση των πάντων.

Η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιάζεται συχνά ως η ενσάρκωση της ιδέας μιας Ευρώπης των λαών, της ειρήνης και της ελευθερίας. Για άλλους η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προέβλεψε να αποδυναμώσει την πολιτική ηγεμονία, να ανοίξει τον δρόμο στον κύκλο των ιδιωτικοποιήσεων και της μείωσης της δημόσιας δαπάνης, στην προσωρινότητα της εργασίας και στην μείωση των κοινωνικών δικαιωμάτων, επιβάλλοντας την οικονομική βία στους εξαρτώμενους και οικονομικά πιο αδύναμους λαούς.

Το 1935, ο Έντμουντ Χούσερλ θεωρούσε ότι η κρίση της ευρωπαϊκής ύπαρξης έχει μόνο δύο διεξόδους: είτε την έκπτωση της Ευρώπης και την αποξένωσή της μακριά από το οικείο της ορθολογικό νόημα της ζωής, δηλαδή την κατάπτωσή της σε εχθρότητα απέναντι στο πνεύμα και σε βαρβαρότητα, είτε την αναγέννησή της μέσα από τη φιλοσοφία. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος της Ευρώπης,για τον φιλόσοφο, είναι η κόπωση. Ωστόσο, όποιες κι αν είναι οι εχθρότητες ανάμεσα στα ευρωπαϊκά έθνη, θεωρεί ότι έχουν μια ιδιαίτερη εσωτερική συγγένεια ως προς το πνεύμα που υπερβαίνει τις εθνικές διαφορές: « Είναι κάτι σαν μια σχέση ανάμεσα σε αδελφές που μας δίνει, εντός αυτού τού κύκλου, τη συνείδηση μιας πάτριας γης». (Η κρίση της ευρωπαϊκής ανθρωπότητας και η φιλοσοφία, εκδόσεις Εκκρεμές)

Για τον Μπερνάρ-Ανρύ Λεβύ,ο Χούρσελ, «πιστός στην αριστοκρατική και υψιπετή του θέαση του κόσμου, ανυποψίαστος για την άβυσσο των άγριων πραγματικοτήτων που μαίνονται κάτω από τις «ωραίες» εννοιοποιήσεις του, στην προσπάθειά του να κατανοήσει την τρομερή κρίση στην οποία βουλιάζει ανέκκλητα η ανθρωπότητα του καιρού του, και μαζί της ο ίδιος, πέφτει θύμα μιας ιδιαζόντως φιλοσοφικής αυταπάτης, όπως αναμφίβολα έπεσαν πολλοί άλλοι τής συντεχνίας του πριν από αυτόν…»

Για τον Λένιν «οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης είναι συμφωνία των ευρωπαίων καπιταλιστών με το σκοπό να πνίξουν από κοινού το σοσιαλισμό στην Ευρώπη» [Β.Ι.Λένιν, Άπαντα", τόμος 26, σελ. 361-362)

Η ειρήνη που ήρθε μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, έκανε τον Τσβάιχ να γράψει: «Τώρα υπήρχε, επιτέλους, μία θέση στη γη για το βασίλειο της δικαιοσύνης και της αδελφοσύνης που από καιρό μάς είχαν υποσχεθεί, η ώρα της ενωμένης Ευρώπης, που όλοι μας είχαμε ονειρευτεί, ήταν ή τώρα ή ποτέ». Οι προσδοκίες του Τσβάιχ διαψεύστηκαν με τραγικό τρόπο...

Ο Καμύ οραματιζόταν τις «Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» με κεντρικούς νευρώνες την Αθήνα, τη Ρώμη, το Παρίσι, το Βερολίνο. Πίστευε σε μια Ευρώπη ενωμένη ομοσπονδιακά, για να αποτελέσει τη ρίζα της Ειρήνης. Στα «Γράμματα σ' ένα φίλο Γερμανό», που κυκλοφόρησαν στην κατεχόμενη Γαλλία, ο Καμύ εκφράζει την προσήλωσή του στην Ευρώπη λέγοντας: «Αγαπώ υπερβολικά τη χώρα μου για να είμαι εθνικιστής. Ποτέ δεν χάσαμε την ιδέα και την ελπίδα της Ευρώπης... Η Ευρώπη θα χρειαστεί ακόμα να γίνει. Πάντα χρειάζεται».

Ο Χάμπερμας στο πρόσφατο βιβλίο-έκκληση για τη διάσωση του ευρωπαϊκού οράματος «Για ένα Σύνταγμα της Ευρώπης», μιλάει σαφώς για «κατασκευαστικό λάθος» της Ευρωζώνης και προτείνει λύσεις για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. «Από το 1989-1990», λέει, «δεν υπάρχει πια τρόπος απόδρασης από το σύμπαν του καπιταλισμού· το μόνο που μπορεί να γίνει είναι ένας εκπολιτισμός και μια τιθάσευση της δυναμικής του καπιταλισμού εκ των έσω».

Για τον Κονδύλη, «Η Δύση δεν υπάρχει πια. «Δύση» ήταν το αντικομμουνιστικό στρατόπεδο (διαφορετικά Ιαπωνία και Ν. Κορέα δεν θα ανήκαν στη «Δύση»). Οσοι – και κυρίως οι κοσμοπολίτες «αριστεροί» – θεωρούν ότι η συνοχή της Δύσης στηρίζεται απλώς στις κοινές της αξίες είναι πολιτικά και ιστορικά αφελείς. Οι κοινές αξίες καθεαυτές δεν δημιουργούν κοινά συμφέροντα – το αντίθετο μπορεί να συμβεί – ούτε εμπόδισαν ποτέ τις αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ χριστιανικών ή φιλελεύθερων λαών».

Η επιβίωση της Ευρώπης, γράφει, δεν είναι τόσο αυτονόητη όσο νομίζουν μερικοί: « Το στρατηγικό ζήτημα όμως είναι: Τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά κράτη θα αποτελέσουν, είτε μέσω συναίνεσης είτε μέσω αμοιβαίων παραχωρήσεων, μία πολιτική ενότητα που θα λειτουργεί αποτελεσματικά ή θα χρειαστεί η ντε φάκτο ηγεμονία ενός έθνους – κάτι που θα ήταν προτιμότερο από το να βουλιάξουν όλοι μαζί; Στην πρώτη περίπτωση η γερμανική εθνικιστική «δεξιά» θα πρέπει να επανεξετάσει τη στάση της έναντι των Αγγλών και των Γάλλων. Στη δεύτερη περίπτωση θα πρέπει να υπερβεί τη μνησικακία του ηττημένου έναντι των Αμερικανών...

Μια τρίτη εντούτοις προοπτική μου φαίνεται πιθανότερη για το εγγύς μέλλον: η διελκυστίνδα μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών συνεχίζεται υπό το σύνθημα «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» και αναζωογονούνται παλαιοί συσχετισμοί δυνάμεων προς ικανοποίησιν της εθνικιστικής «δεξιάς». Βέβαια η πλανητική σημασία και η ένταση αυτών των παιχνιδιών θα είναι πολύ μικρότερη από ότι στο παρελθόν. Και ο επαρχιωτισμός της εθνικιστικής «δεξιάς» θα ήταν απλώς η αντεστραμμένη όψη της κοσμοπολίτικης ελαφρότητας της «αριστεράς». Και οι δύο δεν μπορούν ούτε να θέσουν ούτε να απαντήσουν στο ερώτημα: υπό τις σημερινές συνθήκες στην Ευρώπη, ποια πλανητική πολιτική οντότητα είναι βιώσιμη; Και το ερώτημα αυτό τίθεται ανεξάρτητα από το πώς αξιολογεί κάποιος το μέλλον και την αναγκαιότητα του εθνικού κράτους. (Παναγιώτης Κονδύλης Από τον 20ο στον 21ο αιώνα Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000, Εκδ. Θεμέλιο)

Ο Ετιέν Μπαλιμπάρ υπογράμμισε την ανάγκη αναδημιουργίας της Ευρώπης μέσα από την κρίση. Η πολιτική των θεσμών είναι μια «επανάσταση από τα πάνω» τόνισε ο Γάλλος φιλόσοφος, χρησιμοποιώντας τη φόρμουλα του Μπίσμαρκ και του Μαρξ, μια «προληπτική αντεπανάσταση για να εξουδετερωθούν από πριν» οι αντιδράσεις των λαών.

Στην Ευρώπη σήμερα οι τυφλοί οδηγούν τους τυφλούς», καταλήγει ο Ζίζεκ. «Το καινούριο σήμερα», υποστηρίζει ο φιλόσοφος, «είναι ότι με την οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008, η ίδια καχυποψία για τη δημοκρατία- κάποτε προνόμιο μόνο των χωρών του τρίτου κόσμου ή των μετα-κομμουνιστικών υπό ανάπτυξη κρατών- κερδίζει συνεχώς έδαφος στην ίδια την αναπτυγμένη δύση: αυτό που πριν μία δεκαετία ή δύο συνιστούσε συμβουλή για τους άλλους σήμερα μας αφορά εμάς τους ίδιους». «Κοιτάξτε πώς χειρίστηκε η Ευρώπη την ελληνική κρίση», λέει ο Ζίζεκ, «πιέζουν την Ελλάδα να αποπληρώσει το χρέος της, αλλά την ίδια ώρα με τα επιβαλλόμενα μέτρα λιτότητας καταστρέφουν την οικονομία της και καθιστούν πλέον βέβαιο ότι το ελληνικό χρέος δεν θα αποπληρωθεί ποτέ». («Γκάρντιαν») Ίδιες απόψεις διατυπώνει και ο Μπαντιού.

Ο Αγκάμπεν αλλά και πολλοί άλλοι ριζοσπάστες στοχαστές θεωρούν ότι οι πολιτικές ελίτ της Ευρώπης αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν την Ένωση και να συγκροτήσουν την Αυτοκρατορία σε αποκλειστικά οικονομική βάση. Όλα αποτιμώνται με βάση την οικονομική τους απόδοση, « ως θρίαμβος του γερμανικού πνεύματος». Είναι ο θρίαμβος της οικονομικής λογικής, η επιβολή της οικονομίας σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης ζωής. Και αυτό είναι το ζοφερό όραμα των γερμανικών με την πολιτισμική έννοια ευρωπαϊκών ελίτ: «μια Ευρωπαϊκή Αυτοκρατορία που θα παράγει και θα είναι οικονομικά πανίσχυρη. Κι ας θυσιαστούν, στο βωμό της οικονομικής ανάπτυξης, όλες οι τοπικές κουλτούρες και όλη η ποικιλία των μορφών ζωής. Η ανεκτικότητα προς τις διαφορετικές γλώσσες, θρησκείες, παραδόσεις, τέχνες, ανεκτικότητα που κέρδισε η Ευρώπη μετά από αιώνες οδυνηρών προσπαθειών δε θεωρείται ως κάτι που αξίζει να διατηρηθεί».

Όπως είπε ο Μαρξ, «οι φιλόσοφοι έχουν απλά ερμηνεύσει τον κόσμο με διάφορους τρόπους. Το θέμα είναι να τον αλλάξουμε»....

(η 11η θέση για τον Feurbach που αναγράφεται και στον τάφο του)

ArtiNews

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Μπα, ακόμα ένα ε;

Ο απαιτούμενος πανικός, η απαιτούμενη προσευχή, το απαιτούμενο δάκρυ, οι αναγκαίες διαβουλεύσεις, τα αναγκαία μέτρα, οι απαιτούμενοι οπλισμοί, οι απαιτούμενες αναλύσεις, τα αναγκαία άρθρα, οι πληρωμένες κηδείες, οι γραμμένες ευχές, τα εκατομμύρια τουίτς, οι νυχτερινές εξάψεις, οι προσωπικές πεποιθήσεις, τα γραμμένα ποιήματα, οι αναγκαίοι βομβαρδισμοί, η αναγκαία ασφάλεια, ο καλός στρατός, η καλή δύση, η μεταφυσική τρομοκρατία, οι άνθρωποι είναι κι αυτοί μετανάστες γαμώτο, το ISIS που πρέπει να εξαληφθεί, το ΝΑΤΟ που πρέπει να επέμβει, η ιμπεριαλιστική Ρωσία βεβαίως βεβαίως, τα αναπόφευκτα μπάμ και μπούμ, το αναγκαίο κλείσιμο των συνόρων, το αναγκαίο ακόμα ένα, ο αναγκαίος καπιταλισμός, ο αναγκαίος ιμπεριαλισμός, ο απαραίτητος πόλεμος, ο δυναμικός αντι-κομμουνισμός, η καλή θρησκεία, ο ήσυχος ύπνος……. καληνύχτα.

 komparsos.wordpress.com

Ζίγκμουντ Μπάουμαν – Μας ωφελεί όλους ο πλούτος των ολίγων;

Μετάφραση της ομάδας Afterwords

Μια πρόσφατη μελέτη από το Παγκόσμιο Ινστιτούτο για την Έρευνα της Οικονομικής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου των Ηνωμένων Εθνών παρουσιάζει ότι το 1% των πιο πλούσιων ενηλίκων κατείχε μόνο του το 40% των παγκόσμιων περιουσιακών στοιχείων το 2000, και ότι το 10% των πιο πλουσίων έλεγχε το 85% του παγκόσμιου συνολικού πλούτου. Το κατώτερο ήμισυ του παγκόσμιου ενήλικου πληθυσμού κατείχε το 1% του παγκόσμιου πλούτου. [i] Αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από ένα στιγμιότυπο μιας συνεχούς διαδικασίας… Όλο και πιο δυσάρεστα και χειρότερα από ποτέ εμφανίζονται καθημερινά τα νέα για την ισότητα των ανθρώπων καθώς και για την ποιότητα της ζωής όλων μας.

«Οι κοινωνικές ανισότητες θα έκαναν τους δημιουργούς των σύγχρονων ερευνητικών προγραμμάτων να ντρέπονται» – σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξαν οι Μισέλ Ροκάρ, Ντομινίκ Μπουργκ και Φλοράν Ογκανιέρ στο άρθρο τους «Human species, endangered» («Το ανθρώπινο είδος υπό εξαφάνιση»), το οποίο συνέγραψαν και δημοσίευσαν στην εφημερίδα Λε Μοντ στις 3 Απριλίου του 2011. Στην εποχή του Διαφωτισμού, την περίοδο των Φράνσις Μπέικον, Ντεκάρτ ή ακόμα και του Χέγκελ, το βιοτικό επίπεδο σε κανένα μέρος της γης δεν ήταν ποτέ διπλάσιο σε σχέση με την πιο φτωχή της περιοχή. Σήμερα, η πιο πλούσια χώρα, το Κατάρ, καυχιέται ότι το κατά κεφαλήν εισόδημά της είναι 428 φορές υψηλότερο από την πιο φτωχή, την Ζιμπάμπουε. Και αυτές, ας μην ξεχνάμε, ότι είναι συγκρίσεις κατά μέσο όρο – και παρόμοιες με τη αστεία συνταγή για πατέ κρέας λαγού και αλόγου: πάρε ένα λαγό και ένα άλογο…

Η επίμονη διατήρηση της φτώχειας του πλανήτη μέσα στη δίνη της οικονομικής ανάπτυξης του φονταμενταλισμού είναι αρκετή, έτσι ώστε να κάνει τους ανθρώπους να σκεφτούν τις άμεσες όσο και τις παράπλευρες απώλειες αυτής της κατανομής του πλούτου. Το όλο και πιο βαθύ χάσμα που χωρίζει τους φτωχούς και με λιγότερες προοπτικές ανθρώπους από εκείνους που είναι εύποροι, αισιόδοξοι, γεμάτοι αυτοπεποίθηση και ζωηράδα – μια βαθειά άβυσσος που μόνο οι πιο μυώδη και σχεδόν ασυνείδητοι πεζοπόροι μπορούν να την ανεβούν – είναι ένας προφανής λόγος να το αναλογιστούμε σοβαρά. Όπως επέστησαν την προσοχή οι συγγραφείς του παρατεθειμένου άρθρου, το πρωτεύον θύμα της εντεινόμενης ανισότητας θα είναι η δημοκρατία –τα όλο και περισσότερο δυσεύρετα, σπάνια και δυσπρόσιτα εργαλεία της επιβίωσης και της αποδεκτής ζωής γίνονται αντικείμενο ενός αμείλικτου ανταγωνισμού (ίσως και πολέμων) ανάμεσα στους ενισχυμένους οικονομικά και στους εγκαταλελειμμένους και χωρίς βοήθεια άπορους.

Έτσι, μια από τις πιο βασικές ηθικές αιτιολογήσεις για την οικονομία της ελεύθερης αγοράς, ότι δηλαδή η επιδίωξη του ατομικού κέρδους είναι επίσης ο καλύτερος μηχανισμός για την επιδίωξη του κοινού οφέλους, έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση και έχει διαψευσθεί. Τις δυο δεκαετίες πριν από την αρχή της τελευταίας οικονομικής κρίσης, στο μεγαλύτερο μέρος των κρατών του Ο.Ο.Σ.Α (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών για το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού αυξήθηκε πολύ πιο γρήγορα από ότι για το φτωχότερο 10%.

Σε κάποιες χώρες, τα πραγματικά εισοδήματα εκείνων που βρίσκονται στο κατώτερο σημείο έχουν στην πραγματικότητα μειωθεί. Επομένως, οι εισοδηματικές διαφορές έχουν αυξηθεί σημαντικά. «Στις ΗΠΑ το μέσο εισόδημα του πλουσιότερου 10% είναι πλέον 14 φορές του φτωχότερου 10%» – αισθάνεται υποχρεωμένος να παραδεχθεί ο Τζέρεμι Γουόρνερ, βοηθός αρχισυντάκτη της Ντέιλι Τέλεγκραφ, μία από τις εφημερίδες που εδώ και πολύ καιρό εκφράζουν τον ενθουσιασμό τους για την επιδεξιότητα και πρόοδο του «αόρατου χεριού» της αγοράς, την οποία εμπιστεύονται εξίσου και οι συντάκτες και οι συνδρομητές για να δώσουν λύση σε όσα πιο πολλά (αν όχι στα περισσότερα) προβλήματα δημιουργούνται από τις αγορές. Και προσθέτει: «Η αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας, η οποία προφανώς είναι ανεπιθύμητη από κοινωνική άποψη, δεν έχει απαραίτητα μεγάλη σημασία, εάν όλοι γίνονται ταυτόχρονα πλουσιότεροι. Όταν όμως οι περισσότερες ανταμοιβές της οικονομικής προόδου πηγαίνουν σε ένα συγκριτικά μικρό αριθμό, που είναι ήδη υψηλόμισθος, πράγμα που συμβαίνει στην πράξη, σαφώς θα αποτελέσει πρόβλημα». [ii]

Αυτή η ομολογία, που διατυπώνεται προσεκτικά και απρόθυμα και που είναι εν μέρει αληθής, φτάνει στο αποκορύφωμα μιας πληθώρας από αποτελέσματα έρευνας και επίσημα στατιστικά στοιχεία καταγράφοντας την ολοένα αυξανόμενη απόσταση που χωρίζει αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή με αυτούς που βρίσκονται στη βάση της κοινωνικής ιεραρχίας. Σε έντονη αντίθεση με τις δηλώσεις των πολιτικών, που αποσκοπούν στο να ανακυκλωθούν σε πεποιθήσεις του λαού – η οποίες δεν εξετάζονται πλέον, δεν διερωτώνται και ελέγχονται – ο πλούτος που συγκεντρώνεται στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας έχει αποτύχει να «διαχυθεί προς τα κάτω» μέσω των μηχανισμών της αγοράς και να κάνει τους υπόλοιπους από εμάς πιο πλούσιους ή να αισθανόμαστε πιο ασφαλείς και πιο αισιόδοξοι για το μέλλον το δικό μας και των παιδιών μας, ή πιο χαρούμενοι…

Στην ανθρώπινη ιστορία, η ανισότητα με την πασιφανή τάση της για εκτεταμένη και ταχεία αυτοαναπαραγωγή δεν είναι κάτι καινούργιο. Πρόσφατα το μακροχρόνιο πρόβλημα της ανισότητας, οι αιτίες και οι συνέπειές της έχουν επανέλθει στο επίκεντρο της δημοσιότητας και έχει γίνει αντικείμενο έντονων συζητήσεων και αποκαλυπτικών δεδομένων.

Το πιο σημαντικό σε αυτά τα δεδομένα είναι η ανακάλυψη, ή ακόμα καλύτερα η κάπως καθυστερημένη συνειδητοποίηση, ότι το «μεγάλο χάσμα» στις αμερικανικές, βρετανικές και σε πολλές άλλες κοινωνίες «είναι πλέον μικρότερο ανάμεσα στη ανώτερη, στη μεσαία και στην κατώτερη κοινωνική τάξη, από ό, τι ανάμεσα στη μικροσκοπική ομάδα της ελίτ της κοινωνίας και σχεδόν σε όλους τους υπόλοιπους. [iii] Για παράδειγμα, «ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων στις ΗΠΑ πολλαπλασιάστηκε 40 φορές 25 χρόνια μέχρι και το 2007 – ενώ ο συνολικός πλούτος των 400 πιο πλούσιων Αμερικανών αυξήθηκε από τα $169 στα $1500 δισεκατομμύρια». Μετά το 2007, κατά τη διάρκεια της πιστωτικής κατάρρευσης, η οποία είχε ως επακόλουθα την οικονομική ύφεση και την αύξηση της ανεργίας, η τάση απέκτησε ένα πραγματικά αυξανόμενο ρυθμό: αντί να έχει τον ίδιο αντίκτυπο στον καθένα όπως ήταν αναμενόμενο και είχε περιγραφεί, η κοινωνική μάστιγα ήταν σκληρή και επιλεκτική όσον αφορά την κατανομή των πληγμάτων της: το 2011, ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων στις ΗΠΑ έφτασε σε ιστορικό ρεκόρ μέχρι σήμερα στους 1210, ενώ το 2010, ο συνδυασμένος πλούτος αυξήθηκε από $3,500 το 2007 στα $4,500 δισεκατομμύρια.

«Το 1990, κάποιος χρειαζόταν περιουσία περίπου £50 εκατομμυρίων για να μπει στον κατάλογο με τους 200 πιο πλούσιους κατοίκους στην Βρετανία, ο οποίος δημοσιευόταν κάθε χρόνο στην Σάντεϊ Τάιμς. Από το 2008, αυτός ο αριθμός έχει εκτοξευθεί στα £430 εκατομμύρια. Πρόκειται για μια σχεδόν εννεαπλάσια αύξηση». [iv] Συνολικά, «ο συνδυασμένος πλούτος των 1000 πιο πλούσιων ανθρώπων παγκοσμίως είναι σχεδόν ο διπλάσιος από τα 2,5 εκατομμύρια πλούτου των πιο φτωχών». Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Ινστιτούτο Οικονομικής Ανάπτυξης με έδρα το Ελσίνκι, το πιο πλούσιο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι σήμερα σχεδόν 2000 φορές πλουσιότερο από ότι το 50% της βάσης της κοινωνικής ιεραρχίας. [v] Συγκρίνοντας πρόσφατα διαθέσιμες εκτιμήσεις σχετικά με την παγκόσμια ανισότητα, ο Ντανίλο Ζόλο [vi] κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «με ελάχιστα στοιχεία μπορεί να επιβεβαιωθεί ότι ο ήλιος δύει προς την Εποχή των Δικαιωμάτων στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας εκτιμά ότι τα τρία εκατομμύρια ανθρώπων ζουν στις μέρες μας κάτω από το όριο της φτώχειας, που καθορίζεται στο ποσό των δύο δολαρίων ημερησίως. Το 1998, ο Τζον Γκάλμπρεϊθ, στον πρόλογο της Έκθεσης για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη των Ηνωμένων Εθνών, τεκμηρίωσε ότι το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού είχε το μονοπώλιο του 86% όλων των αγαθών και υπηρεσιών που παράγονταν σε όλο τον κόσμο, ενώ το 20% των πιο φτωχών κατανάλωνε μόνο το 1,3%. Σήμερα, σχεδόν μετά από 15 χρόνια, αυτά τα ποσοστά οδεύουν από το κακό στο χειρότερο: το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού καταναλώνει το 90% των παραγόμενων προϊόντων, ενώ το φτωχότερο 20% καταναλώνει το 1%. Εκτιμάται επίσης ότι το 40% του παγκόσμιου πλούτου ανήκει στο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού, εφόσον οι πόροι των 20 πιο πλούσιων ανθρώπων στον κόσμο ισοδυναμούν με εκείνους που έχουν δισεκατομμύρια άποροι.

Δέκα χρόνια πριν, ο Γκλεν Φάιρμπο [vii] επεσήμανε ότι η μακροχρόνια τάση της παγκόσμιας ανισότητας έδειχνε κάποια σημάδια αντιστροφής– από την αύξηση της ανισότητας στα κράτη και τη σταθερή ή μειωμένη ανισότητα μεταξύ των κρατών στην μείωση της ανισότητας στα κράτη και στην αύξηση της ανισότητας μέσα σε αυτά. Ενώ οι «αναπτυσσόμενες» ή «αναδυόμενες» εθνικές οικονομίες πέτυχαν μια μαζική εισροή κεφαλαίων από την αναζήτησή τους για νέο γρήγορο κέρδος υποσχόμενες «παρθένα εδάφη», κατοικημένα από φθηνό και υπάκουο εργατικό δυναμικό, το οποίο δεν είχε μολυνθεί από το μικρόβιο του καταναλωτισμού και ήταν έτοιμο να εργαστεί παίρνοντας το βασικό μισθό για την επιβίωσή του – οι χώροι εργασίας στις αναπτυγμένες οικονομίες εξαφανίζονταν με μεγάλη ταχύτητα αφήνοντας το τοπικό εργατικό δυναμικό σε μια υποβαθμισμένη διαπραγματευτική θέση. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Φρανσουά Μπουργκινιόν [viii] κατέληξε ότι εάν η παγκόσμια ανισότητα (ανάμεσα στις εθνικές οικονομίες) συνεχίζει να μειώνεται υπολογίζοντας το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα, η απόσταση μεταξύ των πιο πλούσιων και πιο φτωχών εθνικών οικονομιών θα συνεχίσει να μεγαλώνει και οι εισοδηματικές διαφορές στο εσωτερικό των χωρών θα συνεχίσουν να αυξάνονται.

Στην συνέντευξη που έδωσε στους Μονίκ Αλτάν και Ρότζερ Πολ Ντρουά [ix] ο οικονομολόγος και βραβευμένος με το βραβείο Γκονκούρ νομπελίστας Ερίκ Ορσενά συνόψισε ότι όλα αυτά και πολλά άλλα παρόμοια στατιστικά στοιχεία αλλάζουν. Επιπλέον, υποστήριζε ότι οι καινούργιες μεταβολές ωφελούσαν μόνο μια μικρή μειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού. Η πραγματική κλίμακα δεν θα μας διευκόλυνε να περιορίσουμε την ανάλυσή μας, όπως συνηθίζαμε να κάνουμε πριν από μια δεκαετία, στα κατά μέσο όρο κέρδη του πλουσιότερου 10%. Για να κατανοήσει κάποιος τον μηχανισμό της σημερινής συνεχούς μεταβολής (ανεξάρτητα από την «κυκλική φάση»), χρειάζεται να εστιάσει στο πλουσιότερο 1%, ίσως ακόμα και στο 0,1%. Εάν δεν μπορέσει να το κάνει, τότε θα χάσει τον πραγματικό αντίκτυπο της αλλαγής, η οποία περιλαμβάνει την αποδόμηση της μεσαίας τάξης στην νέα τάξη του «πρεκαριάτου».

Αυτή η πρόταση έχει επιβεβαιωθεί από κάθε μελέτη, είτε αυτή βασίζεται στη χώρα καταγωγής του ερευνητή είτε προέρχεται από οπουδήποτε αλλού. Ωστόσο, όλες οι μελέτες συμφωνούν σε ένα άλλο σημείο: σχεδόν παντού στο κόσμο της ανισότητας το οτιδήποτε μεγαλώνει πολύ γρήγορα και αυτό σημαίνει ότι οι πλούσιοι, οι πραγματικά πολύ πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι, ενώ οι φτωχοί, οι πραγματικά πολύ φτωχοί γίνονται φτωχότεροι – πιο σίγουρα σε ένα σχετικό αλλά αυξανόμενο αριθμό περιπτώσεων με απόλυτους όρους. Επιπλέον: οι άνθρωποι που είναι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι μόνο και μόνο επειδή είναι πλούσιοι. Οι άνθρωποι που είναι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι μόνο και μόνο επειδή είναι φτωχοί. Στις μέρες μας, η ανισότητα συνεχίζει να εντείνεται από τη δική της λογική και τη δική της ορμή. Δεν χρειάζεται κάποια βοήθεια ή κάποιο ώθηση από έξω – κανένα εξωτερικό ερέθισμα, καμία πίεση, καμία προτροπή. Σήμερα η κοινωνική ανισότητα φαίνεται να πλησιάζει όλο και περισσότερο στο να γίνει το πρώτο perpetuum mobile (αεικίνητο) στην ιστορία, το οποίο οι άνθρωποι, ύστερα από αμέτρητες αποτυχημένες προσπάθειες, έχουν εντέλει κατορθώσει να επινοήσουν και να θέσουν σε κίνηση. Αυτό είναι το δεύτερο από τα δεδομένα που μας υποχρεώνει να δούμε την κοινωνική ανισότητα από νέα διαφορετική σκοπιά.

Ήδη από το 1979, η μελέτη του Κάρνεγκι [x] έδειξε ξεκάθαρα ότι πολλά στοιχεία ήταν διαθέσιμα και προτείνονταν εκείνη την περίοδο, και ότι σύμφωνα με την κοινή πείρα ζωής επιβεβαιωνόταν καθημερινά: ότι το μέλλον κάθε παιδιού καθοριζόταν κατά κύριο λόγο από την κοινωνική κατάσταση του παιδιού, από το γεωγραφικό τόπο γέννησής του και από τη θέση των γονιών του στην κοινωνία που γεννήθηκε – και όχι από το μυαλό του, τα ταλέντα του, τα επιτεύγματα του ή την αφοσίωσή του.

Ο γιος ενός δικηγόρου μιας μεγάλης εταιρίας είχε 27 φορές περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας από το γιο ενός μη σταθερού εργαζόμενου που δούλευε σε μια πιο δευτερεύων εταιρία (και οι δυο γιοι κάθονταν στο ίδιο θρανίο στην ίδια τάξη, ήταν εξίσου ικανοί, διάβαζαν με την ίδια αφοσίωση και περηφανεύονταν για την ίδια ιδιοφυία τους). Στην ηλικία των 40 χρονών, ο πρώτος θα έπαιρνε μισθό που θα τον τοποθετούσε στο 10% των πιο πλούσιων ανθρώπων της χώρας, σε αντίθεση με το συμμαθητή του που θα είχε μία στις οχτώ ευκαιρίες για να παίρνει έστω ένα μέσο εισόδημα. Περίπου τρεις δεκαετίες αργότερα, το 2007, η κατάσταση επιδεινώθηκε περισσότερο – το χάσμα επεκτάθηκε και διευρύνθηκε και για πρώτη φορά δεν υπήρχε η δυνατότητα να γεφυρωθεί. Σύμφωνα με μια μελέτη του Γραφείου του Κονγκρέσου (Congressional Office Bureau), ο πλούτος του 1% των πιο πλούσιων Αμερικανών είναι συνολικά $16.8 τρισεκατομμύρια, δύο τρισεκατομμύρια παραπάνω από το συνδυασμένο πλούτο του 90% της κατώτερης τάξης του πληθυσμού. Σύμφωνα με το Center for American Progress (Κέντρο για την Αμερικανική Ανάπτυξη), κατά τη διάρκεια αυτών των τριών δεκαετιών το μέσο εισόδημα του 50% των Αμερικανών της κατώτερης τάξης αυξήθηκε κατά 6% – ενώ το εισόδημα του 1% της ανώτερης τάξης αυξήθηκε κατά 229%.

Το 1960, το μέσο εισόδημα κατόπιν φορολογίας για τα ανώτερα διοικητικά στελέχη στις μεγαλύτερες εταιρίες των ΗΠΑ ήταν 12 φορές μεγαλύτερο από ότι το μέσο εισόδημα των εργαζομένων. Από το 1974, οι μισθοί και τα προνόμια των διευθυνόντων συμβούλων αυξήθηκαν περίπου 35 φορές σε σχέση με τις απολαβές των εργαζομένων της εταιρίας. Το 1980 οι μισθοί των διευθυνόντων συμβούλων ήταν κατά μέσο όρο 42 φορές πιο υψηλοί από τους μισθούς που έπαιρνε ο μέσος εργαζόμενος και δέκα χρόνια αργότερα διπλασιάστηκε στις 84 φορές. Αλλά τότε, γύρω στο 1980, η ανισότητα άρχισε να επιταχύνεται ραγδαία. Από τα μέσα της δεκαετίας του 90, σύμφωνα με το περιοδικό Μπίζνες Γουίκ (Business Week), ο συντελεστής ήταν ήδη 135 φορές μεγαλύτερος. Το 1999 είχε φτάσει στο τετρακοσιαπλάσιο επίπεδο και το 2000 αυξήθηκε ξανά στις 531 φορές. Και αυτοί είναι κάποιοι από τους ταχέως αυξανόμενους αριθμούς παρόμοιων πραγματικών περιστατικών (“facts of the matter”) και στατιστικών στοιχείων στην προσπάθεια τους να τους κατανοήσουν, να τους προσδιορίσουν σε ποσότητα και να τους καταμετρήσουν. Κάποιος μπορεί να συνεχίσει επ’ αόριστον να καθορίζει την τιμή τους, εφόσον εμφανίζονται συνεχώς νέα στατιστικά στοιχεία, τα οποία κάθε επιτυχημένη έρευνα προσθέτει στην ήδη συσσωρευμένη μάζα.

Ποιες είναι όμως οι κοινωνικές πραγματικότητες, στις οποίες αναφέρονται αυτά τα αριθμητικά στοιχεία;

Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αποκαλύψεις που έφεραν δραματικά αποτελέσματα των δύο ή τριών εύλογα πιο επιτυχημένων δεκαετιών στην σειρά στην ιστορία του καπιταλισμού, που προηγήθηκαν της πιστωτικής κατάρρευσης το 2007 και της κατάθλιψης που ακολούθησε: η ανισότητα πάντα δικαιολογούταν με βάση το γεγονός ότι αυτοί που βρίσκονταν στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας συνέβαλλαν περισσότερο στην οικονομία, έχοντας το ρόλο «δημιουργών θέσεων απασχόλησης» – αλλά «έπειτα ήρθε το 2008 και 2009, και κάποιος μπορούσε να καταλάβει ότι αυτοί οι άνθρωποι που είχαν οδηγήσει την οικονομία στο χείλος της καταστροφής αποχωρούσαν με εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια». Προφανώς, δεν μπορούσε να δικαιολογήσει εκείνη την περίοδο τις αμοιβές όσον αφορά τη συνεισφορά των δικαιούχων τους στην κοινωνία. Σε αυτό που συνέβαλλαν ουσιαστικά οι τελευταίοι δεν ήταν οι καινούργιες δουλειές, αλλά η προέκταση μιας σειράς από «περιττούς ανθρώπους» (όπως έχουν μετονομαστεί οι άνεργοι σήμερα – όχι χωρίς βάσιμους λόγους). Στο τελευταίο του βιβλίο The Price of Inequality (Το τίμημα της ανισότητας) (WW Norton & Company 2012), ο Στίγκλιτς συμπεραίνει ότι οι ΗΠΑ έχουν γίνει η χώρα «στην οποία οι πλούσιοι μένουν σε γκέτα κλειστής κοινωνίας, στέλνουν τα παιδιά τους σε ακριβά σχολεία και έχουν πρόσβαση σε πρώτης τάξεως ιατρική φροντίδα. Στο μεταξύ, οι υπόλοιποι ζουν σε ένα κόσμο που χαρακτηρίζεται από ανασφάλεια, από την καλύτερη προσπάθεια για μέτρια εκπαίδευση και από περιορισμένη ιατρική περίθαλψη». Αυτή είναι η εικόνα των δύο κόσμων – με ελάχιστες επαφές ή κοινά σημεία μεταξύ τους και επίσης με την επικοινωνία μεταξύ τους να είναι ανύπαρκτη (στις ΗΠΑ όπως και στην Βρετανία, οι οικογένειες έχουν ξεκινήσει να αποταμιεύουν ένα μεγάλο μέρος από το μισθό τους για να καλύψουν το κόστος ζωής τους, και να μείνουν γεωγραφικά και κοινωνικά μακριά, “όσο πιο μακριά τόσο το καλύτερο, από τους «άλλους ανθρώπους» και πιο συγκεκριμένα από τους φτωχούς).

Στην έντονη και έξοχη ζωοτομία της ισχύουσας κατάστασης της ανισότητας, ο Ντάνιελ Ντόρλινγκ, καθηγητής της Ανθρώπινης Γεωγραφίας [xi] στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ, δίνει σάρκα στα οστά της σκελετικής σύνθεσης του Στίγκλιτς – ενώ μεταφέρει ταυτόχρονα τη γωνία προοπτικής από τη μία χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο: το φτωχότερο 10% του παγκόσμιου πληθυσμού συνήθως πεινάει. Το πλουσιότερο 10% δεν μπορεί να θυμηθεί ούτε μια στιγμή πείνας στην ιστορία της οικογένειάς του. Το φτωχότερο 10% μπορεί να εξασφαλίσει μόνο την πιο βασική εκπαίδευση για τα παιδιά του, ενώ το πλουσιότερο 10% ανησυχεί για το αν θα πληρώσει αρκετά δίδακτρα, έτσι ώστε τα παιδιά του να συναναστρέφονται μόνο με τους αποκαλούμενους «ισάξιους» και «καλύτερους» τους και έχει επιπλέον το φόβο της συναναστροφής των παιδιών του με «άλλα παιδιά». Το φτωχότερο 10% μένει σχεδόν πάντα σε μέρη όπου δεν υπάρχει ούτε κοινωνική ασφάλιση ούτε επίδομα ανεργίας. Το πλουσιότερο 10% δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του να προσπαθεί να ζήσει μόνο με αυτά τα οφέλη. Το φτωχότερο 10% μπορεί να εξασφαλίσει μόνο καθημερινή απασχόληση στην πόλη ή είναι χωριάτες σε αγροτικές περιοχές, ενώ το πλουσιότερο 10% δεν μπορεί να διανοηθεί να μην έχει εξασφαλισμένο μηνιαίο μισθό. Πέρα από αυτά, η ανώτερη κλάση, οι πλουσιότεροι όλων, δε μπορούν να διανοηθούν το να ζουν με μισθό και όχι με εισόδημα που προέρχεται από τους τόκους που παράγει ο πλούτος τους.

Και καταλήγει: «Καθώς οι άνθρωποι πολώνονται γεωγραφικά, αρχίζουν να γνωρίζουν όλο και λιγότερα ο ένας για τον άλλον και να φαντάζονται όλο και περισσότερα». . . Ενώ στην πιο πρόσφατη αναφορά του με τον τίτλο «Inequality: the real cause of our economic woes» [xii] (Ανισότητα: η πραγματική αιτία των οικονομικών μας συμφορών), ο Στιούαρτ Λάνσεϊ στρατεύεται με τις ετυμηγορίες των Στίγκλιτς και Ντόρλινγκ ότι το στηριζόμενο από την εξουσία δόγμα που αναγνωρίζει στους πλούσιους ότι προσφέρουν κοινωνικό έργο με το να γίνονται πλουσιότεροι δεν είναι παρά μια μίξη ενός εσκεμμένου ψέματος με μια ηθική εθελοτυφλία: σύμφωνα με την οικονομική ορθοδοξία, μια μεγάλη δόση ανισότητας οδηγεί σε πιο αποτελεσματικές και ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες. Αυτό συμβαίνει, διότι υψηλότερες αμοιβές και χαμηλότεροι φόροι στην κορυφή, όπως υποστηρίζεται, δίνουν ώθηση στην επιχειρηματικότητα και παράγουν μια μεγαλύτερη οικονομική πίτα.

Απέδωσε λοιπόν καρπούς το 30ετές πείραμα εκτίναξης της ανισότητας; Τα στοιχεία δείχνουν πως όχι. Το χάσμα πλούτου έχει διευρυνθεί, ωστόσο χωρίς την υποσχόμενη οικονομική πρόοδο. Από το 1980 τα ποσοστά ανάπτυξης και παραγωγικότητας του Η.Β. μειώθηκαν κατά το ένα τρίτο και η ανεργία είναι πέντε φορές μεγαλύτερη απ’ ό,τι στην πιο ισότιμη μεταπολεμική εποχή. Οι τρεις περίοδοι ύφεσης μετά το 1980 ήταν βαθύτερες και μεγαλύτερες σε διάρκεια από αυτές των δεκαετιών του 1950 και 1960, με κορύφωση την κρίση των τελευταίων τεσσάρων ετών. Το κύριο αποτέλεσμα του πειράματος μετά το 1980 είναι μια οικονομία περισσότερο πολωμένη και επιρρεπής στην κρίση.

Σημειώνοντας ότι «οι μειωμένοι μισθοί στερούν τη ζήτηση από τις οικονομίες που εξαρτώνται άμεσα από τις δαπάνες του καταναλωτή» και πράγματι «οι καταναλωτικές κοινωνίες χάνουν την ικανότητά τους να καταναλώνουν» κι ότι «η συγκέντρωση των διαδικασιών ανάπτυξης στα χέρια μιας μικρής παγκόσμιας οικονομικής ελίτ οδηγεί σε επενδυτικές φούσκες», ο Λάνσεϊ οδηγείται στο αναπόφευκτο συμπέρασμα: η σκληρή πραγματικότητα της κοινωνικής ανισότητας είναι κακή για όλους ή σχεδόν όλους μέσα σε μια κοινωνία. Και αρθρώνει μια πρόταση που θα έπρεπε, ωστόσο δεν το έχει κάνει ακόμα, να ακολουθεί μια τέτοια ετυμηγορία: «το κεντρικό δίδαγμα των 30 τελευταίων ετών είναι ότι το οικονομικό μοντέλο που επιτρέπει στα πλουσιότερα μέλη μια κοινωνίας να συσσωρεύουν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα στο τέλος θα αυτοκαταστραφεί. Είναι ένα μάθημα που, όπως φαίνεται πρέπει να πάρουμε».

Χρειαζόμαστε και πρέπει να πάρουμε αυτό το μάθημα, μην τυχόν φτάσουμε στο σημείο από όπου δεν έχει γυρισμό: τη στιγμή όπου το τρέχον «οικονομικό μοντέλο», αφού μας έχει δώσει όλα τα σημάδια της επερχόμενης καταστροφής ενώ ταυτόχρονα αδυνατεί να ελκύσει την προσοχή μας και να μας παρακινήσει να λάβουμε δράση, εκπληρώσει την εν δυνάμει αυτοκαταστροφή του. Οι Ρίτσαρντ Γουίλκινσον και Κέιτ Πίκετ, συγγραφείς οι ίδιοι μιας κατατοπιστικής μελέτης The Spirit Level: Why More Equal Societies Almost Always Do Better (Το αλφάδι: Γιατί οι πιο ισότιμες κοινωνίες τα πηγαίνουν σχεδόν πάντα καλύτερα) (Allen Lane 2009), επισημαίνουν στο από κοινού τους έργο “Foreword” στο βιβλίο του Ντόρλινγκ ότι η πεποίθηση ότι «το να αμείβονται οι πλούσιοι με τεράστιους μισθούς και μπόνους» είναι δίκαιο λόγω των «σπάνιων ταλέντων τους» που «ωφελούν την υπόλοιπη κοινωνία» είναι ένα εξόφθαλμο ψέμα. Ένα ψέμα που μπορούμε να καταπιούμε με αυτοκυριαρχία μόνο με δική μας ευθύνη και, εν τέλει, εις βάρος της δικής μας αυτοκαταστροφής.

Από την εμφάνιση της έρευνας των Γουίλκινσον και Πίκετ, στοιχεία σχετικά με τις επιβλαβείς και συχνά ολέθριες επιπτώσεις των υψηλών και ολοένα αυξανόμενων επιπέδων ανισότητας πάνω στις παθογένειες της ανθρώπινης συνύπαρξης και η οξύτητα των κοινωνικών προβλημάτων προκύπτουν διαρκώς. Η συσχέτιση μεταξύ υψηλών επιπέδων οικονομικής ανισότητας και του αυξανόμενου όγκου κοινωνικών παθογενειών έχει μέχρι στιγμής γίνει ευρέως αποδεκτή. Ένας αυξανόμενος αριθμός ερευνητών κι αναλυτών επισημαίνουν, ωστόσο, ότι εκτός από τον αρνητικό αντίκτυπο που έχει στην ποιότητα ζωής, η ανισότητα έχει και δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομική απόδοση. Αντί να την τονώσει, την κρατάει χαμηλά. Στην έρευνα που ήδη αναφέρθηκε ο Μπεργκινιόν συγκεντρώνει μερικές από τις αιτίες του τελευταίου αυτού φαινομένου, όπως για παράδειγμα τη στέρηση πρόσβασης από τους εν δυνάμει επιχειρηματίες στα τραπεζικά δάνεια λόγω της έλλειψης εγγυήσεων που απαιτούν οι πιστωτές ή το αυξανόμενο κόστος εκπαίδευσης που στερεί από τους ταλαντούχους νέους την ευκαιρία να αποκτήσουν τα προσόντα που πρέπει να αναπτύξουν και να εξασκήσουν τις ικανότητές τους. Προσθέτει σε αυτά τις αρνητικές επιπτώσεις της αύξησης της κοινωνικής έντασης και του κλίματος αβεβαιότητας: το ολοένα αυξανόμενο κόστος των υπηρεσιών ασφαλείας «τρώει» τους πόρους που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για καλύτερους οικονομικούς σκοπούς.

Για να συνοψίσουμε λοιπόν: δεν αληθεύει αυτό που τόσοι πολλοί από εμάς πιστεύουν και αυτό που μας έχουν πιέσει ή ωθήσει να πιστέψουμε, ενώ πολύ συχνά μπαίνουμε στον πειρασμό ή τείνουμε να πιστέψουμε; Αληθεύει ότι «ο πλούτος των πολλών μας ωφελεί όλους»; Για την ακρίβεια, δεν αληθεύει ότι όλη αυτή η παραποίηση της φυσικής ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων είναι βλαβερή για την υγεία και το σθένος, καθώς και για τις δημιουργικές και παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας, την οποία κάθε ανθρώπινο μέλος έχει επενδύσει το ενδιαφέρον του για να μεγαλώσει και να διατηρήσει στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Και δεν αληθεύει ότι η διαφοροποίηση των κοινωνικών θέσεων, ικανοτήτων, δικαιωμάτων και αμοιβών αντανακλά τις διαφορές στα φυσικά ταλέντα και στη συνεισφορά του κάθε μέλους της κοινωνίας στην ευημερία της. Το ψέμα είναι ο πιο πιστός σύμμαχος (ή μήπως το θεμέλιο;) της κοινωνικής ανισότητας.

[i] The World Distribution of Household Wealth. James B. Davies, Susanna Sandstrom, Anthony Shorrocks, and Edward N. Wolff. 5 December 2006.
[ii] http://blogs.telegraph.co.uk/finance/jeremywarner/100010097/scourge-of-inequality-is-getting-worse-and-worse/
[iii] Stewart Lansey, The Cost of Inequality, Gibson Square 2012, p.7.
[iv] See above, p.16.
[v] See J.B. Davies et al., “The World Distribution of Household Wealth”, United Nations University 2008.
[vi] See www.atimes.com/atimes/Global_Economy/NI26Dj01.html.
[vii] See Glen Firebough, The New Geography of Global Income inequality, Harvard University Press 2003.
[viii] See François Bourguignon, La mondialisation de l’inégalité, Seuil 2012.
[ix] See Humain: Une enquête philosophique sur ces révolutions qui changent nos vies, Flammarion 2012, p.384.

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

Ο πραγματικός λόγος που η Δύση δεν θέλει τους πρόσφυγες στα εδάφη της

του system failure

Ορισμένα Δυτικά φερέφωνα αποδεικνύουν την τεράστια υποκρισία της Δύσης όσον αφορά το προσφυγικό. Μπροστά στην πρωτοφανή ανθρωπιστική τραγωδία που εκτυλίσσεται στον υγρό τάφο της Μεσογείου, όπου απελπισμένοι άνθρωποι - μεταξύ των οποίων πολλά μικρά παιδιά - χάνουν τη ζωή τους σχεδόν σε καθημερινή βάση, κάποιοι παίζουν με τη νοημοσύνη μας.

Σύμφωνα με το αφήγημα που ανακυκλώνεται συχνά τελευταία, η Ευρώπη υποτίθεται ότι χρειάζεται τους πρόσφυγες, καθώς αποτελούν μια χρήσιμη εργατική δύναμη. Εκτός του ότι από μόνη της μια τέτοια αντίληψη συνεπάγεται μια σχετική ωμότητα και έναν κυνισμό, καθώς η ανθρώπινη υπόσταση αποκτάει κάποια αξία μόνο εφόσον συμβάλει στην παραγωγική διαδικασία, η αντίληψη αυτή είναι σε μεγάλο βαθμό πλασματική και υποκριτική.

Ειδικά στην Γερμανία, συγκεκριμένοι κύκλοι διέδιδαν πρόσφατα αυτή την αντίληψη, προσπαθώντας να αναδείξουν το πρόσωπο μιας υποτίθεται σύγχρονης και προοδευτικής χώρας. Μιας χώρας που δεν έχει κανένα λόγο να αποτρέψει τους "χρήσιμους" πρόσφυγες να εισέλθουν στο έδαφός της, για να ξεφύγουν από την κόλαση της Μέσης Ανατολής, για την οποία η ίδια η Δύση είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό υπεύθυνη.

Η "πολιτισμένη" αυτή στάση κατέρρευσε γρήγορα και η Γερμανία αποφάσισε να μπλοκάρει το ρεύμα των προσφύγων, καθώς έβλεπε άλλες χώρες κοντά στα σύνορά της να κάνουν το ίδιο, αγνοώντας οποιαδήποτε έκκληση για κοινή πολιτική στο μεγάλο πρόβλημα που προέκυψε. Καμία κοινή Ευρωπαϊκή πολιτική, καμία αλληλεγγύη. Τίποτα δεν απέμεινε που να θυμίζει τις αξίες πάνω στις οποίες υποτίθεται ότι χτίστηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το ρεσιτάλ υποκρισίας συνεχίστηκε από την - κατειλημμένη από τα λόμπι - Κομισιόν, που ανακοίνωσε, ότι τα τρία εκατομμύρια ανθρώπων που θα έρθουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως το 2017 ζητώντας άσυλο, θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση στην Ευρωπαϊκή οικονομία. Κάποιος θα μπορούσε να κάνει την απλή σκέψη: γιατί η ΕΕ χρειάζεται πρόσθετο εργατικό δυναμικό με μια ήδη τόσο υψηλή ανεργία; Μόνο η κατεστραμμένη Ελλάδα, ένα μικρό μόνο κομμάτι της Ευρωπαϊκής οικονομίας, έχει τουλάχιστον 1,5 εκατομμύριο ανέργους, χωρίς να φαίνονται προοπτικές βελτίωσης.

Η πραγματικότητα είναι εντελώς αντίθετη από αυτή που παρουσιάζουν οι Ευρωπαϊκές υποκριτικές μαριονέτες. Η αλήθεια είναι ότι τα λόμπι των μεγάλων εταιριών και τραπεζών θέλουν να "ξεφορτωθούν" το αχρείαστο και υψηλού κόστους ανθρώπινο εργατικό δυναμικό, καθώς προχωρούν γρήγορα στην υπερ-αυτοματοποίηση της παραγωγής. Το βλέπουμε στο Ελληνικό πείραμα. Παρά την ολοκληρωτική καταστροφή που επέφεραν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, ειδικά τα τελευταία πέντε χρόνια, οι ευρω-μαριονέτες επιμένουν στις πολιτικές αυτές, γιατί το πείραμα πρέπει να ολοκληρωθεί με κάθε τρόπο.

Τα πράγματα σήμερα έχουν αλλάξει δραματικά. Το μεγάλο κεφάλαιο σπάει το κοινωνικό συμβόλαιο. Όχι μόνο δεν χρειάζεται πρόσθετο εργατικό δυναμικό, αλλά αντίθετα, θέλει να "ξεφορτωθεί" κι άλλο.

Ένας συγκεκριμένος μηχανισμός ενεργοποιείται από τους πλουτοκράτες που ελέγχουν όλα τα κέντρα αποφάσεων. Επισήμως, οι πολιτικοί-μαριονέτες προσπαθούν να διατηρήσουν (με πολύ κόπο πλέον) την ψευδαίσθηση μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης πιστή στις αρχές που υποτίθεται ότι πρεσβεύει: τον απόλυτο σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, που επιβάλει το "καλωσόρισμα" των προσφύγων, έστω και ως χρήσιμη εργατική δύναμη.

Έτσι, οι πολιτικοί-υπηρέτες των πλουτοκρατών, από τη μια επιχειρούν να καθησυχάσουν τις χιλιάδες των Ευρωπαίων πολιτών που πιστεύουν στην προοδευτική Ευρώπη και συμπαραστέκονται στους πρόσφυγες, από την άλλη, βάζουν φιτίλια στους ακροδεξιούς και εθνικιστές, στέλνοντάς τους το σήμα ότι οι πρόσφυγες θα τους πάρουν τις όποιες θέσεις εργασίας έχουν απομείνει.

Μ'αυτό τον τρόπο, ενεργοποιείται από τους πλουτοκράτες το κομμάτι του μηχανισμού που λειτουργεί με βάση την κρυφή ατζέντα. Οι πρόσφυγες είναι μόνο ένα επιπρόσθετο πρόβλημα που πρέπει να το "ξεφορτωθούν" μαζί με το υπόλοιπο "άχρηστο" εργατικό δυναμικό. Κάποιος πρέπει να κάνει τη βρόμικη δουλειά: οι ακραίοι εθνικιστές και οι φασίστες θα την κάνουν. Ιστορικά, κινητοποιούνται κάθε φορά που το μεγάλο κεφάλαιο τους έχει ανάγκη. Το ίδιο γίνεται και τώρα.

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

Ιστορικές εξελίξεις στη Πορτογαλία

Στέλιος Κούλογλου


Αυτή τη φορά δεν πρόκειται για τον άτακτο μαθητή, που τιμωρούμε για να ησυχάσουν οι υπόλοιποι. Αλλά για τον «σπασίκλα» που κάθε τόσο ο δάσκαλος Βόλφγκανγκ καλούσε στον πίνακα: «Έλα εδώ παιδί Κοέλιο και δείξε τους πώς λένε το μάθημα». 
Μόλις ένα μήνα μετά τις βουλευτικές εκλογές, ηανατροπή της κυβέρνησης της λιτότητας στην Πορτογαλία, αποτελεί την πιο τρανταχτή απόδειξη ότι το πορτογαλικό success story που πιπίλιζε το Βερολίνο - και επαναλάμβαναν τα φερέφωνα του στην Ελλάδα - ήταν κάτι αντίστοιχο με το αυτό του κ. Σαμαρά: ένα στηριγμένο στην δημιουργική λογιστική, προπαγανδιστικό εφεύρημα, που παραποιούσε τα πραγματικά δεδομένα της οικονομίας και αδιαφορούσε πλήρως για τις καταστροφικές συνέπειες της λιτότητας και του μνημόνιου στην κοινωνία της χώρας.
Αν η μία ιστορική διάσταση από την πτώση της δεξιάς κυβέρνησης είναι η διάψευση των νεοφιλελεύθερων στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, η άλλη είναι η συμμαχία των κομμάτων της αριστεράς με το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ο πρώην πρόεδρος του κόμματος και πρωθυπουργός Ζ. Σόκρατες είναι ακόμη υπό κατ' οίκον κράτηση κατηγορούμενος για οικονομικά σκάνδαλα, χώρια ότι ήταν αυτός που εφάρμοσε πρώτος τις πολιτικές της λιτότητας. Παρ' όλα αυτά τα δύο κόμματα της αριστεράς, το Μπλόκο και το ΚΚΠ προτίμησαν να συμμαχήσουν με τους Σοσιαλιστές, παρά να τους αφήσουν να προχωρήσουν στον «Μεγάλο Συνασπισμό» με την δεξιά του Κοέλιο, όπως προέβλεπαν οι περισσότεροι παρατηρητές την επομένη των εκλογών.
«Πιστεύουμε ότι ήταν ευκαιρία να συγκροτηθεί μια άλλη κυβερνητική συμμαχία, για την επίλυση των άμεσων προβλημάτων της χώρας», εξήγησε πρόσφατα ο εκπρόσωπος του ΚΚΠ, που θεωρείτο μέχρι τώρα ένα από τα πιο «ορθόδοξα» της Ευρώπης. «Παρουσιάσαμε προτάσεις για την αύξηση του κατώτατου μισθού από 500 σε 600 ευρώ, επαναφορά συλλογικών συμβάσεων και καταπολέμηση των επισφαλών εργασιακών σχέσεων, φορολογική πολιτική πιο ισορροπημένη και δίκαιη, χρηματοδότηση κοινωνικής ασφάλισης και αναστροφή ιδιωτικοποίησης δημοσίων εταιρειών όπως η αεροπορική ΤΑΡ», συνέχισε, μιλώντας σε ειδική ενημερωτική σύσκεψη της ευρωομάδας της αριστεράς στο Στρασβούργο.
Δεν επρόκειτο για κινήσεις τακτικής, ώστε να αποκαλυφθεί ο καιροσκοπισμός των Σοσιαλιστών: «Είπαμε ότι ακόμη και αν το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν επιθυμεί την ρήξη με βάση τις δικές μας προτάσεις, εμείς θα θέλαμε συνεργασία σε μια μίνιμουμ βάση για να μην επανέλθει η δεξιά». H σύγκριση με το «αδελφό» ΚΚΕ είναι καταθλιπτική για τις δογματικές προσκολλήσεις του τελευταίου και την πολιτική «Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας» που υιοθέτησε μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου στην Ελλάδα. Το ενδιαφέρον είναι τώρα πώς θα σχολιάσει ο «Ριζοσπάστης» τις εξελίξεις και την πολιτική των Πορτογάλων συντρόφων.
Το Μπλόκο της Αριστεράς, το κόμμα που βγήκε κερδισμένο από τις πρόσφατες εκλογές, έθεσε επίσης 3 βασικές προϋποθέσεις στο Σοσιαλιστικό Κόμμα για την δημιουργία «εναλλακτικής κυβέρνησης»: προστασία  των εργασιακών δικαιωμάτων, επαναφορά μισθών και συντάξεων στα επίπεδα πριν από την κρίση. Τόνιζε όμως, όπως και το ΚΚΠ, ότι δεν έπρεπε με τίποτα να σχηματιστεί κυβέρνηση δεξιάς και ότι  θα υποστήριζε το Σοσιαλιστικό Κόμμα, ακόμη και αν δεν υπήρχε γενικότερη συμφωνία σε όλα τα σημεία. Είναι προφανές ότι τα δύο κόμματα της αριστεράς παίρνουν σημαντικό ρίσκο, αλλά η απόφαση τους δείχνει πόσο ωριμάζει, σε όλη την νότια Ευρώπη, η ανάγκη ανατροπής των πολιτικών λιτότητας, μέσω ευρύτερων συμμαχιών.  Είναι χαρακτηριστικό ότι στη διάρκεια της ψηφοφορίας  που οδήγησε στην πτώση της πιο βραχύβιας κυβέρνησης των τελευταίων ετών, χιλιάδες διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν έξω από το κοινοβούλιο στη Λισσαβόνα , μετά από κάλεσμα της Συνομοσπονδίας των Συνδικάτων.
Ο πρόεδρος της χώρας Καβάκο Σίλβα, που είχε επιχειρήσει ένα πραξικοπηματάκι δίνοντας τη διερευνητική εντολή στη δεξιά, ενώ η αριστερή αντιπολίτευση συγκέντρωνε περισσότερες έδρες συνολικά και το 62% των ψήφων, βρίσκεται σε εξαιρετική δύσκολη θέση. Ο πρόεδρος είχε ερμηνεύσει το Σύνταγμα κατά πως νόμιζε, με το επιχείρημα ότι δεν θα έπρεπε να σχηματιστεί κυβέρνηση στηριγμένη σε «αντιευρωπαϊκές» δυνάμεις, όπως το ΚΚΠ που τάσσεται υπέρ της εξόδου της χώρας από την ΕΕ.
Τώρα, παρά τα λεγόμενα του, είτε θα πρέπει να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον ηγέτη των Σοσιαλιστών Αντόνιο Κόστα ή να ζητήσει από την κυβέρνηση Κοέλιο να παραμείνει ως υπηρεσιακή έως να γίνουν εκλογές. Αλλά με βάση το Σύνταγμα αυτές δεν μπορούν να γίνουν πριν τον Απρίλιο του 2016. Η Πορτογαλία μπαίνει σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας, που θα θυμίζει τις αποσταθεροποιητικές συνέπειες των πολιτικών που ο δάσκαλος Βόλφγκανγκ και η Νονά Μέρκελ έχουν επιβάλει στην Ευρώπη.

Του νεκρού ασφαλιστικού

 

Γράφει ο mitsos175.

Γιάννης Πανούσης κλαίγεται, να δείξει πως υπάρχει και την κουτάλα τη χρυσή που υπουργείο λένε, να πιάσει στη χερούκλα του ν’ αρχίσει φαγοπότι. Γιάννη μου, μην οδύρεσαι, μην είσαι κλαψομούνης, τι τοκογλύφοι θέλουνε και όλοι οι μαφιόζοι εσύ να είσαι υπουργός, που κάνεις τα χατίρια στους δανειστές τους άπονους και που τσίπα δεν έχεις.

Των καναλιών ξετσίπωτοι, γελοίοι παπαγάλοι αρχίζουνε τη σπέκουλα, την άθλια προπαγάνδα, για να μπορούν να κόψουνε το ρεύμα, τις συντάξεις, και πλήθος κόσμου άδικα να πεταχτεί στο δρόμο. Μπογδάνο το κεφάλι σου άχυρα μέσα έχει, μα άλλο δε θ’ ασχοληθώ με σένανε τον ψεύτη, όπου περιγελάς νεκρούς, στηρίζεις δολοφόνους, βρίζοντας τους αγωνιστές και λέγοντας βλακείες. Γιατί σαν το σαλίγκαρο σε πήρανε στο Σκαί, το άθλιο το φερέφωνο των γερμανών ναζίδων. Με γλείψιμο και σούρσιμο και με τα κέρατά του πάει ο σάλιαγκας μπροστά και απ το πολύ το σάλιο αφήνει πίσω ίχνη του για να τα βλέπουν όλοι.

Όλα αυτά τα κάνουνε να κλέψουν τα λεφτά μας, να πάρουν το μετοχικό, να αδειάσουν τα ταμεία, για να τα φάνε και αυτά, μαζί με τόσα άλλα. Κλαίει η κυρά Δέσποινα, η έρμη η δασκάλα, που στο σχολειό τα γράμματα αυτή μου είχε μάθει.

«Ανάθεμα σε ΣΥΡΙΖΑ και συ Αλέξη Τσίπρα, όπου μας κοροϊδέψατε, μας πήρατε την ψήφο, μα τώρα θα μας δώσετε για να μας φαν οι λύκοι. “Ψηφίστε με”, μας είχες πει, “κι εγώ θε να το σκίσω ετούτο το μνημόνιο που αδικίες κάνει”. Αλλά εσύ δεν το ‘σκισες μας έφερες και άλλο, ακόμα πιο χειρότερο, να μας πεθάνεις όλους. Κι εγώ με άνεργα παιδιά και με πολλές αρρώστιες, χήρα και αβοήθητη, σε βλέπω να μου κόβεις σιγά - σιγά τα φάρμακα κι έπειτα το φαί μου. Με εκδικείσαι κάθαρμα, γιατί σ’ έχω ψηφίσει».

«Μα τρις χειρότερο απ αυτά, είναι αυτό που κάνεις μ’ όλους αυτούς τους κόλακες που τώρα εσένα γλύφουν, μέχρι να πας στο διάολο και χάσεις την καρέκλα, σαν γκρεμιστείς με πάταγο και πας μες τα τσακίδια. Όσοι έφυγαν με πρόωρη γιατί τους διαπομπεύεις; Με νόμο φύγαμε εμείς, έντιμα, ήταν μέρα, όλα στο φως γινήκανε, καμία αδικία. Πιο λίγα παίρνουμε άλλωστε από τους υπολοίπους, που φύγανε αργότερα - έντιμα και εκείνοι. Εξέτασες, παλιάνθρωπε, το λόγο του καθένα; Τρία παιδιά ανήλικα είχα να μεγαλώσω. Τα δυο τα χω άνεργα, το τρίτο σα δουλεύει, το χρήμα φεύγει αστραπή, για τίποτα δε φτάνει. Ούτε στα εγγονάκια μου δεν έχω για να δώσω, έναντι δίνω για το φως κι εσύ ζητάς χαράτσια».

«Να μας χωρίσεις προσπαθείς, να διχαστεί ο κόσμος. Μα φίδι εσύ ναζιστικό, τέλος καλό δε θα χεις. Με το κεφάλι σου σκυφτό, νύχτα - κρυφά θα φύγεις, να μάθεις κόλπα Σαμαρά να κάνεις κι ατιμίες. Όλοι όσοι σε βγάλανε γρήγορα θα σε φτύσουν. Όσο για τους βρικόλακες, των καναλιών το βόθρο, ελεεινά παράσιτα, ορνέων υπηρέτες, ξέχασες πως σου φέρθηκαν πριν την κουτάλα πιάσεις; Έτσι ταχιά θα σου φερθούν και πάλι να το ξέρεις, σαν απ’ το θρόνο το χρυσό που σ’ έβαλε ο κόσμος, θα πέσεις και θα τσακιστείς...»

Σώπαινε κυρά Δέσποινα και μην πολύδακρύζεις, μα μόνο μ’ Επανάσταση το δίκιο σου θα το βρεις... 

Από ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

Μια ριζοσπαστική και ρεαλιστική πρόταση για το ασφαλιστικό: Κρατική σύνταξη για όλους και τριαντάωρο εργασίας

Ο Γιώργος Σταμπουλής (με σπουδές μηχανικού παραγωγής και διοίκησης και διδακτορικό στην επιστημονική και τεχνολογική πολιτική) διδάσκει οργάνωση και διοίκηση επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Πρόσφατα παρουσίασε μια ριζοσπαστική και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πρόταση για το ασφαλιστικό, σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση από αυτές που έχουν πέσει στο τραπέζι (βλ. μια παρουσίαση στο criticalchallenger.wordpress.com και ένα άρθρο του στην Αυγή 13.9.2015. Του ζητήσαμε να μας την παρουσιάσει, σχολιάζοντας, πρώτα την πρόταση της «επιτροπής σοφών».

συνέντευξη του Γιώργου Σταμπουλή

Θα ήθελα να ξεκινήσω με την πρόταση της λεγόμενης «επιτροπής των σοφών», η οποία έχει δεχτεί, ήδη, έντονη κριτική. Πώς την αξιολογείς συνολικά;

Η πρόταση επιδιώκει να παρέμβει διαρθρωτικά στο σύστημα, αλλά παραμένει εντός αυτού και της λογικής του. Τα βασικά κριτικής μου είναι δύο:

Πρώτον, αντιμετωπίζει το ασφαλιστικό σύστημα ως κλειστό, σαν ένα δοχείο με δύο τρύπες: από τη μια μπαίνουν οι εισφορές και η κρατική χρηματοδότηση, από την άλλη βγαίνουν οι συντάξεις. Όσον αφορά τις εξωτερικές αλληλεπιδράσεις του συστήματος εξετάζει μόνο το πώς επιδρά η οικονομία στο σύστημα, αλλά όχι το πώς επηρεάζει το σύστημα την οικονομία.

Δεύτερον, δεν αμφισβητεί θεμελιώδη αξιακά χαρακτηριστικά του συστήματος. Δεν αμφισβητείται, λ.χ., το ότι η άμισθη εργασία (λ.χ. οι νοικοκυρές) ή οι άνεργοι δεν δικαιούνται σύνταξη. Ωστόσο, η σύνταξη αποτελεί δικαίωμα όλων όσων συμμετέχουν στην οικονομία, έστω και έμμεσα: ο άνεργος μετέχει μέσω της κατανάλωσης, αλλά και –όσο κι αν αυτό δεν μας αρέσει– επηρεάζοντας την τιμή του μισθού.

Συνολικά, κινείται στη λογική ενός ανακεφαλαιοποιητικού συστήματος: το ύψος της σύνταξης του καθενός εξαρτάται από το πόσα χρόνια έχει δουλέψει και το τι μισθό έπαιρνε. Έτσι, οδηγούμαστε σε ένα εξατομικευμένο σύστημα, όπου το τελικό πόσο της σύνταξης είναι αβέβαιο (χαρακτηριστικά, η έκθεση λέει απλώς ότι η σύνταξη πρέπει να είναι ανώτερη από το επίπεδο διαβίωσης –τα 500 ευρώ περίπου– αλλά δεν δίνει καμιά εγγύηση γι’ αυτό), και όχι στην πολιτική για ένα συλλογικό αγαθό.

Αν δούμε τις εκθέσεις του ΟΟΣΑ, τα ανακεφαλαιοποιητικά συστήματα έχουν υψηλό ποσοστό αναπλήρωσης στις υψηλές συντάξεις και χαμηλό στις χαμηλές. Ενώ άλλα συστήματα, τα οποία δεν αναφέρονται στην έκθεση (π.χ. της Νέας Ζηλανδίας ή της Ιρλανδίας) –και αυτό προξενεί εντύπωση, γιατί κάνει μια ανασκόπηση της διεθνούς εμπειρίας– έχουν υψηλό ποσοστό αναπλήρωσης της χαμηλής σύνταξης και χαμηλό της υψηλής. Αυτό το θεωρώ σωστό σε πολλαπλά επίπεδα: και όσον αφορά την κοινωνική αποτελεσματικότητα και δικαιοσύνη (κάποιος με υψηλό εισόδημα έχει μπορεί να κάνει αποταμίευση για το μέλλον, αυτός που παίρνει μισθό 700 και 800 ευρώ, προφανώς όχι) και όσον αφορά την δημοσιονομική αποτελεσματικότητα, αλλά και όσον αφορά το ζήτημα του εμπορικού ισοζυγίου, αφού η κατανάλωση του χαμηλού εισοδήματος (μισθού ή σύνταξης) θα οδηγηθεί, κατά κύριο λόγο, σε έναν κύκλο προστιθέμενης αξίας εγχώριας, ιδιαίτερα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα όπου οι βασικές ανάγκες μπορούν σε μεγάλο βαθμό να καλυφθούν από το εγχώριο παραγωγικό σύστημα — με δομικές παρεμβάσεις, βέβαια.

Μας έλεγες πριν ότι ένα μεγάλο πρόβλημα, συνολικότερα, της έκθεσης, είναι ότι δεν εξετάζει το μοντέλο εργασίας.

Είναι ένα από τα μεγάλα προβλήματα της έκθεσης: δεν εξετάζει το μοντέλο εργασίας στο μέλλον — ενώ το αναφέρει. Κινείται με βάση ένα φορντιστικό παραγωγικό μοντέλο, το οποίο όμως δεν υπάρχει πια· λείπει, δηλαδή, ένα στοιχείο ιστορικότητας. Σήμερα η φύση της εργασίας και οι εργασιακές σχέσεις έχουν αλλάξει δραστικά· αυτό το αναγνωρίζουν και οι συντάκτες στα συμπεράσματα, εκεί που μιλάνε για τις αδυναμίες της πρότασης, ότι δεν λαμβάνεται υπόψη το ζήτημα της επισφάλειας, η αποσπασματικότητα στην εργασία, η μερική απασχόληση.

Διαβάζουμε, χαρακτηριστικά: «Η σύνδεση των παροχών και εισφορών επιτείνει τις ανισότητες μεταξύ πλήρους και επισφαλούς απασχόλησης. Το μελλοντικό συνταξιοδοτικό σύστημα θα αποβεί κυρίως σε βάρος όσων απασχολούνται σε ατυπικές μορφές απασχόλησης και γενικά χαρακτηρίζονται από χαμηλή απασχολησιμότητα. Η ασυνέχεια στην απασχόληση λόγω μεσοδιαστημάτων ανεργίας θα οδηγήσει σε ελάχιστες κοινωνικού χαρακτήρα παροχές». Με λίγα λόγια, οι συντάκτες αναγνωρίζουν ότι είναι ένα σύστημα για τους λίγους, για τους προνομιούχους οι οποίοι δεν θα βρεθούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην ανεργία και θα έχουν σχετικά καλούς μισθούς. Αλλά δεν προτείνουν τίποτα γι’ αυτό.

Και, βέβαια, από τη στιγμή που πάμε σε ανακεφαλαιωτικό σύστημα, με την ανταποδοτική λογική του (ο καθένας εισπράττει, έπειτα από μια ηλικία, με βάση αυτά που κατέβαλε) τίθεται ένα καίριο ερώτημα: Γιατί να είναι δημόσιο το σύστημα; Υπάρχει η συνταγματική επιταγή, ότι πρέπει το δημόσιο να εγγυάται, ωστόσο μπορεί — με αυτή τη λογική– να εγγυάται και ένα ιδιωτικό σύστημα, μια ιδιωτική ασφαλιστική· το είδαμε, άλλωστε, να ισχύει στην κρίση (με την AIG).

Το ερώτημα προκύπτει και το έχουμε ακούσει πολλές φορές, με μια ισχυρή δόση λαϊκισμού: Με τόσα (πολλά) που δίνω και τόσο (λίγα) που θα πάρω, γιατί υποχρεώνομαι να ασφαλιστώ στο δημόσιο σύστημα και δεν μπορώ να διαλέξω μια ιδιωτική ασφάλιση; Το επόμενο βήμα της επίθεσης, πιστεύω, θα είναι η μετατροπή του υποχρεωτικού χαρακτήρα: να είναι προαιρετική η ασφάλιση στο δημόσιο σύστημα: είναι υποχρέωση του κράτους να σε καλύψει εφόσον εσύ το επιθυμείς, θα πούνε.

Η συζήτηση συνήθως, και οι αλλαγές –ή οι απόπειρες–, αρχής γενομένης από τις προτάσεις Γιαννίτση το 2001, εκκινούν από την αφετηρία ότι το παρόν σύστημα δεν είναι βιώσιμο, ότι το κράτος δεν μπορεί να αντέξει το βάρος του. Πώς πρέπει να σταθούμε σε αυτό;

Το ζήτημα, ακριβώς, είναι με ποιον τρόπο διαχειριζόμαστε το ότι το κράτος δεν μπορεί να αντέξει αυτό το βάρος; Η πεπατημένη που ακολουθήθηκε είναι: κόβουμε τις συντάξεις και αυξάνουμε τις εισφορές. Είναι καταστροφικό. Η αύξηση των εισφορών, όποτε επιχειρήθηκε, οδήγησε σε μεγαλύτερη αδήλωτη εργασία, λιγότερες προσλήψεις και αύξηση του μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων. Η μείωση των συντάξεων, με τη σειρά της, οδηγεί τελικά σε αύξηση της ανεργίας. Με βάση τα στοιχεία της ΗΔΙΚΑ, η συνταξιοδοτική δαπάνη μειώθηκε κατά 6 δισ. περίπου τα τελευταία 6-7 χρόνια, κάτι που αντιστοιχεί στο 3% του ΑΕΠ. H αντανάκλαση στην κατανάλωση και, στη συνέχεια, στην απασχόληση, είναι ευθεία: αφού μειώνεται η απασχόληση, μειώνεται και η δυνατότητα είσπραξης εισφορών. Έχουμε ένα φαύλο κύκλο εδώ, όπως συνέβη και με το Μνημόνιο συνολικά και τους «πολλαπλασιαστές» του ΔΝΤ.

Ένα σοβαρό ζήτημα είναι πώς συγχρονίζεται το σύστημα με την οικονομία. Οι «οικονομικοί σταθεροποιητές» όπως ονομάζονται, λένε ότι θα δίνουμε μικρότερες συντάξεις όταν η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση. Υποστηρίζω το αντίθετο: όταν η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, οι συντάξεις μπορεί να χρειαστεί να αυξάνονται, έστω λίγο, γιατί το δημόσιο πρέπει στις παρεμβάσεις του να λειτουργεί αντικυκλικά· αυτό λένε τα κεϋνσιανά οικονομικά του πρώτου έτους.

Θυμάμαι το βιβλίο του Robin Blackburn, Banking on death. Ας πάμε και στα δικά μας λίγο πιο πίσω, στην εποχή Σημίτη, την εποχή του χρηματιστηρίου: τότε που λεγόταν ότι τα ταμεία πρέπει να επενδύσουν, να γίνουν ένα εργαλείο του δημοσίου για επενδύσεις και ανάπτυξη, να επενδύσουν στο χρηματιστήριο, σε ομολόγα και μετοχές κλπ. Αυτό ήταν διεθνές φαινόμενο. Είτε γινόταν από εταιρείες που χρηματοδοτούσαν την ανάπτυξή τους μέσω του συνταξιοδοτικού ταμείου των εργαζομένων τους (με αποκορύφωμα την Enron που μαζί μ’ αυτή χρεοκόπησαν και οι εργαζόμενοί της και το Ταμείο τους) είτε και με Ταμεία ιδιωτικά και δημόσια (π.χ. ταμεία δήμων στη Γερμανία) τα οποία επένδυαν στις διεθνείς αγορές. Το διάστημα 2008-2012, με την κρίση, τα Ταμεία του G8 χάσανε πάρα πολύ: η αξία του ενεργητικού τους από 20 τρισ. δολάρια έπεσε στα 15 τρισ. Σήμερα έχουν φτάσει πάλι στα 25 τρισ. (εν μέσω ύφεσης!) και αποτελεί σχεδόν το ένα τρίτο όλων σχεδόν των διαθέσιμων επενδυτικών κεφαλαίων του κόσμου. Το πρόβλημα είναι ότι έτσι ενισχύεται ουσιαστικά μια φούσκα, ενισχύεται μια κρίση υπερσυσσώρευσης πλανητικά.

Σ’ αυτή τη λογική, τα Ταμεία γίνονται μέρος του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και όχι μέρος του κοινωνικού συστήματος γιατί αυτή η ανταποδοτικότητα πάει να επενδυθεί κάπου. Το συμπέρασμα του Blackburn είναι ότι αυτοί που επωφεληθήκαν από αυτές τις επενδύσεις των Ταμείων διαχρονικά ήταν τα golden boys· οι συνταξιούχοι ποτέ δεν είδαν αύξηση είτε με ιδιωτικά είτε με δημόσια συστήματα. Ένα παράδειγμα. Στις ΗΠΑ ψηφίστηκε το 1978 ειδική ρύθμιση, γνωστή ως 401(k), που προέβλεπε ότι φοροαπαλλάσσονται οι προ-φόρου αποταμιεύσεις σε προσωπικούς-εταιρικούς συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς. Ήταν ένας νόμος για τα στελέχη, τους yappies. Είμαι πλούσιος, έχω λεφτά, τα βάζω σε ένα συνταξιοδοτικό Ταμείο (θεωρούμενη μια μορφή επένδυσης) να τα πάρω ως σύνταξη αργότερα, και αυτό φοροαπαλλάσσεται. Θέλησε και η μεσαία τάξη να συμμετέχει και, αντί να διεκδικήσει να σταματήσει η φοροαπαλλαγή των πλουσίων, ζήτησε να πάρει και αυτή μερίδιο, να διευρυνθεί η φοροαπαλλαγή.

Έτσι, στην περίοδο των reaganomics στις ΗΠΑ (που συνέχισε ο Μπους και Κλίντον) όλη αυτή η διαδικασία επιτάχυνε τη μείωση των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού στις Η.Π.Α, από τον φόρο εισοδήματος, ο οποίος, μεταπολεμικά, στη χρυσή εποχή της ανάπτυξης των ΗΠΑ, έφτανε ακόμα και το 70%, στα υψηλά κλιμάκια. Και εκεί είναι η ανάγκη να επανέλθουμε σήμερα· το λένε o Κρούγκμαν, ο Στίγκλιτζ, δηλαδή όχι κάποιοι ακραίοι αριστεροί οικονομολόγοι, αλλά μετριοπαθείς φιλελεύθεροι με τους πολιτικούς όρους της Αμερικής.

Προχωράω στη μελέτη σου για το συνταξιοδοτικό, που δημοσιοποίησες πρόσφατα (βλ. μια παρουσίαση στο criticalchallenger.wordpress.com). Προτείνεις κατάργηση των εισφορών, κρατική σύνταξη για όλους πάνω από 1.000 ευρώ και τριαντάωρο εργασίας. Νομίζω ότι ο αναγνώστης ξαφνιάζεται — ευχάριστα μάλλον, αλλά ξαφνιάζεται. Πώς ξεκίνησες και πώς τεκμηριώνεται η πρόταση;

Η αρχική ιδέα (όπως τη δημοσίευσα το 2010, σε ένα άρθρο στην τότε Ελευθεροτυπία) είχε δύο άξονες. Πρώτον, ότι αν ισομερίσουμε τα λεφτά που δίνονται από τον κρατικό προϋπολογισμό για συντάξεις, αυτό θα αρκούσε για να παίρνει ο καθένας περίπου 1.200 ευρώ σύνταξη. Δεύτερον, ότι πρέπει να καταργηθούν οι ασφαλιστικές εισφορές και η δαπάνη να καλύπτεται εξολοκλήρου από το κράτος. Όσο κι αν ακούγεται εκ πρώτης όψεως παράδoξο, η κατάργηση των εισφορών μπορεί να οδηγήσει σε πολλαπλασιαστικά θετικά αποτελέσματα στα κρατικά έσοδα, τα οποία θα μπορούν να καλύπτουν τις συντάξεις. Αυτή ήταν η αρχική ιδέα, που έχει εξελιχθεί έκτοτε.

Η μεθοδολογία που εφαρμόζω προέρχεται από τον κριτικό ρεαλισμό, μια σχολή σκέψης στην οικονομική επιστήμη και στις φυσικές επιστήμες. Βασικοί εκπρόσωποί της είναι ο Τόνι Λώσον στα οικονομικά και ο Ρόι Μπάσκαρ, συνολικότερα στη φιλοσοφία της επιστήμης Αυτή η σχολή, μια σχολή στρουκτουραλιστική, εξηγεί ότι αλλάζοντας τη δομή αλλάζεις τη συμπεριφορά του συστήματος. Ανέπτυξα ένα μοντέλο προσομοίωσης και βλέποντας τη συμπεριφορά του μοντέλου άρχισα να διερευνώ πώς μπορεί να αναπληρωθεί αυτή η απώλεια των εισφορών από τον προϋπολογισμό. Αυτή τη στιγμή, τα 4 στα 10 ευρώ προέρχονται από τις εισφορές. Σε ένα σύστημα πλήρους κρατικής σύνταξης θα καταβληθούν από το κράτος, καθώς η κυκλοφορία χρήματος που θα δημιουργηθεί από την κατάργηση των εισφορών θα φέρει στο κράτος πόρους. Πώς μπορεί να γίνει αυτό;

Σήμερα, στα 1.000 ευρώ ονομαστικό μισθό ο εργαζόμενος του ΙΚΑ παίρνει 840 περίπου. Η επιχείρηση πληρώνει 1280. Οι ασφαλιστικές εισφορές είναι λοιπόν περίπου 440 ευρώ. Αν τις καταργήσεις, έχεις τρεις επιλογές για αυτά τα 440 ευρώ.

Η πρώτη είναι να δώσει το κράτος αυτά τα χρήματα στις επιχειρήσεις και να περιμένει να τα πάρει πίσω από τη φορολογία των κερδών· αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο, με βάση και τα λογιστικά εργαλεία που διαθέτουν οι επιχειρήσεις. Η δεύτερη είναι να τα δώσει στους εργαζόμενους: θα ήταν μια αύξηση 50-52%. Αυτό θα δημιουργούσε μια απότομη αύξηση της κατανάλωσης, ευπρόσδεκτη βέβαια από την πλευρά των εργαζομένων, αλλά με επιβάρυνση στο εμπορικό ισοζύγιο, που δεν τη θέλουμε, ειδικά σήμερα.

Και η μελέτη υποστηρίζει μια τρίτη επιλογή…

Η τρίτη λύση, που υποστηρίζω, είναι να δοθούν αυτά τα χρήματα στην εργασία, μειώνοντας τον χρόνο απασχόλησης και δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας. Έτσι, για λιγότερη εργασία ο εργαζόμενος παίρνει τα ίδια χρήματα. Προτείνω δηλαδή έναν συνδυασμό κατάργησης των Ασφαλιστικών Ταμείων και των εισφορών με τη μείωση του χρόνου απασχόλησης από τις 40 στις 30 ώρες την εβδομάδα χωρίς μείωση μισθού.


Έτσι, αν λόγω της μείωσης των ωρών εργασίας, ανά έξι εργαζόμενους (δηλαδή στις μισές σημερινές θέσεις εργασίας) προστεθεί ένας ακόμα, αυτό σημαίνει ότι θα δημιουργηθούν 500-600.000 νέες θέσεις εργασίας, αμέσως. Τα πολλαπλασιαστικά οφέλη θα είναι πολλαπλά. Πρώτα από όλα, θα δημιουργηθεί έξτρα κατανάλωση, και σε έναν ενάρετο κύκλο, θα δημιουργούνται, σταδιακά, επιπλέον θέσεις εργασίας. Επίσης, τα οφέλη είναι σημαντικά στην ποιότητα εργασίας και ζωής για τους εργαζόμενους και στην παραγωγικότητα. Όπως δείχνει το παράδειγμα της Σουηδίας, όπου το τριαντάωρο εφαρμόζεται πειραματικά και μελετάται, οι εργαζόμενοι είναι πιο ξεκούραστοι, απουσιάζουν λιγότερο, η παραγωγικότητα αυξάνεται. Αντίστροφα, θυμάμαι ένα πρόσφατο δημοσίευμα του left: οι μισθωτοί των 500 ευρώ έχουν πολύ λιγότερα κίνητρα να αποδώσουν, νιώθουν ότι δεν πληρώνονται για τις αξία της εργασίας τους· πολύ εύλογο. Είναι το αντίστοιχο παράδειγμα από την ανάποδη.

Όλο το μοντέλο αυτό που εισηγούμαι δημιουργεί μια αύξηση του ΑΕΠ σε ένα έτος μόνο γύρω στο 10% . Οι συντάξεις θα πληρώνονται από την αύξηση του ΑΕΠ, και άρα και των εσόδων του κράτους και της φορολογίας. Αυξάνεις την φορολογητέα ύλη, απλοποιείς πολύ το φορολογικό σύστημα συνολικά, επομένως μπορείς να προσδοκάς (είναι μετρήσιμο, και μπορούμε να τρέξουμε διάφορα σενάρια σ’ αυτό) ότι θα καλύψεις πολύ σύντομα 100% αυτή τη δαπάνη της ενιαίας σύνταξης.

Αυτό έχει σημασία και για άλλους τομείς της μη αμειβόμενης εργασίας του νοικοκυριού, του άνεργου που βοηθάει. Ας δούμε το παράδειγμα των αγροτών. Οι αγρότες πληρώνουν χαμηλές εισφορές και παίρνουν σύνταξη από τον ΟΓΑ που θεωρείται ουσιαστικά προνοιακός οργανισμός. Στο σύστημα που προτείνω δεν χρειάζεται ο ΟΓΑ: ο αγρότης θα πάρει την σύνταξη που παίρνουν όλοι. Και ο άνεργος, και ο υποαπασχολούμενος, όλοι. Ακούγεται λίγο έξω από τα όρια της οικονομικής ηθικής που σήμερα έχουμε στον λογισμό μας, το ότι μπορεί να μη δουλέψεις ποτέ στη ζωή σου και θα πάρεις σύνταξη. Αλλά και αυτός που δεν δουλεύει ποτέ συμμετέχει στην οικονομία, συμβάλλει στην οικονομία. Η σύνταξη είναι ένα δικαίωμα που πρέπει να έχει κάθε γενιά· και είναι δικαίωμα συλλογικό, όχι ατομικό.

Το ένα από τα βασικά στοιχεία της πρότασης είναι η κατάργηση των εισφορών. Εξήγησέ μας γιατί.

Σήμερα, σε κάθε νέα οικονομική δραστηριότητα (είτε πρόκειται για νέες επιχειρήσεις είτε κλασικές επιχειρήσεις είτε κάποιον που δουλεύει με μπλοκάκι είτε συνεταιρισμούς, ΚΟΙΝΣΕΠ) ένας από τους μεγαλύτερους και πιο άμεσους φραγμούς είναι οι ασφαλιστικές εισφορές. Με το που ανοίγει η επιχείρηση, οι νέοι άνθρωποι δημιουργούν ένα χρέος: στο ΙΚΑ, στον ΟΑΕΕ κλπ.

Και, φυσικά, το παρόν σύστημα ενισχύει την εισφοροδιαφυγή και την αδήλωτη εργασία. Οι εισφορές είναι μια μορφή φορολογίας πάνω στην εργασία· η Eurostat, λ.χ., τις αντιμετωπίζει στατιστικά για όλες τις χώρες ως μέρος του συστήματος φορολογίας. Άμα υπολογίσουμε στην Ελλάδα τις εισφορές που πρέπει να θεωρήσουμε ως φορολογία στην εργασία –άσχετα αν λογίζονται ως εισφορές του εργοδότη συν την έμμεση φορολογία που επιβαρύνει γενικώς την εργασία (ΦΠΑ και έμμεσους φόρους), συν την φορολογία εισοδήματος– από την εργασία προέρχονται το 70-80% των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού.

Και, έτσι, φτάνουμε στον παραλογισμό να χρησιμοποιούμε το ΕΣΠΑ για να επιδοτούμε τις ασφαλιστικές εισφορές. Εκεί πλέον έχουμε ξεφύγει από τα όρια, καθώς θα έπρεπε με το ΕΣΠΑ να γίνονται μακροχρόνιες επενδύσεις, διαρθρωτικές κλπ.

Και το δεύτερο είναι η μείωση του χρόνου εργασίας.

Η μείωση του χρόνου εργασίας παίζει καθοριστικό ρόλο. Η μελέτη δείχνει ότι το 30ωρο θα δημιουργήσει 500.000 θέσεις εργασίας, απασχόληση, κυκλοφορία στην οικονομία, κάτι που καθιστά το νέο σύστημα άμεσα βιώσιμο. Και θέλω να προσθέσω και μερικά αξιακά στοιχεία. Το ένα έχει να κάνει με την ισορροπία της εργασίας με την υπόλοιπη ζωή μας: δεν δουλεύουμε σήμερα για να τα απολαύσουμε αργότερα, «στα γηρατειά». Το άλλο είναι ότι το παλιό «μοντέλο» (8 ώρες δουλεύουμε 8 ώρες «ψυχαγωγούμαστε» και 8 ώρες κοιμόμαστε) μπορεί να μετατραπεί σε ένα νέο σύστημα: 6 ώρες εργαζόμαστε, 6 ώρες ψυχαγωγούμαστε, 6 ώρες κοιμόμαστε και 6 ώρες συμμετέχουμε στα κοινά. Νομίζω ότι είναι ένα σημαντικό στοίχημα για μια κυβέρνηση της Αριστεράς.

Θα σε ρωτήσω για ένα ειδικότερο ζήτημα, που έχει όμως την ιδιαιτερότητα και την ευαισθησία του: τα βαρέα και τα ανθυγιεινά.

Στο σύστημα που προτείνω δεν υπάρχουν «βαρέα και ανθυγιεινά» με την έννοια των αυξημένων εισφορών ή της πρόωρης συνταξιοδότησης. Η λογική λέει ότι σε μια εργασία που είναι βαριά και ανθυγιεινή θα πρέπει να δουλεύεις λιγότερο. Το να λες ότι θα δουλέψω τώρα σκληρά και θα «απολαύσω» αρρώστιες στα γηρατειά, οπότε θα έχω ψηλότερη σύνταξη, ή θα βγω νωρίτερα στη σύνταξη δεν έχει νόημα. Πρέπει να δουλεύουν λιγότερο, ώστε η επιβάρυνση της εργασίας να εξισώνεται με το ισοδύναμο του εξάωρου. Αυτό, προοπτικά, θα δώσει και κίνητρα στις επιχειρήσεις να καινοτομήσουν στη τεχνολογία, ώστε να εξασφαλίσουν συνθήκες οι οποίες δεν θα είναι βαριές και ανθυγιεινές.

Τώρα καταβάλλονται μεγαλύτερες εισφορές, θα βγουν νωρίτερα και θα πάρουν μεγαλύτερη σύνταξη. Έχει ένα παράλογο αυτό το σύστημα, δούλεψε τώρα για να απολαύσεις στα γηρατειά σου· δούλεψε πολύ, μην απολαύσεις τη ζωή σήμερα, να την απολαύσεις αν επιζήσεις.

Σε μια Ευρώπη, και σε έναν πλανήτη, που κινείται στον αστερισμό της λιτότητας και των περικοπών των κοινωνικών δαπανών η πρόταση αυτή μοιάζει «παράταιρη». Έχουμε άλλα παραδείγματα διεθνώς;

Υπάρχει κατεξοχήν το παράδειγμα της Νέας Ζηλανδίας, το παλιότερο μάλλον συνταξιοδοτικό σύστημα στον κόσμο, από τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι επιδόσεις είναι εντυπωσιακές: κάλυψη πληθυσμού ηλικιωμένων 93%, εξάλειψη της φτώχειας στην τρίτη ηλικία, υψηλή αναπλήρωση εισοδήματος (ιδίως των χαμηλών) και το μικρότερο ποσοστό δημοσιονομικής επιβάρυνσης στον κόσμο (μικρότερο του 5%· ας σκεφτούμε ότι στην Ελλάδα είναι διπλάσιο). Το σύστημα είναι εξαιρετικά απλό. Κάθε κάτοικος που πληροί κριτήρια διαμονής στη χώρα γα κάποια χρόνια δικαιούται σύνταξη από τον κρατικό προϋπολογισμό χωρίς εισφορές. H τελευταία απόπειρα εισαγωγής στοιχείων ανταποδοτικότητας (ανακεφαλαιοποιητικού συστήματος) απορρίφθηκε σε δημοψήφισμα με συντριπτική πλειοψηφία 87%! Κι αυτό παρότι δινόταν η υπόσχεση ότι με την αλλαγή θα αυξάνονταν οι συντάξεις.

Παράλληλα με την καθολική κρατική σύνταξη (ύψους περίπου 1.200 ευρώ), η Νέα Ζηλανδία έχει, σε εθελοντική βάση, ένα επικουρικό σύστημα κεφαλαιοποιητικής λογικής: με βάση αυτά που δίνεις παίρνεις μια επικουρική σύνταξη. Το ενδιαφέρον είναι ότι σε αυτό μετέχουν μόνο οι μισοί μισθωτοί, οι υπόλοιποι καλύπτονται μόνο από την κρατική σύνταξη. Ανάλογο είναι και το μοντέλο της Ιρλανδίας. Σ’ αυτές τις χώρες βλέπουμε, ότι αντί να έχουμε 40% αναπλήρωση του εισοδήματος στα χαμηλά εισοδήματα έχουμε 80%. Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί, με την κατεύθυνση του συστήματος στην Ευρώπη, σήμερα ο εργαζόμενος των 700 ευρώ θα προσδοκά μια σύνταξη των 300-400 ευρώ.

Ένα τέτοιο σύστημα έχει εντονότερο το στοιχείο της διαγενεακής αλληλεγγύης. Δεν πληρώνει μόνο η επόμενη γενιά τις συντάξεις της προηγούμενης. Το επίπεδο των συντάξεων συνδέεται και με το επίπεδο της οικονομίας που η προηγούμενη κληρονόμησε στην επόμενη. Διότι αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα επιλογών που έγιναν σε βάθος χρόνου (επενδύσεις σε υποδομές, στην παιδεία, την έρευνα, την υγεία, το περιβάλλον κ.ο.κ.).

Αν υποθέσουμε ότι εφαρμόζεται η πρόταση που εισηγείσαι, με ποιον τρόπο θα γίνει η μετάβαση;

Δεν μπορείς να πας αμέσως σε μια κρατική σύνταξη των 1000-1200 ευρώ. Πρέπει να αρχίσεις να ανεβάζεις σταδιακά τη χαμηλή σύνταξη χωρίς να θίγεις τις υψηλότερες. Και όπως φεύγουν οι ψηλότερες συντάξεις από το σύστημα (λόγω της βιολογικής έκλειψης των δικαιούχων), οι νέες συντάξεις θα μπαίνουν στα κατώτερα κλιμάκια ώστε να συγκλίνουν σε μια σύνταξη που θα κυμαίνεται στα 1.000-1.200 ευρώ σε ένα διάστημα 5 έως 8-10 χρόνων.

Μια (θετική) ιδιομορφία τουλάχιστον της μελέτης και των δεδομένων που έχω είναι ότι αυτό το σύστημα φαίνεται να αποδίδει και με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 1%. Γιατί, όπως έχει τονίσει και ο Σάββας Ρομπόλης, όλες οι λύσεις που προτείνονται αφορούν την παραμετροποίηση στο παρόν σύστημα, απαιτούν ρυθμούς ανάπτυξης 2,5-3% σε ορίζοντα 30 ετών — κάτι που δεν είναι ρεαλιστικό. Επίσης, όπως επισημαίνει ο ίδιος, και είναι σημαντικό, δεν μπορείς να προσδοκάς ότι η οικονομική μεγέθυνση θα δημιουργήσει αντίστοιχη αύξηση στην απασχόληση, άρα δεν μπορείς να προσδοκάς από την οικονομική μεγέθυνση ότι θα λύσεις το πρόβλημα της ανεργίας. Πρέπει να πας σε άλλου είδους διαρθρωτικές αλλαγές, με βασική τη μείωση του χρόνου εργασίας – αξιοποιώντας την τεχνολογική πρόοδο.

Προφανώς θα υπάρχει ένα κόστος μετάβασης γιατί θα εξακολουθήσει να πληρώνει υψηλές συντάξεις. Όμως, μπορείς να διαπραγματευτείς τη χρηματοδότηση της μετάβασης, καθώς έχεις σαφή και μετρήσιμα αποτελέσματα να δείξεις. Έχεις επίσης αρκετές παραμέτρους να θέσεις στο διάλογο τόσο με τους δανειστές όσο και με τις παραγωγικές δυνάμεις.

Και η τελευταία ερώτηση: Είναι μια μελέτη που αφορά το απώτερο μέλλον ή μπορεί να εφαρμοστεί πολύ σύντομα;

Η κοινωνική συμμαχία που μπορεί να στηρίξει αυτό το σύστημα υπάρχει. Είναι οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι μικρές επιχειρήσεις, οι άνεργοι, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι που θα δουλεύουν λιγότερο. Μπορεί να εφαρμοστεί από την 1η Ιανουαρίου 2016. Και νομίζω ότι επειδή στην κοινωνία έχει ωριμάσει πάρα πολύ κάτι τέτοιο, θα είναι η πρόταση που θα έχει τις λιγότερες αντιδράσεις. Οι μόνοι που θίγονται είναι οι υψηλοσυνταξιούχοι, στον βαθμό που οι δανειστές θα πιέσουν προς αυτό, θα ζητήσουν να κοπούν οι ψηλές συντάξεις από τώρα, και όχι σταδιακά (εκεί μπορείς να θέσεις ζητήματα ανταποδοτικότητας, αν δηλαδή πραγματικά έχουν δοθεί οι αντίστοιχες εισφορές ή οι υψηλές συντάξεις είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών).

Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει, και το γράφει και το πόρισμα της επιτροπής, ότι δεν υπάρχει τίποτα στον νόμο που να εγγυάται τη σύνταξή σου. Σε όλα τα άλλα συστήματα δεν υπάρχει τρόπος να υπολογίσεις την σύνταξη που θα πάρεις γιατί εξαρτάται πάρα πολύ από την ανεργία, την απασχόληση, ενώ το προτεινόμενο σύστημα παράγει απασχόληση και μπορεί να λειτουργήσει και αντικυκλικά: το κράτος να αποφασίσει ότι όταν υπάρχει ύφεση θα αυξήσει τη συνταξιοδοτική δαπάνη· και αυτό ας το σκεφτούμε και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.



Τη συνέντευξη πήρε ο Στρατής Μπουρνάζος

enthemata.wordpress.com

Η Νύχτα του Θανάτου

Από ΒΑΘΥ 

Πηγή: Γεφυρισμοί

Στις 18 Οκτωβρίου 1977 οι γερμανικές αρχές ανακοίνωσαν ότι βρέθηκαν νεκροί στα ειδικά διαμορφωμένα κελιά τους, στις φυλακές του Στάμχαϊμ, ο Αντρέας Μπάαντερ, η Γκούντρουν Έσλιν και ο Καρλ Ράσπε. Ως αιτία θανάτου καταγράφηκε η αυτοκτονία. Ωστόσο η μόνη επιζήσασα Ίρμγκαρντ Μέλερ δήλωσε ότι οι σύντροφοί της πυροβολήθηκαν ενώ η ίδια όταν συνήλθε ήταν βαρύτατα τραυματισμένη από μαχαίρι.

Οι τρεις νεκροί της Νύχτας του Θανάτου, όπως και η Μέλερ, υπήρξαν μέλη της ένοπλης οργάνωσης RAF - Φράξια Κόκκινος Στρατός, η οποία έδρασε στη Γερμανία το 1970. Μια οργάνωση η οποία αν και δεν υπάρχει πια, έχει αφήσει πίσω της ανοιχτούς λογαριασμούς με την Γερμανία, αφού πολλά μέλη της αναζητούνται μέχρι σήμερα. Η πρώτη ενέργεια της RAF θεωρείται η απελευθέρωση του Μπάαντερ που είχε συλληφθεί και καταδικασθεί για τον εμπρησμό πολυκαταστημάτων της Φρανκφρούρτης το 1968. Η επιχείρηση οργανώθηκε από την Ούρλικε Μάινχοφ και υλοποιήθηκε στις 14 Μαΐου 1970 δηλώνοντας ότι: «Δεν απελευθερώσαμε τον Μπάαντερ για προπαγανδιστικούς λόγους, αλλά απλά και μόνον για να ΄ναι ελεύθερος». Όλα τα μέλη της οργάνωσης προέρχονταν από την Αριστερά με ιδιαίτερες επιρροές από τα κινήματα της Λατινικής Αμερικής, συμμετοχές στα αντίστοιχα της Ευρώπης αλλά και σχέσεις με τους Παλαιστίνιους. Στη δράση τους περιλαμβάνονται βομβιστικές ενέργειες κατά των νατοϊκών βάσεων στη Γερμανία οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για την υποστήριξη της επίθεσης των Αμερικανών στο Βιετνάμ, όπως και διαφόρων κρατικών κτιρίων αλλά και 4 θάνατοι.

Τα μέλη της οργάνωσης κρατήθηκαν στα «λευκά κελιά» των φυλακών του Στάμχαϊμ υπό συνθήκες αυστηρής απομόνωσης μέχρι τη Νύχτα του Τέλους. Εκεί τους είχε επισκεφθεί ο Ζαν Πωλ Σαρτρ και άλλοι διανοούμενοι και πολιτικοί οι οποίοι αποτύπωσαν με τα μελανότερα χρώματα την κατάστασή τους. Πολλοί μάλιστα την παρομοίασαν με εκείνην της κατοχής από τη Βέρμαχτ. Τόσο πριν, όσο και μετά τη Νύχτα αυτή, σημειώθηκαν και άλλοι θάνατοι μελών της RAF στις γερμανικές φυλακές όπως η κατάληξη του Χόλγκερ Μάινς λόγω απεργίας πείνας (1974) και η αμφισβητούμενη αυτοκτονία της Ουρλίκε Μάινχοφ (1976).


Γερμανία 1972. Η αφίσα της αστυνομίας με τους καταζητούμενους αντάρτες πόλεων της RAF.

Τον Μάρτιο του 1998 η RAF αυτοδιαλύθηκε και επίσημα με την εξής δήλωση: «Σήμερα θέτουμε τέρμα στη δράση μας. Το αντάρτικο των πόλεων με τη μορφή της RAF είναι πια ιστορία». Εμείς για τη Νύχτα του Θανάτου επιλέξαμε τη σχετική διήγηση της Μέλερ στον Όλιβερ Τόλμαϊν από το βιβλίο του «RAF -Αυτό ήταν για μας Απελευθέρωση. Μια συζήτηση με την Ίρμγκαρντ Μέλερ για την Ένοπλη πάλη, τη Φυλακή και την Αριστερά», που μεταφράσθηκε στη γλώσσα μας από τον Γιάννη Κέλογλου και εκδόθηκε από τις εκδόσεις ΚΨΜ το 2007 (βλ. πηγές).

M: Πρέπει να φανταστείς την κατάσταση τότε: βρισκόμασταν για έξι εβδομάδες περίπου σε καθεστώς στέρησης κάθε επικοινωνίας, είχαμε πίσω μας μια απεργία πείνας και δίψας, δεν είχαμε τη δυνατότητα να συνομιλήσουμε με κανέναν κανονικά, δεν είχαμε καμιά πληροφόρηση και ξέραμε ότι παίζονταν πάρα μα πάρα πολλά. Όλα αυτά μας είχαν εξουθενώσει πολύ. Η αεροπειρατεία του «Λάντσχουτ» ήταν μια αιφνιδιαστική εξέλιξη. Και αναπτέρωσε τις ελπίδες μας ότι αυτή η τρομακτική μετέωρη κατάσταση θα σταματήσει και ότι θα οδηγηθούμε σε μια λύση.

T: Ελπίζατε ακόμη εκείνη τη χρονική στιγμή ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια θετική έκβαση;

M: Πριν από την αεροπειρατεία στο «Λάντσχουτ» όχι πια. Ήταν ιδιαίτερα ξεκάθαρο ότι το Επιτελείο Διαχείρισης Κρίσεων έπαιζε με το χρόνο και δεν σκόπευε να μας αφήσει ελεύθερους και επιπλέον είχε εγκαταλείψει τον Χανς Μάρτιν Σλάιερ.

Τ: Είχατε αλήθεια κάποια εικόνα για το ποια ήταν η RAF εκεί έξω;

Μ: Ξέραμε ποιοι καταζητούνταν. Ξέραμε ότι υπάρχει η RAF και ότι, κρίνοντας από αυτά που έκαναν, θα έπρεπε να είναι πάρα πολλοί. Και ξέραμε ότι κάποια άτομα που γνωρίζαμε προσωπικά ήταν οργανωμένα στη RAF.

Τ: Τελικά ακολούθησε η εισβολή στο «Λάντσχουτ», λίγο μετά τη συνομιλία του Αντρέας Μπάαντερ με τον υπάλληλο που είχε στείλει ο υπουργός Επικρατείας Σούλερ. Το έμαθες αυτό εκείνη τη νύχτα;

Μ: Όχι. Οι τελευταίες ειδήσεις που είχα τη δυνατότητα να ακούσω απ' το ραδιόφωνο της φυλακής έπαιξαν στις δέκα, έντεκα το βράδυ.

Τ: Και μετά έκλεισαν το ραδιόφωνο της φυλακής;

Μ: Ναι, αυτό συνέβη γύρω στις έντεκα, το αργότερο.

Τ: Μετά πλάγιασες στο κρεβάτι;

Μ: Όχι. Κάθισα και διάβασα. Δεν ήταν και τόσο απλό. Πριν από την αεροπειρατεία περνούσε κάποιος από τους φύλακες τη νύχτα και μάζευε τους ηλεκτρικούς γλόμπους, ενώ κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης επικοινωνίας έκοβαν απλά το ρεύμα. Χρειαζόμουν δηλαδή κεριά. Το πικάπ το λειτουργούσα με μπαταρίες, αυτό γινόταν. Ήθελα σε κάθε περίπτωση να παραμείνω με κάποιο τρόπο ξύπνια για να μπορέσω να ακούσω τις πρωινές ειδήσεις των έξι. Ήμουν όμως ήδη τελείως εξαντλημένη. Έπειτα περπάτησα λίγο πέρα-δώθε για να μη με πάρει ο ύπνος. Παρ' όλα αυτά κάποια στιγμή αποκοιμήθηκα.

Τ: Προσπαθούσες και τις προηγούμενες νύχτες να παραμένεις ξάγρυπνη;

Μ: Ναι. Κοιμόμουν ελάχιστα. Το ίδιο και κατά τη διάρκεια της μέρας, δεν είχε μεσημεριανό ύπνο και παρόμοια. Επιπλέον είχα εξασθενήσει τελείως και σωματικά από την απεργία πείνας των περασμένων εβδομάδων, δεν έτρωγα το φαγητό της φυλακής και ταυτόχρονα δεν είχα και τίποτα άλλο, αφού μας είχαν απαγορεύσει κάθε συμπληρωματική αγορά φρούτων. Δεν διέθετα πλέον καθόλου αποθέματα για να παραμείνω κάπως σε εγρήγορση, κάτι που άλλωστε θα διευκόλυνε την προσπάθειά μου να μην κοιμηθώ. Επίσης τη νύχτα, πολύ αργά, φώναξα προς τον Γιαν. Στο κελί μου τότε ήταν κάπως φθαρμένο το πάτωμα, κι αν κανείς ξάπλωνε τελείως μπρούμυτα είχε τη δυνατότητα να φωνάξει κάτι απ' τους εξωτερικούς σύρτες, που έφτανε πολύ αποδυναμωμένο βέβαια έξω. Ο Γιαν βρισκόταν απέναντί μου, σε απόσταση μερικών μέτρων από την άλλη πλευρά. Και με άκουσε κιόλας και αντέδρασε. Είπα: «Ρε συ, απλώς για να μάθω κι εγώ τι γίνεται». Και μετά σκεπάστηκα με την κουβέρτα και με πήρε ο ύπνος. Φυσικά δεν κοίταξα πότε ακριβώς, ήταν πάντως κάποια στιγμή στη διάρκεια των επόμενων ωρών.

Τ: Και τι συνέβη μετά;

Μ: Το πρώτο πράγμα που ένιωσα όταν ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου ήταν ένα δυνατό βουητό στο κεφάλι, την ώρα που κάποιος στο διάδρομο της πτέρυγας κάτω από πολύ δυνατό φως νέον προσπαθούσε να μου ανοίξει τα βλέφαρα διέκρινα πολλές μορφές που στέκονταν τριγύρω μου και με άγγιζαν με κάποιο τρόπο. Άκουσα μια φωνή που είπε: «Ο Μπάαντερ και η Ένσλιν είναι νεκροί». Αμέσως μετά έχασα πάλι τις αισθήσεις μου. Συνήλθα μερικές μέρες αργότερα στο νοσοκομείο του Τύπινγκεν. Δίπλα στο κρεβάτι μου στεκόταν ένας εισαγγελέας και ήθελε υποτίθεται να μάθει τι είχε συμβεί. Τη δικηγόρο μου την άφησαν να με δει μόλις την επόμενη μέρα. Από αυτήν έμαθα ότι είχε πεθάνει και ο Γιαν. Μου είπε επίσης ότι είχε πραγματοποιηθεί εισβολή στο «Λάντσχουτ» και είχαν σκοτωθεί όλα τα μέλη του Κομάντο Μάρτυρας Χαλιμέ εκτός από μια γυναίκα [1]. Από τη δικηγόρο μου έμαθα ότι όλο αυτό το διάστημα προσπαθούσε ανεπιτυχώς να με δει.

Αλλά καμιά μου προσπάθεια να διηγηθώ όσα μου ανέφερε τότε δεν μπορεί να αποδώσει πραγματικά το χαρακτήρα εκείνης της συζήτησης. Πρέπει να φανταστείς ότι ήταν η πρώτη μου επαφή με κάποιον που εμπιστευόμουν ύστερα από πολλές εβδομάδες στέρησης κάθε επικοινωνίας. Επιπλέον ήμουν βαριά τραυματισμένη. Και είχαμε μόλις μία ώρα στη διάθεση μας. Βρισκόμουν στην εντατική μονάδα εγκαυμάτων, όλα ήταν επενδυμένα με πυρίμαχο υλικό και αποστειρωμένα, ήμουν συνδεδεμένη με μηχανήματα που βούιζαν, είχα τρομερούς πόνους, παντού υπήρχαν μπάτσοι, ακόμη και οι γιατροί αυτής της εντατικής μονάδας στο Τύμπινγκεν επιτηρούνταν αυστηρά.


Ο Μπάαντερ και η Έσλιν νεκροί στα κελιά τους.

Τ: Τι τραύματα είχες ακριβώς;

Μ: Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα ακόμη. Αυτά μου τα είπε αργότερα κάποιος γιατρός της εμπιστοσύνης μου, όχι δηλαδή γιατρός της φυλακής. Μία από τις τέσσερις μαχαιριές στο στήθος είχε πλήξει το περικάρδιο και τραυματίσει τα πνευμόνια γεμίζοντάς τα αίμα. Στο Τύμπινγκεν μου άνοιξαν ολόκληρο το θώρακα και μου τοποθέτησαν έναν καθετήρα για να τραβήξουν τα υγρά απ' το τραύμα.

Η μαχαιριά καρφώθηκε με μεγάλη δύναμη και έφτασε σε βάθος επτά εκατοστών. Απ' ό,τι φάνηκε, τα πλευρά ανέκοψαν τη φόρα της, καθώς σε ένα από αυτά υπήρχε μια εγκοπή. Στη μονάδα εντατικής παρακολούθησης παρέμεινα λιγότερο από μια εβδομάδα εκεί μια φυσιοθεραπεύτρια μου έκανε ασκήσεις αναπνοής. Μου χορηγούσαν ισχυρά καταπραϋντικά και αναισθητικά φάρμακα, γι' αυτό και θυμάμαι ελάχιστα πράγματα από εκείνες τις μέρες. Υπάρχει όμως μια εικόνα που εντυπώθηκε βαθιά στη μνήμη μου: σε αυτή την τεράστια αίθουσα κάθονταν μέρα-νύχτα δύο ή τρεις μπάτσοι φορώντας αποστειρωμένες ρόμπες, σκούφους και καλύμματα παπουτσιών χειρουργείου, ενώ έξω από τα παράθυρα περιπολούσαν ένστολοι ένοπλοι με οπλοπολυβόλα. Στο τέλος της βδομάδας μεταφέρθηκα με ελικόπτερο στο νοσοκομείο των φυλακών του Χόεν Άσπεργκ (Σ.τ.Μ.: νοσοκομείο κρατουμένων σε παλιό κάστρο του Λούντβιγκσμπουργκ, κοντά στη Στουτγάρδη). Εκεί έμεινα τέσσερις εβδομάδες. Για πολύ καιρό δεν μπορούσα να περπατήσω και για πολλά χρόνια ακόμη πονούσα όταν ανέπνεα ή έβηχα, όποτε ξάπλωνα στο πλάι, ακόμη και όταν γελούσα.

Τ: Βρέθηκε το όπλο που προκάλεσε τα τραύματα σου;

Μ: Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή το πλήγμα υποτίθεται ότι έγινε με το μαχαίρι της φυλακής, όμως δεν μπορεί να ισχύει κάτι τέτοιο, επειδή ακριβώς το τραύμα ήταν πολύ βαθύ.

Τ: Μ' ένα μαχαίρι με το οποίο κανονικά αλείφουμε βούτυρο στο ψωμί;

Μ: Ναι. Στο κελί βρέθηκαν μόνο ένα μαχαίρι φυλακής και ένα ψαλίδι. Άλλα αντικείμενα δεν υπήρχαν.

Τ: Και αυτά ανήκαν πράγματι σε σένα;

Μ: Περιλαμβάνονταν στον εξοπλισμό της φυλακής, ναι.

Τ: Το ψαλίδι ήταν μυτερό ή αμβλύ;

Μ: Ήταν ένα μικρό ψαλίδι για κόψιμο εφημερίδων που βρισκόταν παράμερα. Έτσι κι αλλιώς όμως, δεν επικαλέστηκαν αυτό, αλλά εκείνο το μικρό, αμβλύ μαχαίρι.

Τ: Έτυχε να μιλήσετε, εσύ ή οι δικηγόροι σου, με τους γιατρούς για το εάν το μαχαίρι που είχες μπορούσε να προκαλέσει τέτοιο τραύμα;

Μ: Οι δικηγόροι προσπάθησαν τότε να έρθουν σε επαφή με τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό, αλλά προσέκρουαν πάντοτε σε σφραγισμένες πόρτες. Προφανώς είχαν εντολή να μη μιλήσουν με τους δικηγόρους μου. Ορισμένες μεμονωμένες νοσοκόμες πάντως προσπάθησαν να τους δώσουν πληροφορίες. Τα αποτελέσματα όμως ήταν πενιχρά. Το προσωπικό φοβόταν. Και οι δικηγόροι είχαν κατατρομάξει. Τότε ασκήθηκε μια πληθώρα διώξεων ακόμη και σε βάρος των συνηγόρων μας [2] - οι προϋποθέσεις επομένως για να διαλευκάνουμε κάτι δεν ήταν καλές. Εγώ η ίδια προσπάθησα πολλές φορές ανεπιτυχώς να αποκτήσω πρόσβαση σε έγγραφα και πιστοποιητικά.

Τ: Πότε ήταν η πρώτη φορά που διηγήθηκες τι έζησες εκείνη τη νύχτα;

Μ: Πρώτα μίλησα με τους δικηγόρους μου και στη συνέχεια κατέθεσα ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής της Βουλής [3]. Αυτό συνέβη στις 16 Ιανουαρίου 1978. Για την ακρίβεια ήθελαν να με κλητεύσουν ήδη από το Δεκέμβριο του 1977 - αλλά τότε ήμουν ακόμη πολύ εξασθενημένη, εκτός αυτού πραγματοποιούσα απεργία πείνας, επειδή ήθελα οπωσδήποτε να μεταφερθώ άμεσα κοντά στους υπόλοιπους της οργάνωσης. Η απεργία αυτή ήταν φοβερή. Έτσι κι αλλιώς αισθανόμουν πολύ χάλια, κι επιπλέον ήμουν ξαπλωμένη με τα ρούχα της φυλακής σε ένα στρώμα στο πάτωμα και βρισκόμουν υπό διαρκή επιτήρηση. Ήταν μια σχιζοφρενική κατάσταση. Και μέσα σ' όλα αυτά, ήρθε ένας βουλευτής της εξεταστικής επιτροπής που είχε την άποψη ότι είμαι υποχρεωμένη να καταθέσω και ότι θα έπρεπε να προετοιμάζομαι για τις 8 Δεκεμβρίου περίπου. Η κατάθεσή μου δεν θα δινόταν στη δημοσιότητα. Εγώ του απάντησα ότι έτσι δεν συμμετέχω σε καμιά περίπτωση. Και στη συνέχεια μου πρότειναν ως επόμενη ημερομηνία τον Ιανουάριο του 1978. Και τότε λοιπόν πήγα.

Τ: Γιατί;

Μ: Επειδή ήθελα να καταθέσω-και μάλιστα δημόσια-τι συνέβη εκείνη τη νύχτα.
_____

[1] Η Σουχάιλα Αντράουες δικάστηκε από την Ομοσπονδιακή Εισαγγελία το 1996 ενώπιον του Εφετείου του Αμβούργου. Στη δίωξη εναντίον της το ενδιαφέρον εστιάστηκε κυρίως στο αν η κατηγορούμενη ενώπιον του Εφετείου της Φρανκφούρτης Μόνικα Χάας είχε προμηθεύσει με όπλα τον κομάντο. Η υποψία στηριζόταν σε επιχειρησιακά έγγραφα της Στάζι που ήρθαν στο φως μετά την επανένωση, τα οποία όμως δεν κρίνονται ιδιαίτερα αξιόπιστα. Η Χάας αμφισβήτησε έντονα την κατηγορία της προμήθειας όπλων. Η Αντράουες, που για μικρό χρονικό διάστημα υπαναχώρησε ως Μάρτυρας του Στέμματος για λογαριασμό της Ομοσπονδιακής Εισαγγελίας, είχε επίσης αρχικά αμφισβητήσει στις αστυνομικές ανακρίσεις τη συμμετοχή της Χάας και ανακάλεσε τη μετέπειτα επιβαρυντική κατάθεσή της.

[2] Στην πορεία των διώξεων εναντίον της RAF σημειώθηκε πληθώρα επεμβάσεων στην ποινική δικονομία που είχαν ως στόχο να διευκολύνουν τον αποκλεισμό των δικηγόρων, να απαγορεύσουν την ανάληψη πολλών εντολέων ταυτόχρονα και να περιορίσουν το πεδίο δράσης των συνηγόρων. Εκτός αυτού διώχτηκαν και φυλακίστηκαν επανειλημμένα δικηγόροι λόγω υποτιθέμενης υποστήριξης της RAF. Το 1977 συνελήφθησαν οι δικηγόροι Μύλερ και Νέβερλα με την κατηγορία της υποτιθέμενης λαθραίας εισαγωγής όπλων στο Στάμχαϊμ και καταδικάστηκαν τελικά σε πολύχρονες καθείρξεις.

[3] Η τοπική βουλή της Βάδης-Βυρτεμβέργης είχε συστήσει μια εξεταστική επιτροπή για τη διαλεύκανση των συνθηκών θανάτου, η οποία όμως σε κρίσιμα ζητήματα, όπως το πώς υποτίθεται μπήκαν τα όπλα στο Στάμχαϊμ, στηρίχτηκε σε «απόρρητες πληροφορίες» της Ομοσπονδιακής Εισαγγελίας. Ανακρίθηκαν 79 μάρτυρες και πραγματογνώμονες, ενώ δεν επιτράπηκαν ερωτήσεις προς τα μέλη της Επιτροπής Διαχείρισης Κρίσεων για τις συζητήσεις που είχαν γίνει και τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί εκεί. Το πόσο κατευθυνόμενες ήταν οι εργασίες της εξεταστικής επιτροπής συνάγεται από το γεγονός ότι δεν υπέβαλε σε κανέναν από τους μάρτυρες ερωτήσεις σχετικά με το αν το 1977 υποκλέπτονταν ακόμη οι συνομιλίες των κρατουμένων του Στάμχαϊμ στα κελιά. Βιάστηκε να εκδώσει το πόρισμά της, αφού δεν περίμενε καν τα αποτελέσματα τουλάχιστον των εργαστηριακών εγκληματολογικών ερευνών.

Πηγές

- Όλιβερ Τόλμαϊν, RAF «Αυτό ήταν για μας Απελευθέρωση». Μια συζήτηση με την Ίρμγκαρντ Μέλερ για την Ένοπλη πάλη, τη Φυλακή και την Αριστερά, μτφ Γιάννης Κέλογλου, εκδ. ΚΨΜ.

- Π. Βέργος, Κ. Παπαϊακώβου, Βελισάριος, Μ. Τσιμπουρίδης, Στ. Τοντ, Κ. Τριανταφύλλου. Δ. Ιατρόπουλος, Γ. Χατζηγιάννης. Λ. Χρηστάκης, κ.ά., Η θαυμαστή επαναστατική ιστορία της ομάδας Μπάντερ-Μάινχοφ, εκδ. Ideotsepi, Αθήνα, 1985.

- Τι απέμεινε από τους «αντάρτες» της RAF. Από το «σκάνδαλο της πουτίγκας» στις βόμβες της τρομοκρατίας, του Ν. Χειλά, Το ΒΗΜΑ, Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2002